ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΛΛΑΔΑ


ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ 

ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ.

 

 

 

 


ΜΕΓΑΣ ΚΑΘΟΔΗΓΟΣ ΨΥΧΩΝ

 

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΠΟΚΑ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ  ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ

(+1910-1989)

ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΣΟΦΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΛΟΓΩΝ

ΣΕ 500 ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ

ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΠΟΚΑ

ΡΟΥΜΑΝΟΥ  ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ

(+1910-1989)

 

 

ΜΕΓΑΣ ΚΑΘΟΔΗΓΟΣ ΨΥΧΩΝ

 

ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΣΟΦΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΛΟΓΩΝ

ΣΕ 500 ΚΕΦΑΛΑΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

Δ.Μ.Γ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τό παρόν βιβλίο εἶναι ἡ συγκέντρωσις κατά θέματα σοφῶν πνευματικῶν λόγων καί διδαχῶν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος π. Ἀρσενίου Μπόκα, τά ὁποῖα ἐρανίσθηκαν μαθητές του ἀπό διάφορα συγγράμματά του καί προσφάτως τά ἐξέδωκαν στήν ρουμανική γλῶσσα.

Ὁ π. Ἀρσένιος, σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τοῦ π. Δημητρίου Στανιλοάε, εἶναι «τό μοναδικό φαινόμενο τοῦ ὀρθοδόξου ρουμανικοῦ μοναχισμοῦ».. Ἦτο ἕνας πολυτάλαντος ἱεραπόστολος κληρικός, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν νεότητά του προικίσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ ἔκτακτα πνευματικά χαρίσματα, μέ τά ὁποῖα διηκόνησε τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί τόν ὀρθόδοξο ρουμανικό μοναχισμό.

Γεννήθηκε στόν νομό Χουνεντοάρα τῆς Ρουμανίας τό 1910 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Σπούδασε στίς ἐκκλησιαστικές σχολές τοῦ Σιμπίου, μετά τήν ἰατρική ἐπιστήμη καί ἐστάλη ἀπό τόν μητροπολίτη του στό Ἅγιον Ὄρος γιά τήν κατάρτισί του στά βιώματα τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ. Ἐδῶ ἡ Παναγία τόν καθωδήγησε στήν ἀνεύρεσι ἁγίου πνευματικοῦ διδασκάλου καί τόν ἐχαρίτωσε μέ θαυμαστό τρόπο.

Ἐπιστρέφοντας στήν πατρίδα του ἐργάσθηκε σάν ἡγούμενος τῆς ἀνδρικῆς Μονῆς Σίμπαντα ντέ Σιούς ἐπί 10 χρόνια. Κατόπιν μετατέθηκε στήν γυναικεία μονή Πρισλόπ, ὅπου ἔμεινε ἄλλα 10 χρόνια. Λόγῳ τοῦ καθεστῶτος συνελήφθη καί φυλακίσθηκε. Μετά μεταφέρθηκε στά καταναγκαστικά ἔργα γιά τήν κατασκευή καναλιοῦ στήν Κωνστάντζα. Μέ τήν σχετική ἐλευθερία πού δόθηκε ἐπέστρεψε στίς δύο μονές του, στίς ὁποῖες προσέφερε μεγάλο ἱεραποστολικό ἔργο, τόσο στούς μοναχούς ὅσο κιαί στόν πιστό ρουμανικό λαό. Εἶχε κοσμηθῆ ἀπό τόν Θεό μέ τό προορατικό καί τό θαυματουργικό χάρισμα καί χιλιάδες χριστιανοί τόν ἀκολουθοῦσαν γιά νά λάβοιυν συμβουλές καί λύσι στά προβλήματά τους.

Μέ τήν φώτισι τοῦ Θεοῦ προεῖπε τήν πτῶσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος καί τόν φόνο τοῦ προέδρου Τσαουσέσκου. Τότε συνελήφθη ἀπό ὄργανα τοῦ καθεστῶτος, ἀνεκρίθη καί κατά τρόπο μυστικό ὡδηγήθηκε στόν θάνατο διά δηλητηριάσεως. Τό θαυμαστό γεγονός εἶναι ὅτι ἕνα μῆνα, μετά τήν βίαιη ἀναχώρησί του ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή, πραγματοποιήθηε ἡ προφητεία του στίς 29 Δεκεμβρίου 1989.

Ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός πού συμβαίνει στόν τάφο του, ὁδηγεῖ χιλιάδες κόσμο ἐκεῖ. Τά λουλούδια πού ἔχουν φυτρώσει στόν τάφο του δέν ξηραίνονται, οὔτε μαραίνονται μέ τήν ὁποιαδήποτε θερμοκρασία. Ὁ π. Ἀρσένιος δοξάσθηκε ἀπό τόν Θεό καί δέχεται μέ πατρική στοργή στόν τάφο του τά πνευματικά του παιδιά καί ἐγγόνια. Θαυματουργεῖ μέ τήν παρρησία πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί τήν πίστι μέ τήν ὁποία προσέρχονται κοντά του οἱ χριστιανοί, πού φεύγουν ἀνακουφισμένοι ἀπό τά βάσανα τῆς ζωῆς τους.

Σύντομα θά κυκλοφορήση ὁ ἐκτενής βίος του μαζί μέ νέα συγγράμματά του γιά νά δοξασθῆ ὁ Θεός καί στήν πατρίδα μας Ἑλλάδα ἀπό τούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς.

 

 

Η ΑΛΗΘΕΙΑ

1. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ζωντανή ὕπαρξις. Ταυτίζεται μέ τόν Θεό.

2. Ἡ καταφυγή τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν Ἀλήθεια, εἶναι ἡ ἀνεύρεσις
ὁλοκλήρου τοῦ Θεοῦ.

3. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι πρόβατα δυσκολοκυβέρνητα ἀπό τόν ποιμένα. Δέν εἶναι ὅλοι πρόβατα, ὑπάρχουν καί κριάρια καί τράγοι· στόν αἰῶνα αὐτόν τά πρόβατα εἶναι ἀνάμεικτα μέ τά γίδια.  Τίποτε δέν διαιρεῖ περισσότερο τόν κόσμο, ὅσο ἡ γνώμη τῶν ἀνθρώπων πού τίθεται ὑπερά­νω τῆς ἀληθείας. Ἄραγε ὑπάρχει σφάλμα στήν ἀλήθεια;

Ὁ Θεός ἐγνώριζε αὐτή τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά μαθαίνη τήν καθαρή ἀλήθεια, γι᾿ αὐτό ἔδωσε στήν Ἐκκλησία τούς νομοταγεῖς λειτουργούς της γιά νά τούς προσφέρουν τήν καθαρή διδασκαλία.

4. Ἡ Γραφή δέν ἑρμηνεύεται, ὅπως κόβεις τό κεφάλι κάποιου, μᾶς κράζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Ἡ ἀλήθεια δέν παρουσιάζεται, ὅπως τήν φαντάζεται κάποιος στό μυαλό του. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι κάτι πού μπορεῖ νά τό διαστρε­βλώση ὁ ὁποιοσδήτοτε ἀδύνατος στήν πίστι καί στήν ζωή.

5. Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἡ αἰώνια καί ἀσυγχώρητη ἁμαρτία ἑνός ἀνθρώπου, εἶναι νά ζῆ ἐνάντια στήν ἀλήθεια.

 

ΑΣΚΗΣΙΣ

6. Ἡ προθεσμία τῆς καθαρότητος (ἡ ἀσκητική ἀγωγή) ἔχει δύο ἡλικίες καί καθιερώθηκε νά ἔχη τό ὄνομα  ἁγνεία. Ἡ ἀσκητική περίοδος περιέχει τήν ἐνεργό καθαρότητα, στήν ὁποία εἰσέρχονται ὅλες οἱ ἀσκήσεις ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ παθητική (ἀνενεργός) καθαρότης τῆς φύσεως ἀπό τά πάθη ἐκ μέρους τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία ἐπιτελεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτός εὐτρεπίζει καθαρόν τόπον σ᾿ αὐτούς πού Τόν ἀναζητοῦν μέ ἀγάπη, ἀλλά οἱ δυνάμεις τους δέν ἐπαρκοῦν γι᾿ αὐτό τό ἔργο καί τότε αὐτοί πρέπει νά κοπιάσουν γιά νά φθάσουν στήν ὑπέρ φύσιν καθαρότητα καί νά κατοικήση σ᾿ αὐτούς μέ δόξα ὁ ὑπέρ φύσιν Θεός.

7. Ἡ φάσις κορυφῆς τῆς ἀσκήσεως καί τό βάθος τῆς πνευματικῆς βιοτῆς ὀνομάζεται φωτισμός. Σ᾿ αὐτή τήν φάσι, τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβανόμενα ἀπό τό Βάπτισμα ἐκδηλώνονται σ᾿ ὅλη τους τήν πληρότητα καί ἐνισχύουν τήν ψυχή μπροστά στίς μεγαλύτερες δοκιμασίες της. Σ᾿ αὐτή τήν φάσι μπορεῖ νά ἐμφανισθοῦν αὐταπάτες γιά δῆθεν ἐξαιρετικά χαρίσματα καί  ὅποιος τά ἔχει αὐτά, τόν συμβουλεύουμε νά μή τά ἀφήση νά ἑδραιωθοῦν στήν καρδιά του, διότι, ὄχι μόνο δέν προχωρεῖ μέσῳ αὐτῶν, ἀλλά μπορεῖ νά χάση καί κάθε πνευματικό του ἀγώνισμα. Αὐτή ἡ ὁδός γίνεται ὅλο καί περισσότερο λεπτή καί πρέπει νά τά ἀπαρνῆσαι τελείως ὅλα.

8.  Ἡ ἄσκησις ἔχει καί ἕνα χριστολογικό χαρακτῆρα. Στίς ἀσκήσεις δέν εἶναι μόνος του ὁ ἄνθρωπος, εἶναι παρών καί ὁ Χριστός. Στίς προσπάθειές μας εἶναι παροῦσα καί ἡ προσπάθεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ.

9. Ἕνα μέρος τῆς ἀσκήσεως τῶν ἀρχαρίων εἶναι νά ἀποξηράνουν τίς πηγές τῶν παθῶν ἀπό τῆν γῆ τῆς καρδίας, καθώς ἐπίσης καί ἡ φροντίδα τους νά μήν ἀνυψώσουν τόν νοῦ τους στόν αἰθέρα τοῦ θελήματός τους, διότι ἐκεῖ κτυποῦν οἱ μεγάλες φουρτοῦνες καί σπάζουν τά  νοερά φτερά.

Ὁ καιρός τῆς ἀσκήσεως γιά μερικούς εἶναι πολύ μικρός, γιά ἄλλους πολύ μακρύς, γιά ἄλλους εὐκολώτερος καί γιά ἄλλους δυσκολώτερος καί γιά πολλούς ἄλλους εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή τους. Ἀλλά γι᾿ αὐτούς πού δέν κρίνουν κανένα, ὁ Σωτήρ λέγει ὅτι, χωρίς ἄσκησι μπαίνουν κατ᾿ εὐθεῖαν στόν παράδεισο. (Λουκ.6,37).

 

Η ΥΠΑΚΟΗ

10. Ἀνάμεσα στίς τρεῖς μοναχικές ὑποσχέσεις ἡ δυσκολώτερη εἶναι
ἡ ὑπακοή, διότι αὐτή ἠμπορεῖ νά νικήση εὐκολώτερα τά νοερά πάθη, γιά νά συνομιλήση κατόπιν ὁ μοναχός μέ τόν Θεό στόν τόπο πού θά Τόν ἀκούη, χωρίς δυνατές συζητήσεις.

11. Ἀνάμεσα στίς τρεῖς μοναχικές ὑποσχέσεις, ἡ ἄνευ ὅρων ὑπακοή ἀποδεικνύεται ἡ πλέον δύσκολη, γιά δύο βασικούς λόγους: Ἀφ᾿ ἑνός γιά τήν ἀναπηρία τῆς φύσεως καί ἀφ᾿ ἑτέρου γιά τήν λεγομένη προσω­πικότητά της.

12. Ἡ πειθαρχία στήν ὑπακοή ἐξυψώνει τήν φύσι ἀπό τήν ἀναπηρία της, διότι τήν βγάζει ἀπό τήν ὑπερήφανη ἰδέα πού ἔχει γιά τήν προσωπικότητά της. Ἡ ὑπακοή βοηθεῖ καί τούς ὀκνηρούς καί τούς πονηρούς νά ξεθάπτουν τό τάλαντό τους, ἐνῶ τούς ταλαντούχους τούς σκεπάζει ἀπό τήν καταλήστευσι τῆς κενοδοξίας.

13. Ἀκόμη κι ὅταν πραγματοποιηθῆ ὁ ἁγιασμός, οὔτε καί τότε δέν πρέπει νά καταστρέφεται ἡ σκέπη τῆς ὑπακοῆς.

14. Σ᾿ ὅλη μας τήν ζωή πρέπει νά ὑπακούωμεν στόν Θεό ἀπεριόριστα καί χωρίς παρεκκλίσεις. Ἐάν ὅμως οἰ πνευματικοί μας καθοδηγοί, Ἡγούμενοι καί Πνευματικοί, γίνονται αἱρετικοί καί, συνεπῶς, ἐπιβαρύνεται ἡ Ἐκκλησία μέ τό καθῆκον νά τούς ἀφορίση ἤ νά τούς καθαιρέση, τότε ἐμεῖς εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπό τήν ὑπακοή τους, διότι αὐτοί παρεξέκλιναν ἀπό τήν ὀρθόδοξη Πίστι καί ἐνσυνείδητα πλέον δέν ἐκφράζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἡ ὑπακοή μας πρός τήν Ἐκκλησία δέν σταματᾶ.

15. Τά ἰδιόρρυθμα μοναστήρια ἐξησθένισαν τίς μοναχικές ὑποσχέσεις τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀκτημοσύνης καί ἐξ αἰτίας τους ἐπῆλθε ἡ πτῶσις τοῦ μοναχισμοῦ.

16. Γιά τήν ὠφέλεια τῆς πνευματικῆς σου ζωῆς, ἔχεις μεγάλο κέρδος, ὅταν κάνης σ᾿  ὅλους ὑπακοή, ἐφ᾿ ὅσον δέν σέ διατάζουν γιά κάτι  πού εἶναι  ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

17. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἄρνησις τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἄρσις τοῦ σταυροῦ μας κάθε ἡμέρα (Λουκ.9,23).

18. Ἡ ὑπακοή ἀποσβήνει κάθε ταραχή καί κόπτει ἰδιωτική πρωτοβουλία, ὁπότε κάθε ἐνέργεια μέ τόν καιρό πρέπει νά μετατραπῆ σέ πνευματικές ἀρετές.

19. Ἡ ὑπακοή σβήνει τήν ἀξιοπρέπεια τῆς προσωπικότητος πού ἔχει διαπλάσει ὁ κόσμος, καί ἐάν ὑπάρχη κάτι ἐμπαθές στό κεφάλι τοῦ ὑποτακτικοῦ, ἐξ ὁλοκλήρου μετατρέπεται σέ ἁγιασμό, τόν ὁποῖον δέν τόν γνωρίζει κανείς τόσο καλά, ὅσο ὁ Θεός.

20. Ὁ ὑποτακτικός ἀναπτύσσει μέσα του μία πνευματική προσωπικότητα, ὅταν κατορθώνει νά περνᾶ ἀνάμεσα ἀπό σωρούς ὀστῶν ὡσάν νά περνᾶ κάποιος  ἄλλος. Μέ τόση δηλαδή ἀφοβία καί παρρησία!

 

ΑΘΕΪΣΜΟΣ

21. Ἡ ἀφετηρία τοῦ ἀθεϊσμοῦ εἶναι ὁ ναός τῆς Ἰερουσαλήμ!

22. Ὁ ἀθεϊσμός εἶναι μία ἀναπηρία, ἕνα τερατούργημα καί  θεμελιώδης πλάνη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

23. Ἐάν κτυπᾶς ἕνα ἄθεο μέ ἀποδείξεις ὁμοιάζεις μέ τό γουδοχέρι στό γουδί· δέν πρόκειται νά τόν μεταστρέψης τόν  τρελλό ἀπό τήν τρέλλα του.

24. Ὁ νοῦς πού σκέπτεται ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός  αὐτοκαταδικάζεται, διότι πολεμᾶ μέ ὅλες τίς δυνάμεις του ἐναντίον Αὐτοῦ πού (κατά τήν γνώμη του) δέν ὑπάρχει. Ἔτσι ἀποδεικνύει τήν τρέλλα του σ᾿ αὐτή τήν μάχη, τόν παραλογισμό του καί ἑπομένως τήν τρέλλα τοῦ νοῦ του, ὁ ὁποῖος καί τήν κατευθύνη.

25. Οἱ ἄπιστοι πρός ἐντροπή ἰδική μας, πιστεύουν περισσότερο στήν ἀπιστία τους, παρά ἐμεῖς στήν ἀληθινή μας πίστι.

 

ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ

26. Ἄλλος πόνος τόν ὁποῖον ἔχετε ἐσεῖς μητέρες, πατέρες εἶναι ὅτι ἀρνεῖσθε νά ἔχετε παιδιά. Αὐτό εἶναι ἕνα μέγα ἁμάρτημα πού κράζει πρός τόν Θεό. Εἶναι φόνος στήν μέση. Δέν εἶναι κάτι ἐλαφρό ἤ μηδαμινό.

Ἀκοῦστε ὅλοι σας μέ προσοχή: Τό αἷμα τους ζητεῖ ἐκδίκησι. Ἐπίσης, δέν θά ἔχετε προκοπή καί εἰρήνη μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, παρά μόνο κλάμματα καί θλίψεις. Ἡ ἐκδίκησις τοῦ αἵματός τους ἐκχύνεται ἐπάνω σας, χωρίς ἔλεος καί συμπάθεια καί εἴτε θά σᾶς πάρη ὁ Θεός καί τά ἄλλα, εἴτε θά ζητήσουν τά σκοτωμένα παιδιά σας ἀπό τόν Θεό τό κεφάλι σας.

Γνωρίζετε πολύ καλά ὅτι αὐτά συμβαίνουν σέ πολλούς τόπους καί ἀπό παλαιότερα. Αὐτή ἡ πρᾶξις σοῦ προκαλεῖ μία στενοχώρια στό σπίτι καί αἰσθάνεσαι σάν νά ἔχασες τελείως τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει γιά ὅλους τούς ἁμαρτωλούς καί ὅτι πλησιάζεις τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος σοῦ ἐπισωρεύει στό κεφάλι σου λογισμούς νά ἐγκαταλείψης τόν κόσμο καί νά φθάσης μέχρι τό τέρμα τῆς ζωῆς σου. Αὐτή εἶναι ἡ φωνή τοῦ διαβόλου σ᾿ αὐτούς πού κάνουν αὐτά τά ἔργα, χωρίς τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

27.Μεγάλους πειρασμούς δοκιμάζουν οἱ μητέρες πού σκοτώνουν τά παιδιά τους. Ἐάν θέλης νά λυτρώσης καί τ᾿ ἄλλα τά παιδιά πού ἐγέννησες, πρέπει νά βάλης στήν θέσι τους, τά παιδιά τῶν πτωχῶν μητέρων καί νά τά βαπτίσης. Ἐάν δέν θέλης νά κάνης αὐτό, νά τά πάρης βαπτισμένα καί νά τά ἀναθρέψης σάν δικά σου παιδιά μέ τά ἀναγκαῖα ροῦχα τους, τά παπούτσια τους, τό ψωμί, τά χρήματα γιά τό σχολεῖο τους μέχρις ὅτου φθάσουν σέ ἡλικία πού νά ἠμποροῦν νά κερδίζουν τό ψωμί τους μόνοι τους· καί ὅ,τι προσφέρεις στά κατά σάρκα παιδιά σου, νά προσφέρης καί σ᾿ αὐτά. Καί γιά ὅλες τίς ταλαιπωρίες πού θά ἔχης τήν περίοδο αὐτή, εἴτε γι᾿ αὐτά τά παιδιά εἴτε ἀπ᾿ αὐτά, θά τά ὑπομένης ὅλα, ἐλπίζοντας στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι ἔτσι θά σοῦ συγχωρήση τό ἁμάρτημά σου, διότι διά τῆς ὑπομονῆς θά ξεπληρώσης τήν ἁμαρτία σου. Ἡ ἐλεημοσύνη πού γίνεται μέ ἀγάπη καί κόπο νικᾶ τήν κρίσι τοῦ Θεοῦ.

28. Θέλεις ὀλιγώτερα παιδιά, μήν ἀφήνης τόν ἄνδρα σου νά σέ ἀγγίζη. Ὅμως γιά νά ἠμπορῆς νά κάνης αὐτό τό ἔργο, πρέπει νά ἐγκρατεύεσαι μέ τήν νηστεία, ἐνῶ ἐγώ σοῦ λέγω νά ἔχης πεῖνα καί νά μή τρώγης! Διότι στό σῶμα αὐτό δέν πρέπει νά τοῦ προσφέρουμε ἀνέσεις, ἐφ᾿ ὅσον ξέρουμε ὅτι θά καίγεται στό πῦρ τῆς κολάσεως. Γι᾿ αὐτό θά πρέπει νά μή μᾶς κλονίζη μέ τίς ἐπιθυμίες του, ἀλλά ἐμεῖς νά τό παιδεύουμε μέ τήν νηστεία.

29.  Σέ συμβουλεύει ὁ ἄνδρας σου νά σκοτώνης τά παιδιά σου?!!! Ἡ συμβουλή του εἶναι φονική καί μήν τόν ἀκοῦς. Εἶναι καλλίτερα νά σέ διώξη ἀπό τό σπίτι καί ὁ Θεός θά ἰδῆ τόν κόπο σου καί δέν θά σέ ἐγκα­ταλείψη, ἀλλά θά σέ ἐλεήση, διότι θά εἶσαι ἄξια τοῦ ἐλέους Του. Σ᾿ ὅλα αὐτά μέχρι ἐδῶ μπερδεύονται οἱ ἄνθρωποι πού δέν νηστεύουν, διότι εἶναι πολιορκούμενοι ἀπ᾿ ὅλα τά κακά τά ὁποῖα ἀρχίζουν ἀπό τό στομάχι, ἐνῶ ἐγώ σᾶς λέγω ὅτι ἀρχίζουν καί κάτω ἀπό τήν ζώνη.

Ἑπομένως, νά μετανοήσετε καί νά μή ἁμαρτήσετε πάλι μ᾿ αὐτή τήν ἁμαρτία. Τρέξετε στήν καθαρά ἐξομολόγησι καί στήν Θεία Κοινωνία, διότι δέν ἔρχεται μ᾿ ἄλλο τρόπο ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σας καί ἐπάνω στό νοικοκυριό σας. Ὅμως μή ξεχνᾶτε ὅτι τό ἐπιτραχήλιο εἶναι ἡ θύρα διά τῆς ὁποίας μπαίνουμε στήν θυρίδα τῆς νηστείας. Ἔτσι μ᾿ αὐτά ἔρχεται ἡ ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν ὁποία δέν ἠμποροῦμε νά κάνουμε τίποτε. «Ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου»(Ψαλμ. 31,5). Ἐπάνω μας ἐπικρέμαται ἡ τιμωρία ἐκ τῆς ἁμαρτίας μας καί ἐπιβάλλεται νά τήν ἐξαγοράσουμε καί  νά τήν βγάλουμε ἀπό πάνω μας. Γι᾿ αὐτό κάθε δοῦλος τοῦ Θεοῦ νά προσεύχεται συνεχῶς καί, ὅταν θά ἔλθη ὁ κατακλυσμός, δέν θά ἠμπορέση νά τόν παρασύρη καί νά τόν πνίξη. Προσέχετε νά εἶναι ὁ οἶκος τοῦ νοῦ, τῆς καρδίας καί τοῦ σώματός σας καθαρός, διότι ὁ Θεός δέν προστατεύει τό ἀκάθαρτο σῶμα, τόν πονηρό νοῦ καί τήν καρδία, ἐνῶ, ἐάν ἐμεῖς πορευώμεθα στήν εὐθεῖα ὁδό, οἱ ἡμέρες μας εἶναι γαλήνιες καί χαρούμενες.

30. Ἐξ αἰτίας τῶν ἐκτρώσεων τῶν ρουμάνων θά κυριαρχήσουν οἱ τσιγγάνοι.

 

ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ

31. Δέν ὑπάρχουν πλέον γέροντες - γέροντες ἀξιοσέβαστοι, ἀληθι­νές εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.

32. Τά γηρατειά εἶναι ἕνας βοηθητικός τάφος. Ἕνας τάφος, ὅπου ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τίς τελευταῖες ἀποφάσεις καί πράττει ὅ,τι ἠμπορεῖ γιά νά μεταπηδήση στήν αἰωνιότητα τῆς ἄλλης ζωῆς.

33. Ἡ μεγαλύτερη ἐντροπή στόν ἡλικιωμένο ἄνθρωπο εἶναι οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες.

 

ΕΚΚΛΗΣΙΑ

34. Αὐτό πού ἦτο κάποτε ἡ Κιβωτός τοῦ Νῶε, πού ἔπλευσε μέσα στούς χειμάρρους τοῦ κατακλυσμοῦ, αὐτή  εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ -τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος Χριστοῦ - πού πλέει ἐπάνω στούς χειμάρρους τῆς ἀπωλείας τῶν ἀνθρώπων. Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι ἡ Κιβωτός τοῦ Νῶε ἦτο κλεισμένη ἐξωτερικά ἀπό τόν Θεό καί κανείς δέν ἠμποροῦσε νά εἰσέλθη (Γέν.7,16), ἐνῶ τό Πλοῖον - ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι πλοῖο μέ σταυρό στό κατάρτι, ἔχει ἀνοικτή τήν εἴσοδο καί ἠμποροῦν πλέον νά εἰσέρχωνται ἄνθρωποι χιλιοδαρμένοι ἀπό τούς χειμάρρους τῆς ζωῆς. Ἐκεῖ τότε ἦτο ὁ Νῶε, τώρα ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός, ἐνῶ στίς κοιλάδες ὁ φονιᾶς-διάβολος πνίγει τούς ἀνθρώπους.

Συμβαίνει ἀκόμη κάτι ἀκατανόητο: Αὐτοί πού βασανίζονται στίς κοιλάδες, ἐνῶ θέλουν ὅλοι νά ζήσουν, ὅμως δέν θέλουν ὅλοι νά μποῦν καί νά σωθοῦν μέσα στό πλοῖο. Μάλιστα πτύουν τά χέρια τους γιά νά τά ἁπλώσουν πρός τήν εἴσοδο τοῦ πλοίου. Ἀλλά τά χέρια εἶναι οἱ πατρικές ἀγκάλες: Οἱ  ἀγκάλες τῶν ἑπτά Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα λυτρώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν κατακλυσμό καί ἀναγεννοῦν τόν ἄνθρωπο «διά τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ» (Κολα.2,12), ἀπό τήν ζωή τῆς πικρίας στήν οὐράνια ζωή.

 

 

 

 

 

 

ΒΛΑΣΦΗΜΙΕΣ

35. Δέν ἀκούει ὁ Θεός ὅλες τίς βλασφημίες τῶν τρελλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά αὐτοί πού Τόν βλασφημοῦν τιμωροῦνται στήν ζωή τους.

 

ΠΛΟΥΤΟΣ

36. Ἐάν, πράγματι καί δικαίως, ἡ  ἰδιοκτησία καί ἡ κυριαρχία τοῦ κόσμου εἶναι τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα εἶδος ἐνοικιαστοῦ, ἕνα εἶδος ὑπαλλήλου καί οὐδέποτε ὁ ἀπόλυτος ἰδιοκτήτης τοῦ κόσμου ἤ κάποιου μέρους αὐτοῦ. Ἐάν, πιστεύη ὅτι εἶναι ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τοῦ κόσμου, σπέρνει μέ τήν πίστι τοῦ τρελλοῦ ἀγγέλου. Γιά νά συγκρατήση τόν ἄνθρωπο ὁ Θεός ἀπ᾿ αὐτή τήν πτῶσι, τόν ὠνόμασε ἄδικο οἰκονόμο, ἀφ᾿ ἑνός μέν γιά τόν λόγο ὅτι δέν ἔχει κάποια ἀπόλυτη ἰδιοκτησία, ἀλλά σχετική· καί ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά νά τόν διαφυλάξη ἀπό τήν πτῶσι στήν τρέλλα τοῦ κακοῦ ἀγγέλου. Ἔτσι λοιπόν, ἐάν ἀμέσως πιστεύση ὅτι εἶναι ἀποκλειστικός ἰδιοκτήτης τοῦ κόσμου, συγκρούεται μέ τόν Θεό, Τόν ἀρνεῖται, Τόν ἀπαλλοτριώνει καί πιστεύει ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ἑωσφόρος. Δέν ἀντιλαμβάνεται ὁ δυστυχής ἄνθρωπος, δεχόμενος τόν πειρασμό, ὅτι θά συντριβῆ  κάτω ἀπό τά ἐρείπια τῆς τρελλῆς ἀγάπης του γιά ἰδιοκτησία.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσκολλᾶται στήν κτίσι, στήν περιουσία, στήν δόξα, αὐτά εἶναι ὁ μαμωμᾶς πού σημαίνει χρήματα καί πλοῦτος. Ὁπότε δέν ἠμπορεῖς νά ὑπηρετῆς τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ. Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὁ Θεός δοξάζει τόν ἔνοχο οἰκονόμο ὁ ὁποῖος ἔγινε φίλος τοῦ μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας καί τοῦ ὑπόσχεται νά τόν δεχθῆ στήν Βασιλεία Του, ὅταν θά κατορθώση νά διασκορπίση, σύμφωνα μέ τόν θεῖο νόμο τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους. (ἐννοεῖται ἐδῶ ὅτι γίνεται λόγος γιά σκόρπισμα τοῦ χρήματος καί τοῦ πλούτου-τοῦ μαμωνᾶ). Ἀπό ἐδῶ ἠμποροῦμε νά συμπεράνουμε τήν ἔννοια τοῦ πλούτου: Δέν σέ σώζει ἡ πτωχεία, οὔτε σέ τιμωρεῖ ὁ πλοῦτος· καί ἐπίσης οὔτε ὁ πλοῦτος σέ σώζει, ὅπως οὔτε καί ἡ πτωχεία σέ τιμωρεῖ, ἀλλά πῶς στέκεται ἡ ψυχή σου μπροστά στόν πλοῦτο καί στήν πτωχεία.

 37. Εἶσαι πτωχός καί πιέζεσαι ἀπό τόν λογισμό σου γιά ἀπόκτησι περιουσίας; Ἰδού, ὅμως ὅτι δέν σέ σώζει ἡ πτωχεία. Εἶσαι πλούσιος, ἀλλά διαθέτεις μέ τήν καρδιά σου τόν πλοῦτο σου; Νά γνωρίζης ὅτι δέν κινδυνεύης ἀπό τόν πλοῦτο σου. Τό γεγονός εἶναι πῶς στέκεσαι μέ τήν ψυχή σου μπροστά στό ἕνα καί στό ἄλλο· ἀπ᾿ αὐτό κρέμεται ἡ σωτηρία σου ἤ ἡ τιμωρία σου.

38.  Οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε ἡ πτωχεία μόνα τους ἔχουν τήν ἰδιότητα τῆς  αἰωνίου τιμωρίας ἤ τῆς εὐτυχίας. Ἡ συμπεριφορά τῆς ψυχῆς μπροστά σ᾿ αὐτά εἶναι αὐτό πού προσδιορίζει τήν αἰωνιότητα. Μπορεῖ νά εἶναι πλούσιοι αὐτοί πού σώζονται καί πτωχοί αὐτοί πού δέν σώζονται καί τιμωροῦνται. Πέραν ἀπ᾿ αὐτά τά ὁρατά, στό βάθος τους, εἶναι ὁ παράδεισος καί ἡ Κόλασις, δύο παράλληλες αἰωνιότητες μ᾿ ἕνα χάος ἀδιαπέραστο ἀνάμεσά τους.

39. Ὁ δυστυχής, ὁ πτωχός Θεός, δέν ἔχει ποῦ νά κλίνη τήν κεφαλή του, διότι οἱ πλούσιοι καί ἡ πονηρή ὁμάδα τῶν γραμματέων (Ἱερεμ.8,12) τοῦ κόσμου αὐτοῦ, Τόν ἀπηλλοτρίωσε ἀπό τό δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας Του καί ὡς βοηθοῦ τοῦ κόσμου. Ποιός ξέρει, ἐάν παρέμενε σ᾿ Αὐτόν ὅλο τό δικαίωμα νά στενοχωρήση αὐτούς καί νά τούς σκουπίση ὅλους ἀπό τούς λογισμούς γιά τόν μαμωνᾶ τους (πλοῦτο) τελείως. Διότι τό δίκαιο τῆς ἰδιοκτησίας προέρχεται ἀπό τό ἔγγραφο τῆς ἰδιοκτησίας. Συνεπῶς, ὅταν κλονίζη ὁ Θεός τόν μαμωνᾶ, εἶναι σημεῖο ὅτι δέν γίνεται σωστή διαχείρισις ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τούς ζητᾶ ἀπολογισμό. Ἀκόμη τούς εἶπε: «νά εἶσθε πτωχοί σάν τόν Πατέρα» (Σοφία Σειράχ)!  Ὁπότε ἔχοντας ἀπόλυτα δικαιώματα στήν οἰκονομική ἀξία, μπορεῖ νά τοποθετήση οἰκονόμο αὐτόν  πού θέλει, ἀκόμη κι αὐτόν πού Τόν ἀρνεῖται. Μ᾿ αὐτή τήν παντοδύναμη τακτοποίησι, μέ τό ὁποῖο ὁ Θεός ἐργάζεται τό θέλημά Του, χρησιμοποιῶντας ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς Του, γιά νά ξυπνήση τήν πέτρινη καρδιά, στέλλει τόν κάθε Λάζαρο στήν πόρτα....

40. Πόσος καιρός χρειάζεται νά τακτοποιήσουμε τίς περιουσίες μας κατά τόν νόμο τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους, ὁ Δεσπότης ὅλων τῶν περιουσιῶν μᾶς τό καθορίζει. Ἀλλά, ἐάν σφετερίζουμε τό δικαίωμα αὐτό τοῦ Θεοῦ καί βάζουμε ἄλλους νόμους στήν οἰκονομία τοῦ κόσμου, ἡ περιουσία φεύγει ἀπό ἐμᾶς καί σκορπίζεται. Μέ ὁποιονδήποτε νόμο, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον τοῦ Θεοῦ, ἡ περιουσία σκορπίζεται.

41. Οἱ πατέρες εἶπαν ὅτι, ἀλήθεια, ἡ μοναδική ἰδική μας περιουσία εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας. Διότι, κατ᾿ αὐτούς, δέν εἶσαι ἰδιοκτήτης παρά τοῦ ἔργου ἐκείνου, πού τό ἔκανες ἐκ τοῦ μηδενός. Ὅμως, συμπληρώνοντας αὐτή τήν σκέψι, ἐκ τοῦ μηδενός ἐδημιούργησε ὁ Θεός τήν κτίσι καί τό κτίσμα ἔφερε τήν ἁμαρτία.

42. Δέν ἠμπορεῖς νά κηρύττης τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μέ τόν μόλυβδο (βαρύτητα) τῆς ὕλης στά φτερά σου.

43. Ἐάν ὁ Θεός συντρίψη καί διασκορπίση τόν πλοῦτο τῶν πλουσίων, ἔτσι εἶναι δυνατόν νά σωθοῦν μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς.

44. Ἐμεῖς ὅμως ἄς πλουτίζουμε κατά Θεόν, πῶς; Ἐάν Τόν σκεπτώ­μεθα, ἐάν Τόν ἀγαποῦμε, ἐάν Τόν κοινωνοῦμε, πιέζοντας τήν σκέψιν μας νά Τόν σκεπτώμεθα πάντοτε, παρ᾿ ὅλες τίς φροντίδες πού ἔχουμε στήν ζωή μας. Ἰδού ὁ ἀληθινός πλοῦτος, τόν ὁποῖον δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς τόν κλέψη κανείς.

45. Δύο εἴδη ἀνθρώπων ὠνόμασε ὁ Θεός τρελλούς: Σ᾿ αὐτούς πού λέγουν ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός (Ψαλμ.52,1) καί στούς πλουσίους, τῶν ὁποίων τό στομάχι ἔχει γίνει ἐξ ὁλοκλήρου θεός (Φιλιπ. 3,19).

46. Διεπίστωσα χωρίς ἀμφιβολία ὅτι ὁ Θεός σχεδόν σ᾿ ὅλες τίς πόρτες τῶν πλουσίων ἔβαλε ἀπέξω καί ἕνα Λάζαρο. Στούς πολλούς ἐτράβηξε τήν προσοχή τους ἡ κατάστασις τῶν Λαζάρων. Ἀπό τόν πόνο τῶν σπυριῶν του καί τήν ὅλη δυστυχία του ὁ Λάζαρος  τρέμει φυσικά, ἀλλά τό φοβερό πού μᾶς κυριεύει εἶναι ὅταν ὑπό τήν σωματική δόξα καί μεγαλειότητα τοῦ πλουσίου, βλέπουμε νά κρύβεται ἡ μαύρη δυστυχία μιᾶς ψυχῆς, χωρίς κάποια ἀρετή, χωρίς κάποια καλωσύνη, ἕνας  πεσμένος σ᾿ ὅλες τίς ἁμαρτίες ἄνθρωπος, μέ τά ἐξανθήματα τῆς ἀκαθαρσίας του, τά ὁποῖα δέν τά γλύφουν οὔτε οἱ σκύλοι. Αὐτόν τόν γαργαλίζουν οἱ δαίμονες.

 

ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ

47. Ὁ Θεός ἐπαίδευσε μέχρι καί μέ λέπρα. Ὁπότε ἡ λέπρα καί ὁποιαδήποτε λέπρα, ἀκολουθεῖται ἀπό τίς συνέπειές της, φανερώνει ὅτι ἡ ἁμαρτία τῆς ψυχῆς  τραβάει ὀπίσω της τήν τιμωρία τοῦ σώματος, ἀλλά φέρει στήν ψυχή τήν ταπείνωσι καί τήν ὑγεία τοῦ νοῦ.

Ἡ ἀσθένεια ἐμφανίζεται πρῶτα στήν ψυχή. Αὐτή εἶναι μία θέσις τῆς συγχρόνου ἰατρικῆς. Ἡ Γραφή βλέπουμε ὅτι συμπληρώνει μέ ἐπεξηγήσεις αὐτά πού λέγει ἡ ἰατρική. Εἶναι μία ἀποχώρησις τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ὑποστήριξι τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου. Ἴσως ἀκόμη καί ἕνα διώξιμό Του...

48. Οἱ ἀσθενεῖς κρατοῦν τό τυπικό τῆς νηστείας τήν περίοδο τῆς ἀσθενείας τους.

49. Στίς δύσκολες ἀσθένειες τρέχει ὁ καλλίτερος ἰατρός.

50. Ἀπό τρεῖς αἰτίες ἀσθενεῖ τό σῶμα:

α) Ἀπό τίς δηλητηριάσεις, λόγῳ ἐλλείψεως τῆς νηστείας. Τό κρέας εἶναι ἕνα δηλητήριο πού ἀναμειγνύεται μέ τήν βοήθεια ἑνός ἄλλου φαρμάκου πού εἶναι ἡ χολή·

β) Ἐξ αἰτίας τῆς γεννήσεως, εἴτε διότι ἡ μητέρα ἤ ὁ πατέρας δέν ἦσαν ἐπαγρυπνοῦντες, ὅταν ἐκυοφορεῖτο τό παιδί. Ἀποφεύγετε ἐσεῖς γυναῖκες τούς ἄνδρες σας, σάν φωτιά, ὅταν εὑρίσκωνται σέ κατάστασι μέθης.

γ) Ἀπό σαρκική ἀκράτεια, διότι περνοῦν τό κανονικό μέτρο καί ἀρχίζουν νά πονοῦν οἱ πλάτες, ἡ ράχη, ἡ μέση, ἀδυνατίζουν τά νεῦρα, γίνονται ὀξύθυμοι καί ἀνυπόμονοι. Ὅλα αὐτά προέρχονται διότι δέν ἔχουν ἐγκράτεια στίς σαρκικές τους ἐπιθυμίες. Αὐτά εἶναι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ πλούσιος πού πτωχεύει. Ἔτσι καί τό σῶμα χάνει ὅλη τήν εὐρωστία του.

 

ΒΑΠΤΙΣΜΑ

51. Εἶναι μεγάλης σημασίας τό γεγονός τῆς τριττῆς καταδύσεως τοῦ βαπτιζομένου στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ πλήρης βύθισις στό νερό σημαίνει τόσο τόν θάνατο τοῦ Κυρίου γιά ἐμᾶς ὅσο καί τόν θάνατο τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας. Μόνο μέ τήν τιμή αὐτοῦ τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου ἀξιωνόμεθα νά χριώμεθα μέ τό Ἅγιο Μῦρο, διά τοῦ ὁποίου, σύμφωνα μέ τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ, λαμβάνουμε τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἕνωσί μας μέ τόν Νέο Ἄνθρωπο, τόν ἐρχόμενον ἐκ τῶν οὐρανῶν, διά τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Κοινωνίας.

52. Ὁ ἀόρατος Σωτήρας μας ἐνδύεται ἐμᾶς καί ἐμεῖς ἐνδυόμεθα Αὐτόν.  «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε»(Γαλ.3,27).

53. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού λήφθηκε ἀπό τήν γῆ, ἦτο ἐπίγειος, ὁ δεύτερος Ἄνθρωπος ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό καί ὀνομάζεται οὐράνιος (Α΄Κορ.15,47). Ὁ πρῶτος οὐράνιος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός: Ὁ νέος ἄνθρωπος, εἶναι κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν Θεοῦ (Ἑφεσ.4,24). Ἡ ψυχική ἤ πνευματική μας ὕπαρξις ἑνώνεται μέ τόν Θεό, ἐνῶ Αὐτός εἰσέρχεται μέ τήν Χάρι Του στό πνεῦμα μας. Ἰδού ἐν συντομίᾳ τί εἶναι ἡ θεραπεία τῆς φύσεώς μας ἤ ἡ ἀναγέννησις τοῦ ἀνθρώπου.

54. Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί εἶναι βαπτισμένοι κι ὅμως δέν σώζονται ὅλοι. Γιατί; Ἰδού γιατί: Τά χαρίσματα τοῦ Βαπτίσματος μένουν ἀοράτως μέσα στήν ὕπαρξί μας, περιμένοντας τήν αὔξησι τῆς πνευματικῆς μας ἡλικίας καί τόν καιρό ὡριμότητος τοῦ νοῦ, ὥστε διά τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας, μαθαίνουμε γιά τόν οὐράνιο καί κρυφό θησαυρό πού εἶναι μέσα στόν πηλό τῆς ὑπάρξεώς μας.

55. Ἡ πλήρης καθαρότης τῆς φύσεώς μας  γίνεται διά τοῦ Βαπτίσματος, περιμένει τόν  καιρό ὡριμάνσεως τοῦ νοῦ καί στήν συνέχεια ἡ καθαρότης ἐπιτυγχάνεται πραγματικά διά τῶν ἀρετῶν.

56. Παρότι οἱ Χριστιανοί προικίζονται μέ τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅμως δέν λυτρώνονται ἀπό τόν πόλεμο τῶν ἐρεθισμῶν καί παγίδων. Τό δόλωμα μή ὄντας ἀκόμη ἁμαρτία, ὅμως ἐπιτρέπεται ἀπό τόν Θεό γιά νά ἐξετασθῆ ἡ πλάστιγγα τῆς ἐλευθερίας μας...

Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής μᾶς διασαφηνίζει: Ὁ Χριστός διά τοῦ σταυροῦ καί τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος, ἀφοῦ μᾶς ἐλευθέρωσε  ἀπό κάθε πάθος, δέν μᾶς ἐμπόδισε τήν κάθοδο τῶν λογισμῶν στήν καρδιά. Αὐτό γίνεται διότι, μερικά ἀπ αὐτά, ὄντας μισητά ἀπό ἐμᾶς, ἀμέσως θέλουμε νά ἀποσβένυνται· ἄλλα ὅμως πού μᾶς εἶναι ἀγαπητά, κατά τό μέτρο τό ὁποῖο τά ἀγαπᾶμε, παραμένουν μέσα μας·  καί ἔτσι, γιά νά φανερωθῆ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, τί συγκεκριμένα ἀγαπᾶ: Τούς κόπους διά τήν ἀπόκτησι τῆς Χάριτος ἤ τούς λογισμούς, χάριν τῆς ἁμαρτίας; Ἐδῶ εἶναι ἡ αἰτία γιά τήν ὁποία ἐμεῖς, παρότι εἴμεθα βαπτισμένοι, ἐν τούτοις ἔχουμε ἀνάγκη καί τοῦ δευτέρου βαπτίσματος, τῆς μετανοίας, διότι δέν εἴμεθα, ὅπως οἱ ἄγγελοι, ἄτρεπτοι πρός τό κακό.

57. Τά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος μᾶς προτρέπουν, ἐσωτερικά διά τῆς συνειδήσεώς μας καί ἐξωτερικά διά τοῦ λόγου τῆς Ἐκκλησίας, στήν ἐκπλήρωσι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.

58. Αὐτός πού λέγει τό Ἱερό Εὐαγγέλιο ὅτι ἔχει ἕνα τάλαντο, ἔχει μόνο τό Βάπτισμα καί τό τάλαντό του αὐτό θά τό δώση σ᾿ αὐτούς πού δέν ἔχουν κανένα, ἀλλά διά τῶν ἔργων του.

59.Καθένας ἀπό ἐμᾶς, εἴτε ξέρουμε, εἴτε δέν ξέρουμε, εἴτε πιστεύουμε, εἴτε δέν πιστεύουμε, φοροῦμε τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς μας ὑπάρξεως. Ὁ Ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι λοιπόν ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς μας οἰκοδομῆς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά ὅλους ἐμᾶς τούς βαπτισμένους.

60. Στόν 8ον αἰῶνα τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς ἐμφανίσθηκε, ἀνάμεσα σέ ἄλλες περιπέτειες καί ἡ διαμάχη γιά τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἔπρεπε μία οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ τελευταία, ἡ Ἑβδόμη νά προστατεύση τήν τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Τότε ὑπῆρχαν ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι κατεδίκαζαν τίς εἰκόνες μπροστά στούς βασιλεῖς ὅτι εἶναι μορφές ζωγραφισμένες ἤ ἀπεικονισμένες στό ξύλο. Ὁπότε τότε ἔφθασε στό κατακόρυφο ἡ κακία ἐναντίον τῶν εἰκόνων καί, ἐνῶ ἐπί αἰῶνες οἱ εἰκόνες ἐτιμῶντο, τώρα εὑρίσκονται ὑπό διωγμόν. Τότε ἔλεγαν ὅτι εἶναι σφάλμα ἡ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ. Σήμερα, λέγουν ὅτι εἶναι ἐνοχή νά μνημονεύουμε τόν Θεό.

Ἀλλά ὑπάρχει ἐπί πλέον καί μία ἄλλη εἰκόνα πού εἶναι σέ κίνδυνο: Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ, τήν ὁποία ἔχουμε καί ἐμεῖς ὁ καθένας-διότι διά τοῦ Βαπτίσματος εἴμεθα ὅλοι προωρισμένοι νά γίνουμε μία εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ. Ἐναντίον αὐτῆς τῆς εἰκόνος τοῦ Ἰησοῦ πού εἰκονίζεται μέσα μας, δίνεται σήμερα μία μάχη πολύ πιό σκληρή, ὅπως ἄλλοτε τήν περίοδο διωγμοῦ τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

 Γίνεται, λοιπόν μία μάχη ἐναντίον τῆς εἰκόνος τοῦ ἀνθρώπου! Ποῦ εἶναι οἱ ὑπέρμαχοι ἀγωνιστές;

 

Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

61. Ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ ὁδός τήν ὁποία ἐβάδισε ὁ Ἴδιος ὁ Θεός σάν ἀληθινός ἄνθρωπος γενόμενος παράδειγμα γιά ὅλους (Ἰωάν.­13,15) καί δίνοντάς μας θάρρος. Τήν ὁδό τῆς σωτηρίας βαδίζουν ἀκόμη δύο ταξιδιῶτες, διότι ἀπό τότε...ἕνας Σύντροφος ἀόρατος καί ἀγαθός πορεύεται μαζί μας, μέ τόν καθένα, ὅλες τίς ἡμέρες μας, σέ κάθε τάξι ἀνθρώπων μέχρι τό τέλος τοῦ αἰῶνος καί ἕνας ἄγγελος τοῦ σκότους (Ματ.28,20): Ὁ Ἴδιος ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοί Του εἶναι οἱ συνοδοί τῶν ἀνθρώπων ἀοράτως.

62. Ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας ἀρχίζει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος-τίς περισσότερες φορές βγαίνει ζωντανός στήν διαμάχη του μέ τόν ψυχικό θάνατο-εἰσέρχεται στήν ὁρατή καί ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι:  «Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία...».

63. Ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας ὀνομάζεται καί ὁδός τοῦ Θεοῦ, διότι πρῶτος Αὐτός τήν ἐβάδισε.

64. Ὅποιος θέλει νά ἰδῆ τόν Κύριο στόν ἀτελεύτητο αἰῶνα, μετά τήν ἀνάστασι, πρέπει νά πορεύεται μαζί Του τήν ὁδό, διότι ἡ πορεία δέν γίνεται μέχρις ἑνός τόπου ἤ μόνο γιά ὡρισμένο χρονικό διάστημα. Νά παραμένη μέχρι τέλους ἐν φόβῳ, νά πορεύεται ἀδιάκοπα τήν ὁδόν τῆς ζωῆς καί προπαντός στίς ἡμέρες μας νά φοβᾶται μήπως ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως του, κινδυνεύση ὁλόκληρη ἡ ζωή του. Ἐμεῖς ὅμως λέγομεν: Ὅπου εἶναι ἡ ἴδια εὐτυχία, νά πίπτουμε κι ἐμεῖς στόν «κίνδυνο» στόν ὁποῖον ἔπεσε ὁ Θεός; Ἐάν δέν κινδυνεύσουμε γιά τόν Θεό, αὐτό εἶναι σημεῖο ὅτι δέν εἴμεθα ἄξιοι.

65. Εἶναι ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, λαμβάνοντας ἀληθινά ἀνθρώπινη σάρκα, ἐνίκησε τόν διάβολο στήν ἔρημο σάν ἄνθρωπος, καί ὄχι σάν Θεός· διότι μέ τήν δύναμί του σάν Θεός σάν ἀστραπή τόν ἔριξε ἀπό τόν οὐρανό (Λουκ.10,8). Ὁ Ἰησοῦς ἦλθε νά πολεμήση μέ τόν διάβολο, σάν ἕνας ἄνθρωπος ἀληθινός, ὁπότε μόνο ἔτσι καί ἐμεῖς μποροῦμε νά εἰσχωρήσουμε σέ κάθε τόλμη, ὅσο πρέπει· ἐνῶ κερδίζοντας-σάν ἄνθρωπος-μία τέλεια νίκη ὑπέρ αὐτοῦ, ἔδωσε τήν νίκη σ᾿ ἐμᾶς σάν δωρεά, ἀλλά ἐάν καί ἐμεῖς πολεμήσουμε σάν Αὐτόν. Μέ τήν νίκη Του ὁ Σωτήρ μᾶς ἐδίδαξε καί ἐμᾶς τήν τέχνη τοῦ πολέμου, μᾶς ἔδωσε τήν γνῶσι καί τήν δύναμι. Συνεπῶς Αὐτός εἶναι ὁ ἔμπειρος πολεμιστής, ἡ γνῶσις καί ἡ δύναμίς μας. Αὐτός εἶναι τό πρότυπο τοῦ πολέμου, ὅσο εὑρισκόμεθα ἀκόμη στήν ὁδό. Γι᾿ αὐτό ἦλθε ὁ Σωτήρ γιά νά συντρίψη τά ἔργα τοῦ διαβόλου (Α΄Ἰωάν.3,8) καί νά καταστρέψη τή  κυριαρχία του τήν ὁποία εἶχε ἐπάνω στούς ἀνθρώπους.

66. Τήν ὁδό τῆς σωτηρίας δέν ἠμπορεῖ κανείς νά τήν βαδίση μόνος του, ἐάν δέν ἀφεθῆ νά τόν κατευθύνη τό ἀόρατο χέρι τοῦ Σωτῆρος, διά τῶν ἱερέων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁρατῶν λειτουργῶν Του. Διότι λέγει: «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς δέχεται τόν ἀποστείλαντά με» (Ματ.10,40). Συνεπῶς στήν ὁδό τοῦ Πνεύματος, δέν ἠμπορεῖς νά πηγαίνης χωρίς πνεῦμα μαθητείας στόν Πνευματικό σου.

67. Τό πλῆθος τῶν πειρασμῶν, οἱ πονηρίες τοῦ ἀοράτου διαβόλου, τά ὁποῖα μᾶς πολεμοῦν μέ ἔργα ἤ μέ τούς ὁρατούς ἀνθρώπους, κάθε φορά θά ἠμποροῦν νά βγάζουν τόν μαθητή τοῦ Κυρίου ἀπό τήν ὁδό τῆς σωτηρίας καί νά τόν παραπλανοῦν, ἐάν ὁ Πνευματικός δέν θά ἔχη τήν ἐμπειρία, τήν γνῶσι καί τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ, γιά νά διασκορπίση καί νά καταστρέψη τελείως τίς μεθοδεῖες τοῦ ὑπεναντίου. Κατανοοῦμε, ἑπομένως, ὅτι ὁ μαθητής ἤ ὁ πιστός Χριστιανός εἶναι δοσμένος στήν ἐξ ἀγάπης ὑπακοή του πρός τόν Πνευματικό του, διότι χωρίς τό δῶρο αὐτό τῆς ἱερατικῆς πατρότητος εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τούς πειρασμούς καί ἡ σωτηρία.

68. Θά ἔπρεπε, ἄν ζούσαμε τότε, ν᾿ ἀκολουθούσαμε τόν Χριστό σ᾿ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή Του, μέ τόση λαχτάρα, ὅση,  ὅταν αἰσθανόμεθα πεῖνα καί δίψα, παρότι εἶναι γιά ὑλικά καί πρόσκαιρα πράγματα.

 

 

 

 

ΚΑΡΚΙΝΟΣ

69. Συνήθως ὑποφέρουν ἀπό καρκῖνο, αὐτοί πού δέν νηστεύουν ποτέ. Ὁ καρκῖνος ὅμως  δέν ἔχει γιατρικό καί ἐμφανίζεται, χωρίς συγκεκριμένες αἰτίες, παρά μόνο σάν μία βασανιστική τροχοπέδη τῆς ἀκρατείας τοῦ στομάχου. Φαίνεται, ὅτι δι᾿ αὐτοῦ βασανίζεται ἀπό τήν λαιμαργία τῶν τροφῶν καί εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀκρατείας.

70. Ὁ καρκῖνος, αὐτή ἡ μυστηριώδης ἀναρχία τῶν κυττάρων, φαίνεται ὅτι προέρχεται ἀπό τίς ἴδιες αἰτίες πού ἔρχεται καί ἡ κοινωνική ἀναρχία. Ἐπέρχεται μία ἀνισορροπία σέ κάποια ἄγνωστη ζώνη τοῦ ὀργανισμοῦ ἤ κάποια ἀδυναμία στήν μοναδική ἐργασία τοῦ νευρικοῦ συστήματος. Προαισθάνονται γιά τόν ρόλο τῶν καρκινοπαθῶν κυττάρων ὅτι ἔχουν ἀκόμη μία ἄλλη μορφή χρωματοσωμάτων.

 

ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ

71. Εἶναι πολλοί Γραμματεῖς πλησίον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅλοι αὐτοί, πού στόν Θεό, ἀλλά δέν πιστεύουν στόν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτοί ἁπλοποίησαν ἐπίσης τό σύστημα τῆς θρησκείας, ὅπως κάποτε ὁ νομικός πού ὡμίλησε μέ τόν Ἰησοῦ. Παρέμειναν μ᾿ ἕνα Θεό ἀφηρημένο, ὁ Ὁποῖος δέν τούς ζητεῖ τίποτε περισσότερο παρά μόνο νά τούς ἀναγνωρίση τήν ὕπαρξί τους. Ἱκανοποιοῦνται πάρα πολύ μ᾿ ἕνα  Θεό, τόν Ὁποῖον συμπεραίνουν αὐτοί, τόν δημιουργοῦν αὐτοί, ἀκριβῶς ἕνα Θεό ἰδικό τους, δηλαδή ἀπόλυτον καί ἀπρόσιτον, ἀκόμη γιατί ὄχι καί ἀνύπαρκτον.

Χωρίς τήν πίστι στήν φανέρωσι τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί χωρίς δεσμεύσεις σ᾿ ὅλες τίς συγκεκριμένες συνέπειες αὐτῆς τῆς Ἀποκαλύψεως, οἱ γραμματεῖς παραμένουν σχεδόν ἔξω ἀπό τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

 

ΓΑΜΟΣ

72. Στόν γάμο δέν ἐπαρκεῖ μόνο ὁ ἀριθμός τῶν ἐτῶν, οἱ ἐπιταγές τοῦ νόμου, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ ἡλικία τῆς πίστεως στόν Θεό, διά τῆς ὁποίας φυλάγονται οἱ ἀποφάσεις τοῦ νόμου, γιά νά διασφαλισθῆ ἡ κυριαρχία ἐπάνω στά πάθη. Οἱ ἐνήλικες ἀποφασίζουν χρησιμοποιώντας τόν νοῦ, ὄχι τό ἔνστικτο, τήν πίστι ὄχι τήν ἀπιστία, τήν ἐγκράτεια ὄχι τήν ἀκράτεια.

73. Ἡ ζωή μας ἔχει τρεῖς φάσεις στήν πορεία της: Τήν φυτική-μέχρι τήν γέννησι· τήν βιοψυχική, χωρίς καθορισμένους περιορισμούς καί τήν πνευματική φάσι. Πολλοί δέν ζοῦν παρά στίς δύο πρῶτες φάσεις τῆς ζωῆς, ἐνῶ στήν ἀνώτερη φάσι δέν ἔχουν οὔτε λογισμό νά φθάσουν. Ζῶντας σ᾿ ἕνα τέτοιο γάμο σάν αὐτόν, δέν ἠμπορεῖς νά εἶσαι παρά σέ μιά παντοτεινή ἀνισορροπία μέ τίς ἀπαιτήσεις τοῦ πνεύματος. Ἡ ζωή τους εἶναι μία συνεχής ὕβρις γιά τή πορεία τοῦ πνεύματος, ἐνῶ ἀπό χριστιανικῆς πλευρᾶς εἶναι ἕνα εἶδος μαρτυρίας, χωρίς τήν ἐλπίδα.

74. Στό ἔργο ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, τά δύο αὐτά μέρη (ἄνδρας καί γυναῖκα) πρέπει νά αἰσθάνωνται ὅτι εἶναι καλεσμένα στήν τιμή τῶν συνεργατῶν τοῦ Θεοῦ (Α΄Κορ.3,9), ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ δι᾿ αὐτῶν ἕνα θεῖο σκοπό, γενόμενος ὁ Ἴδιος τέλειος ἄνθρωπος. Ἕνα γάμο μέ μία τέτοια προοπτική, τόν εὐλογεῖ ὁ Θεός, ὅταν τόν ὑψώνη ἀπό τό ἔνστικτο στό πνευματικό του νόημα, στήν τιμή τοῦ Μυστηρίου. Εἶναι μία μοναδική ἐγγύησις γιά ἕνα γάμο σταθερό καί εὐάρεστο στόν Θεό.

75. Διά τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου ὁ Λόγος μᾶς ἐπεξηγεῖ: «Ἴδετε ὡς δίκαιος ἀπώλετο, καί οὐδείς ἐκδέχεται τῇ καρδίᾳ, καί ἄνδρες δίκαιοι αἴρονται, καί οὐδείς κατανοεῖ. Ἀπό γάρ προσώπου ἀδικίας ᾖρται ὁ δίκαιος» (57,1)

Πῶς χάνονται οἱ δίκαιοι καί οὐδείς κατανοεῖ;

Πολύ ἁπλό: Διότι δέν ἐγεννήθησαν πλέον ἄλλοι.

Καί εἶναι αὐτό σφάλμα τοῦ ἀνθρώπου; Πρέπει νά ἐρωτήσης τόν ἄνθρωπο, γιατί δέν γεννῶνται πλέον δίκαιοι.

Ἰδού τί πρέπει, ἀφοῦ βρέθηκε τό σφάλμα· ἡ ἐξαφάνισις τῶν δικαίων εἶναι ἕνα πρόβλημα τό ὁποῖον εἴμεθα ὑποχρεωμένοι ν᾿ ἀπαντήσουμε.Ἐδῶ ὁ γάμος ἔχει τόν λόγο.

76. Πολλές φορές τό χάος τό γνωστοποιεῖ τό πρῶτο κύτταρο τῆς κοινωνίας: ἡ ἀδιάφορη χριστιανική οἰκογένεια.

77. Οἱ νεόνυμφοι μετοικοῦν μακριά ἀπό τούς γέροντες γονεῖς τους, διότι τούς χαλοῦν, ὅπως λέγουν, τό σπίτι.

78. Ἐάν τό παιδί δέν ἔχη εἰρήνη τήν περίοδο τῆς κυοφορίας του, θά ἔχη πρώϊμη σεξουαλική δραστηριότητα.

79. Τόν καιρό τῆς κυοφορίας της ἡ μητέρα νά μή καπνίζη καί νά μή πίνη φάρμακα.

80. Τά παιδιά πού γεννήθηκαν μετά ἀπό διασκεδάσεις καί ἀκόλαστες πράξεις, ἀκολουθοῦν γρήγορα τόν δρόμο τῆς κακίας.

81. Ἡ γυναῖκα-σύζυγος, πρίν ἀπό τήν ἐπαφή της μέ τόν ἄνδρα, ἔχει ἀνάγκη ἀπό συμπλήρωσι τοῦ ἐνδοκρινοῦς ὑγροῦ.

82. Τά ἀσχημάτιστα παιδιά (ἔμβρυα) καταστρέφουν μέ τήν ἔκτρωσί τους αὐτούς τούς ἰδίους τούς γονεῖς τους.

83. Ἀπό τίς τρεῖς οἰκογένειες οἱ δύο κάνουν ἐκτρώσεις.

84. Νά ἀποφασίζεται ὁ γάμος γιά σωτηρία καί παιδιά καί ὄχι γιά ἀπόλαυσι.

85. Ἡ σεξουαλική ἐγκράτεια δίνει εὐρωστία καί κἄπου-κἄπου οἱ σύζυγοι πρέπει νά συνέρχωνται, ἐκτός ἀπό τίς περιόδους καί ἡμέρες τῶν νηστειῶν καί ἑορτῶν.

 

 

 

 

ΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

86. Διά μέσου τῶν αἰώνων εἶναι γνωστό ὅτι, ὅταν οἱ δυνατοί τῶν διαφόρων ἐποχῶν ὑψώνουν χέρι ἐπάνω στούς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, δέν διήρκεσε πλέον γιά πολύ ἡ ἐξουσία τους.

87. Οἱ κυβερνῆτες τῶν λαῶν σπανίως φαίνονται ἀνάμεσα στούς ἄλλους σάν ἄνθρωποι θνητοί. Μέσα στούς αἰῶνες ἀποδείχθηκε ὅτι ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων τούς ἀνυψώνει ἀνάμεσα στούς ἀθανάτους θεούς.

88. Ἡ κυβέρνησις τῶν ἐθνῶν γίνεται βασικά ἀπό ἐπάνω. (ἀπό τόν Θεό).

 

ΟΙ ΠΡΟΣΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

89. Ὁ Θεός καλεῖ τά παιδιά μέσῳ πολλῶν φωνῶν, μέσῳ πολλῶν περιπτώσεων. Ἰδού μερικές ἀπ᾿ αὐτές:

1. Ἡ ἐσωτερική διά τῆς συνειδήσεως πρόσκλησις.

2. Ἡ διά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἐξωτερική πρόσκλησις.

3. Ἡ πρόσκλησις διά τῶν ταλαιπωριῶν τῆς ζωῆς.

4. Ἡ πρόσκλησις διά τῶν βασάνων τῶν νεκρῶν.

5. Ἡ πρόσκλησις διά τῶν ὑπερφυσικῶν σημείων (θαυμάτων).

6. Ἡ πρόσκλησις διά τῶν βασάνων τῶν ἐπί τοῦ Ἀντιχρίστου ἐσχά­των ἀνθρώπων.

7. Ἡ πρόσκλησις διά τῆς Μελλούσης Κρίσεως.

 

90. Ὁ Θεός μᾶς ἀναζητεῖ, μᾶς καλεῖ, μᾶς κράζει, ἀλλά, ἐάν δέν θέλουμε νά καταλάβουμε, μᾶς ἀκολουθεῖ ἀπό πίσω μέ συμφορές καί στενοχώριες.

91. Ὅταν δέν ἀπαντοῦν πλέον οἱ ἄνθρωποι στήν πρόσκλησι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὀνομάζουν σκληρόν καί τραχύ τόν δρόμο τῶν ἐντολῶν Του.

92. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει τούς πολέμους διά νά καταστείλη τήν κακία τῶν κακῶν ἀνθρώπων. Τότε ἡ ζωή τοῦ καθενός εὑρίσκεται σέ κίνδυνο θανάτου καί γι᾿ αὐτούς πού εἶναι στά σπίτια τους καί γι᾿ αὐτούς, πού εἶναι στό μέτωπο τοῦ πολέμου.

 

ΚΑΤΑΝΟΗΣΙΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

93. Ἔτσι εἴμεθα ἐμεῖς στίς συνθῆκες αὐτῆς τῆς ζωῆς: ἕνα καντήλι μέ λάδι καί φυτίλι, ἀλλά ἀκόμη σβηστό.

94. Ὅταν φθάνουμε στήν γνῶσι τί εἴμεθα ἀληθινά, ὅτι ἔχουμε μία συγγένεια μέ τόν Θεό, ὅτι κατοικεῖ ἀκόμη στήν πνευματική μας οἰκοδομή, ὅτι εἴμεθα στό κατώφλιο ἐλευθερίας ἐπιλογῆς μιᾶς ἀντιλήψεως τῆς ζωῆς, ἀπό τήν ὁποία κρατούμεθα ἀκόμη σάν ἄνθρωποι στόν στίβο τοῦ κόσμου, τότε ὁ Θεός ἀνάβει τό καντήλι, φωτίζεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας μέ χριστιανικό φῶς γιά τόν κόσμο καί τήν ζωή.

95. Συνήθως, ἡ χριστιανική ἀντίληψις δέν προέρχεται οὔτε ἀπό τούς πιστούς, οὔτε ἀκόμη καί ἀπ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τήν θεολογία ἀρκετά καλά, διότι καί σ᾿ αὐτούς διατηρεῖται μέσα τους ἀκόμη ὁ ἐγωϊσμός σάν ἕνα «καλό κομμάτι» τῆς ζωῆς τους. Μέ ἄλλα λόγια, εἶναι ὀλίγα τά ἀνθρώπινα παραδείγματα, τά ὁποῖα ριψοκινδυνεύουν ὁλόκληρη τήν ζωή τους γιά τόν Θεό, γιά νά παραμένη ὁ Θεός στόν κόσμο.

 

ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ-ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ

96. Εἶναι μία σιωπηλή κραυγή, μία μυστική φωνή, τήν ὁποία τήν ἀκοῦς καί τήν καταλαβαίνεις ὅτι ἔρχεται ἀπό μέσα σου, ἀλλ᾿ ὅμως ἔρχεται ἔξω ἀπό σένα, ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἴδια ἡ λέξις συνείδησις σημαίνει νά ξέρης μαζί, τό ἴδιο. Κι αὐτοί πού ξέρουν μαζί τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος. Ἑπομένως, ὁ λογισμός ἤ ἡ συνείδησις εἶναι ὀφθαλμός μέ τόν ὁποῖον βλέπει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο καί ὁ ἴδιος ὀφθαλμός εἶναι μέ τόν ὁποῖον βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Ὅπως Τόν βλέπω ἔτσι μέ βλέπει-ἔτσι αἰσθάνομαι ὅτι μέ βλέπει-ὅρασις ταυτόχρονη καί ἀπό τά δύο μέρη.

97. Τά πάθη, ἡ διεστραμμένη θέλησις καί γενικά ὅλα τά πάθη, ἰδιαίτερα ἡ περιφρόνησις αὐτῆς τῆς φωνῆς, ἐπισσωρεύουν μερικά λέπια ἐπάνω στό μάτι, τά ὁποῖα καλύπτουν τήν φωνή, ὥστε νά μήν ἀκούγεται πλέον. Τότε καί ὁ Θεός σβήνεται ἀπό τόν ὀφθαλμό μας ὥστε νά μᾶς φαίνεται ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον. Διά τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἡ συνείδησίς μας ἐξησθένησε. Καταλαβαίνουμε στήν συνέχεια, πῶς εἶναι τόσο δυνατό σκοτάδι ὁ Θεός στά μάτια τῶν ἁμαρτωλῶν, ὥστε νά φθάνουν ἀπό τήν καλή πίστι στήν πλάνη τῆς ἀπιστίας, ἡ ὁποία καί τούς κυριεύει καί νομίζουν ὅτι μόλις τότε ἔφθασαν στήν «ἀλήθεια».

98. Ἡ φωνή τῆς συνειδήσεώς μας, ὄντας καί σημεῖο τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς ὑπάρξεώς Του, διά τῆς ὑπάρξεώς Του, δέν θά ἠμπορῆ νά εἶναι στό ἴδιο ἐπίπεδο ὅλη τῆς περίοδο τῆς ἐπί γῆς ζωῆς μας. Κἄπου-κἄπου ἀρχίζει νά κραυγάζη καταγγέλλοντάς μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐνώπιον μας γιά ὅλες τίς ἀνομίες πού ἐπράξαμε, καί, ἐάν δέν συμφιλιωθοῦμε μ᾿ αὐτόν τόν κατήγορό μας, ὅσο καιρό εἴμεθα ὁδοιπόροι στήν παροῦσα αὐτή ζωή (Ματ.5,25), ἔχουμε κατόπιν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, διότι Αὐτός θ᾿ ἀκούση τήν καταγγελία καί θ᾿ ἀποδώση δικαιοσύνη καί θά μᾶς ρίξη στά βάσανα τῆς κολάσεως.

99. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπαλαιώθησαν στό κακό - μή θέλοντες νά γνωρίσουν τόν Θεό - καί πρός τό τέλος τῆς ζωῆς τους, ὅταν ὁ ἐγωϊσμός τῆς φύσεως μαραίνεται πλέον, θυμήθηκαν μ᾿ ἕνα ἀπροσδόκητο ξέσπασμα τῆς ἀσθενοῦς συνειδήσεώς τους, συντρίβοντας ὅλα τά φράγματα τῶν ἀνομιῶν τους καί πετῶντας τά πάντα ἀπό μπροστά τους, ὥστε καί ὁ ὕπνος ἀκόμη νά τούς φεύγη, ἐνῶ σέ μερικούς τούς ἔφυγε καί τό μυαλό. Διότι στ᾿ ἀλήθεια ἔφυγε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή του δέν ἔκανε τίποτε ἄλλο παρά μόνο νά πνίγη τήν φωνή τῆς συνειδήσεώς του. Γι᾿ αὐτό δέν θέλει ὁ Θεός νά ἐξέλθης ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή, χωρίς νά γνωρίζης ὅτι ἐσκότωσες τόν καλόν σύμβουλό σου, πού τόν εἶχες πρόχειρα παντοῦ κοντά σου καί δέν σ᾿ ἀφήνει ν᾿ ἀναχωρήσης, χωρίς νά ἰδῆς, ἀπ᾿ἐδῶ ἀκόμη, ποῦ θά ὑπάγης. Ἔτσι ἔχουν ἀκριβῶς τά πράγματα, ὥστε νά ξέρη ὁ καθένας ὅτι κάποτε, θέλοντας - μή θέλοντας αὐτά τά ὁποῖα ἔπρεπε νά τά δέχεται διά τῆς πίστεως, νά τά βλέπη πάντοτε.

100. Ἡ συνείδησις ἀπό τήν φύσι της οὐδέποτε ἐγκρίνει τήν ἁμαρτία καί τό πάθος. Ἀπό τήν φύσι της δέν ὑποκύπτει, ἀκόμη κι ἄν ἡ τροχοπέδη της δέν λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψιν ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πίπτει καί ἐπιτελεῖ τήν ἁμαρτία, παρά τήν ἀπαγόρευσί της. Ἀπό ἐδῶ ἀρχίζουν οἱ ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως-«ὁ κατήγορός σου» μέ τόν ὁποῖον πρέπει νά συμφιλιωθῆς καθ᾿ ὁδόν, ὁ ὁποῖος δέν σιωπᾶ μέχρι νά ἀναθεωρήση ὁ ἄνθρωπος τίς ἐνοχές του καί ἐπιστρέψη ἀπό τίς ἁμαρτίες του γιά νά ἠμπορέση νά λάβη τήν συγχώρησι τοῦ Θεοῦ. Σέ περίπτωσι πού οἱ ἠθικές του παρεκτροπές τόν ἔχουν δεμένον σάν ἁλυσίδα μέ τήν δυναμική ἐπιρροή τους, ἀκολουθοῦν οἱ τιμωρίες τῆς συνειδήσεως, χειρότερες ἀπό τόν ἁπλό ἔλεγχο: Καί εἶναι ἡ ἀνισορροπία τοῦ νοῦ - ἐλαφρότερη ἤ βαρύτερη ἀπό τήν ὁποία μπορεῖ νά ἐπανέλθη - καί οἱ ἄλλες βαρύτερες μορφές, ὅπως ἡ σχιζοφρένια, ἡ παράνοια, ἡ ἐπιθετική τρέλλα καί τέλος ἡ αὐτοκτονία.

Ὅλα αὐτά εἶναι τά ἐπακόλουθα τῆς συνειδήσεως, ἡ ὁποία εἶναι πνευματικό ὄργανο τοῦ ἀνθρώπου καί τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι ἡ βύθισις τοῦ ἀνθρώπου στό σκοτάδι καί στά αἰώνια βάσανα. Αὐτή εἶναι ἡ φρικιαστική προοπτική τῆς ζωῆς στήν ἁμαρτία.

101.Ὅταν ἔχης τήν συνείδησί σου καθαρά, μή φοβᾶσαι ποτέ ἀπό τίποτε.

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

102. Οἱ ἰδιαιτερότητες τοῦ παιδιοῦ ἐξαρτῶνται ἀπό τόν βαθμό διαστροφῆς στήν ὁποία ἔφθασε τό ἔνστικτο τῆς μητρότητος τῆς γυναίκας. Ἐάν εἶχε προξενηθῆ φιληδονία - αὐτή ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μία πτῶσι ἀπό τόν σκοπό τῆς φύσεώς του, μία συμφέρουσα διαστροφή γιά τόν ἀρσενικό -ἡ ἐξέλιξις τοῦ ἐμβρύου, μέ τέτοιες προϋποθέσεις τῆς ἐνδομητρικῆς ζωῆς, φέρει στόν κόσμο ἕνα παιδί πού θά εἶναι ὀξύθυμο, μέ νεῦρα κληρονομικά καί μέ μιά προδιάθεσι πρός τίς νευρικές ἀσθένειες. Ὅλο αὐτό τό βάρος ἔχει τήν ρίζα του μόνο σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ὁδό φιληδονίας τῆς μητέρας.

Ἀντιθέτως, ἐάν ἡ μητέρα δέν ὑποδουλώθηκε ἀκόμη σ᾿ αὐτή τήν φλόγα τῆς φιληδονίας, οὔτε στόν καιρό τῆς συνευρέσεώς της μέ τόν ἄνδρα της ἦτο ταραγμένη καί οὔτε στόν καιρό θηλασμοῦ τοῦ νηπίου, τό νεογέννητο θά εἶναι ἕνα παιδί, τό ὁποῖον θά κλίνη ὀλίγο πρός τήν πρόωρη γενετική δραστηριότητα, μή ἑλκόμενο πρός τόν αὐνανισμό καί σχεδόν καθόλου, μπορῶ νά εἰπῶ πρός τήν νευρικότητα.

Ἐάν ἡ μητέρα διαστρέφη τόν σκοπό τῆς μητρικότητός της, φέρει στόν κόσμο παιδιά μέ προδιαθέσεις μερικῶν  ὑπό ἀνάπτυξιν διαστροφῶν, πού τούς καταστρέφουν τό νευρικό τους σύστημα, καί, ἐάν θά παντρευθοῦν, θά μεγαλώνουν οἱ καταπτώσεις καί οἱ στενοχώριες.

103. Ὅλο τόν καιρό τῆς κυοφορίας καί θηλασμοῦ ὁ ἄνδρας πρέπει νά ἐγκρατεύεται, γιά νά μή ταράζη τήν μελλοντική ζωή τοῦ νεογεννήτου πού περιμένει νά ἔλθη στόν κόσμο μέ συγκεκριμένο σκοπό ἀπό τόν Θεό.

104. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει σκοτάδι γιά τόν Θεό καί τήν ψυχή, γιά τήν ἠθική καί πνευματική ἐξέλιξι τῶν παιδιῶν πού ἔρχονται στόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει οὔτε ἕνα Θεό καί δέν ἐνδιαφέρεται γιά τίποτε ἐκτός μόνο γιά τήν ἱκανοποίησι τοῦ σαρκικοῦ του πάθους, σίγουρα θά συνάξη στόν ἑαυτό του κάθε ἔλλειψι ἰσορροπίας μέσα στό μεγάλο πνευματικό περιβάλλον στό ὁποῖον κινούμεθα, ζοῦμε καί εἴμεθα (Πράξ. 17,28).

105. Ἡ γέννησις παιδιῶν, παράλληλα μέ τήν κατάστασι αὐτοῦ τοῦ εἴδους, εἶναι κάτι τό ὁποῖον ἀντιβαίνει στό πολυγαμικό ἔνστικτο  καί χωρίς τήν διάκρισι τοῦ ἀνδρός, χωρίς τόν Χριστό· ὁπότε δέν εἶναι δυνατή ἡ ἐκπλήρωσις τῆς θείας προθέσεως, παρά μόνο μ᾿ ἕνα σύζυγο πού ἔχει τήν ἴδια πίστι καί τήν ἴδια χριστιανική βιοτή. Ἡ πεποίθησις ὅτι ἠμπορεῖ καί αὐτό πού τοῦ φαίνεται ὅτι δέν τό ἠμπορεῖ, εἶναι μία δεδομένη δύναμις· ἕνα εἶδος ἐνισχύσεως τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ.

106. Κατεύθυνε τήν συμπεριφορά σου, ἐσύ μητέρα, πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἐπιτελεῖ διά σοῦ τό θαῦμα τῆς συναντήσεως ἑνός μικροῦ ἀνθρώπου  μέσα σ᾿ ἕνα μικρό οὐρανό (κοιλία) καί σέ ἀνταμείβει μέ εὐτυχία γιά τούς κόπους σου.

Σέ τέτοιες προσπάθειες, ἡ ὁποιαδήποτε μητέρα θά σωθῆ.

Ἰδού ἡ πνευματική φάσις τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, ὑπομένοντας γιά ἕνα θεῖο σκοπό μία ἁγία τάξι, γιά τήν ὁποία λέγει καί ἡ Γραφή: «Οἱ γάρ φυλάξαντες ὁσίως τά ὅσια ὁσιωθήσονται, καί οἱ διδαχθέντες αὐτά εὑρήσουσιν ἀπολογίαν» (Σοφία Σολομῶντος 6,10). Ἰδού γιατί ἔρχονται ὁ Ἰησοῦς στόν γάμο καί οἱ κουμπάροι στήν κρίσι τοῦ Θεοῦ.

107. Τά παιδιά πού γεννήθηκαν ἀπό γονεῖς πού εἶχαν μία καθαρά χριστιανική ζωή, ὑπερέχουν σ᾿ αὐτά οἱ καλές κλίσεις καί δέν νικῶνται ἀπό τό κακό πού εἶναι γύρω στό περιβάλλον τους, πού ἐνδεχομένως θά εὑρεθοῦν. Αὐτά εἶναι ἀπό μικρά καθαρά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί φαίνεται ὅτι ἔχουν τήν κλίσι νά γίνουν καί μαθητές Του, καί, ἐάν τό ζητήση ὁ καιρός, νά μαρτυρήσουν κιόλας γιά τόν Θεό.

108. Τήν οὐράνια Βασιλεία τήν ἔχει ὑποσχεθῆ ὁ Θεός στά παιδιά, στούς ἀνθρώπους πού τήν δέχονται χωρίς συζητήσεις, πού εἶναι ὅμοιοι μέ τά παιδιά, στούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν στόν Ἰησοῦ ἀπό μικρά παιδιά. Συνεπῶς, πῶς νά μή στενοχωρηθῆ ὁ Βασιλεύς, ὅταν ἀπαγορεύουν στά παιδιά  νά ἔρχωνται κοντά Του, ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀπηγορευμένο Πρόσωπο;!

109. Ἰδού μία στενοχώρια τοῦ Ἰησοῦ: Ὅτι τά παιδιά δέν ἀφίενται ἀπό μικρά νά ἔρχωνται κοντά Του.

110. Αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἐμποδίζουν τά παιδιά τους νά διδαχθοῦν τήν πίστι στόν Χριστό, θά τιμωρηθοῦν χειρότερα ἀπό τούς αὐτόχειρες!

111. Εἶναι ἀδιάφορο πῶς γίνεται ἡ ἀγωγή τῶν παιδιῶν· τό πᾶν εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατήρ τῆς ψυχῆς καί αὐτά πού προσφέρη ἡ ἀγωγή ἀπό τήν κοσμική ἐπιστήμη, μπορεῖ νά εἶναι ματαιότητα μπροστά στήν ἐσωτερική ζωή τοῦ πνεύματος.

112. Στόν Ἰησοῦ τά ἔργα, τά γεγονότα, οἱ παντός εἴδους ἄνθρωποι καί τά παιδιά τοῦ προξενοῦν τίς αἰτίες τῆς ἀποκαλύψεως. Ἀπ᾿ ὅλα τά κτίσματα τοῦ κόσμου ὁ Ἰησοῦς ὑψώνει τούς ἀνθρώπους στήν ὑπερφυσική λογική τῆς Προνοίας. Γιά παράδειγμα, στά παιδιά ὁ Ἰησοῦς εὑρῆκε τήν ψυχή τους ν᾿ ἀνοίγεται διάπλατα στόν Θεό. Αὐτά, δέν καταλαβαίνουν τίποτε καί δέν σχεδιαγράφουν μία ἀντίθετη στάσι τους. Πιστεύουν τελείως καί κάνουν παράξενες ἐρωτήσεις γιά τήν πίστι. Γι᾿ αὐτά ἡ ὕπαρξις τοῦ Θεοῦ καί ἡ θεία παρουσία Του εἶναι ἕνα πρᾶγμα αὐτονόητο. Δέν τοποθετήθηκαν ματαίως τόσο κοντά αὐτές οἱ δύο λέξεις: Παιδική ἡλικία καί ἁγιότης. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει τήν ζωή του μέ ἁγιασμό, κατόπιν τόν χάνει: γίνεται ἁμαρτωλός, γίνεται προβληματικός καί μένει μέ πλῆθος ἐρωτήσεων, χωρίς νά δέχεται ἀπαντήσεις.

113. Μία καλή φύσις (καλωσυνᾶτη) ἁπλοποιεῖ ἀπό μόνη της τήν ἀρχές καί τά ὅρια τῆς ζωῆς της. Πλησιάζει πρός τήν πρωτότυπη φύσι, τῆς ὁποίας τήν εἰκόνα ἀνάμεσά μας τήν ἔχουν μόνο τά παιδιά.

114. Ἐάν δέν ἠμπορῆς νά ὁμιλήσης στά παιδιά γιά τόν Θεό, ὁμίλησε στόν Θεό γιά τά παιδιά.

115. Ὅλοι οἱ γονεῖς προσέχετε,  νά μή πίπτετε σέ λάθη, ὅταν θά ἔλθη ὁ καιρός τῆς γεννήσεως καί ἀνατροφῆς τους. Τά δαιμονόπληκτα παιδιά πάσχουν ἀπό τίς ἑξῆς αἰτίες:

1. Οἱ γονεῖς δέν ἐκράτησαν τίς νηστεῖες καί δέν ἠμπόρεσαν νά χαλιναγωγήσουν τίς σωματικές τους ἐπιθυμίες κιαί ἔτσι ἔπεσαν στίς ἀπηγορευμένες γιά συνάφεια σαρκική ἡμέρες, ὅπως εἶναι: Τετάρτη, Παρασκευή, Κυριακή, οἱ μεγάλες ἑορτές τοῦ ἔτους καί ὁλόκληροι οἱ γνωστές περίοδοι τῆς νηστείας. Ὅλα τά παιδιά, τά ὁποῖα συνελήφθησαν τίς ἡμέρες αὐτές εἶναι ἀνυπάκουα, πεισματάρικα, διότι οὔτε οἱ γονεῖς τους σεβάσθηκαν καί ὑπάκουσαν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί δέν ἐφύλαξαν καθαρότητα τίς ἅγιες ἡμέρες Του.

Ἐρωτῆστε τους γιά τούς λογισμούς τους καί θά σᾶς εἰποῦν τί ὑποσχέθηκαν. Ἔτσι, θά τούς ἰδῆτε νά κλαίγουν καί θά κλαῖτε καί ἐσεῖς κι ἔτσι θά ἀπαλλαγῆτε ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ὁποία ἐκυοφόρησαν. Εἶναι σίγουρο ὅτι θά πονοῦν, ἀλλά, ἐάν δέν τό ἔκαμαν, δέν θά πονοῦσαν.

2. Οἱ μητέρες δέν φυλάχθηκαν τελείως καθαρές καί ἔτσι γεννοῦν παιδιά κωφάλαλα καί ἑτοιμοθάνατα. Καί, ἐάν στόν  καιρό ἐκεῖνο ὁ πατέρας ἦτο καί μεθυσμένος, γεννᾶται ἕνα παιδί τό ὁποῖο θά εἶναι σωματικά χωλό ἤ διανοητικά καθυστερημένο ἤ θά εἶναι ταυτόχρονα, σωματικά καί διανοητικά ἄρρωστο. Καί ἰδού πῶς θά εἶσαι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μέ τόν καρπό πού ἔφερες στόν κόσμο!

3. Στήν περίοδο τῆς κυοφορίας σου, ἐσύ μητέρα, μή δέχεσαι νά σέ ἐνοχλῆ σεξουαλικά ὁ ἄνδρας σου. Συμβαίνει συχνά τά παιδιά πού θά γεννηθοῦν ἀπό τέτοιου εἴδους συμπεριφορές τοῦ ἀνδρός πρός τήν γυναῖκα του, νά γεννῶνται νεκρά, ἤ πεθαίνουν σέ νεαρά ἡλικία, ἤ, ἐάν ζοῦν, ρέπουν πρός τήν πορνεία, διότι τυπώνεται σάν σφραγίδα ἡ πορνική ἐπιθυμία τοῦ πατέρα τους, ἐνῶ ἀκόμη εἶναι στήν κοιλιά τῶν μητέρων τους.

Ὅλα αὐτά εὑρίσκονται καί στήν Ἁγία Γραφή, διότι ὅλα ὅσα περνᾶ ἡ μητέρα στήν περίοδο τῶν 9 μηνῶν, εἶτε καλά, εἴτε κακά, ἐντυπώνονται καί στά παιδιά. Μία παροιμία μᾶς λέγει: «Ὅταν θά γίνουν μεγάλοι, ὅλα θ᾿ ἀνατείλουν στό τσουκάλι».

 

ΠΙΣΤΙΣ

116. Ἡ πίστις εἶναι ἕνας κίνδυνος γιά τήν λογική· οὐδέποτε εἶναι μία ἀκύρωσις, ἀλλά μία ἀντίθεσις, ἕνας φωτισμός του. Εἶναι μία ἀπορρόφησις τῆς ψυχῆς γιά τά ἐπέκεινα τοῦ κόσμου αὐτοῦ πράγματα, κατά τόν θεῖο τρόπο τῆς ὑπάρξεώς τους.

117. Ἡ πίστις περιέχει ἀποκάλυψι μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστεως δέν μισθώνεται γιά νά τήν γευθῆ.

118. Ὁ Θεός μᾶς συνοδεύει πάντοτε καί, στό μέτρο στό ὁποῖον Τόν γνωρίζουμε, ἡ βιολογική καί ψυχολογική ζωή μας διέρχονται πολύ δυνατά μέσα ἀπό τήν ἀλήθεια καί τό φῶς τῆς γνώσεως. Αὐτό εἶναι τό ὁποῖον κατέχει ὁ πιστός μέσα ἀπό μία πολύ σύντομη ὁδό, γνῶσι τήν ὁποία ὁ σοφός δέν ἠμπορεῖ νά τήν πιάση μέ τήν δική του γνῶσι, ἀλλά μόνο ἐάν ὑποτάξη ἐξ ὁλοκλήρου τήν δική του γνῶσι στήν θεία καί ἀναγνωρίση τήν μηδαμινότητά του.

119. Ἡ θρησκεία θεμελιώνεται ἐπάνω στούς κόκκους τῆς πίστεως. Οἱ κόκκοι τῆς πίστεως εἶναι, ἀλήθεια, οἱ κόκκοι τῆς ἐπικοινωνίας τήν ὁποίαν ἔχουμε μέ τόν Θεό.

120. Ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε κάποτε στούς μαθητές Του, οἱ ὁποῖοι Τοῦ ζητοῦσαν περισσότερη πίστι: Ν᾿ ἀρχίσουν νά πιστεύουν ὅτι ἔχουν πίστι καί θά γίνη σταδιακῶς πραγματικότης αὐτή μέσα τους.

121. Στίς θερμοκρασίες στίς ὁποῖες ξεχωρίζεται καί συλλέγεται ὁ χρυσός τῆς ὑπάρξεώς μας  ἀπό τήν σκουριά τῆς παλαιᾶς μας ὑπάρξεως, ἐμφανίζεται στήν φύσι μας ὁ θεῖος πόθος, καί θά ἐξαρτηθῆ ἀπό τήν προαιρεσί σου ἐάν σκέπτεσαι να τόν δεχθῆς ἤ ὄχι.

122. Ὁ πιστός στόν Θεό ὑπερβαίνει τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι δημιουργός μόνο στήν τάξι τῶν ἰδεῶν καί δέν ὑπερβαίνει, διότι ὁ Θεός εἶναι στήν τάξι τῆς πραγματικότητος.

123. Ἡ πίστις εἶναι ἕνας κίνδυνος: μπροστά στήν λογική, εἶναι ἀντίθετη μέ τήν ζωή, ἀντίθετη μέ τά ἀνθρώπινα ὅρια, κἄποτε ἀντίθετη καί μέ κάποιο ἔργο κανονικό καί ἀνθρωπίνως σωστό. Γι᾿ αὐτό οἱ Ἅγιοι ἀπέφευγαν νά κάνουν θαύματα, παρά μόνο σέ περιπτώσεις γιά νά δείξουν τήν ἀγάπη τους πρός τόν κόσμο καί τήν ἀνακούφισι τοῦ ἀνθρωπίνου πόνου. Ἡ πίστις εἶναι καρπός ψυχικῆς καθαρότητος.

124. Ἡ φροντίδα γιά τόν ἐπιούσιο ἄρτο εἶναι καθημερινά πιεστική. Ὅταν ὡδήγησε τούς Ἱσραηλίτες στήν ἔρημο ὁ Θεός, δέν τούς ἐξησφάλισε ψωμί καί γιά τίς ἑπόμενες ἡμέρες, διότι τό ἐξ οὐρανοῦ «μάνα» χαλοῦσε. Ὁπότε νά ζητᾶμε ἀπό τόν Κύριο μόνο τόν σημερινό ἄρτο, διότι μᾶς ἔχει συμβουλεύσει. Ἀκόμη κι ὅταν δέν ἔχουμε νά φᾶμε, νά ζοῦμε καί πάλι μέ τήν πίστι.

Οἱ ἐρημῖτες ἅγιοι ἔζησαν μέ μόνη προϋπόθεσι τήν πίστι. Αὐτοί ἐπίστευσαν στόν λόγο τοῦ Κυρίου, ἔχοντας πρῶτα τήν φροντίδα γιά τήν σωτηρία τους καί σέ δεύτερη θέσι ἐφρόντιζαν γιά τά ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς τους. Γι᾿ αὐτό ἔφθασαν νά λάμπουν σάν τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ στόν οὐράνιο κόσμο.

125. Ὁ Ἰησοῦς προσκλήθηκε κάποτε ἀπό τόν πόνο κάποιου πατέρα γιά νά τοῦ ἐπαναφέρη στήν ζωή τήν κορούλα του, ἡλικίας 12 ἐτῶν.

Ὁ Ἰησοῦς ἀγαποῦσε τά παιδιά, γι᾿ αὐτό καί ἐπήγαινε κοντά τους μέ τόν πόνο τῆς ἀγάπης. Ἐπίσης καί μία ἀσθενής γυναῖκα τόν πλησίασε καί τοῦ «ἔκλεψε» θά ἐλέγαμε τόν δρόμο. Νά σταθοῦμε ἐπάνω σ᾿ αὐτήν τήν κλοπή, πού εἶναι μοναδική στήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ. Ἄραγε ἀπό ποῦ ἐγνώριζε αὐτή ἡ γυναῖκα, ὅτι ἀγγίζοντας, σάν τόν κλέπτη, στό ἄκρο τοῦ ἱματίου τοῦ Ἰησοῦ, θά θεραπευόταν;  Τό ἐγνώριζε ἀπό τήν πίστι πού εἶχε ἡ γυναῖκα στόν Χριστό καί τελικά δέν ἐξαπατήθηκε. Ὁπότε ἡ δύναμις τῆς θεραπίας της προερχόταν ἀπό τήν πνευματική της κατάστασι καί μέ τό ἄγγιγμα σέ κάτι τό ὑλικό (φόρεμα τοῦ Χριστοῦ), ἔλαβε κάτι τό πνευματικό.

Ὁ δοῦλος τοῦ ἐκατοντάρχου θεραπεύεται ἐξ ἀποστάσεως, χάρις στήν πίστι, πού ἐξεδήλωσαν δύο ἄτομα πού ἐστάλησαν στόν Χριστό. Ἐδῶ ὁ Χριστός δέν αἰσθάνθηκε κάποια δύναμι πού νά ἐξῆλθε ἀπ᾿ Αὐτόν. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἀσθένεια ἔπαυσε, τήν στιγμή πού ὁ ὀργανισμός ἐπανῆλθε στό πλήρωμα τῆς πνευματικότητος. Ὁ Χριστός ἤθελε γιά τήν πίστι τῆς γυναίκας νά τῆς δώση τό ποθούμενο καί μόνη της νά ἰδῆ ὅτι διά τῆς ἀγάπης της ἔγινε ὁ πρωτοφανής κλέπτης τῆς χάριτός Του.

126. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιθυμεῖ ἀπό τούς πιστούς τοῦ κόσμου μία βαθειά εἰρήνη: Τήν εἰρήνη τῆς πίστεως στόν Θεό. Αὐτό μᾶς δίνει νά καταλάβουμε ὅτι στόν κύκλο ἑνός εἰρηνικοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχει τίς ρίζες του στόν οὐρανό, γίνεται καί εἰρήνη στήν γῆ.

127. Ἄν καί εἶσαι ἐπίγειος, γιά ν᾿ ἀποφασίσης νά ὁμολογήσης τόν Θεό ἀντί ὁποιασδήποτε θυσίας  καί κάθε ἐμπαιγμοῦ, θά πρέπει νά ὑπομέ­νης τά πάντα μέ μεγάλη χαρά μέχρις ὅτου σοῦ ἀνοίξη ο Θεός τούς ὀφθαλμούς τῆς πίστεως, νά σοῦ ἀποκαλυφθῆ ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ Ὁποῖος εἶναι μαζί μας, μέχρι τό τέλος τῶν αἰώνων.

Γιά νά ἰδῆς τόν Ἰησοῦ, εἶναι μία μακαριότης, ἡ ὁποία δέν συγκρίνεται μέ καμμία ἐπίγεια χαρά καί αὐτό συμβαίνει πότε-πότε γιά νά μή σβήση μέσα ἀπό τούς ἀνθρώπους ἡ μοναδικότητα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πίστις στόν Θεό καί ἡ ὁμολογία Του εἶναι ἡ ἔξοδος τῆς ψυχῆς ἀπό τό σκοτάδι στό θεῖο φῶς, ἡ ἔξοδος στό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

128. Ὅσο ἀκοῦς τόν Θεό, τόσο ἀκούει καί σένα ὁ Θεός!

 

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

129. Ὁ Χριστιανισμός μας θά ἦτο σέ μεγάλο μέρος ἀκατανόητος, ἐάν δέν θεωρούσαμε καί τήν προσωπική πραγματικότητα τοῦ σατανᾶ, τῶν ἀγγέλων ἐκείνων πού ἐξέπεσαν ἀπό τόν θρόνο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστις μας θά ἦτο ἀτελής καί θά διαλυόταν μέ εὐκολία σέ μία θεωρητική θρησκεία, σέ μία ἀνθρώπινη διδασκαλία ἤ, στήν καλλίτερη περίπτωσι, σ᾿ ἕνα ὀρθολογιστικό προτεσταντισμό, χωρίς τόν ὑπερφυσικό του χαρακτῆρα καί τήν προσωπική του σχέσι πού ἔχει μέ τόν ἄνθρωπο.

130. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἡ δεύτερη δημιουργία τοῦ κόσμου, ἡ δεύτερη δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, μία ἀναδημιουργία τῆς φύσεώς μας.

131. Ἡ φωτιά τῆς θείας ἀγάπης, τῆς ἀγάπης πρός τόν Ἀληθινό Θεό ἀνάπτει καί διατηρεῖται ἐν μέσω πολλῶν ἐναντιοτήτων.

132. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι μόνο μία ὑπόθεσις τῆς Κυριακῆς, ἀλλά μία προσπάθεια ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας γιά νά φθάσουμε στό ὕψος τῆς ζωῆς καί στόν σκοπό γιά τόν ὁποῖον μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός. Ἐάν ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι μία συνεχής προσπάθεια, ἡ ὁποία γεννᾶ παιδιά τοῦ Θεοῦ, τότε παραμένει μία ἁπλῆ διατύπωσις, πού μποροῦμε νά ζοῦμε χωρίς αὐτήν.

133. Νά προσέχουμε μήπως ὁ Χριστιανισμός παύση νά εἶναι ἡ ἀληθινή μας πίστις. Ὁ ἁπλός λόγος εἶναι, ὅταν ἐμεῖς σάν Χριστιανοί δέν φέρουμε τούς καρπούς αὐτοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ: νά γίνουμε ἄνθρωποι κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ.

134. Ἡ γνῶσις τῆς σωτηρίας πρέπει μέ ὁποιονδήποτε τρόπο νά ἀνάβη σάν φλόγα συχνά μέσα στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.

 

ΑΚΟΛΑΣΙΑ

135. Ἡ σμίκρυνσις τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἦλθε σάν μία πληρωμή γιά τήν πτῶσι του στήν ἀκολασία. Καί δέν ὑπάρχει πιό σωστός λόγος ἀπ᾿ αὐτόν. Ὁ Θεός ἐπροίκισε τόν ἄνθρωπο μέ τόσα θαυμαστά δῶρα, ὅμως αὐτός τά περιφρόνησε αὐτά καί κατέβηκε στό ἐπίπεδο νά ἱκανοποιῆ σάν μοναδικό στόχο στήν ζωή του, ἄνδρας καί γυναῖκα μαζί, τά σαρκικά τους πάθη. Ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἐπιδίωξις τῆς ζωῆς του; Μή διδαχθέντες κάποια ἀνώτερη ἰδέα ἤ μή θέλοντες νά κοπιάσουν γιά τήν ὑψηλή ζωή, μέσα  σ᾿ ἕνα ἱερό Καθίδρυμα, πού τούς ἵδρυσε ὁ Θεός τήν Ἐκκλησία Του, ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό τόν σκοπό νά τούς κατευθύνη καί νά τούς βοηθῆ πρός τήν βασιλεία τοῦ πνεύματος καί τελικά μόνοι τους ἔπεσαν σέ παραφωνία καί δυσαρμονία μέ τόν Θεό.

136. Οἱ ἱερεῖς τῶν καιρῶν μας, μέ τήν ἴδια ὑποχρέωσι ὅπως ὁ Παῦλος, δέν ἀκολουθοῦν βέβαια τήν ἀκολασία σάν τό πάθος πού καταστρέφει τήν ἀνθρώπινη δημιουργία κατά πλάτος καί κατά βάθος, ἀλλά τήν ἀφήνουν νά ἐπιπολάζη. Αὐτοί δέν ἔχουν τήν τόλμη νά τήν ἐξαλείψουν, ἐν ὅσῳ γίνεται ἔξω ἀπό τό μυστήριο τοῦ χριστιανικοῦ γάμου καί γι᾿ αὐτό φθάνουμε στήν πτωχεία τῶν καρπῶν τους, τήν ἔλλειψι παιδιῶν. Αὐτό συμβαίνει διότι «καί νόμος ἀπολεῖται ἐξ ἱερέως καί βουλή ἐκ πρεσβυτέρων» (Ἰεζεκ.7,26). Οἱ ἄνθρωποι βαδίζοντες στά τυφλά μέσα στό πλῆθος τῆς ἀγνωσίας καί τῆς ἐλλείψεως συμβουλῶν ὁδηγοῦνται στήν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο κινδύνου, διότι λέγει καί ὁ Ματθαῖος:  «Ἐν δέ τῷ καθεύδειν τούς ἀνθρώπους ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρός καί ἔσπειρε ζιζάνια ἀνά μέσον τοῦ σίτου καί ἀπῆλθεν»(Ματ.13,25). Ὁπότε δέν εἶναι χωρίς νόημα νά ἔχουμε τήν προσοχή μας, διότι τά ζιζάνια τοῦ ἐχθροῦ θέλουν νά ἀγριέψουν τά πρόβατα ἐναντίον τῶν ποιμένων τους...

137. Τό ἁμάρτημα τῆς ἀκολασίας καί κάθε ἀπηγορευμένη παρανομία δείχνουν ἐξ ἀντιθέτου, τουλάχιστον τήν τελειότητα τῆς ζωῆς στήν ὁποία ἠμποροῦμε νά φθάσουμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Διότι καί μόνον, ἐάν φανερωθῆ ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ σ᾿ ἐμᾶς, θά γνωρίσουμε τόν στόχο πρός τόν ὁποῖον πρέπει νά ἀποβλέπουμε καί θά κατανοήσουμε τόν ἐπί τῆς γῆς σκοπό μας.

 

ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ

138. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἀνθρώπων πίπτουν στήν ἀπελπισία, ὅσον ἀφορᾷ τήν σωτηρία τους. Ἡ ἀπελπισία εἶναι ἕνας ἐσφαλμένος τρόπος σκέψεως ἐπάνω στά κακά μας ἔργα. Ὁ καλός τρόπος τῶν σκεψεών μας μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἐλπίδα. Τό κακό, ἡ ἁμαρτία, ὁ διάβολος δέν εἶναι ὑγιῆ ἀντικείμενα τῶν σκέψεών μας, διότι ἀρρωσταίνουν τόν νοῦ, μέσῳ τῶν κοινωνικῶν ἰδεῶν. Ἡ μετάνοια πρέπει νά φέρη μία εὐδιαθεσία, ὅσο τό δυνατόν μεγαλύτερη στήν ψυχή καί μία ὁλοκληρωμένη ὑγεία.

139. Ὁ ἐχθρός, ὁ ὁποῖος ἐρημώνει τήν ψυχή μέσῳ τῶν παθῶν, ὅταν ἀντιληφθῆ ὅτι ὁ νοῦς ὑποκύπτει ἀπό τίς κραυγές τῆς συνειδήσεως, θέλει νά ἐπαναστατήση ἐναντίον τῆς σκαλβιᾶς του καί ἔρχεται κατεπάνω του μέ μεγάλη καταπίεσι, ἀποδεικνύοντας στήν ψυχή ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον τρόπος γιά τήν σωτηρία της. Καί σάν τιμωρία, καθώς ἡ ψυχή ἐτόλμησε νά κάνη ἕνα τέτοιο ἔργο, ὁ διάβολος τήν κυριεύει καί τήν δένει μέ μεγαλύτερο βάσανο: τό πνεῦμα τῆς ἀπελπισίας.

140. Ἔτσι εἶναι τόσο δύσκολη ἡ σκλαβιά τοῦ πνεύματος αὐτοῦ τῆς ἀπελπισίας, ὥστε ἡ ψυχή, συγκεντρώνοντας τίς τελευταῖες δυνάμεις πού τῆς ἀπέμειναν, μάχεται ἐναντίον τῆς ἀπελπισίας. Τότε ἡ ψυχή εὑρίσκεται μεταξύ ζωῆς καί θανάτου. Τότε ἄλλοι λυτρώνονται καί ἄλλοι προχωροῦν ἔτσι, ζῶντας περισσότερο σάν νεκροί παρά σάν ζωντανοί. Ἐνῶ ἄλλοι, μή ἠμπορῶντας νά ὑποφέρουν, σκοτίζεται ὁ νοῦς τους καί κάνουν καί τήν ἔσχατη ἁμαρτία: τήν αὐτοκτονία.  Ἄλλοι στό τέλος, τόσο πόνο ἔχει τό κεφάλι τους, ὥστε λόγῳ τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου, νά φθάνουν στήν τρέλλα.

 

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

141. Ὁ ἀσάλευτος νόμος τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ ἐπάνω στό κεφάλι σου, ὅτι καί ἐσύ προκάλεσες στό κεφάλι τοῦ πλησίον σου. Ὅ,τι ἔκανες θά  συμβῆ καί σέ σένα· ὅ,τι εἶπες γιά τούς ἄλλους θά τό ἀκούσης· ὅ,τι ἐφόρτωσες στόν ἄλλον θά τό φορτωθῆς μετά καί ἐσύ.

Ὅταν ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἐπανέρχεται ἐπάνω μας, αὐτό σημαίνει ὅτι ἔφθασε ὁ καιρός τῆς πληρωμῆς ἤ τιμωρίας μας. Ἡ τιμωρία δέν εἶναι μία παίδευσις ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἕνα μέσον σωφρονισμοῦ, μία σκληρότερη δικαιοσύνη. Καί, ἐπειδή ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ κρατεῖ πάντοτε σέ ἰσορροπία ἔργο καί πληρωμή, ἠμποροῦμε νά μιλήσουμε ἀκόμη καί γιά νόμο δικαιοσύνης, σάν ἕνα νόμο εὐσπλαγχνίας, διά τοῦ ὁποίου καθαριζόμεθα ἀπό τά ἀνθόφυλλα τῶν κακῶν μας ἔργων. Στόν καιρό τῆς τιμωρίας, ὅταν ἔρχωνται κατεπάνω μας οἱ δυσχέρειες, ἐάν τίς ὑπομένουμε μέ καλωσύνη, μή βαδίζοντας σέ παρακαμπτήριους δρόμους, μᾶς βοηθεῖ τότε ὁ Θεός. Ἐάν, ὅμως δέν θέλουμε νά δεχθοῦμε αὐτά πού ἔρχονται ἐναντίον μας, διότι δέν τά καταλαβαίνουμε, τότε δέν μᾶς βοηθεῖ ὁ Θεός, παρότι Αὐτός θά ἤθελε.

142. Ὁ Θεός δέν παιδεύει τήν κακία ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐδῶ καί τώρα· καθώς ἐπίσης δέν δοξάζει τήν καλωσύνη ὅλων ἐδῶ καί τώρα. Ἀκόμη κι ἄν θά ἔκανε ἔτσι, τότε οἱ ἄνθρωποι θά ἔκαναν τό κακό ἀπό φόβο, ἡ σωτηρία θά ἦτο ἐκβιαστική, καί ὄχι ἕνα ἔργο ἐλευθερίας καί ἀγάπης. Κατόπιν, ἐάν ἐπαίδευε ὁ Θεός τό κάθε κακό ἀμέσως, τότε ὁ Θεός θά ἦτο φοβερός, ἕνας ἀδύνατος καί μικρός στά ἀνθρώπινα μέτρα ἤ πολύ περισσότερο στά ἀγγελικά καί θά μᾶς ἔδινε νά καταλαβαίνουμε ὅτι φοβᾶται τό κακό καί προστατεύει τήν δυναστεία, ὅπως δηλαδή κάνουν οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλά τό γεγονός ἀκριβῶς ὅτι ἀνέχεται τό κακό νά γίνεται «μέχρι τό κεφάλι» καί ἀφήνει τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά τούς προκαλεῖ κάποιον ἐνδεχόμενο φόβο τιμωρίας τους, αὐτό μᾶς ἀποδεικνύει τήν παντοδυναμία Του, τήν ὑπομονή του ἐπάνω στό κακό. Ἡ παντοδυναμία Του μᾶς δίνει τήν δυνατότητα, διά τῆς ἀρετῆς τῆς πίστεως νά μένουμε καί ἐμεῖς ἥσυχοι δεχόμενοι τά χαστούκια καί τούς ἐξευτελισμούς τῆς κακίας σάν μερικές μαρτυρίες τῆς ἀδυναμίας ἐκείνου, ἐνώπιον τῆς παντοδυ­ναμίας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐνισχύει μέ τήν πραότητά Του.

Μέ τό γεγονός ὅτι δέν μᾶς παιδεύει ἡ κακία ἐδῶ καί τώρα, ξεσπᾶ δυνατός πειρασμός γιά νά συμπληρώση κι αὐτός τήν μοναδική παίδευσι πού θά γίνη τήν ἐσχάτη ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἐάν, ὅμως ἐνίοτε μᾶς παιδεύει ἀπροσδόκητα κάποια παρανομία μας, τό κάνει ὁ Θεός γιά νά βάλη κάποιο φρένο στήν κακία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί προπαντός νά μή ἐλαττωθῆ ἡ πίστις στούς ἀρχαρίους καί γιά νά μή χαθῆ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ἡ γνῶσις τῆς ἀνταποδόσεως τῶν ἔργων.

Ὁπότε, εἴτε πληρώνεται, εἴτε δέν πληρώνεται, εἴτε τό καλό εἴτε τό κακό, ἕνα πρᾶγμα εἶναι σίγουρο: ὅτι ἔρχεται μία πληρωμή μοναδική καί αἰώνια καί ὅτι νικᾶ καί ἐπικάθηται τό καλό ἐπάνω στό κακό. Κατόπιν, μέ τήν ὑπομονή μερικῶν ἁπλῶν, ταπεινῶν καί ἀγραμμάτων ἀνθρώπων, ἡ παντοδυναμία καί δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, συντρίβει πάντοτε τίς πύλες τῆς κολάσεως μέ τήν δύναμι τῆς ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας.

143. Ὅταν κάποιος μέ τ᾿ ἁμαρτωλά του ἔργα πίπτει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Πατρός του, παραδίδεται στήν δικαιοσύνη Του, τόν ὁποῖον σάν ἕνα σκλάβο θά τόν ἐπαναφέρη στήν ὁδό διά τῆς βίας. Τοῦ παρέχεται καί ὁ χρόνος, μόλις θά αἰσθανθῆ νά ἐπανέλθη μέ καλωσύνη· ἐάν ὅμως δέν δίνη σημασία, τοῦ παίρνει καί τόν χρόνο πού τοῦ προσέφερε γιά ἐπιστροφή καί πίπτει ξαφνικά στά χέρια τῆς δικσιοσύνης Του.

 

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΤΗΡ

144. Τό πλῆθος τῶν πειρασμῶν, οἱ πονηρίες τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ μέ τά ὁποῖα πολεμούμεθα, μέσῳ τῶν ἔργων τῶν ὁρατῶν ἀνθρώπων, θά ἠμποροῦσαν ἀνά πᾶσα στιγμή νά βγάλουν τόν μαθητή τοῦ Ἰησοῦ ἔξω ἀπό τήν ὁδό τῆς σωτηρίας καί νά τόν πλανήσουν, ἐάν ὁ Πνευματικός δέν εἶχε τήν τέχνη, τήν γνῶσι καί τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ νά σκορπίση καί τελείως νά διαλύση τά ἔργα τοῦ ὑπεναντίου. Ἑπομένως, κατανοοῦμε ὅτι ὁ μαθητής ἤ ὁ πιστός χριστιανός εἶναι ὑποχρεωμένος νά κάνη ὑπακοή ἀπό ἀγάπη στόν Πνευματικό του πατέρα, διότι χωρίς αὐτό τό δῶρο τοῦ πνευματικοῦ δεσμοῦ μαζί του, εἶναι ἀδύνατον νά λυτρωθῆ ἀπό τούς πειρασμούς καί νά σωθῆ.

145. Ὅποιος  δέν ἀρνεῖται τόν ἑαυτό του, δέν ἠμπορεῖ νά μέ ἀκολου­θήση, λέγει ὁ Χριστός (Λουκ.9,23). Καί, ὅποιος δέν ἠμπορεῖ νά ἐρωτᾶ καί νά δέχε­ται τήν συμβουλή ἑνός Πνευματικοῦ πατρός, οὔτε τόν ἀναζητεῖ, αὐτός δέν ἠμπορεῖ νά εὕρη καί ἀκολουθήση τόν Χριστό.

146. Γι᾿ αὐτό ἐσεῖς οἱ Πνευματικοί φροντίστε νά ξεχωρίζετε καί νά ζυγίζετε τά πνεύματα, πῶς διέρχονται μέσα ἀπό τόν νοῦ γιά νά γνωρίζετε τό μέτρο τοῦ καθενός ἀτόμου καί ἀπό ποῦ κλίνει περισσότερο ἡ πλάστιγγά τους.

147. Ζῆλος χωρίς ἐρώτησι καί γνώμη τοῦ Πνευματικοῦ ξεπερνᾶ τό μέτρο.

148.  Ἀνάμεσα στούς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν καί μερικοί πού ἔχουν τό χάρισμα νά βλέπουν πέραν ἀπό τόν ὁρίζοντα, νά ἀκούουν φωνές καί λόγια ὑπερφυσικά. Ἀλλά, αὐτά, τά μεγάλα καί ὑπερφυσικά γι᾿ αὐτούς, ὅταν ἀνοίγωνται τά μάτια νά ἰδοῦν καί τ᾿ αὐτιά τους νά ἀκούσουν κάτι ἀπό τό ὑπέρ πέραν, νά μή καθυστερήσουν νά ζητήσουν καί τήν γνώμη τοῦ Πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος θά τούς διαφυλάξη τόν νοῦ καί τήν καρδία ἀπό μερικές τέτοιες ξένες χαρές καί θά τούς σκεπάση μέ τό ζωστικό τῆς ταπεινώσεως.

149. Ἡ φανέρωσις καί ἐκπλήρωσις στήν φύσι μας ὅλων τῶν χαρισμάτων τῆς ἄνωθεν ἐξ Ἁγίου Πνεύματος ἀναγεννήσεώς μας, εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουμε τελειότης καί εἶναι στό μέτρο τοῦ κάθε ἀτόμου.

Καθένας εἶναι προικισμένος καί σταλμένος νά ἐκπληρώση ἕνα σκοπό τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀποκάλυψις καί κατανόσηις αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ ἤ ὁ μυστικός προορισμός μας, πού εἶναι διάφορος στόν καθένα, σύμφωνα μέ τήν παγγνωσία τοῦ Θεοῦ (Ρωμ.8,29), δέν μπορεῖ νά ἀποκαλυφθῆ χωρίς τήν γνῶσι καί τήν προσοχή ἑνός ἐμπείρου Πνευματικοῦ.

150. Ὁ Πνευματικός ἤ ὁ Ἡγούμενος βοηθοῦν καί ἀποκαλύπτουν ὅλες τίς προθέσεις τοῦ Θεοῦ πού ἔχει γιά τά παιδιά Του, τά ὁποῖα προσφερόμενα κατά τό μέτρο τῆς πίστεώς τους, θά ἔχουν αὐτό πού θέλουν νά ἔχουν.

151. Ὅλοι οἱ πνευματικοί ἀγωνιστές πρέπει νά ἔχουν ἕνα πνευματικό ὁδηγό, δεδομένου στά πνευματικά, κάθε τι πού δέν γίνεται μέ τήν ξεκάθαρη συμβουλή καί τήν προστασία τῆς ταπεινώσεως, ὁδηγεῖ στήν διαβολική ἀπάτη καί σέ μεγαλύτερες πλάνες, παρά ἀπό τά ὑπάρχοντα πάθη.

152. Διά τῆς συμφιλιώσεως, μέσῳ τοῦ Πνευματικοῦ, μέ τόν Θεό γιά τήν ὁποία δέν πληρώνουμε ἐνοίκιο, ἐπιστρέφει ἤ ἑλκύεται ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ, ὁπότε θά ἐπιθυμῆ νά πράττη ὁ ἄνθρωπος αὐτό πού θέλει καί ὁ Θεός.

153. Ὁ Πνευματικός θά ἐπαναφέρη καί τόν νοῦ μας ἀπό  τήν πορεία του στήν ἐρημία τοῦ κόσμου καί θά τήν κάνη σκαμνί τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ μας, στόν Ὁποῖον κρύβονται ὅλοι οἰ θησαυροί τῆς γνώσεως καί τῆς σοφίας (Κολ.2,3).

154. Ὁ παντρεμμένος ἱερεύς μπορεῖ νά εἶναι καί Πνευματικός πατήρ τῆς πρεσβυτέρας του.

 

 

 

 

Ο ΘΕΟΣ

155. Ὁ Θεός εἰσέρχεται μυστικά μέσα στήν πνευματική σου οἰκοδομή μέ τήν δική σου ἐλευθερία. Σύ εἶσαι τό μπόλι στά χέρια τοῦ καλλιεργητοῦ τῆς ψυχῆς σου, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, πού εἶναι ἀνώτερος τῶν ἐπιγείων καταστάσεων. Εἶσαι καί σύ υἱός τοῦ Θεοῦ, κατά χάριν. Μᾶς ἔδωσε τήν δύναμί νά γίνουμε υἱοί τοῦ Θεοῦ. Ἐάν κάποιος εἶναι συνειδητός καί ζῆ αὐτή τήν ἐσωτερική κοινωνία, κανένα κακό δέν ἠμπορεῖ νά τοῦ συμβῆ στήν ζωή του. Οὔτε οἱ δολοφόνοι δέν μποροῦν νά τούς κάνουν τίποτε, διότι ἔχουν μέσα τους δυνατή τήν θεία παρουσία, ἡ ὁποία διώχνει τήν ὁποιαδήποτε ταραχή πού θά ἔλθη κατεπάνω τους.

156. Τήν μόνη ἀλάνθαστη ἀντίληψι πού εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπό τήν σχετικότητα τήν ἔχει μόνο ὁ Θεός-ὁ Ἀπόλυτος-ἡ ἀρχή καί τό τέλος τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶναι ὁ μόνος τοῦ Ὁποίου ἡ ἀντίληψις γίνεται ἀπό χάος κόσμος.

157. Ὁ Θεός μᾶς συνοδεύει πάντοτε καί στό μέτρο στό ὁποῖον Τόν γνωρίζουμε, ἡ βιολογική καί ψυχολογική ζωή μας διέρχεται δυνατά μέσα ἀπό τήν ἀλήθεια καί τό φῶς τῆς γνώσεως.

158. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στήν ταπείνωσι.

159. Ὁ δίκαιος γνωρίζει ἕνα Θεό προσωπικό, φιλάνθρωπο καί προσιτό στούς ἀνθρώπους, ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλός αἰσθάνεται τόν Θεό σκληρό, κρυφό, παντοκράτορα, ἀπομακρυσμένο, φοβερό  καί ἀδυσώπητο.

160. Γιά τόν Θεό κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ὁμιλήση μέ ἀπόλυτη ἁρμοδιότητα παρά μόνο Αὐτός ὁ Ἴδιος, ὅταν ἀκτινοβολῆ τήν δόξα του στίς μορφές τῶν παιδιῶν Του, τῶν ἁγίων Του.

161. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μπροστά στό μεγαλύτερο ἁμαρτωλό εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ μεγαλυτέρου ἁγίου πρός τόν Θεό.

162. Ὁ Θεός δέν λησμονεῖ τόν ἄνθρωπο, ὅπως λησμονεῖ ὁ ἄνθρω­πος τόν Θεό.

163. Τό ὡραιότερο δῶρο, τό ὁποῖον ἠμποροῦμε ἐμεῖς νά κάνουμε στόν Θεό εἶναι νά Τοῦ χαρίσουμε τόν ἑαυτό μας, ὁλόκληρη τήν ζωή μας. Ὁ Θεός δέχεται καί ἀγκαλιάζει, προστατεύει καί ἐνισχύει ἕνα τέτοιο δῶρο. Μέ αὐτή τήν δωρεά τῆς ἀγάπης μας, ἀμέσως ἀποκτοῦμε δύναμι ἐπάνω στίς δυσκολίες μας, ἐπάνω στίς ἀδυναμίες μας καί παίρνουμε θάρρος στήν ἄσκησί μας. Ἕνα νέο πνεῦμα στεγάζεται μέσα μας ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή. Τό εἴχαμε ἐμεῖς ἀπό παλαιότερα, ἀφ᾿ ὅτου ἐβαπτισθήκαμε, ἀλλά τώρα ξεχύθηκαν στήν καρδιά μας οἱ ἀκτῖνες του. Διότι τό θεῖο Πνεῦμα εἶναι ἀγάπη, τό ὁποῖο ἐδόξασε τούς ἁγίους.

164.Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ πληρώνει τά καλά μας ἔργα μέ ἐλε­ημοσύνη.

165. Ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών μέ ὅλη τήν δύναμι, τό ἔλεος καί τήν βοήθειά Του γιά τόν καθένα πού Τόν ἀναζητεῖ.

166. Ὁ Θεός μᾶς φροντίζει σ᾿ ὅλες τίς θλίψεις καί δοκιμασίες τῆς ζωῆς μας.

167. Ὁ Θεός δέν μᾶς ζητεῖ θαύματα. Ἐκεῖνα τά κάνει ὁ Ἴδιος.

168. Δέν ἠμπορεῖ νά φαντασθῆ ὁ ἄνθρωπος πόσο ἀντίθετα πρά­γμα­τα ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν Θεό καί τί ἁπλᾶ πράγματα ζητεῖ ὁ Θεός ἀπό τούς ἀνθρώπους.

169. Πιστεύω ὅτι ἡ πιό παραμορφωμένη ὕπαρξι στόν νοῦ τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ Θεός.

170. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος ὁδηγεῖται μέ τούς νόμους πού φτιάχνει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁλόκληρος θά φθάση κάποτε μπροστά στόν Θεό· τότε ὅμως θά εἶναι τό τέλος τοῦ κόσμου.

171. Ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ἁπλουστεύει τήν φροντίδα τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν ἄνθρωπο.

172. Ὁ Θεός ἔκανε τό πᾶν ἐκ μέρους Του. Στήν ζωή μας αὐτή ἀκολουθεῖ ὅ,τι ἐκάναμε ἐμεῖς ἐκ μέρους μας. Οἱ ἀποφάσεις αὐτές ἤ ἡ φυγή ἀπ᾿ αὐτές ἀποφασίζουν καί τήν αἰωνιότητά μας.

173. Ἡ ὁμολογία τοῦ Θεοῦ μέ τίμημα τήν ζωή εἶναι ἡ τιμή τῆς ἀναστάσεως τῶν ἀνθρώπων ἀνάμεσα στούς ἁγίους.

 

ΤΑ ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ

174. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ ν᾿ ἀναπαυθῆ στήν μακαριότητα τῆς ἐκστάσεως, ἐάν δέν νικήση τίς ἐσωτερικές του ἀντιφάσεις καί ἀδυναμίες, τούς κακούς δελεασμούς· ἐάν δέν ἑνωθῆ καί σταθεροποιήση τήν ὕπαρξί του στό ν᾿ ἀγαπᾶ μόνο τό ἀγαθόν. Ἀλλά αὐτά δέν μποροῦν νά πραγμα­τοποιηθοῦν παρά μόνο μέ τήν μακροχρόνια ἄσκησι, μέ τήν σύγκλισι τῶν ἔργων πρός τό καλό, μέ τήν ἀκλόνητη συνήθεια γιά τήν ἐπιτέλεσι τοῦ καλοῦ. Διότι ἡ ἁπλῆ σκέψις γιά τό καλό καί ἀκόμη ἡ θέλησις γιά τό καλό, χωρίς τήν σταθερή συνήθεια - καί αὐτό γίνεται σταδιακά μέ τόν χρόνο - ὄχι μόνον εἶναι μακριά ἀπό τήν πραγματοποίησι αὐτῆς τῆς ἁρμονίας, ἑνοποιήσεως καί πνευματικῆς ἀσφαλείας, ἀλλά, ἀντιθέτως, διεγείρει τήν ροπή τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν. Ἕνας ἄνθρωπος πού παραμένει μόνο στήν θεωρία, ἄς γνωρίζει ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ἀδύνατος, αἰχμαλωτισμένος ἀπό τίς ἐσωτερικές ἀντιδράσεις του, προοδεύοντας μόνο στούς συλλογισμούς, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε φθάνουν στό ἔργο.

175. Μόλις ἕνα ἔργο στηριχθῆ σέ μία ἀπόφασι πού ἀνέβηκε στήν πλάστιγγα τῶν ταλαντεύσεων, μετά ἀπό πολλές ἐπαναλήψεις, ἐπιφέρει ἕνα ὁριστικό κέρδος σάν καρπό ἀγαθῶν συγκλίσεων. Ὁπότε ὄχι ματαίως ἐτυμολογικά ἡ ἀρετή σημαίνει ἀνδρεία.

176. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος κάνει τό καλό μέ ἁγνές προθέσεις, ὁ Θεός θά τόν ὑπερασπισθῆ.

177. Ὁ Ἰησοῦς θέλει τό καλό ἔργο νά πηγάζη φυσιολογικά ἀπό μία καλή φύσι, πού νά εἶναι ἀνιδιοτελής, ὅπως ἀναπτύσσεται ὁ κόκκος τοῦ σίτου καί ὅπως πηγάζει τό νερό ἀπό τόν βράχο, χωρίς νά ἐπηρεάζεται ἀπό τήν καλωσύνη τῶν ἀνθρώπων.

178. Τά ἔργα κράζουν δυνατά καί ἀποφασιστικά ἀπό ψηλά. Νά τά ἔχουμε σάν δῶρα καί ὄχι σάν κατάρα. Ἰδού ἡ προϋπόθεσις τοῦ τελικοῦ σκοποῦ: «μία ποίμνη, ἕνας ποιμένας».

 

 

 ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΙΣ- Η ΠΤΩΣΙΣ ΤΗΣ

179. Ἄνθρωποι εἴμεθα ὅλοι· ἄνθρωπος ὅμως μόνο σιγά-σιγά γίνεται ἕνας: αὐτός πού δέν ἐντροπιάζει τήν θεία καταγωγή του· ἐνῶ Ἄνθρωπος (μέ μεγάλο τό Α) εἶναι μόνο ὁ μονογενής Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος γιά τούς ἀνθρώπους, ἐνῶ ἦτο Θεός, ἔγινε Ἄνθρωπος.

180. Ἐγνωρίζαμε ὅτι ἔχουμε μία θεία καταγωγή, ὅτι εἴμεθα ἀθάνατοι στήν ψυχή, ὅτι εἶναι ἕνας μόνο Θεός, πνευματικός, ἀόρατος-ἐγνώριζαν αὐτά καί οἱ Δᾶκες γιά τόν θεό τους Ζαλμωξῆ πού κατοικοῦσαν στά μέρη μας-ἀλλά μέ τήν ἔλευσι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Ἀνθρώπου ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, στήν ἱστορία ἀνακαινίζεται ἐξ ὁλοκλήρου ἡ ἀνθρώπινη φύσις.

181. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσι Θεοῦ, ζοῦσε μέσα σ᾿ ὅλη τήν θαυμαστή κτίσι γιά τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἀντανακλοῦσε ἐπάνω του ὅπως ὁ ἥλιος τίς ἀκτῖνες του ἐπάνω σέ μιά σταγόνα δροσιᾶς.

Ὁ νοῦς, ἡ ἐπιθυμία, ἡ σκέψις, ἡ ἀγάπη, ἡ θέλησις ἦσαν ἑνωμένα τό ἕνα μέ τό ἄλλο καί μέ τήν ἴδια ματιά θεωροῦσαν τόν Θεό. Ἐνῶ τό σῶμα, ὄντας ἀπό τήν γῆ, μή ἔχοντας ἀπό μόνο του τήν ἐμπαθῆ ἐπιθυμία, συντροφευόταν, θά ἐλέγαμε σήμερα, μ᾿ αὐτή τήν θεία θεωρία. Αὐτό ἦτο τό ἀρχαῖο θεμέλιο στό ὁποῖο μποροῦσε νά τελειοποιηθῆ ἡ ὁμοίωσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.

182. Ὁ νοητός ἐχθρός ἔδωσε τόν πρῶτο πόλεμο μέ τόν Ἀδάμ στόν παράδεισο καί δι᾿ αὐτοῦ μέ ὅλους μας, δεδομένου ὅτι ὅλοι προερχόμεθα ἀπό τόν Ἀδάμ (Ρωμ.5,12). Εἶναι ὁ πρῶτος πόλεμος τόν ὁποῖον ἔχασε ὁ ἄνθρωπος. Τίς καταστρεπτικές του συνέπειες ὅμως δέχθηκε καί ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, χιλιάδες χρόνια στήν σειρά· καί αὐτό πού ἔκανε ὁ Ἀδάμ, τό κάνουμε κι ἐμεῖς, ὁ καθένας.  Εἶναι γνωστόν ὅτι στό μέσον μπῆκε ἡ παρακοή, ὁ ἐξευτελισμός μιᾶς ἀξίας πού δόθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό (ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής).

183. Ἰδού ὁ φαῦλος κύκλος, τόν ὁποῖον προκάλεσαν ἐπάνω στήν ἀνθρώπινη φύσι οἱ δυνάμεις καί ἐξουσίες τοῦ σκότους, πού ἐνδύθηκαν μυστικά τήν αἴσθησι τῆς φύσεώς μας καί ἀνέλαβαν  ἕνα ἔργο ἐναντίον τῆς φύσεώς μας καί ἐναντίον τῆς ὑπακοῆς πρός τόν Θεόν.

184. Ἡ πτῶσις τῆς φύσεώς μας στόν πειρασμό εἶναι τό ἴδιο μέ τήν συντριβή πού κάνει στόν ἄνθρωπο κατά μόνας. Μέ τόν παρακάτω τρόπο:

Ὁ νοῦς φθείρεται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια καί τήν κενοδοξία, πιστεύοντας στόν πειράζοντα, ὅτι θά εἶναι σάν θεός, γνωρίζοντας τό καλό καί τό κακό.

Ἡ αἴσθησις ἤ ἡ ἀγάπη πού ἐστράφη στό σῶμα καί ἄναψε ἀπό τήν ἐμπαθῆ ἐπιθυμία.

Ἡ θέλησις μέ φόβο καί ἐντροπή ἐπέστρεψε στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος αἰσθανόμενος τόν ἑαυτό του γυμνό, κρύφθηκε ἀπό τόν Θεό.

Καί, ὅταν τόν ἐκάλεσε ὁ Θεός μέ τ᾿ ὄνομά του, ὁ Ἀδάμ δέν Τόν ἔβλεπε, ἀλλά μόνο Τόν ἄκουε, ἀφοῦ ἡ ματιά τῆς συνειδήσεώς του εἶχε τώρα στραφῆ ἀπό τόν Θεό στόν ἑαυτό του, πού τόν ἔβλεπε νά εἶναι γυμνός. Συνεπῶς, ὅταν ἀνεγνώρισε τό σφάλμα του, ὁ νοῦς του ἦτο ἀδύνατος, ἡ καρδιά τραυματισμένη μέ τήν φιλαυτία ὥστε ἡ ἀρρωστημένη πλέον γνῶσι του εἶχε βγάλει τό συμπερασμα ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἔνοχος γιά τήν ἐρήμωσί του.

185. Ἀπό τότε ἡ φύσις μας εὑρίσκεται σέ διπλή ἔχθρα:

1. Ἐσωτερική ἔχθρα: μέ τόν Θεό καί μέ τόν ἑαυτό της

2.Ἐξωτερική ἔχθρα: μέ τόν συνάνθρωπο καί ὁλόκληρη τήν κτίσι.

Ἡ ἔχθρα αὐτή μᾶς ἀκολουθεῖ σάν ἕνας τιμωρητικός νόμος δοσμένος στήν φύσι μας· αὐτή σκοτίζει τήν μορφή μας ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἡ ψυχή δέν σκοτίζεται τελείως, διότι ἔχει ἀκόμη τήν συνείδησι. Σάν ἕνα ἄστρο τό ὁποῖο δέν σβήνει ἀπό τόν οὐρανό τοῦ Παραδείσου καί πάντοτε μᾶς ὁδηγεῖ τόν νοῦ στήν θεία μας καταγωγή καί μᾶς ὁδηγεῖ  σέ μία ἐσωτερική ἀναγέννησι.

186. Ἡ κακία εἶναι μία τιμωρία, ἕνας πρόωρος θάνατος, ὁ ὁποῖος βασανίζει τήν φύσι, ἀλλά δέν εἶναι θάνατος φυσικός, εἶναι μία ἀποξένωσις τῆς φύσεως. Αὐτήν τήν κακία θέλει ὁ Θεός νά τήν ἐκδιώξη ἀπό τήν φύσι μας, ἀλλά μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος καί τήν εἰσήγαγε στήν φύσι του. Ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ἀποστολή αὐτοῦ τοῦ ἔργου: «Ἰδού ἐγώ στέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων».

Φύσις διεστραμμένη καί φύσις καθαρή, πρωταρχική, ἁγνή στέκονται ἡ μία μέ τήν ἄλλη σέ ἀναφορά μπροστά σ᾿ ἕνα αμνό πού πίνει νερό σ᾿ ἕνα ποτάμι καί ἀπέναντι ἀπό τόν λόφο ἔρχεται ὁ λύκος γιά νά συλλάβη τόν ἀμνό. Εἶναι μεγάλος παραλογισμός καί ποικιλία παθῶν πού ἔχουν εἰσέλθη στήν φύσι.Τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ, πού δόθηκε καί στούς ἀμνούς (μαθητές Του) εἶναι ἡ ἀπαλλαγή τῆς φύσεως ἀπό τόν παραλογισμό, ἀπό τήν ἀγριότητα, ἀπό τήν γελοιογραφία τῆς ὑπάρξεώς μας, ἡ ὁποία ἔχει καταντήσει νά εἶναι δαιμονική.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὑπολογίζει τό πρωταρχικό ἀνυπο­λόγιστο νόημα, πού ὑπάρχει ἀκόμη στήν φύσι, ὁπότε σημαίνει ὅτι εἶναι συμπιεσμένο, ἀλλά ἱκανό νά ἐπανακερδίση τίς διαστάσεις καί τήν παραδεισένια ἀξία: Τό ὑψηλό νόημα τῆς Χάριτος. Καθώς αὐτά εἶναι ἔτσι, ἐμεῖς μένουμε στίς μαρτυρίες τῶν ἀμνῶν τοῦ Θεοῦ, στούς ἁγίους, γύρω ἀπό τούς ὁποίους τά ἄγρια ζῶα ἐνημερώνοντο.

187. Ἡ ἁμαρτία ἤ ἡ πτῶσις τῆς φύσεώς μας μᾶς ἔκανε νά χάνουμε: τήν εἰρήνη μέ τόν Θεό, τήν ἐσωτερική μας εἰρήνη, τήν εἰρήνη μέ τούς ἀνθρώπους καί τήν εἰρήνη μέ ὁλόκληρη τήν φύσι. Μᾶς ἐξαγρίωσε ἀπό πάσης πλευρᾶς ἡ ἁμαρτία τόσο πολύ ὥστε νά μᾶς «φοβᾶται»ἀκόμη καί ὁ Θεός. Ἰδού, λοιπόν γιατί καί τά ζῶα φεύγουν ἀπό τόν ἄνθρωπο.

188. Ἡ ἀνθρώπινη φύσι μας ἐξωμοιώθηκε μέ τά γνάφαλλα (ἀπορρίματα ἐρίων, μαλλιῶν προβάτων) καί τά πάθη μας μέ τήν φωτιά. Ἐάν πλησιάσης τό ἔριο στήν φωτιά ἀνάβει ἀμέσως καί καίγεται, ἔτσι καί τά πάθη μέ μία λάγνα ματιά ἀνάπτουν.

189. Δέν καταγόμεθα ἀπό τόν πίθηκο, ἀλλά βαδίζουμε μέ πηδηχτά βήματα πρός αὐτόν.

 

ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ

190. Τό κάπνισμα ἀδυνατίζει ὄχι μόνο τά πνευμόνια, ἀλλά καί τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε τήν πίστι δέν τήν βλέπεις πλέον καθαρά στήν ζωή σου.

191. Δέν κρίνω τόν ἐπισκέπτη πού καπνίζει, ἀλλά τοῦ ὑπενθυμίζω ὅτι φθείρει μέ τήν συνήθεια αὐτή: τήν σωματική του ὑγεία, τίς οἰκονομίες του καί τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς του.

 

ΟΙ ΛΟΓΙΣΜΟΙ

192. Εἶναι γνωστό ὅτι γιά νά ἐξέλθη ἕνας λογισμός ἀπό τό μυαλό κάποιου, πρέπει νά τόν σκεπάση πολλές φορές μέ τόν ἀντίθετο καλό λογισμό, γιά νά λυτρωθῆ ἀπό τήν δουλεία τοῦ ξένου λογισμοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ πιό μακρά ὁδός: ἀπό τά αὐτιά στήν καρδιά.

193. Οἱ ἀνεξομολόγητοι ἐμπαθεῖς λογισμοί ἤ ἁπλᾶ, ὅσοι λέγονται στούς ἄλλους, ἔχουν τήν ἰδιότητα νά ἐνισχύωνται καί νά γίνωνται σχοινιά, ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, καί τραβοῦν τόν νοῦ στήν συγκατάθεσι καί στό ἔργο, πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι ἁμαρτία.

194. Ἁμαρτία εἶναι: Ἠθική συντριβή τῆς ψυχῆς ἐξ αἰτίας ἑνός κακοῦ λογισμοῦ. Γι᾿ αὐτό ὅλοι οἱ λογισμοί χρειάζεται νά ἐξομολογοῦνται πρίν γιγαντωθοῦν μέσα στήν ψυχή κιαί νικήσουν τόν νοῦ. Ὅταν λέγωνται χάνουν τήν δύναμι νά βασανίζουν τήν ψυχή καί νά κυριαρχοῦν στόν νοῦ.

195. Καί οἱ ἀγαθοί λογισμοί πρέπει νά  ἐλέγχωνται μέ μία ἄλλη συνείδησι, πιό διαυγῆ. Ὁ ἔλεγχος ὅλων τῶν λογισμῶν εἶναι νόμος στήν καλογερική ζωή. Μή ἐρωτᾶς τί εἶναι καλό καί τί δέν εἶναι, διότι μόνος σου δέν ἠμπορεῖς νά διαφυλαχθῆς ἀπό τίς σαΐτες τῆς κενοδοξίας.

196. Οἱ λογισμοί ὅσο «τρελλοί» καί νά εἶναι, ἀκόμη δέν ἀποτελοῦν ἦττα καί ἁμαρτία, μέχρις ὅτου εἰσέλθουν καί βασανίζουν τόν νοῦ. Ἡ ἁμαρτία ἀρχίζει μέ τήν ἐμφάνισι τοῦ ἔργου καί μάλιστα τοῦ ἰδωτικοῦ-προσωπικοῦ ἔργου.

197. Ὅλα τά πάθη ἤ τά ἀντίθετα μέ τήν φύσι μας ἔργα ἐμφανί­ζονται πρῶτα-πρῶτα στόν νοῦ, στό λεπτότερο μέρος τῆς ἀοράτου νοερᾶς μας οὐσίας. Ἐδῶ ἔρχονται μέ τήν μορφή ἤ τήν σκέψι τοῦ κόσμου καί στέκονται σάν ἕνα δόλωμα. Ἐάν ὁ νοῦς εἶναι ἄπειρος καί ἀνάγωγος στήν ἀντιμετώπισι τοῦ ξένου λογισμοῦ, σάν ἕνας ἀθῶος ἀμνός, βλέπει τόν λύκο καί πηγαίνει κοντά του, νομίζοντας ὅτι εἶναι πρόβατο. Ἐάν ὁ λύκος εἶναι καί πονηρός, ἐνδύεται τό δέρμα προβάτου καί ὁ δυστυχής ἀμνός μή ἔχοντας μυρουδιά προβάτου γύρω του, τρέχει παντοῦ χοροπηδώντας, ὁπότε καί ἁρπάζεται ἀπό τόν λύκο καί μεταφέρεται στήν φωλιά του γιά νόστιμη τροφή.

198. Ἡ πρώτη συνάντησις νοῦ καί διαβόλου γίνεται μέ ἕνα ἁπλό δόλωμα, τό ὁποῖον πετᾶ ὁ διάβολος στό μάτι τοῦ νοῦ. Ἐάν ὁ νοῦς δέν ἀντιλαμβάνεται ἀμέσως τό δόλωμα, ὁ ἐχθρός στέκεται μαζί του, τοῦ φανερώνεται πιό λαμπερά, γιά νά τόν κάνη νά τόν ἀγαπήση. Αὐτή εἶναι ἡ δεύτερη ἔφοδος τοῦ πολέμου. Ἐάν στήν φάσι αὐτή κατώρθωσε νά κλέψη τόν νοῦ μέ τό δόλωμα καί νά τόν κάνη νά συνομιλῆ μαζί του, τότε ἔχουμε τήν συμπλοκή στόν πόλεμο.

Ὁ νοῦς ὅμως ἐγείρεται, διότι αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό ξένο λογισμό καί εὑρίσκεται μέσα του κάποιος ἄλλος καί ὄχι ἡ κατάστασις πού εἶχε ἀπό τήν φύσι του. Ὅταν ἀντιληφθῆ ὁ ἴδιος ὁ νοῦς τήν φρικτή φάσι πού εὑρίσκεται, τότε ἔχουμε τήν μάχη τοῦ λογισμοῦ σέ μία ἀποφασιστική στιγμή. Φαίνεται ὅτι ὁ νοῦς σύρεται μακριά ἀπό τό δόλωμα καί, θά ἠμπορέση πάλι νά ἐπιστρέψη στόν ἑαυτό του; Ἐδῶ ἡ μάχη καί οἱ στιγμές εἶναι κρίσιμες καί τίς περισσότερες φορές ὁλόκληρη ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἤ τό πλεῖστον τῶν ἀνθρώπων ἐπικρέμανται ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἀόρατο πόλεμο. Ἐάν καθυστερήσουμε νά πολεμήσουμε, μπορεῖ ξαφνικά νά κυριευθῆ ὁ νοῦς μας ἀπό τήν ἐπιθυμία, διά τῆς ὁποίας μᾶς συλλαμβάνει ἐξ ὁλοκλήρου ὁ νοητός ἐχθρός. Στήν συνέχεια ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει νά δώση τήν μάχη γρήγορα καί σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ.

199. Ἀκόμη κι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι γνωστός ὁ πόλεμος τῶν λογισμῶν γιά τόν ὁποῖον γράφει ὁ Δαβίδ: «Θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαίπωρος, μακάριος ὅς ἀνταποδώσει σοι τό ἀνταπόδομά σου, ὅ ἀνταπέδωκας ἡμῖν· μακάριος ὅς κρατήσει καί ἐδαφιεῖ τά νήπιά σου πρός τήν πέτρα» (Ψαλμ.136,8). Οἱ παντός εἴδους κακοί λογισμοί , οἱ φαντασίες, τά δελεάσματα εἶναι τά νήπια τῆς Βαβυλῶνος ἤ οἱ μικροί δαίμονες, ὅπως τούς ὀνομάζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἐνῶ πέτρα εἶναι ὁ Χριστός ἤ ἡ πίστις σ᾿ Αὐτόν, πού εἶναι τό θεμέλιο τοῦ φρουρίου τῆς ψυχῆς, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, τόν ὁποῖον οἱ κτίστες (οἱ ἐπίσημοι ἑβραῖοι) ἐκείνου τοῦ καιροῦ δέν τόν ἐγνώρισαν (Ματ.22,42). Μέ τήν πέτρα αὐτή πρέπει νά κτυπήσουμε τά βαβυλωνιακά νήπια...Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει ὅτι δέν ὑπάρχει πιό ἰσχυρό ὅπλο στόν οὐρανό καί στήν γῆ, ἀπό τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Ὁ οὐρανός εἶναι ὁ νοῦς καί ἡ γῆ εἶναι ἡ καρδιά στήν ὁποία πρέπει νά ἐπαναλαμβάνεται ἀκατάπαυστα τό πανάγιο ὄνομα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό», στρέφοντας τό ὅπλο αὐτό πάντοτε ἐναντίον τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ.

200. Οἱ φαντασίες τῶν λογισμῶν νά μήν ἀπελπίζουν τούς ἀρχαρίους στόν ἀγῶνα αὐτόν. Ὅλη ἡ προσπάθειά τους θά εἶναι νά μή  δέχωνται καί συνομιλοῦν μέ τούς λογισμούς. Ἐάν δέν ἔχουν λογισμούς, ἄς μή πιστεύουν ὅτι σταμάτησαν νά τούς κτυποῦν οἱ ἄνεμοι· ὅμως μέ τήν θεία βοήθεια ἔρχονται καί περίοδοι εἰρηνικές.

201. Μακάριος εἶναι αὐτός πού πολεμεῖ ἀδιάκοπα μέ τούς λογισμούς  του, τραυματίζοντάς τους ἐπάνω στόν ἀκρογωνιαῖο Λίθο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεώς του, πού εἶναι ὁ Χριστός.

 

ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

202. Συγχωρῶντας, ἀπαλάσσεσαι  γι᾿ αὐτό πού ζητεῖς ἤ δίνεις συγχώρησι. Ὅταν συγχωρῆς τόν ἄλλον, εἰρηνεύεις πρῶτος ἐσύ ἀπό τόν λογισμό τοῦ μίσους καί τῆς ἀντιπαθείας. Ἡ κρίσις αὐτή σέ γλυτώνει ἀπό τήν μέλλουσα κρίσι.

203. Ἡ συγχώρησίς μας ἀπό τόν Θεό ἐξαρτᾶται βασικά ἀπό ἐμᾶς. Ὁ Θεός ἁγιάζει γιά χάριν μας τήν ἀπόφασί μας γιά εἰρήνευσι τῶν ἄλλων. Στήν περίπτωσι πού ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε, ἡ προσευχή μας ἐπιστρέφει στά ὀπίσω, τά ἔργα μας γίνονατι ἐγωϊστικά καί σημαίνει κἄπως ἔτσι: Κύριε, μή μᾶς συγχωρῆς, διότι καί ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε τούς ἄλλους!

 

ΙΗΣΟΥΣ- ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ

204. Γιά ἐμᾶς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς καί τῆς ἱστορίας·  τό στήριγμά της στούς πειρασμούς καί στίς φουρτοῦνες διά μέσου τῶν αἰώνων. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τό πρότυπό μας, ἡ αὐθεντικότητά μας, ἀλλά περισσότερο ἀπ᾿ αὐτά ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Φίλος μας, ὁ μοναδικός μας Φίλος, ὁ Ὁποῖος παραμένει πιστός καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Καί ἀκόμη: Εἶναι ἡ Ἁγία Κοινωνία μας. Εἶναι ἡ μεταφυσική μας πεῖνα.

205. Ὁ Ἰησοῦς διαμορφώνει μέσα μας τόν πνευματικό ἄνθρωπο. Ὁ Ἰησοῦς ἐνσωματώθηκε στήν ἀνθρώπινη φύσι μας καί γι᾿ αὐτό εἶναι πάντοτε ζωντανός. Ἔρχεται σάν ὑπέρτατη φύσις καί εἶναι ζῶν ἀνάμεσά μας, σάν φύσις ὑπέρτατη πού ἔχει τήν δυνατότητα τῆς ἀτελειώτου τελειότητος.

«Δέν γνωρίζετε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀνάμεσά σας; Ἐκτός καί εἶσθε χριστιανοί ἄξιοι ἀποδοκιμασίας» (Πρβλ.Β΄Κορ.13,5). Δέν ζῶ πλέον ἐγώ, ἀλλά ζῆ ὁ Χριστός μέσα μου. Γιά ἐσᾶς, παιδιά μου ζῶ τούς πόνους καί τίς ὠδίνες μιᾶς μητέρας, μέχρις ὅτου μορφωθῆ ὁ Χριστός μέσα σας» (Πρβλ.Γαλ.4,19). Συνεπῶς, ὅπως λέγει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας: «Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο νά μάθη πῶς μπορεῖ νά γίνη ὁ ἄνθρωπος Θεός». Αὐτός εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος, ἡ νέα κτίσις, ὁ ἄνωθεν γεννημένος ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς μέ τήν ἀνταύγεια τῆς αἰωνιότητος, μωλωπισμένος στήν ἐξωτερική του μορφή καί ἁπλός σ᾿ ὅλη τήν ὕπαρξί Του. Ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ οὐρανοῦ καί συνενώθηκε μέ τήν θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύσις του, γι᾿ αὐτό Αὐτός ἐπιβάλλεται σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί σ᾿ ὅλους τούς αἰῶνες, τόσο πολύ, ὅσο θά ἤθελε νά τούς ἑνώση καί σώση ὅλους κάτω ἀπό τήν δική του πατρική ἀγκάλη.

Ὁ Ἰησοῦς ζητεῖ ἀπό τήν ἱστορία τήν ἀπόφασι τῆς ὑπάρξεώς Του. Ἀλλά ἡ ἱστορία ἀποδείχθηκε ἀδύνατη ἀπό τίς πρῶτες κιόλας ἡμέρες της. Ἔτσι παρέμεινε καί ἀκόμη παραμένει. Μέ τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς συνυφάνθηκε τρόπον τινά μέ τόν ἀνθρώπινο προορισμό, καί μέ τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀποφασίση τί θά κάνη μέ τόν Ἰησοῦ, ἐξηγεῖται γιατί ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τόσο ταραγμένη καί ἡ αἰωνιότης του ἀκροβολισμένη καί δαγκωμένη ἀπό τά φίδια τῶν εἰδώλων καί τῶν αἱρετικῶν. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί γιά τόν Ἰησοῦ οἱ ἄνθρωποι ἀγαπήθηκαν καί μισήθηκαν, κατασφάχθηκαν, διότι ἐγνώριζαν τίς ἀκρότητες τοῦ πάθους καί τῆς θυσίας. Ἀπ᾿ Αὐτόν κρέμεται ἡ ρόδα τῆς συνειδήσεως, τοῦ ὡραίου καί τῆς πλάνης. Αὐτός εἶναι ἡ ἐσωτερική δύναμις, τήν ὁποία ἡ δύναμις τῶν αἰώνων δέν ἠμπόρεσε νά καταβάλλη. Ἡ ἐνθύμησίς Του προέρχεται ἀπό τήν πανταχοῦ παρουσία Του, ἀπό τούς τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχολῶν, ἀπό τίς κορυφές τῶν καμπαναριῶν, ἀπό ὅλους τούς δρόμους, ὅπου ὑπάρχουν προσκυνητάρια, ἀπό τίς κορυφές τῶν κρεββατιῶν, ὅπου κρέμονται εἰκόνες Του καί ἀπό τά μνήματα τῶν Χριστιανῶν μας. Καταστρέψτε τά παράθυρα μιᾶς ἐκκλησίας, ἁρπάξετε τίς εἰκόνες τοῦ Βήματος καί τοῦ κυρίως ναοῦ!  Ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ συνεχίζεται νά ὑπάρχη στά μουσεῖα καί στίς βιβλιοθῆκες. Βάλτε φωτιά στά ἱερατικά βιβλία, στά Ὡρολόγια, στά Προσευχητάρια. Θά σᾶς ἀποκαλυφθῆ ὁ Ἴδιος καί ὅλα τά λόγια Του στά λογοτεχνικά βιβλία, ἀκόμη καί αὐτοί πού Τόν βλασφημοῦν, δέν κάνουν τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά Τόν ὁμολογοῦν, χωρίς νά ἐπιθυμοῦν τήν παρουσία Του.

Ὁ ἀντίλαλος ὅλων τῶν Ρωμαίων, ἐξουσιαστῶν ὅλου τοῦ τότε κόσμου, ἔπαυσε κάποτε καί ποιός σκέπτεται νά πεθάνη γιά τήν φήμη τῶν ἀποθανόντων; Τριγύρω τους γινόταν μεγάλη φασαρία ἀπό πολλούς, ὅπως καί γύρω ἀπό τόν Ἰησοῦ· ἀλλά μετά ἀπό χιλιάδες χρόνια, μόνο πέριξ τοῦ Ἰησοῦ, ἐναποθέτουν οἱ ἄνθρωποι τό πρόβλημά τους καί σήμερα, προσφέρουν τήν ζωή τους μέχρι θανάτου, ὅπως ἐκεῖνες τίς πρῶτες ἡμέρες.

Καί σήμερα, ὅπως καί τήν ἡμέρα τῆς Γεννήσεώς Του, μερικοί Τόν ἀγαποῦν  καί ἄλλοι Τόν μισοῦν. Οἱ ἄνθρωποι ἀσκοῦνται οἱ ἴδιοι σ᾿ ἕνα πάθος γιά τό Πάθος Του, ἐνῶ ἄλλοι σ᾿ ἕνα πάθος γιά τήν ἀγάπη Του. Μερικοί εἶναι στόν δρόμο συναντήσεως μέ τόν Ἰησοῦ, ἐνῶ ἄλλοι ζοῦν χωρίς προορισμό, χωρίς νόημα. Συνεπῶς, ἐάν ἡ ἐρώτησις: Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς; Διαδόθηκε στούς αἰῶνες καί ζητεῖ ἀπό τήν κάθε ἀνθρώπινη γενεά μία σταθερή ἀπάντησι, ἐμεῖς δέν ἠμποροῦμε ν᾿ ἀπαντήσουμε παρά μόνο μέ μία φωνή μέ τόν Πατέρα καί μέ τούς ἀγγέλους, μέ μία στεντορεία φωνή δύο χιλιάδων χρόνων Χριστιανισμοῦ: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου». Ὁ παντοτεινός χαιρετισμός τοῦ κάθε Θωμᾶ, ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀμφιβολία γιά τήν θεία βεβαιότητα.

Ἐάν κάποιος ἔφθασε στήν βεβαιότητα αὐτή καί μπορεῖ νά τήν καλύψη μέ τήν ζωή του, σέ ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἡ γέννησις τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξε τήν Ὁδό τῆς αἰωνιότητος, ἐνῶ ἀκόμη ἦτό ὁ Ἴδιος στήν ζωή αὐτή. Μέ τόν Ἰησοῦ ἐξηγεῖται ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου καί ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.

Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς; Ἐρώτησε ὁ Ἡρώδης  τούς τρεῖς μάγους καί, ἀφοῦ ἔμαθε, ποιός εἶναι, ἑτοιμάσθηκε νά Τόν τιμωρήση διά θανάτου, πιστεύοντας ὅτι, σκοτώνοντας τίς 14.000 νήπια, θά εἶναι μέσα καί τό Βρέφος Ἰησοῦς. Ἐρωτήθηκε καί ὁ Ἡρώδης ὁ Τετράρχης, ὁ ὁποῖος ἀκούοντας ὅλα, ὅσα ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, δέν κατανόησε ποιός εἶναι γιά νά πιστεύση σ᾿ Αὐτόν.

Ἐρωτοῦσαν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, διότι ἐσκανδαλίζοντο ἀπό τούς λόγους μέ τούς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπεστόμωνε. Καί ἐρωτοῦσαν: Ποιός εἶναι Αὐτός πού μπορεῖ νά συγχωρῆ ἁμαρτίες;

Ἐρωτήθηκαν ἀπό τόν Ἰησοῦ καί οἱ Ἀπόστολοι ποιός εἶναι Αὐτός πού ἀκολουθοῦν γιά νά λάβουν τήν ἀπάντησι ἀπ᾿ Αὐτόν πού τόν ὑπακούουν οἱ ἀέρες καί ἡ θάλασσα.

Καί ἐρωτήθηκε μιά ὁλόκληρη σειρά ἀπό ἔκθαμβους ἀνθρώπους.

Ἐρωτήθηκε ἡ ἀνθρώπινη ἐξουσία.

Ἐρωτήθηκε ὅλη ἡ ἀλαζονεία τοῦ νοῦ τῶν ἀνθρώπων.

Ἐρωτήθηκε ὅλη ἡ ἀπιστία.

Ὅλοι αὐτοί Τόν ἐξεδίωξαν, Τόν ἐτιμώρησαν καί Τόν ἐθανάτωσαν καί αὐτό συμβαίνει πάντοτε στήν ἱστορία. Ποιός εἶναι γιά ἐμᾶς ὁ Ἰησοῦς;

Τούς συγχρόνους ἀνθρώπους τοῦ Ἰησοῦ τούς κατανοοῦμε ὅτι ἦτο δύσκολο νά Τόν πιστεύσουν γιά Θεό. Ἀλλά, μετά τήν ἀπόδειξι τῆς Ἀναστάσεώς Του, μετά τήν ἀπόδειξι τῆς θεότητός Του, μετά τήν ὑπερφυσική ἐμφάνισι τῆς φύσεώς Του, διά τῆς διαρρήξεως τῶν κλειδωμένων θυρῶν, ἡ μετά πολλῶν ἀνθρώπων ἐπικοινωνία Του, μετά τήν Ἀνάστασί Του, ὅπως μᾶς ἀφηγοῦνται οἱ Ἀπόστολοι καί ἄλλοι διά μέσου τῶν αἰώνων, δέν θά πρέπει πλέον νά μένουμε χωρίς ἀπάντησι.

Οἱ θεολογικές ἀπαντήσεις εἶναι ἐπιστήμη.

Ἀλλά ἐδῶ, γιά ἐμᾶς, ὁ Ἰησοῦς εἶναι τό νόημα τῆς ζωῆς μας καί στούς πειρασμούς καί στίς δοκιμασίες μας. Εἶναι τό πρωτότυπό μας, ὁ αὐθεντικός μας ἄνθρωπος μέ ἑνωμένη μαζί Του τήν θεότητά Του.

Ὁ Βασιλεύς ὁ Ἴδιος γίνεται ὑπηρέτης σ᾿ αὐτούς πού Τόν ἐπερίμεναν μέ ὅλη τήν ὕπαρξί τους. Ὁπότε αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς: Ὁ λειτουργός Βασιλεύς τοῦ ἀνθρωπίνου προορισμοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ἐπανέφερε τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς μας πάλι στήν Χώρα τῆς Ἐδέμ, πρό τῆς πτώσεώς μας.

Τότε θά ἀναπαυθῆ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἀγωνία καί ταραχή της.

Μέχρις ἑνός βαθμοῦ ἡσυχάζει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί μέχρι τότε: ἄς γνωρίζουμε αὐτά μέ ἀκρίβεια.

Ἰδού μία λαμπάδα (ἡ μερική γνῶσις τοῦ Ἰησοῦ) μέχρις ὅτου ἔλθη τό Φῶς.

 

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ

206. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής μᾶς ἐπεξηγεῖ: Ὁ Χριστός διά τοῦ Σταυροῦ καί διά τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος μᾶς ἀπηλευθέρωσε ἀπό κάθε βία καί ἔκλεισε τήν ὁδό τῶν λογισμῶν νά κατεβαίνουν στήν  καρδιά. Ἔτσι, ἐπειδή μερικά ἀπ᾿ αὐτά μᾶς εἶναι μισητά, ἀμέσως τά διώχνουμε, ἐνῶ ἄλλοτε μᾶς εἶναι ἀγαπητά, καί στό μέτρο τό ὁποῖο τά ἀγαποῦμε, παραμένουν μέσα μας καί ἔτσι ἀποδεικνύεται καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος συγκεκριμένα ἀγαπᾶ: Τούς κόπους γιά χάριν τῆς Χάριτος ἤ τούς λογισμούς χάριν τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπολαύσεων.

207.  Οἱ δοκιμασίες καί ἀναταραχές στήν ζωή μας ἔχουν κι αὐτές ἕνα σκοπό στήν ζωή μας: Μᾶς προκαλοῦν στήν ἀναζήτησι τοῦ νοήματος πού ἔχουμε γιά τόν Θεό, σάν τό ἔσχατο καί αἰώνιο ἔρεισμα τῆς ἡσυχίας, ἐνῶ ἀπό τό ἄλλο μέρος μᾶς ὁδηγοῦν στήν γνωριμία τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ μας, σάν πράξεις πού μᾶς ἀναγεννοῦν ἐν Χριστῷ καί μᾶς βοηθοῦν νά φθάσουμε στήν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος.

208. Ὅσο καιρό βαδίζουμε στό θέλημά μας, στό θέλημα τῆς κλονισμένης φύσεώς μας πρός τήν ἁμαρτία, δέν ἔχουμε κανένα πόλεμο, δέν ἐνοχλούμεθα ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ (Β΄Τιμ.2,26). Μένουμε μέ τήν ἐντύπωσι ὅτι ἀκολουθοῦμε τήν ἀληθινή μας πίστι, κατορθώνουμε νά ζοῦμε καθημερινά μέ εὐτυχία καί κατεβαίνουμε μέ εἰρήνη, στό τέλος , καί στόν ἄδη! Ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη μεριά μαθαίνουμε τί δωρεές πνευματικές ἔχουμε καί ἀνησυχοῦμε γιά τό πῶς πρέπει νά εἴμεθα, οἱ δυνάμεις τοῦ ἄδου θά σκιρτήσουν ἀπό χαρά νά μᾶς ζητήσουν λογαριασμό γιά ἀνυποταξία. Ἀλλά δέν θά χοροπηδήσουν μέ ὅλη τήν μανία τῆς κακίας τους, διότι δέν τούς ἀφήνει ὁ Θεός, ἀλλά μέ πονηριές καί παγίδες, μέ ψευτιές καί φοβέρες καί μέ ἀπερίγραπτες φασαρίες. Ἀπό τό ἄλλο μέρος θά ὠφεληθοῦν ἀπό τίς μεθοδεῖες τους (Ἰωάν.8,44) οἱ ἄνθρωποι πού πληγώνονται ἀπ᾿ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι θά θέλουν νά κάνουν ὅλα, ὅσα τούς διδάσκουν οἱ δαίμονες-ἐάν εἶναι δυνατόν μετά ἀπ᾿ αὐτούς. Γι᾿ αὐτό λέγει καί ὁ σοφός Σειράχ: «Τέκνον, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν τῷ Θεῷ, ἑτοίμασον τήν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν» (Σοφία Σειράχ 2,1).

209. Λέγει ἕνας ἅγιος πατήρ: Ἀπομάκρυνε τούς πειρασμούς καί ἀμέσως κανείς πλέον δέν ἠμπορῆ νά σώζεται». Ὁ πόλεμος τῶν πειρα­σμῶν εἶναι φωτιά, ἡ ὁποία μᾶς ξεκαθαρίζει τί εἴμεθα ὁ καθένας: Ξύλο, πέτρα, χαλκός, ἄχυρο, ἀκατέργαστο μαλλί ἤ «γῆ καί σποδός»(Γέν.18,27), ἤ χρυσός ταπεινώσεως, πού εἶναι τό ἔνδυμα τοῦ Θεοῦ;

210.Ὁ πνευματικός πόλεμος ὁμοιάζει κἄπως μέ τόν πόλεμο τοῦ κόσμου. Καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος διεξάγονται σ᾿ αὐτή τήν ζωή. Μόνον οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες καί κάθε εἶδος στενοχώριες τοῦ ἀοράτου αὐτοῦ πολέμου  ἐπιτυγχάνουν νά μᾶς ἀμβλύνουν τήν ἐπιθυμία γιά τίς χαρές αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί νά μᾶς φέρουν σ᾿ ἕνα εἶδος θανάτου, ἐνώπιον τοῦ κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖον  μόνο ἡ μεγάλη ταπείνωσις καί ἡ ἀδιάκοπη προσευχή μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν.

211. Ἐάν ὁ νοῦς κλίνει πρός κάποιο κοσμικό δόλωμα καί σέ πονηρή συμβουλή, θά κλονίση τήν ἰσορροπία τῆς ἐπιλογῆς ἐλευθερίας πρός τό δόλωμα καί τήν ξένη συμβουλή. Ἔτσι ἀνοίγεται ρωγμή στό φρούριο καί ὁρμοῦν οἱ χείμαρροι τοῦ ἐχθροῦ, οἱ ὁποῖοι στέκονται κρυμμένοι ἔξω. Καί γρήγορα ἀκολουθεῖ ἡ ἐλεεινή ἐρήμωσις τοῦ φρουρίου τῆς ψυχῆς: ἡ ἐκπλήρωσις μέ τό ἔργο καί ἡ ἐπανάληψις αὐτοῦ τοῦ ἔργου πολλές φορές, μέχρι νά φθάση στήν συνήθεια.

212. Ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτή ἡ ἐρήμωσις τῆς ψυχῆς; Ἀπό τήν στιγμή πού μένει ὁ νοῦς μόνος, χωρίς τόν Θεό, ὁπότε ὁ ἐχθρός τόν ἁρπάζει ἀπό τόν λαιμό παρουσιάζοντας μέ τέχνη τό δόλωμα ἑνός ἔργου αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου. Ὁ ἐχθρός διάβολος πειράζει μέ τό δόλωμα τῶν ἀπολαύσεων κάθε ἄνθρωπο, τόν ὁποῖον μετά ὁδηγεῖ στό πάθος, στό ὁποῖον καί τόν αἰχμαλωτίζει, διότι ἡ κλίσις πρός τό πάθος ἔχει ἤδη γίνει μεγαλύτερη. Αὐτός πού σωματικά ὑποτάχθηκε στήν ἀκολασία, πού ὑπέκυψε στούς λογισμούς του, ἀκολούθησε τήν σοφία αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος (Α΄Κορ.1,20), ὅπου πολλοί ἄνθρωποι ἐπλανήθησαν ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί πολύ ὀλίγοι ἐπέστρεψαν. Ὑπάρχουν καί ἄλλοι πού χαίρονται νά διαβάζουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά, εἶναι γνωστό, ὅτι πολλοί ταξιδιῶτες αὐτῆς τῆς ζωῆς στίς ἡμέρες μας, θά πᾶνε μέ τήν Βίβλο στό χέρι στήν κόλασι. Ὅλοι αὐτοί βαδίζουν σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τους, ὁποιουδήποτε εἴδους εἶναι αὐτές, δέν θά λυτρωθοῦν ἀπό τούς κινδύνους, διότι κάτω ἀπό κάθε ἀπόλαυσι τοῦ βίου, κρύβεται καί ἕνα φίδι.

213. Ὁ πονηρός διαθέτει δύο εἰδῶν δολώματα, σύμφωνα μέ τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία κλίνει εἴτε πρός ἀπώλεια, εἴτε πρός σωτηρίαν. Εἶναι καί ὁ «πειρασμός τῆς σωτηρίας», στόν ὁποῖον ἔπεσαν πολλοί πλανεμένοι, λέγοντας ὅτι θά σωθοῦν, ὅταν ὅμως δέν ἐπιτελοῦν μέ ζῆλο καί σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ τά ἔργα τους, Ὁπότε δέν ἀγωνίζονται σωστά. Ὑπάρχει καί ὁ «πειρασμός τοῦ ἁγιασμοῦ», ὁ ὁποῖος εἶναι πειρασμός γιά ἱεραποστολή δῆθεν ἀπό τόν Θεό, ὅπως εἶναι καί ὁ πειρασμός τοῦ μαρτυρίου. Σ᾿ ὅλους αὐτούς τούς πειρασμούς πίπτουν αὐτοί πού ἀποφεύγουν τόν κόπο, τά στενά μονοπάτια καί λέγουν ὅτι δέν ἔχουν τίποτε νά κάνουν, παρά μόνο νά πιστεύουν καί νά ὑπολογίζουν μόνοι τους ὅτι ἔφθασαν σέ μέτρα ἁγιασμοῦ, ἱεραποστολικῶν ἔργων, μαρτυρίου καί ἄλλων φαντασιῶν τοῦ πλανεμένου νοῦ τους.

214. Μερικοί ἄλλοι μέ συνεπαρμένα τά μυαλά τους, εἴτε ἀπό τήν φύσι τους, εἴτε ἀπό ἀσθένειές τους, μή ἔχοντας τήν δυνατότητα διακρίσεως, κράζουν ἐγκαρδίως μέσῳ τῶν ὑπερφυσικῶν, ὅπως νομίζουν, χαρισμάτων τους, ἐκδηλώνοντας ὄχι κάποια ἀρετή τους, ἀλλά τήν φιλαυτία τους. Ἔχοντας αὐτή τήν παράλογη ἀγάπη, τήν ὁποίαν θέλουν νά τιμήσουν μέ ὑπερφυσικές δωρεές, ὁ Θεός ἐπιτρέπει στό πονηρό πνεῦμα νά τούς πληγώση κατάβαθα (Β΄Θεσ.2,11), διότι τολμοῦν νά πλησιάσουν τόν Θεό, ἐνῶ εἶναι ἀκάθαρτοι στήν καρδιά. Γι᾿ αὐτό, γιά τήν τόλμη τους αὐτή, παραχωρεῖται νά ἔλθη ὁ διάβολος καί νά τούς παιδεύση. Ἔτσι, ὅταν κρέμεται ἀπό τόν Θεό μία τέτοια παίδευσις γιά τόν ὁποιονδήποτε, τόν ἐπισκέπτεται ὁ σατανᾶς παίρνοντας τήν ἀπατηλή μορφή τοῦ Χριστοῦ καί ὁμιλῶντας μέ μεγάλη πραότητα, τοῦ βροντοφωνεῖ ἕνα ἔπαινο, μέ τόν ὁποῖον τόν κερδίζει ἀστραπιαῖα καί ἴσως γιά πάντα, σάν ἐκεῖνον πού τόν συνήντησε σέ στενή ὁδό (Ματ.7,14) καί μέ βάσανα τόν φέρνει στήν Βασιλεία ὅπου θά εὕρη τίς «πνευματικές ἀπολαύσεις».Ἰδού πῶς τόν ἔχει συλλάβει μέ τό δόλωμα ἀπό τόν λαιμό! Ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς, μετά τήν συγκεκριμένη σχολή τῆς πλάνης, ὅπου ἤδη ἐφοίτησε, ὅταν θά κερδίση τελείως τήν ἐμπιστοσύνη του καί θά ἐνισχυθῆ, μέ κατάλληλα προαγγελτικά σημεῖα τόν ὁδηγεῖ στό νά ἔχη ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του καί στόν ἰδικό του τόν Χριστό, ὥστε καί θάνατος τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπέλθη, γιά τόν ὁποῖον θά πιστεύη ὅτι εἶναι θεμελιωμένος ἐπάνω στήν Ἁγία Γραφή.

215. Ἀγαπώντας τό κακό καί τήν νοοτροπία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐπιτρέπουμε νά μπῆ μέσα αὐτό φρούριο τῆς ψυχῆς μας ὁ διάβολος καί νά μᾶς σβήση μέ τήν κακία του, τό φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅταν ὅμως ἰδῆ ὁ διάβολος ὅτι δέν ἠμπορεῖ μέ τίς τέχνες του αὐτές νά πνίξη τόν ἄνθρωπο, πηδᾶ ἀπό ἄλλη κατεύθυνσι μέσα, ἀπό τά δεξιά ζητῶντας νά τόν ἐξαπατήση καί ὁ ἄνθρωπος νά τόν ἐμπιστευθῆ τελείως. Τοῦ σφυρίζει στ᾿ αὐτιά ἕνα ἔπαινο, γιά τήν πληρότητα τῆς πίστεώς του πρός τόν Χριστό καί τῆς ἐναρέτου πολιτείας του καί τόν προτρέπει, χωρίς ἐρωτήσεις στούς ἄλλους καί χωρίς δισταγμούς νά ἐπιχειρήση καί αὐτό τό ἔργο πού τόν παρακινεῖ νά κάνη. Τόν ἕνα τόν διεγείρει στήν προσευχή, ἐκβιάζοντάς τον νά δεχθῆ στόν νοῦ καί στήν καρδιά μιά μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, καθ᾿ ὅσον τόν σηκώνουν γιά τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του οἱ «ἄγγελοι»! Ἤ, ἐάν ὁ σκοπευτής γιά τήν παραπλάνησί του, δέν τόν βρῆκε ἀρκετά πρόσχαρο στίς προτάσεις του, τόν πείθει νά καπνίζη, νά μεθᾶ, νά λέγη λόγια σάν νἆναι μέγας πολιτικός καί νά τοῦ λέγη ὅτι ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἁμαρτία. Τόν ἕνα τόν σαγηνεύει δείχνοντάς του ὅτι ἔχει τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ λέγει: «Γιά σένα ἀνατέλει ἀκόμη ὁ ἥλιος κάθε ἡμέρα»! Ἐπί 25 χρόνια στήν συνέχεια τόν ἐδίδαξε νά φθάση νά πιστεύη στόν ἑαυτό του ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υιός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Γραφή καί ὁ δίκαιος κριτής, ὁ ὁποῖος θά ξεχωρίση τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια καί θά θεμελιώση τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς καί ὅτι στίς ἡμέρες του θά γίνη τό τέλος καί ἡ κρίσις, ἡ ὁποία καί θά γίνη δι᾿ αὐτοῦ! (Τό γεγονός ἦτο ὅτι τό τέλος τῆς κρίσεως πού εἶδε, δέν τό εἶδε στόν ἑαυτό του, ἀλλά ἔξω γιά ὅλο τόν ἄλλο κόσμο). Καί κάθε φορά, πού τόν ἔσπρωχνε αὐτή ἡ πίστις του γι᾿ αὐτά, μετά ἀπό κάθε κατόρθωμά του, ἐγύριζε στό σπίτι του τρελλός!

 

Η ΑΓΑΠΗ

216. Τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τούς ἀνθρώπους, στίς ὁποῖες ἐπικρέμεται ὅλος ὁ νόμος καί οἱ Προφῆτες (Ματ.22,37-40) τίς ἐξεπλήρωσε, ὅσο κανείς ἄλλος, ὁ Ἰησοῦς. Ἀπ᾿ αὐτό φαίνεται πολύ καθαρά ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός καί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη (Α΄Ἰωάν.4,8). Αὐτές τίς δύο μᾶς τίς ἔδωσε σάν ἐντολές. Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο διά τοῦ ὁποίου οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ κτυποῦν τόν ἐχθρό, ὅταν κάποιος ζῆ μ᾿ αὐτές. Ἡ βίωσις αὐτῶν τῶν ἀρετῶν καίει τόν διάβολο, τόσο φοβερά, ὥστε ἐπαναστατοῦν καί οἱ δυνάμεις τοῦ ἄδου καί μ᾿ αὐτές ὑποδαυλίζει τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι νικημένοι ἀπ᾿ αὐτόν, τούς στρέφει ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ καί τῶν μαθητῶν Του.

217. Ἐάν δύο ἄνθρωποι ἀπό ἀνάμεσά σας συγκατατεθοῦν νά κάνουν μαζί ἕνα ἔργο (τήν σωτηρία τους), γιά τό ὁποῖο θά προσευχηθοῦν, ὁ Πατήρ Μου ὁ Ἐπουράνιος θά τούς τό δώση, διότι ὅπου ὑπάρχουν δύο ἤ τρεῖς συγκεντρωμένοι στό ὄνομά Μου, ἐκεῖ εἶμαι κι ἐγώ ἀνάμεσά τους (Πρβλ.Μτ.18,19-20).

Τά λόγια αὐτά, ἐκτός ἀπό τήν κατά λέξιν ἔννοιά τους, ἔχουν ἀκόμη καί τό ἑπόμενο νόημα: Ἡ γῆ εἶναι τό σῶμα καί ἰδιαίτερα ἡ καρδία· αὐτοί οἱ δύο-τρεῖς εἶναι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖες, ἐάν συμφωνήσουν ἐπί τῆς γῆς, συγκεντρωμένοι σ᾿ ἕνα λογισμό, τότε θά εἶναι καί ὁ Θεός ἀνάμεσά τους. Ἡ ἕνωσις τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς ἐπάνω στήν γῆ τῆς καρδίας, σημαίνει τήν ἀγάπη, διότι μόνο αὐτή ἑνώνει τά διεστῶτα. Ἐνῶ ἡ ἀγάπη ζητῶντας κάτι ἀπό τόν Θεό, ὁ Πατήρ ἀπαντᾶ στούς δύο-τρεῖς πού εἶναι ἐπί τῆς γῆς, χαρίζοντάς τους τήν οὐράνια ἀγάπη Του, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Υἱός Του καί ἔτσι μαθαίνουμε ἔχοντας τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀγάπη ἐν μέσῳ ἡμῶν.

218. Τό θαῦμα τῆς συνενώσεως τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ἐχθρεύεται τό φονικό ἔργο  τῆς ἁμαρτίας, πού γίνεται ὄχι μέ τίς δικές της δυνάμεις, ἀλλά στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

219. Ἡ ἀγάπη κλίνει πρός τήν ἐλευθερία, ὅπως ἡ πλάστιγγα.

220. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν.3,16). Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία ἐδημιούργησε τόν κόσμο. Ἀπό τόν καιρό ἐκεῖνο, τόσο πολύ ὑψώθηκε ὁ ὑδατοφράκτης τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὥστε ἡ ἀγάπη γεννήθηκε στόν κόσμο στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, οὐράνια φωτιά στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.

221. Ἡ ἐν Πνεύματι ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ ἐκδηλώνεται σέ τρεῖς ἡλικίες:

Στήν ἀγάπη τοῦ πλησίον σου σάν νά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός σου (Ματ. 19,19)·

Στήν ἀγάπη πού εἶναι περισσότερη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου· κι αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς (Ματ.5,44·

καί στήν ἀγάπη σάν θυσία στούς ἀνθρώπους (Ἰωάν.15,13).

Μέχρι τό μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς μας εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά φθάσουμε ὅλοι οἱ χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε τόν πόθο τῆς σωτηρίας· ἐνῶ στήν τρίτη κατηγορία τῆς ἀγάπης φθάνουν πολύ ὀλίγοι.

222. Ἡ ἀγάπη δέν ἔχει ἀνθρώπινα ὅρια, οὔτε χῶρο, οὔτε χρόνο· δέν χάνεται ποτέ, εἶναι δυνατή, ὥστε διαπερνᾶ καί πέραν τοῦ μνήματος καί φθάνει στόν Ἰησοῦ, τόν τέλειο ἐκφραστή τῆς ἀγάπης· διέρχεται μέσα ἀπό τόν ἄδη, ὁ ὁποῖος δέν ἠμπορεῖ νά σταθῆ ἐνάντιος καί φθάνει μέχρι τόν οὐρανό.

223. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἰδιότης τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ἐδημιούργησε τόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο καί ὅλη τήν κτίσι, ἡ ὁποία Τόν γνωρίζει σάν Πατέρα τῆς ἀγάπης. Ἐάν ἐξακολουθούσαμε νά μένουμε σ᾿ αὐτή τήν ἀπέραντη ἀγάπη, θ᾿ ἀντανακλοῦσε καί σ᾿ ἐμᾶς ἡ θεία καταγωγή της, πού εἴμεθα κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσι παιδιά τοῦ Πατρός· τότε θά εἴχαμε κι ἐμεῖς πλῆθος ἀπό θεῖες ἰδιότητες διά τῆς χάριτος καί ὄχι διά τῆς φύσεώς μας.

224. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πλέον κοντινή καί ἀνώτερη ὁδός ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη, γιά τήν τελείωσί μας (Α΄Κορ.12,31). Μέσῳ αὐτῆς τῆς ἀγάπης ἔχουμε μέσα μας τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

225. Ἡ φωτιά τῆς θείας ἀγάπης, πού προέρχεται ἀπό τήν Ἀγαπητή Ἀλήθεια, τόν Ἰησοῦ, ἀνάπτει καί διατηρεῖται μέσα ἀπό δοκιμασίες καί περιπέτειες.

 

ΦΙΛΑΥΤΙΑ

(Παράλογη ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας)

226. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὀνομάζει τήν φιλαυτία τό πρῶτο τέκνο τοῦ διαβόλου. Αὐτή εἶναι τό ἄλλο μέρος τοῦ δευτέρου ἐμποδίου, τό ὁποῖο ἐρεθίζει ἐμᾶς τούς ἰδίους ὁ διάβολος: Ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας σημαίνει ἀρχή ὑπερηφανείας. Ἐναντίον της μᾶς συνέστησε ὁ Σωτήρ νά εἴμεθα ἀποφασιστικοί γιά αὐταπάρνησι, λέγοντάς μας: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω στόν σταυρόν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καί ἀκολουθήτω μοι»(Λουκ.9,23). Ὅμως τήν ἄρνησι αὐτή μπορεῖ νά τήν κάνη μόνο αὐτός πού ὕψωσε τόν νοῦ του ὑψηλότερα ἀπό τήν ἀπάτη τῶν κενῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου καί ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ ὅλη τήν κοσμική ἀγάπη καί κατεύθυνε μέ ὅλη τήν δύναμί του τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό. Ἤ, μέ ἄλλα λόγια:  Αὐτόν τόν ὁποῖον ἐβοήθησε ὁ Θεός ν᾿ ἀπαλλαγῆ ἀπό τούς δεσμούς μέ τίς ἀγάπες τοῦ κόσμου, θά τόν βοηθήση ν᾿ ἀπαλλαγῆ καί  ἀπό τούς ἐσωτερικούς δεσμούς τῆς ἀγάπης πρός τόν ἑαυτό του.

227.Ἡ φιλαυτία μας εἶναι γεμάτη ἀπό ἀλαζονεία, καί μόνο, ὅταν ἀνάψη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά τήν διώξη καί νά τήν κάνη στάκτη, μέ τήν ταπείνωσι ἡ ὁποία τήν καίει σάν φωτιά.

228. Ἐμεῖς δέν ξέρουμε καλά σέ ποιούς κινδύνους μᾶς εἰσαγάγει ἡ φιλαυτία, ἀλλά ἠμποροῦμε νά συμπεράνουμε ἀπό τήν συμπεριφορά τῆς φροντίδος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη τους πρός τούς ἀνθρώπους, βοηθεῖ τήν σωτηρία μας, ἀνεχόμενος τά παθήματά μας, τίς στενοχώριες καί πικρίες πού κτυποῦν συχνά στό κεφάλι μας, μέ σκοπό νά ἀηδιάσουμε ἐμεῖς τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί νά μειωθῆ μέσα μας ἡ ἐπιθυμία γιά τίς κοσμικές γεύσεις, διότι ἀλλιῶς δέν ἠμποροῦμε νά θανατώσουμε τόν παλαιό ἑαυτό μας γιά νά ἐμφανισθοῦμε καινούργιοι μπροστά στόν Θεό (Γαλ.2,19). Γι᾿ αὐτό ὅλοι οἱ Πατέρες ἀπέφευγαν τήν δόξα καί τόν ἔπαινο καί ἀγαποῦσαν τόν ὀνειδισμό καί ὅλες τίς ἀτιμίες καί περιφρονήσεις γιά νά φονεύσουν τό παιδί τοῦ διαβόλου (φιλαυτία) καί νά λάβουν ψυχικό ὄφελος ἀπό τόν Θεό.

229. Αὐτοί οἱ ὁποῖοι μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ λυτρώνονται ἀπό τούς δεσμούς τῆς ἐσωτερικῆς φιλαυτίας τους, λέγουν καί ὁμολογοῦν ὅτι αὐτοί οἱ ἴδιοι εἶναι ξένοι καί ταξιδιῶτες αὐτῆς τῆς ζωῆς (Ἑβρ.11,3). Γι᾿ αὐτό καί στενάζουμε μέσα σ᾿ αὐτό τό σῶμα γιατί ἐπιθυμοιῦμε νά ἐνδυθοῦμε ἐπάνω μας σάν ἕνα ἔνδυμα τήν κατοικία μας πού θά μᾶς δοθῆ ἀπό τόν οὐρανό» (Πρβλ.Β΄Κορ.5,2)

230. «Τό παιδί τοῦ διαβόλου», ἡ φιλαυτία μας, ὅταν γίνη ἄνδρας (ἀναπτυχθῆ σταδιακά μέσα μας) βοηθεῖται ἀπό τόν πατέρα του, τόν διάβολο μέ διάφορα ἀπατηλά ὁράματα, τά ὁποῖα «κατακρεουργοῦν» τόν νοῦ τοῦ δυστυχισμένου ἀνθρώπου, σέ τέτοιο βαθμό πού
ἡ­ ἁ­­μαρ­­τία φαίνεται θεία ἀρετή μπροστά του. Μάλιστα ἀκόμη θανατώνοντας αὐτούς πού δέν πιστεύουν σ᾿ αὐτόν, νομίζουν ὅτι προσφέρουν θυσία στόν «Θεό» (Εἶναι ὁ θεός πού τόν ἐξηπάτησε, ὁ διάβολος) (Ἀριθμοί 25,7-13).

231. Μέ τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ, ὁ σατανᾶς τούς πικραίνει καί τούς μαζεύει ὅλους αὐτούς ὀπίσω καί τούς σπρώχνει νά βαδίζουν στόν κόσμο αὐτό μέσα στήν ὁδό τῶν ἀπολαύσεων. Καί αὐτούς τούς πιάνει ἔτσι εὔκολα, διότι δέν ἀπηρνήθησαν τελείως τήν φιλαυτία τους καί τήν κάθε ἀκαθαρσία αὐτῆς τῆς ζωῆς, μετά ἀπό τόσα καί τόσα κηρύγματα τῆς Ἐκκλησίας. Τό πάθος αὐτό κάνει τόν ἄνθρωπο νά πέφτη, νά τραυματίζεται ἀπό τίς σαΐτες τῆς κενοδοξίας καί φιλοδοξίας καί νά ἐγείρεται μέ τόν νοῦ του ἐξαπατημένο καί ἀπομακρυσμένο ἀπό τήν διάκρισι τῆς ταπεινώσεως.

232. Στήν ἐπίγεια αὐτή ζωή ἐργάζεται ἡ Χάρις σ᾿ αὐτούς πού ἐπιθυμοῦν νά προοδεύσουν καί ἁγιασθοῦν στήν ἀγάπη, ἐνῶ στόν ἀποχωρισμό τους ἀπό τό σῶμα, παραμένουν στήν Βασιλεία τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία τούς τελειοποιεῖ στήν ἀγάπη. Ἐνῶ ἀντιθέτως, στήν κατάστασι τοῦ ἄδου τῆς συνειδήσεως, στήν βασιλεία χωρίς τήν θεία Χάρι, ἐργάζονται οἱ δαίμονες ἐπάνω στίς ψυχές πού τίς βασανίζουν καί προοδεύουν σ᾿ αὐτές τό μῖσος. Τό μῖσος αὐτό, τό ὁποῖο δέν ἠμπορεῖ νά κάνη τίποτε, καί εἶναι ταραχή τῆς ἐξωργισμένης ἀδυναμίας τοῦ διαβόλου, τό μῖσος τῶν δαιμόνων, μέ τό ὁποῖο βασανίζουν τίς ψυχές καί βλέπουν ὅτι δέν κατορθώνουν τίποτε, τό μῖσος αὐτό πού καίει, τό καταχθόνιο αὐτό μῖσος εἶναι ἄσβεστο πῦρ, πού δέν φωτίζει τίποτε. Οἱ ψυχές ἐκεῖνες πού πικράθηκαν ἀπό τίς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου, ἀπό τήν κενοδοξία καί ἀπό τήν ἀλαζονεία τοῦ βίου (Α΄Ἰωάν.2,16), ἐξαπατήθηκαν ἀπό τήν φιλαυτία, ἡ ὁποία τούς ἐσυμβούλευε σ᾿ ὅλες τίς ἐπιθυμίες. Καί τώρα εἶναι πνιγμένες στό μῖσος, τό ὁποῖο τούς κατακαίει καί δυναμώνει χειρότερα σάν μία μεγαλη βασιλεία τοῦ κακοῦ. Σ᾿ αὐτή τήν καταχθόνια βασιλεία τούς ὡδήγησε ἡ φιλαυτία, τό πρῶτο παιδί τοῦ διαβόλου καί ὁ πατήρ κάθε ἀπάτης καί πικρίας.

Σέ μιά τέτοια βασιλεία ἔχουν νά ὑποφέρουν ὅλοι ὅσοι δέν ἀπηλλάγησαν τελείως ἀπό τά δεσμά τῆς ἐσωτερικῆς φιλαυτίας τους, ἀλλά παρηγοροῦντο μέ ὅλες τίς ἀπολαύσεις καί κατόπιν ξαφνιάζονται μέ τήν ὑποδοχή πού τούς κάνει ὁ θάνατος, διότι ἔμειναν ἀκόμη ἄσοφοι στόν νοῦ καί ἀκάθαρτοι στήν καρδία. Ἀνεχώρησαν μέ ἐλπίδα, ἀλλά τούς ἔμεινε μόνο ἡ ἐλπίδα. Καί, ἐάν εὑρεθῆ κάποιος ἀνάμεσα στούς συγγενεῖς ἤ τούς ἀπογόνους τους, νά ἐκπληρώση γι᾿ αὐτούς τά ἔργα τῆς ἀγάπης, διότι μ᾿ αὐτά σκεπάζεται τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἐξέρχονται ἀπό τόν θάνατο, ὅπως λέγει τό βιβλίο Τωβίτ: «Ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ρύεται καί οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τό σκότος» (4,10). Ἐνῶ, ἐάν ὁ Θεός δέν εἰπεῖ στόν νοῦ κανενός νά ἐκπληρώση τήν ἐλεημοσύνη καί τήν μετάνοια γι᾿ αὐτόν πού ἀπέθανε, αὐτό εἶναι σημεῖο ὅτι δέν ἔχει στό σχέδιό Του νά βγάλη τήν ψυχή ἀπό τά βάσανα.

 

ΙΟΥΔΑΣ-ΙΟΥΔΑΙΟΙ

233. Ἡ οἰκοδομή τῆς ψυχῆς του ἦτο μία δυσαρμονία, ἕνα χάος. Γι᾿ αὐτό ὁ σατανᾶς εἰσῆλθε μέσα του.

234. Ἰούδας δέν εἶναι πλέον ἕνα πρόσωπο καί ἕνα ὄνομα. Ἀπό τώρα εἶναι μία μεγάλη δύναμις. Ἔγινε ἕνας νοῦς σατανικός. «Ὁ μεγάλος Ἰούδας». Ἰδού στούς μικρούς ἀνθρώπους μία ὁδός γιά νά φθάσουν νά γίνουν «μεγάλοι». Ἀπό τώρα ὁ Ἰούδας θά εἶναι τό πρωτότυπο ὅλων τῶν προδοτῶν.

Ὁ Ἰούδας θά ἔχη μαθητές μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι θά κάνουν τό ἴδιο ἔργο: Νά πωλοῦν, νά καταγγέλλουν, νά προδίδουν, νά παραδίνουν στόν θάνατο: γονεῖς, ἀδέλφια, ἀδελφές, συζύγους, ἱερεῖς, ἁγίους...Ὁ Ἰούδας πολλαπλασιάσθηκε. Πωλεῖ τόν Ἰησοῦ πάντοτε.

Τά παιδιά τοῦ διαβόλου πωλοῦν στόν Ἰούδα μαθητές. Καί μέ ποσά ἀσήμαντα, ἐπειδή ὑπάρχουν πολλοί...

 

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

235. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔχει δύο ἡλικίες.

Ἡ πρώτη ἡλικία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἄρχισε ταυτόχρονα μέ τήν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Αὐτός εἶναι Υἱός καί θεία ἐνέργεια τῆς Βασιλείας. Αὐτός γεννᾶται διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ κάθε ψυχή, ἡ ὁποία γίνεται παρθενική· ἐνῶ ἡ Χάρις του, χωρίς νά κομματιάζεται μετέχεται ἀπό πλήθη εὐσεβῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι γίνονται οὐράνιοι ἄνθρωποι, ἀκόμη κι ἄν ἐξωτερικά ὑποφέρουν ἀπό διάφορες δοκιμασίες αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. Μάλιστα συμβαίνει, ὅταν ὑποφέρουν καί ὑπομένουν, εὐχαριστοῦν καί δοξολογοῦν τόν Θεό γιά ὅλες τίς στενοχώριες τους.

Ἡ Βασιλεία στήν πρώτη αὐτή φάσι της εἶναι ἀόρατη· διακρίνεται ἰδιαίτερα γιά τήν «ὑπομονή τῶν ἁγίων». Αὐτή δέν ἔχει παρά μόνο μία ἐσωτερική παρουσία γι᾿ αὐτόν πού τήν ζῆ καί στήν ἔλλειψι συγκε­κριμένων ἐπιχειρημάτων, αὐτός δέν ἔχει παρά τήν διαβεβαίωσί της διά τῆς θυσίας τῆς ζωῆς του, πού εἶναι καί ὁ τελευταῖος λόγος.

Σ᾿ αὐτό τό διάστημα τῆς ἀοράτου Βασιλείας ὁ χριστιανός χαίρεται μέσα στίς περιπέτειές του, καίεται σέ μιά τέτοια φωτιά πού κατέρχεται ἀπό τόν Ἰησοῦ στήν γῆ: εἶναι τό πῦρ τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους.

Ἐν περιλήψει, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁπουδήποτε εὑρίσκεται ἕνας ἄνθρωπος ἔχοντας στό ἐσωτερικό του, σάν κέντρο τόν Χριστό. Δέν εἶναι μία βασιλεία ὁραμάτων, ὅπως ζητοῦν νά τήν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐδῶ τίθεται τό βάρος στήν ἀρετή, ὄχι στά ἀσυνήθιστα χαρίσματα ἤ ὁράματα. Τό πιό θαυμαστό ὅραμα εἶναι, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος διακρίνεται γιά τήν καθαρότητά του καί τήν ταπείνωσι τῆς ψυχῆς του.

Γιά νά εἶναι φωτισμένη ἡ συνείδησί του ἀπό τόν Θεό, καθαρή καί ταπεινή ἀπό καρδίας, αὐτό εἶναι τό μοναδικό θετικό γνώρισμα τῆς Βασιλείας. Σέ μιά τέτοια ψυχή ἀναπαύεται ὁ Ἰησοῦς. Αὐτός δέν πρέπει νά ὁμιλῆ, εἶναι ἀρκετό μόνο νά ὑπάρχη· ἡ παρουσία του καί μόνο ὁμιλεῖ δυνατώτερα ἀπό ὅ,τι τά λόγια πού θά ὁμιλήση.

Ἡ δεύτερη φάσι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ θά ἔλθη κατά τρόπο ὁρατό: Ὅπως ἡ ἀστραπή φαίνεται ἀπό τήν ἀνατολή μέχρι τήν δύσι, διότι ταυτίζεται μέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Ἰησοῦ, πού θά ἔλθη μέ πολλή δόξα καί μεγαλοπρέπεια.

Μέχρι τότε ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναμενόμενη. Ὅταν θά ἔλθη, θά ἐπιβεβαιωθῆ ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰησοῦ, πού θά εἶναι ὁ Βασιλεύς τῶν Οὐρανῶν. Δέν θά ἔχουμε μόνο μία ἐπιβεβαίωσι, ἀλλά μία μεταμόρφωσί της καί ἀπό ἀόρατη πού ἦτο θά λάμψη μέσα σέ μία ἐκτυφλωτική δόξα καί θά γίνουν ὁ οὐρανός καινός καί ἡ γῆ καινή. (Ματ.19,28).

Ὁ Χριστιανισμός διακρίνεται σέ δύο δημιουργίες τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν θά ἔλθη ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τήν δόξα Αὐτοῦ, ὅλη ἡ κτίσις θά ἀνακαινισθῆ, διά τοῦ φωτός καί θά γίνη πνευματική, πληρωμένη θείας δόξης καί ἀκλόνητη στούς ἀτελείωτους αἰῶνες.

Καί, ὅταν σκέπτεσαι ὅτι σέ κάθε ἄνθρωπο, πού εἶναι δεκτικός, εἶναι κρυφή μέσα του ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σάν ἕνας ἀόρατος κόκκος: ἡ τελειότης, οὔτε μία δοκιμασία αὐτοῦ τοῦ κόσμου (μπορεῖ νά ὑπάρχουν χιλιάδες πειρασμοί, εἴτε ἀκόμη καί ὁ θάνατος), δέν μποροῦν νά μᾶς ἀποσπάσουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐργάζεται μέ τελειότητα τήν σωτηρία μας, τόν σκοπό μας καί τήν καταγωγή μας, ἐφ᾿ ὅσον εἴμεθα παιδιά τοῦ Θεοῦ.

Μία τέτοια ὅμως διαδικασία γιά τόν θεῖο προορισμό μας δέν γίνεται στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά ὑποφέρη τίποτε στήν ζωή του.

236. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁμοιάζει μέ ἕνα μικρό κόκκο, τόν ὁποῖον ἐπῆρε ὁ Ἄνθρωπος καί τόν ἔριξε στόν κῆπο Του, στόν κόσμο καί ἔγινε ὁ κόκκος-χριστιανός ἕνα μεγάλο δάσος καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατώκησαν ἐκεῖ στά κλαδιά του.

Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δέν εἶναι γιά τά πετεινά, ἀλλά γιά τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ζοῦν «σάν πετεινά» ἀποσπασμένοι ἀπό τήν γῆ καί τήν ἀνθρώπινη φύσι, ζῶντας πλέον κατά τήν οὐράνια φύσι καί κάτω ἀπό τήν φροντίδα τοῦ Θεοῦ, παρά γιά τήν φροντίδα τοῦ κόσμου. Τά πετεινά αὐτά εἶναι «ἀετοί» καλοῦνται νά κρίνουν τόν κόσμο (Α΄Κορ.6,2).

237. Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι μία ζύμη, τήν ὁποίαν ἐπῆρε ἡ γυναῖκα (Θεοτόκος Μαρία) καί τήν ἔβαλε σέ τρεῖς θῆκες ψωμιοῦ: ἡ ψυχή, τό σῶμα καί τό Πνεῦμα, μέχρι νά γίνη ἡ ζύμωσις.

238. Γιά τήν αἰωνιότητά μας μέσα στήν Βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἡ ἀξία τῆς ζωῆς, οὔτε ἀκόμη κάποια ἄλλη ἀξία εἶναι ἀπ᾿ αὐτή μεγαλύτερη.

239. Οἱ παροῦσες δοκιμασίες δέν εἶναι ἄξιες νά τεθοῦν στήν ζυγαριά μέ τήν μελλοντική δόξα.

240. Ὑπάρχουν πολλοί τρόποι γιά νά εἰσέλθη κάποιος στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνο μία θύρα: ὁ Ἰησοῦς.

241. Ἐάν δέν ἠμπορῆς νά κατανοήσης τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τό λιγώτερο νά τήν δεχθῆς σάν ἕνα παιδί τό ὁποῖο δέν καταλαβαίνει τί συμβαίνει γύρω του, οὔτε τόν διάλογο τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

242. Ὁ Ἰησοῦς δέν μᾶς ἀφήνει μόνο μέ κάποια προαίσθησι-ἔστω δυνατή-τοῦ χαμένου παραδείσου, δέν μᾶς ἀφήνει μέ μία ἁπλῆ βεβαίωσι τῆς καρδιᾶς, τήν ὁποία εἶναι γεγονός ὅτι τήν ἔχει ὁ ὁποιοσδήποτε, ὁ ὁποῖος ἐπώλησε τήν περιουσία του (μεγάλη περιουσία εἶναι τό ἐγώ, ἡ συνείδησις τοῦ ἐγώ, ἡ συνείδησις τοῦ ἑαυτοῦ του) καί τήν ἔδωσε στούς πτωχούς, ἀλλά μᾶς ὁμιλεῖ μέ τήν λαμπάδα ἀναμμένη τῆς γνώσεως τῆς Βασιλείας καί τῆς σταθερᾶς προσδοκίας της.

 

ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ

243. Εἶναι μία ἀμοιβαία σχέσις μεταξύ σώματος καί ψυχῆς, μεταξύ ἰδιοτήτων τοῦ σώματος καί ἰδιοτήτων τῆς ψυχῆς· εἶναι μία ἀμοιβαία κυματοειδής διείσδυσις. Νά ὑποθέσετε ὅτι εἶσθε μία νύκτα μέ πανσέληνο δίπλα σέ μία γαλήνια λίμνη. Κάποιος ἄνθρωπος πετᾶ δύο πέτρες ταυτόχρονα σέ διαφορετικά σημεῖα μέσα στήν λίμνη. Τότε τά κύματα τοῦ νεροῦ δημιουργοῦν κύκλους καί κινούμενα, νομίζεις, ὅτι σπάζουν τήν σελήνη μέ τούς κυματισμούς τους. Κἄπως ἔτσι συμβαίνει μέ τήν ἄγγιγμα τῆς ψυχῆς ἀπό τά κύματα τοῦ σώματος, διότι ἡ ψυχή εἶναι ἄλλης φύσεως, ὄχι ὀλιγώτερο σπουδαία ἀπό τήν τοῦ σώματος, παρά τό καθρέπτισμα τῆς σελήνης ἐπάνω στά κύματα τοῦ νεροῦ. Καί, παρ᾿ ὅλα αὐτά ἀντανακλᾶται τό ἕνα στό ἄλλο.

244. Οἱ ὁρμόνες διά τοῦ σώματος ἐπιδροῦν στό πνεῦμα μέ ἄλλο τρόπο στόν ἄνδρα μέ ἄλλο στήν γυναῖκα. Ἔτσι, ὁ ἄνδρας ἀποκτᾶ, ἐκτός ἀπό τήν διάπλασι τῆς ἀνατομικῆς εὐρωστίας καί τό αἴσθημα τοῦ ἀνδρισμοῦ του. Ἡ διανόησις ὑπερτερεῖ ἐπάνω στό συναίσθημα· οἱ νοερές δυνάμεις ἀποδεικνύονται δημιουργικές. Κλίνουν περισσότερο πρός τήν τυραννία, παρά πρός τήν ὑποταγή καί στήν συνέχεια κλίνουν πρός τήν βαναυσότητα παρά πρός τήν καλωσύνη. Ὅσο οἱ διάφοροι βαθμοί εἶναι πιό ἔντονοι, ἄλλο τόσο ἔχουμε νά κάνουμε μ᾿ ἕνα ἐπιθετικό χαρακτῆρα. Μοῦ φαίνεται ὅτι ἐδῶ θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε καί τήν αἰτία τῆς ἀλαζονείας.

Μπορεῖ καί ἀπ᾿ ἐδῶ νά ἔχη τήν προελευσί του καί τό γεγονός, ἰδιαίτερα στούς ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν οὔτε στόν Θεό νά ὑποταχθοῦν, καί, ὅταν ἀνάψουν ἀπό ὀργή, δέν ὑπάρχει κατάλληλος λόγος, νά περιγάψη τίς ὕβρεις πού λέγουν κατά τοῦ Θεοῦ καί ὅλων τῶν Ἁγίων. Ὁ ἐπιθετικός χαρατήρ τοῦ ἀνδρός παρατηρεῖται σάν μία κοινή διαπίστωσις καί στήν φύσι τῶν ζώων. Μέ τήν διαφορά ὅτι ὁ ἄνδρας ἐπιτίθεται, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ τήν λογική του, ἐν ἀντιθέσει πρός τά ζῶα πού δέν τήν ἔχουν.

Ὁ ἄνδρας ἔχει τήν τάσι ἀπό τήν φύσι του τῆς γυναικομανίας, ἔτσι ὅπως κάποτε οἱ ἑβραῖοι καί οἱ τοῦρκοι. Ὁ σοφός Σολομών εἶχε 1000 γυναῖκες, ὅμως τόν ἐπλήρωσαν καλά οἱ γυναῖκες, διότι τόσο πολύ τοῦ ἐχάλασαν τό μυαλό, ὥστε ἐκεῖνος ἀρνήθηκε τόν Θεό (Γ΄Βασ.11,3-4). Ὁ σκοπός καί ἡ διάπλασις τῆς γυναικός εἶναι ἡ μητρικότης. Ἀκόμη καί ἡ σωτηρία της θά ἐξαρτηθῆ ἀπό τήν γέννησι τῶν παιδιῶν της, ἐάν τό κάνη αὐτό τό ἔργο μέ πλήρη πνευματική σοφία, μέ πίστι, μέ ἀγάπη καί ἁγιωσύνη (Α΄Τιμ.2,15).

Ἀνάμεσα στό ἔνστικτο τῆς γενετήσιας ὁρμῆς τοῦ ἀνδρός καί στό ἔνστικτο τῆς μητρικότητος τῆς γυναικός ὑπάρχει μία πραγματική βιολογική σύγκρουσις καί αἰτία τραγωδίας. Ὅ,τι ἐπιθυμεῖ ὁ ἕνας δέν ἐπιθυμεῖ νά ἀνταποκρίνεται ὁ ἄλλος. Γι᾿ αὐτό σωστά δόθηκαν στούς ἀνθρώπους θεῖοι κανόνες καί ὁ νοῦς τους γιά νά ζοῦν μία κατά φύσι ζωή-μέ τάξι ἠθική καί πνευματική-γιά νά μή κάνουν «τοῦ κεφαλιοῦ τους» ζώντας ἐνάντια στήν φύσι τους, ἐνάντια στήν ἠθική καί πνευματική ζωή, τελείως ἀναρχικά, πράγματα τά ὁποῖα κατόπιν τά πληρώνουν μέ ἄσχημες συνέπειες στήν ζωή τους εἴτε αὐτοί, εἴτε οἱ διάδοχοί τους.

245. Ὁλόκληρος ὁ ὀργανισμός καί ἰδιαίτερα τό νευρικό σύστημα ἐξελίσσονται καλά, ὡς πρός τό θέμα τῶν ὁρμονῶν τῆς γενετικῆς, ἐάν καί ἐφ᾿ ὅσον ἐλέγχονται ἀπό τούς κανόνες τῆς ἐγκρατείας. Γι᾿ αὐτό μέχρι τόν γάμο ὅλοι οἱ νέοι πρέπει νά μένουν καθαροί μέ φυλαγμένη τήν παρθενία τους, καί τά ἀγόρια καί τά κορίτσια. Τό ἔργο αὐτό εἶναι καί δυνατόν καί ἀναγκαῖον.

246. Οἱ ἄνδρες ἐπειδή ἔχουν ἰσχυρό νευρικό σύστημα, ἀντέχουν στίς ἀπαιτήσεις τῶν κανόνων τῆς ἐγκρατείας. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως γίνουν ἀδύνατοι, νευρικοί, ἀνισόρροποι, παρατηρεῖται κατόπιν ἀνωμαλία στήν προσπάθεια ἐγκρατείας τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου τους. Τά δυνατά πρόσωπα γίνονται δυνατώτερα μέ αὐτήν τήν μορφή ἀσκήσεως τῆςἐγκρατείας.

 

ΥΒΡΕΙΣ

247. Τέτοιοι εἶναι οἱ λογισμοί τῆς βλασφημίας: Σάν τίς ἐκρήξεις πετρελαίου ἐνώπιον τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου.

248. Τό γεγονός τῆς σωματικῆς ἀγάπης ἀφήνει μία δυναμική ἐντύπωσι σ᾿ ὅλη τήν παρά φύσι ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τά ἐννέα δέκατα τοῦ ὑποσυνειδήτου. Ἐδῶ, πράγματι, γιά νά εἰπῶ ἐν συντομίᾳ, δημιουργεῖται μία σύγκρουσις μέ τήν συνείδησι. Ὁ ἠθικός ἔλεγχος «βουλώνει» ἕνα βαρέλι ἀπό δυναμίτιδα, τήν ὁποία δέν ἠμπορεῖ νά ἀρνηθῆ. Μία ὕβρις ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἐξαπλώνεται σ᾿ αὐτό τό βαρέλι. Ἰδού γιατί, ὅταν ὑβρίζουν οἱ ἄνδρες, χρησιμοποιοῦν λόγια-τά ὁποῖα δέν γράφονται-γιά τήν σωματική ἀγάπη. Μέρος αὐτοῦ τοῦ ἐξευτελισμοῦ καί τῆς ἁμαρτίας γι᾿ αὐτή τήν σωματική ἀγάπη, τήν ὁποία αἰσθάνονται στό σῶμα τους, κλονίζει τό ὑποσυνείδητό τους καί ἐξ αἰτίας του προσκρούουν ἐξοργισμένα στόν ἠθικό ἔλεγχο καί στήν ἰδέα τῆς ἀγάπης-τόν Θεό, τόν Ὁποῖον καί ὑβρίζουν. Μία ὕβρις εἶναι μία στιγμή δαιμονικῆς ὀργῆς, μία στιγμή σκοτισμοῦ τοῦ νοῦ-ἔτσι πληρώνει ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως τήν ἀπροσεξία καί ἀδιαφορία τοῦ ἀνθρώπου.

Ἑπομένως, οἱ ὕβρεις ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτή ἡ σωματική ἀγάπη ἦτο κλειδωμένη μέσα σέ μία κατάρα, σέ μία ἐντροπή καί σέ μία ἀναγκαιότητα.  Τό κάθε τι σχηματίζεται μέ σύμβολα καί κατεβαίνει στό σκοτάδι τοῦ ὑποσυνειδήτου. Ὁπότε, ὅταν μερικοί ἔχοντας ἀδύνατο συνειδησιακό ἔλεγχο-καταλαβαίνετε γενετικά τήν ἀδυναμία αὐτή-ἐξέρχεται ὁρμητικά ἀπό κάποια περίστασι συμφόρησι τοῦ αἵματος καί χολή στόν ἐγκέφαλο, ὁπότε σκοτίζεται ἡ συνείδησις καί ἀρχίζουν οἱ ριπές τῶν ὕβρεων.

249. Μερικοί ὑβρίζουν τόν Θεό κατά πρόσωπο. Ἄλλοι Τόν ὑβρίζουν, ὅταν προσεύχωνται. Ἡ κατάστασις εἶναι φοβερή γι᾿ αὐτούς πού πάσχουν ἀπ᾿ αὐτή τήν  ἀδυναμία. Αὐτή ἔρχεται, ὅσο ἠμπορεῖ νά φανῆ, ἀπό τό βάρος τῆς κληρονομικότητος, ἀπό τό γεγονός τῆς ἐξαντλήσεως, ἐξ ἀκοῆς ἀπό ἄλλους πού ὑβρίζουν, ἀπό τό περιεχόμενο τῆς μνήμης συνειδητά ἤ ὑποσυνείδητα, μ᾿ ἕνα μηχανισμό ἐμφανίσεως ἀκαθάρτων μορφῶν, ἀκόμη καί γιά τά Ἱερά τῆς Ἐκκλησίας μας πράγματα, ἐπίσης γιά τά ἀνόσια καί ἀσεβῆ, τά ὁποῖα ἐρεθίζουν τίς ὁρμόνες ἤ τελικά μέσῳ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς ἀντιθέσεως.

250. Οἱ ὕβρεις ἔχουν τήν ἴδια καταγωγή μέ τίς βλασφημίες· μόνον ὅτι μερικές γίνονται μέ τήν συγκατάθεσι τοῦ νοῦ καί ἄλλες ἐλέγχονται ἀπό τόν νοῦ. Γι᾿ αὐτό ἡ ἐνοχή τῶν δευτέρων εἶναι ἀσυγκρίτως πολύ μικρή ἀπό τίς πρῶτες. Οἱ βλασφημίες ἀποδεικνύουν μία ἐνοχή παλαιότερη καί ὄχι τωρινή. Εἶναι μία τυραννία, ἡ ὁποία ὅμως δέν ὁδηγεῖ στήν τρέλλα, ὅπως φοβοῦνται οἱ περισσότεροι. Ἡ ὕβρις ὅμως ἀποδεικνύει τό ἀντίστοιχο ὅτι τουλάχιστον ἐκείνη τήν στιγμή, εἶναι  μία ἀνευθυνότης, συνεπῶς μία ἀνισορροπία στήν γενετική του κατασκευή, στό ἀνήθικο περιβάλλον, στό ἔργο τῆς λογοκρισίας καί στό νευρικό σύστημα. Οἱ φυλακές ἀνοίγουν τίς πῦλες τους νά τόν δεχθοῦν  μέσα στήν ἀγκαλιά τους, ἐάν δέν ἐπιστρατευθῆ πολλή προσοχή ἀπό τήν ἀρχή.

Λοιπόν, καλλίτερα μία προσευχή γι᾿ αὐτόν πού ὑβρίζει, παρά μία παρατήρησι, πού σχεδόν πάντοτε δέν ὠφελεῖ.

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ

251.Ὁ Ἰησοῦς μᾶς φέρει τήν Ἀνάστασι - ὑπέρβασι τῆς φύσεώς μας, ἡ ὁποία μᾶς δένει καρδιακά.

252.Ἡ Ἀνάστασις εἶναι ὁ νέος στῦλος πυρός, ὁ ὁποῖος κατευθύνει ἐδῶ καί δύο καί πλέον χιλιάδες χρόνια τό χριστιανικό μας ἔθνος, μέσα στήν ἔρημο αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀπό τό φῶς της γεννᾶται μέσα μας ἡ λαχτάρα γιά νά ἐπιστρέψουμε στόν πατρικό μας Οἶκο.

 

ΘΥΣΙΑ

253. Οὔτε ὁ Θεός δέν εἶχε ἄλλο ἰσχυρότερο λόγο νά μᾶς εἰπῆ, παρά μόνο νά μᾶς προσφέρη τόν ἑαυτό Του θυσία. Ἡ θυσία Του εἶναι ἡ μεγίστη προσέγγισις τῆς θελήσεως καί ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπόφασίς Του νά ἀγγίση μέ τήν θεία Του θέλησι τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.

 

 

 

Η ΔΙΚΑΙΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

254. Μία δικαία καί αἰώνια κρίσις δέν γίνεται παρά μόνο ἐάν κληθοῦν ὅλοι οἱ μάρτυρες, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅλων τῶν αἰώνων γιά νά ἰδοῦν ὅλα τά ἔργα καί νά τά γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἀπόγονοί τους καί μέ δικαιοσύνη νά λάβουν τόν αἰώνιο μισθό τους. Τότε θά ἰδοῦν οἱ βοηθοί τοῦ Κολόμβου τό πλῆθος τῶν τρελλῶν γιά τούς ὁποίους ἐπίστευαν ὅτι γεννήθηκαν τρελλοί. Τότε ὁ Λούθηρος θά ἰδῆ τόν ἀρχηγό τοῦ πλήθους τῶν αἱρέσεων, ἐνῶ ὅσοι ἀπ᾿ αὐτόν ἐξαπατήθηκαν, ὀργισμένοι γιά τήν κρίσι θά λέγουν: «Κύριε, Κύριε δέν ἐπροφητεύσαμεν ἐμεῖς στό ὄνομά Σου καί μέ τό ὄνομά Σου ἐδιώξαμε δαιμόνια καί ἐκάναμε πολλά θαύματα; Ἀλλά θ᾿ ἀκολουθήση ἡ ἀπάντησις: «Ποτέ δέν σᾶς ἐγνώρισα ἐσᾶς. Φύγετε ἀπό Μένα, ἐργάτες τῆς ἀνομίας»! (Πρβλ. Ματ.7,22-33) καί θά ὑπάγουν ὅλοι αὐτοί οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας μ᾿ αὐτούς πού τούς ἀκολούθησαν μέχρι τέλους. Καί ἔτσι στήν συνέχεια καθένας θά ἰδῆ καί θά συγκομίση τούς καρπούς του, μή ὑποπτευόμενοι τί καρποί τῶν ἔργων τους θά εἶναι, καλοί ἤ κακοί! Διότι ἡ ἐπίγεια ζωή εἶναι ὁ καιρός τῆς σπορᾶς, ἐνῶ ἡ μέλλουσα ἡ καιρός τῆς συγκομιδῆς.

255. Στήν γῆ ὑπάρχουν πλῆθος ἀνθρωπίνων νόμων· στήν κρίσι ὅμως τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν μόνο δύο: ὁ νόμος τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ὁ νόμος τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο, στούς ὁποίους περιέχονται ὅλη ἡ Γραφή καί οἱ Προφῆτες. Στήν θέσι τῶν χειρογράφων εἶναι τά βιβλία τοῦ θανάτου καί τό Βιβλίο τῆς Ζωῆς, στά ὁποῖα εἶναι γραμμένα ὅλα τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων.

256. Τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως ἐκπληρώνεται τέλεια ὁ λόγος: «Ἔλεος καί ἀλήθεια προπορεύσονται πρό προσώπου σου»(Ψαλμ.88,15), διότι τότε οἱ ἄνθρωποι θά ἐρωτοῦν περί:

1.Τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης καί

2. τῆς ὁμολογίας τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, σύμφωνα μέ τόν λόγο: «Ὅς γάρ ἄν ἐπαισχυνθῇ με καί τούς ἐμούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καί ἁμαρτωλῷ, καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξη τοῦ πατρός αὐτοῦ μετά τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων» (Μαρκ.8,38).

Ἔλεος καί ἀλήθεια, ἀγάπη καί θάρρος στήν ὁμολογία τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τό ἄλλο μέρος, μῖσος καί ψεῦδος, εἶναι αὐτά τά ὁποῖα χωρίζουν τούς ἀνθρώπους στά δύο, σέ καλούς καί κακούς, καθώς διαχωρίζει ὁ τσοπάνης τά πρόβατα ἀπό τά ἐρίφια· τά πρόβατα στά δεξιά καί τά ἐρίφια στά ἀριστερά.

257. Γιά ἕνα προσωρινό σφάλμα, ἀκολουθεῖ μία αἰώνια τιμωρία;

Ἡ ἐρώτησις αὐτή γεννᾶται σχεδόν σ᾿ ὅλα τά μυαλά τῶν ἀνθρώπων. Πράγματι, δέν ἤσουν ἐλεήμων στούς πτωχούς, στούς μικροτέρους ἀδελφούς τοῦ Θεοῦ, διότι δέν τούς ἔδωσες νά φᾶνε, δέν τούς ἐνέδυσες, δέν τούς ὑποδέχθηκες, ὅταν ἦλθαν κοντά σου σάν ξένοι, δέν τούς ἐπισκέφθηκες ὅταν ἦσαν στήν φυλακή, μόνο γι᾿ αὐτό τό ἔργο ἦλθες σ᾿ αὐτή τήν ὀλιγόχρονη ζωή, μπορεῖ λοιπόν ὁ Θεός νά σέ ρίξη στό πῦρ καί στούς δαίμονες νά βασανίζεσαι στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Τί μεγάλο μυστήριο μπορεῖ νά κρύβεται, κάτω ἀπό τήν ἐρώτησι αὐτή;

Παρά ταῦτα ὑπάρχει ἡ ἀπάντησις: ὁ πεινασμένος καί ὁ διψασμένος, ὁ ξένος καί ὁ ἀσθενής καί ὅλοι οἱ παρόμοιοι, οἱ φυλα­κισμένοι, μέ τήν μυστική ἔννοια δέν εἶναι μόνο οἱ πτωχοί, ἀλλά ὁ Ἴδιος ὁ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός, τόν Ὁποῖον ἐλάβαμε ὅλοι, ὁ καθένας μας στό Ἅγιο Βάπτισμα.

258. Ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος, πού εἶναι θεμέλια γιά τήν κατά Θεόν ζωή μας, ἠμποροῦμε στήν περίοδο αὐτή τῆς ἐπί γῆς ζωῆς μας νά διαλέξουμε μία ἀπό τίς δύο συμπεριφορές: Εἴτε τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα, εἴτε τήν ἀγάπη τοῦ Ἰωάννου. Ἀπ᾿ αὐτές ἐξαρτᾶται ἡ τύχη μας γιά τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ ἤ τῆς κολάσεως. Κι ἄν ἀκόμη ἐζήσαμε τά χρόνια τοῦ Μαθουσάλα, τό ἴδιο θά μᾶς γίνη.

Ἑπομένως: Δέν ὑπάρχει ἀδικία στόν Θεό, ὅταν μᾶς πληρώνη μέ αἰώνιο μισθό γιά μικρά καί ἀσήμαντα ἔργα.

259. Πολλοί ἄνθρωποι, ἰσχυρότεροι ἀπό ἄλλους στόν κόσμο αὐτόν, εἶναι τελείως ἀπειθεῖς στό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, ἐνῶ μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς νικοῦνται ἀπό τόν τελευταῖο λόγο τῶν Ἁγίων, καί τελειώνουν μέ μετάνοια τήν ζωή τους. Στό τέλος σέ ὅλους θά εἶναι δικαία ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ καί θά εἶναι δικαία διότι σέ ὅλους ὁ Θεός ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά Τόν ὁμολογήσουν καί δέν θά ἠμποροῦν ν᾿ ἀπολογηθοῦν ὅτι δέν ἄκουσαν τίποτε περί Θεοῦ.

Αὐτή εἶναι ἡ μυστική λογική τῆς Θείας Προνοίας: Ὅλος ὁ κόσμος πού ζῆ στήν ἁμαρτία, ἄς ἑτοιμάζεται νά «συγκρουσθῆ» μέ τόν Ἰησοῦ!

 

ΑΠΑΡΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

260. Ἡ ἀπάρνησις τοῦ κόσμου ἔχει δύο βαθμίδες: Πρῶτον ἀρνούμεθα τόν κόσμο ἐξωτερικά καί κάθε τι πού μᾶς συνδέει μ᾿ αὐτόν. Καί δεύτερον ἀρνούμεθα ὅλες τίς φαντασίες καί παραστάσεις πού ἔχουμε μέσα μας ἀπό τόν κόσμο. Αὐτά εἶναι τά πάθη, οἱ κακές συνήθειες καί ὅλες οἱ προσωπικές μας ἀδυναμίες.

261. Ἡ τελική ἀπάρνησις τοῦ κόσμου γίνεται μέ τήν πλήρη ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας.

262.  Ἡ ἄρνησις τοῦ κόσμου εἶναι μία πεποίθησις τήν ὁποία ἠμπορεῖς νά ἔχης ζώντας ἀκόμη καί στό μέσον τοῦ κόσμου, ὅπως ἠμπορεῖς νά τήν ἔχης ζώντας καί στό μέσον τῆς ἀδιαπέραστης ἐρήμου.

 

 

 

 

ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΙΣ

263. Ἡ αὐταπάρνησις εἶναι μία συντριβή. Εἶναι μία ἀπαλλαγή ἀπό τά δεσμά μιᾶς πολύ μεγάλης ψυχικῆς δυνάμεως. Μαρτυρίες πρόχειρες μᾶς εἶναι οἱ ἴδιες οἱ ἀφορμές. Ἐάν τίς κερδίζουμε, δηλαδή συμπερι­φερόμεθα, μέσῳ αὐτῶν, σύμφωνα μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, αἰσθανόμεθα στήν ψυχή μία εἰρήνη καί μία πνευματική πρόοδο. Ὅταν ὅμως τίς χάσουμε, δηλαδή συμπεριφερόμεθα σάν ἄνθρωποι ἐμπαθεῖς, αἰσθανόμεθα μία ταραχή, ἕνα ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως καί μία πνευματική ὑποχώρησι. Ἡ αὐταπάρνησις ἀποδεικνύει τήν πίστι καί τήν ἀγάπη τήν ὁποία ἔχουμε γιά τόν Ἰησοῦ. Ἀπ᾿ αὐτήν πηγάζει ἕνα μεγάλο πνευματικό βίωμα. Ἡ ἀπάρνησις πρέπει νά μᾶς γίνη δευτέρα φύσις μας καί νά μᾶς συνοδεύη σ᾿ ὁλόκληρη τήν καλογερική μας ζωή καί νά χαρακτηρίζη τήν μοναχική μας ἀφιέρωσι.

Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ξηραίνεται ἡ πηγή καί ἡ ρίζα τῶν παθῶν.

264. Ἡ αὐταπάρνησις δέν πραγματοποιεῖται μία φορά ἤ μόνο μία φορά γιά πάντα, ἀλλά χρειάζεται χρόνος καί ὑπομονή. Χρόνος γιά τήν ἐξοικείωσίς της καί ὑπομονή γιά τίς δυσκολίες πού παρουσιάζονται. Ὑπομονή πρέπει νά ἔχουμε πρῶτα μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, γιά νά μή περιπέσουμε στήν λύπη, κατόπιν πρέπει νά προσθέσουμε κι ἄλλες ὑπομονές, μέχρις ὅτου συνειθίσουμε τήν τελεία ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐάν μαθαίνουμε στήν πρᾶξι τήν αὐταπάρνησι καί ἡ ἀγάπη αὐξάνεται στήν καρδιά μας, ἡ ὑπομονή παύει νά ἔχη μία ἀρνητική παρουσία ἀπό στενοχώριες καί μεταβάλλεται σέ χαρά καί παρ᾿ ὅλη τήν λύπη μας, εἴμεθα γεμᾶτοι ἀπό χαρά.

265. Ὅταν ἔχουμε αὐταπάρνησι καί ἀγάπη, ὁ ὀνειδισμός μᾶς γίνεται δόξα καί ἡ δόξα ὄνειδος καί ἀτιμία. Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀκόμη καί ἄσκησις, δηλαδή ἑκούσια παίδευσις τῆς φύσεώς μας μέ κάθε εἴδους σωματικούς κόπους.

266. Ὅποιος δέν ἐλευθερωθῆ ἀπό τόν ἑαυτό του δέν θά εἶναι ἐλεύθερος.

 

Ο ΚΟΣΜΟΣ- Ο ΚΟΣΜΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

266. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀπεφάσισε νά ἀφήση τήν ὁδό τῶν ἁμαρτιῶν του καί τήν σύγκρουσι μέ τίς ἀνομίες του, θά ἐγερθοῦν ξαφνικά ἐναντίον του (Β΄Τιμ. 3,12) τρεῖς ἐχθροί, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον. Καί οἱ ἐχθροί αὐτοί τῆς σωτηρίας εἶναι: ὁ κόσμος, τό σῶμα καί ὁ διάβολος. Γι᾿ αὐτούς ὁμιλοῦν καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

Διά τοῦ ἐχθροῦ «κόσμος» ἐννοοῦμε τήν κατηγορία τῆς ἁμαρτίας, δηλαδή τό πλῆθος τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων (Ἰωάν.1,10), οἱ ὁποῖοι μέ τό θέλημά τους ἑνώθηκαν μέ τίς συμβουλές τῶν δαιμόνων (Α΄Ἰωάν.3,8). Εἶναι τό στόμα τοῦ χωριοῦ, τό στόμα τοῦ γείτονος καί τίς περισσότερες φορές, τό στόμα τῶν ἔργων πού γίνονται στό σπίτι, ὅπου κατοικεῖς (Ματ.10,36). Αὐτοί-ὁ κόσμος-σοῦ συγχωροῦν κάθε παρανομία πού κάνεις, ὅσονδήποτε καί νἄχης συγκρουσθῆ μέ τήν ψυχή σου, ἀλλά δέν σοῦ συγχωροῦν ποτέ νά κάνης ἕνα βῆμα πρός τά ἐμπρός γιά νά γίνης καλλίτερος ἄνθρωπος. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἔχουν ἕνα πεῖσμα ἀπό ἐντροπή γιά νά φαίνωνται καλοί. Ἡ καλωσύνη σου τούς καίει καί προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά σέ βγάλουν ἀπό τόν δρόμο σου καί νά σέ φέρουν στήν δική τους διεφθαρμένη ζωή. «Ὁ κόσμος τοῦ αἰῶνος τούτου»(Γαλ.1,4), «ἀνθρωπάρεσκοι» (Ἑφεσ.6,6) καί «ἀλαζονεία τοῦ βίου»(Α΄Ἰωάν.2,16). Τό στόμα τοῦ κόσμου κράζει ὅσα τοῦ λέγει ὁ ἀρχηγός του (Α΄Ἰωάν.5,19). Γι᾿ αὐτό ἔχουμε τήν ἐντολή πού μᾶς λέγει: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ. Ἐάν τίς ἀγαπᾶ τόν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός ἐν αὐτῷ»(Α΄Ἰωάν.2,15-16).

Ὅποιος θέλει νά νικήση αὐτό τό μεγάλο ἐμπόδιο στήν ὁδό τῆς σωτηρίας του, ἔχει στό χέρι του τρία ὅπλα νά χρησιμοποιήση: Τήν ὑπομονή, τήν συγχώρησι καί τήν προσευχή.

267.Ὅποιος θέλει νά νικήση τόν κόσμο εἶναι ὑποχρεωμένος νά λάβη τό σπανίως χρησιμοποιούμενο ὅπλο τῆς συγχωρητικότητος, ὅσες καί νά εἶναι οἱ συμφορές πού ταλανίζουν τούς ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὅπου ὁ ἕνας φαίνεται ὅτι οἱ ἀδελφοί του εἶναι δεμένοι σέ μία ξένη δουλεία, στό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καί μεταξύ τους.

268.Ὅποιος θέλει νά νικήση τόν κόσμο νά προσεύχεται στόν Πατέρα ἤ μυστικά ἤ μέ τόν νοῦ γιά τόν ὁποιονδήποτε υἱό τοῦ Θεοῦ, ὅσο πυκνό σκοτάδι καί νά τόν καλύπτη καί ὅσα κακά καί νά ἔχη κάνει. Διότι ἡ ὑπομονή στό κακό, ἡ συγχώρησις τῶν ἀδελφῶν μας καί ἡ  μυστική προσευχή  ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτή διά τῆς ὁποίας νικᾶ Αὐτός στήν θέσι τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιστρέφοντας πρός τό καλλίτερο τόν κόσμο μέ τίς κακίες του. Ἐπιμένοντας σ᾿ αὐτό τό ἔργο ἔγινες αἰτία σωτηρίας καί τῶν ἐκ τοῦ κόσμου ἀδελφῶν σου.

 

Η ΣΩΤΗΡΙΑ

269. Ἡ σωτηρία εἶναι ἔργο τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ ὁποίου μᾶς βγάζει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐάν θέλουμε καί κοπιάσουμε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Ἐάν ὅμως δέν θέλουμε, μέ τήν βία δέν σώζεται κανείς. Ἔτσι εὐδοκεῖ ὁ Θεός, διότι τό δῶρο τῆς σωτηρίας (Ἑφεσ.2,8) Του νά εἶναι ταυτόχρονα καί καρπός τῆς γνώσεως, τῆς θελήσεως καί τῆς ἀγάπης μας. Ὁ Θεός εἶναι τόσο ἐλεήμων, ὥστε πάντοτε Αὐτός μᾶς βοηθεῖ καί στό θέλημά μας καί στίς πράξεις μας.

270. Ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ: Ποιόν σώζει  ἀπό τόν κόσμο καί ποιόν τιμωρεῖ. Ἐάν αὐτός πού ἐξαγριώνεται ἐναντίον σου ἐξ αἰτίας τοῦ σκότους του, τόν γνωρίζει ὁ Θεός καί γιά νά τόν σώση, τήν σωτηρία του θά τήν ἐπιτύχη καί μέ τήν βοήθειά σου, διά τῆς ὁποίας σοῦ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς ὑπομονῆς καί τῆς συγχωρήσεως ἀπό τήν καρδιά σου (Ματ.18,35) καί τῆς προσευχῆς. Ἔτσι, γιά τήν ταπείνωσί σου θά τόν προσελκύση ὁ Θεός καί θ᾿ ἀπομακρύνη τό ἐχθρικό πνεῦμα ἀπ᾿ αὐτόν. Ἐάν ὅμως ὁ ἀδελφός αὐτός συνεχίζει νά βασανίζεται στήν ξένη αὐτή σκλαβιά ἤ ἀκόμη καί νά χαθῆ ἡ ψυχή του, γιά τήν κατά Θεόν συμπεριφορά σου, ἡ κακία του θά προοδεύση μέσα του κιαί θά ἀγριέψη τελείως ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, μέ κανένα τρόπο μή ξεχνᾶμε ὅτι εἴμεθα στρατιῶτες τοῦ Θεοῦ (Β΄Τιμ.2,3). Ὁπότε, ἄξιοι υἱοί, Ψυχές μου, γνωρίζετε σέ ποιόν πιστεύετε (Β΄Τιμ.1,12) καί μέ ποιοῦ τ᾿ ἅρματα πηγαίνετε στόν πόλεμο (Β΄Κορ.10,4) καί ποιός σᾶς βοηθεῖ, γιά νά μή χάση κανέναν ὁ Θεός ἐξ αἰτίας τῆς ἀπειρίας σας. Γι᾿ αὐτό εἶπαν καί οἱ Πατέρες ὅτι αἰτία τῆς σωτηρίας μας εἶναι ὁ πλησίον μας.

271. Ἡ σωτηρία μας δέν κερδίζεται ἀπό ἕνα ἔργο ἀπομονωμένο ἀπό τά ἄλλα, ἀλλά προϋποτίθεται καί ἡ κοινωνική ὄψις· μόνος του δέν σώζεται κανείς· ἀπό τήν σωτηρία τοῦ ἑνός κρέμεται ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων.

272. Τό δῶρο τῆς σωτηρίας ἀποκτᾶται, παρότι εἶναι δῶρο, μέ μεγάλη μάχη.

273. Μέχρι τήν ἐσχάτη κρίσι, ἡ σωτηρία ἠμπορεῖ νά ἀποκτᾶται ὁπουδήποτε καί στά πεδία τῶν μαχῶν καί μπορεῖ ν᾿ ἀποκτηθῆ ἀκόμη καί στό ἄδη, ἐάν, ὑποθέσουμε ὅτι ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ Χριστός. Ἐπίσης μπορεῖ νά χαθῆ ἡ σωτηρία μας ὁπουδήποτε ἀκόμη καί μέσα στό μοναστήρι καί στόν χορό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, χάθηκαν ἀκόμη καί στόν παράδεισο, σ᾿ αὐτούς πού τούς ἀνοίχθηκαν οἱ πῦλες καί δέν θέλησαν νά εἰσέλθουν.

274. Ὁ ληστής, σταυρωμένος γιά τά ἔργα του, ἐπήδησε ἀπό τόν σταυρό του στόν Παράδεισο καί ὁ Ἑωσφόρος σάν ἀστραπή φλογός ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό. Ὁ τυφλός ἐκ γενετῆς ἀποκτᾶ τό φῶς του καί εἶδε τόν Θεό καί συνωμίλησε μαζί Του, ἐνῶ οἱ Φαρισαῖοι τῆς συναγωγῆς τήν ἔχασαν λέγοντας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἁμαρτωλός καί ἔχει δαιμόνιο (Ματ.9,34). Ἐζητοῦσαν σημεῖο (Λουκ.11,29) καί ἐπορεύοντο γιά νά φονεύσουν τόν τεραήμερο ἀναστάντα ἐκ τοῦ τάφου Λάζαρο. Ἡ τύφλωσις τῆς κακίας τους, μέ τό νά στέκωνται ἐχθρικά ἀπέναντι στήν Ἀλήθεια, δέν ἔχει ἰατρεία, ἔχει ὅμως τιμωρία. Καρδία πού εἶναι συντετριμμένη καί ταπεινωμένη δέν θά τήν ἐγκαταλείψη ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό, ἀντιμετωπίζοντας τήν ὑπερηφάνεια εἶπε ὅτι οἱ τελῶνες καί οἱ ἁμαρτωλοί θά ὑπάγουν ἐνωρίτερα ἀπό τούς «δικαίους» (αὐτούς πού πιστεύουν ὅτι εἶναι δίκαιοι) (Ματ.21,31) στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί θά γίνη χαρά στούς οὐρανούς γιά ἕνα ἁμαρτωλό, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε (Λουκ.15,7).

275. Ἡ σωτηρία ἔρχεται διά τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι γνωστός ἱστορικά, δογματικά καί μυστικά. Ἡ σωτηρία εἶναι ἕνα χάρισμα τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τό ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐλευθερίας καί γνώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

276. Σημειώνω ἐδῶ τήν σκέψι μιᾶς ἁπλῆς γυναίκας, πού ἔχει μεγάλη σημασία.

«Ἐάν μ᾿ ἀφήση λίγο ὁ Θεός νά ἰδῶ τόν παράδεισο, μοῦ ἀρκεῖ». Δέν ἔχουμε σιγουριά γιά τήν σωτηρία μας, διότι δέν εἶναι καρπός τῆς ἰδικῆς μας δυνάμεως. Στόν ἄνθρωπο εἶναι νά ὁμολογῆ τήν ἀδυναμία του ὅτι δέν ἔχει ἐξασφαλίση τήν αἰωνιότητα τῆς ψυχῆς του στόν παράδεισο. Ἀλλά εἶναι δυνατόν μόνο μέ τόν Θεό. Ἀκόμη κι ἄν λάβουμε διαβεβαίωσι ὅτι μᾶς σώζει ὁ Θεός καί ἀκόμη δέν ἐλυτρωθήκαμε ἀπό τόν κίνδυνο, ἐπειδή αὐτή ἡ βεβαιότητα δέν δόθηκε σέ κανέναν.

277. Κερδίζουμε τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ὅταν ἐκτιμήσουμε τήν ἀξία της. Τήν ἀξία τήν ὁποία ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.

 

Ο ΝΟΥΣ

278. Ἀπό τό τιμόνι τοῦ νοῦ ἐξαρτᾶται πρός τά ποῦ ξεκινᾶμε καί ποῦ φθάνουμε.

279. Ἕνας τρελλός νοῦς δέν καταλαβαίνει τό καλό· δέν ἠμπορεῖ νά ἀνυψωθῆ ἀπό τά ὁρατά πρός τά ἀόρατα. Δέν ἠμπορεῖς νά ἐμπιστεύεσαι ἕνα νοῦ σκοτισμένο, ἔστω καί νά ὁμιλεῖ σωστά, ὅμως δέν ἔχει σταθερότητα.

280. Ὁ νοῦς πού σκέπτεται ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός αὐτοκαταδικάζεται καί θά πρέπει νά ἀμφισβητήση καί τόν ἑαυτό του!  Διότι τό νά πολεμῆς μέ ὅλες τίς δυνάμεις κάτι τό ὁποῖον δέν ὑπάρχει, ἀποδεικνύει τήν τρέλλα αὐτῆς τῆς μάχης· ἀποδεικνύει ἀνοησία καί παραλογισμό καί ἑπομένως, ἀνόητος εἶναι καί ὁ νοῦς πού κατευθύνει αὐτήν τήν ἰδέα καί γνώμη.

281. Ἡ ἔξωθεν ὑπακοή ἐλαττώνει τήν ἀγάπη μας πρός τόν κόσμο αὐτόν καί πρός τό σῶμα. Ἡ βία ἤ ἡ θέλησις, πού φυσιολογικά ἀποβλέπουν νά κατευθύνουν τόν ἄνθρωπο πρός τόν Θεό σάν μία βελόνα τῆς ἀγάπης, ἐνῶ πρός τόν διάβολο ἡ ὀργή σάν μία σαΐτα τήν ἄναψε ἐναντίον τῆς φύσεως καί τήν μετέτρεψε σέ μῖσος, ὥστε τό θηρίο ἄνθρωπος σάν ἀστραπή πετᾶ σαΐτες στά μάγουλα τῶν ἀδελφῶν του καί ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, βλασφημῶντας καί παραδίδοντας τά πάντα στόν διάβολο, ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Ἐνῶ ὁ δυστυχισμένος νοῦς, ἀπό ἐκεῖ πού θά ἔπρεπε-κατά φύσιν-νά εἶναι καθρέπτης  καί ἀπαύγασμα τοῦ Θεοῦ, θρόνος τοῦ Θεοῦ καί τόπος ἅγιος, εἴτε γίνεται θρόνος τοῦ σκότους, ἀπ᾿ ὅπου καπνίζει ὑπερηφάνεια, εἴτε βάλλει ἐναντίον τῆς ἀληθείας ἤ μέ διάφορες μορφές εἶναι μία συντριβή καί μία ἐρήμωσι τῶν θείων ἀρετῶν, διότι προέχει ἐμφαντικά τό εἴδωλο (ἡ σταθερή ἰδέα) τῆς ἁμαρτίας.

282. Ὅλα τά πάθη ἤ τά ἐνάντια στήν φύσι ἔργα, ἐμφανίζονται πρῶτα στόν νοῦ, στό λεπτότερο μέρος τῆς ἀοράτου ὑποστάσεώς του. Ἐδῶ ἔρχεται μία μορφή ἤ μία σκέψις τοῦ κόσμου αὐτοῦ καί στέκεται σάν ἕνα δέλεαρ. Ἐνῶ ὁ νοῦς, ἐάν εἶναι ἄπειρος καί ἀπροειδοποίητος γιά τήν ξένη αὐτή ἐπίσκεψι, σάν ἕνας ἄμωμος ἀμνός βλέπει τόν λύκο καί πηγαίνει σ᾿ αὐτόν νομίζοντας ὅτι εἶναι πρόβατο καί ὁ δυστυχής ἀμνός, μή ἔχοντας μυρουδιά προβάτου, ἁρπάζεται καί ὁδηγεῖται στήν φωλιά τοῦ λύκου καί καταβροχθίζεται.

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

283. Σπάνια θά συναντήσης ἄνθρωπο πού νά δίνη μία θρησκευτική ἔννοια στόν θάνατο, δηλαδή νά τόν περιμένη μέ χαρά, σάν μία σίγουρη λύτρωσι ἀπό τήν βασιλεία τῆς ἁμαρτίας.

284. Ὅταν ὁ ἀδελφός θάνατος μᾶς λύνει ἀπό τό θνητό μας σῶμα, μᾶς κάνει ἕνα μεγάλο καλό, χωρίς νά τό γνωρίζουμε καί χωρίς νά τό θέλουμε. Κάθε τι πού εἶναι κακό στόν κόσμο, ὅπως: ἄγνοια, ἀδυναμία, σκοτάδι, ἡ ἁμαρτία μέ τά χιλιάδες πλοκάμια της, ὅλα αὐτά διά τοῦ θανάτου καταπαύουν. Τό κακό τιμωρεῖται ἀπό τόν θάνατο, ὁπότε ὁ θάνατος εἶναι ἕνας καλός βοηθός μας. Δέν εἶναι τό σῶμα κακό, ἀλλά διά τοῦ θανάτου φονεύεται τό κακό τελείως καί κατόπον στόν δέοντα καιρό, τό σῶμα θά ἀναστηθῆ ἐκ τῶν  νεκρῶν. Διά τοῦ θανάτου ἡ ἀνάστασις.

285. Οἱ ἄνθρωποι φεύγουν, ὅσο μποροῦν περισσότερο ἀπό τήν φρίκη τῆς γνώσεως-μιᾶς γνώσεως πού ἔχει σχέσι μέ τόν Θεό, μέ τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί τήν σχέσι τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Μ᾿ ἕνα λόγο, μέχρι τήν ὥρα τοῦ θανάτου ἀρνοῦνται ὁποιαδήποτε ὑπαρξιακή γνῶσι. Ἔτσι, κάθε τι πού αὐτοί δέν τό γνωρίζουν, ὄντας κυριευμένοι ἀπό τούς βιολογικούς νόμους, τούς φαίνεται ὅτι δέν εἶναι γεγονός καί κοιμοῦνται τόν καιρό τῆς ἐπιγείου ζωῆς τους ἔχοντες τά ἴδια πάντα αὐτιά.

Ἡ κατάστασις ἀλλάζει ἀπότομα τήν στιγμή τοῦ θανάτου. Ὅλα τά ἔργα τά ὁποῖα ἔπρεπε νά γνωρίζουν στήν περίοδο τῆς ζωῆς τους, ἀπεμακρύνθησαν ἀπ᾿ αὐτούς ἤ τά ἀρνήθηκαν, περιτυλιγμένοι σ᾿ αὐτά μέ μία ἀνεξάλειπτη ἀπογραφή. Στόν καιρό τῆς ἐπιγείου ζωῆς ἡ γνῶσις παραμένει στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου: Ἐάν θέλη νά γνωρίση, ἠμπορεῖ νά γνωρίση· ἐάν δέν θέλει νά γνωρίση, παραμένει στήν ἄγνοια. Ὅμως, ἀμέσως μετά τόν θάνατο, αὐτή ἡ ἐλευθερία ἀναστέλλεται καί ἡ ψυχή γνωρίζει, χωρίς νά θέλη, ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀπέφευγε νά κάνη, ὅταν ἀκόμη φοροῦσε τό ἀνθρώπινό της χιτῶνα (σῶμα).

286. Ἡ γνῶσις ἔχει δύο μεγάλα χρονικά ὁρόσημα: Τήν στιγμή τοῦ θανάτου, ὅταν ἡ ψυχή λύεται ἀπό τήν ἄγνοια  καί τήν στιγμή τῆς ἀναστάσεως, ὅταν λύεται καί τό σῶμα ἀπό τήν ἀπιστία. Διότι ἡ ἀπιστία ἔχει τήν καταγωγή της περισσότερο ἀπό τήν συνύπαρξι τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα. Ὁπότε καί αὐτό πρέπει νά συνενώση τήν γνῶσι μέ τήν πίστι. Ὁ θάνατος λύνει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα καί ἔτσι ἡ ψυχή φθάνει στήν γνῶσι τῆς πνευματικότητος καί ἀθανασίας της· ἡ ἀνάστασις λύει τό σῶμα τελείως ἀπό τόν θάνατο καί τήν ἀπιστία. Ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάστασις συμπληρώνουν, ὅσον ἀφορᾷ τήν γνῶσι καί τήν λύτρωσι ἀπό τό κακό, αὐτό τό ὁποῖον δέν ἠμποροῦν νά συμπληρώσουν οὔτε καί οἱ πλέον ἐντυπωσιακές ἀσκήσεις τῆς ἁγιότητος. Μέχρις ὅτου ἀκόμη περάσουμε αὐτές τίς πύλες, ἡ γνῶσις μας παραμένει ἐλλειπής καί εὔθραυστη.

287. Ὅταν σημάνη ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἡ ψυχή ἐξέρχεται ἀπό τό σῶμα καί συγκεντρώνεται πρός τό κεφάλι. Γι᾿ αὐτό, γι᾿ αὐτούς πού ἔκαναν μία ἔντονη πνευματική ζωή, ξεχύνεται εἰρήνη καί ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς στό πρόσωπό τους. Σέ πολλούς ἁγίους ἀσκητές τῆς ἐρήμου, στόν καιρό ἐξόδου τῆς ψυχῆς τους ἀπό τό σῶμα, ἔλαμψαν τά πρόσωπά τους σάν τόν ἥλιο. Ἡ ψυχή εἶναι μία πνευματική ὕπαρξις, ἡ ὁποία δέν ἔχει περιορισμούς, ὅπως ἔχει τό σῶμα καί οὔτε ὑπάρχουν ἐμπόδια στόν δρόμο της. Στόν ἴδιο αὐτόν καιρό, μία εἰρηνική συνείδησις ἀντανακλᾶται σ᾿ ἕνα γαλήνιο πρόσωπο, ἐνῶ ὅταν ἡ συνείδησις εἶναι ἀσυμφιλίωτη, τό πρόσωπο εἶναι φοβερό καί ἄγριο.

 

ΕΡΓΑΣΙΑ

288. Στόν καιρό μας, ἡ συνείδησις μπροστά στήν ἐργασία ἀρχίζει νά εἶναι ἕνας ἀξιοτίμητος παράγων στήν ἀνοικοδόμησι τοῦ μέλλοντος τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἐργασία ἐξέρχεται ἀπό τό στάδιο τῆς ταλαιπωρίας καί περνᾶ σ᾿ αὐτό τῆς δοκιμασίας, τέλος φθάνει στήν ἁγιότητα χάριν τῆς συνειδήσεως μέ τήν ὁποία εἶναι δημιουργημένη.

 

ΤΑ ΕΘΝΗ

289. Τούς κατοίκους πού κάνουν μία διεφθαρμένη ζωή, ὅταν τούς ἐπιτρέπει ὁ Θεός παιδεύσεις, δέν προστατεύει οὔτε τά σύνορά τους, οὔτε καί τ᾿ ἅρματά τους· ἐνῶ γιά μία καθαρή ζωή τους, τούς προστατεύει ὁ Θεός. Τά ἔθνη ἔχουν ἕνα μυστικό σκοπό νά ἐπιτελέσουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐπιτυγχάνεται ὁ σκοπός τους, ἔχουν τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ, ὅταν τόν προδίδουν, νά ἑτοιμάζωνται γιά τιμωρίες.

 

ΠΑΡΑΚΟΗ

290. Εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ μισθός τοῦ παρήκοου εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας του· ἀλλά τό ἴδιο εἶπαν ἀκόμη καί γιά τό πλῆθος τῶν παρακοῶν πού κάνουν ἐνώπιον τῶν συμβουλῶν τοῦ Θεοῦ πλῆθος ἀνθρώπων. Καί ἡ Ἁγία Γραφή γιά τήν ἴδια αἰτία ὁμολογεῖ καί λέγει: «Καί νόμος ἀπολεῖται ἐξ ἱερέως καί βουλή ἐκ πρεσβυτέρων» (Ἰεζεκ.7,26). Καί πάλιν λέγομεν: ὅτι ὁ Θεός δέν προορίζει κανέναν εἰς ἀπώλειαν.

 

ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΕΣ

291. Ἡ γνῶσις ἀπό τά παθήματα καί οἱ διδασκαλίες ἀπό τόν πόνο εἶναι ὁ μοναδικός δρόμος πού μπορεῖ νά διδάξη κάτι τούς ἀνθρώπους.

292. Σ᾿ ἐμᾶς ὅλα τά βάσανα μᾶς ἔρχωνται  ἀπό τά λάθη μας καί ὄχι ἀπό τόν Θεό. Αὐτός μόνο τά ἀνέχεται καί καθαρίζει μέ αὐτά τίς ἐνοχές μας. Οἰ ἄνθρωποι πολύ δύσκολα ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ διόρθωσις μέσῳ τῶν θλίψεων, ἀποδεικνύει ὄχι τήν ἐγκατάλειψι, ἀλλά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, ἀκόμη κι ἀπ᾿ αὐτά γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει φροντίδα γιά ἐμᾶς, ἐάν θά ἔχουμε δοκιμασίες.

293. Ὄντας πάγκαλος καί πάνσοφος ὁ Θεός μᾶς συμπεριφέρεται στοργικά καί μᾶς καθαρίζει μέ τήν εὐσπλαγχνία, εἴτε τό θέλουμε, εἴτε δέν τό θέλουμε, εἴτε τό καταλαβαίνουμε τώρα, εἴτε θά τό κατανοήσουμε ἀργότερα. Διότι: «Κύριος μακρόθυμος καί μεγάλη ἡ ἰσχύς αὐτοῦ, καί ἀθῶον οὐκ ἀθωώσει Κύριος...» (Ναούμ 1,3). Αὐτός περιμένει ἕνα διάστημα καί βλέπει: Βιαζόμεθα νά ζήσουμε μέ μετάνοια καί καλά ἔργα ἤ ὄχι; Στήν συνέχεια διδασκόμεθα ἀπό τίς στενοχώριες αὐτῶν ἤ περιμένουμε νά συντριβοῦμε κι ἐμεῖς στό κεφάλι, ὅπως κι αὐτοί;

294. Ὁ Θεός θέλει νά βοηθήση ὅλους, ἀλλά δέν δέχονται πάντες τήν ἀγάπη Του αὐτή. Ἔτσι γίνεται, διότι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν στενοχώριες. Αὐτούς τούς ἔχει ἀρνηθῆ ὁ Κύριος. Διότι, δέν ἀντιλαμβάνονται τίποτε ἀπό τήν  πατρική Του φροντίδα γι αὐτούς, τούς ἄφησε νά ζοῦν μέσα στίς ἁμαρτίες τους.

295. Ἔτσι λοιπόν, δέν εἶναι μακάριοι, ὅσοι δέν ἔχουν στενοχώριες σ᾿ αὐτή τήν ζωή. Διότι, γνωρίζοντας ὁ Θεός ὅτι δέν ἔχουν μυαλό νά κατανοήσουν τήν ὁδό, δέν φροντίζει νά τούς διορθώση μέσῳ θλίψεων καί περιπετειῶν στόν κόσμο αὐτόν, ἀλλά τούς ἑτοιμάζει τήν ἄλλη τιμωρία.

296. Ἡ πιό μακρυνή ὁδός ἐπί τῆς γῆς εἶναι ἀπό τ᾿ αὐτιά μέχρι τήν καρδιά, ὥστε περνοῦν ὁλόκληρα χρόνια, γιά νά φθάση κάποιος στό τέλος τοῦ δρόμου αὐτοῦ. Γι᾿ αὐτό, ἐπειδή τό μάτι τῆς συνειδήσεως ἔχασε πλέον τήν ὅρασί του καί οὔτε τ᾿ αὐτιά ἀκούουν τό κάλεσμα τοῦ λόγου γιά τήν πέραν τοῦ τάφου ζωήν, ὁ ἐλεήμων Θεός γιά νά μή χάση τούς ἀνθρώπους, τούς στέλλει μία πιό δυνατή κλῆσι, ἡ ὁποία πολύ τούς πονεῖ, καί εἶναι τά βάσανα τῆς ζωῆς. Οἱ θλίψεις τῆς ζωῆς ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σ᾿ ἕνα σκληρότερο δρόμο, ἀναγκάζοντάς τους νά ἀναζητήσουν καί γνωρίσουν τόν Θεό. Οἱ στενοχώριες δέν εἶναι ἔργο τό Θεοῦ, ἀλλά συνέπειες τῶν σφαλμάτων μας, συνέπεια τήν ὁποία ἀνέχεται ὁ Θεός καί τήν δεχόμεθα ἐμεῖς γιά τήν πνευματική μας σοφία.

297. Ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται στόν Θεό νά τόν λυτρώση ἀπό στενοχώριες καί ὁ Θεός παρακαλεῖ τόν ἄνθρωπο ν᾿ ἀλλάξη συμπεριφορά. Κρίνετε τώρα, ποιός ποιόν πρέπει ν᾿ ἀκούση πρῶτος;

298. Οἱ δοκιμασίες τῆς ζωῆς μας εἶναι μία σκληρή φωνή τοῦ Θεοῦ πρός τούς δύσκολους καί πονηρούς ἀνθρώπους.

299. Οἱ στενοχώριες πλένουν τά στίγματα τῶν ἁμαρτιῶν ἀπό τόν ἀόρατο χιτῶνα τους.

300. Οἱ δοκιμασίες καί ταραχές τῆς ζωῆς ἔχουν κι αὐτές ἕνα σκοπό: Μᾶς προκαλοῦν στήν ἀνεύρεσι τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖον μᾶς ἔφερε ἐδῶ ὁ Θεός, διότι τό τέλος μας πρέπει νά εἶναι ἡ αἰωνιότητς μέσα στήν εἰρήνη. Ἐπίσης μᾶς καθοδηγοῦν στήν ἀνεύρεσι τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ μας, σάν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ, πού εἴμεθα καλεσμένοι νά φθάσουμε στήν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος.

301. Οἱ παροῦσες θλίψεις δέν εἶναι ἄξιες νά τεθοῦν στήν ζυγαριά μέ τήν μελλοντική δόξα πού μᾶς περιμένει.

302. Μή παραπονούμεθα γιά τίς θλίψεις πού ἔρχονται στήν ζωή μας.

303. Κανείς ἀπό τούς Ἁγίους δέν λυτρώθηκε τελείως ἀπό τήν ὁποιαδήποτε σωματική του βάσανο, γιά νά μή χαθῆ τελείως στό τέλος τῆς ζωῆς του.

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

304. Ὅπως μερικοί ὑψώνουν μέχρι τόν οὐρανό τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλοι ἐπιδιώκουν νά κατεβάζουν  μέχρι τήν γῆ  τήν ἀξία του. Οἱ φυσικές του πραγματικότητες εἶναι ἡ μεγίστη ἀξία καί ἀθανασία του.

305. Ὁ ἄνθρωπος, γίνεται ὅλο καί περισσότερο ἄγνωστος. Γι᾿ αὐτό, αὐτοί πού ὁριοθετοῦν μόνο τήν γνῶσι μονομερῶς, ἀναποφεύκτως φθάνουν στό βάθος τῆς ἀλαζονείας, τό ὁποῖο δέν τό ξέρει κανείς-ἀπό τό ὁποῖο πάσχουν οἱ «ράπτες» τῆς ἐπιστήμης.

306. Τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔκανε τό πᾶν γιά τόν ἄνθρωπο, μέχρι καί τήν θυσία Του ἐπι τοῦ σταυροῦ, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἀνθρωπος ἔχει ἄπειρη ἀξία καί ἀπίστευτα μεγάλη. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει διαστάσεις θείου προορισμοῦ· τό κέντρο καί ἡ σύνθεσις τῆς δημιουργίας Του: ὁ ὁρατός κόσμος συναντᾶται μέ τόν ἀόρατο κόσμο!

Ἰδού γιατί εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νά ζήσουμε σύμφωνα μ᾿ αὐτό τόν θεῖο σκοπό· δηλαδή νά ζοῦμε ταυτόχρονα καί ὡς πρόσωπα ὁρατά καί ὡς πρόσωπα ἀόρατα· διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀξία πού φαίνεται ἀπό τό μέγεθος τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζῆ μέσα στήν πραγματική του ἀξία εἶναι ὑποκείμενο τῆς ἱστορίας, ἐνῶ ὅταν παραιτεῖται ἀπό τόν θεῖο του προορισμό, γίνεται ἀντικείμενο τῆς ἱστορίας, στήν σειρά, ὅπως τόσα ἄλλα ἀντικείμενα· δέν φέρει πλέον ἕνα ὄνομα, ἀλλά εἶναι ἕνας ἀριθμός.

Συνεπῶς, τί ἠμπορεῖ νά σημαίνη ἡ κατάβασις τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁπλῆ οἰκονομική ἀξία, παρά ἕνας ὑποβιβασμός στήν τάξι τῶν κτηνῶν, τά ὁποῖα θά ἀγριέψουν κάποια ἄλλη στιγμή καί θά σπρώξουν τούς ὑπευθύνους στά ὅρια τῆς τρέλλας. Αὐτό σημαίνει ἡ ἐργασία κάποιου, ὁ ὁποῖος ἔδωσε τά κρίνα στήν ἀκαθαρσία τῶν ζώων, τιμῶντας περισσότερο τήν κοπριά παρά τήν μυρουδιά τοῦ κρίνου.

Γιά ἕνα γλύστρημα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ὄνομα στόν ἀριθμό, ἔχουν νά μᾶς πληροφορήσουν ὅλοι οἱ ἐκλεκτοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν χαρίσματα, δυνάμεις, δόξες καί κάθε εἴδους θεῖα δῶρα.

307. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι τά πιό δύσκολα πρόβατα στά χέρια τοῦ τσοπάνη (πνευματικοῦ τους πατέρα). Δέν εἶναι ὅλα πρόβατα, διότι ἄλλα εἶναι κριάρια καί τράγοι· στόν αἰῶνα αὐτόν τά πρόβατα εἶναι ἀνακατωμένα μέ τά γίδια.

 

Η ΕΙΡΗΝΗ

308. Ἡ ἐπίγεια εἰρήνη προϋποθέτει ἀνθρώπους πού ζοῦν κοντά στόν Θεό. Ἐπίσης καί ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς κρέμεται ἀπ᾿ αὐτή τήν προϋπόθεσι. Ἡ αὐτονομία τῆς λογικῆς καί ἡ αὐτονομία τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας δέν ἠμπορῆ νά συμβάλη συγκεκριμένα, παρά μόνο γιά τήν ἀπώλειά της· ἐκεῖνο πού εἶναι πράγματι  συντριπτικό γεγονός ἤ πιό εἰλικρινά μία μαρτυρία τῆς δυσχερείας, τῆς συναφοῦς τραγωδίας εἶναι ἡ κατασκευή κοσμικῶν πραγμάτων, χωρίς τόν Θεό.

309. Ὅπως δέν ὑπάρχει ἔχθρα στόν Θεό, ἔτσι δέν ὑπάρχει καί σ᾿ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν καί Τόν ἔχουν θεμέλιο στήν ζωή τους. Ἡ ὕπαρξις τῆς εἰρήνης σέ ὅλη τήν κτίσι εἶναι ἕνα τόσο μεγάλο θαῦμα, ὥστε θαυμάζει ὁ κόσμος καί βιάζεται ν᾿ ἀναγνωρίση μέσῳ αὐτῆς τό ἔργο τοῦ Θεοῦ.

310. Ὁ Θεός ζώντας μέ ὅλη τήν εἰλικρίνεια τῆς ὑπάρξεώς Του, εἶναι ἡ μοναδική ὁδός, ἡ ὁποία ἠμπορεῖ νά φέρη τήν εἰρήνη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί τήν καλωσύνη· ὅλες οἱ ἄλλες λύσεις, δίπλα στό χριστιανικό ὀρθόδοξο βίωμα, βιάζονται νά φέρουν τήν ἀποκάλυψι.

311. Ἡ εἰρήνη εἶναι μία χαρακτηριστική χριστιανική ἀρετή καί προϋποθέτει τήν θεία καταγωγή της.

312. Τό ἀντίθετο τῆς εἰρήνης εἶναι ἡ φρίκη πού εἶναι μία πραγματική ἀπώλεια τῆς εἰρήνης. Ὁ Ἰησοῦς φέρει στόν ἄνθρωπο τήν εἰρήνη, ἡ ὁποία ἔρχεται ἀπό τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἕνα καλό πνευματικό ἔργο, τό ὁποῖο δέν ἠμπορεῖ νά δημιουργηθῆ ἤ νά διατηρηθῆ μέ τά ὅπλα.

 

ΟΙ ΠΑΓΙΔΕΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ

313. Ἰδού οἱ αἰτίες γιά τίς ὁποῖες ὁ Θεός στέλλει τίς παγίδες ἐπάνω στούς πλουσίους σας:

1. Μερικοί ἀπό τήν κυριαρχία τῶν δαιμόνων καί τότε, μή θαυμάζετε, ἐάν ἐκπληρώνεται ὁ λόγος, ὅτι δίνει ὁ Κύριος κατά τήν καρδία τοῦ καθενός.

2.Ἐργάζονται τίς Κυριακές. Ἐάν ὁ Θεός δέν ἐργάσθηκε τήν Κυριακή, οὔτε καί σέ σένα ἐπιτρέπεται νά ἐργάζεσαι, καί ἐάν θά ἐργασθῆς, θά χάσης ὄχι μόνο αὐτό πού κέρδισες τήν Κυριακή, ἀλλά κι αὐτό πού ἐδούλευσες ὅλη τήν προηγούμενη ἑβδομάδα. Μήν ἀκοῦτε τήν συμβουλή κανενός, ὅταν ὑπάρχει λόγος τῆς Ἐκκλησίας νά τιμήσετε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.

3. Ὑπάρχει καί ἡ παγίδα, ὅταν «κολλάει» ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω στήν δουλειά του, ὅπως εἶναι κολλημένα τά μάτια στό κεφάλι του. Κολλάει  καί ἡ καρδιά του σ᾿ αὐτά τά φθαρτά ἔργα. Γιά ἄλλο ἔργο ἔδωσε ὁ Θεός τήν καρδιά, ὄχι γιά νά τήν βουλιάξης μέ τήν κοπριά τοῦ κόσμου, ἀλλά νά τήν κατευθύνης πρός τόν Πατέρα τόν Ἐπουράνιο.

Αὐτόν ν᾿ ἀγαπήσωμεν, σ᾿ Αὐτόν νά κολλήσουμε τήν καρδιά μας, διότι ἀσύγκριτη θά εἶναι ἡ πληρωμή μας, τήν ὁποία θά μᾶς δώση ὁ Θεός, ἐνώπιον ὅλου τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτό, μή κολλᾶς τήν καρδιά σου οὔτε στά δικά σου παιδιά, διότι, ποιός θά σέ παρηγορήση, ὅταν κάποιο ὀδυνηρό πάθος ἤ ἀρρώστεια βασανίση ἕνα παιδί σου, ἐάν ἐσύ τό ἀγαπᾶς ὑπέρμετρα;

4. Ἀδελφέ πλούσιε, ἐνίοτε ἀγόρασες ἀπό κακό χέρι, ἀπό ἁμαρτωλό χέρι, ἀπό χέρι τό ὁποῖο ἔκλεψε ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐπόρνευσε. Γι᾿ αὐτό, πρίν νά ἀνακατώσης ὅλα αὐτά μέ τά δικά σου, πάρε καί ρίξε ὀλίγο ἁγιασμό ἐπάνω σ᾿ αὐτά, διότι πρέπει νά γνωρίζης ὅτι μέσῳ αὐτῶν περνοῦν καί οἱ ἁμαρτίες τους καί ἔρχονται ἐπάνω στήν γῆ νά πατήσουν ἀκόμη καί νά βλάψουν καί τά κτήνη τῶν ἀνθρώπων.

Ὅταν ἐκδιώχθηκε ὁ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο, ὁ Θεός καταράσθηκε τήν γῆ: «Ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτήν πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου· ἀκάνθας καί τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καί φαγῇ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ...»(Γέν.3,17-18). Γιά ἕνα σφάλμα μας κρεμάσθηκε ἐπάνω μας τιμωρία γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος καί γιά ὅλες τίς γενεές.

5. Ποιός ἐπιθυμεῖ νά ἔχη τούς ἐχθρούς του ἐπάνω του; Κανείς φυσικά. Διῶξε λοπιπόν καί ἐσύ τόν ἐχθρόν σου αὐτόν, διότι δέν θά ἔχης τήν προστασία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή σου. Κάποιος ἐργάζεται μέ τόν διάβολο ἐπάνω σου καί ἐπάνω στά ζῶα σου καί τότε ἐσύ μαραζώνεις μαζί μέ τά ζῶα σου.  Γιατί συμβαίνουν σέ σένα καί στήν δουλειά σου αὐτές οἱ ἀτυχίες; Διότι δέν ἔχεις τήν προστασία τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά μή ἠμπορέσουν νά βλάψουν τήν ψυχή σου τά ἀκάθαρτα πνεύματα, καθάρισε τό σῶμα σου μέ τήν  νηστεία,  κάνε ἁγιασμό, βάλε ἕνα σταυρό στήν πόρτα σου ἤ στόν σταῦλο τῶν ζώων σου καί παρακάλεσε τόν Θεό νά σέ προστατεύη.

6. Μπορεῖ ἀκόμη νά ἔχης πειρασμούς καί δοκιμασίες καί ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι στήν αὐλή στήν ὁποία μένεις καί ἐργάζεσαι ἤ στό χωράφι σου βαρύνονται μέ ψευδορκίες, κατάρες ἤ ἄλλες ἀδικίες. Πρόσεχε, μή κόψης ἕνα κομμάτι γῆς, ἐνῶ δέν εἶναι ἰδικό σου, διότι θά σοῦ φέρη τόν θάνατο στό σπίτι σου. Ἀλλοίμονό σου, βέβαια, ὅταν ἔχης και ἄλλες ἁμαρτίες μέσα στό σπίτι σου. Μπορεῖ νά ἀγόρασες αὐτή τήν αὐλή μέ χρήματα πού ἀπέκτησες, ὅταν ζοῦσες στήν  ἀκολασία. Ἀπ᾿ αὐτά τά χρήματα, δέν θά ἠμπορέσης νά ὠφεληθῆς, διότι καί ἐπάνω τους κρέμεσαι καί οἱ ἁμαρτίες τους θά σέ βαρύνουν. Ἄν ὅμως τά ἐργάσθηκες μέ φόβο Θεοῦ, σέ ἀκολουθεῖ ὁ Θεός μέχρι τέλους τῆς ζωῆς σου. Γιατί; Διότι δέν κράτησες τά φίδια στήν μασχάλη σου καί ὁ Θεόςε δέν τ᾿ ἄφησε νά σέ δαγκώσουν.

7. Βαρύνουν οἱ κατάρες τῶν γονέων ἤ αὐτοῦ πού εἶναι ἰδιοκτήτης τοῦ σπιτιοῦ σου ἤ ἀφεντικό σου μέ ἀποτέλεσμα ν᾿ ἀρνοῦνται (σκοτώνουν μέ ἐκτρώσεις) τά παιδιά τους καί νά τά θάπτουν ἐκεῖ. Ἡ ἄρνησις τῶν παιδιῶν τους εἶναι βαρύ ἁμάρτημα, ἀπ᾿ αὐτά  πού βοοῦν στόν οὐρανό καί ζητοῦν ἐκδίκησι.

8. Τά μεγάλα ἀφεντικά ἔχουν ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες ἀπό τήν νεότητά τους καί στά ἑπόμενα χρόνια τους καί δέν τίς ἐξάλειψαν, διότι δέν εἶναι ἀρκετό νά τούς εἰπῆς νά σταθοῦν κάτω ἀπό τό ἐπιτραχήλιο, ἀλλά πρέπει νά τό κάνουν μέ τήν προαίρεσί τους. Γι᾿ αὐτό κατόπιν ἔρχεται τό κτύπημα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σας καί παντοῦ, στά χωράφια, στά ζῶα καί σέ  κάθε ἔργο τῶν χεριῶν σας.

 

ΤΑ ΠΑΘΗ

314. Οἱ ἅγιοι Πατέρες  ὠνόμασαν δαιμόνια τά κορυφαῖα πάθη ( ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἀναφέρει ἑπτά ἤ ὀκτώ πάθη) ἐξ αἰτίας τοῦ ἐξαναγκαστικοῦ χαρακτῆρος τους, τῆς ἀδαμιαίας καταγωγῆς τους, τῆς ἱκανότητός τους νά κλονίζουν τήν ἰσορροπία τοῦ νοῦ καί τῆς ἀποστροφῆς τους ἀπό τόν Θεό. Αὐτά εἶναι: Τά πάθη (ἤ δαίμονες) τῆς γαστριμαργίας, τῆς ἀκολασίας, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀκηδίας, τῆς λύπης καί ἄλλα.

315. Ὁ διάβολος παρουσιάζει τά πάθη στόν ἄνθρωπο ὡς εὐχάριστα καί εὔκολα.

316. Τά ἐκτώ αὐτά δαιμονικά πάθη μποροῦν νά κάνουν τόν κύκλο τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ μέχρις ὅτου ὁδηγήσουν τό θῦμα τους στήν τελική πτῶσι. Καί αὐτή μπορεῖ νά εἶναι ἡ αὐτοκτονία, ἡ τρέλλα, ἡ δαιμονοληψία καί ἄλλα. Γιά παράδειγμα, ἡ κληρονομική μανία, ἡ φιλοδοξία καί ὁ καπνός τῆς ὑπερηφανείας, πόσους ἀνθρώπους δέν τούς ἐσάλευσαν τά μυαλά καί τούς ἐσκότωσαν!  Κατόπιν οἱ ἀσθένειες ἀπό τήν ἀκολασία, πόσους δέν ὡδήγησαν μέχρι τό τέλος ἀκόμη καί στίς ἡμέρες μας;  Ποιός ἀπό τούς μεθυσμένους, οἱ ὁποῖοι δέν ἄφησαν τό πάθος τους, ἐτελείωσε εἰρηνικά τήν ζωή του; Ἀλλά καί ἡ ἀκηδία μπορεῖ νά κάνη τούς ἀνθρώπους τρελλούς, ὅταν εὑρίσκονται κυρίως σέ προφανῆ κίνδυνο.

317. Ὅλη ἡ προσπάθεια τοῦ διαβόλου εἶναι αὐτή: Νά διαλύση τήν ἀγάπη καί γνῶσι μας πού ἔχουμε γιά τόν Θεό καί νά τά δώση, διά τῶν παθῶν, σάν ἕνα ἀντικείμενο ἀπασχολήσεως στό μηδέν καί στό παράλογο. Γι᾿ αὐτό, εἶναι ἀρκετό νά κατορθώση μία κίνησι πλησιέστρερη μέ τελευταῖο σκοπό τίς ἀρετές καί κατόπιν νά ἐπαναφέρη στό μηδέν τῆς κενοδοξίας καί στόν παραλογισμό ὅλη τήν προσπάθεια τῶν ἀρετῶν. Ἰδού, μέ μία ἀριστοτεχνική στροφή τοῦ πονηροῦ, μᾶς ἀδειάζει τίς ἀρετές στόν σπασμένο σάκκο τῶν παθῶν καί εἰς ἀντάλλαγμα, μᾶς βάζει κενά λόγια τῶν ἀνθρώπων καί τόν ἀπαίσιο χλευασμό του. Πρέπει, λοιπόν, πολύ καί βαθειά διάκρισις τῶν λογισμῶν.

318. Ὑπάρχουν πάθη σωματικά τά ὁποῖα μισοῦν τήν ψυχή καί ὑπάρχουν πάθη ψυχικά τά ὁποῖα ἀντανακλοῦν ἀπάνω στό σῶμα.

329. Στόν χρυσοῦν αἰῶνα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ζωή ἐν Χριστῷ ἦτο πολύ δυνατή καί πολύ ἐξαπλωμένη ἀνάμεσα στούς χριστιανούς· αὐτό συνέβαινε διότι ὑπῆρχε ἐλαφρότερη ἡ μάχη μέ τά πάθη. Στόν αἰῶνα μας ὅμως, «ὅπου τό ρῆμα Κυρίου ἐγένετο εἰς ὀνειδισμόν» (Ἱερεμ.6,10) ἀνάμεσα στούς χριστιανούς, τό νά ὁμιλοῦμε γιά μάχη μέ τά πάθη σημαίνει νά σοῦ ἀνάβουν ἄχυρα στό κεφάλι. Γι᾿ αὐτό, σήμερα, ὅσο καί νά μᾶς κοστίζη αὐτός ὁ κόπος, πρέπει νά πείθουμε τούς ἀνθρώπους γιά μιά καθαρώτερη ζωή-διότι ἀπ᾿ αὐτή κρέμεται ἡ ἀκτινοβολοῦσα πίστις μας, συνεπῶς καί ἡ σωτηρία μας. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι παίρνουν γιά βοήθεια τήν προσωπική τους ἀθλιότητα καί τόν ἐκφοβισμό ἀπό καταδιώξεις, καθώς καί ἄλλες μεγαλύτερες ἀθλιότητες. Ἡ ὁδός αὐτή εἶναι ἐργασία μαστροχαλαστῆ, διότι μία ἐν Χριστῷ ζωή εἴθε νά μᾶς ἀπαλλάξη ἀπό τήν ὑπόθεσι αὐτή. Γι᾿ αὐτό, γιά νά ζήση κάποιος τήν ζωή ἐν Χριστῷ σπάνια νά τήν εὕρη. Πρέπει νἆναι γεννημένος, ἄλλη ὁδός δέν ὑπάρχει· διότι μέ τί ἔρχεται, πῶς ἔρχεται, ἡ πίστις θά στραβώση καί κάθε εἶδοςἀρετῆς θά σβήση.

 

ΑΜΑΡΤΙΕΣ

330. Ὅσο καιρό κρατᾶμε τ᾿ ἁμαρτήματά μας ἀνεξομολόγητα καί τά κρύπτουμε μέ τήν θέλησί μας, ἄλλο τόσο καιρό κρέμεται ἐπάνω μας ἡ τιμωρία σάν μία σπάθη, ἡ ὁποία μένει καί μᾶς κτυπᾶ στήν ζωή μας. Ἐάν ὅμως τά ἐξομολογηθοῦμε, τότε ὁ Θεός παραμερίζει τήν ἐνοχή καί τόν κίνδυνο τοῦ θανάτου ἀπό ἐπάνω μας.

331. Συνήθως γιά τήν ἁμαρτία πρέπει ν᾿ ἀγωνιζώμεθα, ἐνίοτε ὁλόκληρη τήν ζωή μας.  Αὐτή ἡ περίοδος τῆς θλίψεως μᾶς διδάσκει τόν νοῦ νά μή ἐπιτρέψουμε στά πρῶτα καί ἀκόμη μᾶς βοηθεῖ γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς ψυχικῆς μας ὑγείας. Αὐτά μᾶς διδάσκουν καλλίτερα τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ.

332. Σφάλλουμε τετραπλάσια: Ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἐναντίον τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐναντίον τοῦ πλησίον μας καί ἐναντίον τῆς φύσεώς μας.

333. Αὐτή ἡ ἁμαρτία σημαίνει: ἠθική συντριβή τῆς συνειδήσεως ἀπό τόν σατανᾶ, μέσῳ τῶν σωματικῶν παθῶν.

334. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἠθική συντριβή τῆς ψυχῆς ἀπό κάποιο κακό λογισμό. Γι᾿ αὐτό, ὅλοι οἱ λογισμοί πρέπει νά λέγωνται πρίν νά ἐνισχυθοῦν καί νικήσουν τόν νοῦ, διότι ἀφ᾿ ὅτου λέγονται, χάνουν τήν δύναμι τῆς κατοχῆς τους καί τῆς κυριαρχίας τους ἐπάνω στόν νοῦ.

335. Οἱ ἁμαρτίες καταγράφονται στό γενετικό κώδικα τοῦ καθενός.

336. Τό ξερρίζωμα μιᾶς συνειθισμένης ἁμαρτίας ὁδηγεῖ στήν ψυχική καί σωματική κατάρτισι τοῦ ἀνθρώπου, μέχρις ὅτου φθάσει στό σημεῖο νά μή πολεμῆται πλέον.

337. Ἡ ἁμαρτία ἐνάντια στήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου τοῦ γίνεται δεύτερη φύσις-φύσις ἀνομίας ἤ νόμος ἁμαρτίας (Ρωμ.7,7). Αὐτό εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο μέ τήν ἀπώλεια τοῦ χαρίσματος τῆς ἐλευθερίας τῆς θελήσεως.

338. Ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος, μένοντας στήν ἁμαρτία, ἀδυνατίζουν οἱ δυνάμεις του, ἀντιλαμβάνεται ὅτι σκλαβώθηκε στόν διάβολο, διότι κάποτε τά νήπια τῆς Βαβυλῶνος ἦσαν μικρούτσικα καί τά ἔπαιρνε γιά ἀστεῖο, τώρα ὅμως ἔγιναν ἄνδρες καί αἰσθάνεται ὅτι τοῦ ἅρπαξαν τίς ψυχικές του δυνάμεις καί δέν ἠμπορεῖ πλέον ν᾿ ἀντισταθῆ στίς ἐπιθέσεις τοῦ ὑπεναντίου. Ὅταν εἶχε μέσα του ἀκέραιες τίς δυνάμεις του, δέν ἄκουγε συμβουλές, ἐνῶ τώρα πού δέν τίς ἔχει, ἐπιθυμεῖ νά ἐπιστρέψη στόν Θεό, ἀλλά δέν ξέρει ἀπό ποῦ ν᾿ ἀρχίση. Ὅλη τήν νεανική του εὐρωστία τήν δίνει ἐκεῖ πού δέν πρέπει, ἐνῶ τά «σαρα­βαλι­ασμέ­να» γεράματά του τά δίνει στόν Θεό.

339. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἕνα καταπάτημα τῶν νόμων τῆς φύσεως· ἡ εἴσοδος στήν ζωή ἑνός ἀνισορρόπου συναισθήματος τοῦ νοῦ. Ἐάν συνεχισθῆ ἔτσι, τότε ὁ νοῦς ἀδυνατίζει καί δέν ἠμπορεῖ νά σταματήση τήν ἀνισορροπία, ἡ ὁποία ὅλο καί περισσότερο καταλαμβάνει χῶρο στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέ φάσματα φρικιαστικά τοῦ θανάτου πού προσεχῶς ἔρχεται (Ἀποκ.3,1).

340. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μία πραγματικότης μέ προσωπικό στήριγμα, ἀλλά εἶναι τά νύχια τοῦ χάους στόν τράχηλο τῆς πραγματικότητος, ἕνας κλέπτης τοῦ μηδενός πού θέλει νά καταβροχθίση, ὅλα ὅσα ὑπάρχουν τριγύρω του.

341. Οἱ Πατέρες εἶπαν ὅτι μοναδική μας περιουσία ἀληθινά εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας. Διότι, κατ᾿ αὐτούς, δέν εἶσαι ἰδιοκτήτης παρά μόνο τοῦ ἔργου πού ἐσύ τό ἔκανες ἐκ τοῦ μηδενός. Καί συμπληρώνοντας λέγομεν ἐδῶ ὅτι ὁ Θεός ἔκανε ὅλη τήν κτίσι ἐκ τοῦ μηδενός, ἐνῶ τό κτῖσμα ἔκανε τήν ἁμαρτία.

342. Συνεπῶς, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀνήκει στόν ἑαυτό του, οὔτε σέ κάποιον ἄλλο ἄνθρωπο, ἀλλά στόν Θεό. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἡ ἁμαρτία, τῆς  ὁποίας εἶναι δημιουργός, δηλώνει γι᾿ αὐτόν καί τόν σκλαβώνει στήν συνέχεια, ὅτι μέ τήν ἰδιότητα τοῦ δικαίου-δυσάρεστο φορτίο-μπορεῖ νά φέρη τόν ἄνθρωπο μέχρι τήν κατάστασι ν᾿ ἀρνηθῆ τόν Θεό καί νά σταθῆ ἐχθρικά ἀπέναντί Του, σάν ἕνας δημιουργός ἑνός φοβεροῦ νέου ἔργου-ἡ ἁμαρτία-χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνεται ὅτι δι᾿ αὐτῆς ἐπιστρέφει στήν πικρή τυραννία τοῦ μηδενός, δηλαδή τοῦ χάους παντός εἴδους καί σ᾿ ὅλα τά δυσάσεστα τά ὁποῖα ἀκολουθοῦν πάντοτε.

343. Αὐτή εἶναι ἡ φοβερή νέα κατάστασι, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἠμποροῦσε νά κάνη αὐτό πού ὁ Θεός δέν ἠμποροῦσε, δηλαδή τό κακό. Τό γεγονός ὅτι, μετά τήν κρίσι τῶν πάντων, τούς ἁμαρτωλούς τούς φυλακίζει στά βάσανα τοῦ αἰωνίου χάους, ὄχι ὅτι αὐτό εἶναι μία ἐκδίκησις ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μία συνέπεια τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἑκούσιας διαφθορᾶς τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά εἶναι αὐτή-ἁμαρτία-μέχρι τό τέλος τῆς αἰωνιότητος.

Ἡ ἁμαρτία, αὐτός, ἀληθινά ὁ  ἄδικος μαμωνᾶς τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νά ἐξαφανισθῆ· πρέπει νά ζητήσουμε συγχώρησι ἀπό τόν Θεό γιά αὐτόν τόν συγκεκριμέν κόπο καί τήν βοήθειά του γιά νά διώξουμε τήν ἁμαρτία ἀπό ἐπάνω μας. Οἱ ἱερεῖς εἶναι οἱ οἰκονόμοι τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι λύνουν τούς συνανθρώπους τους ἀπ᾿ αὐτή τήν δύσκολη περίστασι καί τούς συγχωροῦν καθηκόντως. Γι᾿ αὐτό, ὁ Ἑωσφόρος τούς καταγγέλλει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡμέρα καί νύκτα καί ἐγείρεται ἐναντίον τους μέ ὅλες τίς τεράστιες ἐχθρικές του δυνάμεις. «Καί αὐτοί ἐνίκησαν αὐτόν διά τό αἷμα τοῦ ἀρνίου καί διά τόν λόγον τῆς μαρτυρίας αὐτῶν, καί οὐκ ἠγάπησαν τήν ψυχήν αὐτῶν ἄχρι θανάτου»(Ἀποκ.12,11).

Γι᾿ αὐτό ἔχει δίκαιο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος νά λέγη ὅτι «περισσότερες φουρτοῦνες κλονίζουν τήν ψυχή τοῦ ἱερέως παρά τά κύματα τά ὁποῖα κτυποῦν τήν θάλασσα». (Περί ἱερωσύνης). Οἱ λειτουργοί τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτοί, στό μέτρον τοῦ δυνατοῦ, ἕνα ἀναμμένο θυσιαστήριο σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.

344. Τώρα τό τσεκούρι στέκεται στήν ρίζα τῶν δένδρων καί ἡ φωτιά δίπλα γιά ὅλα τά δένδρα, τά ὁποῖα δέν παράγουν καλούς καρπούς. Τήν ἀξία ἑνός δένδρου τήν ἀποφασίζουν οἱ καρποί του καί οὐδέποτε τό ὄνομά του πού ἔχει.

Ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, χωρίς τήν διόρθωσι τῆς ζωῆς δέν ἔχει καμμία ἀξία. Γιά τήν ἁμαρτία ὁ Θεός εἶναι «πῦρ καταναλίσκον». Ὁπότε, εἴτε ἐξαφανίζεις τήν ἁμαρτία, εἴτε καίγεσαι ἀπ᾿ αὐτήν ἐξ ὁλοκλήρου.

345. Οἱ ἁμαρτωλοί ἔχουν ἕνα φίλο, τόν Ἰησοῦ. Ἀπό τήν στιγμή πού γνωρίζεις ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, ἄλλαξες καί ἀπό ἐχθρός, ἔγινες φίλος τοῦ Θεοῦ.

346. Ὅταν πιστεύης γιά τόν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι δίκαιος, ἔκλεισες γιά πάντα ὅλες τίς δυνατότητες τῆς πνευματικῆς σου τελειώσεως. Ὅταν αἰσθάνεσαι ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, ὅταν εἶσαι πεπεισμένος γιά τίς ἀτέλειές σου, αὐτό εἶναι σημεῖο ὅτι ὁ παντέλειος Θεός εἶναι δίπλα σου καί ἡ συνείδησίς σου κράζει τήν διαφορά πού ἔχεις ἐσύ μέ Ἐκεῖνον.

347. Ὁ Φίλος τῶν ἁμαρτωλῶν περιμένει ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά σωθοῦν. Τούς ἀναζητεῖ, τρέχει ὀπίσω τους καί κάνει αὐτό μέχρι καί τόν τελευταῖο ἄνθρωπο τῆς Βασιλείας Του. Ἰδού μία ἀόρατη διάστασι τοῦ σταυροῦ τοῦ Ἰησοῦ.

348. Τό δυσκολώτερο καί ἀσυγχώρητο στόν αἰῶνα ἁμάρτημα τοῦ ἀνθρώπου, ξέρετε ποιό εἶναι; Εἶναι ἡ ἐνάντια στήν ἀλήθεια συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου..

349. Τόσο φυσική γίνεται ἡ ἁμαρτία στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ὥστε, ὅταν θέλης νά διώξης ἀπ᾿ αὐτόν τούς δαίμονες, σοῦ λέγει ὅτι ἐσύ εἶσαι διάβολος.

 

 

 

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ

350. Δίπλα στόν πεσμένο στούς ληστές ἄνθρωπο περνοῦσαν στήν σειρά, μή ἠμπορῶντας νά βοηθήσουν: Ὁ Νόμος καί ἡ ἱερωσύνη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καμμία ἐξουσία δέν ἠμποροῦσε νά προσφέρη τίποτε. Ἦλθε ὁ Καλός Σαμαρείτης (Λουκ.10,33), ἄνθρωπος ἀλλογενής· ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτία, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ὁποῖος παρέλαβε τόν τραυματισθέντα καί τόν ἀνέβασε στό κτῆνος Του. Αὐτό τό ὁποῖο μυστικά σημαίνεται ἐδῶ εἶναι ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ καί ἡ παρουσία του ὡς ἀνθρώπου στήν γῆ· ἄνθρωπος ἀναμάρτητος, ἡ Ἀλήθεια πλησίον μας, μέ τήν διάθεσι νά μᾶς πάρη στήν πλάτη Του, μέσα ἀπό τούς ληστές καί νά μᾶς μεταφέρη στόν Οἶκο Του.

Τόν πεσμένον στούς ληστές τόν ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του, ὅπου οἱ Λειτουργοί της θά φροντίσουν γι᾿ αὐτόν, πλένοντας τίς πληγές του, ἄσχετα ἀπό ποιό ἔθνος προέρχεται, μέ κρασί καί λάδι. Στήν Ἐκκλησία ἔδωσε γιά τά ἔξοδα τοῦ τραυματίου δύο δηνάρια: Τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, δηλαδή μετά τήν ἄμεση ἀνάγκη, τόν νόμο, τίς συμβουλές γιά θερμή μετάνοια, πού συμβολίζει τό κρασί καί τό λάδι στίς πληγές καί τήν θεία Χάρι τῶν ἑπτά Μυστηρίων, πού πηγάζουν ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, τό δένδρο τῆς ζωῆς, σάν τό λάδι πού ἀλείφονται οἱ πληγές καί καθαρίζονται μέ τήν αὐστηρότητα τῆς μετανοίας. καί τά δύο αὐτά θεραπεύουν πλήρως τόν ἄνθρωπο.

351. Ἡ παραβολή τοῦ Σαμαρείτου δέν εἶναι μόνο μία παραβολή, εἶναι ταυτόχρονα καί μία ἀποκάλυψις τῆς μελλοντικῆς ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι καί μία ὑποχρέωσις τοῦ ἀνθρώπου νά ὁμοιάση μέ τόν Σαμαρείτη καί νά προκόψη στό δικό του τό ἔθνος (διότι ὁ Σαμαρείτης κατήγετο ἀπό ἄλλο ἔθνος, παρότι ἔπεσε σέ ληστές ἄλλου ἔθνους). Ἡ κατάβασις ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχώ, σημαίνεται ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κατάστασι τοῦ παραδείσου τῆς ἀγαθῆς συνειδήσεώς του στήν κατάστασι τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὅπου τραυματίσθηκε ἀπό τούς ληστές  καί  ἔμεινε σχεδόν ἡμιθανής.

Ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες, μή ἠμποροῦντες νά τόν βοηθήσουν, ἐπέρασαν ἄπρακτοι ἀπό δίπλα του: ὅμοιοί τους εἶναι καί οἱ Λευΐτες, πού οὔτε κι αὐτοί τόν βοήθησαν. Ἦλθε ἕνας ξένος, ἐπλησίασε τόν τραυματισμένο, τοῦ ἔπλυνε τίς πληγές μέ κρασί (ἡ πικρία καί δυσκολία τῆς μετανοίας)  καί τόν ἄλειψε μέ λάδι (τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας) καί τόν ἐπῆρε στήν πλάτη (ὁ Θεός ἐπῆρε ἐπάνω του τήν φύσι τοῦ ἀνθρώπου, ἐνηνθρώπησε).  Ἐπέρασε μαζί μέ τόν ἄνθρωπο καί τόν παράδωσε γιά περαιτέρω φροντίδα στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά τήν δεύτερη ἡμέρα μετά τήν Ἀνάστασι σφραγίζοντας μέ αὐτήν ἕνα ἀπό τά δύο δηνάρια γιά ἔξοδά του, τήν Καινή Διαθήκη, ἔδωσε στήν Ἐκκλησία τόν ἄνθρωπο γιά φροντίδα, καθώς καί τίς δύο διαθῆκες, τόν Νόμο καί τήν Χάρι.

Κάθε κτύπημα πού δέχεται ὁ ἄνθρωποις στό κεφάλι καί θεραπεία τῆς συνειδήσεώς του τήν ἀναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μέχρι τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Σαμαρείτου, ὁπότε καί θά πληρώση τόν κόπο κάθε ἀνθρώπου. Ἰδού ἡ ἀληθινή ἐξήγησις τοῦ νόμου μέ πρῖσμα τήν ἀγάπη. Ἰδού ὁ Σαμαρείτης, ὁ ἀληθινός σύμβουλος καί φίλος τῆς συνειδήσεώς μας πού ἔχει πέσει στούς ληστές.

Ἰδού μέ ποιόν ὁμοιάζουμε καί τί θά κάνουμε γιά νά ἔχουμε ἀπάντησι στό πρόβλημα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

 

ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ

352. Γνωρίζει ὁ ἐχθρός ὅτι ἡ ἐπίγεια ἀπόλαυσις, γι᾿ αὐτόν πού βαδίζει πρός αὐτήν, ἔχει δαιμονική δύναμι νά διαλύση καί ἀποξενώση τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀγάπη τοιῦ Θεοῦ καί νά τόν φέρη σέ ὁποιαδήποτε ἀπόλαυσι, μακριά ἀπό τόν Θεό. Ἑπομένως, ἐάν ἡ καρδιά μας εἶναι προσκολλημένη σέ κάτι τό ἐπίγειο, ὁ ἐξουσιαστής αὐτοῦ τοῦ κόσμου μᾶς κρατεῖ ἀκόμη δεμένους στήν βασιλεία του, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ἀγάπη μας γιά τόν Θεό δέν ἄναψε ἀκόμη μέσα μας.

353. Ὅλοι ὅσοι ἀκολουθοῦν τίς χαρές, ὁποιουδήποτε εἴδους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, δέν θά λυτρωθοῦν ἀπό κινδύνους, διότι κάτω ἀπό κάθε ἀπόλαυσι κρύβεται καί ἕνα φίδι.

354. Ἡ ἀπόλαυσις εἶναι δέλεαρ μέ τό ὁποῖο ὁ «ἀλήτης» ἐξαπατᾶ τόν ἄνθρωπο γιά νά κατέβη ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ στήν Ἱεριχώ.

355. Παραιτήσου ἀπό τίς κοσμικές χαρές σου γιά νά δώσης χαρά στούς ἄλλους.

Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ταξιδεύει ἀπρόσεκτα μέ τίς διαμετακομίσεις του, μπορεῖ νά φθάση στό ἀδιέξοδο, στήν ἀνισορροπία, στόν δαιμονισμό.

Παραδώσου σ᾿ ἕνα κακό πνεῦμα ἤ σέ μερικές κακές δυνάμεις καί θά ἰδῆς ὅτι θά σέ σηκώσουν κλινήρη ἀνάμεσα ἀπό τούς ἀνθρώπους.

 

ΤΟ ΚΛΑΜΑ

356. Τήν πνευματική χαρά μπορεῖς νά τήν χάσης ἐξ αἰτίας τῆς κενοδοξίας. (Πρβλ.Ματ.7,22-23). Στό Βιβλίο τῆς ζωῆς γράφονται ἰδιαίτερα τά ἔργα ἐκεῖνα τά ὁποῖα τά ἔκανες μέ στεναγμούς μετανοίας.

Στήν προσπάθειά σου νά διώξης τά κακά πνεύματα ἀπό τούς ἄλλους κινδυνεύεις νά πέσης ἐσύ· ἐνῶ, ὅταν μέ δάκρυα καθαρίζης τόν ἑαυτό σου, ὠφελεῖς καί τούς ἄλλους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν μᾶς ἐτόνισε τήν ἐπιτέλεσι θαυμάτων, ἀλλά τήν γνῶσι τοῦ Θεοῦ καί τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς· στό ἔργο αὐτό ἀρκεῖ, ἐάν κλαίγωμε πολλές φορές στήν ζωή μας.

 

 

 

ΜΕΤΑΝΟΙΑ

357. Ἡ μετάνοια πρέπει νά εἶναι μία εὐδιαθεσία συνεχῶς αὐξανόμενη στήν ψυχή γιά τήν τελεία ἐξυγίανσί της.

358. Εἶναι μεγάλο τό μυστήριο τῆς Μετανοίας, ὄχι μόνο διότι σέ μεταβάλλει ἀπό κακό σέ καλό ἄνθρωπο, ἀπό ἐχθρό τοῦ Θεοῦ, φίλο Του, ἀλλά καί διότι ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο εἶναι σκεπασμένο μ᾿ ἕνα ταπεινό τρόπο. Τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Πατρός γιά νά γλυτώση τά παιδιά Του ἀπό τήν ἀνελέητη κρίσι τῆς δικαιοσύνης, βάσει τῶν ἔργων, στέλλει κατερχόμενον ἐξ οὐρανοῦ τόν μονογενῆ Του Υἱό νά τούς κάνη μία ἐλεήμονα κρίσι, χωρίς καμμία φοβέρα καί τέλος νά τούς συμφιλιώση μέ τόν ἑαυτό Του.

Ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτή ἡ εὐσπλαγχνική κρίσις εἶναι ταπεινή δέν ἠμπορεῖ νά πλησιάση κανείς στά σωτήρια εὐεργετήματά της  ἀπ᾿ αὐτούς πού ἔχουν γεμᾶτο τόν νοῦ τους μέ ἐπιστῆμες καί καπνίζονται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια. Πῶς ἠμποροῦν νά ἔλθουν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τό πᾶν, αὐτοί πού ἐξουσιάζουν τούς ἀνθρώπους νά ἔλθουν γονατιστοί μπροστά σ᾿ ἕνα ἁπλό ἱερέα γιά νά ἐξομολογηθοῦν ὅλες τίς ἀνομίες καί στενοχώριες τους; Ὄχι, τέτοια «ὑπερηφάνεια» δέν ἠμποροῦν νά κάνουν, νά ἔλθουν ἀπό τήν «καλωσύνη τους» στήν ταπείνωσι. Γι᾿ αὐτό, αὐτοί κρίνουν μέ αὐστηρά δικαιοσύνη, ἡ ὁποία βράζει σάν τόν ζωμό μέσα τους μέχρι νά τούς μαλακώσουν τά κόκκαλα τῆς ἀλαζονείας.

359. Οἱ παλαιότεροι προσηύχοντο γι᾿ αὐτούς πού τούς ἐβασάνιζαν καί τούς κρατοῦσαν δεμένους τά πόδια καί εὐλογοῦσαν αὐτούς πού ἐπήγαιναν γιά τόν θάνατο· ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι θά πρέπει ν᾿ ἀγοράσουμε μέ χρυσάφι τίς θλίψεις καί τίς ταλαιπωρίες πού παθαίναμε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Τό πᾶν εἶναι νά κάνης ὅ,τιδήποτε γιά τόν Θεό καί Αὐτός θά σέ βοηθήση· διότι εἶναι ἀλήθεια: ὅτι δέν εἶναι κατά φύσιν ν᾿ ἀγαπᾶς μέ ὅλη σου τήν καρδιά, αὐτόν ὁ ὁποῖος σέ σκοτώνει μέ διαφόρους τρόπους, ἀλλά εἶναι ὑπέρ τήν φύσιν σου. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια καί ὁ σκοπός αὐτῆς τῆς ἐλεήμονος κρίσεως τοῦ Θεοῦ: Ἐπαναπόκτησις τῆς ἄνευ ὁρίων ἀγάπης, ἐπιστροφή ἀπ᾿ ὅλες τίς ἁμαρτίες πρός τόν  ἕνα Θεό καί ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁσάκις γίνεται τό θαῦμα αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου, τότε λέγουμε ὅτι ἡ Θ. Χάρις ἐργάζεται τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων στήν ἀθωότητα τῶν νηπίων.

 

ΟΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

360. Τό ἔργο τῶν ἐντολῶν πού φυλάττουν τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων καθαρή καί δίνουν ζωή σ᾿ αὐτούς πού τήν ἐφαρμόζουν (Νεεμίου 9,29), ἀκριβῶς αὐτό τό ἔργο κάνουν: Τήν ἀνακάλυψι τοῦ θησαυροῦ, ἤ τήν ἀνασυγκρότησι μέσα μας τῶν σκορπισμένων δυνάμεων σέ μία δεύτερη γέννησι καί τήν ἀφύπνισι σέ μία κατά Χριστόν καί Πνεῦμα Ἅγιον ζωή.

Ὁ Θεός εὑρίσκεται στίς ἐντολές Του καί μέσῳ αὐτῶν ἔρχεται κοντά μας καί ἐμᾶς μᾶς μετοικίζει στόν Ἑαυτό Του· καί ἀντιστρόφως: μέσῳ τῆς ἀνομίας ὑπεισέρχεται ὁ ἐχθρός καί φθάνουμε στήν ὁμοίωσι μαζί του. Ὁπότε αὐτοί πού φθάνουν στά ὅρια τοῦ θανάτου, λόγω τῆς μή ἐκτελέσεως τῶν θείων ἐντολῶν, δέν θά σωθοῦν, σάν αὐτούς πού δέν εὑρῆκαν τόν θησαυρό, μάλιστα καί τό τάλαντο τῆς ἐμπορίας τό ἔθαψαν στό χῶμα.

361. Ἔτσι θέλει ὁ Ἰησοῦς νά δεχθοῦμε τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν: ὅπως δέν εὐχαριστεῖς τόν ὑπηρέτη σου, ὁ ὁποῖος σέ ὑπηρετεῖ, χωρίς ἐκεῖνος νά ἔχη καθόλου κάποιο λόγο νά στενοχωρηθῆ καί ἐμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἔχουμε τήν ἀπαίτησι νά μᾶς εὐχαριστήση, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἐκπληρώσαμε τίς ἐντολές Του.

 

ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ

362. Πάταγος στήν ζωή καί φασαρία γιά τίς ἀπερίσκεπτες φροντίδες κράζουν δυνατώτερα στά αὐτιά τῶν ἀνθρώπων γιά τίς ἐπίγειες ἀνάγκες τους, παρά νά τούς κράζουν οἱ φωνές τῆς συνειδήσεώς τους γιά τίς ἀναγκαῖες φροντίδες τους γιά τήν αἰωνιότητα. Οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν ν᾿ ἀκούουν γι᾿ αὐτά τά  ἐπέκεινα τῆς ζωῆς, τά ὁποῖα τούς φαίνονται ὅτι εἶναι πολύ μακριά. Ἡ κουφότης τους ἐνισχύεται περισσότερο καί τό λεπτό κάλεσμα τῆς ψυχῆς τους δέν ἀκούγεται πλέον. Ἀλλά ὁ Ἐλεήμων Θεός, γιά νά μή χαθοῦν οἱ ἄνθρωποι μέσα στίς ἀνομίες τους, τούς ὑπενθυμίζει τήν ἐξωτερική αὐτή πρόσκλησι μέ τήν φωνή τῶν λειτουργῶν Του. Διά τῶν Ἱερέων δέν σέ καλεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά θέσης τήν ἐλπίδα τῆς ζωῆς σου σέ ἄνθρωπο, ἀλλά σέ καλεῖ ὁ Κύριος καί Θεός γιά νά σέ μετοικίση ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀνθρώπινη ζωή σου στήν αἰώνια.

363. Οἱ ἱερεῖς φέρουν τήν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ· διά τῶν εὐχῶν τῆς συγχωρήσεως σέ συγχωρεῖ ὁ Θεός, διά τῆς φωνῆς των, σοῦ ὁμιλεῖ ὁ Θεός, δι᾿ αὐτῶν σέ καλεῖ ὁ Θεός, ὅσο ἁμαρτωλός καί νά εἶσαι.

364.Ἡ ἱερωσύνη, διά τοῦ Τιμίου αἵματος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶναι μία νέα γενεαλογία.

365. Ἡ ἱερωσύνη τῆς Ἐκκλησίας ἐπιδιώκει, ὅπως κανένας ἀπό τούς υἱούς τοῦ Πατρός νά μή γίνη ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του, ἤ νά ἀποκοπῆ ἀπό τήν κοινότητα καί ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Διότι Αὐτός εἶναι ὁ Ὁποῖος ἑνώνει τήν μία κοινότητα μέ τήν ἄλλη, ὁπότε κανείς δέν σώζεται ἀπομονωμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅσο κι ἄν πιστεύη ὅτι σ᾿ αὐτόν κατοικεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ.

366. Οἱ ἱερεῖς τῶν καιρῶν μας, μέ τά ἴδια καθήκοντα ὅπως ὁ Ἀπό­στολος Παῦλος, δέν καταδιώκουν πλέον τήν ἀκολασία, ἡ ὁποία σάν ἁμαρτία καταστρέφει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξι σέ πλάτος καί σέ βάθος, ἀλλά τήν ἀφήνουν νά ἐξαπλώνεται ἀδιάντροπα. Αὐτοί δέν τολμοῦν πλέον νά τήν καθαρίσουν, ἐκτός ἀπό τό Μυστήριο τοῦ χριστιανικοῦ γάμου, ὁ ὁποῖος φθάνει ὅλο καί περισσότερο στήν πτωχεία τῶν καρπῶν του, στήν ἔλλειψι παιδιῶν. Αὐτό συμβαίνει διότι: «καί νόμος ἀπολεῖται ἐξ ἱερέως καί βουλή ἐκ πρεσβυτέρων», ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ (7,26). Οἱ ἄνθρωποι τυφλώθηκαν ἀπό τό πλῆθος τῶν σκοτισμένων ἰδεῶν καί τήν ἔλλειψι συμβουλῶν, πού ἔχουν ἐξαπλωθῆ σάν μία ἀσέληνη νύκτα ἐπάνω στούς δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Αὐτό εἶναι ἕνα πολύ ἐπικίνδυνο σημεῖο,  διότι λέγει καί ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «Τήν ὥραν πού ἐκοιμῶντο οἱ ἄνθρωποί του, ἦλθεν ὁ ἐχθρός του, ὁ διάβολος δηλαδή, καί ἔσπειρεν ᾖραν ἀνάμεσα εἰς τόν σίτον καί ἔφυγεν»(13 , 25). Ὁπότε, ὄχι χωρίς σκοπό, προσπαθοῦμε νά τραβήξουμε τήν προσοχή τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἡ ᾖρα (πειρασμοί τοῦ διαβόλου) θά ἀγριέψουν τά πρόβατα ἐναντίον τῶν ποιμένων τους.

367. Οἱ ἱερεῖς ἔχουν φροντίδα νά ἀπομακρύνουν τούς ἀνθρώπους στόν κατάλληλο καιρό γιά νά μή πέσουν  ἀπό τήν ἐλεημοσύνη στήν αὐστηρή δικαιοσύνη. Σ᾿ αὐτούς δόθηκε τό μεγάλο δῶρο νά συγχωροῦν στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μέγα καί καταπληκτικό αὐτό τό δῶρο! Ἄρα γε γιατί δέν τό κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι;

368. Τό νά δικάσης τούς ἱερεῖς εἶναι πολύ εὔκολο, ἀλλά καί ἄσκοπο ἔργο. Ἄς εἴμεθα δίκαιοι: Ἡ διακονία τῶν ἱερέων εἶναι ἁγία καί τό δῶρο τους προερχόμενο ἀπό τόν Θεό, εἶναι ἅγιο. Ἡ ἀνθρώπινη φύσις καί τῶν ἱερέων μας μᾶς δίνει ἐνίοτε τήν ἀφορμή νά σκανδαλισθοῦμε, ἀλλά ἄς εἴμεθα δίκαιοι: Ἐφ᾿ ὅσον καί αὐτοί γεννήθηκαν, ὅπως ὅλοι μας, ἔχοντες τήν ἴδια ἀνθρώπινη φύσι, ἔχουν τήν ροπή πρός τό κακό καί τά πάθη τά ὁποῖα σάν σκουλήκια ἐπιθυμοῦν νά ἐνοχλοῦν τήν ψυχή. Ὁπότε, καί νά θέλουν, δέν ἠμποροῦν, χωρίς ἀδυναμίες καί ἐλλείψεις νά ἐπιτελέσουν τήν ἀποστολή πού τούς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτοί μέ τήν ἀπρόσεκτη ζωή τους, δέν βοηθοῦν τόν λαό νά πιστεύη στόν Χριστό ἀκράδαντα μέ ἀποτέλεσμα νά ἀγριεύουν τά πρόβατα ἐναντίον τοῦ ποιμένος τους καί νά χαίρωνται οἱ λύκοι. Ἐνισχύεται τό πνευματικό σκοτάδι καί ἔρχεται ἡ πεῖνα, ὄχι ἀπό ἔλλειψι ψωμιοῦ, ἀλλά ἀπό τήν ἔλλειψι λόγου Θεοῦ καί οὐρανίου ἄρτου. Τό ἁλάτι τῆς γῆς θά καταπατηθῆ ἀπό τούς ἀνθρώπους καί θά ἔλθη καιρός πού κατά τόν προφήτη Ἡσαΐα «ἔσται ὁ λαός ὡς ὁ ἱερεύς...»(24,2). Ἀλλά ἀπ᾿ ὅλη αὐτή τήν κακή κατάστασι θά ἀντιληφθῆ καί ὁ λαός ὅτι κάθε πτῶσις ἔχει τήν ἀρχή της ἀπό τούς γονεῖς καί τήν οἰκογένεια.

369. Ὁ ἱερεύς ἔχει καθῆκον νά ἑρμηνεύη τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας ξεκινῶντας ἀπό τό ἔργο τοῦ Θεοῦ καί συνεχίζοντας γιά τά καθήκοντα τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι σ᾿ Αὐτόν.

370. Οἱ ἱερεῖς εἶναι οἰκονόμοι τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί προστατεύουν τούς συνανθρώπους τους ἀπό τά πάθη τοῦ κόσμου παρέχοντας τους στήν ἐξομολόγησι τήν συγχώρησι τῶν ἁμαρτημάτων τους. Γι᾿ αὐτό ὁ Ἑωσφόρος, ἐγείρει μέγα πόλεμο ἐναντίον τους ἡμέρα καί νύκτα, ἀκόμη προκαλεῖ σέ ἐπανάστασι καί ἀνθρώπους δικούς του γιά νά κτυπήσουν τόν ποιμένα καί νά διασκορπισθοῦν τά πρόβατα, οἱ Χριστια­νοί.­ Ὅμως οἱ ἱερεῖς μας ἄς μένουν ἀκλόνητοι ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ σατανᾶ καί τίς διαβολές τῶν ἀνθρώπων ἐλπίζοντες στόν Ἰησοῦ Χριστό μας. Ἰδού τί μᾶς λέγει καί ὁ συγγραφεύς τῆς Ἀποκαλύψεως: «Καί αὐτοί ἐνίκησαν αὐτόν διά τό αἷμα τοῦ ἀρνίου καί διά τόν λόγον τῆς μαρτυρίας αὐτῶν, καί οὐκ ἠγάπησαν τήν ψυχήν αὐτῶν ἄχρι θανάτου» (Ἀποκ.12,11).

Γι᾿ αὐτό ἔχει δίκαιο ὁ ἅγιος Ἰγωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν λέγη ὅτι: «Εἶναι περισσότερες οἱ φουρτοῦνες πού ταράζουν τήν ψυχή τοῦ ἱερέως, ἀπό τά κύματα πού κτυποῦν τήν θάλασσα». Οἱ λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου, παρά τίς ὑπάρχουσες ἀδυναμίες τους, εἶναι κι αὐτοί μία ἀδιάκοπη θυσία γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἕνα ἀναμμένο φῶς μέσα στόν κόσμο, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.

371. Ὑπάρχει ἕνα ἐχθρικό πνεῦμα, τό ὁποῖον κατοικεῖ στόν νοῦ πολλῶν ἀνθρώπων καί τούς ξεσηκώνει ἐναντίον τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν τῶν ἱερέων μας, διδοντάς τους τήν ἐντύπωσι ὅτι δέν εἶναι πλέον ὑποχρεωμένοι νά ὑπακούουν τούς ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τους. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι, ἐάν δέν ὑπακούουν στήν διδασκαλία τῆς ἀληθινῆς Πίστεώς μας καί δέν ἀκολουθοῦν τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ὁ νοῦς τους αἰχμαλωτίζεται ἀπό τούς λογισμούς τους. Στήν συνέχεια τούς ρίχνει σέ ἁμαρτίες, πού τίς κάνουν ἀπό τήν ἀνυπακοή καί τόν ἐγωϊσμό τους. Ὁ ἄνθρωπος σκοτίζεται ὡς πρός τήν ἀλήθεια καί ἀκολουθεῖ τήν πλάνη σάν κάτι τό καλό. Μερικοί συνέρχονται καί διαπιστώνουν ὅτι εὑρίσκοντο στήν πλάνη. Ὁ νοητός ἐχθρός μέ τίς ἀπάτες τοῦ ὁποίου πλανῶνται, μή θέλοντας νά τούς χάση ἀπό τά χέρια του, τούς παρουσιάζει τίς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων, καί μάλιστα τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς νά σκέπτωνται καί τά χαρίσματα καί τίς δωρεές που στολίζουν τήν ζωή τους. Ἔτσι, ἔρχεται στό μυαλό τους ἡ ἰδέα γιά ἕνα δικό τους «πιστεύω» γιά τόν Θεό, τό ὁποῖο δέν ἔχει σχέσι μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί δέν χρειάζεται νά κατευθύνεται ἀπό ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς, ἀδιάφορα ἀπό τίς δυσκολίες πού θά συναντήσουν.

372. Ἀδελφοί, νά ὑπακούετε στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί πού ἀκούουν τούς ἱερεῖς, ἔτσι ὅπως αὐτοί εἶναι μέ τίς ἀδυναμίες τους, ὑπακούει στόν Θεό. Δέν θά ὑπακούσετε μόνο ὅταν ἕνα κληρικός καταδικάσθηκε ὡς αἱρετικός ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ διδάσκει ἔξω ἀπό τήν πίστι καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.

 

ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΕΣ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΧΡΙΣΤΟΙ

373. Οἱ ψευδοπροφῆτες τῶν ἡμερῶν μας ἔχουν ἀποθρασυνθῆ σέ ἀπερίγραπτο βαθμό. Ἔχουν χάσει τήν ταπείνωσι καί ἐμφανίζονται στόν κόσμο δῆθεν μέ τήν χάρι τῶν παλαιῶν Προφητῶν, ἀκόμη καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπαιτοῦν ὑπακοή ἀπό τούς ἀνθρώπους, διότι τούς ἔστειλε στόν κόσμο ὁ Θεός νά ὁμιλήσουν καί νά τούς σφυρίξουν στά αὐτιά, δημιουργῶντας πνευματική παγωνιά στίς καρδιές τους.

374. Ἀπό τά ἑπόμενα σημεῖα ἠμποροῦμε νά τούς διακρίνουμε:

1. Παρουσιάζουν τόν ἑαυτό τους σάν κάτι μεγάλες μορφές, ὅπως ἄλλωστε ἀνέκαθεν ἐφαίνοντο ἔτσι, ὅλοι οἱ αἱρετικοί, τούς ὁποίους κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία διά τῶν ἁγίων Συνόδων.

2. Ἀρέσκονται στήν δόξα τοῦ κόσμου ἔχοντας ψεύτικη ταπείνωσι.

3. Θέτουν τόν ἑαυτό του ὑψηλότερα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή (ἕνας μάλιστα τήν ἔσχισε μπροστά μου), ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀπό τούς ἁγίους.

4. Κάνουν τό πᾶν γιά νά τούς ὑπακούουν καί νά τούς πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι.

5. Ἀνάβουν ἀπό ὀργή, ἐάν καταλάβουν ὅτι δέν τούς παίρνης στά σοβαρά.

6. Συχνά, λέγουν, ὅτι κυριεύονται ἀπό τό «πνεῦμα» μέ τό ὁποῖο καί διδάσκουν.

7. Δέν δέχονται, ἀκόμη καί τό κεφάλι νά τούς σπάσης, κανένα ἔλεγχο ἀπό τούς ἱερεῖς μας γι᾿ αὐτά τά ὁποῖα ἀκοῦνε νά τούς λέγει τό «πνεῦμα» τους.

8. Ἐνίοτε μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς δείχνουν μία ἀσυνήθιστη εὐλάβεια: ὁμολογῶντας τόν Χριστό, τήν Θεοτόκο Μαρία, κάνοντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μετάνοιες, ἀσπάζονται τίς εἰκόνες, μάλιστα λαμβάνουν καί Κοινωνία! Καί αὐτοαποκαλοῦνται ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ εἶναι ἀπατεῶνες.

9.  Κάνουν τούς προφῆτες καί προκαλοῦν τρόμο στούς ἀνθρώπους. Μερικές «προφητεῖες τους» ἐκπληρώνονται, οἱ περισσότερες ὄχι. Αὐτοί κρέμονται ἀπό τήν δύναμι τοῦ «πνεύματος», τό ὁποῖον τούς λέγει ὅ,τι θέλει.

10. Στό ὄνομα τοῦ «θεοῦ»τους εἶναι σέ θέσι νά σκοτώσουν ἄνθρωπο, στηριζόμενοι στήν Γραφή, διότι καί ὁ Ἀβραάμ εὑρέθηκε στήν θέσι νά κάνη μιά τέτοια ὑπακοή, ἐνῶ ὁ Φινεές ἔκανε τό ἴδιο σκοτώνοντας δύο ἀνθρώπους, καί αὐτά τά θεωροῦν ζῆλο γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. (Ἀριθμ.25,7-13). (Μέ τήν ἐπιβολή τῆς ὑπακοῆς μέχρι θανάτου, ὁ νοητός ἐχθρός ἐπλάνησε πολλούς διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀκόμη καί ἐρημίτες καί τώρα πλανᾶ καί τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου). Συνεπῶς, ἐπιμένοντας φορτικά νά τούς κάνουν οἱ ἄλλοι ὑπακοή καί νά πιστεύουν στίς συμβουλές πού τούς λέγει τό «πνεῦμα» τους, τό ὁποῖον πιστεύουν ὅτι εἶναι ὁ Χριστός, ἔχουν καταντήσει ἕνας ἀληθινός κίνδυνος γιά τούς ἀνθρώπους. Εἶναι οἱ τρομοκράτες τῶν ἁπλῶν ψυχῶν.

11. Μεταπηδοῦν ἀπό τό ἕνα θέμα στό ἄλλο καί τά ἑνώνουν μεταξύ τους, χωρίς νά ὑπάρχη κάποια ἐννοιολογική σύνδεσις μεταξύ τους. Ἑρμηνεύουν ἐσφαλμένα, διαστρεβλώνουν τήν ἀλήθεια καί κηρύττουν ἀπό τίς Γραφές περισσότερο τόν ἑαυτό τους παρά τόν Θεό, ὁδηγούμενοι γρήγορα στήν ἐρήμωσι καί τόν διασκορπισμό τοῦ νοῦ.

12. Ὅσοι τούς ἀκολουθοῦν αἰσθάνονται ταραχή, διότι εἴτε, λόγῳ τῆς πλάνης τρελλάθηκαν, εἴτε θά φθάσουν γρήγορα σ᾿ αὐτό τό σημεῖο. Δέν ἔχουν πραότητα στήν μορφή τους. Δέν τούς κατακρίνουμε, ἀλλά τούς περιγράφουμε γιά νά φυλαχθοῦμε ἐμεῖς, νά διδάξουμε καί τούς ἄλλους γιά νά τούς ἀποφεύγουν διότι:  «κάθε προφητεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς δέν ἑρμηνεύεται μέ ἐξήγησι ἀπό τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Β΄Πετρ.1,20).

375. Αὐτό πού κάποτε ἦτο ἡ Κιβωτός τοῦ Νῶε, πού ἔπλεε στά νερά τοῦ κατακλυσμοῦ, σήμερα αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, πού πλέει στούς χειμάρρους τῆς ἀπωλείας τοῦ κόσμου.

Ὁ νοητός ἐχθρός τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων ἐξειδικεύθηκε περισσότερο στό κακό: Ἐπενόησε καί αὐτός πλοῖο καί μέ αὐτά περιτριγυρίζει μέσα στά νερά τοῦ κατακλύσμοῦ γιά νά περισυλλέξη αὐτούς πού ἁπλώνουν τά χέρια νά γλυτώσουν, ἀλλά περιφρονοῦν ὅμως τήν Ἐκκλησία. Ὁ κυβερνήτης αὐτοῦ τοῦ πλοίου ἐχθρός μας διάβολος καί οἱ ψευδόχριστοι ὁπαδοί του δέν ἔχουν τόν σταυρό στό κατάρτι, οὔτε τά ἑπτά Μυστήρια. Αὐτοί ἁρπάζουν τά παιδιά τοῦ οὐρανίου Πατρός καί τά κάνουν παιδιά τῆς ἀπωλείας.

 

ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ

376. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί Θεάνθρωπος τρέχει παντοῦ ἀοράτως ζητῶντας πάντοτε τούς ἀδελφούς Του (Ματ.28,10) μέχρι νά τούς ὁδηγήση ὅλους στήν σωτηρία καί στόν Πατρικό Οἶκο. Αὐτό τό ἔργο θά τό κάνη μέχρι τέλος τοῦ κόσμου.

377. Ἐάν αἰσθανώμεθα πόνο στήν ζωή αὐτή, ἀσύγκριτα πονᾶ γιά ἐμᾶς ὁ Σωτῆρας μας Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἐπιτρέπει αὐτό τόν πόνο γιά νά μᾶς καθαρίση ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ Χριστός ἦλθε νά βάλη φωτιά στήν γῆ, πού εἶναι ἡ ἀγάπη Του, ἡ ὁποία καίει τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ καί ἀκτινοβολεῖ μέ θεῖο φῶς τούς ταπεινούς ὁπαδούς τοῦ Ἰησοῦ πού ἔχουν ἐπιστρέψει στόν Πατρικό Οἶκο.

378. Ὁ πόθος τοῦ Θεοῦ γιά τόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό εἶναι ἀνώτερος ἀπό τόν πόθο τῆς ἀγάπης τοῦ μεγαλυτέρου Ἁγίου γιά τόν Θεό.

379. Ὅταν φθάσουμε στήν γνῶσι περί τοῦ τί εἴμεθα ἀκριβῶς, ὅτι ἔχουμε μία συγγένεια μέ τόν Θεό, ὅτι κατοικεῖ πνευματικά μέσα στήν ὕπαρξί μας, ὅτι εἴμεθα στό κατώφλιο τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς μιᾶς ἀντιλήψεως γιά τήν ζωή, τότε ὁ Θεός ἀνάβει τό καντήλι καί φωτίζεται ὅλη ἡ ζωή μας μέ τήν χριστιανική ἀντίληψι πού ἔχουμε γιά τόν κόσμο καί γιά τήν ζωή.

380. Σέ περίπτωσι πού ὁ παλαιός ἄνθρωπος πού εἶναι μέσα μας ἀποθρασυνθῆ μέ στήριγμα τά βιολογικά του «δικαιώματα» εἰς βάρος τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ζητεῖ νά κατοικήση μέσα μας, τότε ἡ παρουσία αὐτῶν τῶν δύο ἀντιθέτων δυνάμεων συντηρεῖται μέσα μας καί φθάνει σέ ἕνα ἀγεφύρωτο χάσμα. Τελικά, ὅταν ὑπερτερήσουν τά θελήματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἀναχωρεῖ τό Ἄγιο Πνεῦμα ἀπό τόν ἄνθρωπο καί ἔρχονται οἱ παιδεύσεις, πού εἶναι καρπός τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι ἔχουμε τήν αἰτία τοῦ κατακλυσμοῦ: «Οὐ μή καταμείνη τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τόν αἰῶνα διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας» (Γεν.6,3).

381. Σ᾿ ὅλη τήν πορεία ἀπό τίς ἐντολές στήν γνῶσι καί ἀπό τήν ἄσκησι στήν μυστική ζωή δέν ἠμποροῦμε μόνοι μας νά κάνουμε οὔτε ἕνα βῆμα.

382. Αὐτή εἶναι ἡ μυστική λογική τῆς Θείας πρόνοιας: Ὅλος ὁ κόσμος, μετά ἀπό τίς πειρασμικές του περιπέτειες, νά «συγκρουσθῆ» μέ τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

383. Γνωρίζοντας ὁ Θεός τήν ἀδυναμία τῶν πιστῶν καί τήν ροπή πρός τήν κακία, ἔρχεται καί ἐπανέρχεται συχνά μέ διάφορα φοβερά συμβάντα μέσα στήν ζωή τους γιά νά τούς συνετίση καί διδάξη τήν μετάνοια.

384. Ὁ Θεός δέν παιδεύει ὅλα τά κακά ἐδῶ καί ἀμέσως, ὅπως ἐπίσης δέν πληρώνει ὅλα τά καλά. Ἐάν ὁ Θεός ἐπαίδευε ἐδῶ ὅλα τά κακά, αὐτό ἠμποροῦσε νά σημαίνη ὅτι ὁ κόσμος αὐτός εἶναι ὁ μόνος πού ὑπάρχει ἐδῶ καί δέν ὑπάρχει ἄλλος στήν ἄλλη ζωή. Ἀκόμη, ἐάν ἐπαίδευε ἐδῶ ὅλα τά κακά, αὐτό θά ἐσήμαινε ὅτι φοβᾶται ὁ Θεός τήν δύναμι τοῦ κακοῦ, τό ὁποῖο ἀτιμώρητο θά ἠμποροῦσε νά κυριαρχήση σ᾿ ὅλο τόν κόσμο.

385. Ἐάν ὁ Θεός ἐπλήρωνε ὅλα τά καλά ἐδῶ, αὐτό θά ἐσήμαινε ὅτι ὑπάρχει μόνο αὐτός ὁ κόσμος καί ὄχι ἄλλος. Καί πάλι, ἐάν ἐπλήρωνε τό ἀγαθόν ἐδῶ, θά ἐσήμαινε ὅτι ἡ ψυχή ὑπάρχει μόνο γι᾿ αὐτόν τόν κόσμο, στόν ὁποῖον ὁ Θεός πρέπει νά ξεκαθαρίση γρήγορα τίς ὑποχρεώσεις Του πού ἔχει μέ τόν ἄνθρωπο. Ἐνίοτε ὁ Θεός παιδεύει ἐδῶ τό κακό καί ἀμείβει τό ἀγαθό, γιά νά γίνεται σ᾿ ὅλους γνωστό ὅτι καί τό κακό τιμωρεῖται καί τό καλό ἀμείβεται. Ἐάν αὐτό τό ἔργο τό κάνει σπάνια ὁ Θεός στόν κόσμο, εἶναι σημεῖο ὅτι ὑπάρχει σίγουρα καί μία ἄλλη ζωή, ὅπου θά γίνη πλήρης δικαίωσις τῶν πάντων.

386. Ἐάν ἐνίοτε ὁ Θεός δέν παιδεύει τόν ἁμαρτωλό, εἶναι διότι περιμένει τήν μετάνοιά του. Ἐάν δέν ἀνταμείβει τά καλά ἔργα ἑνός δικαίου, αὐτό εἶναι σημεῖο γιά νά τόν βοηθήση περισσότερο στήν  ὑπομονή. Καί στίς δύο περιπτώσεις περιμένει τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου καί ἀσφαλῶς θά δώση στόν καθένα κατά τά ἔργα του.

387. Μία πλήρης πληρωμή ἐδῶ ἑνός δικαίου ἀνθρώπου θά ἔβλαπτε ἀνεπανόρθωτα τήν ἐλευθερία του.

Νά μή γίνεται τό κακό ἀπό τόν φόβο τῆς τιμωρίας, ἐνῶ τό καλό νά ἐπιτελῆται ἀπό τήν ἐλπίδα τῆς μελλοντικῆς ἀνταποδόσεως. Ἐάν σμικρυνθῆ κάτι ἀπό τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, θά σμικρυνθῆ καί τό κῦρος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως.

Ἰδού, λοιπόν, σέ ποιό κλῖμα ἀνιδιοτελοῦς ἐλευθερίας καί ἀγάπης θέλει ὁ Θεός νά ὑψωθοῦν τά παιδιά Του, σέ μεταφυσικό καί μυστικό πεδίο, ὅπου εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο εἶναι ἡ Ἀγάπη καί ἡ Ἀλήθεια. Καί αὐτό κάνουν οἱ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι καί γνωστοί μεταξύ τους μέ μιά τέτοια ἀγάπη.

 

Η ΥΠΟΜΟΝΗ

388. Εἴμεθα ὑποχρεωμένοι γιά τήν παρουσία τῆς ὑπομονῆς στήν ζωή μας, διότι κατ᾿ἀρχήν, πρίν νά ἔλθουμε στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί στούς κόπους τῆς σωτηρίας μας, ἐκάναμε καί ἐμεῖς τά ἔργα τοῦ κόσμου, βαδίζοντας στήν παρανομία καί βασανίζοντας τούς ἄλλους καί, ἔτσι, ἔχουμε τώρα ὑποχρέωσι νά ὑπομένουμε. Τώρα πρέπει νά πληρώσουμε κάνοντας ὑπομονή γιά τά ὅσα ἐκάναμε στό παρελθόν, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε ἔτσι τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία μας. Ἔτσι, τώρα θά πλη­ρώσουμε μέ πόνο, ὅσα κάποτε στήν κοσμική μας ζωή ἀπολαύσαμε μέ ἡδονή.

389. Ἡ ὑπομονή στό κακό καί ἡ ταπείνωσις ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως στόν Χριστό, εἶναι μία πελώρια δύναμις ἐναντίον τοῦ κακοῦ πού κυριαρχεῖ στόν κόσμο.

390. Διά τῆς ὑπομονῆς πολλῶν ἁπλοϊκῶν χριστιανῶν, ἡ παντοδυναμία καί δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ συντρίβει τίς πῦλες τοῦ ἄδου μέ τήν δύναμι τῆς ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας.

 

Η ΚΑΚΙΑ

39Ι. Τίποτε δέν εἶναι πιό δύσκολο καί ἐπικίνδυνο ἀπό τό νά πολεμᾶς μέ στενοκεφαλιά καί τυποκρατία.

Τίποτε δέν εἶναι πιό ἐπικίνδυνο ἀπό τό νά πολεμᾶς τήν κακία, ἡ ὁποία πιστεύει ὅτι ἔχει δικαιοσύνη, ὅτι προστατεύει τήν ἀλήθεια καί ὅτι ὑπηρετεῖ τόν Θεό. Αὐτές οἱ μορφές τῆς κακίας ἐνώχλησαν καί τόν Ἰησοῦ. Λοιπόν, ὁ Θεός δέν ἀπεκάλυψε μία Γραφή πού νά στρέφεται ἐναντίον Του, ἀλλά ὁ ἰουδαϊκός τυπολατρισμός ἐστράφη ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἰδού τί μπορεῖ νά κάνη ἡ κακία: νά στραφῆ ἐναντίον τῆς ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ Θεοῦ. Ἐναντίον τῆς κακίας δέν ὑπάρχει τίποτε , οὔτε ὁ Ἰησοῦς. Γι᾿ αὐτό, ἡ κακία, ἐπειδή δέν ἠμπορεῖ ν᾿ ἀλλάξη καί νά γίνη κάποτε χαρά, δέν ἔχει συγχώρησι, διότι εἶναι ἐναντίον  τῆς συγχωρήσεως καί ὁποιασδήποτε θεραπείας τῆς ψυχῆς, ἀλλ᾿ ὅμως θά κριθῆ. Ἡ κακία συνέτριψε τόν Θεό τῆς ἀγάπης, ἀλλά θά συντριβῆ κάποτε ἀπό τόν Θεό τῆς Δικαιοσύνης.

392. Ὁ Ἰησοῦς ἐθεράπευσε τήν τύφλωσι τῶν ὀφθαλμῶν, ἀλλά δέν ἠμπόρεσε νά θεραπεύση τήν τύφλωσι τῆς κακίας. Ἡ τύφλωσις τῆς κακίας δέν ἔχει ἰατρεία, ἀλλά μόνο τιμωρία.

393. Ἡ κακία εἶναι μία τιμωρία, ἕνας προκαταβολικός θάνατος, ὁ ὁποῖος βασανίζει τήν φύσι, πού δέν εἶναι φυσική, ἀλλά ξενόφερτη στήν φύσι μας. Αὐτήν θέλει ὁ Θεός νά διώξη ἀπό τήν φύσι μας, ἀλλά μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος καί τήν ἐπανέφερε στήν φύσι του. Ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ἀποστολή αὐτοῦ τοῦ ἔργου: «Ἰδού ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων».

394. Τά κακά ἐπί τῆς γῆς τόσο πολύ πολιορκοῦν τούς ἀνθρώπους, ὥστε δέν θά ὑπάρξη ἄλλη λύσις στήν ἱστορία, παρά τό τέλος τοῦ κόσμου.

 

 

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

395. Ὅταν δέν ἀπαντοῦν πλέον οἱ ἄνθρωποι στήν πρόσκλησι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πίπτουν στήν σκληρότητα τῆς δικαιοσύνης Του, διότι γιά τήν παίδευσι τῆς κακίας, ἐπιτρέπονται οἱ πόλεμοι. Τότε ἡ ζωή τοῦ καθενός εὑρίσκεται σέ κίνδυνο θανάτου καί αὐτῶν πού εἶναι στά σπίτια τους καί αὐτῶν πού εἶναι στό μέτωπο.

396. Ὁ Θεός, πού εἶναι ἐλεήμων πρός τούς δικαίους, ὅσοι εἶναι ἀδιάφοροι ἤ καί ἀντίθετοι, μέ τήν βοήθεια τῶν ἐπερχομένων κινδύνων τούς πείθει νά θέλουν καί αὐτοί ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, δηλαδή τήν σωτηρία, πού εἶναι τό μοναδικό ἀληθινά ἀναγκαῖο ἔργο μας ἐπί τῆς γῆς. ἡ δεύτερη σκέψις γιά βοήθεια εἶναι ἡ ἐκ τῶν προτέρων γνῶσις ὅτι αὐτό πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός εἶναι καλόν, διότι τίποτε δέν γίνεται στόν κόσμο, χωρίς τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ· Ὁπότε νά χαιρώμεθα γιά τίς ἀποφάσεις Του, ἔστω καί νά μή τίς καταλαβαίνουμε. Ἡ τρίτη σκέψις εἶναι ὅτι μέ τίς ἀκούσιες δοκιμασίες καί τά βάσανα σώθηκαν οἱ Μάρτυρες, μέ τίς ἑκούσιες ταλαιπωρίες καί ἀσκήσεις σώθηκαν οἱ Ὅσιοι· ἔτσι ἀκριβῶς καί μέ τά βάσανα πού προκαλοῦν οἱ πόλεμοι σώζονται πολύ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτούς πού παραμένουν εἰρηνικά στά σπίτια τους.

397. Συνήθως ὁ κόσμος πιστεύει ὅτι στόν πόλεμο πεθαίνουν οἱ κακοί καί σώζονται οἱ καλοί. Αὐτό δέν εἶναι σωστό, διότι μόνο ὁ Θεός γνωρίζει καί ἔχει τόν λογαριασμό Του γιά τόν  καθένα. Ἕνας ἀπό τούς ἁγίους εἶπε:  «Ἐγώ εἶμαι γίδα, ἐνῶ τά πρόβατα τά γνωρίζει ὁ Θεός». Κατόπιν, μόνο ὁ Θεός γνωρίζει - καί καθώς γνωρίζει πράττει - ἐάν γιά κάποιον εἶναι ὠφελιμώτερο νά ζῆ ἤ εἶναι προτιμώτερο νά μετοικήση ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή στήν ἄλλη. Μετά, ὁ Θεός, μέ βάσι τήν παντοδυναμία Του, ὠφελεῖ καί τούς κακούς, τούς ἀπίστους καί τούς ἀθέους, ἀκόμη καί τούς δαίμονες προκειμένου νά τούς φέρη στήν σωτηρία.

398. Ὁ πνευματικός πόλεμος ἀρχίζει κυρίως ἀπό τήν στιγμή πού κάποιος ἀπεφάσισε νά κάνη μία πιό συντονισμένη ζωή, σύμφωνα μέ τίς θεῖες ἐντολές.

399. Ὅσο καιρό βαδίζουμε μέ τό ρεῦμα τῶν κυμάτων τοῦ κόσμου, δέν ἔχουμε κανένα πόλεμο καί δέν ἐγειρόμεθα ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ ὅπου εἴμεθα ἐγκλωβισμένοι (Β΄Τιμ.2,26). Ἔχουμε τήν πεποίθησι ὅτι πᾶμε καλά, κατορθώνουμε νά περνᾶμε τίς ἡμέρες μας μέ εὐτυχία καί τέλος, κατεβαίνουμε μέ τίς ἁμαρτίες μας στόν ἅδη! Ἐάν, ὅμως ξαφνικά ἀνανήψουμε καί μάθουμε μέ τί χαρίσματα εἴμεθα προικισμένοι καί ἐγερθοῦμε γιά νά κάνουμε αὐτά πού πρέπει, θά ἀναπηδήσουν κατεπάνω μας οἱ δυνάμεις τοῦ ἄδου νά μᾶς ἐλέγξουν γιά ἀνυποταξία. Δέν θά μᾶς ἐπιτεθοῦν μέ ὅλο τό μῖσος τῆς κακίας τους, ἐάν δέν τίς ἐπιτρέψη ὁ Θεός, ἀλλά μέ πονηριές καί παγίδες, μέ ἀπάτες καί φοβερές ἐμφάνειες θά θελήσουν νά μᾶς τρομοκρατήσουν. Γι᾿ αὐτό λέγει καί ὁ σοφός Σειράχ: «Παιδί μου, ἐάν θελήσης νά πλησιάσης γιά νά ὑπηρετήσης τόν Κύριο, νά ἑτοιμάσης τήν ψυχή σου γιά πειρασμούς» (Σοφία Σειράχ 2,1).

400. Ὁ πνευματικός πόλεμος ὁμοιάζει σέ μερικά μέ τόν πόλεμο τοῦ κόσμου. Καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος σέ πετοῦν ἔξω ἀπό τήν ζωή. Μόνον οἱ πειρασμοί, οἱ στενοχώριες καί κάθε εἶδος δοκιμασίας τοῦ ἀοράτου πολέμου κατορθώνουν νά μᾶς φέρουν ἀποστροφή γι᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί νά μᾶς ὁδηγήσουν σ᾿ ἕνα εἶδος θανάτου, πρό τοῦ σωματικοῦ μας θανάτου, ἀπό ὅπου μόνο μέ τήν ταπείνωσι καί τήν ἀδιάκοπη προσευχή εἶναι δυνατόν σταδιακά νά λυτρωθοῦμε.

401. Ἡ πιό ἐπικίνδυνη φυλακή μέσα στόν κόσμο εἶναι αὐτή στήν ὁποία αἰσθάνεσαι ὅτι εἶσαι πάντα καλά. Δέν θέλεις νά ἐξέλθης ἀπ᾿ αὐτήν οὐδέποτε.

402. Ὁ καιρός τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος ἔχει μία ζυγαριά καί συγκεκριμένα: Ἐάν ὁ νοῦς δέν λέγει μέ πίστι τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...» αὐτό σημαίνει ὅτι συγκατατέθηκε στό δόλωμα τοῦ ἐχθροῦ. Ἐδῶ εἶναι τό σύνορο μεταξύ τῆς μάχης κατά τόν νόμον (νομίμως) καί τῆς πτώσεως στήν παρανομία.

403. Οἱ ἀρχάριοι μποροῦν νά βλέπουν ὅτι τό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος τούς λυτρώνει ἀπό τήν ἐπίθεσι τοῦ δολώματος τοῦ πονηροῦ, τό ὁποῖον εἶναι ὑποχρεωμένοι μέ βαθειά ταπείνωσι ἐνώπιον Θεοῦ νά τό ἐπικαλοῦνται, γνωρίζοντας ὅτι ἡ ἔκβασις τοῦ πολέμου θά εἶναι μέ τό μέρος τους.

404. Οἱ ἀρχάριοι εἶναι ἀνάγκη νά ἀσκοῦνται πολύ γιά νά ἀποξηραίνωνται οἱ πηγές τῶν παθῶν, πού πηγάζουν ἀπό τήν γῆ τοῦ κόσμου, καθώς καί τήν φροντίδα νά μήν ὑψώνωνται μέ τόν νοῦ τους στόν αἰθέρα τῆς γνώμης τους, διότι ἐκεῖ κτυποῦν δυνατοί ἄνεμοι καί θά σπάσουν τά πτερά τοῦ νοῦ.

405. Προσοχή στόν νοῦ! Διότι ὁ ἀόρατος πόλεμος δοκιμάζει ὅλο τόν κόσμο καί δέν ὑπελόγισε οὔτε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στούς Ἀποστόλους!

406. Ὅποιος ἔχει τό χάρισμα τῆς ἀγάπης, τῆς ὑπομονῆς καί τῶν ταπεινῶν στοχασμῶν στόν καιρό τῆς μάχης -ἐάν ἡ μάχη γίνεται κατά τόν νόμον (Β΄Τιμ.2,5), ἐνῶ ὁ νόμος εἶναι ἡ ἀγάπη - ἠμπορεῖ νά ἰδῆ θαυμαστά πράγματα, ἐπιστροφές ἀπροσδόκητες στόν Θεό.

407. Ἀκόμη καί οἱ προικισμένοι μέ τίς δωρεές τοῦ Βαπτίσματος, δέν εἶναι ἀπηλλαγμένοι ἀπό τόν πόλεμο τῶν δελεασμάτων. Τό δόλωμα, χωρίς ἀκόμη νά εἶναι ἁμαρτία, παραχωρεῖται ἀπό τόν Θεό γιά νά ζυγισθῆ ἡ ἐλευθερία μας.

408. Ὁ παράδεισος, ἡ τρέλλα καί τό χάος δέν εἶναι λογοτεχνία, ἀλλά εἶναι πραγματικότητες πού ἐνίοτε ἐμφανίζονται μπροστά μας καί ζητοῦν νά κλονίσουν τήν ἰσορροπία τῆς ὑπάρξεώς μας.

Βλέπε καθαρά, ἐνίοτε μέ πολλή σύνεσι στήν ζωή σου ὅτι ἀπ᾿ αὐτά μόνο ὁ Θεός ἠμπορεῖ νά σέ λυτρώση.

409. Ἡ νίκη τοῦ Σωτῆρος εἶναι μοναδική. Χωρίς Αὐτόν κανείς δέν ἠμπορεῖ νά ἐπιτύχη μία νίκη ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Μόνο μέ τόν Χριστό, ναί· ὅμως μή φοβᾶσαι ὅταν οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ σέ περικυκλώνουν καί ὁ κατακλυσμός εἶναι μπροστά σου. Ὑπάρχει κάποιος πού εἶναι μαζί σου καί ἀναχαιτίζει τό χάος, σέ βοηθεῖ στήν πνευματική σου πρόοδο καί θά σοῦ δώση τόν φωτοστέφανο τῆς δόξης!

410. Οἱ δοκιμασίες καί ἀνησυχίες τῶν καιρῶν μας ἔχουν κι αὐτό τό καλό σκοπό: Μᾶς προκαλοῦν στήν ἀνεύρεσι τῆς ἐννοίας σχέσεως πού ἔχουμε μέ τόν Θεό, σάν ἕνα τελευταῖο στήριγμα γιά τήν αἰώνια ἀνάπαυσι μας, κι ἀπό τό ἄλλο μέρος μᾶς κατευθύνουν στήν γνωριμία μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, σάν ὑπάρξεως πού ἀναγεννήθηκε κατά Θεό καί ὁδηγεῖται στήν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος.

Ἡ ἴδια ἡ ὑπομονή στόν ἀόρατο πόλεμο ἔχει τελευταῖο στήριγμά της τήν προσευχή.

 

ΝΟΕΡΑ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

411.  Ἡ ἐνοποίησις τῆς θελήσεως μέ ὅλες τίς ψυχικές κινήσεις κατορθώνουν νά ὁδηγήσουν τήν ψυχή στήν προσευχή.

Μέ τήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος δέν κρίνει, ἀλλά ταπεινώνεται, βυθίζοντας τόν νοῦ του στά δικά του σφάλματα καί ὄχι στά τοῦ κόσμου. Ἡ ἀληθινή προσευχή ζητεῖ συγχώρησι γιά τόν κόσμο καί ὄχι τήν τιμωρία του. Ὅταν ἡ ψυχή ζῆ μέ τήν ταπείνωσι, ὁ νοητός ἐχθρός δέν ἠμπορεῖ νά τήν βλάψη σέ τίποτε.

412. Ἡ ἀκατάπαυστη προσευχή τοοῦ μακαρίου Ὀνόματος: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» ἐπιτελεῖ τό θαῦμα τῆς ἑνώσεως ἐν ἀγάπη νοῦ καί καρδίας, χωρίς νά ἠμποροῦν εὔκολα νά διεισδύσουν οἱ δυνάμεις τοῦ πονηροῦ.

413. Ἐάν τήν στιγμή τοῦ πολέμου, κτυπήσουμε τό δόλωμα μέ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μέ ἐσωτερική μας συγκέντρωσι στήν προσευχή, θά ἔχουμε ἕνα θαυμαστό ἔργο: γιά τόν στρατιώτη θά μάχεται ὁ βασιλεύς, ὅπως γίνεται καί σ᾿ ἕνα ὁρατό πόλεμο. Διότι ὁ Βασιλεύς μας Χριστός ἐπολέμησε μέχρι  σταυρικοῦ θανάτου  (Φιλ.2,8) καί ἔσπασε τίς κλειδωνιές καί διέρρηξε τίς πόρτες τοῦ ἄδου δίνοντας τήν νίκη στούς στρατιῶτες Του καί ἀπελευθερώνοντάς τους ὁριστικά. Ἀπό τότε νικᾶ πλέον ὁ Χριστός, ὁπουδήποτε προσκαλεῖται διά τοῦ ἁγίου Του Ὀνόματος. Καί: Τόν προσκαλεῖ ἡ ἀγάπη Του γιά ἐμᾶς.

424. Μᾶς χρειάζεται περισσότερο ἡ καρδιά νά εἶναι μέ τόν νοῦ καί περισσότερο ὁ νοῦς νά μένη στήν καρδιά, διότι διαφορετικά, χωρίς τό ἔργο τῆς ἑνώσεως μέ τό μακάριο ὄνομα, μάταια γίνεται τό ἔργο αὐτό.

425. Ἐπειδή ἐμεῖς δέν ἠμποροῦμε νά εἴμεθα σύγχρονοι τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι ὁ Ἰησοῦς σύγχρονός μας διά μέσου τῶν αἰώνων. Ἀναπνέουμε τήν πανταχοῦ παρουσία Του διά τοῦ ἁγίου Ὀνόματός Του καί ἐκπνέουμε τόν ἀέρα πού βγαίνει ἀπό τό χάος τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἀναπνοή μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἐκπνοή μέ τό κακό πνεῦμα πού ἐμφωλεύει μέσα μας.

426. Ποιός ξέρει, σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες Θεοφόρων Πατέρων, γιά τόν στῦλο τοῦ πυρός πού ἀνέβαινε ἀπό ἕνα προοδευμένο ἀσκητή μέχρι τόν οὐρανό, δέν ἦτο ἀκριβῶς αὐτή ἡ συγκέντρωσις τοῦ νοῦ στό μακάριο Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ ἕνωσίς του μέ τήν καρδία καί κατόπιν καί τῶν δύο μέ τόν Θεό, ὅπου μέχρι ἐκεῖ ἔφθανε ὁ στῦλος τοῦ πυρός;!

 

ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

427. Ὁ Θεός κατεβαίνει στούς ἀνθρώπους καί ἀνεβαίνουν οἱ ἄνθρωποι σ᾿ Αὐτόν, διά τῆς κλίμακος τῆς Θείας Λειτουργίας.

428. Καθώς τό μυστήριο τῆς μετανοίας εἶναι κριτήριο ἐλέους τοῦ Θεοῦ, κρυμμένο ὑπό μορφήν ταπεινήν καί οἱ ἐραστές τῆς ταπεινώσεως ἐργάζονται τό χάρισμα αὐτό, ὁμοίως καί ἡ Ἱερά Θυσία τοῦ Σωτῆρος στήν Θεία Λειτουργία, κρύβεται πάλι ὑπό μορφή ταπεινή καί εἶναι ἕνα μυστήριο πνευματικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ κόσμου.

429.Τό Αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ τῆς Θείας Μεταλήψεως συντηρεῖ τήν ψυχή μέχρις ὀστέων καί τόν κόσμο νά στέκεται στά πόδια του. Ἡ Θεία λειτουργία σώζει τόν κόσμο καί τόν φυλάγει ἀπό τήν ὀργή τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος θά ἔλθη στόν καθορισμένο ἀπό τόν Θεό χρόνο στήν γῆ. Ἰδού γιατί ὅλος ὁ κόσμος θά ἔπρεπε νά εἶναι στήν Θεία Λειτουργία, διότι ἡ παράτασις ἀκόμη τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου εἶναι δῶρο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ Θεία Λειτουργία ἐμποδίζει νά ἐμφανισθῆ ἀκόμη ὁ Ἀντίχριστος στόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀνομίας (Β΄Θεσ.2,3).

430. Συνεπῶς, ὅσο καιρό θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά ζητοῦν τήν μετάνοια καί τήν Θεία Κοινωνία, ὁ Σατανᾶς δέν θά ἔχη δύναμι. Τόν ἐμποδίζει ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ἀφ᾿ ὅτου σκοτισθῆ ὑπερβολικά ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά ἀρνοῦνται μέ τήν θέλησί τους τήν Θεία Λειτουργία, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους, τίς ἡμέρες ἐκεῖνες θά καταπαύση νά τελῆται ἡ Θυσία αὐτή καί θ᾿ ἀρχίση νά ἔρχεται τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, ὅπως ἀναφέρει ὁ Δανιήλ: «Καί ἀπό καιροῦ παραλλάξεως τοῦ ἐνδελεχισμοῦ καί τοῦ δοθῆναι βδέλυγμα ἐρημώσεως ἡμέραι χίλιαι διακόσιαι ἐνεννήκοντα» (Δαν.12,11).

431. Ὅταν ἡ ἀνομία θά αἰχμαλωτίση τόν νοῦ καί τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων καί θά ἀγριέψουν τόσο πολύ, ὥστε θά λέγουν ὅτι δέν τούς χρειάζεται πλέον ὁ Θεός, ἡ Ἐκκλησία καί οἱ Ἱερεῖς. (Λουκ.6,11). Τότε θά ἔλθη τό τέλος τοῦ κόσμου.

 

ΤΑ ΑΓΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

432. Ἡ νίκη τοῦ Σωτῆρος εἶναι μοναδική. Χωρίς Αὐτόν κανείς δέν ἠμπορεῖ νά κερδίση μία δεύτερη νίκη ἐπάνω στό κακό.

433. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός συμπληρώνει αὐτό τό ὁποῖο ἀπουσιάζει σ᾿ ἐμᾶς: Μᾶς ἐχάρισε τήν δεύτερη γέννησι, ἀφοῦ μᾶς συνεχώρησε γιά τήν πρώτη· μᾶς ἐνίσχυσε τήν φύσι μέ τήν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν καί μᾶς ἐφώτισε τόν νοῦ γιά τήν ἀπόκτησι τῆς γνώσεως - καί τά δύο μᾶς χρειάζονται γιά νά οἰκειοποιηθοῦμε τήν ἀγάπη περισσότερο ἀπό τήν ζωή αὐτή. Ἔτσι, ἐχάρισε καί σ᾿ ἐμᾶς τήν νίκη ἐπάνω στόν θάνατο - γι᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ζοῦν κατά Χριστόν - δεδομένου ὅτι δέν μᾶς εἶναι πλέον φοβερός, ἀλλά μία ὁριστική λύσι ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁ θάνατος γιά ἐμᾶς δέν εἶναι πλέον μία συντριβή τῆς φύσεώς μας, ἀλλά ὁ θάνατος τῆς ἁμαρτίας καί ἡ λύτρωσις τῆς φύσεώς μας ἀπ᾿ αὐτήν. Μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια λέγομεν ὅτι νικοῦμε καί ἐμεῖς, ἀλλά εἶναι γεγονός ὅτι νικᾶ γιά ἐμᾶς ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ μέσα μας διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Μεταλήψεως. Αὐτός κερδίζει τήν μάχη καί εἶναι ἐξουθενημένος γιά τήν σωτηρία μας· καί μένοντας κι ἐμεῖς μέ ἀγάπη στήν ἄσκησι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ λαμβάνουμε τίς νίκες πού Ἐκεῖνος ἔχει κάνει γιά τήν σωτηρία μας.

434. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στ᾿ Ἅγια Μυστήρια εἶναι μία δογματική ἀλήθεια. Ἐδῶ ὁμιλοῦμε γιά βίωμα, γιά ἔνδυσι τοῦ Χριστοῦ διά τῶν Μυστηρίων στήν ζωή μας. Ἐάν ὁ Κύριος κρύβεται διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος στά ἄδυτα τῆς ἐσωτερικῆς μας ὑπάρξεως σάν ἕνας Πρόδρομος, πού μᾶς προτρέπει στήν ἐκπλήρωσι τῆς ἐντολῶν, διά τῶν ὁποίων ἐμφανίζεται τό πνευματικό μας πρόσωπο μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ Θεοῦ.

435. Ἡ νέα Κιβωτός τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ κατάρτι τόν Τίμιο Σταυρό Του. Αὐτή παραμένει πάντα ἀνοικτή νά δεχθῆ τούς ἀνθρώπους πού χτυπιοῦνται ἀπό τούς χειμάρρους τῆς κοσμικῆς ἁμαρτίας. Ἐκεῖ παλαιά ἦτο ὁ Νῶε, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός. Ὅσοι πνίγονται μέσα στά κύματα (βάσανα) αὐτῆς τῆς ζωῆς ζοῦν, ἀλλά, ἐπειδή δέν τρέχουν νά μποῦν στήν Κιβωτό, τήν Ἐκκλησία, δέν σώζονται. Πολλοί φτύνουν τά χέρια πού ἀνοίγονται ἀπό τήν Κιβωτό γιά νά τούς περισυλλέξουν. Τά χέρια αὐτά εἶναι οἱ πατρικές ἀγκαλιές τῶν ἑπτά Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τά ὁποῖα λυτρώνουν τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν κατακλυσμό καί ἀναγεννοῦν τούς ἀνθρώπους σέ μία ἐν πνεύματι καινούργια ζωή καί μεταφέρουν τούς ἀνθρώπους ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή τῆς θλίψεως στήν οὐράνια, ὅπου δέν ὑπάρχει πόνος, λύπη καί στεναγμός.

 

 

ΟΙ ΑΓΙΟΙ - ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

436. Οἱ ἄνθρωποι τῆς καλῆς θελήσεως εἶναι ἥρωες τῆς πίστεως καί ἅγιοι τοῦ Χριστιανισμοῦ.

437. Οἱ ἅγιοι εἶναι πεπεισμένοι ὅτι εἶναι μεγάλοι ἁμαρτωλοί. Γι᾿ αὐτό, καταδικάζοντας τόν ἑαυτό τους ὅτι εἶναι ἄξιοι αἰωνίου κολάσεως, λαμβάνουν ἀπό τόν Θεό τόν παράδεισο καί σάν δῶρο τήν σωτηρία.

438. Οἱ τέλειοι δέν αἰσθάνονται μόνο τό ἀγκάθι τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἀλλά συναισθάνονται ὅτι εὐθύνονται καί γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Διότι μέσῳ αὐτῶν τῶν τελείων ἀντανακλᾶται στήν ζωή τους ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, σάν ἕνας καθρέπτης, ὅπου βλέπουν ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύσι καί αἰσθάνονται τόν πόνο καί τήν ἁμαρτία της.

439. Αὐτό εἶναι τό πῦρ τῶν πιό μεγάλων ἀσκήσεων, διά τῶν ὁποίων φθάνουν στήν τελειότητα, διότι ὁ Θεός κρύβεται ἀπό τά πρόσωπά τους καί χύνονται ἐπάνω τους οἱ χείμαρροι τοῦ μίσους, ζητῶντας νά τούς πνίξουν. Ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τίποτε δέν ἠμπορεῖ νά  τούς ἀπομακρύνη, οὔτε πόνος, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ζωή, οὔτε θάνατος, οὔτε ὁ ἄδης, ἀπό τόν ὁποῖον ἀποδεικνύονται ἀνώτεροι, διότι ἡ τελειότης τῆς ἀγάπης δέν ἔχει αὐτόν τόν περιορισμό καί τό σύνορο.

440. Στήν Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι γεννῶνται ἄνωθεν καί μεγα­λώνουν ἐπί τῆς γῆς κερδίζοντας στίς μάχες, γίνονται ἀνώτεροι ἀπό τήν φύσι τους καί θεοί κατά Χάριν.

441. Στήν ἐπιστήμη εἶναι σοφός ὅποιος βυθομετρεῖ τό ἄγνωστον μέσῳ τῆς θεωρίας καί ἀξιολογεῖ τό μέλλον, ἐάν φέρη φῶς ἤ ἀνταποκρίνεται στίς προσδοκίες του.

Στήν πίστι, στήν θρησκεία εἶναι ὁ ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἔχει ἄλλο μέσον νά εὑρίσκη τήν ἀλήθεια. Ὁ ἅγιος δέν ἐξετάζει. Ἡ καθαρή ζωή του εἶναι τό μέσον τῆς γνώσεως μιᾶς πραγματικότητος, τήν ὁποία ὁ ἐρευνητής σοφός οὐδέποτε μπορεῖ νά τήν πλησιάση.

442. Τό κακό τιμωρεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη δίνει τήν δυνατότητα τῆς ἐξόδου ἀπό τό βάθος τῆς κακίας, ἡ ὁποία αὐτοτιμωρεῖται: ἐάν εὑρεθῆ κάποιος, ὁ ὁποῖος νά παραμείνη καλός γιά τούς ἀδελφούς του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

443. Ὁ ἄνθρωπος πού φέρει στήν ζωή του κάποια ἀξία, ἐάν θά φθάση στήν γνῶσι νά κρεμάση τήν ζωή του ἀπό τόν Θεό, θά φθάση νά γίνη καί δίκαιος.

444. Δίκαιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εἴτε διακονεῖ ὡς ἱερεύς, εἴτε ὡς βασιλεύς, εἴτε ὡς καλλιτέχνης, εἴτε στό θησαυροφυλάκιο. Ἕνα μοναδικό ἔργο ζητεῖται ἀπ᾿ αὐτόν: νά γνωρίση τόν ἑαυτό του, τήν θεία του καταγωγή καί τά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα προικίσθηκε ἀπό τόν Θεό. ὑπάρχουν πολλοί δίκαιοι, πού δέν τό γνωρίζουν οὔτε οἱ ἴδιοι, οὔτε τούς γνωρίζει ὁ κόσμος, οὔτε οἱ γείτονές τους. Γι᾿ αὐτούς ἡ ἄγνοια εἶναι μία μεγάλη σκέπη ἀπό τόν κίνδυνο τῆς ὑπερηφανείας, ἐάν δηλαδή γνωρίσουν τίς ἀρετές τους. Λόγῳ τῆς ἁγίας αὐτῆς ἀγνοίας τους εἶναι ἁπλοϊκοί καί καθαροί σάν τά λουλούδια, δέν ξέρουν τίποτε ἀπό τίς πνευματικές τους ἀξίες.

445.  Οἱ ἅγιοι κατ᾿ ἐξοχήν δίκαιοι, στό μέτρο τῆς πίστεως πού κληρονόμησαν ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς τους καί ἐνάρετοι μέ τούς κόπους πού κατέβαλλαν στήν ζωή τους εἶναι ἕνας ζωντανός λόγος, διότι ἔχουν μέσα τους τόν Λόγο-Θεό, ὁ Ὁποῖος κράζει δι᾿ αὐτῶν τό θέλημά Του στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Στόν στενό κύκλο τῶν δικαίων ἐνισχύεται καί ἐξαπλώνεται ἡ πίστις καί πολλοί σώζονται. Δι᾿ αὐτῶν κατευνάζεται ἡ ἀναρχία, σταθεροποιεῖται ἡ ἰσορροπία καί ἡ ἁρμονία καί πολλοί ἄλλοι ἐπανευρίσκουν τόν Θεό. Ἡ ἁγιότης εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ διαφάνεια τοῦ Θεοῦ στήν κτίσι Του, ἡ φιλία μέ μεγάλη εὐλάβεια τῆς ψυχῆς μέ τόν Πατέρα της, πού εἶναι ἡ μοναδική θετική κατάστασις, τήν ὁποία κατανοεῖ ἀπό μόνος του ὁ ἄνθρωπος.

446. Οἱ δίκαιοι εἶναι ἡ ζυγαριά μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀπό ἀνθρωπίνης πλευρᾶς ἀποκτοῦν τήν μετάνοια καί ἀπό τόν Θεό τό ἔλεός Του. Ὅταν ἀπουσιάσουν οἱ δίκαιοι ἀπό τούς ἀνθρώπους, δέν ἠμπορεῖ νά τούς ἀναπληρώση ἡ ἀγάπη, ἀλλά ἡ δικαιοσύνη.

447. Ἄραγε διατί ὁ Θεός κατηγορεῖ τούς ἀνθρώπους λέγοντάς τους ὅτι δέν θά γεννηθῆ πλέον δίκαιος ἀνάμεσά τους;

Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἡ ἑξῆς: Οἱ δίκαιοι εἶναι τά ἐργαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων συμβουλεύει τά ἔθνη καί μέ τήν μεσιτεία τους φέρει τό ἔλεός Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους· ἀφ᾿ ὅτου δέν θά ὑπάρχουν πλέον, οἱ ἄνθρωποι θά πέσουν στήν ὀργή τῆς δικαιοσύνης Του, σύμφωνα μέ τά ἔργα τους. Ἡ οἰκογένεια, πού βαρύνεται μέ τούς ἄνομους  καρπούς της, φέρει τόν Θεό σέ ἀδιέξοδο· καί εἶναι σωστό οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἀποφεύγουν ν᾿ ἀπαντήσουν καί ἔτσι εὑρισκόμεθα στόν ἴδιο κίνδυνο μέ τήν καταραμένη συκιά (Λουκ.13,6 καί Μάρκ.11,13). «Καί ἐζήτουν ἐξ αὐτῶν ἄνδρα ἀναστρεφόμενον ὀρθῶς καί ἑστῶτα πρό προσώπου μου ὁλοσχερῶς ἐν τῷ καιρῷ τῆς γῆς τοῦ μή εἰς τέλος ἐξαλεῖψαι αὐτήν καί οὐχ εὗρον» (Ἰεζεκ.22,30).

448. Ὁ Προφήτης Ναούμ (1,3) λέγει ὅτι ὁ Θεός εἶναι μακρόθυμος καί πολυέλεος, ἀλλά δέν ἀφήνει καί τίποτε ἀτιμώρητο. Ὅμως τίποτε δέν κάνει χωρίς νά φανερώνη καί τό μυστήριο τῶν ὑπηρετῶν Του (Ἀμώς 3,7). Ἰδού ὅτι ὁ δίκαιος σάν προάγγελος τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ὁ δίκαιος διεισδύει στήν προέλευσι καί τόν σκοπό τῶν Γραφῶν.

Ἡ σωτηρία τοῦ δικαίου προέρχεται ἀπό τήν ἐκπλήρωσι τοῦ προορισμοῦ του, πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί κινδυνεύει ἀπό τήν φιλαυτία, ἡ ὁποία βλάπτει τόν θεῖο του σκοπό.

Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ

449. Ἡ οἰκειοποίησις τῆς ταπεινώσεως εἶναι ἡ μεγαλύτερη δύναμις τοῦ δικαίου· στόν πόλεμο κατά τῆς ὑπερηφανείας ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις τῆς ἀδυναμίας της εἶναι ἡ ὕπαρξις αὐτῆς τῆς ἀρετῆς.

450. Σέ ἀνέχεται ὁ Θεός, ὅταν τοῦ λέγης τά ἔργα σου μέ τ᾿ ὄνομά τους. Διότι ὁ ἐχθρός κάνει πάρα πολλούς κύκλους γύρω ἀπό ἀνθρώπους πού προσπαθεῖ νά τούς ρίξη στά παλιά τους ἁμαρτήματα κι ἔτσι νά τούς βγάλη ἀπό τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, πειράζοντάς τους νά μή ταπεινώνωνται ἀλλά νά παρουσιάζωνται σάν «κόσμημα» στούς ἄλλους.

451. Ἠμποροῦμε νά ἐρωτήσουμε: Γιατί ἀνέχεται ὁ Θεός νά ἔχουν οἱ δίκαιοι περιπέτειες; Ἀπαντοῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός ἁγιασμοῦ καί ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ὁ οὐρανός δέν εἶναι ἐπαρκῶς καθαρός (Ἰώβ 15,15)· ἐνῶ ἁγιασμός χωρίς ταπείνωσι δέν ὑπάρχει. Σ᾿ ἐμᾶς ὅμως τούς ἁμαρτωλούς καί σκοτισμένους στόν νοῦ, δέν ἔχει μέ ποιό τρόπο νά μᾶς φέρη μπροστά στίς ἁμαρτίες μας, γνωστές καί ἄγνωστες, γιά νά τίς γνωρίσουμε καί νά τίς ἐξομολογηθοῦμε - ἀφοῦ δέν προσέχουμε στό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας - ἀλλά κρατᾶμε, ὅσο συχνά ἠμποροῦμε τό κοντάρι τῶν ὀνειδισμῶν ἐναντίον τῶν ἄλλων. Ἐάν ἀναγνωρίσουμε ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί, μᾶς εἶναι πλέον εὔκολη ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπό τίς ἐνοχές. Ἐάν δέν γνωρίσουμε τίς ἁμαρτίες μας, ἐξαπατώμεθα ἀπό τήν γνώμη μας ὅτι βαδίζουμε τήν ὁδό τῆς δικαιοσύνης καί μετά δέν ὑπομένουμε τίς δοκιμασίες πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά μᾶς ἔρχωνται γιά νά ταπεινωθοῦμε. Ὁπότε, ὅταν ἀκούσης κάποιον νά κτυπᾶ τύμπανο γιά τίς βλασφημίες καί ἀνοσιουργίες του, μή πιστεύης ὅτι ἔχει μυαλό καί δέν χρειάζεται νά τοῦ εἰπῆς κάτι. Μή τόν ἐρωτήσης: Γιατί συκοφαντεῖς, ἀλλά μᾶλλον ρώτησε τόν ἑαυτό σου: Γιατί ὀνειδίζω καί ἐνοχλῶ τόν τάδε ἄνθρωπο; Στήν ὁποιαδήποτε περίπτωσι ἀπάντησε, ὅπως ὁ Δαβίδ: γιά τίς ἁμαρτίες μου ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά ὀνειδίζωμαι καί νά βλασφημοῦμαι· ἀλλά ἐλπίζω νά μ᾿ ἐλεήση γιά τήν ὑπομονή μου στίς θλίψεις μου.

452. Ὁ καιρός τῆς θλίψεώς σου κρατᾶ συνήθως μέχρις ὅτου ἀναχωρήσει ἡ ὑπερηφάνεια· διότι στούς ταπεινούς τίποτε δέν ἠμπορεῖ νά σταθῆ ἐναντίον:  οὔτε τά ἔργα, οὔτε οἱ ἄνθρωποι, οὔτε ἀκόμη καί οἱ δαίμονες.

Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἡ πιό ἀληθινή ἀρετή εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἡ ὁποία θεραπεύει, καθαρίζει προσταστεύει καί ἐπιστρέφει τά πάντα στήν εἰρήνη. Συνεπῶς, ὅταν ἐκπληρωθῆ τό ἔργο μέ τή θλῖψι τῆς δοκιμασίας, πάλι ὁ Θεός ἐπαναφέρει τά πάντα στήν χαρά.

453. Πολλοί ἄνθρωποι δέν καταλαβαίνουν τά σφάλματά τους, πιστεύουν ὅτι εἶναι καθαροί, ἀκόμη ὅτι δέν ἐσκότωσαν, δέν ἔβαλαν φωτιά καί ἄλλα πολλά. Αὐτό δέιχνει ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι φυλακισμένοι καί δεμένοι στόν νοῦ τους μ᾿ ἕνα πέπλο ἀπό σκοτάδι τό ὁποῖον δέν σχίζεται παρά μόνον, ὅταν οἱ ἁμαρτίες τους τούς κτυπήσουν «κατακέφαλα».

454. «Ὅποιος νομίζει ὅτι στέκεται καλά, ἄς προσέξη νά μή πέση» λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γι᾿ αὐτό στεκόμεθα μέ ἀβεβαιότητα, κρεμασμένοι ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ φύσις μας δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό ἐνισχυμένη νά στέκεται, χωρίς κίνδυνο πτώσεως. Ὅποιος στέκεται μέ ὑπερήφανο λογισμό ψηλά, θά τόν διορθώση ὁ Θεός μέ τήν πτῶσι. Μία πτῶσις γιά τήν ταπείνωσι πείθει στό καλό καί πολλοί ἄνθρωποι ὠφελοῦνται περισσότερο ἀπ᾿ αὐτό τό μέτρο τοῦ Θεοῦ, παρά ἀπό πολλές ἀσκήσεις πού τίς κάνουν μέ συνείδησι στήν ὁδό τῆς ἁγιότητος.

455. Ὁ φιλόνεικος ἄνθρωπος δέν ταπεινώνεται καί ὁ ἀταπείνωτος δέν ἔχει συγγένεια μέ τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ν᾿ ἀγαπᾶς τόν σταυρό σημαίνει νά ζῆς μέ ταπείνωσι καί ἀγάπη.

Καί ὁ σταυρός-μαζί μέ τήν ἀνάστασι πού ἀκολουθεῖ - εἶναι σημεῖο θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά λυτρώση τόν Θεό ἀπό τόν Σταυρό Του. Ὁ Θεός διαφωνεῖ μέ τόν ἄνθρωπο.....στό ὄνομα τῆς ἀγάπης.

Ὁ Σατανᾶς παρουσιάσθηκε ὡς ἐλεήμων τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τοῦ Πέτρου καί φονιᾶς μέσῳ τοῦ Ἰούδα. Ὁ Σατανᾶς, διά τῆς φρίκης τῶν σωματικῶν βασάνων καί τῆς ἀγνοίας τῶν αἰτιῶν τῆς σωτηρίας, κρατεῖ τόν ἄνθρωπο στήν κακομοιριά, στήν ἔλλειψι γενναίων ἀποφάσεων, στόν παραλογισμό, μέ μία λέξι: στό σκάνδαλο μέ τόν Θεό.

456. Μεγάλος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέν κυριεύεται ἀπό τήν μεγαλωσύνη του. Εἶναι αὐτός πού προοδεύει χωρίς νά τό γνωρίζη, ὅπως ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ στήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου.

Ἐάν ὑπάρχη μία ἀνάπτυξις φυσική, ὑπάρχει καί μία ὑπερφυσική, διότι ἀληθινή διάστασις τῆς τελειότητος εἶναι ἡ ταπείνωσις.

Εἶναι σωστό ὅτι, ἐάν δέν μπορῆτε νά καταλάβετε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τουλάχιστον δεχθῆτε την σάν τό μικρό παιδί, στό ὁποῖο δέν ὑπάρχει κανένα μπέρδεμα στήν διαλεκτική του συζήτησι, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἠμπορεῖ νά ὁμιλῆ.

457. Ὁ Κτίστης τῆς κτίσεως καί Σωτῆρα μας ἀποφασίζει μία σμίκρυνσί Του ἐν Πνεύματι, κατά τό μέτρο τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεών μας, σέ κάθε ἡλικία, σέ κάθε τάξι ἀνθρώπων μέχρι τό τέλος τοῦ κόσμου. Ἀναγκάζεται σάν ἕνας ἀσύγκριτα ταπεινός Ἄνθρωπος νά μᾶς ταπεινώση, μέ τήν πατρική Του καλωσύνη γιά νά ἀνυψωθοῦμε στό δικό Του θεῖο μέτρο. Κενώνεται καί κατεβαίνει στά δικά μας ἀνθρώπινα μέτρα, δίνοντας γνῶσι στόν νοῦ μας γιά νά ὑψωθοῦμε μέσῳ τῆς ταπεινώσεως καί νά γίνουμε θεοί κατά χάριν.

458. Ἰδού ὁ Θεός εἶναι κυβερνήτης τοῦ κόσμου κι ὅμως μέ μεγάλη ταπείνωσι, κτυπᾶ τήν πόρτα ἡμῶν τῶν κτισμάτων του καί περιμένει νά Τοῦ ἀνοίξουμε καί νά Τόν ὑποδεχθοῦμε....Σέ μερικούς γεννᾶται, σέ ἄλλους δίνει πρόοδο στήν ἡλικία καί σοφία, σέ ἄλλους κηρύττει, σ᾿ ἄλλους ἐπιτελεῖ θαύματα καί, τέλος, μεταμορφώνει τήν μορφή μερικῶν μέ τό θεῖο φῶς, ἐνῶ ἀπό ἄλλους - τούς περισσοτέρους - βασανίζεται ἀπερίγραπτα.

 

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

459. Ὅσο καιρό κρατᾶμε τίς ἁμαρτίες μας ἀνεξομολόγητες, κρυμμένες μέ τήν θέλησί μας, τόσο καιρό θά βασανιζώμεθα, σάν μία σπάθη πού μᾶς κτυπᾶ συνεχῶς στήν ζωή μας. Ἐάν ὅμως ἐξομολογηθοῦμε ἀμέσως τίς ἁμαρτίες καί ἐνοχές μας, ὁ κίνδυνος τοῦ πνευματικοῦ θανάτου εἶναι πλέον μακριά μας.

460. Νά μή ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι ἄλλος εἶναι ὁ πόλεμος καί ὁ πόνος τοῦ ἀνθρώπου πού ἐξομολογεῖται καί ἄλλος αὐτοῦ πού δέν ἐξομολογεῖται. Ὁ ἕνας εἶναι φωτισμένος στόν νοῦ, εἰρηνικός καί ἐκέρδισε τήν ἀθωότητα τῆς ψυχῆς του, ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι σκοτισμένος, πεισματάρης καί χειρότερα θά βυθιστῆ στίς κακίες του. Ὁ ἕνας εἶναι ὑποτακτικός τοῦ Πνευματικοῦ -κι αὐτό τοῦ ἐλαφρύνει τό φορτίο τῶν προβλημάτων του, ἐνῶ ὁ ἄλλος δέν ἀκούει κανέναν καί κάνει αὐτό πού θέλει.

461. Ἡ συχνή ἐξομολόγησις πρέπει νά μένει στήν πρέπουσα ἀξία της. Νά μή γίνη δηλαδή μία τυπική συνήθεια. Πνευματικός στόχος τοῦ μοναχοῦ καί χριστιανοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου πρέπει νά κατευθύνεται στήν εἰρήνευσι τῆς ψυχῆς του. Γι᾿ αὐτό μία πολύ συχνή ἐξομολόγησις καί μάλιστα γιά τά ἴδια καί τά ἴδια πράγματα, δέν βοηθεῖ στό νά ἐμβαθύνει ἡ ψυχή στόν ἑαυτό της καί ἀποτελεῖ ἐκχυδαϊσμό τοῦ μυστηρίου. Γι᾿ αὐτό, ζητοῦμε νά βοηθοῦμε τούς ἀνθρώπους στήν ἐξέτασι τῆς συνειδήσεώς τους ἤ στήν ἐξομολόγησι τῶν λογισμῶν τους, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά τούς ἐνοχλοῦν συχνά.

462. Ἡ συχνή ἐξομολόγησις καί ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως ἀποσκοποῦν στό νά ἀδυνατίσουν ἀπό τήν φύσι μας τήν κυριαρχία τῶν παθῶν, καί νά βάλουν στήν θέσι τους ἀγαθές συνήθειες, τίς ἀρετές, πού εἶναι ἐνάντιες στά πάθη.

463. Οἱ ἐμπαθεῖς ἀνεξομολόγητοι λογισμοί, ἤ νά εἰπῶ ἁπλᾶ, ἔχουν τήν ἰδιότητα νά μεγαλώνουν  καί νά γίνωνται σχοινιά, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες καί νά ἑλκύουν τόν νοῦ σέ μία συγκατάθεσι ἀκόμη καί στήν  πρᾶξι, πού εἶναι ἁμαρτία.

464. Ἁμαρτία εἶναι: Ἠθική συντριβή τῆς ψυχῆς, ἀπό ὅπου πηγάζει ὁ κακός λογισμός. Γι᾿ αὐτό ὅλοι οἱ λογισμοί χρειάζεται νά ἐξομολογοῦνται, πρίν νά γιγαντωθοῦν καί νικήσουν τόν νοῦ. Μετά τήν ἐξαγόρευσί τους, χάνεται ἡ  βασανιστική δύναμίς  τους ἐπάνω στόν ἄνθρωπο καί στόν νοῦ του.

465. Οἱ καλοί λογισμοί πρέπει νά ἐξατάζωνται μέ μία ἄλλη συνείδησι, πιό λεπτή καί διαυγῆ. Ὁ ἔλεγχος ὅλων τῶν λογισμῶν εἶναι νόμος στήν χριστιανική ζωή. Δέν ἐρωτᾶ ὁ μοναχός τί εἶναι καλό ἤ τί δέν εἶναι καλό, διότι ἔτσι δέν θά ἠμπορέση νά φυλαχθῆ ἀπό τίς σαΐτες τῆς κενοδοξίας.

 

ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ

467. Ἡ γνῶσις ἔρχεται ἀπό τά παθήματα καί οἱ διδασκαλίες ἀπό τούς κόπους. Αὐτή εἶναι ἡ μοναδική ὁδός, ἡ ὁποία μπορεῖ νά διδάξη κάτι τούς ἀνθρώπους.

468. Εἶναι καλό νά προσέχουμε τήν μαρτυρία τοῦ προφήτου Δαβίδ: «Ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου»(Ψαλμ.31,5). Καθώς μετά τήν ἐξαγόρευσι ὁ Θεός ἀμέσως συγχωρεῖ τήν παίδευσι τῆς ἁμαρτίας· ἔτσι διαρκοῦν διά πολλά χρόνια οἱ δοκιμασίες στούς ἀνθρώπους, διότι δέν ἐξομολογοῦνται τόις ἁμαρτίες τους. Νά εἴμεθα πιό κατανοητοί, οἱ δοκιμασίες αὐτές δέν παιδεύουν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά εἶναι σχολεῖο, φῶς γιά τόν νοῦ τους καί ἔλεος ἀπό τόν Θεό. Ἐμεῖς τίς αἰσθανόμεθα σάν στενοχώριες καί δοκιμασίες; Ἐάν δέν τίς αἰσθανώμεθα συγκεκριμένα αὐτές, δέν ἐδιδαχθήκαμε τίποτε.

Ὅπως ἡ ἀπόλαυσις εἶναι διδάσκαλος τῶν ἁμαρτιῶν, ἔτσι καί ὁ πόνος εἶναι διδάσκαλος τῆς σοφίας· ἐνῶ ἀπό τήν  ἀνάπαυσι μέχρι τώρα δέν ἐξῆλθε κάτι ὠφέλιμο.

469. Ὅλα τά πνευματικά δῶρα πού μᾶς δίνει ὁ Θεός περικλείουν μέσα τους καί τόν πόνο καί φθάνουμε σ᾿ αὐτά τά δῶρα, μέσα ἀπό τίς θλίψεις, ἐάν τίς ὑπομείνουμε μέ χαρά. Τόσο καλό ἠμποροῦμε νά κάνουμε, ὅσο πόνο καί μόχθο καταβάλλουμε. Τόση παρηγοριά ἠμποροῦμε νά δώσουμε στούς ἀνθρώπους, ὅση θλίψι θά βγάλουμε ἀπό τίς καρδιές αὐτῶν πού θέλουμε νά παρηγορήσουμε. Τόση ἀκτινοβολία θά δείξη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων σ᾿ ἐμᾶς, ἤ τόσο δυνατά θά εἶναι τό ἔλεος καί ἡ ἀλήθεια σ᾿ ἐμᾶς, ὅσο ἀντιμετωπίζουμε μέ χαρά τήν φλόγα τοῦ μίσους γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.

470. Εἶναι καλό νά ξέρουμε ὅτι τά δῶρα τοῦ Θεοῦ δίνουν μία μεγάλη δύναμι νά ὑπομένουμε τούς πόνους μέ εἰρήνη, ὁποιαδήποτε δυσκολία καί νά παρουσιασθῆ καί, ὑπομένοντας μέ εἰρήνη, ὅλα τά ἐμπόδια πέφτουν μέ τήν σειρά, σύμφωνα μέ τήν ἀόρατη ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ.

471. Χωρίς ἐλευθερία καί χωρίς χάρι, καμμία δοκιμασία δέν προσφέρει τίποτε, ἀκόμη καί μέ ὅλα τά βάσανα τοῦ ἄδη. Ἡ δοκιμασία, ὅσο μεγάλη καί νά εἶναι, δέν προσφέρει καμμία ἐλπίδα, σάν καρπό της. Ἀπό τήν ἐλευθερία, τήν ἀγάπη καί τήν χάρι αὐτῶν πού ἠμποροῦν νά ὑποταχθοῦν στόν Θεό, ἐξέρχεται ἡ ψυχή ἀπό τά βάσανά της καί φθάνει στόν ἁγιασμό της.

472. Ὁ πόνος καί ἡ ἀγάπη αὐξάνουν προοδευτικά ἡ μία τήν ἄλλη.

 

 

Η ΨΥΧΗ

473. Καί ἡ ψυχή ἔχει τά πάθη της: Τήν θέλησι, τήν κενοδοξία καί τήν ὑπερηφάνεια καί ἐάν λυτρωθῆ ἀπ᾿ αὐτές τίς ἀπατηλές χαρές χαρίζοντας ὁ Θεός στήν θέσι τους τίς ἀληθινές πνευματικές χαρές.

474. Ἡ ψυχή πού σώζεται εἶναι αὐτή πού δέν ζῆ πλέον γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά γιά τόν Θεό. Εἶναι ἡ ψυχή πού λυτρώθηκε ἀπό τόν ἑαυτό της καί περνᾶ τρέχοντας ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Ἡ ζωή καί ἡ ἀγάπη της ὅλη εἶναι μόνο ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος τήν ἔπλασε νά κυττάζη τόν ἑαυτό της, ἀλλ᾿ ἀφ᾿ ὅτου ἡ ψυχή μπαίνει στόν κόσμο μισεῖ τόν ἑαυτό της. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει: «Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τήν ζωή του καί ἀποφεύγει τόν θάνατο, πού τοῦ ἐπιβάλλει τό καθῆκον, θά τήν χάση στήν αἰώνια βασιλεία· καί ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος γιά τό καθῆκον περιφρονεῖ καί μισεῖ τήν ζωή του στόν κόσμο αὐτό, θά τήν διατηρήση καί θά τήν φυλάξη γιά νά ἀπολαύση τήν αἰώνια ζωή τοῦ μέλλοντος» (Ἰωάν.12,25).

475. Τό σῶμα ζῆ ὅταν κατοικῆ μαζί καί ἡ ψυχή, ἐνῶ ἡ ψυχή ζῆ ὅταν κατοικῆ μέσα της ὁ Θεός. Ἔτσι, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν μέσα τους ζωντανές ψυχές καί ἄλλοι πού ἔχουν πεθαμένες.

476. Ἡ κατάστασις τῆς ψυχῆς μετά τόν θάνατο, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν κατάστασί της πού εἶχε ὅταν ἦτο μέ τό σῶμα.

477. Αὐτός πού ἀναστήθηκε ψυχικά ἤ ἀπέκτησε τήν γνῶσι καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅσο ζοῦσε στήν γῆ, αὐτός ἀναστήθηκε στήν αἰωνιότητα. Κι αὐτός πού ἀπέθανε ψυχικά ἐδῶ, ἀπέθανε στήν αἰωνιότητα. Αὐτός πού ἐφόνευσε τήν Βασιλεία του Θεοῦ μέσα του, κατώκησε ἀπ᾿ αὐτή τήν ζωή στήν βασιλεία τῶν αἰωνίων βασάνων.

478. Ἡ ψυχή πού ἐξαπατήθηκε ἀπό τήν κτηνωδία τοῦ σώματος, κατά τήν ἐπίγεια μαζί του συμβίωσί της, θά ὑποφέρη τά βάσανά της, λόγῳ τῆς διακοπῆς τῶν σχεσεών της μέ τόν Θεό, ἀμέσως μετά τόν ἀποχωρισμό της στήν αἰώνια κόλασι.

479. Κάθε σωματικό ἔργο, εἶναι πρῶτα ἔργο πνευματικό. Μία πτῶσις στήν πορνεία εἶναι πρῶτα πτῶσις στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Στό πνεῦμα του πρῶτα γίνεται ὁ κλονισμός καί μετά ἡ πτῶσις. Ὁ πειραστής διάβολος, ἀφοῦ νικήση τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, φεύγει καί ἀφήνει ἐκτεθειμένο τό σῶμα στήν ἐπιθυμία, ὅπου καί ὑποδουλώνεται καί βασανίζεται. Ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά κάνη τίποτε χωρίς τήν συναίνεσι τῆς ψυχῆς. Ἐάν ἡ ψυχή συγκατατεθῆ, μολύνεται καί στήν συνέχεια ἀκολουθεῖ ἡ πτῶσις τοῦ σώματος καί ἡ μόλυνσις γενικεύεται.

480. Ἡ ψυχή χωριζομένη ἀπό τό σῶμα, θά βασανίζεται ἀπό τό πάθος πού εἶχε ὑποδουλωθῆ σ᾿ αὐτήν τήν ζωή. Ἕνας φιλάργυρος, ἕνας λαίμαργος, ἕνας μέθυσος, ἕνας πόρνος δέν λυτρώνονται ἀπό τήν τυραννία τοῦ πάθους τους στήν ἄλλη ζωή στό μέτρο πού ἀπήλαυσαν ἐδῶ τήν συγκεκριμένη ἐπιθυμία τους, διότι ἡ συνείδησις κράζει πάντοτε τήν τιμωρία ἐκ τοῦ Θεοῦ.

481. Ἄραγε στόν οἶκο τῆς ψυχῆς μας θά εὑρεθῆ κάποιο παιδί ἤ ἔστω ἕνας τυφλός γιά νά ὑποδεχθῆ τόν Ἰησοῦ; (Δηλαδή θά ὑπάρξη κάποια ἀγαθή, ἔστω μικρή ἐπιθυμία πού θά ζητήση νά γνωρίση τόν Ἰησοῦ;)

482. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ἀνακεφαλαιώνεται στήν ὥρα ἀναχωρήσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.

 

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

483. Ἡ πολλή ἐπιστήμη πλησιάζει τόν ἄνθρωπο στόν Θεό, ἡ μικρή ἐπιστήμη τόν ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἐπιστήμη καί ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος τιμᾶ, τόσο, ὅσο πλησιάζει τόν Θεό. Ἔτσι ἐκέρδισε τόν ἑαυτό του.

484. Οἱ ἐπιστῆμες, ὅπως ἡ ἰατρική, ἡ φιλοσοφία καί οἱ ἄλλες ἀκόμη καί ἡ νομική, ἡ ὁποία βάζει τόν σταυρό στόν θρόνο τῆς κρίσεως, ὅλες μαζί δέν ἠμποροῦν ν᾿ ἀποδείξουν οὔτε ὅτι ὑπάρχει Θεός, οὔτε ὅτι δέν ὑπάρχει. Ὅλες αὐτές οἱ διδασκαλίες εἶναι ἀπαραίτητες, ἀφοῦ γνωρίζουν τά ὅριά τους, ὅπου θά κινοῦνται. Ἐάν περάσουν στήν ἄλλη ζώνη, ὅπου δέν ἔχουν ἁρμοδιότητα, δέν θά ἔχουν τά μέσα νά ἐρευνήσουν τά ξένα γι᾿ αὐτές μυστήρια τοῦ Θεοῦ.

485. Τό νά μή ξέρης μία ἐπιστήμη, δέν εἶναι πάντοτε μία ἐνοχή στήν ζωή σου, ἐνίοτε εἶναι καί ἀρετή· τό νά ξέρης λίγο καί νά ἔχης τήν ἰδέα ὅτι ξέρεις τό πᾶν, αὐτό εἶναι ἐντροπή, ἀτιμία καί μία παντοτεινή ἐνοχή τῆς ζωῆς σου.

486. Ὁ ἰατρός, πού συμβουλεύει τούς ἀνθρώπους ὅτι δέν χρειάζεται ψυχή καί Θεός - ὁ Δημιουργός τῆς ζωῆς- μέχρις ἑνός σημείου εἶναι ἕνας καλός κτηνίατρος.

Ἠ ἐπιστήμη πού δέν πιστεύει στόν Θεό καί εἶναι ἐνάντια στόν ἄνθρωπο ἀποδεικνύεται ὅτι φέρει ἐπάνω της τήν χειρότερη μορφή τρέλλας.

 

ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ

487. Τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι κρυμμένα μέσα μας, ἐμεῖς δέν τά γνωρίζουμε, ἀλλά τά βλέπει ὁ διάβολος. Ὅπως ἕνας πονηρός ληστής περιμένει τόν κατάλληλο καιρό, πού θά φανῆ τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας καί, ἐάν δέν εἶναι σκεπασμένο μέ τήν ταπείνωσι καί τήν διάκρισι, ὁρμᾶ ἐπάνω του σάν ἄγριο θηρίο νά τό μολύνη καί καταργήση.

488. Ὅ,τι δῶρο σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός φύλαξέ το μέ ταπείνωσι καί ὅσο ἐνάρετος καί νά εἶσαι μήν ἐξέρχεσαι ἀπό τήν συμβουλή τοῦ πνευματικοῦ σου πατρός.

 Αὐτός πού ἔχει κάποια ἀξία, ἐάν θά φθάση στήν γνῶσι νά κρεμασθῆ ἀπό τόν Θεό, αὐτός θά φθάση νά γίνη δίκαιος καί ἅγιος.

489. Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐπιστήμης πού ὁμολογεῖ στό περιβάλλον του τόν Θεό συχνά εἶναι μάρτυρας καί ἕνας ἡγέτης τῶν ἐθνῶν. Αὐτός πού δέν ὑπακούει τήν συμβουλή τοῦ κόσμου περί Θεοῦ, εἶναι ληστής τοῦ Θεοῦ, διότι φυλάγει τό χάρισμα τῆς πίστεως πού τοῦ δόθηκε γιά τό καλό τοῦ ἀγαθοῦ κόσμου.

 Μέ τό τάλαντο τοῦ Βαπτίσματος εἶναι στολισμένοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί· πολλοί τό ἔχουν θαμμένο καί ὀλίγοι τό ἐξέθαψαν, τό ἐκαλλιέργησαν καί τό ἐπηύξησαν.

490. Ἡ καλλιέργεια τῶν ταλάντων εἶναι ἕνα μεγάλο τάλαντο. Τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι σάν τά ἁπλᾶ στολίδια, ἀπό τά ὁποῖα χαιρόμεθα μόνο ἐμεῖς. Τά τάλαντα περιέχουν θεία ἐνέργεια μέ συγκεκριμένους σκοπούς καί πρᾶξεις, τίς ὁποῖες δέν γνωρίζει ὁ κόσμος. Αὐτά δίνουν τήν φλόγα στούς μάρτυρες, τήν ὑπομονή στούς ἀσκητές, τό χάρισμα τῆς γνώσεως, τό θάρρος τῆς ἀληθείας, τήν σαλότητα γιά τόν Χριστό, τό ἀληθινό νόημα τῆς ζωῆς μέ τήν προέκτασί της στήν αἰωνιότητα.

Ἡ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ σέ κάθε λεπτό τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου δίνει τήν ἀξία στά χαρίσματα νά λειτουργοῦν μέ θεία δύναμι.

 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΟΠΙΣΩ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

491. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ φυσική καί ὑπερφυσική ὁδός τῆς τελειότητος.

 Εἶναι θαυμαστό τό γεγονός ὅτι γιά τίς ἀνθρώπινες ἐπιδιώξεις εὑρίσκονται χιλιάδες καί ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι βαδίζουν γυρεύοντας τόν θάνατο, ἀλλά γιά τόν Βασιλέα τῶν Οὐρανῶν μόλις  κἄπου-κἄπου ἐμφανίζονται μερικοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐιρηνικοί καί χαρού­μενοι μέχρι τόν θάνατό τους.

492. Τί τό ὄφελος, ὅταν σέ κυνηγᾶ ἕνα θηρίο, τρέχεις νά γλυτώσης ἀνοίγοντας τήν πόρτα μιᾶς καλύβας στό δάσος, χωρίς νά ἔχης τήν φροντίδα νά πάρης τό κλειδί τοῦ σπιτιοῦ! Ἀλλά, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὄχι μόνο τό Κλειδί, ἀλλά καί ἡ Θύρα τῆς βασιλείας τῆς λυτρώσεώς σου.

 Ὅλοι ὅσοι δέν πιστεύουν καί δέν ἀκολουθοῦν τόν Θεό εἶναι νεκροί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτούς ἀναφέρθηκε ὁ Ἰησοῦς, ὅταν εἶπε σέ κάποιον ἀπό τούς μαθητές Του: «Ἄφες τούς νεκρούς θᾶψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς». Θά εἶναι παράξενη ἡ ἀπάντησις σέ μερικούς: «Κύριε, ἄφησέ με νά θάψω τήν ἀπιστία μου».

493. Ὅταν σοῦ εὑρῆκε ὁ Θεός  κάποια ἐργασία γιά τήν Βασιλεία Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἐσύ κατώρθωσες νά ἐκτελέσης ὅλες τίς ὑποχρεώσεις τῶν ἀνθρώπων.

 Τό νά εἶσαι μαθητής τοῦ Ἰησοῦ δέν σημαίνει νά σταματᾶς στό μέσον τήν περίοδο τῆς μαθητείας σου. Τό νά εἶσαι μαθητής τοῦ Ἰησοῦ σημαίνει μία πρόβλεψις, ἕνας πόλεμος καί θά σοῦ κτίση Ἐκεῖνος ἕνα φρούριο. Νά μή τό κάνης μέ ὑπολογισμούς, γιατί σημαίνει ὅτι τό κάνης γελῶντας. Ἐάν δέν τό κάνης γελῶντας, δηλ. μέ εἰρωνεία σημαίνει ὅτι ἀκολουθεῖς τόν Ἰησοῦ σ᾿ ὅλη τήν ἐπίγεια ζωή Του, ἀκόμη καί ἐάν τό τελευταῖο βῆμα θά σέ ὡδηγοῦσε μαζί Του στόν σταυρό. Ἀλλά αὐτά εἶναι μεγάλες ἀποφάσεις γιά τόν Ἰησοῦ.

Ὁ γείτονάς σου κτυπᾶ τήν γυναῖκα του, ἡ ἐξαδέλφη σου ἔφυγε ἀστεφάνωτη, ὁ γυιός σου ἐγκατέλειψε τήν ἐκκλησία, τά παιδιά σου παίζουν στά νυκτερινά παιγνίδια καί πτύουν τόν ἱερέα. Δέν ἔχεις κανέναν νά φέρης στόν Χριστό; Ἴσως ἔχεις κατά νοῦν νά φέρης τόν ἑαυτό σου...

500. Μία συνάντησις μέ τόν Ἰησοῦ σημαίνει μία ἀποστολή, σημαίνει μία πρόσκλησις στό ἀποστολικό ἔργο καί σέ ὅλους τούς κινδύνους πού ὑπάρχουν στήν κατά Θεόν ζωή ἀνάμεσα στούς ἥρωες τῶν ἐθνῶν, τούς ὁποίους ὁμοίως πρέπει νά τούς ἀγαπήσης. Μήπως εἶσθε καί ἐσεῖς ἀπό ἐκείνους πού ἀναζητοῦν τόν Ἰησοῦ;

Γνωρίζετε γιά τόν Ἰησοῦ ἕνα πλῆθος ἔργων Του, ἀλλά δέν γνωρίζετε ἀκόμη τόν Ἴδιον. Καί μέχρι νά Τόν εὕρης, δέν εἶσαι οὔτε μέ τόν ἑαυτό σου, οὔτε ξέρεις τόν προορισμό σου, οὔτε τόν σκοπό τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αἰώνιος στήν ἀναζήτησί του γιά κάτι, πού αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι πολύ περισσότερο ἀπό ροῦχα καί φαγητά. Αὐτός εἶναι σέ ἀναζήτησι τοῦ ἰδίου τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁ πόθος τῆς ψυχῆς γιά τήν πραγματοποίησι τῆς τελειότητός της, αὐτό εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου.

Γνωρίζω, ὅτι σέ στενοχωροῦν τά περιορισμένα φυσικά σου ὅρια. Ἀλλά, ὅταν αὐτό εἶναι δῶρο τῆς συνειδήσεως, εἶναι σημεῖο ὅτι ὁ ἄπειρος Θεός θέλει νά μεγαλώσης πνευματικά μέσα στίς θεῖες διαστάσεις. Αὐτή ἡ ἐμφάνισις στήν συνείδησι τοῦ ἀπείρου (χωρίς ὅρια) χαρίσματος εἶναι γιά σένα τό ἀποφασιστικό ἐπιχείρημα τῆς ὑπάρξεώς Του καί τῆς συγγενείας σου μαζί Του, ἐάν ἐξαρτηθῆς ἀπό τόν Θεό - ἡ γέννησίς σου εἶναι ἀληθινή.

Ὅλοι οἱ μεγάλοι μυστικοί, ἐδίδαξαν ἀξιοπρεπῶς ὅτι στό βάθος τοῦ πνευματικοῦ κόσμου ἐπιτελεῖται μία θεία ἐργασία, στήν ὁποία ἐμφανίζονται οἱ σχέσεις τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο: ἡ γέννησις τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί ἡ γέννησις τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, βάθος στό ὁποῖο συναντῶνται ὁ ἀγαπῶν καί ὁ ἀγαπώμενος. Ἐκεῖ ὑπάρχουν οἱ ἀληθινές πνευματικές ἐμπειρίες, οἱ ζωντανές ἀλήθειες καί ὄχι οἱ ματαφυσικές κατηγορίες μέ τή μορφή ἀλληγορικῶν οὐσιῶν.

 

ΕΧΘΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

494.  Ἡ ἔχθρα στό σπίτι προέρχεται ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅλα ἔχουν τήν προέλευσί τους ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁπωσδήποτε ἔρχεται ἡ ἔχθρα στό σπίτι, ἐάν:

1. Ὁ γάμος ἄρχισε μέ προγαμιαίες σχέσεις.

2. Ἐάν οἱ σύζυγοι ζοῦν χωρίς ἐκκλησιαστικό γάμο. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἁμαρτία τήν ὁποία πληρώνουν ὅλοι μέ τήν ἀμοιβαία ἔχθρα. Γι᾿ αὐτό, ὅλοι πρέπει νά γίνουν φρόνιμοι καί νά συνδεθοῦν ἐκκλησιαστικά διά γάμου.

3. Ἀπό ἀνεξομολόγητες πορνικές πράξεις πού ἔγιναν πρίν ἤ καί μετά τόν γάμο. Ἔτσι, εἰσῆλθαν σ᾿ ἕνα νέο σπίτι μέ τήν δαιμονική σφραγίδα τῆς ἁμαρτίας στό σῶμα τους καί στήν ψυχή τους καί διότι δέν ἐξωμολογήθηκαν αὐτή τήν ἁμαρτία, ἔχει νά τούς συντρίψει τό σπίτι, ἀκριβῶς διότι δέν ἐθανάτωσαν τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος κάνει αὐτό τό ἔργο.

4. Τό κληρονομικό μερίδιο τοῦ πατέρα πού ὑπάντρευσε τήν κόρη ἤ τοῦ ἄλλου πού ἐστεφάνωσε τόν γυιό του εἶναι αἰτία ἔχθρας ἀνάμεσά τους. Ἕνας τέτοιος γάμος πού ἔγινε γιά τήν προῖκα δέν ἔχει εἰρηνική διαβίωσι, διότι εἶναι ἔργο τοῦ διαβόλου. Ἐάν ὑπαντρεύσης τήν κόρη σου γιά τήν πολλή της προῖκα, ὁ γάμος τους θά τελειώση μέ ἔχθρα καί μέ διάλυσι τοῦ σπιτιοῦ. Ἑπομένως, νά συνετίσετε οἱ γονεῖς τά παιδιά σας, πρίν προχωρήσουν στόν γάμο τους.

5. Ἡ διαφορά τῆς ἡλικίας. Ὑπάρχουν γονεῖς πού ὑπανδρεύουν τά κορίτσια τους στήν ἡλικία τῶν 14-16 ἐτῶν, ἐνῶ στά 18 - 19 οἱ κόρες τους εἶναι ζωντοχῆρες καί μάλιστα μέ παιδιά. Καί αὐτό ἐξ αἰτίας τῆς διαφορᾶς ἡλικίας, διότι τί ἠμπορεῖ νά κάνη μία νεαρή κόρη μπροστά σ᾿ ἕνα εὔρωστο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος θά τήν ὑποτάξη τελείως καί δέν θά τήν σέβεται; Ἡ μεγάλη διαφορά ἡλικίας εἶναι ἁμαρτία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ λόγου τό σπίτι δέν κρατιέται, ἀλλά διαλύεται καί σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις οἱ γονεῖς νά ἀναγνωρίζουν ὅτι ἐσυμβούλευσαν τά παιδιά τους ἐσφαλμένα.

6. Ἀπό τήν ἀδιαφορία πού ἔχουν οἱ σύζυγοι γιά τήν ἐξομολόγησι, τήν Θεία Κοινωνία καί τήν ὅλη τάξι τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἐντολες τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες ἐάν δέν τίς ἐφαρμόζουν, ἐφαρμόζουν τίς ἐντολές τοῦ διαβόλου καί δέν ἠμποροῦν πλέον νά ζοῦν μέ εἰρήνη καί ἡσυχία.

7. Ἐξ αἰτίας τῆς καταργήσεως τῆς νηστείας. Αὐτοί πού γεμίζουν ἀπό ὀργή εἶναι ἤδη γεμᾶτοι ἀπό χολή, ἡ ὁποία πολλαπλασιάζεται στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν τρώγη πολύ κρέας καί δέν νηστεύει. Ἔτσι, καί γιά ἕνα ἀσήμαντο λόγο, ἐπειδή, ἐπί παραδείγματι, τό τάδε πρᾶγμα δέν εἶναι στήν θέσι του, σηκώνει ὁ ἕνας τό ξύλο καί τοῦ τό φέρνει στό κεφάλι.

8. Ἡ τελευταία αἰτία εἶναι ἡ σαρκική ἀκράτεια τῶν συζύγων. Ἀλλά, πῶς οἱ σύζυγοι συνέρχωνται ἀσυλλόγιστα, ὅταν καταπατοῦν τήν ὁποι­αδήποτε ἡμέρα; Ἔτσι, ἀκολασταίνουν μεταξύ τους Τετάρτες, Παρασκευές, νηστήσιμες ἡμέρες καί ἑορτές, χωρίς συστολή καί φόβο Θεοῦ. Δέν κρατοῦν τήν τάξι τῶν νομίμων σχέσεών τους, ἐνίοτε ἁμαρτάνουν καί παρά φύσιν. Καί τούς κτυπᾶ ὁ Θεός γιά τήν ἀκαταστασία αὐτή τῆς ζωῆς τους γιά νά τούς ἐπαναφέρη στήν τάξι τῆς Ἐκκλησίας Του.

 

Ο ΕΧΘΡΟΣ - Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ

495. Ὁ νοητός ἐχθρός ἔδωσε τόν πρῶτο πόλεμο μέ τόν Ἀδάμ στόν παράδεισο καί δι᾿ αὐτοῦ μέ ὅλους ἐμᾶς, δεδομένου ὅτι ὅλοι εἴμεθα ἐν τῷ Ἀδάμ (Ρωμ.5,12). Εἶναι ὁ πρῶτος πόλεμος πού ἔχασε ὁ ἄνθρωπος. Τήν ἦττα του αὐτή τήν ἐπαναλαμβάνει ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος χιλιάδες χρόνια· κι αὐτό πού ἔκανε ὁ Ἀδάμ τό κάνουμε ἐμεῖς, ὁ καθένας μας. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στό μέσον ἦτο μία παρακοή, ὁ ἐξευτελισμός ἑνός μεγάλου προορισμοῦ, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο.

496. Ὁ Σωτήρ συνέτριψε πρῶτα τόν νοητό ἐχθρό σάν πνεῦμα στήν ἔρημο, μέ τήν προσωπική του ἐκεῖ παρουσία. Ἐνίκησε μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόν πειρασμό, πού τοῦ ἐμφανίσθηκε μέ τό δόλωμα τῶν ἀπολαύσεων τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Ἐμεῖς οἱ θνητοί δέν ἔχουμε νά διεξάγουμε ἀνοικτό  πόλεμο καί προσωπικά ἐναντίον τοῦ διαβόλου· διότι, σύμφωνα μέ μερικούς Πατέρες, θά μᾶς ἔφευγε ὁ νοῦς ἀπό τόν τρόμο καί τήν ἀνατριχίλα γι᾿ αὐτά πού θά ἐβλέπαμε.

Ἐμεῖς πρέπει ν᾿ ἀρχίσουμε ν᾿ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό μέ τήν καθαρότητα τῶν παθῶν μας γιά νά φθάσουμε κατόπιν σέ μία φυσική καί ψυχική ὑγεία, χωρίς μεγάλους κινδύνους, ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε τήν μάχη. Εἶναι γεγονός γνωστό καί ἀναγνωρισμένο ἀπό τήν ἰατρική ὅτι οἱ τραυματισμοί κλονίζουν τήν ἰσορροπία τοῦ νευρικοῦ συστήματος καί, μετά τήν ἀδυναμία πού ἐμφανίζεται μέ τήν ἔλλειψι ὑπομονῆς, ὁ ἄνθρωπος φθάνει μέχρι τήν ἐπιληψία, ἡ ὁποία ὁμοιάζει πολύ μέ τόν δαιμονισμό, πού ἀναγράφεται καί στά Εὐαγγέλια

Φυσικά καί ἐμεῖς στήν μάχη μέ τά πάθη μας - ἔργο κυρίως τῶν ἀρχαρίων, πού μπορεῖ νά κρατήση ἀκόμη καί γιά ὁλόκληρη τήν ζωή μας - πρέπει νά δίνουμε μία μάχη ἐν πνεύματι πρός τόν διάβολο. Σ᾿ αὐτή τήν μάχη εἴμεθα σκεπασμένοι, μέσῳ τῆς Θείας Προνοίας, στό νά μή βλέπουμε τόν ἐχθρό μας μέ ὅλη του τήν τρομακτική παρουσία.

Μ᾿ αὐτή μόνο τήν ἰδιαιτερότητα ἡ μάχη γιά σωτηρία τόσο τοῦ Σωτῆρος μας, ὡς ἀνθρώπου στήν ἔρημο, ὅσο καί τοῦ κάθε μαθητοῦ Του εἶναι ἡ ἴδια ὁδός μέ τά ἴδια στάδια. Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς ἐκτύπησε τόν διάβολο στήν ἔρημο, ἦλθε νά τόν κτυπήση καί στόν κόσμο, στήν ἀνθρώπινη κοινωνία πού μέχρι τότε ἐκυριαρχεῖτο ἀπ᾿ αὐτόν.

 Τρία ὅπλα ἔχουμε ἐμεῖς ἐναντίον τοῦ διαβόλου: Τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου, γιά τό ὁποῖο λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὅτι «δέν ὑπάρχει στόν οὐρανό καί στήν γῆ ἄλλο ἰσχυρότερο ὅπλο, παρά μόνο τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ».

Τό δεύτερο ὅπλο κατά τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ εἶναι ὁ Τίμιος Σταυρός (Α΄Κορ.1,18) (Καί θά ἐρωτήσω αὐτούς πού δέν ἔχουν τόν σταυρό: Μέ ποιό σημεῖο θά προστατευθῆτε ἀπό τόν διάβολο;). Δέν ἔχουν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, αὐτοί τούς ὁποίους δέν ἀφήνει ὁ διάβολος νά τό κάνουν. Δέν τό ἔχει ματαίως τό σημεῖο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία ψάλλει: «Κύριε, ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου, τόν σταυρόν σου ἡμῖν ἔδωκας».

Τό τρίτο ὅπλο προστασίας κατά τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ ταπείνωσις τῆς ψυχῆς. Ὁπότε, καί τήν ὥρα τῆς ταραχῆς νά λέγης ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς σου: «Γιά τίς ἁμαρτίες μου ὑποφέρω αὐτά, Κύριε. Λύτρωσέ ἀπό τό κακό». Καί νά ἐπιστρέψης μέ ταπεινή καρδιά πρός τόν Κύριο, ὁποιουσδήποτε κακούς λογισμούς καί νά ἔχης δεχθῆ στόν νοῦ σου, διότι βλέπει ὁ Πατήρ τόν  κόπο τοῦ υἱοῦ Του καί δέν τόν ἐγκαταλείπει ποτέ.

 Ἐπιτρέπει ὁ Θεός τόν πειρασμό νά πλησιάζη, σάν ἕνα τελώνιο τοῦ αἰθέρος στούς δούλους Του γιά νά τούς ἐξετάση, μήπως εὑρίσκεται ἀκόμη μέσα τους φιλαυτία, ὀλίγη ὑπερηφάνεια, ἤ ἰσχυρό θέλημα γιά νά τούς ἐπαναφέρη πάλι στήν πρώτη τους κατάστασι, ἤ νά βυθισθοῦν περισσότερο στά πάθη τους.

 Αὐτός εἶναι πού θά ἔλθη μέ τό ὄνομά τοῦ Μεσσίου Χριστοῦ, ἑβραῖος στήν καταγωγή, ὁ ὁποῖος θά τυραννήση τόν κόσμο ἔχοντάς τον ὑπό τήν  ἐξουσία του σ᾿ ὅλη τήν γῆ. Αὐτός θά δεχθῆ νά γίνη βασιλεύς γιά τήν ἀκτινοβολία ὅλων τῶν ἐπιγείων βασιλέων. (Ματ.4,8-9).

497 .Ὁ διάβολος συμβουλεύει τούς πάντες, ἀλλά δέν ἔχει τήν δύναμι νά τούς πιέση νά τόν ἀκολουθήσουν.

Μήν ὁμιλῆς ποτέ γιά τίς ἐπιτυχίες σου, διότι ὁ πονηρός γνωρίζει μόνο τί λέγεις, ἀλλά δέν γνωρίζει τί σκέπτεσαι.

Ὁ σατανᾶς γνωρίζει ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή, ὅμως δαιμονίζεται, διότι ὁ νοῦς του ὄντας τρελλός διαστρεβλώνει τήν ἔννοια τοῦ κάθε λόγου τῆς Γραφῆς, ἐφ᾿ ὅσον αὐτός δέν μένει στήν ἀλήθεια, ἀλλά στό ψέμμα.

498. Ἐκεῖνος εὐχαριστεῖται μόνο, ὅταν ἐξαπατᾶ τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἀναβολή τῆς μετανοίας γιά αὔριο, μεθαύριο, στά γεράματα. Μέ τήν τρελλή αὐτή μάχη ἐπιδιώκει ἐάν ἦτο δυνατόν:

1. θάνατο τοῦ Ἰησοῦ,

 2. κατάργησι τῆς διδασκαλίας Του,

3. θάνατο τῶν χριστιανῶν, μαθητῶν Του καί

4. ἐρήμωσι τῆς Ἐκκλησίας Του καί διακοπή τελέσεως τῆς ἀναιμάκτου καί ἀδιακόπου Θυσίας Του, πού τελεῖται στήν Θεία Λειτουργία.

 Ὁ διάβολος παρουσιάζει τά πάθη στόν ἄνθρωπο σάν ἀπολαυστικά καί εὔκολα.

Ὁ διάβολος γνωρίζει ὁτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, γι᾿ αὐτό τόν καταγγέλλει ἀδιάκοπα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά νά διασκορπίση τήν περιουσία του (ἀρετές).

Ὁ πονηρός θέλει νά καθίση στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.

Μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων εἰδικεύθηκε πολύ στό κακό. Ὅποιον μπορεῖ νά τόν ἀπομακρύνη ἀπό τόν Θεό τό κάνει μέ πολύ χαρά (Α΄Πέτρ.5,8)· ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀλλά ταξιδεύει στόν ἐπίγειο αὐτό δρόμο του χωρίς συμβουλές καί καθοδήγησι ἀπό κανένα, ὁ διάβολος τόν ἐπαινεῖ ὅτι καλά κάνει, χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔπεσε στήν κοσμική δόξα καί ὅτι ἡ πίστις του στόν Θεό μπερδεύθηκε μέ τό λεπτό νῆμα τῆς ἐχθρικῆς δυνάμεως, τοῦ διαβόλου.

 Ὁ πονηρός παρακολουθεῖ τί κάνει ὁ Θεός καί κάνει κι αὐτός τό ἴδιο. Στέλλει ὁ Θεός λειτουργούς Του στόν κόσμο, στέλλει καί αὐτός· στέλλει ὁ Θεός ὁράματα στούς ἀνθρώπους, στέλλει κι αὐτός· Κηρύττει ὁ Θεός ἀδιακρίτως τήν ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους καί σ᾿ ὅλα τά πέρατα, τό ἴδιο κάνει κι αὐτός. Μέ ἕνα λόγο: Πράττει τό ἀντίθετο ἀπ᾿ ὅ,τι πράττει  ὁ Θεός  καί ρίχνει στήν χαράδρα τούς ἀνθρώπους μέ τό πλῆθος τῶν ἀπατεωνιῶν καί πλανῶν.

Τολμᾶ νά κάνη ἀκόμη καί κάτι τό φοβερό νά παρουσιάζη φῶς ἤ νά ἐμφανίζεται ὁ ἴδιος σάν ἄγγελος φωτός, ὄχι ὅτι μπορεῖ ὁ ἴδιος νά δημιουργήση φῶς ἤ νά σταθῆ μέσα στό ἀληθινό φῶς, ἀλλά τό φέρει στήν φαντασία τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά πλανήση. Καί ὁ πλανεμένος ἄνθρωπος νομίζει ὅτι ἀξιώθηκε τοῦ θείου φωτός, λόγῳ τῆς μεγάλης ἀρετῆς του, χωρίς ἀκόμη νά ἔχη σταθεροποιηθῆ μέσα του ἡ ἁγία ταπείνωσις. (Β΄Κορ.11,14). Παρουσιάζεται ὡς ψευδόχριστος (Ματ.24,24) λέγοντας στούς ἀνθρώπους:«Ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός»! (Λουκ.21,8). Καί αὐτός (πονηρός) σέ στέλλει νά κηρύξης καί νά κάνης τό τάδε καί τό τάδε ἔργο...

Ξέρετε πῶς εἶναι οἱ τρελλοί; Πιστεύουν γιά τόν ἑαυτό τους ὅτι εἶναι πολύ μεγάλοι καί ἔχουν τήν ἀξίωσι νά τούς τιμοῦν καί νά τούς ὑπακούουν οἱ ἄνθρωποι. Πιστεύουν ὅτι εἶναι ἀρχηγοί καί βασιλεῖς, διότι αὐτό ζητεῖ ἡ τρέλλα τους. Τέτοια ἀρετή πίστευε ὅτι εἶχε ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ἀρχηγός τῆς τρέλλας. Συνεπῶς, κάθε ἀγάπη, πού ἐμφανίζεται σέ μιά τέτοια βασιλεία εἶναι «ἄχυρα στόν ἀέρα», καί κάθε μῖσος, σύμφωνα πάντα μέ τήν κακή θέλησι τοῦ πονηροῦ, εἶναι ἕνα μεγάλο καλό ἔργο. Ἀλλά ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ὁλόκληρη μέσα στό φῶς, ἐάν κυβερνᾶται ἀπό ἀνθρώπους πού ἔχουν μῖσος καί ὄχι ἀγάπη, ἐπισσωρεύει στούς ἀνθρώπους αὐτούς μία μεγάλη ὑποχρέωσι νά λάβουν καί πληρωμή ἀπό τόν Θεό. Κάθε ὑπακοή στόν Ἀληθινό Δεσπότη αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι μία ζημία στήν βασιλεία τοῦ τρελλοῦ «δεσπότου» καί κάθε ὑπακοή στόν τρελλό «δεσπότη» τῆς γῆς αὐτῆς ἐπισσωρεύει στούς ἀνθρώπους τό φορτίο μιᾶς ἁμαρτίας πού γίνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

499. Ὅπως λέγει ἕνας Πατήρ, ὁ Ἀντίχριστος - ὁ ὁποῖος δέν εὐχαριστεῖται μόνο μέ τήν ἀπιστία του, ἀλλά θέλει καί τήν ἀπιστία ὅλων τῶν ἀνθρώπων - δέν θά ἔχη ἡσυχία, παρά μόνο τήν ἡμέρα ἐκείνη πού θά κατορθώση νά φονεύση τόν Θεό καί νά τόν πετάξη ἔξω ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά καί τοῦ τελευταίου πιστοῦ χριστιανοῦ πού ἀπέμεινε ἀκόμη στήν γῆ· καί δέν ἀγωνίζεται ὁ τρελλός ἔχοντας ἁπλῶς μιά μεγάλη ὑπερηφάνεια, ἀλλά σκοπός του εἶναι νά τελειώση κάποια στιγμή μέ τόν Θεό, καί στήν θέσι Του, καθώς καί στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, μπαίνει ὁ ἴδιος, σάν μία σπάθη τοῦ ἄδου, μέ τήν θηριώδη μορφή του.

500.Τά βάσανα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου, στήν ὁποία θά ἐργασθῆ μέ ὅλη του τήν δύναμι ὁ σατανᾶς, θά περάσουν ὅλους τούς προηγούμενους διωγμούς τῶν αἰώνων πού ἔγιναν ἐναντίον ὅλων τῶν χριστιανῶν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου μέχρι σήμερα.

 

 

 

 

 


ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΙΚΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

 

Μοναχοῦ

Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

 

 

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩ

2005

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ............................................................................................................2

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΡΗΓΟΡΙΟΥ...........3

ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ, ΠΡΩΤΟΣ ΚΤΙΤΩΡ ΤΗΣ  Ι. Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ..........................................................................................................12

ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΤΙΤΩΡ Ι. Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ..17

ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΤΙΤΩΡ ΤΗΣ Ι. Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ...................25

ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΣΥΜΕΩΝ, ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΚΤΙΤΩΡ Ι. Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ..28

ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ........................................31

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ..............................................32

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ..................................................51

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ....................................60

ΓΕΡΩΝ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ...............................................................64

ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ....................................................68

Ο ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ.................................................................74

ΓΕΡΩΝ ΗΣΥΧΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ..................................................................91

ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ..............................................................112

ΓΕΡΩΝ  ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ.........................................................118

ΓΕΡΩΝ ΣΑΒΒΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ...................................................................124

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ...........................................129

ΓΕΡΩΝ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ...........................................................131

ΓΕΡΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΡΟΡΙΑΤΗΣ................................................................136

ΓΕΡΩΝ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ.............................................................146

ΓΕΡΩΝ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ.......................................................149

ΓΕΡΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ.................................................................162

ΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ....................................................166

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ.....................................................168

ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ....................................................173

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

            Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου εἶναι μία ἀπό τίς 20 Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί καταλαμβάνει τήν 18ην θέσιν σύμφωνα μέ τήν κρατοῦσα ἀπό παλαιότερα τάξι τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

            Λόγῳ τῶν διαφόρων ἱστορικῶν περιπετειῶν καί συμφορῶν τῆς Μονῆς δυνάμεθα νά χωρίσουμε τήν Ἱστορία της σέ τέσσαρεις περιόδους:

 

Πρώτη Περίοδος

(1310-1500)

            Πρῶτος Κτίτωρ αὐτῆς ἀναφέρεται ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος καί τήν ἀφιέρωσε στόν ἅγιο Νικόλαο, Ἐπίσκοπο Μύρων Λυκίας τόν Θαυματουργόν. Ὁ Ὅσιος αὐτός προερχόταν ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Σινᾶ. Μέ θέλημα Θεοῦ, ἀφοῦ ἐστάθμευσε πρῶτα στίς μεγαλονήσους Κύπρο καί Κρήτη, ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐγκατεστάθηκε στήν Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, πλησίον τῆς Μεγίστης Λαύρας. Γιά περισσότερη ἡσυχία, ἀνεχώρησε καί κατώκησε στήν δυτική πλευρά, πλησίον τοῦ χειμάρρου Χρέντελι, ὅπου ἔκτισε ἀσκητήρια μέ τούς μαθητές του Γεράσιμον, Ἰωσήφ, Νικόλαον, Μᾶρκον τόν Θεωρητικώτατον, Κάλλιστον, τόν μετέπειτα πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, Ἰάκωβον, τόν ὕστερον ἀρχιερέα Σερβίων καί τόν Γρηγόριον τόν ἀπό Συριάνων. Τά ἀσκητήρια αὐτά ὠνομάζοντο τοῦ Γρηγορίου καί εὑρίσκοντο στό σημεῖο πού σήμερα ἔχει ἱδρυθῆ ἡ Ἱερά Μονή μας.

            Βάσει γραπτῶν μαρτυριῶν μαθαίνουμε ὅτι τά πρῶτα ἀσκητήρια τοῦ ὁσίου Γρηγορίου  τοῦ Σιναΐτου κτίσθηκαν τό 1310. Ὁπότε ἡ πρώτη σύστασις τῆς Μονῆς μας χρονολογεῖται ἀπό τήν χρονολογία αὐτή. Ἐπίσημο Ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, τό ὁποῖον εὑρίσκεται στήν ἱερά Μονή Χιλιανδαρίου, χρονολογούμενο ἀπό τό 1347 ἀναφέρει καί τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς μας, ὡς ἑξῆς: "Ὁ ἁμαρτωλός Καλλίστρατος Ἱερομόναχος καί Καθηγούμενος τοῦ Γρηγορίου".

            Ἐπειδή ὁ Ὅσιος Γρηγόριος δέν ἦτο συνηθισμένη μοναχική φυσιγνωμία, καθ᾿ ὅσον ὑπῆρξε διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἐξῆλθε τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ σκοπό νά διδάξη τούς ὀρθοδόξους λαούς τήν ἐν Χριστῶ ζωή, τήν μετάνοια καί τήν νοερά προσευχή. Ἐμπνεόμενος ἀπό θεῖον ζῆλον ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολι, στήν Θράκη, τήν Βουλγαρία καί τήν Σερβία, ὅπου καί παρέδωσε τό πνεῦμα του μακριά ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.

            Ὁ μοναχός Γρηγόριος  ὁ Ἡσυχαστής ἤ Σιωπῶν, εὑρισκόταν στήν Κωνσταντινούπολι, ὅταν ἄκουσε γιά τήν φήμη τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου. Μετέβη στά Παρόρια τῆς Θράκης γιά νά τόν συναντήση. Ἐκεῖ, μετά τήν κοίμησι τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ὑποτάχθηκε στόν Γέροντα Ἱλαρίωνα, στόν ὁποῖον εἶχε ὑποταχθῆ καί ὁ ὅσιος Ρωμύλος. Λόγῳ ἐπιδρομῶν τῶν Ἀγαρηνῶν, ὁ Γρηγόριος ὁ νεώτερος ἤ Σιωπῶν ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος. Μετά ἀπό συνεχεῖς μετωκήσεις ἐγκατεστάθηκε στά ἀσκητήρια τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τά ὁποῖα καί διηύρυνε καί τελειοποίησε. Ἔτσι τά κελλιά αὐτά ἐπῆραν τήν μορφή Μονῆς, πού ἀπό τότε λεγόταν τοῦ Γρηγορίου.

 

 

 

Δευτέρα Περίοδος

(1500-1761)

            Βάσει ἐγγράφου τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους πληροφορούμεθα ὅτι ἡ Ἱερά Μονή μας ὑπέστη μεγάλες καταστροφές ἀπό συνεχεῖς ἐφόδους τῶν Ἀγαρηνῶν (Σαρακηνῶν) καί κατέστη ἐντελῶς ἔρημος. Τότε ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους σέ κοινή σύναξι μέ τούς Ἀντιπροσώπους τῶν Μονῶν ἐκάλεσε ἀπό τήν Μονή τοῦ Γρηγορίου τόν ὁσιώτατον μοναχόν Γρηγόριον καί τοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν ἐκ νέου ἐπανίδρυσι τῆς Μονῆς του. Αὐτός, ἐπειδή δέν εἶχε "ποῦ τήν κεφαλήν κλῖναι", ἐζήτησε βοήθεια ἀπό τόν εὐσεβέστατον ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Ἰωάννην-Στέφανον τόν Μέγα ". Τόν κατέπεισε νά γίνη κτίτωρ καί τῆς ἰδικῆς του κατεστραμμένης Μονῆς καί θά μνημονεύωνται τά ὀνόματά τους στόν αἰῶνα ὡς κτιτόρων Αὐτῆς. Δέχθηκε ὁ ἡγεμών τήν παράκλησιν τοῦ πολυπαθοῦς Γέροντος Γρηγορίου καί μέ τά χρήματα πού ἐστάλησαν κτίσθηκε ἡ λεγομένη σήμερα μεσαία πτέρυγα μέ τήν ἄλλη πτέρυγα πού βρέχεται ἀπό τήν θάλασσα πρός δυσμάς. Στήν πτέρυγα αὐτή τῶν τριῶν ὀρόφων ὑπάρχουν σήμερα κελλιά τῶν Μοναχῶν, τό Ἀρχονταρίκιο, τό Ἡγουμενεῖο καί τά γραφεῖα τῆς Μονῆς.

 

Τρίτη Περίοδος

(1761-1859)

            Ἡ τρίτη περίοδος τῆς Μονῆς δοκιμάσθηκε σκληρά ἀπό πυρκαϊά πού συνέβη τό ἔτος 1761. Ἐκάησαν τά πάντα καί μόλις οἱ Πατέρες κατώρθωσαν καί διέσωσαν τά ἱερά Λείψανα, μερικά ἅγια Σκεύη καί Εἰκόνες.

            Οἱ Ἐπίτροποι τῆς Μονῆς ἐκάλεσαν τόν ὁσιώτατον Γρηγοριάτην μοναχόν Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τόν καιρόν ἐκεῖνον ἀσκήτευε σέ μιά σπηλιά τῆς Ἁγίας Ἄννης, νά ἀναλάβη πρωτοβουλίες γιά τήν ἀνασύστασιν καί ἀνοικοδόμησιν τῆς καείσης Μονῆς. Σύμφωνα μέ τήν παράδοσιν, ἔφθασεν ὁ ἀσκητής μοναχός ἀπέναντι τῆς Μονῆς καί ἀντικρύζοντάς την μέσα στίς φλόγες, ἔκλαυσε πικρῶς. Παρουσιάσθηκε κοντά του ἕνας εὐλαβής Γέροντας. Ἦτο ὁ ἅγιος Νικόλαος. Τόν παρηγόρησε καί τοῦ εἶπε ὅτι πάλι τό μοναστήρι θά κτισθῆ. Καί γιά νά πιστεύση ἀκραδάντως, ἐφύτρωσε ἀπό τό πηγούνι του μία μεγάλη γενειάδα πού ἔφθανε μέχρι τό ἔδαφος.

            Ἀπό τό θαῦμα αὐτό κατάλαβε ὁ μοναχός Ἰωακείμ ὅτι εἶναι θέλημα τοῦ ἁγίου Νικολάου νά κτισθῆ ἡ Μονή του. Μέ χρήματα πού συγκέντρωσε ἀπό τίς ἐνορίες τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀπό ἀλλοῦ ἔκτισε τρία μοναστήρια: Τό ἰδικό μας, τήν Μονή Μεταμορφώσεως στήν νῆσο Πρώτη τῆς Προποντίδος καί ἄλλη Μονή στό ἐν Ρουμανίᾳ Μετόχι μας πού λεγόταν Βυζαντία.

            Μεγάλη δοκιμασία ὑπέστη ὄχι μόνο ἡ Μονή μας ἀλλά ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος κατά τήν ἔναρξι τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως. Ἀπό τό 1821 μέχρι τό 1829 ἕνα μεγάλο τουρκικό ἀπόσπασμα ζοῦσε στίς Μονές τοῦ Ὄρους καταστρέφοντας βιβλιοθῆκες, τοιχογραφίες, ἱερά ξυλόγλυπτα ἀντικείμενα κλπ.. Ἀπό τούς 6000 μοναχούς ἀπέμειναν μόλις περίπου 1000, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι, ἄλλοι μαρτυρικῶς ἐτελειώθησαν καί ἄλλοι διαφεύγοντες τόν μέγαν κίνδυνο, εἰσῆλθαν στήν ἠπειρωτική καί τήν νησιωτική Ἑλλάδα συνεχίζοντας ἐκεῖ τόν μοναχικό τους δίαυλο.

 

 

Τετάρτη Περίοδος

(1859-1974)

Τό 1840 ἡ Ἱερά Μονή μας μέ ἔγκρισι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μετετράπη σέ Κοινόβιο, ὅπως ἦτο καί παλαιότερα.

            Τό 1859, μετά ἀπό εἰσήγησι τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς μας, ἀνέλαβε τήν διαποίμανσι τῆς Ἀδελφότητος ὁ μέχρι τότε Β΄γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος,  Ἱεροδιάκονος Συμεών, προερχόμενος ἀπό τήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου.

Ὁ ἅγιος Καθηγούμενος Συμεών, ὅπως θ᾿ ἀναγνώση ὁ ἀναγνώστης στά περί τοῦ βίου του, ἀνεδείχθηκε τέταρτος Κτίτωρ τῆς Μονῆ μας, διότι κτιριακῶς τήν ἐδιπλασίασε. Ἐποίμανε τήν Μονή μας μέχρι τό 1906. Κατόπιν ἐπί τετραετίαν ὁ ἱερομόναχος Ἰάκωβος καί ἐν συνεχείᾳ ἄλλοι ἱερομόναχοι.

Ἀπό τό 1974 ἀρχίζει ἡ νέα πέμπτη περίοδος μέ Καθηγούμενο τόν Παν. ἀρχιμ. π. Γεώργιο, κατά τήν ὁποία ἐπετεύχθη στήν Μονή μας ἡ ἐπάνδρωσίς της καί ἡ πνευματική της ἀνασύστασις καί πρόοδος. Περί αὐτῆς θά γράψη προσεχῶς ἡ ἱστορία.

 

ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ

Στήν Μονή μας διασώζονται περί τά 100 καί πλέον τεμάχια ἁγίων Λειψάνων διαφόρων Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Τά κυριώτερα τούτων εἶναι:

1. Πολλά ἀπό τά Λείψανα τῆς ἁγίας Ὁσιοπαρθενομάρτυρος  Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, ὅπως ἄφθαρτο τό δεξί χέρι της, οἱ δύο πόδες της, τό ἕνα πέλμα τοῦ ποδός της καί ἄλλα.

2. Μεγάλο τεμάχιο ἀπό τήν Κάρα τῆς ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος μέ τήν ὁποία συνωμίλησε ὁ Χριστός στό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβου.

3. Τό ἄφθαρτο δεξί χέρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ἑνός ἐκ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν.

5. Τμῆμα ἀπό τήν Κάρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς μας.

6. Μεγάλο ὀστοῦν ἀπό τόν κάλαμο τοῦ ποδός τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου.

7. Μεγάλο μέρος ἀπό τήν Κάρα τοῦ ἁγίου Μοδέστου, Πατριάρχου Ἰεροσολύμων.

8. Ἡ Κάρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζοῦ, πατρός τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

9. Ἡ Κάρα τοῦ ἁγίου Ὁσιομάρτυρος Ἰακώβου τοῦ Πέρσου.

10. Τό ἄφθαρτο ἀριστερό χέρι τῆς Ὁσίας Μακρίνης, ἀδελφῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.

11. Μεγάλα τεμάχια Λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ.

12. Μέρος ἀπό τό δέρμα τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους καί ἄλλα.

           

ΙΕΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

            Καθώς μπαίνει ὁ εὐλαβής Προσκυνητής στό Καθολικό τῆς Μονῆς, θά προσκυνήση στό δεξιό μέρος τῆς Λιτῆς μία μικρή Θαυματουργή Εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὀνομάζεται Ὁδηγήτρια Παντάνασσα ἤ Παλαιολογίνα. Δωρήθηκε στήν Μονή μας τό 1500 ἀπό τήν σύζυγο τοῦ Δευτέρου κτίτορος ἁγίου ἡγεμόνος Στεφάνου τοῦ Μεγάλου, ὀνόματι Μαρία, ἡ ὁποία προερχόταν ἀπό τήν βυζαντινή δυναστεία τῶν Παλαιολόγων. Τό θαυμαστό μ᾿ αὐτή τήν Εἰκόνα εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἐκάη τό 1761 ὁλοσχερῶς ἡ Μονή καί ὅ,τι ὑπῆρχε μέσα στόν ναό ἔγινε στάκτη, ἐν τούτοις ἡ Εἰκόνα αὐτή διαφυλάχθηκε σῶα. Ἡ ἀποκάθαρσίς της ἀπό τίς κάπνες τῆς πυρκαϊᾶς καθαρίσθηκαν ἀπό συνεργεῖο τεχνικῶν μόλις τό 1979.

            Στό δεξιό Προσκυνητάρι τοῦ Καθολικοῦ ὑπάρχει ἡ ἐπιβλητική Εἰκών τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς χρονολογεῖται ἀπό τόν 14ον αἰῶνα.

            Στό ἀριστερό Προσκυνητάρι, συνηθίζεται νά τοποθετῆται ἡ εἰκών τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς, τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἡσυχαστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἔργον τοῦ 18ου αἰῶνος.

            Ἀπέναντι ἀπό τό Προσκυνητάριο τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου εἶναι ἡ μεγαλοπρεπής καί βασιλική μορφή τῆς Κυρίας Θεοτόκου ὡς Βασίλισσας τῶν Οὐρανῶν. Ὀνομάζεται Γαλακτοτροφοῦσα, διότι θηλάζει τόν νηπιάσαντα διά τήν σωτηρίαν μας Σωτήρα τοῦ κόσμου Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν. Προέρχεται ἀπό τό Μετόχιον τοῦ ἁγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης καί εἶναι τοῦ 15ου αἰῶνος.

            Ὅλες οἱ Εἰκόνες, τά λεγόμενα Δεσποτικά, τοῦ Τέμπλου, καθώς καί οἱ μικρές τοῦ Δωδεκαόρτου χρονολογοῦνται ἀπό τό 1778, δηλαδή μετά τήν κατασκευή τοῦ ναοῦ καί τοῦ ξυλόγλυπτου τέμπλου.

            Πλῆθος ἱερῶν Εἰκόνων διαφόρου τέχνης καί ἐποχῆς εἶναι θησαυρισμένες στό Μουσεῖο τῆς Μονῆς, στό ὁποῖον ἠμπορεῖ νά μεταβῆ ὁ ἐνδιαφερόμενος ἐπισκέπτης καί νά θαυμάση τήν τέχνη καί νά διδαχθῆ ἀπό τήν θεολογική τους ἑρμηνεία.

 

ΙΕΡΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

           

1. Τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας.

            Τό παλαιότερο παρεκκλήσιο εἶναι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, ἐντός τοῦ ἐσωτερικοῦ προαυλίου χώρου τῆς Μονῆς, τό ὁποῖον χρονολογεῖται ἀπό τό 1740 περίπου. Διατηροῦνται σέ FRESCO ἀρκετά καλά οἱ τοιχογραφίες του, πού εἶναι οἱ παλαιότερες ἀπό ὅσες ὑπάρχουν στήν Μονή μας. Στό ἐκκλησάκι αὐτό εἶναι θησαυρισμένη ἡ Θαυματουργός Εἰκών τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, τρίτης Προστάτιδος τῆς Μονῆς μας, μετά τόν ἅγιο Νικόλαο καί τόν Κτίτορα Ὅσιο Γρηγόριο. Ἐδῶ σχεδόν καθημερινά τελοῦνται Παρακλήσεις ἐνώπιόν της καί τά θαύματά της εἶναι ἄπειρα καί συνταρακτικά. Κυκλοφορεῖ βιβλίο τῆς Μονῆς μας μέ τίς Ἀκολουθίες της καί τά θαύματά της.

            2. Τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Κτίτορος.

             Κτίσθηκε τό 1850 ἐπί ἡγουμενίας τοῦ ἀρχιμ. π. Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἡγουμένευσε ἀπό τό 1848-1859. Εἶναι ἐνσωματωμένο στήν Λιτή τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς καί ἐπικοινωνεῖ μέ ἐσωτερική πόρτα. Ἔχει ξύλινο μικρᾶς ξυλογλυπτικῆς ἀξίας τέμπλο. Δέν ἔχει ἀκόμη ἁγιογραφηθῆ.

            3. Τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.

            Εὑρίσκεται στόν πρῶτον ὄροφο τῆς ἀνατολικῆς πτέρυγος τοῦ ὁσιωτάτου τρίτου Κτίτορος Ἰωακείμ. Στά τελευταῖα χρόνια ἔγινε ἡ ἀνακατασκευή του μέ τσιμεντένιο δάπεδο γιά τήν ἀποφυγή κινδύνου ἀπό πυρκαϊά. Στό ἱερόν Βῆμα φυλάσσονται μέ πολλή εὐλάβεια οἱ Κάρες τῶν Ὁσιωτάτων μακαριστῶν Καθηγουμένων π. Συμεών καί π. Ἀθανασίου, οἱ ὁποῖοι διέπρεψαν στήν ἁγιότητα τοῦ βίου τους καί στήν ἀνασυγκρότησι τῆς Μονῆς μας.

            4. Τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου.

            Εὑρίσκεται στό ἄκρον τοῦ τρίτου ὀρόφου τῆς ἰδίας πτέρυγος τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωακείμ. Καταλήγει σέ περίτεχνον, πλακοσκέπαστον τροῦλλο καί δέχθηκε ἀνακαινίσεις καί ἐξωραϊσμούς ἀπό τήν Ἀδελφότητα τῶν νεωτέρων Πατέρων τῆς Μονῆς μας μέ ἐπικεφαλῆς τόν σεβαστόν μας Γέροντα π. Γεώργιον.

            5. Τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος.

             Εὑρίσκεται στήν ἄκρη τοῦ ἐπάνω ὀρόφου τοῦ Ἀρχονταρικιοῦ τῆς Μονῆς μας. Κτίσθηκε μαζί μέ τήν πτέρυγα τό 1896 ἀπό τόν τέταρτο Κτίτορα τῆς Μονῆς μας, καθηγούμενο παπᾶ Συμεών. Καταλήγει σέ τροῦλλο καί δέν εἶναι ἁγιογραφημένο.

            6. Τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.

Εὑρίσκεται κάτω ἀπό τό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Εἶναι μισοσκότεινο καί κατανυκτικό. Δέν ἔχει ἁγιογραφίες.

7. Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.

Ὑπῆρχε παλαιότερα μέσα στόν γκρεμισμένο πύργο τῆς Μονῆς μας. Μέ τήν κατασκευή τῆς νέας πτέρυγος ἐπί ἡγουμενίας τοῦ νῦν Γεροντός μας καί Καθηγουμένου παπᾶ Γεωργίου, ἀποφασίσθηκε νά δημιουργηθῆ χῶρος καί γιά τήν στέγασι αὐτοῦ τοῦ Παρεκκλησίου

Κτίσθηκε λοιπόν μαζί μέ τήν νέα πτέρυγα. Εὑρίσκεται στόν τέταρτον ὄροφο. Εἶναι λίαν περικαλλές καί καταλήγει σέ περίτεχνο πλακοσκέπαστο τροῦλλο. Δίπλα εἶναι τμῆμα τοῦ μουσείου Εἰκόνων τῆς Μονῆς μας. Λέγεται ἡγουμενικό Παρεκκλήσιο διότι ἐξυπηρετεῖ τίς λατρευτικές καί λειτουργικές ἀνάγκες τοῦ ἁγίου Καθηγουμένου, τοῦ ὁποίου τό κελλί εἶναι στήν ἴδια πτέρυγα.

8. Τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων.

Εὑρίσκεται στό μέσον τοῦ ἄνω ὀρόφου τῆς μεσαίας πτέρυγος. Εἶναι μικρῶν διαστάσεων καί πολύ κατανυκτικό. Στό παρεκκλήσιο αὐτό διηκόνησαν ὡς ὑπεύθυνοι γιά τά καντήλια καί τήν καθαριότητά του ἐπί πολλά χρόνια ὁ ἀείμνηστος Γέρων Βαρλαάμ καί στά τελευταῖα  55 χρόνια ὁ μακαριστός ἱερομόναχος Νικόλαος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τό 2005.

 

ΙΕΡΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

 

1. Τῶν Ἁγίων Πάντων.

            Εὑρίσκεται ἔξω ἀπό τήν μικρή ἀνατολική πύλη τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ στούς Κήπους καί στά μνήματα τῶν πατέρων. Εἶναι Κοιμητηριακός ναΐσκος, παλαιότερος ἀπό τό Καθολικό τῆς Μονῆς μέ τοιχογραφίες FRESCO, οἱ ὁποῖες διατηροῦνται σχεδόν ἀνέπαφες ἀπό τήν μάστιγα τοῦ πανδαμάτορος χρόνου.

Ἐδῶ κάθε Σάββατο  τελεῖται Θεία Λειτουργία γιά τήν ἀνάπαυσι τῶν Κοιμηθέντων Πατέρων καί διαβάζεται δίσκος Κολλύβων πού μοιράζεται στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ πρός ἀνάπαυσιν τῶν Ψυχῶν τους.

Κάτω ἀπό τόν ναό τοῦ Κοιμητηρίου ὑπάρχει μικρή θολωτή κρύπτη, στήν ὁποία ἔχουν τοποθετηθῆ μέ τάξι τά ὀστᾶ τῶν Πατέρων, τῶν κοιμηθέντων διά μέσου τῶν αἰώνων, ἀπό τῆς ἱδρύσεώς της μέχρι καί  σήμερα. Μερικά ἀπ᾿ αὐτά εὐωδιάζουν, πρᾶγμα πού πιστοποιεῖ τήν ἁγιότητά τους καί τήν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ.

2. Τοῦ ἁγίου Τρύφωνος.

Εὑρίσκεται στό σπίτι τῶν Κηπουρῶν, ἔξω καί ἐπάνω ἀπό τήν Μονή μας. Ὁ ἅγιος Τρύφων εἶναι ὁ Ἅγιος τῶν Κηπουρῶν, ὁ διώκτης τῶν ἀσθενειῶν τῶν λαχανικῶν, ὁ καταπέλτης τῶν μικροβίων καί σκωλήκων τά ὁποῖα μαστίζουν τούς λαχανόκηπους. Ἐδῶ καθημερινά τελοῦν τίς σύντομες ἀκολουθίες τοῦ Ὄρθρου καί τοῦ Ἑσπερινοῦ οἱ Κηπουροί μας γιά νά εὑρίσκονται ἀπό τίς ἕξι τό πρωΐ μέσα στά χώματα γιά τό διακόνημά τους.

3. Τοῦ Ἁγίου Μοδέστου, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.

Εὑρίσκεται στό Νεώριο, ὑπεράνω τοῦ ναυστάθμου-κτιρίου ὅπου φυλάσσονται τήν χειμερινή περίοδο οἱ βάρκες καί τά πλοιάρια τῆς Μονῆς μας. Τό κτίριο αὐτό μαζί μέ τό παρεκκλήσιο κτίσθηκαν τήν περίοδο πού ἦτο Ἡγουμενος ὁ παπᾶ Συμεών. Τό Παρεκκλήσιο εἶναι πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Μοδέστου, Προστάτου καί θεραπευτοῦ τῶν ζώων. Γι᾿ αὐτό στήν μνήμη του, πού τελεῖται μέ λαμπρά θεία Λειτουργία, στίς 18 Δεκεμβρίου ἑκάστου ἔτους, παρελαύνουν μετά τήν Λειτουργία τά ζῶα (μουλάρια) τῆς Μονῆς μας  ἀπέξω  καί ραντίζονται.

4. Τῶν Ἀθωνιτῶν πατέρων.

Εὑρίσκεται ἀπέναντι στήν πλαγιά τοῦ βουνοῦ ἀπό τήν Μονή μας. Κτίσθηκε τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος ἀπό κάποιον Λογγίνον, Γρηγοριάτην Μοναχόν. Τά τελευταῖα χρόνια ἀνακατασκευάσθηκε καί ἔγινε καί πάλι κατάλληλο γιά κατοίκησι μέ πρῶτον οἰκήτορα τόν μοναχόν Βλάσιον, προσφάτως ἀναχωρήσαντα γιά τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τήν Ἀκαρνανία.

5. Τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Εὑρίσκεται ὑψηλότερα ἀπό τό προηγούμενο Παρρεκλήσιο καί ἀνήκει στό ὁμώνυμο Κάθισμα τῆς Παναγίας μας. Πλησίον εἶναι τό σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τό ὁποῖον μαρτυρεῖ σύμφωνα μέ τήν Ἀκολουθία του "ἀγῶνες καί σκάμματα". Ἐδῶ ἔζησε τά τελευταῖα χρόνια του ὁ Προηγούμενος Νεόφυτος, μετά τήν παραίτησί του ἀπό τό ἡγουμενικό ἀξίωμα τό 1859.

6. Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Στήν κορυφή τοῦ ἰδίου βουνοῦ μας, ἀνάμεσα στά ἐρείπια τῆς παλαιᾶς ἱστορικῆς Σκήτης τοῦ Ὁσίου Κτίτορός μας, κτίσθηκε καινούργιος μικρός ναΐσκος, ρυθμοῦ Βασιλικῆς τό 1997. Ἐπιμελητής τῆς Σκήτης ἔχει ὁρισθῆ ἀπό τήν Μονή μας ὁ ἰατρός ἱερομ. π. Δημήτριος.

7. Τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου.

Εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Μονή, ἀπό τήν δυτική πλευρά της, μόλις πέντε λεπτά πάνω ἀπό τόν ἁλίκτυπο βράχο τῆς θαλάσσης. Τήν περίοδο τῆς κατοχῆς, λόγῳ πυρκαϊᾶς κατεστράφησαν καί ἐγκαταλείφθηκαν τά πάντα καί μόλις τό 1976 ξεκίνησαν οἱ πρῶτες προσπάθειες ἐκ μέρους τῶν νεωτέρων Πατέρων γιά τήν ἀνακαίνισί του. Κτίσθηκαν τό 1986 μαζί μέ τό παρεκκλήσιο καί ἕνα περικαλλές Κάθισμα μέ εἰδικό χῶρο γιά Ἁγιογραφεῖο. Περιβάλλεται ἀπό δαντελλωτά ἀκαλλιέργητα Κηπάρια καί δύο πηγές δροσεροῦ νεροῦ. Ὑπεύθυνος τοῦ Καθίσματος εἶναι ὁ ἱερομ. π. Φιλόθεος.

8. Τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ.

Εἶναι στόν λεγόμενο Μύλο τῆς Μονῆς, ὅπου παιλαιότερα οἱ Πατέρες ἄλεθαν τό σιτάρι σέ μύλο πού λειτουργοῦσε μέ τό νερό. Εὑρίσκεται στά σύνορα μέ τήν ἐδαφική περιοχή τῆς Σιμωνόπετρας. Ἐδῶ ἀνέκαθεν ἡ Μονή προμηθεύεται τά ἑσπεριδοειδῆ καί τά ἄφθονα λεμόνια. Ὑπῆρξε μόνιμος διακονητής. Ἀναφέρονται οἱ μακαριστοί Γέρο-Αὐξέντιος, Γέρο-Σάββας καί τελευταῖα μόνιμος εἶναι ὁ Γέρων Πέτρος.

9. Τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Εὑρίσκεται στό Ἀμπέλι τῆς Μονῆς μας, μόλις 15 λεπτά μέ τά πόδια ἀπό τήν Μονή πρός τήν πλευρά τῆς Σιμωνόπετρας. Δέν ὑπῆρχε καθόλου Παρεκκλήσιο, ἀλλά ἀφ᾿ὅτου ἐστάλησαν διακονητές μετά τήν ἐπάνδρωσι τῆς Μονῆς μας ἀπό τό 1974 καί ἐντεῦθεν, χρειάσθηκε ναΐσκος γιά τίς ἀκολουθίες τους. Τότε λοιπόν ἡ ἀποθήκη τῶν ξύλων μετετράπη σέ ἐκκλησάκι μέ μαστόρους τούς ἰδίους τούς νεωτέρους πατέρας.

 

Παρεκκλήσια τοῦ Βουνοῦ:

10. Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου

11. Τοῦ ἁγίου Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.

12. Τοῦ Ἁγίου Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου.

Ἀπό παλαιότερα ὑπῆρχε μόνο τό τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τό ὁποῖον κτίσθηκε τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος, μαζί μέ τό σπίτι, ἀπό τόν δραστήριο Ἡγούμενο παπᾶ Συμεών, σάν Δασονομεῖο τῆς Μονῆς μας. Τά ὑπόλοιπα δύο Παρεκκλήσια μαζί μέ ἡσυχαστικά Καθίσματα  κτίσθηκαν ἀπό τόν Γέροντάς μας π. Γεώργιο τήν δεκαετία τοῦ 1990.

Τό κτίριο μαζί μέ τό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Προφήτου Ἠλιοῦ κτίσθηκε γιά Πυροφυλάκειο τοῦ Δάσους μας, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Στέφανος κτίσθηκε σέ ἀντικατάστασι τοῦ γκρεμισθέντος ὁμωνύμου παρεκκλησίου τό 1904, στό ὁποῖον ἔζησε γιά μερικά χρόνια ὁ μεγάλος ἀσκητής τοῦ Ὄρους Χατζη-Γιώργης μέ ὁμάδα μοναχῶν του.

 

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Δέν διασώζονται πολλά περγαμηνά καί παλαίτυπα βιβλία, διότι ἐκάησαν στούς φούρνους ἀπό τούς Τούρκους, ὅταν εἶχαν καταλάβει τό Ἅγιον Ὄρος στήν περίοδο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ὅμως οἱ σωζόμενοι Κώδικες εἶναι:

Ἕξι περγαμηνοί ἐκκλησιαστικῆς ὕλης τῶν 9ου-13ου αἰῶνος.

Ἐννενήκοντα ἐννέα  χάρτινοι ἐκκλησιαστικῆς ὕλης τῶν 14ου-19ου αἰῶνος.

Τριάκοντα χάρτινοι ἐκκλησιαστικῆς καί ἐξωτερικῆς ὕλης τῶν 14-19ου αἰῶνος. Καί  τεσσαράκοντα χάρτινοι ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς τῶν 15-19ου αἰῶνος.

Ἡ νέα Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς μας ἔχει περί τούς 20.000 τόμους βιβλία διαφόρου περιεχομένου. Ὅλα εἶναι νεώτερα καί ἱκανά στόν ὁποιονδήποτε νά ἐντρυφήση γιά ὅποια ἐπιστήμη θελήση νά μορφωθῆ.

 

ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΑΣ

 

Τό Μοναστήρι μας μετετράπη πάλι σέ Κοινόβιο τό 1840. Οἱ κατά σειράν ἡγούμενοι ἦσαν:

1. Ἀρχιμ. π. Νεόφυτος. Ἀσκήτευε μέχρι τότε στήν Μικρά Ἀγία ῎Αννα. Καταγόταν ἀπό τήν Μυτιλήνη καί εἶχε καρεῖ μοναχός στήν Μονή Ἐσφιγμένου. Ἡγουμένευσε μέχρι τό 1848. Ἔκτοτε ἀσκήτευσε στό Κάθισμα τῆς Παναγίας μας καί κατόπιν ἀνεχώρησε γιά τήν Νέα Σκήτη, ὅπου καί ἐτελεύτησε. Ἦτο δύσκολη ἡ ποιμαντική του διακονία, διότι οἱ μοναχοί δέν ἤθελαν νά συμμορφωθοῦν πρός τό κοινοβιακό πολίτευμα.

2. Ἀρχιμ. π. Δανιήλ.

Ἦτο πνευματικό τέκνο τοῦ ἀποχωρήσαντος Γέροντος Νεοφύτου. Ἡγουμένευσε μέχρι τό 1859, ἀφοῦ ἐπεβάρυνε τήν Μονή μέ ὑπέρογκα οἰκονομικά χρέη. Ὅμως ἐπετελέσθηκαν καί καλά ἔργα, ὅπως ἡ ἵδρυσις τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου καί ἡ ἀγορά τοῦ Μετοχίου Βούλτσιστα στήν Πιερία μέ χρήματα τοῦ μοναχοῦ Βησσαρίωνος, Οἰκονόμου τοῦ πάλαι ποτέ Μετοχίου μας Βυζαντία στήν Ρουμανία.

3. Ἀρχιμ. π. Συμεών Ἀγγελίδης. Καταγόταν ἀπό τήν Τριπολιτσά Πελοποννήσου. Ἡγουμένευσε 46 περίπου χρόνια καί εἶναι ὁ τέταρτος Κτίτωρ τῆς Μονῆς μας. Πολλές ἀπό τίς δραστηριότητές του θά διαβάση ὁ ἀναγνώστης σέ ἄλλα κεφάλαια τοῦ παρόντος βιβλίου.

4. Ἀρχιμ. π. Ἰάκωβος Γιαννούλης. Ἦτο θεῖος τοῦ περιβοήτου γιά τά διοικητικά του καί ἄλλα προσόντα Γρηγοριάτου μοναχοῦ Βαρλαάμ, καταγόμενος ἀπό τό χωριό Μαυρίκι τῆς Τεγέας Ἀρκαδίας. Ἡγουμένευσε μόνο τέσσερα χρόνια, διότι προσεβλήθη στό Μετόχιο Μπαλαμπάνι τοῦ Νέου Μαρμαρᾶ Χαλκιδικῆς ἀπό ἑλονοσία καί ἀπέθανε. Ἦτο ὀλιγογράμματος, ἀλλά σέ ὅλα ἱκανώτατος καί ἐθνικός ἥρως, διότι διευκόλυνε τά ἀνταρτικά μας σώματα νά μένουν καί νά ὀχυρώνονται στά Μετόχια τῆς Μονῆς μας στήν Χαλκιδική καί νά κτυποῦν τούς Κομιτατζῆδες Βουλγάρους.

5. Ἀρχιμ. Κοσμᾶς Σταματόπουλος. Καταγόταν ἀπό τό χωριό Ζευγολατιό Ἀρκαδίας. Ἦλθε στήν Μονή τό 1868. Μετά δύο χρόνια χειροτονήθηκε διάκονος καί ἀργότερα ἱερομόναχος. Ὑπηρέτησε ἐπί δύο χρόνια σάν Ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς στήν Ἱερά Κοινότητα. Κατόπιν προσκλήθηκε καί ἀνέλαβε ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου. Μετά παραιτήθηκε καί μετέβη στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔμεινε μέχρι τό 1901. Μετά, τό 1903, ἐπέστρεψε στήν Μονή τῆς Μετανοίας του καί τό 1910 ἐξελέγη ἡγούμενος Αὐτῆς. Ἐκοιμήθη ἀπό καρδιακό ἐπεισόδιο τό ἔτος 1914. Κατά τήν διάρκεια τῆς ἡγουμενείας του ἐπρυτάνευε ἄκρα ἡσυχία καί παραδειγματική ἀδελφική συμβίωσις τῶν Πατέρων, τά δέ οἰκονομικά τῆς Μονῆς  εὑρίσκοντο σέ εὐχάριστη θέσι.

6. Ἀρχιμ. π. Δημήτριος Τσουκαλᾶς. Καταγόταν ἀπό χωριό τῆς ὀρεινῆς Γορτυνίας Ἀρκαδίας. Ἡγουμένευσε μόλις ἑνάμισυ χρόνο καί οἰκειοθελῶς παραιτήθηκε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1916.

7. Ἀρχιμ. π. Γεώργιος Παρασκευόπουλος. Καταγόταν ἀπό τό χωριό Βραχοράχη τῆς Γορτυνίας. Μετά δυσκολίας δέχθηκε τό ἀξίωμα φοβούμενος τίς εὐθῦνες, ἐφ᾿ ὅσον ὁ κατάλληλος γιά τό ἀξίωμα αὐτό ἱερομόναχος Ἀθανάσιος ἔφυγε γιά τήν Ἁγία Ἄννα γιά νά μή ἐκλεγῆ ἡγούμενος. Ὑπηρέτησε τό Μοναστήρι ἀπό τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς θέσεως ἀπό τό 1916 μέχρι τό 1924.

8. Ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιος. Κατά κόσμον Ἀνδρέας Πρωτογερόπουλος τοῦ Γεωργίου. Καταγόταν ἀπό τόν Πύργο τῆς Ἠλείας καί ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος μαζί μέ ἄλλους δύο νέους τό 1891. Ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἐπέστρεψε συντόμως στόν κόσμο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ἔμειναν στό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ π. Ἀθανάσιος ὑποτάχθηκε στόν Γέροντα παπᾶ Συμεών. Χειροτονήθηκε διάκονος τό 1904 καί ἱερεύς τό 1908. Διακρινόταν γιά τήν ἁγία βιοτή καί τήν πραότητά του. Ἡγουμένευσε ἀπό τό 1924 μέχρι τό 1936.

9. Ἀρχιμ. π. Θεόδωρος. Κατά κόσμον Θεόδωρος Κακούνης τοῦ Γεωργίου. Γεννήθηκε στό Καστρί Κυνουρίας Ἀρκαδίας τό 1886. Δέν εἶχε τά χαρίσματα τοῦ προκατόχου του, ἀλλά κυβέρνησε τό Μοναστήρι μας μέ σύνεσι καί ἁπλότητα ἀπό τό 1937 ἕως τό 1943.

10. Ἀρχιμ. π. Βησσαρίων. Κατά κόσμον Παναγιώτης Μίχας. Γεννήθηκε στό Γεράκι τῆς Σπάρτης καί ἦτο φοιτητής ἰατρικῆς, ὅταν ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψη τά ἐγκόσμια.   Ἐξελέγη ἡγούμενος ἐνῶ ἀκόμη εὑρισκόταν στήν τάξι τῶν μοναχῶν. Ὑπηρέτησε τό μοναστήρι μέ δυναμισμό διότι εἶχε μέγα διοικητικό χάρισμα ἀπό τό 1943 ἕως τό 1971, ὁπότε καί οἰκειοθελῶς παρητήθη.

11. Ἀρχιμ. π. Διονύσιος. Ὑπηρέτησε τήν Μονή σάν Τοποτηρητής ἐπί ἕνα χρόνο  καί ὡς ἡγούμενος ἐπί  δύο μέ τήν προϋπόθεσι, ὅταν εὑρεθῆ ἄλλος ἱκανώτερος γιά ἡγούμενος νά ὑποβάλλη τήν παραίτησί του.

12. Ἀρχιμ. π. Γεώργιος. Κατά κόσμον Γεώργιος Καψάνης τοῦ Ἀναστασίου. Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν στήν ἕδρα τῆς Ποιμαντικῆς καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Κανονικοῦ Δικαίου. Ἦλθε στήν Μονή μας τόν Ἰούλιο τοῦ 1974, ὡς Γέροντας μικρᾶς συνοδίας ἕξι ἀτόμων ἀπό τήν Μονή ἁγίου Γεωργίου Ἁρμᾶ Εὐβοίας. Ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν μακαριστό ἡγούμενο π. Διονύσιο καί τέλη Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους ἀνέλαβε τήν διακυβέρνησι τῆς Μονῆς, τήν ὁποία καί πηδαλιουχεῖ θαυμαστῶς καί θεαρέστως μέχρι σήμερα (2005). Περισσότερα γιά τήν τριακονταετῆ καί πλέον ἡγουμενική του προσφορά θά γράψη ἡ ἱστορία, μετά τήν ἁγία κοίμησί του.

 

 

ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

(14ος αἰώνας)

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἡσυχαστής ἤ Σιωπῶν κατάγεται ἀπό τά Βαλκάνια. Σύμφωνα μέ τήν ἁγιορείτικη, ἀλλά καί τήν παράδοσι σλαβωνικῶν καί σερβικῶν Συναξαρίων ἦτο σερβικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στό τέλος τοῦ 13ου αἰῶνος. Ἦτο μαθητής τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου καί τοῦ ἁγίου Ρωμύλου τοῦ Ραβάνστκι, τοῦ ὁποίου καί τήν πολιτεία συνέγραψε. Εἶναι ἱδρυτής τῆς ἁγιορειτικῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ Θαυματουργοῦ, γνωστή παντοῦ μέ τό ὄνομα "τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου". Μετά τήν ἵδρυσι τῆς ἁγιορείτικης Μονῆς, ἦλθε στήν Σερβία, ὅπου ἀπό τόν βασιλέα τῶν Σέρβων Λάζαρο ἐπῆρε τήν μονή Τζδρέλλο, στήν περιοχή Μπρανιτσέβου, γνωστή ὕστερα μέ τό ὄνομα Γκορνιάκ, ὅπου εὑρίσκονται μέχρι σήμερα καί τ᾿ ἅγια Λείψανά του.

            Ἀπό τήν πολιτεία τοῦ ἁγίου Ρωμύλου Ραβάντσκι, τήν ὁποία ἔγραψε ὁ ὅσιος αὐτός Γρηγόριος, καθώς καί ἀπό ἄλλα ἀρχαῖα βιβλία, μαθαίνουμε γιά τήν ζωή καί τήν ἄσκησι τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἡσυχαστοῦ, τήν ὁποία καί στήν συνέχεια θά καταθέσουμε.

            Στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰῶνος ἦλθε ἀπό τό ὄρος Σινᾶ στά Βαλκάνια ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ἐγκαταστάθηκε στό Ἅγιον Ὄρος, στήν σκήτη τήν λεγομένη τοῦ Μαγουλᾶ, ἀπέναντι ἀπό τήν Μονή τοῦ Φιλοθέου. Ἐκεῖ ἀπέκτησε πολλούς μαθητές ἀπό ἐκείνους πού ἐπιθυμοῦσαν τήν ἡσυχαστική ζωή.

            Ἀπό τήν σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ ἐπέρασε ὁ ὅσιος Γρηγόριος μέ μία ὁμάδα μαθητῶν του στόν ἔρημο καί ἀπρόσιτο τόπο, πού λέγεται Χρέντελι, μεταξύ τῶν σημερινῶν Μονῶν Σίμωνος Πέτρας καί ἁγίου Παύλου. Ἐκεῖ ἵδρυσε μερικά κελλιά, ἀλλά δέν παρέμεινε γιά πολύ καιρό, λόγῳ τῶν πολλῶν ἐπιδρομῶν τῶν Ἀγαρηνῶν.

Γι᾿ αὐτό ἀναγκάσθηκε νά φύγη ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Μετά τήν ἐπίσκεψι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μερικῶν ἄλλων τόπων, μαζί μέ τούς μαθητές του ἦλθε καί κατώκησε στήν περιοχή πού λέγεται Παρόρια, στά σύνορα μεταξύ Βυζαντίου καί Βουλγαρίας. Ἐκεῖ ἵδρυσε μεγάλη μονή καί ἀπέκτησε πολλούς μαθητές.

Σ᾿ αὐτή τήν περίοδο ἔγινε μαθητής του καί ὁ ὅσιος πατήρ μας Ρωμύλος, ὁ ὁποῖος μαζί μ᾿ ἕναν ἄλλο πνευματικό του ἀδελφό, τόν Ἱλαρίωνα, ἔμεινε κοντά στόν μεγάλο Γέροντα Σιναΐτη μέχρι τήν ἐν Κυρίῳ μακαρία κοίμησί του, ἡ ὁποία συνέβη τήν 27ην Νοεμβρίου 1346. Κατόπιν οἱ Ρωμύλος καί Ἱλαρίων ἀνεχώρησαν ἀπό τά Παρόρια καί μετέβησαν στήν Ζαγορά τῆς Βουλγαρίας, κοντά στό Τύρνοβο, ὅπου καί παλαιότερα ἀσκήτευαν.

Ἐδῶ ὁ ἅγιος Ρωμύλος παρεκάλεσε τόν π. Ἱλαρίωνα νά τόν δεχθῆ σάν ὑποτακτικό του καί ὁ Ἱλαρίων δέχθηκε μέ δυσκολία νά κατευθύνη πνευματικά τόν μοναχό Ρωμύλο, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν θερμή παράκλησι τοῦ ἀδελφοῦ του.

Ὅταν ἀργότερα ὁ εὐσεβής βασιλεύς τῶν Βουλγάρων, ὁ Ἰωάννης Ἀλέξανδρος, (1331-1371) ἐλευθέρωσε τήν περιοχή Παρόρια ἀπό τίς ἐπιδρομές τῶν ληστῶν καί κλεφτῶν, ὁ ἅγιος Ρωμύλος μαζί μέ τόν Γέροντά του Ἱλαρίωνα, ἐπέστρεψαν στήν ἔρημο τῆς περιοχῆς Παρόρια, τήν ὁποία πολύ ἀγάπησεαν καί ἐγκαταστάθηκαν πάλι ἐκεῖ.

Περίπου αὐτόν τόν καιρό ἦλθε ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἡσυχαστής ἤ Σιωπῶν, γιά τόν ὁποῖον γίνεται λόγος ἐδῶ. Ἤδη, ὅταν ἦτο στήν Κωνσταντινούπολι, ἴσως καί ἐνωρίτερα, εὑρισκόμενος κἄπου ἀλλοῦ , εἶχε ἀκούσει γιά τόν μεγάλο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη καί εἶχε γίνει μαθητής του. Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, ὁ μοναχός Γρηγόριος ἦλθε στόν ἅγιο Ρωμύλο γιά νά γίνη μαθητής του, διότι εἶχε ἀκούσει γιά τίς ἀρετές του καί τήν ἡσυχαστική θεάρεστη ζωή του. Γι᾿ αὐτό μᾶς ὁμιλεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Γρηγόριος στό συναξάρι τοῦ ἁγίου Ρωμύλου, τό ὁποῖον ἔγραψε ὁ ἴδιος. "Κατ᾿ αὐτόν τόν καιρό, γράφει αὐτός ταπεινά γιά τόν ἑαυτό του, ἦλθα κι ἐγώ ὁ ἐλαχιστότατος τῶν μοναχῶν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι σ᾿ αὐτόν τόν τόπο (Παρόρια) καί ἀκούοντας γιά τήν ἐνάρετη ζωή καί τήν τέλεια ἄσκησί τους, ἔκλεινα τό κεφάλι καί ὑποτάχθηκα στόν γέροντα Ἱλαρίωνα, στόν ὁποῖον ἦτο ὑποτακτικός καί ὁ ἅγιος Ρωμύλος'" .

Ἐδῶ στά Παρόρια, ἀσκήτευε ὁ ὅσιος Γρηγόριος κοντά στόν ἅγιο Ρωμύλο μέχρις ὅτου ἐπετέθησαν σ᾿ αὐτά τά μέρη οἱ ἄθεοι Ἀγαρηνοί. Τότε καί οἱ δύο μαζί μέ τόν Γέροντά τους Ἱλαρίωνα, ἀναγκάσθηκαν νά φύγουν πάλι γιά τήν Ζαγορά. Ὕστερα ὁ ἅγιος Ρωμύλος ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ ὁ ὅσιος Γρηγόριος καί ὁ γέροντάς του Ἱλαρίων ἔμειναν στήν Ζαγορά.

Μετά τήν κοίμησι τοῦ Γέροντος Ἱλαρίωνος, ὁ μαθητής του ὅσιος Γρηγόριος ἔφυγε κι αὐτός γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Συνήντησε καί εὑρῆκε τόν ἅγιο Ρωμύλο καί τόν ἀκολούθησε μέ ταπείνωσι σάν πνευματικό του Πατέρα. Ζοῦσαν τότε μαζί στήν περιοχή τοῦ Ὄρους πού λέγεται Μελανά, κοντά στήν Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.

Γιά τήν κοινή αὐτή ζωή καί ἄσκησί τους, γράφει πιό ἀναλυτικά ὁ ὅσιος Γρηγόριος στό συναξάρι τοῦ ἁγίου Ρωμύλου. Ἐκεῖ ἀπό τήν μεγάλη του ταπείνωσι, προβάλλει μόνο τίς ἀρετές τοῦ Γέροντός του ἁγίου Ρωμύλου, ἐνῶ γιά τόν ἑαυτό του γράφει ὅτι εἶχε ἁμαρτίες καί πάθη καί ὅτι τόν διώρθωνε καί τόν μάθαινε στήν ἐν Χριστῶ ζωή ὁ ὅσιος Ρωμύλος.

Ἀκούσθηκαν οἱ πνευματικοί ἀγῶνες καί οἱ ἀρετές τους καί γι᾿ αὐτό ἤρχοντο πολλοί μοναχοί καί λαϊκοί νά τούς ἐπισκεφθοῦν καί νά λάβουν πνευματική ὠφέλεια. Τότε μετέβησαν σέ ἄλλη ἐρημικώτερη περιοχή, ὅπου ἔκτισαν καί ἄλλα κελλιά γιά τούς καινούργιους μαθητές τους.

Δέν πέρασε πολύς καιρός καί οἱ Ἀγαρηνοί ἐσκότωσαν τόν ἡγεμόνα τῶν Σέρβων, Ἰωάννη Οὔγγλεση, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τήν ἐποχή προστάτευε καί βοηθοῦσε πολύ τό Ἅγιον Ὄρος. Σκοτώθηκε σέ μιά μάχη μέ τούς Τούρκους στίς 26 Σεπτεμβρίου 1371. Τότε μεταξύ τῶν μοναχῶν τοῦ ἁγίου Ὄρους καί ὅλων τῶν Χριστιανῶν τῶν γύρω περιοχῶν ξαπλώθηκε μεγάλος φόβος καί ἀνασφάλεια, διότι ἐφοβοῦντο ἐνδεχόμενες ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων καί τούς ἐκβιασμούς των.

Ἡ βοήθεια καί προστασία τοῦ εὐσεβοῦς ἡγεμόνος Ἰωάννη Οὔγγλεσι μαρτυρεῖται μέχρι σήμερα, διότι πολλές ἁγιορείτικες Μονές τόν μνημονεύουν σάν δεύτερο κτίτορά τους στά Δίπτυχά τους. Καί συγκεκριμένα ἀναφέρεται σάν εὐεργέτης καί κτίτορας τῶν Μονῶν Βατοπαιδίου, Χιλιανδαρίου, Σίμωνος Πέτρας, Ἁγίου Παύλου, καθώς καί τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἡ ὁποία ἀργότερα ὠνομάσθηκε τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τήν ὁποία ἄρχιζε νά κτίζη ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ἀλλά τελικά τήν ἀποτελείωσε καί τήν τακτοποίησε ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἡσυχαστής ἤ Σιωπῶν.

Μετά τόν θάνατο τοῦ ἡγεμόνος Ἰωάννου Οὔγγλεσι, ὁ ὅσιος Ρωμύλος μετέβη στήν Ἀλβανία, στήν περιοχή τῆς Αὐλῶνος. Κατόπιν ἐπέρασε στήν Σερβία, κοντά στόν εὐσεβῆ βασιλέα ἅγιο Λάζαρο καί ἐγκαταστάθηκε στήν μονή Ραβάνιτσα. Ἐκεῖ καί ἐκοιμήθη τό ἔτος 1376. Ὁ ὅσιος Γρηγόριος παρέμεινε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀσκήτευσε σ᾿ ἕνα ἀπομονωμένο κελλί, ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας μακριά ἀπό τήν σημερινή μονή τοῦ Γρηγορίου.

Ἐδῶ ἔμεινε αὐτός καί ἀσκήτευε. Ἐπειδή δέν ἔχουμε γραπτά μνημεῖα, διότι ἡ μονή Γρηγορίου κάηκε δύο φορές, τό 1500 καί τό 1761, εἶναι πολύ πιθανό ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό διάστημα αὐτό τῆς παραμονῆς του στό Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε οὐσιαστικά ὁ ἱδρυτής καί κτίτωρ τῆς σημερινῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοποθετημένη μεταξύ τῆς μονῆς Σίμωνος Πέτρας καί τῆς τοῦ ἁγίου Παύλου, κοντά σ᾿ ἐκεῖνα τά κελλιά, ὅπου ἐνωρίτερα ἔκτισε ὁ μεγάλος Σιναΐτης Γρηγόριος μέ τούς μαθητές του.

Ἐν τῶ μεταξύ ὁ ὅσιος Γρηγόριος δέν ἠμποροῦσε νά μείνη πολύ καιρό, γιατί οἱ ἄθεοι Ἀγαρηνοί ἐπετέθησαν ξανά κατά τῶν Χριστιανικῶν λαῶν καί περιοχῶν μέχρι τό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ μόνος τότε δυνατός Χριστιανός ἡγεμών ἦτο ὁ εὐσεβής βασιλεύς τῶν Σέρβων Λάζαρος, ὁ ὁποῖος κυριαρχοῦσε στά βόρεια μέρη τῆς Σερβίας μέ πρωτεύουσα τό Κρούσεβατς.

Ἡ εὐσέβειά του καί ἡ ἀγάπη του γιά τήν ἐκκλησία φανερώθηκαν σέ πολλά πράγματα, ἀλλά ἰδιαίτερα στό θεάρεστο ἔργο του, στήν συμφιλίωσι τῆς Σερβικῆς μετά τῆς Κωνσταντινουπολίτικης Ἐκκλησίας (1375).

Ἐπίσης τότε εἶχε γίνει γνωστή καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Λαζάρου γιά τόν μοναχισμό, διότι αὐτός ἔγινε καί ὁ δεύτερος κτίτωρ τῆς μονῆς Χιλιανδαρίου καί μερικῶν ἄλλων ἀκόμη μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Στήν περιοχή του, στήν ἐλεύθερη Σερβία, ὠκοδόμησε τήν μονή Ραβάνιτσα, ὅπου, ὅπως εἴδαμε, ὑποδέχθηκε μέ χριστιανική ἀγάπη, πρίν ἀπό μερικά χρόνια, τόν πνευματικό πατέρα τοῦ ὁσίου Γρηγορίου, τόν ἅγιο Ρωμύλο. Ὅπως γράφουν ἱστοριογράφοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὁ βασιλεύς Λάζαρος "ἐγέμισε πολλά ὄρη καί βουνά τοῦ κράτους του μέ μοναστήρια, γι᾿ αὐτό καί τό φιλομοναχικό του ἦθος διαδόθηκε πολύ μακριά".

Ὅλα αὐτά ἦσαν γνωστά καί στόν ὅσιο Γρηγόριο καί γι᾿ αὐτό ἀπεφάσισε νά ᾿ρθῆ μέ τούς μαθητές του στόν εὐσεβῆ βασιλέα Λάζαρο, στήν Σερβία, ὅπου ἐγκαταστάθηκε σέ ἥσυχα καί ἐρημικά μέρη.

Τό 1379 ὁ ἅγιος βασιλεύς Λάζαρος εἶχε εἰρηνεύσει μέ τούς ἐχθρούς του καί ταραχοποιούς τοῦ βορείου μέρους τοῦ κράτους του, πού λέγεται Μπρανίτσεβο, ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ὁ ὅσιος Γρηγόριος μαζί μέ μερικούς μοναχούς του, οἱ ὁποῖοι ἔκτοτε ἔγιναν γνωστοί στήν Σερβία σάν ἀσκητές "Σιναΐτες". Αὐτοί, ὅπως καί ὁ ὅσιος Γρηγόριος δέχθηκαν αὐτή τήν ὀνομασία, λόγῳ τοῦ ὅτι ἦσαν ὅλοι μαθητές τοῦ μεγάλου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, γιά τόν ὁποῖον εἴπαμε στήν ἀρχή.

Ὁ ὅσιος Γρηγόριος παρεκάλεσε τόν ἡγεμόνα Λάζαρο νά τοῦ δώση κάποιο ἥσυχο καί ἀπομακρυσμένο μέρος, ὅπου θά ἠμποροῦσε νά ἀφοσιωθῆ στόν ἡσυχασμό καί τήν προσευχή. Ὁ θεοσεβής ἡγεμόνας τοῦ ἔδωσε τό ἀπομονωμένο μέρος στό Τζδρέλλο τῆς ἐπαρχίας Μπρανιτσέβου Μπλάβας. Ἐκεῖ πάνω ἀπό τό ποτάμι, ὑπῆρξε σπήλαιο σέ μιά πέτρα, ὅπου ἐγκαταστάθηκε ὁ ὅσιος Γρηγόριος καί ἐκεῖ ἡσύχαζε. Αὐτό τό σπήλαιο ὁ Ὅσιος τό μετέτρεψε σέ ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀφιέρωσε στόν ἅγιο Νικόλαο, Ἐπίσκοπο Μύρων Λυκίας τόν Θαυματουργό. Ἀλλά μετά ἀπό λίγο καιρό, ὁ εὐσεβής βασιλεύς Λάζαρος βοήθησε τόν Ὅσιο νά ἱδρύση κάτω ἀπό τό σπήλαιο ὡραία ἐκκλησία τῆς μονῆς Τζδρέλλο, τήν ὁποία καί οἱ δύο ἀφιέρωσαν στά Εἰσόδια τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Ἔτσι ἱδρύθηκε αὐτή ἡ μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερα στό Μπρανίτσεβο καί λέγεται Γκόρνιακ.

Ἡ ἵδρυσις αὐτῆς τῆς Μονῆς ἔγινε μέ τήν ἐπικύρωσι τοῦ Μακαριωτάτου πατριάρχου τῶν Σέρβων κυρίου Σπυρίδωνος, ὅπως μᾶς λέγει τό ἀρχαῖο Χρυσόβουλλο, τό ὁποῖο σωζόταν μέχρι προσφάτως στήν μονή Γκόρνιακ.

Ἔτσι ὁ ἅγιος Γρηγόριος  ὠνομάσθηκε ἀργότερα καί Γρηγόριος τοῦ Γκόρνιακ καί συνέχισε τήν θεάρεστη ἄσκησί του καί στήν Σερβία μέχρι τήν ἐν Κυρίῳ μακαρία κοίμησί του. Οἱ ὑπόλοιποι μοναχοί "Σιναΐτες", πού ἦλθαν μαζί του ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἐγκαταστάθησαν σ᾿ ἄλλα μέρη τοῦ Κράτους τοῦ ἁγίου Λαζάρου. Στήν Σερβία σήμερα εἶναι γνωστές πολλές Μονές, τίς ὁποῖες ἵδρυσαν αὐτοί οἱ μοναχοί, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους εἶναι δοξασμένοι ἀπό τόν Θεό γιά τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς τους καί τήν θαυματουργική ἐνέργεια καί ἀφθαρσία τῶν σωμάτων τους.

Δέν εἶναι γνωστό ἀκριβῶς πότε καί   ποῦ ἐκοιμήθη ὁ ὅσιος Γρηγόριος. Σύμφωνα μέ μερικούς ἱστορικούς, ἐπέστρεψε πάλι στό Ἅγιον Ὄρος, στήν μονή τοῦ Γρηγορίου καί ἐκεῖ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1406. Τά ἅγια Λείψανά του παρέμειναν στό μοναστήρι του μέχρι τό 1761 καί κατόπιν, λόγῳ τῆς πυρκαϊᾶς, μετεφέρθησαν στήν μονή Γκόρνιακ. Σύμφωνα μέ ἄλλους ἱστορικούς ὁ ὅσιος Γρηγόριος ἐκοιμήθη στήν μονή Γκόρνιακ καί ἐτάφη στήν δεύτερη ἐκκλησία. Τά Λείψανά του παρέμειναν ἀρκετό καιρό σ᾿ αὐτή τήν Μονή, ἐνῶ κατά τήν μακροχρόνια περίοδο τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς μεταφέρθηκαν καί σ᾿ ἄλλους τόπους, ὅπως στήν μονή Ὀρεσκοβίτσου καί στήν μονή Βοϊλοβάτσς τῆς ἐπαρχίας Μπανάτου. Κατά τόν ἱστορικό Πανσέβο μνημονεύονται ἅγια Λείψανα τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου  στήν μονή Βοϊλοβάτσς τό 1771. Τό 1733, ἔγινε ἐπιθεώρησις τῆς μονῆς Γκόρνιακ ἀπό τόν ἔξαρχο τοῦ Βελιγραδίου καί μαθαίνουμε ἀπ᾿ αὐτή τήν Ἔκθεσι ὅτι ὑπῆρχε τάφος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου στό Γκόρνιακ. Πιθανῶς νά γίνεται λόγος γιά ἕνα τεμάχιο τῶν ἁγίων Λειψάνων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, διότι καί σήμερα σώζονται τεμάχια Λειψάνων του στήν μονή Γκορνιάκ, καθώς καί σ᾿ ἄλλα μέρη.

Στόν καιρό τοῦ Βου Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω προφανοῦς κινδύνου, μετεφέρθησαν τ᾿  ἅγια Λείψανα στήν μητροπολιτική ἐκκλησία τοῦ Ποζάρεβατς καί μετά τόν Πόλεμο ἐπεστράφησαν πάλι στό Γκόρνιακ.

(Μετάφρασις τοῦ ἱερομονάχου Χρυσοστόμου, νῦν Ἐπισκόπου Μπρανιτσέβου, ἀπό τόν Συναξαριστή τοῦ μηνός Δεκεμβρίου (σελίς 251-259) τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιμ. π. Ἰουστίνου Πόποβιτς.

 

 

Ἐπιστροφή Ἁγίων Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου καί Κτίτορος τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς στήν ὁμώνυμη Μονή του στό  Ἅγιον Ὄρος

Νοέμβριος 1977

            Ὁ ἅγιος Καθηγούμενος τῆς Μονῆς μας ἀρχιμ. π. Γεώργιος, ἀφ᾿ ὅτου ἐνθρονίσθηκε ὡς πνευματικός Πατήρ καί οἰακοστρόφος στήν ἱερά μας Μονή, ἠσχολήθη διεξοδικῶς μέ τό θέμα περί τοῦ προσώπου τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς μας. Μετά ἀπό κριτική ἔρευνα καί τήν σύγκρισι κι ἄλλων σλαβικῶν συναξαρίων, ὅπως τό ἀνωτέρω κείμενο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἐξήχθη τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Κτίτοράς μας εἶναι ὁ κοιμηθείς στήν μονή Γκόρνικ τῆς Σερβίας, τήν ὁποία καί ἐκ θεμελίων ἵδρυσε.

Μετά ἀπό πρότασι τοῦ Γέροντός μας πρός τήν σεβαστή Γεροντική Σύναξι τῆς Μονῆς μας, ἀποφασίσθηκε νά τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Γρηγρορίου τήν 7ην Δεκεμβρίου. Πρός τοῦτο δόθηκε ἡ ἐντολή στόν τότε ὑμνογράφο μοναχό π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη νά συντάξη πλήρη Ἀσματική Ἀκολουθία γιά νά τιμᾶται ἡ μνήμη του τήν 7ην Δεκεμβρίου.

Ἔκτοτε ἡ Μονή μας διά τοῦ ἁγίου Καθηγουμένου Αὐτῆς ἀπηυθύνθη στήν ἁγία Σερβική Ἐκκλησία γιά τήν ἀπόκτησι ἁγίου Λειψάνου τοῦ Κτίτορός μας. Ἡ ἀπάντησις δόθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Μπρανιτσέβου κ. Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἐρχόμενος τήν χρονιά ἐκείνη (1977) γιά τήν Πανήγυρι τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοκότου τῆς Μονῆς Χιλιανδαρίου, ἔφερε μαζί του καί τεμάχιο Λειψάνου ἀπό τήν Κάραν τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου.

Στίς 23 Νοεμβρίου 1977, μετά ἀπό σωματική ἀπουσία 600 περίπου ἐτῶν, ἡ ἱερά Μονή μας ὑποδέχθηκε στήν εἴσοδο μετά φανῶν καί λαμπάδων τό πρῶτο τεμάχιον τοῦ Κτίτορός της, ὁσίου Γρηγορίου. Τόν ἅγιο Ἐπίσκοπο Λεπαβίνας κ. Ἰωάννην συνώδευον ὁ Προηγούμενος τῆς Μονῆς Χιλιανδαρίου κ. Νικάνωρ  καί ἄλλοι ἐκλεκτοί Κληρικοί καί λαϊκοί τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας.

Στήν Ἀκολουθία τῆς Ὑποδοχῆς καί κατά τό τέλος τῆς Δοξολογίας ὁ θεοφιλέστατος κ. Ἰωάννης παρέδωσε στόν ἅγιο Γέροντά μας τμῆμα τῆς Κάρας τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τόν ὁποῖον κατόπιν προσκύνησαν ὅλοι οἱ Πατέρες μέ χαρά πνευματική καί δάκρυα στούς ὀφθαλμούς.

Ἐπηκολούθησε ἀγρυπνία καί ἀρχιερατική θεία Λειτουργία καί πάντες ἐλάβομεν τήν μεγίστη εὐλογία τῆς παρουσίας καί ὁριστικῆς διαμονῆς ἀνάμεσά μας τοῦ Ποιμένος καί Διδασκάλου ἡμῶν ὁσίου Γρηγορίου.

Ὅσιε τοῦ Θεοῦ, πάτερ ἡμῶν Γρηγόριε, παριστάμενος τῆ Ἁγίᾳ Τριάδι, πρέσβευε τοῦ σωθῆναι καί ἁγιασθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν".

 

 

Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

ΗΓΕΜΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ

ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΤΙΤΟΡΟΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

 

            Τό ἔτος 1500 ἡ ἱερά Μονή μας ἐκάη ὁλοσχερῶς γιά πρώτη φορά. Καθηγούμενος τῆς Μονῆς ἦτο τότε ὁ μοναχός Σπυρίδων, ὁ ὁποῖος δραστηριοποιήθηκε γιά τήν ἐκ νέου ἀνοικοδόμησί της. Εἶχε ἀκούσει γιά τόν εὐσεβῆ ἡγεμόνα τῆς Μολδαβίας Στέφανο τόν Μέγα, ὁ ὁποῖος μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, ὁσίου Δανιήλ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, ἐκίνησε συνεχεῖς πολέμους ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε: "Ἐάν θέλης νά νικᾶς, μετά ἀπό κάθε νίκη θά κτίζης καί μία ἐκκλησία ἤ ἕνα μοναστήριο". Καί πράγματι διεξήγαγε 48 νικηφόρους πολέμους καί ἵδρυσε ἰσάριθμες ἐκκλησίες καί μοναστήρια τά ὁποῖα διασώζονται μέχρι σήμερα.

Σ᾿ αὐτόν τόν προστάτη καί εὐεργέτη τῆς Ὀρθοδοξίας μετέβη ὁ ὁσιώτατος Μοναχός Σπυρίδων καί ζήτησε τήν συμπαράστασί του. Τοῦ ἐπρότεινε νά γίνη κτίτωρ τῆς Μονῆς του. Πράγματι ὁ ἡγεμών Στέφανος  ἔδωσε χρήματα στόν μοναχό Σπυρίδωνα, μέ τά ὁποῖα ἱδρύθηκε ἡ λεγομένη σήμερα μεσαία πτέρυγα τῆς Μονῆς, ὅπου ὑπάρχει ἐνδιάμεσα καί τό μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιο. Στό ἄκρον της πού φθάνει μέχρι τήν θάλασσα λειτουργεῖ σήμερα τό Ἀρχονταρίκιον τῆς Μονῆς.

Στόν 4ον ὄροφο τῆς πτέρυγος αὐτῆς, ἔξω ἀπό τό Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων ὑπάρχει ἐντειχισμένη μαρμάρινη πλάκα στήν ὁποία ἐπιγράφεται μέ σλαβωνικούς χαρακτῆρες ἡ ἑξῆς φράσις, πού  στά ἑλληνικά σημαίνει: Ἰωάννης ἐλεήμων Στέφανος Βοεβόδας (ἡγεμών).

Ἄλλη μεγάλη εὐεργεσία τοῦ ἡγεμόνος Μεγάλου Στεφάνου εἶναι ἡ ἀγορά τοῦ ἐν Καρυαῖς νῦν Ἀντιπροσωπείου μας. Πάλι μέ προτροπή τοῦ μοναχοῦ Σπυρίδωνος ἀγόρασε ὁ Ἡγεμών   ἀπό τόν "Πρῶτον" τοῦ Ἁγίου Ὄρους τό Μονύδριον αὐτό τοῦ ἁγίου Τρύφωνος καί τό ἐδώρισε στήν Μονή Γρηγορίου.

          Αἰσθανόμεθα μεγάλη εὐγνωμοσύνη πρός τό ἄξιο αὐτό Τέκνο τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας καί ἀναζητήσαμε νά γνωρίσουμε καί ἐδῶ στήν Ἑλλάδα τήν ζωή του, τούς ἀγῶνες του καί τά κατά Θεόν κατορθώματά του. Ὁ μακαριστός μητροπολίτης Κράγιοβας κυρός Νέστωρ μᾶς ἔδωσε παλαιότερα ἕνα βιβιαράκι. Μέ τήν εὐλογία τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος π. Γεωργίου τό μεταφράσαμε στά ἑλληνικά καί τό καταχωροῦμε στήν συνέχεια.

 

"Ὁ πανένδοξος ἡγεμών τῆς Μολδαβίας Στέφανος γεννήθηκε τὀ 1434 ἀπό εὐσεβεῖς χριστιανούς, τόν Μπογδάνο Βόντα, γυιό τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Καλοῦ ἀπό τό γένος τῶν Μουσάτ καί ἀπό τήν κυρία  Ὄλτεα Μαρία πού καταγόταν ἀπό τό γένος τῶν Μπασαράμπ. Ἡ μητέρα του Μαρία, μετά τόν ἀπάνθρωπο θάνατο τοῦ ἀνδρός της στό Ρεουσένι, ἐφόρεσε μαῦρα ροῦχα καί παρακαλοῦσε ἀδιάκοπα τόν Θεό γιά τήν μακαρία ἀνάπαυσι τοῦ εὐσεβοῦς ἡγεμόνος καί ἀνδρός της καί γιά τήν προστασία τοῦ γυιοῦ της Στεφάνου.

Ὁ νεαρός Στέφανος, ὡς ἄξιο βλαστάρι ἡγεμονικῆς οἰκογενείας, ἔλαβε ἀπό τήν νεότητά του μία θεμελιώδη παιδεία στό κατάλληλο πνεῦμα τῆς πατροπαραδότου πίστεως, τοῦ σεβασμοῦ στίς μνῆμες τῶν ἡρώων καί τά ἔθιμα τοῦ ἔθνους καί ἐκπαιδεύθηκε στόν χειρισμό τῶν ὅπλων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Σάν βλαστός "μακαρίων βλαστῶν" πού προήρχοντο ἀπό τά γένη τῶν Μουσάτ καί τῶν Μπασαράμπ, εἶχε, λοιπόν, ἅγιες ρίζες καί ἀξιώθηκε νά ἔχη καί καλούς παιδαγωγούς, ὅπου διδάχθηκε τόν "Νόμο" τῆς θρησκείας καί τοῦ ἔθνους. Στηρίχθηκε ἐπάνω σ' αὐτόν τόν "Νόμο" μέ ἐμπιστοσύνη καί τόν ἐκράτησε σ᾿ὅλη τήν ζωή του.

Ἡ παράδοσις λέγει ὅτι ὁ μέλλων νά γίνη ἡγεμών τῆς Μολδαβίας έπήγαινε ἀκόμη ἀπό τήν νεότητά  του στόν ὅσιο Δανιήλ τόν Ἡσυχαστή-μερικές πηγές λέγουν ὅτι ἦτο καί μακρινός συγγενής του-γεγονός τό ὁποῖον θά μᾶς ἐξηγήση σαφῶς γιά τήν ἐμπιστοσύνη πού εἶχε ὁ Στέφανος στόν ὅσιο Δανιήλ, ἀπό τόν ὁποῖον εἶχε πάρει ἐκλεκτή διδασκαλία καί σοφές πνευματικές συμβουλές. Πάνω ἀπό ὅλα ὅμως διδάχθηκε ἀπό τό παράδειγμα τοῦ Ὁσίου, πού εἶναι ἡ ἀρετή τῶν ἀρετῶν, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, πού ταξίδευσε ἀπό τό βάθος τῶν αἰώνων καί ἔφθασε μέχρι τήν παροῦσα στιγμή.

Μετά τήν φοβερή ἐκείνη νύκτα στήν πόλι Ρεουσένι, ὅπου ἐσκότωσαν ἄνανδρα τόν πατέρα του, τόν Ἀλέξανδρο, παρέμεινε ὁ Στέφανος ὀρφανός ἀπό πατέρα. Ὅπως ἦτο ταραγμένος καί ἀβοήθητος, ἐπῆγε μόνος του στόν ἡσυχαστή Δανιήλ γιά νά τόν ἐμψυχώση καί νά τόν διδάξη τήν δυνατή πίστι στόν Θεό καί τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἔλθουν στήν ζωή του καλλίτερες ἡμέρες. Μετά ἀπό μία δύσκολη περιπλάνησι πρός τά σύνορα τῆς Μολδαβίας, σέ κατάλληλο καιρό, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐπανῆλθε στήν πατροπαράδοτη περιοχή του καί, μετά ἀπό δύο πολεμικές ἐπιθέσεις, κατέλαβε τόν ἡγεμονικό θρόνο τῆς Σουτσεάβας, τό ἔτος 1457. Στόν δρόμο πρός τήν πόλι-ἕδρα του, ἐπέρασε ἀπό τό χωριό Μπορζέστι, ὅπου ἔζησε στήν παιδική του ἡλικία, καί δέχθηκε τήν ἐπίδρασι τῶν νεανικῶν του ὁραματισμῶν γιά νά ὑπηρετήση τό ἔθνος καί τήν πατροπαράδοτη  πίστι. Τότε μητροπολίτης Σουτσεάβας ἦτο ὁ σοφός Θεόκτιστος, ὁ ὁποῖος τόν ἐμύρωσε στό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Παντοκράτορος, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ καί τῶν μελῶν τῆς ἡγεμονίας του. Ὅλοι, ὅσοι ἦσαν τότε κοντά του, μεγάλοι σύμβουλοι, κληρικοί, ἔμποροι καί ὅλος ὁ λαός ἐφώναξαν μέ μία φωνή:  "Εἰς πολλά ἔτη ἀπό τόν Θεό νά ἡγεμονεύσης ἡ μεγαλειότης σου". Καί πράγματι πολλά καί εὐλογημένα ἦσαν τά χρόνια πού ἡγεμόνευσε, περίπου μισός αἰῶνας, μέ σοφία καί θυσίες ὑπέρ τῆς πίστεως καί τοῦ λαοῦ του.

Στήν μακροχρόνια καί καρποφόρα περίοδο τῆς ἡγεμονίας του, ὁ Στέφανος ὁ Μέγας ἀπέδειξε μέ ἀκρίβεια τό μέτρο τοῦ προορισμοῦ του νά γίνη ἀπό τό Θεό δικό Του σκεῦος ἐκλεκτό. Ἀπό τό ἕνα μέρος σεβάσθηκε μέ εὐλάβεια τό παρελθόν,  παρά τούς κόπους καί τίς ταραχές πού εἶχε. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἄφησε ἀνοικτή στόν κόσμο τήν καρδιά του καί τούς ἐχάρισε τόν χρόνο του. Υἱοθέτησε καί ἄλλους πρίγκηπες γιά τήν ἡγεμονία του, γνωρίζοντας ὅτι δέν θά ἔφθανε ἡ συμβουλή του στούς κυβερνῆτες του. Τοῦτο τό ἔκανε σάν στήριγμα καί θεμέλιο γιά νά ἱκανοποιῆ τίς ἀνάγκες τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι στίς δύσκολες στιγμές ἀποδεικνύοντο σπουδαῖοι στρατιῶτες ὑπερασπίζοντας τήν πατρίδα. Ἐγγύησις σ᾿ὅλα τά πράγματα δέν μποροῦσε νά εἶναι ἄλλο τίποτε, παρά ἡ ἀκλόνητη πίστις του στόν Θεό καί τό καθῆκον του νά ὑπηρετῆ τό ἔθνος.

Ὁ εὐλαβής ἡγεμών Στέφανος ἦτο ἕνας συνετός φύλακας τῶν ἱστορικῶν χρονολογιῶν καί γεγονότων τοῦ ἔθνους. Ἀκόμη ἀναδείχθηκε ἕνας μεγάλος κτίτορας καί ἀνακαινιστής ἱδρυμάτων τῆς χώρας. Ἐξ ἴσου θυσιάσθηκε γιά τήν πατρώα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί γιά τήν διαφύλαξι τῶν πατρογονικῶν συνόρων τοῦ ἔθνους. Γιά ὅλα αὐτά, ὄντας ἀκόμη ὁ ἴδιος στήν ζωή, ἡ χριστιανική κοινότης τῆς Μολδαβίας, οἱ χρονογράφοι τῆς ἐποχῆς του τοῦ ἐτοποθέτησαν μέ ταπείνωσι καί εὐγνωμοσύνη  στήν κεφαλή του τόν φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητος, προσφέροντάς του τήν πρέπουσα δόξα, μετά τό τέλος τῆς ζωῆς του.

Ὄχι μόνο γιά τήν χώρα τῆς Μολδαβίας, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρη τήν νοτιοανατολική Εὐρώπη τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος, ὅταν κυβερνοῦσε μέ  ἀνεξάντλητες ἱκανότητες αὐτό τό ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Θεοῦ, ἦτο μία ἱστορική περίοδος ταραγμένη μέ ἀπειλητικές ἐπαναστάσεις. Τέσσερα χρόνια,  πρίν τήν ἄνοδό του στόν θρόνο τῆς Μολδαβίας τοῦ Στεφάνου τοῦ Μεγάλου, δηλ. τό 1453, ἡ κατάκτησις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς μουσουλμάνους δημιουργοῦσε ἕνα ἱστορικό σταυροδρόμι, μία κατά πρόσωπο πληγή στήν καρδιά τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἕνα κίνδυνο, ὁ ὁποῖος δέν ἠμποροῦσε νά ἀφήση ἀναπαυμένο τόν λογισμό αὐτοῦ πού ἤθελε νά ἀγρυπνῆ μέ τόν τίμιο σταυρό στό χέρι καί μέ τήν σπάθη στό ἄλλο, εὑρισκόμενος  στήν "Πόρτα τοῦ Χριστιανισμοῦ".

Στήν ἀρχή τῆς ἡγεμονίας τοῦ εὐσεβοῦς ἡγεμόνος Στεφάνου, οἱ ρουμανικές χῶρες καί ἰδιαίτερα ἡ Μολδαβία ἀποτελοῦσαν ἕνα βασικό στήριγμα γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ μολδαβός ἡγεμών προσέφερε οὐσιαστικές βοήθειες καί πολλαπλάσιες δωρεές στό Ἅγιον  Ὄρος καί σ' ὁλόκληρο τόν Χριστιανισμό τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ ἱστορία μνημονεύει μέ λεπτομέρεια τίς εὐεργετικές σχέσεις πού εἶχε μέ τήν Ὀχρίδα, τήν Σερβία, τό Κίεβο, τήν Μόσχα καί τήν Ποκουτσία.

Ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν μητροπολίτη τῆς Μολδαβίας Θεόκτιστο καί Γεώργιο τόν "Γέροντα", ἀπό τούς ἐντοπίους Ἐπισκόπους, τούς κληρικούς καί ὁλόκληρο τόν λαό, ὁ Μέγας Στέφανος κατέβαλε μεγάλες κοπιαστικές προσπάθειες γιά νά διατηρήση καί νά μεταλαμπαδεύση τήν πατρογονική κληρονομία, σχετιζόμενη μέ τήν θρησκεία, τήν πνευματικότητα, τόν πολιτισμό, τήν τέχνη ἀλλά  καί τήν πολιτική ἀναδιοργάνωσι. Εἶναι ἡ αὐτόχθονη κληρονομιά, ἀλλά ἀκόμη καί ἡ ἀνώτερη πνευματική κληρονομιά τοῦ Βυζαντίου, ἡ ὁποία μποροῦμε νά εἰποῦμε ὅτι διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας, ἁγίου Στεφάνου μεταπλάσθηκε καί μεταμορφώθηκε μέ τά ἀναμφίβολα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της, τά ὁποῖα προεκάλεσαν αὐτό τό μεγαλειῶδες "Βυζάντιο, μετά τό Βυζάντιο".

Ἀπό τά πρῶτα ἀκόμη χρόνια τῆς ἡγεμονίας του ὁ Μέγας Στέφανος, ἔβλεπε ὅτι οἱ κίνδυνοι στά σύνορα τῆς χώρας του ἦσαν ἀπειλητικοί. Μετά τήν πτῶσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ τουρκικός στρατός ἐπλησίασε τίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Δουνάβεως ζητῶντας νά ἀνοίξη δρόμο γιά τήν ἡμισέληνο πρός τό βάθος τῆς Εὐρώπης. Τόν ἴδιο ζῆλο ἐπέδειξαν καί γιά τίς πόλεις τῆς Ἰταλίας, τῆς Γαλλίας, τίς πεδιάδες τοῦ Ρήνου καί γιά τά τείχη τῆς Βιέννης. Ἀπό πλευρᾶς γεωγραφικῆς ἡ Μολδαβία φαίνεται νά κινδυνεύη περισσότερο ἀπό τόν ὀθωμανικό κίνδυνο, ἀπό ὅσο οἱ ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες. Ὁπότε ἦτο φυσικό ὅτι, ὄχι μόνο τό ἔδαφος τῆς χώρας μας  ἐκινδύνευε, ἀλλά καί ἡ χριστιανική μας πίστις, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Ἔθνους μας. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἐνσαρκώθηκε στήν μορφή αὐτοῦ τοῦ Ἡγεμόνος, χάρις στήν χριστιανική του πίστι καί ἀρετή, στήν ἀνδρεία του καί στήν δύναμι τοῦ γενναίου μολδαβικοῦ στρατοῦ του. Αὐτός ἀναδείχθηκε τέλειος χριστιανός, μέγας ἡγεμών καί λαμπρός διοικητής τοῦ στρατοῦ, ἀκούραστος προστάτης τοῦ Θείου Καθιδρύματος, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Ἔθνους μας. Προστατεύοντας τήν χώρα ἀπό τούς Τούρκους καί μαχόμενος γιά τήν ἀνεξαρτησία τῆς Μολδαβίας, προστάτευσε καί τήν πατροπαράδοτη Ἐκκλησία μας καί τήν Ὀρθόδοξη Πίστι.

Τό γεγονός ὅτι ὁ Μέγας Στέφανος ἔφερε εἰς πέρας μία σειρά νικηφόρων πολέμων, χωρίς αὐτό νά ἀποτελῆ κατηγορία γιά τήν προσωπικότητά του, παρουσίασε τήν ἀνεκτίμητη ἀξία του καί τίς ἀρετές του, διότι ὅλες οἱ μάχες ἀπέδειξαν ὅτι αὐτός ἦτο ὑποχρεωμένος νά προστατεύση τήν χώρα του καί ἦτο ἀναγκαῖο νά ἀντιμετωπίση τίς ἐπιθέσεις, τίς ἄτακτες ἐφορμήσεις καί τά κατακτητικά σχέδια τῶν Τούρκων γιά ἐρήμωσι τῆς χώρας καί ἀφανισμό τοῦ λαοῦ μας. Ἀκόμη καί οἱ συγκρούσεις τους μέ τούς μικρούς ὀρεσίβιους ἡγεμόνες ἐγένοντο μέ σκοπό τήν παρουσία καί δρᾶσι τῶν Τούρκων εἰσβολέων ἐναντίον τοῦ ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας. Οἱ μικροί αὐτοί ὀρεσίβιοι κυβερνῆτες ἐπιθυμοῦσαν νά συνάψουν συμμαχία μεταξύ τους, ἐπειδή ἐγνώριζαν ὅτι μία συμμαχία δύο ρουμανικῶν ἐθνῶν, θά ἐσήμαινε μία δυναμική  ἀντίστασι ἀπέναντι στίς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ.

Ὁ ἡγεμών τῆς Μολδαβίας, στίς φλέβες τοῦ ὁποίου ἔτρεχε αἷμα ἀπό τό γένος τῶν Μουσάτ καί Μπασαράμπ, ἀπέδειξε σέ κάθε κίνησί του καί σέ κάθε δραστηριότητά του τήν ἀγάπη του γιά τό ἔθνος καί τήν τιμή τῶν προγόνων του. Ἡ ὑπηρεσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά εἶναι δίπλα στούς χριστιανούς, δίπλα στόν στρατό καί ὁλόκληρο τόν λαό, αὐτό ἦτο μία θεμελιώδης ἐπιδίωξις τοῦ Ἡγεμόνος. Ἦτο ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του. Ἀναρίθμητα ἔγγραφα προερχόμενα ἀπό τήν περίοδο τῆς γραμματείας τῆς ἡγεμονίας του, μαρτυροῦν γιά ὅλους τούς αἰῶνες:  "Στέφανος ὁ ἡγεμών μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἡγεμών τῆς Χώρας τῆς Μολδαβίας, ὁ ὁποῖος φλεγόμενος ἀπό τήν ἁγία πίστι καί ὄντας ἐραστής τῶν λόγων τοῦ Κυρίου…" εἶναι μία ὑπόμνησις, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει τά κτητορικά ἔγγραφα ἑνός τόμου τοῦ ἔτους 1475, ἔγγραφα τά ὁποῖα περιέχονται στούς λόγους τοῦ ἐρημίτου Ἀββᾶ Δωροθέου. Τό ἔτος 1479, κατασκευάζοντας δυνατά τείχη γιά τήν προστασία τοῦ φρουρίου Ἄλμπα, ἡ σκέψις τοῦ Κτίτορος εἶναι νά ἀφιερωθῆ τό ἔργο αὐτό στόν Θεό:  "Στίς ἡμέρες τοῦ ἀξιοτίμητου καί ἐραστοῦ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ, τοῦ προσφέροντος κάθε δόξα στόν ἄξιο ἡγεμόνα Στέφανο…,ἄρχισε καί ἐτελείωσε τό κτίσιμο αὐτοῦ τοῦ φρουρίου". Στήν ἐπιγραφή τῆς μεγάλης ἐκκλησίας τῆς Μονῆς Νεάμτς, πού εἶναι ἀπό τό 1497 διαβάζουμε:  "Κύριε Χριστέ, δέχου αὐτή τήν ἐκκλησία, τήν ὁποία ἔκτισα μέ τήν βοήθειά Σου πρός δόξαν καί τιμήν τῆς ἁγίας καί ἐνδόξου Ἀναλήψεώς Σου ἀπό τήν γῆ στόν οὐρανό. Καί Σύ, Δέσποτα, σκέπασόν μας μέ τό ἔλεός Σου ἀπό τώρα καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Στέφανος ἡγεμών…" Ἡ σημείωσις ἀπό τό διάσημο Τετραυάγγελο τοῦ 1502, κράζει διαπρύσια:  "Στέφανος ὁ ἡγεμών…καί ἐραστής τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ὁποίου γράφθηκε αὐτό τό Τετραυάγγελο καί ἐπικαλύφθηκε μέ μέταλλο καί προσφέρθηκε γιά αἰώνια προσευχή…στό Ἅγιον Ὄρος…".

Σέ μιά σελίδα ἀνθολογίας πανηγυρικῶν λόγων, ἑνός ὀρθοδόξου ρουμανικοῦ βιβλίου διαβάζουμε:  " Ἀλλά γι' αὐτό τόν ζῆλο τόν ὁποῖον εἶχε ὁ ἡγεμών Στέφανος γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς Πίστεως, τί ἔχουμε νά εἰποῦμε; διότι δέν ἔδωσε ὕπνο στούς ὀφθαλμούς του. Αὐτός σκεπτόταν, αὐτός ἐδίκαζε, πρός αὐτόν ἤρχοντο γιά κάθε βοήθεια, διότι ἤθελε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά μεγαλυνθῆ καί νά ἐξαπλωθῆ παντοῦ...Τί μᾶς χρειάζονται ὅμως αὐτά τά λόγια, ὅταν δέν ὑπάρχη καμμία ἀμφιβολία γιά τήν πίστι του, μέ τήν ὁποία ποτίσθηκε ἀπό τίς καθαρές καί ἀνόθευτές πηγές τῆς ἐνδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τήν παιδική του ἡλικία;  Καί οὔτε οἱ ἀπατηλές αἱρέσεις, οὔτε ἡ φλόγα τῆς νεανικῆς ἡλικίας, δέν ἠμπόρεσαν νά τόν κλονίσουν, ἀλλά στερεωμένος ἐπάνω στήν Πέτρα, πού εἶναι ὁ Χριστός, τοῦ Ὁποίου τόν Σταυρό πάντοτε ἀγκάλιαζε στά νεανικά του στήθη, ἀσπαζόμενος τήν ζωή Του καί ἔχοντας ἀκατάπαυστη τήν ἐλπίδα του στόν αἰώνιο Πατέρα, διά τοῦ Ὁποίου κατέβαλε, ἐνίκησε καί κατέστρεψε ὅλους τούς ἐχθρούς του.

Ὁ Στέφανος ὁ Μέγας ἐγνώριζε καί ζοῦσε εἰς βάθος τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἀπέδειξε ὅτι κατανοοῦσε τό βαθύ περιεχόμενό της μέ τήν δημιουργία τόσων χριστιανικῶν ἔργων, μοναστηριῶν καί ἐκκλησιῶν. Ἡ πίστις χωρίς τά ἔργα εἶναι, ὅπως τό σῶμα δίχως τήν ψυχή, ἐνῶ αὐτός, γνωρίζοντας τήν σημασία τῶν ἔργων, ἐπεδόθηκε μέ πόθο στά  χριστιανικά ἔργα καί μέ σκληρούς κόπους γιά νά  τά ἀποτελειώση.  Καί, ὅσος ἦτο ὁ πόθος γιά τήν σωτηρία του, τόση ἦτο καί ἡ φλογερή προσπάθειά του νά ἀναζητῆ πάντοτε κατάλληλους τόπους, χωρίς νά ἀφήνη νά περάση μάταια ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του, γιά νά ἐγκαταστήση παντοῦ τά ἱερά καθιδρύματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἐγνώριζε μέ σύνεσι ὅτι τά χριστιανικά ἔργα, εἶναι μεγαλύτερα ἀπό τά κοσμικά. Ἀλλά, ἐάν ὁ ἡγεμών Στέφανος ἤθελε κριθῆ καί ἐκτιμηθῆ ἀπό τήν ἱστορία μόνο γιά τά κοσμικά ἔργα του, λίγη θά εἶναι ἡ δόξα του, ἡ ὁποία περνῶντας ταχέως μέσα στό σκοτάδι τῆς λησμονιᾶς, χάνεται γιά πάντα. Ἀλλά ἡ δόξα του πού εἶναι αἰώνια καί ὁλόφωτη, ἄγνωστη μέσα στήν ζωή τοῦ κόσμου, γίνεται μεγαλύτερη μέ τήν ἐκπλήρωσι τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, λοιπόν, ὅλα τά ἔργα τοῦ Στεφάνου τοῦ Μεγάλου εἶναι θαυμαστά καί καταπληκτικές οἱ δωρεές του πρός τίς ἐκκλησίες καί τά μοναστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Στήν πύλη τοῦ παλατίου του ἡ δικαιοσύνη καθόταν σάν βασίλισσα στόν θρόνο καί δέν ἦτο χάρισμα δικό του, ἀλλά τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ κυβερνοῦσε τό παλάτι του καί ὅλοι οἱ ἄλλοι μέ πρῶτο τόν Ἡγεμόνα ὑποτάσσοντο σ᾿αὐτήν. Τόν ἴδιο ζῆλο ἐπεδείκνυε ὁ Ἡγεμών νά κυβερνᾶται καί ὁλόκληρη ἡ χώρα του. Ἐγνώριζε πόσο δύσκολο εἶναι ἕνας κυβερνήτης νά εἶναι δίκαιος, ἀλλ᾿ ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι τόσο δύσκολο, εἶναι καί τόσο ἔνδοξο, ὅταν ὁ ἡγεμών ἤ ὁ κυβερνήτης προσπαθεῖ νά ζῆ καί νά ἀπονέμη παντοῦ τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Στέφανος ὁ Μέγας ἀπέδειξε ὅτι ἐγνώριζε νά νικᾶ τήν ὑπερηφάνεια, ἀλλά ἔχοντας καί τό φυσικό σθένος, συνέτριβε τούς ἐχθρούς του. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἐγνώριζε ὅτι ὄχι μέ τό σπαθί, ἀλλά μέ τήν προσευχή, ὄχι μέ τά στρατόπεδα, ἀλλά μέ τήν Ἐκκλησία πρέπει νά νικᾶται ὁ κακός λογισμός. Ποιός θά ἠμποροῦσε νά πιστεύση, ἐάν δέν συνέβαινε ἔτσι, ὅτι μία μικρή χώρα, ὅπως ἡ  Μολδαβία, θά ἠμποροῦσε νά νικήση ἐκείνη τήν αὐτοκρατορία (τῶν τούρκων), ἡ ὁποία πολλούς θρόνους κατέβαλε; Δέν φαίνεται καθαρά, σάν τό φῶς τῆς ἡμέρας, ὅτι αὐτή ἡ νίκη προέρχεται ἀπό τήν καλωσύνη τοῦ Οὐρανίου Βασιλέως Χριστοῦ;

Γεμάτη ἀπό πνευματικά νοήματα εἶναι ἡ παράκλησις τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος στήν σημαία μέ τήν ὁποία νικοῦσε τούς Τούρκους, εἶχε ζωγραφίσει τήν μορφή τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου νά σκοτώνη μέ τό δόρυ του ἕνα πολυκέφαλο δράκοντα. Ἰδού τί ἔχει γραφτῆ κάτω ἀπό τήν μορφή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου: "Ὤ, τροπαιοφόρε καί γενναιόψυχε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, ὁ ὁποῖος στίς ἀνάγκες  καί δυστυχίες εἶσαι ταχύς προστάτης καί βοηθός καί χαρά ἀνεκλάλητη στούς ἐν θλίψεσι εὑρισκομένους, δέξου καί ἀπό μένα αὐτή τήν προσευχή τοῦ ταπεινοῦ δούλου Σου, κυρίου Στεφάνου  Ἡγεμόνος, πού εἶναι μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡγεμών τῆς χώρας τῆς Μολδαβίας...".

Ἐκτός ἀπό τά γενναῖα μπράτσα του καί τήν σοφία τῶν σκέψεών του, πάντοτε ἐστολίζετο μέ τίς ἀρχές τῆς δικαιοσύνης, τῆς καλωσύνης καί τῆς ταπεινώσεως. Οὐδέποτε λυπήθηκε ἤ φοβήθηκε τήν ζωή του. Μέ τό σπαθί στό χέι στεκόταν ἀτρόμητος μπροστά στόν θάνατο γιά νά ὑπερασπίση τή πατρίδα καί τήν θρησκεία τῶν προγόνων του. Καί μέ τά πόδια του στεκόταν ἐπάνω στήν Πέτρα, πού εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός.  Μετά ἀπό κάθε μάχη, ἔτρεχε μέ τά χέρια ὑψωμένα σέ κάποιο Ἱερό Βῆμα τοῦ Θεοῦ, γονάτιζε καί ἔκραζε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς του:  "Σύ ἐνίκησες, Κύριε. Σέ Σένα ἀνήκει ἡ νίκη...Ὁ γενναῖος Στέφανος γινόταν γενναιότερος ἔχοντας καί τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ στά χείλη του. Ἀκόμη καί σέ περίπτωσι ἧττας, στόν Θεό ἔτρεχε, στόν ἀπάτητο τόπο ἀπό τά ἀνθρώπινα ἴχνη...στόν Γέροντά του, τόν ἡσυχαστή Δανιήλ λαχταροῦσε νά φθάση. Καί ξεκινῶντας μέ τόν γενναῖο στρατό του μέσα ἀπό βουνά καί ρουμάνια, μέ δάκρυα στά μάτια, ἐρχόταν στόν Γέροντά του, πού κατοικοῦσε τότε στήν πέτρινη σπηλιά του, ἔξω ἀπό τό χωριό Πούτνα:  "Πάτερ, προσευχήσου νά νικήσουμε". Καί φεύγοντας εἶχε τήν πληροφορία μέσα του ὅτι ἡ νίκη δέν θά εἶναι τῶν ἐχθρῶν, ἀλλά δική του, τοῦ Γέροντά του, τοῦ Χριστοῦ...

Ὁ Ὅσιος, κάθε φορά πού ἐπήγαινε ὁ ἡγεμών ἀνήσυχος γιά τό μέλλον τῆς χώρας του, λόγῳ τοῦ τουρκικοῦ ἐπεκτατισμοῦ, τόν ἐνεθάρρυνε καί τόν συμβούλευε νά προστατεύη τήν χώρα καί τόν Χριστιανισμό ἀπό τά χέρια τῶν ἀπίστων. Μάλιστα, μετά ἀπό προσευχή, τόν ἐπεβεβαίωσε ὅτι, ἐάν θά κτίζη, μετά ἀπό κάθε μάχη καί μία ἐκκλησία ἤ μοναστήρι, πάντοτε σ'ὅλους τούς πολέμους θά νικᾶ. Ἔκανε ὑπακοή ὁ Μέγας Στέφανος στόν Γέροντά του. Ἔτσι, στήν μακροχρόνια περίοδο τῆς ἡγεμονίας του διεξήγαγε 47 νικηφόρους πολέμους καί ἔκτισε 48 ἐκκλησίες καί μοναστήρια στήν Μολδαβία, τά ὁποῖα διατηροῦνται μέχρι σήμερα σάν ἰσχυρά προπύργια καί ἀδιάψευστοι μάρτυρες, ἀνέπαφα ἀπό τήν φθορά τοῦ χρόνου. Μερικοί ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας ὑπεγράμμισαν τό γεγονός ὅτι οἱ ἀνυψούμενες πρός οὐρανό προσευχές τῶν λειτουργῶν τόσων ἱερῶν Θυσιαστηρίων διά μέσου τόσων αἰώνων, ἀσφαλῶς θά ἐχάρισαν καί τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ ἀξιομακαρίστου κτήτορός των, τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ Μεγάλου.

Ὁ Στέφανος ὁ Μέγας καί ἅγιος μέ τήν πίστι καί τήν προσευχή του στόν Χριστό καί τήν γενναιότητά του προστάτευσε τήν χώρα του ἀπό τούς Τούρκους, πού δέν ἔπαυσαν σ᾿ ὅλη τήν μακρά περίοδο τῆς ἡγεμονίας του νά κάνουν πολέμους καί ἀκάθεκτες ἐφορμήσεις γιά νά καταλάβουν τήν πλούσια χώρα του. Κυβέρνησε τό κρατίδιό του μέ σοφία καί σύνεσι καί, ὅσο ζοῦσε, ἡ εὐτυχία τοῦ λαοῦ του ἦτο ἐμφανής καί ὅλα τά ἔργα του τά ἐπεσφράγιζε μέ τήν πίστι του στόν Χριστό.

Στό μοναστήρι Πούτνα διατηροῦνται μέ περισσή εὐλάβεια μερικά ἱερά ἀντικείμενα τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου. Ἕνας σταυρός μέ χειρολαβή, τό τρίπτυχο Δέησις, τρεῖς ἅγιες Εἰκόνες, ἱερά λειτουργικά ἀντικείμενα, τά ὁποῖα μετέφερε ὁπωσδήποτε στά ταξίδια του ὁ ἅγιος Ἡγεμών, ἐντός καί ἐκτός τῆς χώρας του, στίς πεδιάδες τῶν μαχῶν, χωρίς ποτέ ν᾿ ἀποχωρίζεται  ἀπ᾿αὐτά. 

Τά χρονικά καί οἱ τοπικές παραδόσεις δείχνουν ὅτι ὁ ἡγεμών Στέφανος ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν μετέβαινε ἀπό τήν πρωτεύουσα τῆς χώρας του, Σουτσεάβα, στήν μονή Πούτνα, πού ἦτο δικό του κτητορικό ἔργο, συνοδευόμενος ἀπό μερικούς αὐλικούς του. Ἐκεῖ ἔμενε λίγο καιρό ἤ περνοῦσε σάν προσκυνητής. Προσευχόταν μυστικά ἤ συμμετεῖχε στήν θεία Λειτουργία μέ τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Ἐνήστευε στόν καιρό τῶν ἐκστρατειῶν καί μαχῶν του, ζητῶντας ἀπό τούς αὐλικούς, τούς συμβούλους καί στρατιῶτες του νά κάνουν τό ἴδιο...Μέ βαθειά εὐλάβεια  καί θεῖο φόβο ἐλάμβανε τά Πανάχραντα καί Ζωοποιά ἅγια Μυστήρια. Ἦτο ἐλεήμων καί ἀκούραστος σύμβουλος τῶν ὑπηκόων του, βοηθώντας τους στίς δυστυχίες τους καί ἀνορθώνοντάς τους στίς ἀδυναμίες τους.

Τά ἔργα του τόν ἀνέδειξαν μέγα, διότι ἐγνώριζε πλήρως τόν ρόλο του "ὡς προστάτου τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Μολδαβία καί ἀκόμη ἔξω ἀπό τά σύνορά της. Αὐτά διαβάζουμε μέ μεγάλη σαφήνεια στήν ἐπιστολή πού ἀπηύθυνε στίς 25 Ἰανουαρίου 1475 σέ μερικούς χριστιανούς πρίγκηπες τῆς Εὐρώπης, μετά ἀπό κάποια νίκη του  ἐναντίον τῶν Τούρκων, δίπλα στήν πόλι Βάσλουϊ. Στήν μάχη αὐτή ἡ Μούρα, μητέρα τοῦ σουλτάνου ἔλεγε. "Οἱ τοῦρκοι στρατιῶτες, δέν ἔπαθαν πουθενά ἀλλοῦ μιά τέτοια καταστροφή, ὅπως στήν μάχη αὐτή. Ὁ τοῦρκος χρονικογράφος Σέδ-Ἐντίν ἔγραφε. "Ἦτο μία φοβερή πολεμική σύρραξι καί λίγο ἔλειψε νά κοποῦν οἱ στρατιῶτες μας κομμάτια-κομμάτια. Μόνο ὁ  Σουλεϊμάν πασᾶς κατώρθωσε μέ μεγάλη δυσκολία καί γλύτωσε διά τῆς φυγῆς". Σ᾿αὐτή τήν ἐπιστολή ὁμολογεῖ τήν πίστι καί τά ἔργα, τήν  βαθειά του ἀγάπη γιά τόν Χριστό καί ζητεῖ τήν βοήθειά τους γιά μελλοντικές ἀντιστάσεις κατά τῶν Τούρκων πρός διάσωσι καί διαφύλαξι γενικά τοῦ Χριστιανισμοῦ. "Ἐμεῖς, ὁ ἡγεμών Στέφανος, σᾶς λέγομεν ὅτι ὁ ἀνάξιος βασιλεύς τῶν Τούρκων ἦτο πολύ καιρό καί εἶναι ἀκόμη ὁ καταστροφεύς ὁλοκλήρου τοῦ Χριστιανισμοῦ καί κάθε ἡμέρα σκέπτεται πῶς θά ἠμπορέση νά μᾶς ὑποτάξη καί νά ἐκμηδενίση τελείως τόν Χριστιανισμό...Ὁ πασᾶς ἔστειλε στήν χώρα μας καί ἐναντίον μας μία μεγάλη στρατιά...Ἀκούοντας καί βλέποντας ἐμεῖς ὅλα αὐτά, ἐπήραμε τό σπαθί στό χέρι καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας Παντοκράτορος, ἐβαδίσαμε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τούς νικήσαμε καί τούς καταπατήσαμε μέ τά πόδια μας. Γι᾿αὐτή τήν νίκη, ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ χώρα μας εἶναι ἡ πόρτα τοῦ Χριστιανισμοῦ, τήν ὁποία ὁ Θεός ἐφύλαξε μέχρι τώρα. Ἀλλά, ἐάν αὐτή ἡ πόρτα, πού εἶναι ἡ πατρίδα μας, θά καταστραφῆ-ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξη ἀπό κάτι τέτοιο-τότε ὅλος ὁ Χριστιανισμός τῆς Εὐρώπης θά εἶναι σέ μεγάλο κίνδυνο...Ἐμεῖς, ἀπό τήν πλευρά μας, ὑποσχόμεθα μπροστά στήν χριστιανική μας πίστι καί στόν ὅρκο τῆς ἡγεμονίας μας ὅτι θά σταθοῦμε ἀνδρεῖοι καί θά πολεμήσουμε μέχρι θανάτου γιά τήν Χριστιανική μας Πίστι, δίδοντες καί τήν ζωή μας..."

Παντοτεινή προστασία ἦτο ἡ ἀόρατος Δεξιά τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ἡ Ὁποία εὐλόγησε πάντοτε τήν ζωή καί τά ἔργα τοῦ εὐσεβεστάτου  ἡγεμόνος τῆς Μολδαβίας. Οἱ παλαιές ἱστορικές παραδόσεις τῆς Μολδαβίας μᾶς μαρτυροῦν ὅτι στήν μάχη μέ τήν Πολωνία, στά δάση Κοσμίνου, στίς 26 Ὀκτωβρίου 1497, ἡ εὐλογία τῶν ὅπλων ἦτο μέ τόν στρατό τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Στεφάνου. Ἐκείνη τήν ἡμέρα,-ἦτο Πέμπτη- πρίν ἀπό τήν ἔναρξι τῆς μάχης, οἱ ἱερεῖς πού συνώδευαν τόν στρατό, ἐλειτούργησαν πρῶτα δίπλα στήν ἡγεμονική σημαία, καί τούς ἀποκαλύφθηκε ὅτι ἡ νίκη θά εἶναι τοῦ Μεγάλου Στεφάνου. Τούς φανερώθηκε σέ ὅραμα, ὁ Μέγας Μυροβλύτης Δημήτριος, καβάλλα ἐπάνω στό ἄλογό του καί ἁρματωμένος σάν ἕνας γενναῖος ὁπλίτης, διά τήν περιφρούρησι τοῦ μολδοβεάνικου στρατοῦ. Ἄλλη φορά στήν πόλι Ρίμνικου-Βίλτσεα, ὁ Μέγας Στέφανος δέχθηκε παρόμοια οὐράνια βοήθεια, μέ τήν ἐμφάνισι τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου. Ἡ ἐπιγραφή τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ Μιλισαούτσι τῆς Σουτσεάβας, λέγει τά ἑξῆς:  "Τό ἔτος 1481, στίς 8 Ἰουλίου, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου, Στέφανος ὁ ἡγεμών...ἔκαμε πόλεμο στό Ρίμνικου μέ τόν Μπασαράμπ, τόν νέον ἡγεμόνα...καί ὁ Θεός ἐβοήθησε τόν ἡγεμόνα Στέφανο καί ἐνίκησε...". Γι᾿αὐτό ὁ Μέγας Στέφανος ἔκτισε ἀπό εὐγνωμοσύνη αὐτή τήν ἐκκλησία στό ὄνομα τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου...". Ἡ παράδοσις, σημειώνει ὁ χρονικογράφος Γρηγόριος Οὐρέκε, ἀναφέρει ὅτι στόν καιρό ἐκείνου τοῦ πολέμου, ὁ Μέγας Στέφανος  εἶδε σέ θαυμαστή ἐμφάνισι    τόν μεγαλομάρτυρα Προκόπιο νά πετᾶ στόν ἀέρα μέ τό ἄλογό του καί ἁρματωμένος σάν ἕνας γενναῖος ὁπλίτης καί βοηθός τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου, δίνοντας τήν νίκη στούς στρατιῶτες του".

Ὁ Τίμιος Σταυρός ἦτο πάντοτε τό ἀνίκητο ὅπλο τοῦ ἡγεμόνος Στεφάνου καί ὄχι τό σπαθί, τό ὁποῖο, χωρίς τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, δέν ἠμπορεῖ νά προσταστεύση τόν στρατό. Αὐτό τό γεγονός ἐνέπνευσε τόν Ἡγεμόνα νά κτίση ἐκκλησία στό Πάτραουτς Σουτσεάβας πρός τιμήν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τό ἔτος 1500-1502.

Μέ σκοπό τήν προστασία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί τῆς πατρίδος, ὁ ἅγιος ἡγεμών Στέφανος ἔστειλε μία ἐπιστολή στόν μεγάλο αὐτοκράτορα τῆς Ρωσίας Ἰβάν τόν 3ον, στήν Μόσχα, στήν ὁποία διαφαίνονται οἱ πόθοι καί οἱ ἀνησυχίες τοῦ μεγάλου Ἡγεμόνος. Θέτει ὑπ᾿ ὄψιν στόν βασιλέα Ἰβάν τήν ἀνάγκη μιᾶς σταθερᾶς ἑνότητος τῶν χριστιανικῶν κρατῶν γιά νά ἀντιμετωπίσουν ἑνωμένοι τόν μουσουλμανικό κίνδυνο, πού προέρχεται ἀπό τήν Τουρκία καί τούς Τατάρους. Ὁ Ἡγεμών γράφει μέ εὔλογη ἀνησυχία ὅτι ἡ Μολδαβία εἶναι σέ μεγάλο κίνδυνο ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς. Κλαίει γιά τήν πτῶσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας, καί κλείνει τήν ἐπιστολή του μέ μία θλιβερή διαπίστωσι:  "Σ᾿αὐτά τά μέρη ἐγώ παρέμεινα μόνος", ἐνώπιον ἑνός τόσο μεγάλου κινδύνου. Ἀλλά ὁ Παντοκράτωρ Θεός δέν μέ ἐγκατέλειψε ποτέ".

Τό βάρος τῶν ἐτῶν, οἱ ἀφάνταστες δυσκολίες τόσων πολέμων, ἡ ἀθεράπευτη πληγή πού τοῦ δημιουργήθηκε ἀκόμη ἀπό τήν νεότητά του, σέ μιά μάχη στό φρούριο Ἄλμπα,  πού ὀνομάζεται ποδάγρα, τόν ἐβασάνιζαν, μά πολύ περισσότερο, δύο χρόνια πρίν περάση στήν αἰωνιότητα, τό ἔτος 1504.  Ἐτελείωσε τήν ζωή του στήν ἡλικία τῶν 70 ἐτῶν, περιτριγυρισμένος ἀπό τούς ἀγαπητούς συγγενεῖς του, τούς συμβούλους του, τούς στρατιῶτες καί ὁλόκληρο τόν λαό, ὁ ὁποῖος τόν τιμοῦσε σάν Μεσσία. Σέ μία ἀνάγλυφη εἰκόνα πού εὑρίσκεται στήν Ἱερά Μονή Βατοπεδίου Ἁγίου Ὄρους,-διότι καί ἐκεῖ ὁ Μέγας Στέφανος ἀριθμεῖται μεταξύ τῶν κτιτόρων-παρουσιάζεται σάν ἕνας πρίγκηπας σέ νεαρά ἡλικία, πού ἀπό τήν μορφή του διαφαίνονται οἱ περιπέτειες μιᾶς ταραγμένης ζωῆς. Ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ζωή καί ἡ πολυχρόνια ἡγεμονία του, τήν ὁποία τοῦ ἐχάρισε ὁ Θεός, ἦτο μία συνεχής προσφορά καί ἐκπλήρωσις τῶν καθηκόντων του κατά τόν καλλίτερο τρόπο.

Ὅταν αἰσθάνθηκε ὅτι πλησιάζει τό τέλος του, στίς 2 Φεβρουαρίου 1503, ὁ εὐσεβέστατος ἡγεμών Στέφανος ἔγραψε ἕνα χρυσόβουλλο μέ τήν διαθήκη του:  "Στό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Τριάδος Ὁμοουσίου καί ἀχωρίστου. Ἰδού ἐγώ, ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, Στέφανος ὁ ἡγεμών τῆς Μολδαβίας μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, κάνω γνωστό, ὅτι αὐτό τό βιβλίο μου, σ' ὅλους ἐκείνους πού θά τό διαβάσουν ἤ θά τό ἀκούσουν διαβάζοντάς το ἀπό ἄλλους, εὐδόκησε ἡ ἡγεμονία μου μέ ἰδική μου καλωσύνη καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἔκανα γιά μνημόσυνο τῶν ἁγίων προγόνων μου, πατέρων καί προπάππων καί γιά τήν ὑγεία καί σωτηρία τῶν παιδιῶν μου καί ἐνίσχυσα μέ  αὐτό τό προνόμιο τό μοναστήρι Πούτνα, ὅπου τιμᾶται στήν Κοίμησι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου...".

Πλησιάζοντας τό τέλος του, δέν ἠμποροῦσε νά βλέπη κλειστό τό Τετρααύγγελο, τό ὁποῖον εἶχε ἀρχίσει νά τό ἀφιερώνη στούς πρώτους μῆνες τοῦ 1504, γράφοντας τά ἑξῆς:  "Στέφανος ὁ Ἡγεμών...κυριευμένος ἀπό θεῖο ζῆλο καί ἀγάπη τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ, μέ ζῆλο ἔδωσε καί γράφθηκε αὐτό τό βιβλίο". Καί κατόπιν ἀπέθανε. Ἐπέρασε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, "ὁ ἥλιος τῆς Μολδαβίας" ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Μέγας στίς 2 Ἰουλίου 1504. Ἐνῶ ὁ γυιός του ἡγεμών Μπογδάνος,  τό Τετρααύγγελο αὐτό τό ἐπεκάλυψε μέ περίτεχνο μέταλλο, καί τό ἔδωσε στήν ἐκκλησία τοῦ Χιρλάου, τόν Νοέμβριο τοῦ 1504.

Ἀφοῦ τοποθετήθηκε ἡ πλάκα στόν τάφο του, πού εὑρίσκεται μέσα στήν κεντρική ἐκκλησία τῆς Μονῆς Πούτνα καί ἀνάφθηκε ἀκοίμητη κανδήλα, ἡ ὁποία φωτίζει ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, δηλαδή 500 χρόνια, ὁ σεβασμός πρός τόν μέγα Στέφανο ἐκδηλώνεται κυρίως ἀπό τόν καιρό πού ζοῦσε, μέ τήν ὀνομασία "Τροπαιοφόρος τῆς πίστεως"καί "Ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ". Αὐτή ἡ ὀνομασία παραμένει καί ἐξαπλώνεται σ᾿ὁλόκληρο τόν ρουμανικό λαό.

Ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Ρουμανικοῦ Πατριαρχείου, τό 1992, μετά τήν πτῶσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, προέβη στήν ἐπίσημη ἀναγνώρισι Ἁγίων της, τούς ὁποίους καί συναρίθμησε στό Συναξάριον τῆς Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας. Οἱ Ἅγιοι, πού δέν εἶχαν ἐπισήμως ἀναγνωριστῆ, ἦσαν 19. Ὁ ὅσιος Γερμανός τῆς Δακίας, ὁ ἅγιος ἱεράρχης Γελάσιος ἀπό τό Ριμέτς, ὁ ὅσιος Δανιήλ ὁ Ἡσυχαστής, ὁ ἅγιος ἱεράρχης Λεόντιος ἀπό τό Ράνταουτς, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ἀπό τό Πρισλόπ, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, ὁ ἡγεμών Κωνσταντῖνος Μπρινκοβεάνου μέ τούς τέσσαρας μάρτυρας γυιούς του, τόν Κωνσταντῖνο, τόν Στέφανο, τόν Ράδο καί τόν ὀκταετῆ Ματθαῖο καί τόν σύμβουλό του Γιαννάκη. Συνεχίζουμε μέ τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα Ἄνθιμο τόν Ἰβηρίτη, τόν ἅγιο ἱεράρχη καί ὁμολογητή Ἰωσήφ ἀπό τό Μαραμοῦρες, τούς ἁγίους ἱερεῖς καί ὁμολογητές Ἰωάννη ἀπό τό Γκάλες καί Μωϋσῆ ἀπό τό Σιμπιέλ. Τόν ὅσιο Ἀντώνιο ἀπό τήν Ἰέζερ-Βίλτσεα, τόν ἅγιο ἱεράρχη Ἰωσήφ τόν ἐλεήμονα, μητροπολίτη Μολδαβίας καί τόν Ὅσιο Ἰωάννη Ἰακώβου ἀπό τήν Μονή Νεάμτς, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευσε πολλά χρόνια στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ καί ἐκοιμήθηκε στήν σπηλιά του, τό ἔτος 1960. Τό ἄφθαρτο Λείψανό του εὑρίσκεται στήν Μονή τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου.  Μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέχθηκε καί ὁ εὐσεβέστατος ἡγεμών Στέφανος ὁ Μέγας.

 

ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΚΤΙΤΩΡ ΤΗΣ Ι. Μ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

            Ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωακείμ Γρηγοριάτης γεννήθηκε τό 1710 στήν κωμόπολι Κατοχή Μεσολογγίου. Τό 1740 ἦλθε στήν Μονή μας. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦτο Ἰωάννης. Μετά ἀπό τήν συνηθισμένη δοκιμασία ἐκάρη μαγαλόσχημος μοναχός καί ὠνομάσθηκε Ἰωακείμ. Ἔζησε ἀρκετά χρόνια στήν Μονή καί, ἀφοῦ ὡρίμασε πνευματικά, ἐπεθύμησε τήν ἐρημική καί ἡσυχαστική ζωή. Μέ ἄδεια τῶν Ἐπιτρόπων τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία τότε ἦτο ἰδιόρρυθμος, ἀνεχώρησε καί μετέβη στήν Μικρή Ἁγία Ἄννα. Ἐκεῖ ἀσκήτευσε σέ μία σπηλιά, πλησίον τῆς Καλύβης τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων, ὅπου ἀργότερα ὁ Κρητικός μοναχός Ἀγάπιος Λάνδος ἔγραψε τό βιβλίο "Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία".

            Σύμφωνα μέ μαρτυρίες πού ὑπάρχουν σέ χειρόγραφα κείμενα τῆς Μονῆς μας (Ἀριθμ.22 καί 34) στίς 30 Νοεμβρίου 1761 ἐκάη ὁλοσχερῶς ἡ Μονή. Τότε ἡ ἐκκλησία ἦτο ξυλόστεγη, μονοσκέπαστη καί τά ξύλινα δοκάρια της ἐπεκτείνοντο πέριξ τῆς ἐκκλησίας γιά τήν προστασία τῶν Μοναχῶν ἀπό τό ψῦχος τοῦ χειμῶνος. Μαζί μέ τήν ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἀπέμειναν μόνο τά ἀσβεστωμένα ντουβάρια, ἐκάησαν τά βιβλία, τά ἱερά Ἄμφια καί Σκεύη καί μόλις μετά δυσκολίας οἱ Πατέρες διέσωσαν τάι ἱερά Λείψανα. Ἀλλά καί τά Κελλιά τῶν Πατέρων ἐκάησαν παντελῶς, διότι ἡ φωτιά ἐπεξετάθη παντοῦ καί ἀπετέφρωσε τά πάντα. Ἔκτοτε οἱ Πατέρες δέν εἶχαν ποῦ νά κατοικήσουν καί ἄρχισαν νά διασκορπίζωνται ἐδῶ καί ἐκεῖ. Οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Μονῆς ἀπέστειλαν ἐκπροσώπους τους στόν ὅσιο Γέροντα Ἰωακείμ, τόν Μικραγιαννανίτη ἡσυχαστή. Τόν παρεκάλεσαν νά ἔλθη στήν κατεστραμμένη Μονή τους γιά νά συσκεφθοῦν ὅλοι οἱ ἐναπομείναντες ἀπό κοινοῦ τί θά κάμουν γιά τήν ἐκ νέου ἀνακαίνισί της.

Ὁ ἀσκητής Ἰωακείμ ἔκλαυσε πολύ γιά τό δυσάρεστο μήνυμα καί σάν ὑπάκουο τέκνο τοῦ Προστάτου τῆς Μονῆς ἁγίου Νικολάου ἦλθε ὀπίσω. Ἐδῶ λέγει ἡ παράδοσις ὅτι, ὅταν ἔφθασε ἀπέναντι τῆς Μονῆς, στήν κατάφυτη ἀπό ἐλαιόδενδρα περιοχή πού μέχρι σήμερα λέγεται Παρθένι, στάθηκε λίγο καί ἀγνάντεψε τήν βυθισμένη μέσα στίς στάκτες Μετάνοιά του. Κινοῦσε θρηνητικά καί ἀπελπισμένα τό κεφάλι του καί συλλογιζόταν:

Ἀδύνατο καί πάλι νά κτισθῆ τό Μοναστήρι μας. Ξαφνικά παρουσιάσθηκε μπροστά του ἕνας ἀσπρομάλλης Παπποῦς. Ἦτο ὁ ἅγιος Νικόλαος καί τόν χαιρέτισε:

-Εὐλογεῖτε, πάτερ, τί κάνεις;

-Βλέπω τό Μοναστήρι μας καί κλαίω ἀπελπισμένα, Γέροντα, διότι δέν πρόκειται πάλι νά κτισθῆ.

-Μή στενοχωρῆσαι καί μήν ἀπελπίζεσαι. Θά κτισθῆ πάλι τό Μοναστήρι.

-Ὅσο θά γίνουν τά γένεια μου, ἄλλο τόσο θά κτισθῆ καί τό Μοναστήρι, τοῦ ἀπήντησε ὁ ἀσκητής. Μέχρι τότε ἦτο σπανός. Δέν εἶχε καθόλου γένεια.

Μέγα θαῦμα ἐπετέλεσε ἐκείνη τήν στιγμή ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ἀπό τό πηγοῦνι του κρεμάσθηκε μέχρι τό ἔδαφος μία μεγαλοπρεπής καί πυκνή γενειάδα, ἡ ὁποία κατέπληξε καί τόν ἴδιον. Ἐπί πλέον τοῦ ἐσκόρπισε κάθε ἀμφιβολία γιά τήν μελλοντική καί πάλι ἵδρυσι τῆς Μονῆς του.

Μπῆκε στό ἐρειπωμένο μοναστήρι καί συναντήθηκε μέ τούς ἐναπομείνατες Πατέρες. Οἱ πάντες ἐξεπλάγησαν γι᾿ αὐτή τήν θαυματουργική ἐμφάνισι τῆς γενειάδος του καί ἐπείσθησαν ὅτι εἶναι θέλημα τοῦ ἁγίου Προστάτου Νικολάου νά κτισθῆ πάλι τό μοναστήρι τους. Τοῦ ἀνέθεσαν λοιπόν τό δυσβάστακτο αὐτό ἔργο οἱ Προεστῶτες τῆς Μονῆς. καί πράγματι μετέβη στήν Κωνσταντινούπολι καί σ᾿ ἄλλες ὀρθόδοξες παραδουνάβιες περιοχές καί Χῶρες γιά νά ζητήση χρήματα πρός ἐκπλήρωσιν  τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ σκοποῦ.

Ὁ ἀσκητής Ἰωακείμ, μέ ἄδεια τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί ἔγγραφα τῆς Μονῆς του  μετέβη στήν ἀρχή στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στόν ὁποῖον ἀνήγγειλε ὅλη τήν ὑπόθεσι. Ὁ Πατριάρχης ἔδωκε ἐντολή νά μή σκορπισθοῦν ἔξω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος οἱ Γρηγοριάτες Πατέρες. Κατόπιν παρεκίνησε τίς Ἑλληνικές ἐνορίες, Συλλόγους καί ἄλλες θρησκευτικές Ὁμάδες νά συγκεντρώνουν χρήματα τά ὁποῖα θά καταβάλωνται σέ ἐκπροσώπους τῆς  Μονῆς τῶν Ἰβήρων, ἡ ὁποία μέσῳ ἰδικῶν της ἀνθρώπων θά προωθῆ τά συναθροιζόμενα χρήματα στήν μονή Γρηγορίου γιά τήν  διατήρησι τῶν  Μοναχῶν της καί τήν ἔναρξι ἐργασιῶν γιά τήν ἀνοικοδόμησί της.

 

Κάποια ἡμέρα στεκόταν ὁ ἀσκητής Ἰωακείμ  στήν παραλία καί περίμενε ἕνα πλοιάριο γιά νά περάση ἀπέναντι στόν Γαλατᾶ. Ἔνευσε μέ τό χέρι σέ κάποιο πλοῖο. Μέσα σ᾿ αὐτό ταξίδευε ὁ σουλτᾶνος, ὁ ὁποῖος ἐπήγαινε στό τζαμί νά προσευχηθῆ, διότι ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦτο Παρασκευή. Ὡς γνωστόν τήν ἡμέρα αὐτή συγκεντρώνονται στά τζαμιά τους γιά προσευχή οἱ Μουσουλμᾶνοι. Ἐθαύμασε τήν τόλμη τοῦ ἀσκητοῦ καί ἔδωσε ἐντολή στόν καπετάνιο νά τοῦ ἐπιτρέψη νά μπῆ μέσα. Τόν ἐρώτησε μέσῳ τοῦ διερμηνέως καί ἰατροῦ του ποιός ἦτο καί τί θέλει. Ὁ ἀσκητής τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι πτωχός Καλόγερος καί ἤθελε νά περάση ἀπέναντι στόν Γαλατᾶ. Βλέποντας ὁ σουλτᾶνος τήν σεμνοπρέπειά του, τήν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του καί τήν μακριά γενειάδα του τόν εὐλαβήθηκε. Ἀφοῦ ἄκουσε γιά τά δυσάρεστα συμβάντα τοῦ μοναστηριοῦ του, συγκινήθηκε καί μέ θεία νεῦσι διέταξε τόν γραμματέα του νά τοῦ δώση βοήθεια 25.000 γρόσια. Αὐτό ἦτο τό πρῶτο θαῦμα τοῦ ἁγίου Νικολάου.

Βγαίνοντας ἀπό τό πλοῖο ἀποροῦσαν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πῶς συνέβη καί συνταξίδευσε μέ τόν σουλτᾶνο ἕνας ἁγιορείτης μοναχός. Κατόπιν ἐνημέρωσε καί τόν Πατριάρχη γιά τήν ὑπέρογκη αὐτή κρατική βοήθεια τοῦ σουλτάνου καί πάντες ἐδόξασαν τόν Θεό καί εὐχαρίστησαν τόν ἅγιο Νικόλαο.

Μέ τήν βοήθεια αὐτή καί ἄλλες πού συνεχῶς συγκεντρώνοντο ξεκίνησε ἡ οἰκοδομή τῆς Μονῆς, οἱ δέ Πατέρες ἐλάμβανον τί σιτηρέσιον ἐκ μέρους τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων.

Τήν περίοδο ἐκείνη ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολι ὁ ἡγεμών τῆς Δακίας (νότιος Ρουμανία) Ἀλέξανδρος Γκίκας γιά νά ζητήση καί πάλι τήν ἡγεμονία ἀπό τήν τουρκική Κυβέρνησι. Ὁ ἀσκητής τοῦ ἐζήτησε βοήθεια, ἀλλά ὁ ἡγεμών τοῦ εἶπε ὅτι δέν ἔχει. Μᾶλλον νά τοῦ δώση ὁ μοναχός ὅσα χρήματα θά τοῦ χρειασθοῦν γιά νά ἐξαγοράση τήν ἡγεμονία γιά ἕνα καθορισμένο χρονικό διάστημα καί, ἄν κατορθώση καί τήν πάρη, μετά θά τοῦ ἀποδώση εἰς διπλοῦν τά χρήματά του.

Τήν ἐποχή ἐκείνη συνέβη ὁ πόλεμος μεταξύ Τουρκίας καί Αὐστρίας στόν ὁποῖον ἡττήθησαν οἱ Τοῦρκοι. Κατά τήν  ἐπιστροφή τους ἅρπαζαν ἀνθρώπους, ὄχι μόνον πτωχούς, ἀλλά καί πλουσίους καί τούς μετέφεραν στήν Κωνσταντινούπολι. Ἀπ᾿ αὐτούς ἄλλους ἐφόνευαν κι ἄλλους τούς πωλοῦσαν γιά δούλους. Ὁ ἀσκητής Ἰωακείμ τούς εὐσπλαγχνιζόταν καί ἀναζητοῦσε τρόπους πῶς νά τούς ἀπελευθερώση. Μέ χρήματα πού ἐξοικονομοῦσε ἀπό πλουσίους Ἕλληνες ἐμπόρους καί ἄρχοντες τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἔχοντας γνωριμία μέ κάποιον Μουσουλμᾶνο τῆς συγκλήτου, πολλούς ἀπ᾿ αὐτούς τούς ἐξηγόραζε καί τούς ἀπέλυε νά ἐπιστρέψουν στίς πατρίδες τους. Ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτούς ἦσαν Ρουμᾶνοι, ἄλλοι Βούλγαροι, ἄλλοι Ἕλληνες καί ἄλλοι Ρῶσσοι. Ἔμαθε γιά τά ἀνθρωπιστικό αὐτό ἔργο του ὁ σουλτᾶνος καί ὠργίσθηκε πολύ. Ἀπεφάσισε νά τόν θανατώση. Ὁ ἀρχίατρος τοῦ σουλτάνου ἀκούοντας τήν ἀπόφασι του, τόν συμβούλευσε νά δεχθῆ νά ἔλθη μπροστά του ὁ κατηγορούμενος μοναχός Ἰωακείμ. Καθώς ἐκεῖνος ἀνερχόταν τά σκαλιά γιά νά μπῆ στό παλάτι τοῦ σουλτάνου, ἐσκόνταψε καί ἡ γενιάδα του πού ἦτο μέσα σ᾿ ἕνα σακκίδιο κρεμασμένο ἀπό τόν λαιμό του, βγῆκε καί ξαπλώθηκε μπροστά του. Τόν εἶδε μέ τήν μακριά γενειάδα ὁ σουλτᾶνος (ἄλλος ὄχι ὁ προηγούμενος) καί τόν εὐλαβήθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά τοῦ χαρίση τήν ζωή.

Ἀφοῦ ὁ ἡγεμών Γκίκας ἀγόρασε τήν ἡγεμονία τῆς Οὐγροβλαχίας ἐκάλεσε τόν π. Ἰωακείμ νά ἔλθη μαζί του. Τό ἴδιο ἔπραξε καί ὁ ἡγεμών τῆς Μολδαβίας Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης.

 

Φθάνοντας στήν Δακία ὁ π. Ἰωακείμ ἐζήτησε ἀπό τόν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρον τά δανεικά χρήματα. Ἐκεῖνος ἐκάλεσε τούς ἀρχιερεῖς καί ἄλλους ἄρχοντές του καί συνεσκέφθησαν ὅτι, ἐάν ἡ ἁγιορείτικη μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, δέν ἔχει κληρονομήσει ἕνα κτῆμα, θά πρέπει νά τῆς τό προσφέρουν πρός παρηγορία τῶν Πατέρων καί ἐπανίδρυσι τῆς Μονῆς τους. Πράγματι ὅλοι συμφώνησαν καί βρέθηκε τέτοιο Μετόχιο στήν γεωγραφική θέσι Φωξάνη, ὅπου ἦτο ἕνα μονύδριον τῆς κυριάρχου Μονῆς Πούτνα. Μέ χρυσόβουλλο τό ἐχάρισαν στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου νά παραμείνη ἀναπόσπαστο τμῆμα στόν ἅπαντα αἰῶνα καί νά μνημονεύωνται τά ὀνόματα τῶν δωρητῶν αἰωνίως.

Ἀφοῦ παρέλαβε τό Μονύδριον, κατεστάθη ἡγούμενος αὐτοῦ. Μετά κατῆλθε στό Βουκουρέστιο καί ἐπισκέφθιηκε τόν ἡγεμόνα Ἀλέξανδρον Ὑψηλάντην. Κι αὐτός χάρηκε πολύ ἀπ᾿ αὐτή τήν συνάντησι καί τοῦ ἐχάρισε ἄλλο κτῆμα μέ τό μονύδριον τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Στήν συνέχεια κατέβηκε ὁ π. Ἰωακείμ στήν Κωνσταντινούπολι, ἀπ᾿ ὅπου καί ἀπέστειλε τά συναχθέντα χρήματα στό Μοναστήριό του γιά τήν συνέχισι τῶν οἰκοδομῶν.

Τόν ἄγγελον αὐτόν τῆς παρηγορίας καί τῆς στοργῆς τῶν αἰχμαλώτων ἐκείνου τοῦ καιροῦ, τόν ἀσκητήν Ἰωακείμ, τόν συναντοῦμε καί στήν νῆσο Πρώτη τῶν Πριγκηποννήσων. Ἐκεῖ στόν λόφο αὐτῆς τῆς νήσου ἵδρυσε ἐκ θεμελίων ἄλλη μονή πρός τιμήν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ τό ἔτος 1780. Ἐπάνω ἀπό τήν εἴσοδο τῆς ἐκκλησίας τῆς Μονῆς διασώζεται μαρμάρινη πλάκα ἡ ὁποία ἀναγράφει τά ἑξῆς:

"Ἀφ᾿ οὗ ἀμέτρητα καλά ἔκαμεν εἰς ἀνθρώπους

καί ἠλευθέρωσε πολλούς εἰς διαφόρους τόπους,

καί βοηθεῖ καί ὀρφανά καί χήρας καί ἀπόρους,

καί κατορθοῖ πᾶν ἀγαθόν μέ διαφόρους τρόπους

Ἰωακείμ ὁ Μοναχός καί δοῦλος τοῦ Κυρίου

καί Σκευοφύλαξ τῆς Μονῆς ἐν Ἄθῳ Γρηγορίου

ἐκ βάθρων ἀνεκαίνισε μέ ἔξοδον μεγάλον

τῆς Πρώτης τήν Μονήν αὐτήν ἔκτισε καί ἄλλην,

ἐν τῆ Βλαχίᾳ τήν Μονήν αὐτήν τοῦ Γρηγορίου

εὐκόλως τήν ἀνέδειξε βοηθείᾳ τοῦ Κυρίου.

Ὁρμᾶται δέ ὁ ἀγαθός ἐκ τῆς Ἀκαρνανίας,

ἀπό τήν κώμην Κατοχήν ἐκ θείας Ἀθωνίας,

χιλίους ὀγδοήκοντα πέντε καί ᾿πτακοσίους,

ἐκαινουργήθη ἡ Μονή μέ κόπους του μυρίους.

Λοιπόν ἀναγινώσκοντες ταῦτα, ὦ ἀδελφοί μου,

ἄς δεηθῶμεν τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτόν ἀγαπητοί μου.

 Ἀργότερα ἐπέστρεψε καί ὁ ἴδιος στό Μοναστήρι του, ἀσχολήθηκε μέ τά μοναχικά του καθήκοντα καί τήν ὀργάνωσι τῆς Ἀδελφότητος. Ἐκοιμήθη στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς τό 1815 σέ ἡλικία 105 ἐτῶν.

Καθώς μπαίνουμε στήν Λιτή τοῦ Καθολικοῦ, στόν δεξιό τοῖχο βλέπουμε μία ἐνδιαφέρουσα τοιχογραφία. Εἰκονίζονται δύο κτίτορες τῆς Μονῆς: ὁ ὅσιος Γρηγόριος μέ φωτοστέφανο καί ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωακείμ, χωρίς φωτοστέφανο στό κεφάλι του. Αὐτή ἡ τοιχογραφία, ζωγραφίσθηκε ἀπό μαθητές τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰωακείμ καί μάλιστα ὅταν ἀκόμη ἦτο στήν ζωή.

 

ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΣΥΜΕΩΝ

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΚΤΙΤΩΡ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

            Ὁ Πανοσιώτατος ἀρχιμ. π. Συμεών γεννήθηκε στήν Τρίπολι Πελοποννήσου τό 1832. Κατά κόσμον λεγόταν Σπυρίδων Ἀγγελίδης. Σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, τό 1852 ἦλθε νά κοινοβιάση στήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου. Μετά τήν νόμιμη διαδικασία τῆςε δοκιμῆς ἐκάρη μοναχός ἀπό τόν Καθηγούμενο Αὐτῆς ἀρχιμ. Σωφρόνιο Καλλιγᾶ. Εἶχε πλουτισθῆ μέ πολλά φυσικά καί πνευματικά χαρίσματα, τά ὁποῖα καί ἐπηύξησε μέ τήν ἐργατικότητά του, τήν σώφρονα πολιτεία του καί τήν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτῆρος του. Ὁ Γέροντάς του π. Σωφρόνιος, διέβλεψε τήν μελλοντική πρόοδο τοῦ νεαροῦ Συμεών καί τοῦ ἀνέθεσε στήν Μονή καθήκοντα ὑπογραμματέως ὑπό τήν εὐθύνη καί ὑπακοή τοῦ ἐμπείρου καί ἐναρέτου γραμματέως μοναχοῦ Ἀνατολίου. Μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός του ὁ μοναχός Συμεών ἔλαβε καί τόν πρῶτον βαθμόν τῆς ἱερωσύνης καί μετά ἀπό λίγο καιρό ἐστάλη στήν Ἀθωνιάδα σχολή γιά νά διευρύνη τόν κύκλο τῶν ἐγκυκλίων γνώσεών του. Πληροφορήθηκαν τά ἔκτακτα χαρίσματα του οἱ ἐνεδρεύοντες στήν Κοινότητα Πατέρες καί τόν προσέλαβαν μέ ἄδεια τῆς Μονῆς του ὡς δεύτερον Γραμματέα στά Γραφεῖα τῆς Ἱ. Κοινότητος. Ἀλλά καί πάλι ἡ θεία Πρόνοια τόν προετοίμαζε γιά ἄλλο βαρύτερο καί πιό ὑπεύθυνο ποιμαντικό ἔργο.

 Ἐκείνη τήν περίοδο ἀνεζητεῖτο πνευματικός ποιμήν καί διδάσκαλος γιά τήν ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, διότι ὁ ὑπάρχων Καθηγούμενος Αὐτῆς ἀρχιμ. Δανιήλ παραιτήθηκε τό 1859.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Παύλου μέ πολλή δυσκολία ἔδωσε τήν εὐλογία του νά ἀποχωρισθῆ ὁ ἱεροδιάκονος Συμεών ἀπό τήν Ἁγιοπαυλιτικήν Ἀδελφότητα. Τελικῶς πραγματοποιήθηκε ἡ ἐνθρόνισίς του στίς 24 Μαΐου 1859. Πρίν ἀναλάβη τά νέα του ποιμαντικά καθήκοντα ὁ ἀρχιμ. π. Συμεών σέ ἡλικία 27 ἐτῶν, ἔγινε καταγραφή ἐνώπιον ἀπεσταλμένου τῆς Ἱ. Κοινότητος ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Σκευῶν καί Ἁγίων Λειψάνων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσ. Γρηγορίου. Κατόπιν ἄλλη ἀντιπροσωπεία ἤλεγξε τούς λογαριασμούς τῶν Καταστίχων τοῦ παραιτηθέντος ἡγουμένου Δανιήλ. Στήν συνέχεια ἀνέλαβε τά καθήκοντά του ὁ νέος ἡγούμενος π. Συμεών.

Ἀφ᾿ ὅτου ἀνέλαβε τήν διοίκησι τῆς Μονῆς, ἐπί δύο χρόνια ἐκοπίασε νά εἰρηνεύση τά πνεύματα τῶν πατέρων καί νά ἐπιφέρη τήν γαλήνη καί τήν εὐρυθμία μέσα στήν Μονή. Λόγῳ ἀνυπάρκτων προσόδων καί πόρων, εἶχε ἐπιφορτισθῆ ἡ Μονή μέ δυσβάστακτα χρέη ἀπό ἄλλες Μονές, τά ὁποῖα καί δέν ἠμποροῦσε νά ἀποσβέση. Μέ τήν γειτονική Μονή τοῦ ἁγίου Διονυσίου εἶχαν ἀναφυεῖ ἀπο παλαιότερα ἔριδες γιά τά σύνορα τῶν ὁμόρων δασῶν τους. Ὁ Καθηγούμενος Συμεών ἐπέτυχε τόν διακανονισμό τῶν γειτονικῶν ὁρίων διά τῆς ὁδοῦ τῆς ὑποχωρήσεως κι ἔτσι ἀπέφυγε νά καταφύγη σέ δικαστικούς ἀγῶνες.

Προκειμένου νά ἀνεύρη χρήματα γιά νά ξεχρεώση τήν ἐξαντλημένην οἰκονομικῶς Μονήν του, ἔκανε ἕνα μεγάλο τόλμημα. Ἄφησε γιά διάδοχόν του τόν ἱερομόναχο καί Πνευματικό Ἰάκωβο, καταγόμενον ἀπό τά Δολιανά τῆς Ἀρκαδίας καί ἔφυγε τό 1861 γιά τά εἰς Ρουμανίαν Μετόχια τῆς Μονῆς του. Πρίν ἀκόμη προλάβη νά ἐγκατασταθῆ σάν ἡγούμενος στό Μετόχιο τῆς περιοχῆς Φωξάνης, πού ἀνῆκε παλαιότερα στήν Μονή Πούτνα, ὁ νέος ἡγεμών τῆς Μολδαβίας Κούζας ἐνήργησε δραστηρίως. Ἀπηλλοτρίωσε ὅλα τά Ἁγιορείτικα μετόχια, Μονύδρια καί Κτήματα τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τά ὁποῖα εἶχαν δοθῆ ὡς δωρεά στόν ἅπαντα αἰῶνα ἀπό διαφόρους εὐσεβεῖς ἡγεμόνες τῆς Ρουμανίας. Τό ἀποτέλεσμα ἦτο νά ἐπιστρέψη στό Μοναστήρι του ὁ παπᾶ Συμεών ἐντελῶς ἄπρακτος καί συνεχῶς πιεζόμενος ἀπό τά οἰκονομικά χρέη.

Οἱ δανειστές του, κυρίως Ἁγιορείτικες Μονές, ἀπαιτοῦσαν τήν ὅσον τό δυνατόν σύντομη ἐξόφλησι τῶν χρεῶν τῆς Μονῆς του. Μάλιστα τό 1868 κλήθηκε ὁ παπᾶ Συμεών στήν Μονή τοῦ Βατοπαιδίου ν᾿ ἀπολογηθῆ γιά τά χρέη τῆς Μονῆς του. Μή δυνάμενος νά τούς ἐπιστρέψη τά χρήματα, φυλακίσθηκε! Ἔδωσε ὅμως ἐγγυήσεις ὁ πατέρας τοῦ πρό δεκαετίας Διευθυντοῦ τῆς Τραπέζης Μιτυλήνης ἐν Καρυαῖς κ. Νικόλαος Ἀναγνώστου καί ἔτσι ἀποφυλακίσθηκε.

Ὁ Καθηγούμενος παπᾶ Συμεών δέν ἦτο ἀπό τούς χαρακτῆρες ἐκείνους πού εὔκολα κάμπτονται καί ἀπελπίζονται. Κατ᾿ ἀρχήν ἐζήτησε ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα νά παρέμβη στίς Μονές, οἱ ὁποῖες κατά καιρούς ἐδάνεισαν χρήματα στήν Μονή του, καί νά τίς παρακαλέση νά μετριάσουν τίς πιεστικές τους ἀξιώσεις γιά ἐπιστροφή τῶν χρημάτων ἐντός καθορισμένης προθεσμίας. Ἀπό ἐκείνη τήν περίοδο ἐπέβαλε σ᾿ ὅλη τήν Ἀδελφότηττα σκληρά νηστεία, δίδοντας ὁ ἴδιος πρῶτος τό παράδειγμα τῆς λιτότητος. Τόση αὐστηρά νηστεία εἶχε ἐπιβάλλει στήν Μονή του ὥστε οἱ Μοναχοί ἔτρωγαν ἀλάδωτα φαγητά ὅλη τήν ἑβδομάδα καί μόνο τίς Κυριακές καί ἑορτές λάδι καί λίγο κρασί. Ἐπί πλέον ἔκαμαν ὅλες τίς δουλειές τους οἱ ἴδιοι, διότι δέν εἶχαν δυνατότητα νά πληρώσουν οὔτε γιά ἕναν ἐργάτη.

Μέσα σέ λίγο διάστημα κατώρθωσαν νά ἀναπτύξουν γεωργικά τό Μετόχιο τῆς Βούλτσιστας, κοντά στό χωριό Λιβάδι Πιερίας. Τό Μετόχιο αὐτό ἀγόρασε ἡ Μονή τό 1840 ἀπό κάποιον τοῦρκο τσιφλικᾶ, μέ χρήματα πού ἔστειλε ὁ Οἰκονόμος τοῦ Μετοχίου Βυζαντία τῆς Ρουμανίας μοναχός Βησσαρίων Ξαρχάκης. Αὐτός ὁ μοναχός καταγόταν ἀπό τόν Δῆμο Οἰτύλου τῆς Λακωνίας. Ἐργάσθηκε ὅλα του τά χρόνια στό Μετόχιο αὐτό, μέχρι τόν θάνατό του, πού συνέβη τό 1854.

Τό μεγάλο οἴκημα τοῦ Μετοχίου γιά κοιτῶνες τῶν ἐργαζομένων ἐκεῖ μοναχῶν κτίσθηκε ἀπό τόν παπᾶ Συμεών τό 1896. Τότε συνέβη κι ἕνα ἐξαίσιο θαῦμα. Πλησίον τῆς βρύσης τοῦ Μετοχίου, πού σήμερα εἶναι δίπλα στόν ἁμαξιτό δρόμο, ὑπῆρχε ἀρχαῖος ναός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, εὑρισκόμενος τότε σέ ἐρείπια. Ἔδωσε ἐντολή ὁ Καθηγούμενος π. Συμεών στόν ἀρχιμάστορα νά χρησιμοποιῆ γιά τά ἀγκωνάρια τοῦ κτιρίου πού ἔκτιζε ἀπ᾿ αὐτές τίς πέτρες τοῦ ἀρχαίου ναοῦ. Πράγματι ὁ ἀρχιμάρτορας Σταμούλης τό ὄνομα ἐξετέλεσε τήν ἐντολή τοῦ Ἡγουμένου.

Τό μεσημέρι ἐκείνης τῆς ἡμέρες καί, ἐνῶ ἐκοιμᾶτο, δέχθηκε τήν ἐμφάνισι ἐν ἐγρηγόρσει  τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος καί τοῦ εἶπε, δίδοντάς του ταυτοχρόνως καί ἕνα δυνατό ράπισμα: "Νά ἐπιστρέψης τούς λίθους πού ἐπῆρες ἀπό τόν ναό μου καί ἔκτοτε νά μή πάρης ἄλλους". Διέταξε ἀμέσως ὁ Ἡγούμενος νά ἐπιστραφοῦν τά λιθάρια καί μέ αὐτά νά κτισθῆ Προσκυνητάριον πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου καίει ἔκτοτε ἀκοίμητη κανδήλα.

Ὁ δραστήριος Καθηγούμενος Συμεών ἀπεφάσισε νά ἀποκτήση ἡ Μονή καί ἄλλα δύο Μετόχια στήν μεσαία χερσόνησο τῆς Χαλκιδικῆς, τήν λεγομένη Σιθωνία. Τά Μετόχια αὐτά λέγονται Παρθενών (Μπαλαμπάνη) καί Παλιούριο. Ἐπίσης ὁ Γέροντας π. Συμεών προέβη καί στήν δασική ἐκμετάλλευσι τοῦ δάσους τῆς Μονῆς. Ὁ Θεός εὐλόγησε τίς προσπάθειές του καί τούς ἀδιακόπους κόπους του. Κατώρθωσε νά ἐξοφλήση ἡ Μονή τά χρέη της πρός τούς δανειστές της καί στήν συνέχεια νά ἀρχίση τήν ἀνοικοδόμησι διαφόρων κτιρίων.

Κατ᾿ ἀρχήν ἐδιπλασίασε κτιριακά τό Μοναστήρι. Ἡ Ἐξωτερική πτέρυγα μέ πρόσοψι πρός τήν θάλασσα, ὅπου ὑπάρχουν καί δύο Παρεκκλήσια, κτίσθηκε τό 1896. Ἐπάνω ἀπό τήν μεγαλοπρεπῆ εἴσοδο τῆς Μονῆς ὑπάρχει μαρμάρινη ἐπιγραφή, ἡ ὁποία γράφει: "Εἰς δόξαν Θεοῦ, καί ἥδε ἡ Πύλη σύν τῆ πλευρᾶ ἡγουμενεύοντος Ἀρχιμανδρίτου Συμεών τοῦ ἐκ Τριπόλεως τῆς Πελοποννήσου, σωτηρίου ἔτους 1896".

Γιά τήν ἀνοικοδόμησι τῆς ἐξωτερικῆς πτέρυγος χρειάσθηκαν πολυχρόνιοι κόποι τῶν Πατέρων γιά τήν μεταφορά καί τό σκάλισμα τῶν ὀγκολίθων. Διετηροῦντο τά λεγόμενα σαμαράκια στήν Μονή μας μέχρι τό 1974, τά ὁποῖα φοροῦσαν στίς ὠμοπλάτες τους οἱ παλαιοί Μοναχοί γιά νά μεταφέρουν τίς πέτρες ἐπάνω στίς σκαλωσιές καί κοντά στούς μαστόρους γιά νά τίς κτίσουν. Καί νά σκεφθοῦμε ὅτι ἔτρωγαν λαδερό φαγητό μόνο κάθε Κυριακή!

Παρότι τό Μοναστήρι ἦτο πάμπτωχο, οἱ Πατέρες ἐργάζοντο σκληρά γιά τήν ἀντιμετώπισι ὅλων τῶν ἀναγκῶν τους. Σύμφωνα μέ κάποια γραπτή μαρτυρία τό 1903 ζοῦσαν στήν Μονή μας 98 Ἕλληνες μοναχοί, 13 Ρῶσοι καί ἕνας Ρουμᾶνος.

 

Ὅταν ζοῦσε ὁ μακαριστός μοναχός π. Ἐφραίμ, τόν εἶχα ρωτήσει νά μοῦ εἰπῆ ὅ,τι θυμᾶται ἀπό τά πνευματικά τέκνα τοῦ παπᾶ Συμεών γιά τόν ἀείμνηστο Γέροντά τους, τόν μεγάλο Καθηγούμενο καί τέταρτον κτίτορα τῆς Μονῆς μας. Καί ὁ Γέρο Ἐφραίμ μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:

"Κάποτε  εἶχα ρωτήσει τόν Γέροντά μου, τόν παπᾶ Θανάση, πνευματικό τέκνο τοῦ παπᾶ Συμεών, νά μοῦ εἰπῇ κάτι γιά τόν Γέροντά του, ὁ ὁποῖος ἔκαμε ἡγούμενος στό Μοναστήρι μας 46 χρόνια, καί μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: "῾Ο Γέροντάς μου παπᾶ Συμεών καί πνευματικός σου παπποῦς, πάτερ Ἐφραίμ, ἦταν ἱκανώτατος ῾Ηγούμενος. Ἀνώρθωσε τό Μοναστήρι μας οἰκονομικά, τό ἀνακαίνισε καί ἐπρόσθεσε νέες πτέρυγες, γι᾿ αὐτό θεωρεῖται καί τέταρτος κτίτωρ. ῾Ως πρός τόν χαρακτῆρα ἦταν λίγο ἀπότομος. Γι᾿ αὐτό ὅταν ἐμάλλωνε τά Καλογέρια του, ἐμᾶς δηλαδή, καί ἐμεῖς δέν πηγαίναμε νά τοῦ βάλουμε μετάνοια καί νά τοῦ ζητήσουμε συγγνώμη, πού τόν λυπήσαμε ἤ τόν παρακούσαμε, ἐρχόταν ὁ ἴδιος πρός ἐμᾶς καί μᾶς ἔλεγε: «῎Εε, παιδί μου, εἴπαμε καί κανένα λόγο, ἄνθρωποι εἴμαστε, μπορεῖ νά σέ πίκρανα καί νά ἔσφαλα ἐγώ. Νά μέ συγχωρέσῃς». ῎Εσκυβε λοιπόν ὁ ἴδιος καί ἔβαζε μετάνοια στά Καλογέρια του. Μέ τόν τρόπον αὐτό τῆς ταπεινώσεως τά εἰρήνευε καί τά ἐδίδασκε μέ τό ἅγιο παράδειγμά του.

Σύμφωνα μέ προφορική παράδοσι, σχετική μέ τήν κοίμησι τοῦ ὁσίου Γέροντος Καθηγουμένου Συμεών, ἔχω νά σημειώσω τά ἑξῆς: Τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, μοῦ εἶπαν οἱ  Γεροντάδες μας, ὅτι οἱ μοναχοί πού ἐργάζοντο στό Μετόχιο τῆς Βούλτσιστας Πιερίας, εἶδαν τήν ψυχή του νά ἐξέρχεται σάν μικρή νύμφη ἀπό τό σῶμα του καί ἀνεβαίνει πρός τούς Οὐρανούς.

Σήμερα ἔχουμε τήν μεγάλη εὐλογία νά διατηροῦμε τήν κάρα του, μαζί μέ τήν κάρα τοῦ ὁσίου Καθηγουμένου Ἀθανασίου στό Ἱερό τοῦ Παρεκκλησίου τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, καί ἐνίοτε πηγαίνουν Πατέρες, ἀλλά καί εὐσεβεῖς χριστιανοί νά τίς ἀσπασθοῦν καί νά ζητήσουν τήν πρεσβείαις τους".

Δοξάζουμε τόν Θεό, διότι μέ τούς σκληρούς ἀγῶνες τέτοιων Ἡγουμένων καί Μοναχῶν ἔχουμε ἐμεῖς τά ἕτοιμα κελλιά μας νά κατοικοῦμε καί ν᾿ ἀγωνιζώμεθα πνευματικά γιά τήν σωτηρία μας. Ἄς μη ξεχνᾶμε νά τούς ἀπευθύνουμε κάθε φορά μία ἐγκάρδια εὐχαριστία καί νά τούς ἐπικαλούμεθα νά μᾶς ἐνισχύουν μέ τίς πρεσβεῖες τους, διότι, αἰσθανόμεθα ὅτι ἔχουν μεγάλη παρρησία πρός τόν Κύριόν μας.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε Γέροντα Παπποῦ μας Συμεών!

 

ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+1904-1977)

῾Ο Παπᾶ Διονύσιος, γεννήθηκε τό 1904 στό χωριό Σαρακινάδες Τριφυλίας. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦτο Εὐστάθιος Κωνσταντόπουλος τοῦ Ἠλία. ῏Ηλθε στό Μοναστήρι τό 1931 σέ ἡλικία 27 ἐτῶν. Τό 1933 ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Διονύσιος. Ἐργάσθηκε σέ πολλά διακονήματα τῆς Μονῆς, ὅπως στό Μακηπεῖο (φοῦρνο), στήν ἐκκλησία, στούς κήπους, καί ὅταν ἔγινε προϊστάμενος, ὑπηρέτησε ὡς Ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς στήν ῾Ιερά Κοινότητα τῶν Καρυῶν. Τό 1951 χειροτονήθηκε διάκονος καί ἱερεύς, καί  ἐστάλη ὡς οἰκονόμος καί ἐφημέριος τοῦ Μετοχίου μας, τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων τῆς ῎Αρτης.

Μετά τήν ἑκούσια παραίτησι τοῦ παπᾶ Βησσαρίωνος ἀπό τό ἡγουμενικό ἀξίωμα, τό 1971, ἔγινε Τοποτηρητής τῆς Μονῆς γιά ἕνα χρόνο καί στήν συνέχεια ἐξελέγη ῾Ηγούμενος. Στό βραχύ διάστημα τῆς ἡγουμενίας του, δέν ἐπέδειξε ἰδιαίτερα χαρίσματα καί διακρινόταν διά τήν ἁπλότητα τῶν τρόπων του, καί τό φιλήσυχο τοῦ χαρακτῆρος του. Ἔλαβε τίς ψήφους τῶν Προϊσταμένων καί τῶν λοιπῶν Πατέρων γιά τήν ἀνάληψι τοῦ ἡγουμενικοῦ ἀξιώματος, μέχρις ὅτου εὑρεθῆ ἱκανώτερος ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος θά ἀναλάβη τήν διακυβέρνησι τῆς Μονῆς καί τήν πνευματική καθοδήγησι τῶν Πατέρων.

Γι᾿ αὐτό μέ τήν εἴσοδο στήν Μονή τόν Ἰούλιο τοῦ 1974 τοῦ Γέροντος ἀρχιμ. π. Γεωργίου Καψάνη μετά τῆς ἑξαμελοῦς συνοδίας του, ὁ παπᾶ Διονύσιος προσέφερε τήν μεγαλύτερη ὑπηρεσία στήν Μονή του. Γιά τό συμφέρον τῆς Μονῆς, τήν ἀνασυγκρότησι καί τήν πρόοδο αὐτῆς, θυσίασε κυριολεκτικά τό ἀξίωμά του, χάριν τοῦ νέου Γέροντος παπᾶ Γεωργίου, καί μέ τήν θέλησίν του παραιτήθηκε. Αὐτή ἦτο ἡ ὑψίστη προσφορά του πρός τήν Ἱερά Μονή μας, διότι ἄνοιξε τόν δρόμο διά τήν ἑνότητα καί ἀφομοίωσι τῶν δύο Ἀδελφοτήτων, παλαιᾶς καί νέας, καί ταπεινώθηκε γιά νά βοηθήσῃ στήν ἐπάνδρωσι τῆς Μονῆς μας.

Πρίν τήν παραίτησί του ἔκειρε στίς 6 Αὐγούστου 1974 Μεγαλόσχημο μοναχό τόν ἱερομόναχο π. Γεώργιο. Καί κατόπιν παραιτήθη. Ἐνῶ στίς 26 τοῦ ἰδίου μηνός ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς ὁ ἀρχιμ. καί Γέροντάς μας π. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ποιμαίνει τήν Ἀδελφότητά μας μέχρι σήμερα.

Μετά τήν παραίτησί του, διωρίσθηκε Ἀντιπρόσωπος στήν ῾Ιερά Κοινότητα. Ἐκεῖ προσέφερε τίς ὑπηρεσίες του ἐπί δύο χρόνια συμμετέχοντας τακτικά στίς Συνάξεις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί μεταφέροντας τήν γνώμην τῆς Μονῆς του καί τίς ἰδικές του κρίσεις, σκέψεις καί ἀντιλήψεις γιά τά διάφορα Ἁγιορείτικα θέματα.

 Ἀρχές Φεβρουαρίου τοῦ 1977 προσβλήθηκε ξαφνικά ἀπό ἡμιπληγία καί μεταφέρθηκε ἐσπευσμένα στό Νοσοκομεῖο Ἀχέπα τῆς Θεσσλονίκης. Πρό τοῦ θανάτου του, ἐξωμολογήθηκε, κονώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καί συμβούλευε τούς παρισταμένους κοντά του Πατέρες τά ἑξῆς: «Νά εἶσθε ἑνωμένοι μέ τόν Γέροντα, νά τόν ἀκοῦτε ὅ,τι σᾶς λέγῃ καί συμβουλεύῃ γιά τήν σωτηρία σας. Νά εἶσθε εὐχαριστημένοι γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔστειλε ἄξιο τῆς ἀποστολῆς του Γέροντα».

Ἀπεβίωσε στίς 9 Φεβρουαρίου 1977 σέ ἡλικία 73 ἐτῶν καί κηδεύθηκε μέ σεβασμό καί τιμή στό Μοναστήρι μας. Αἰωνία του ἡ μνήμη.

 

+ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+1911-2005)

Ὁ μακαριστός ἱερομόναχος π. Νικόλαος Γρηγοριάτης δέχθηκε τήν τελευταία ἐπίσκεψι του Θεοῦ καί ἐναπέθεσε στάς χεῖρας Του τήν ὁσία του ψυχή στίς 25 Μαίου 2005 π. ἡμ.

            Γεννήθηκε στό χωριό Καπαρέλλι τῆς ἐπαρχίας Μαντινείας Ἀρκαδίας στίς 10 Ἰουνίου τοῦ 1911. Ἦτο ὁ τέταρτος ἀπό τά δέκα παιδιά τῶν εὐσεβῶν γονέων του, Εὐαγγέλου καί Βασιλικῆς. Τά μεγάλα ἀδέλφια του ἐπρόκοψαν στήν Τρίπολι μέ τήν παρασκευή καί πώλησι κυρίως γαλακτοκομικῶν προϊόντων, τά ὁποῖα εἶναι γνωστά μέχρι σήμερα μέ τήν ἐπωνυμία "Ἀφοί Κάνταρου". Ὁ μικρός Κωνσταντῖνος ἐπέδειξε ἰδιαίτερη κλίσι στά γράμματα, γι᾿ αὐτό στό δημοτικό, τό ὁποῖο τελείωσε στό χωριό του, ἦτο ὁ πρῶτος μαθητής. Τήν ἴδια ἐπίδοσι εἶχε καί στό γυμνάσιο τῆς Τεγέας. Ὅμως δέν προχώρησε γιά ἀνώτερες σπουδές, παρά τίς συνεχεῖς συστάσεις τοῦ δασκάλου του κ. Δουνούκου πρός τόν πατέρα του.

            Κάποια φορά ἦλθε στά χωριά τῆς Τεγέας ἕνας ἁγιορείτης μοναχός, καταγόμενος ἀπό τό χωριό Βουνό τῆς Τεγέας. Ὠνομαζόταν Ἀβέρκιος καί κατοικοῦσε σέ κάποιο Κελλί τῶν Καρυῶν. Γνωρίσθηκαν μέ τόν νεαρό τότε Κωνσταντῖνο Κάνταρο καί τόν παρέλαβε μαζί του στό Ἅγιον Ὄρος τό 1929, σέ ἡλικία 18 ἐτῶν, ἀφοῦ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν βοηθήση νά σπουδάση στήν Ἀθωνιάδα Σχολή. Ἀντί νά βρεθῆ στά θρανία τῆς Σχολῆς, βρέθηκε στά στασίδια μιᾶς μικρᾶς Καρυώτικης Μονῆς, ὅπου ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τό ὄνομα Ἀβέρκιος. Τό Μονύδριο αὐτό ἦτο τό Κελλί τῶν Ἀρχαγγέλων. Ἐκεῖ ἀνάμεσα σέ μιά μικρή συνοδία ἄρχισε τούς μοναχικούς του ἀγῶνες, διότι ἐπίστευσε στά λόγια πού τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ μεγαλύτερος σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ σωτηρία τῆυς ψυχῆς του. Ὅμως ποτέ δέν ξέχασε τήν μυστική του ἐπιθυμία γιά μόρφωσι καί παιδεία.

            Στό Κελλί αὐτό ζοῦσαν μαζί ἕξι Ἀδελφοί μέ Γέροντα τόν μοναχό Ἀβέρκιο. Οἱ ὑπόλοιποι ἦσαν ὁ παπᾶ Γιώργης, ὁ παπᾶ-Γαβριήλ, οἱ μοναχοί Νεόφυτος καί Κοσμᾶς καί τελευταῖος ὁ ἴδιος.

            Παράλληλα μέ τά μοναχικά τους καθήκοντα, τά ὁποῖα ἐπιτελοῦσαν μέ αὐστηρότητα, ἠσχολοῦντο καί μέ τήν γεωργία. Ὁ Γέροντάς τους, μοναχός Ἀβέρκιος δέν ὑποχωροῦσε στίς διατάξεις τῶν καθημερινῶν τους ἀκολουθιῶν καί τοῦ προσωπικοῦ τους κανόνος τῆς

 

προσευχῆς. Ἰδιαίτερα τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τήν περνοῦσαν, κατά τήν τάξιν μέ ἀλάδωτο, πλήν Σαββάτου καί Κυριακῆς, ἄσχετα ἄν κάποιος ἀπό τήν συνοδία του ἦτο ἀρρωστος, καχεκτικός ἤ ἀδύναμος. Δέν χωροῦσε οἰκονομία. Γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε στά Καλογέρια του. "Καλλίτερα νά σᾶς θάψω παρά νά σᾶς κολάσω καταπατώντας τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας. Στήν ἐποχή τους, 1935, ὁ κανόνας τοῦ μοναχοῦ ἦτο σέ ὅλους σταθερός. Ἔπρεπε κάθε εἰκοσιτετράωρο νά κάνη ὁ μοναχός 300 ἐδαφιαῖες μετάνοιες καί 12 κομποσχοίνια τῶν 100 κόμπων.

            Στό Κελλί τῶν Ἀρχαγγέλων ἔμεινε μέχρι τό 1940. Μετά ἔμεινε ἑπτά χρόνια στό Κελλί τῆς Ἁγίας Τριάδος  Καρυῶν μαζί μέ τόν μοναχό Κοσμᾶ, καταγόμενον ἀπό τό Παλιοχῶρι Κυνουρίας, αὐστηρόν καί ἐνάρετο μοναχό, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τό 2000.

            Κατόπιν, μετά ἀπό πολλούς πειρασμούς πού εἶχε ἀπό  παραδελφούς του, ἀνεχώρησε καί γιά 3 χρόνια ἔμεινε στό Γρηγοριάτικο Κελλί, τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού εἶναι στήν περιοχή Κομμένους τῶν Καρυῶν.

            Ὅταν μπῆκε στήν Μονή Γρηγορίου τό 1950, Γέροντας τῆς Μονῆς ἦτο ὁ ἀρχιμανδρίτης παπᾶ Βησσαρίων. Καταγόταν ἀπό τό Γεράκι τῆς Σπάρτης, ὠνομαζόταν Παναγιώτης Μίχας καί ἦλθε νέος  νά μονάση, ἀφοῦ ἄφησε τίς ἰατρικές του σπουδές.

Μετά ἀπό δύο χρόνια ὁ μοναχός Ἀβέρκιος ἐκάρη μοναχός μεγαλόσχημος λαμβάνοντας τό ὄνομα Νικόλαος. Ἐν συνεχείᾳ χειροτονήθηκε διάκονος καί ἱερεύς στό Κελλίον τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Νέας Σκήτης ἀπό τόν ἐφησυχάζοντα τότε στό Ὄρος  ἀσκητικό Ἐπίσκοπο Μιλητουπόλεως Ἱερόθεο, πρώην μητροπολίτη Κορυτσᾶς.

             Ὁ π. Βησσαρίων, συνήργησε καί ὁ π. Νικόλαος ἔλαβε τό ἀξίωμα τοῦ Προϊσταμένου, ὅπου ἐργάσθηκε ἐπί 10 χρόνια. Παράλληλα ἐργαζόταν καί σάν παρηγουμενιάρης. Κατόπιν  παραιτήθηκε ἀπό τό διοικητικό του ἀξίωμα, ἕνεκα διενέξεων μέ ἄλλον Προϊστάμενον καί ἐργάσθηκε, κυρίως σάν προσφοράρης καί Βηματάρης ἤ ξεναγός στό μουσεῖο τῆς Μονῆς. Καθήκοντα ἐφημερίου ἐπιτελοῦσε μέχρι τό 1976, ὁπότε καί οἰκειοθελῶς παρητήθη, λόγῳ ὑπερκοπώσεως καί ὁρίου ἡλικίας. Μάλιστα ἔλεγε. "Ἐγώ ὑπηρέτησα, ἄς ὑπηρετήσουν καί οἱ νεώτεροι".

            Ἀγαποῦσε πολύ τίς Ἀκολουθίες μέχρι τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του. Ἐάν τόν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος στήν ἐκκλησία, ἐπέστρεφε κατόπιν στό κελλί του καί διάβασε ἀπό τό σημεῖο πού ἀποκοιμήθηκε γιά νά μή χάνη τά βαθειά νοήματα τῶν τροπαρίων καί εὐχῶν.

            Τά βράδυα, συχνά περίμενε τούς δύο-τρεῖς γειτόνους Ἀδελφούς του, νά τόν χαιρετίσουν. Μᾶς ρωτοῦσε μέ τήν ἐρώτησι: "Πῶς πᾶς";  Εἶχε τήν συνήθεια νά ἐξομολογῆται κάθε στενοχώρια του σχεδόν σ᾿ ὅλους τούς Ἀδελφούς, πού θά τοῦ ἔδειχναν λίγο ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη.

            Πρίν ἀναχωρήσω μοῦ φώναζε στ᾿ αὐτιά μου δυνατά: Αὔριο νά μέ κτυπήσης...τ᾿ ἀκοῦς; Καί ἐννοοῦσε νά τοῦ κτυπήσω τήν πόρτα νά κατέβη στήν Ἀκολουθία. Ἀλλά δυστυχῶς δέν τόν εὕρισκα μέσα. Σπανίως καθυστεροῦσε. Μᾶλλον μ᾿ αὐτή τήν σπουδή του γιά τίς Ἀκολουθίες ἐδίδασκε ἐμᾶς.

Εἶχε πολλά ἐπιτραπέζια ὠρολόγια. Ἄλλα ἦταν κουρδιζόμενα καί ἄλλα νεώτερα -ἠλεκτρονικά. Τά κούρδιζε καί τά τακτοποιοῦσε ὅλα, περίπου δέκα, ὥστε νά ἀρχίση νά κτυπᾶ τό καθένα κάθε δέκα λεπτά, περίπου δύο ὧρες πρίν ἀρχίση ἡ Ἀκολουθία.. Γιά κάθε ἀφάλειά του, μήπως καί τόν πάρη ὁ ὕπνος, μετά ἀπό τόσα ξυπνητήρια, εἰδοποιοῦσε καί τόν γείτονα Ἀδελφό. Γι᾿ αὐτό, τελικά, αὐτός μέ ξυπνοῦσε καί μέ παρακινοῦσε νά εὑρίσκομαι σάν κι αὐτόν ἐγκαίρως στήν ἐκκλησία. Ἀπό τῆς πλευρᾶς αὐτῆς τόν εὐχαριστῶ, διότι μέ βοήθησε νά ξυπνῶ ἐνωρίς....

Βγαίνοντας πάντοτε ἀπό τό κελλί του γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἀσπαζόταν τήν εἰκόνα τῶν Προστατῶν τῆς Μονῆς πού τήν εἶχε στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του. Μετά προσκυνοῦσε δεξιά στόν τοῖχο τόν ἅγιο ὁσιομάρτυρα Γεδεών τόν Καρακαλλινό, κατόπιν τήν Κυρία Θεοτόκο καί τόν ἅγιο Μηνᾶ. Κατεβαίνοντας τίς σκάλες, παρά τήν αἰωνόβια γεροντική του ἡλικία, κρατιόταν γερά ἀπό τήν κουπαστή καί ψιθύριζε. Ὅσες εἰκόνες τώρα εὕρισκε στήν πορεία του μέχρι νά κατέβη ὅλες τίς σκάλες, τίς ἀσπαζόταν ψιθυρίζοντας τά αἰτήματά του. Πολλές φορές τόν ἀκολουθοῦσα ν᾿ ἀκούσω τί ἔλεγε μπροστά στίς εἰκόνες: Ἰδού τί ἄκουγα περίπου:  " Ἅγιοι Προστάτες μου, σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς εὐγνωμονῶ...Φροντῖστε γιά τήν σωτηρία μου...Ἅγιοι Ἀρχάγγελοί μου, δέν σᾶς ἐγκαταλείπω. Θά μείνω μαζί σας μέχρι τέλους. Αὐτοί θέλουν νά μοῦ πάρουν τό κελλί, ἀλλά ἐγώ ἀπό τό Παρεκκλήσι σας δέν φεύγω. Ἄς μέ πάρουν νά μέ θάψουν ἀπ᾿ ἐδῶ....Ἅγιε Μηνᾶ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ. Ἔχε τόν νοῦ σου καί σύ γιά τήν σωτηρία μου. Ἅγιε Μηνᾶ μου, αὔριο θά σέ πανηγυρίσω μέ τά τροπάριά σου στό Παρεκκλήσι μας..."

            Ἰδιαίτερη χαρά εἶχε ὅταν ἔβλεπε ξένους τουρίστες ἤ προσκυνητές. Τούς ἀνεγνώριζε ἀπό τήν ἐνδυμασία ἤ ἀπό τό χρῶμα τοῦ προσώπου τους ἤ ἀπό ἄλλα χαρακτηριστικά τους. Μετά τήν ἀκολουθία τούς πλησίαζε καί, χωρίς νά γνωρίζη κάποια γλῶσσα, τούς ὡμιλοῦσε τήν δική του γλῶσσα πάντα μέ διάχυτο τό χαμόγελό του. Τούς ρωτοῦσε: Ντζέρμαν, Ντζέρμαν...; Ὀρθοντόξ, προτεστάντ, Κατολίκ...Μένα, μένα Νικόλα, ἐσένα, ἐσένα....Παῦλο, Πέτρο....Πάπα νό ὀρτοντόξ, πάπα αἱρετίκ...αἱρετίκ...Ἐάν ἦταν κάποιος ἀπό τήν Σερβία ἤ ἀπό τήν Ρουμανία, τούς ἔλεγε: Σέρβο, Σέρβο καλό, καλό ὀρτοδόξ, ὀρτοδόξ. Ρουμᾶνο καλό. Μοναστήρι πολύ πολύ....(δηλ. πολλά μοναστήρια στήν Ρουμανία).

            Τίς βραδυνές ὧρες, ἐδιάβαζε πάντοτε τό Ἀπόδειπνο μόνος του μέσα στό Παρεκκλήσιο. Μερικές φορές καλοῦσε καί τόν γείτονα Ἀδελφό. Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας προσκυνοῦσε μέ εὐλάβεια ὅλες τίς εἰκόνες, ὄχι μόνο τοῦ τέμπλου, ἀλλά κι αὐτές πού εἶχε κρεμάσει γύρω-γύρω στούς τοίχους τοῦ Παρεκκλησίου.  Ἰδιαίτερα τιμοῦσε τρεῖς Ἁγίους, τόν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ, τόν Ἅγιο Νικηφόρο, τόν Μάρτυρα τῆς ἀγάπης, ὅπως τόν ἔλεγε, καί τήν ἁγία Θωμαϊδα γιά νά τόν ἀπαλλάση ἀπό  τυχόν αἰσχρούς λογισμούς, διότι, ὅπως μᾶς ἔλεγε, αὐτή ἡ Ἁγία ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά διώκη ἀπό τούς ἀνθρώπους τίς ἄπρεπες σκέψεις καί ἐπιθυμίες.

Ἐάν ἔβλεπε κάτω στό δάπεδο μία λαδιά ἤ κάποιο σκουπιδάκι, ἀμέσως, χωρίς νά καλέση τούς νεωτέρους Πατέρες, ἔπαιρνε μόνος του τήν σκούπα, τό φαράσι ἐσκούπιζε καί μετά σφουγγάριζε. Τό Παρεκκλήσιο ἦτο πάντοτε πεντακάθαρο.

Δέν ἦτο σπάταλος στά πράγματά του. Ἀκόμη καί κουρέλια πού χρησιμοποιοῦσε γιά νά ξεσκονίζη, ἤ νά σκουπίζη τυχόν λεκέδες, μετά τήν χρῆσι τους, τά ἔπλενε καί τά κρατοῦσε ἤ σέ κάποιο ντουλάπι ἤ στό ἐσωτερικό μέρος τῶν στασιδίων, πού σκεπάζονται ἀπό τό ἐπάνω σανίδι τοῦ καθίσματός τους.

Δέν δέχθηκε ποτέ κανέναν ἀπό τούς νεωτέρους Πατέρες νά τοῦ πλύνουν τά ροῦχα, παρότι πολλές φορές τόν παρεκάλεσαν καί οἱ Ἀδελφοί γηροκόμοι καί οἱ γείτονές του Πατέρες. Ἀπό τό βράδυ τά ἔβαζε μέσα στό κρῦο νερό μέ μπόλικη σκόνη καί τήν ἄλλη ἡμέρα τά ἔπλενε καί τά κρεμοῦσε στό μπαλκόνι του. Μᾶς, ἔλεγε. "Γι᾿ αὐτό ἔγινα καλόγερος γιά νά αὐτοϋπηρετοῦμαι, ὅσο ἀντέχω". Τοῦ εἴπαμε νά τοῦ βάζουμε τά ροῦχα στό πλυντήριο, ἀλλά μᾶς ἀπαντοῦσε. "Ὁ Καλόγερος δέν ἔχει ὑποτακτικούς, παρά μόνο τόν Χριστό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους".

Ὅπως μᾶς διαβεβαίωσε καί ὁ σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος, οὐδέποτε ἐπῆγε στόν ὑπεύθυνο Ἀδελφό νά τοῦ ζητήση διάφορα ροῦχα ἤ παπούτσια ἀπό τήν ἱματιοθήκη. Πάντοτε μᾶς ἔλεγε. Ἔχω ἀπ᾿ ὅλα. Ἄς λυώσω πρῶτα αὐτά καί βλέπουμε. Διατηροῦσε λοιπόν ὅλα τά ροῦχα του.  Ἄν εἶχαν κουρελιασθῆ τά ἔραβε μόνος του καί τά φοροῦσε. Ὅμως στήν ἐκκλησία κατέβαινε πάντοτε μέ τό καθαρό του ζωστικό, τό σιδερωμένο ράσο καί πάντα καθαρός. Τόν τελευταῖο καιρό ἔπασχε ἀπό συχνοουρία καί ἄλλαζε πολλές φορές τήν ἡμέρα καί κατ᾿ εὐθείαν τά βρεγμένα ροῦχα του τά ἔβαζε στό κρῦο νερό. Πολλές φορές μοῦ ἔλεγε. " Ἔχε τόν νοῦ σου, νά μοῦ λές, ἄν μυρίζω στήν ἐκκλησία, νά βγάζω τά ροῦχα μου. Δέν θέλω οἱ Πατέρες νά αἰσθάνονται ἄσχημα ἐξ αἰτίας μου μέσα στήν ἐκκλησία".

Δέν τόν εἶχα εἰδεῖ ποτέ νά πλύνη τό κεφάλι του μέ ζεστό νερό, οὔτε φυσικά καί στά ροῦχα χρησιμοποίησε ποτέ ζεστό νερό. Τούς χειμῶνες μέ τά κρῦα καί τά χιόνια κρατοῦσε τό ἴδιο τυπικό του σχετικά μέ τά πλυσίματά του.

Πολλές φορές τοῦ λέγαμε, παπᾶ Νικόλα θά ἀρρωστήσης, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου. Καί κεῖνος μᾶς ἀπαντοῦσε. "Σῶμα πού νηστεύει, παρθενεύει, ἀσθενεῖ καί δοξολογεῖ τόν Θεό, οὐδέποτε ὁ Θεός τό ἐγκαταλείπει". Ὑπέμενε τό κρῦο καί τόν παγετό. Ἀπό τό παράθυρο τοῦ κελλιοῦ του, τό ὁποῖον ἔβλεπε ὁ ἥλιος μόνο τό ἀπόγευμα, ἔμπαινε πολλή ὑγρασία καί τσουχτερό βορεινό κρῦο, κι ὅμως ὁ παπᾶ Νικόλαος ἔχοντας συνήθως τό παράθυρο ἀνοικτό, ντυμένος μέ βαρειά χοντρόρουχα, καθόταν στήν καρέκλα καί διάβαζε μέ τίς ὧρες τίς ἀτέλειωτες ἀκολουθίες του. Δέν διάβαζε τίς Ἀκολουθίες στίς κατάλληλες ὧρες τῆς ἡμέρας. Ἔτσι, πολλές φορές τόν εὑρίσκαμε νά διαβάζη τό πρωϊ τόν Ἑσπερινό τῆς ἄλλης ἡμέρας, διότι τήν ἑπομένη ἐπρόκειτο νά ταξιδεύση. Ὧρες  καί Μεσώρια τά διάβαζε τίς ἀπογευματινές ὧρες. Μετά τό Ἀπόδειπνο διάβαζε Κανόνες ἀπό τήν Παρακλητική, τό Μηναῖο ἤ τό Πεντηκοστάριο, ἐάν συνέπιπτε ἡ περίοδος αὐτή. Ἐάν δέν καταλάβαινε κάποια λέξι, ἐφώναζε ἄλλους Πατέρες γιά νά τούς ρωτήση.

            Κάθε ἡμέρα, πρίν ἀπό τόν Ἑσπερινό, ἐδιάβαζε  Παρακλήσεις. Τήν Δευτέρα στούς Ἀρχαγγέλους, τήν Τρίτη στόν Τίμιο Πρόδρομο, τήν Τετάρτη στήν Κυρία Θεοτόκο, τήν Πέμπτη στούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί στόν Ἅγιο Νικόλαο, τήν Παρασκευή στόν Τίμιο Σταυρό καί τό Σάββατο στούς Ἁγίους Μάρτυρας. Ἀκόμη ἐδιάβαζε καί μία ἑνιαία Παράκλησι στούς Ἁγίους, τῶν ὁποίων εἶχε λάβει τά ὀνόματα, δηλαδή Κωνσταντίνος, Ἀβέρκιος καί Νικόλαος, τήν ὁποία εἶχε συνθέσει μέ προτροπή του ἕνας ἀδελφός τῆς Μονῆς μας. Ὅταν τόν ἐνωχλοῦσαν ἄπρεποι λογισμοί ἄρχιζε τήν Παράκλησι τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Θωμαΐδος. Ἐάν ἔχανε κάποιο ἀντικείμενο ἄρχιζε τήν Παράκλησι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ.

Οὐδέποτε ἐπῆγε στήν ἐκκλησία νά κοινωνήση, χωρίς πρῶτα νά διαβάση τήν θεία Μετάληψι. Ἐνῶ τήν θεία Εὐχαριστία τήν ἐδιάβαζε πάντα μόνος του μέσα στό ἐκκλησάκι τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου μέ πολλή προσοχή καί ἀφοσίωσι. Ἐάν τοῦ ἔφευγε ὁ νοῦς, ἐπέστρεφε πάλι πιό πάνω καί ἐπανελάμβανε δυνατά τήν φράσι γιά νά τήν βάλη μέσα στό μυαλό του Ὅταν τελείωνε καί τήν τελευταία εὐχή καί τήν ἐπεσφράγιζε μέ τό: "Δι᾿ εὐχῶν...δέν κρατιόταν ἀπό τήν ὑπερβολική του εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία πρός τόν Κύριον καί φιλοῦσε μέ κρότο τήν χάρτινη εἰκόνα Του, πού τήν εἶχε κολλήσει μέ αὐτοκόλλητη ταινία μέσα στό βιβλίο του. Κατόπιν φιλοῦσε πανηγυρικά καί ἐξωτερικά τό βιβλίο καί ἔφευγε σιωπηλός καί σκυφτός.. Ὅταν ἐπρόκειτο νά κοινωνήση στό Παρεκκλησάκι του, τῶν Ἀρχαγγέλων, στρεφόταν πρός τό μέρος τῶν ἄλλων Πατέρων πού ἐστέκοντο, τούς ἔβαζε προσκυνητή μετάνοια, λέγοντας. "Εὐλογεῖτε, ἅγιοι Πατέρες" καί μετά ἔμπαινε μέσα νά κοινωνήση. Φοροῦσε πρῶτα τό ἐπιτραχήλι του, ἔλεγε δυνατά τίς εὐχές καί ἔβγαινε ἔξω νά ἀφοσιωθῆ στήν ἀνάγνωσι τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Λόγῳ τῆς πολλῆς του ἁπλότητος δημιουργοῦσε σάν νά ἦταν μικρό παιδί μερικές φασαρίες μέ τίς πολλές του μετακινήσεις. Ὅμως οἱ Πατέρες ἐχαίροντο γι᾿ αὐτήν τήν παιδική του ἁπλότητα καί τόν ἐκαμάρωναν. Ἐνίοτε οἱ Λειτουργοί Κληρικοί τόν ἐμάλωναν φιλάδελφα νά μή τούς ἐνοχλῆ μέ τό σοῦρτα-φέρτα μέσα στόν ναΐσκο. Συμμορφωνόταν ἀμέσως καί σιωποῦσε, κρατῶντας συνήθως τό πηγοῦνι του μέ τό δεξί του χέρι.

Κάποια φορά εἶχε φθάσει ἡ θεία Λειτουργία στήν ἀνάγνωσι τῆς Ἀποστολικῆς περικοπῆς. Ὁ παπᾶ Νικόλαος στέκεται στό δικό του στασίδι κρατώντας τό πηγούνι του καί σκεπτικός...Δέν χρειάζεται νά ἀνάψη καντήλια, κεριά γιά ζωντανούς καί πεθαμένους...Δέν μπαινοβγαίνει στό ἱερό διότι τοῦ τό ἀπαγορεύει ὁ Λειτουργός ἱερεύς. Ξαφνικά, ἐνῶ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ Ἀποστόλου συνεχίζεται, ὁ παπᾶ Νικόλαος τρέχει καί στέκεται μέ ὕφος παρακλητικό μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ τέμπλου. Σηκώνει τά χέρια του ψηλά καί τοῦ λέγει δυνατά: "Ἑξῆντα τρία χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος (1994) καί τίποτε δέν ἔκαμα. Θερμά σέ καθικετεύω, λυπήσου με , Κύριε...".

Μετά ἀπό κάθε Λειτουργία, συνήθως τήν Δευτέρα, πρός τιμήν τῶν Ἀρχαγγέλων, εἶχε ἔξω ἀπό τό ἐκκλησάκι, στό τραπέζι τά κεράσματά του, κουλούρια, γλυκά, ἐνίοτε καί ποτά γιά τούς Πατέρες. Ἄλλοτε κρατοῦσε τά σφραγισμένα ποτά, κυρίως χυμούς μέσα στήν τσέπη του καί, πρίν φύγουν οἱ Πατέρες, τούς τά ἔδινε στό χέρια λέγοντάς τους καί ἕνα θερμό εὐχαριστῶ γιά τήν Λειτουργία πρός τιμήν τῶν Ἀρχαγγέλων του. Τά κεράσματα αὐτά τά προμηθευόταν ἀπό τήν προηγουμένη ἡμέρα ἀπό τόν πολυαγαπητό του ἱερομόναχο π. Π. Κοντά του ἔννοιωθε σάν ὑποτακτικός του καί τοῦ ἐκμυστειρευόταν ὅλα τά μυστικά του, τούς λογισμούς του καί τά νέα του.

 Τοῦ ἄρεσε νά καῖνε τά καντήλια του Παρεκκλησίου σχεδόν ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο. Γι᾿ αὐτό ἐφρόντιζε νά μή τοῦ λείπουν τίποτε ἀπ᾿ ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν πλήρη λειτουργία του.

-Τόν ἐρωτούσαμε: Θά σωθοῦμε, παπᾶ Νικόλα;

-Καί ἐκεῖνος μᾶς ἀπαντοῦσε. "Ἐγώ εἶμαι ἄξιος αἰωνίου κολάσεως. Ἡμάρτησα ποικιλοτρόπως, ἔκαμα ὅμως τήν πρέπουσα μετάνοια; Ἄν σωθῶ ἐλέῳ Θεοῦ, πρεσβείαις τῆς Ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Πνευματικῆς μας Μητρός, τῶν ἁγίων Προστατῶν τῆς Μονῆς μας, τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ ὁσίου Γρηγορίου, τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας, τῶν ἁγίων Ἀρχαγγέλων καί πάντων τῶν Ἁγίων. Ἀμήν. Δέν φαντάζομαι νά μ᾿ ἀφήσουν οἱ Ἀρχάγγελοι, τούς ὁποίους ὑπηρετῶ ἐδῶ 53 χρόνια! Ὅ,τι θέλουν ἄς κάνουν... Ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα. Πρίν ἀπό μένα ὑπηρετοῦσε τούς Ἀρχαγγέλους ὁ Γέρο-Γρηγοράκης, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη ἀνήμερα τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων..

Παπᾶ Νικόλα, φοβᾶσαι τόν θάνατο;

-Ναί, τόν φοβᾶμαι, διότι δέν ξέρω κατά πόσον μετενόησα καί πῶς θά μέ δεχθῆ ὁ Θεός. Ἐγώ σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία ἔχω λογισμούς ἀπελπισίας...Πάντως εὐχαριστῶ τόν Θεό καί τήν Πνευματική μας Μητέρα, διότι μέ κράτησαν στό Ἅγιον Ὄρος. Μ᾿ ἐζήτησαν καί στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου προσκύνησα τό 1977 μέ τόν μακαριστό Γέρο Εὐφραίμ, νά ὑπηρετήσω ἐκεῖ τά Ἱερά Προσκυνήματα. Τούς εἶπα τ᾿ Ἅγιον Ὄρος εἶναι Ἅγιον Ὄρος καί γύρισα πίσω. Μέ κάλεσαν στήν πατρίδα μου νά μέ κάνουν ἡγούμενο στίς Βάρσες, στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Νικολάου, Πνευματικό καί ἐφημέριο σέ ἐνορία νά παίρνω καί μισθό, δέν δέχθηκα, διότι μέ ἀπείλησε ὁ Γέρο Βησσαρίων ὅτι θά μοῦ στείλη πίσω ὄχι μόνο τό ἀπολυτήριο., ἀλλά καί τήν καθαίρεσι...καί φοβήθηκα καί γύρισα πίσω.

Εἶχε ἀκούσει γιά τά θαύματα πού κάνει ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ ὁ Πανορμίτης, τοῦ ὁποίου μέγα Προσκύνημα εἶναι στό νησί Σύμη, πλησίον τῆς Νήσου Ρόδου.

Ἡ εὐλάβεια τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν μας πρός τόν μέγα Ἀρχάγγελο φθάνει μέχρι σημείου νά τοῦ ἀποστέλλουν, μέσῳ θαλάσσης, σφραγισμένα κουτιά ἤ μπουκάλια μέ ἀφιερώματα, συνήθως κεριά καί θυμιάματα, τά ὁποῖα καί φθάνουν πλέοντας μετά ἀπό κάποιο διάστημα στό λιμάνι τοῦ νησιοῦ, πλησίον τοῦ Προσκυνήματός του. Τότε καί ὁ ἴδιος ἔβαλε σ᾿ ἕνα κονσερβοκούτι θυμίαμα καί τά ὀνόματα πρός μνημόνευσι, τό ἐσφράγισε μέ καλάϊ, τό ἐκάρφωσε ἐπάνω σέ μιά σανίδα, ἐχαράκωσε τήν διεύθυνσί του καί μᾶς ἐκάλεσε μερικούς Ἀδελφούς νά πᾶμε κοντά του.

-'Ελᾶτε, μαζί μου νά ταχυδρομήσουμε τά δῶρα γιά τόν Ἀρχάγγελο". Δέν ἠξέραμε ποῦ μᾶς πηγαίνει καί τόν ἐρωτήσαμε.

-Παπᾶ Νικόλα, ποῦ πᾶμε; Γιά νά ταχυδρομήσης κάτι θά πᾶς στό γραφεῖο τῆς Μονῆς.

-Τό ξέρω, ἀλλά αὐτά τά δῶρα θά ταξιδεύσουν διά θαλάσσης.

Μή ἠμπορῶντας νά καταλάβουμε τί θά κάνη, τόν ἀκολουθήσαμε. Φθάσαμε στήν ἄκρη τῆς προβλήτας τοῦ λιμανιοῦ τῆς Μονῆς μας καί σταθήκαμε. Ἐκεῖνος ἔψαλλε τό Ἀπολυτίκιο τῶν Ἀρχαγγέλων. Μετά ἐπέταξε τήν σανίδα μέσα στό νερό καί εἶπε. "Αγιε Ἀρχάγγελε, πάρε τό δῶρο σου καί νά μοῦ γράψης, ὅταν φθάσουν τά δῶρα μου στό Μοναστήρι σου". Αὐτό ἔγινε τό 1975, ὅταν ἐμεῖς ἡ συντροφιά του, εἴχαμε ἔλθει σάν Δόκιμοι στό Μοναστήρι.

Μετά ἀπό ἕνα μῆνα, μᾶς εἰδοποίησαν ἀπό τήν Καλλιάγρα, λιμάνι μέ ἐκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου, πλησίον τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων καί μᾶς εἶπαν, ὅτι στό λιμάνι τους ἔφθασε μία σανίδα μέ καρφωμένο ἕνα κουτί καί τήν διεύθυνσι τοῦ παπᾶ Νικολάου. Ὁ Ἀρχάγγελος μετέφερε σέ ἄλλο ἐκκλησάκι του τό δῶρο τοῦ παπᾶ Νικόλα, τό ὁποῖον οἱ Πατέρες ἐκεῖ τό χρησιμοποίησαν πρός δόξα καί τιμήν τοῦ Ἀρχαγγέλου.

Λίαν ἐκπληκτική ἦτο ἡ ἁπλότης του καί στήν ἀλληλογραφία μέ τούς κατά σάρκα συγγενεῖς του καί τούς ὀλίγους γνωστούς του.

Εὑρισκόμουν τό 2002 στό ἱεραποστολικό Κλιμάκιο Κολουέζι τοῦ Κογκό. Ὁ παπᾶ Νικόλαος συχνά πυκνά νά ἐρωτᾶ τόν Γραμματέα τῆς Μονῆς μήπως ἦλθε γράμμα ἀπό τόν πατριώτη του, τόν Δαμ. Μέ τηλέφωνησε ὁ Γραμματεύς ὅτι "πρέπει τό ταχύτερον νά γράψης γράμμα στόν παπᾶ Νικόλαο, διότι ἀνησυχεῖ γιά σένα, τόν πατριώτη του". Τοῦ ἔστειλα γράμμα τοῦ παπᾶ Νικολάου κι ἔλαβα σέ λίγο διάστημα τήν ἐπιστολή του. Ἐπειδή εἶναι πολύ χαρακτηριστική, θά μοῦ ἐπιτρέψουν οἱ ἀγαπητοί ἀναγνῶστες νά τήν περιλάβω σ᾿ αὐτό τήν σύντομη βιογραφία του ὁλόκληρη:

Μονή Γρηγορίου 12/ 7/ 2002

"Λίαν ἀγαπητέ ἐν Χριστῶ ἀδελφέ Δαμ...., χαῖρε ἐν Κυρίῳ καί ὑγίαινε κατ᾿ ἄμφω, ψυχῆ τε καί σώματι. Ἐν Ἀφρικῆ.

Ἀγαπητέ συμπολῖτα Δαμ...

Γνωρίζω ὑμῖν διά τῆς παρούσης μου ὅτι πρό ἡμερῶν ἔλαβον τάς ὑμετέρας ἐπιστολάς καί εἶδον ἐν αὐταῖς τά γεγραμμένα. Ἡ ἱεραποστολή εἶναι θεάρεστον καί  καλόν ἔργον, ἀλλά θέλει προσοχή, διότι ἔχει πολλούς κινδύνους. Λοιπόν προσοχή καί προσευχή....

Ἐγώ σᾶς ἐνθυμοῦμαι πάντοτε εἰς τάς πενιχράς μου προσευχάς καί ἐλπίζω νά ἀνταμώσωμεν πρίν ἀποθάνω, διότι εἶμαι 90 ἐτῶν.

Ἡ κατάστασις εἶναι ρευστή μέ πολλούς κινδύνους. Ἐδῶ εἰς Ἅγιον Ὄρος ἔρχεται πολύς κόσμος. Βλέπομεν καί ἀκούομεν πολλά...

Ἔχετε τά δέοντα τοῦ Γέροντος καί τῶν Ἀδελφῶν. Ἀναμένω ἐπιστολήν σας ἀνυπερθέτως.

Διατελῶ μετ᾿ ἀγάπης Χριστοῦ καἰ εὐχῶν πρός Κύριον ὑπέρ ὑμῶν.

Ἐλάχιστος ἐν ἱερομονάχοις καί ἁμαρτωλός

+Νικόλαος Ἱερομόναχος Γρηγοριάτης (Κάνταρος)

Ἦτο ἐκ φύσεως ἄνθρωπος ἰσχυρᾶς κράσεως καί ἀσυνήθους μυϊκῆς δυνάμεως. Ἐνθυμοῦμαι, στά 70 χρόνια του ἅρπαζε τό σακκί τό τσιμέντο στήν ἀγκαλιά του καί τό ἀνέβαζε στό μπαλκόνι τοῦ κελλιοῦ του, τρεῖς ὀρόφους ψηλά, γιά νά κάνη μερικές μαστοροδουλειές.

Στά πρῶτα χρόνια, ἐπειδή εἴμασταν ὀλίγοι μοναχοί καί οἱ ἐργάτες δυσεύρετοι, ἐκάναμε ὅλες τίς μαστορικές δουλειές: Κτίστες, ὑδραυλικοί, σοβατζῆδες, ἐλαιοχρωματιστές κλπ. Εἴχαμε γίνει, κατά τήν παροιμία πολυτεχνίτες καί ἐρημοσπίτες. Ὁ γράφων εἶχα δῆθεν τήν εἰδικότητα τοῦ κτίστου καί τοῦ σοβατζῆ. Μέ κάλεσε μιά ἡμέρα ὁ παπᾶ Νικόλας νά τοῦ κτίσω ἕνα κολονάκι καί νά τό σοβατίσω. Τελείωσα τήν δουλειά μου, ἀλλά ἤθελα, λόγῳ καί τῆς νεότητός μου, νά παίξω καί λίγο μέ τήν ἁπλότητα τοῦ παπᾶ Νικόλα.

Ἐκεῖνος κατέβηκε νά φέρη τό λάστιχο γιά νά πλύνουμε τό μπαλκόνι. Ἐγώ πέφτω κάτω στό τσιμεντένιο δάπεδο τοῦ μπαλκονιοῦ. Ρίχνω  λάσπη μέ ἀσβέστι  ἐπάνω μου, δύο τρεῖς πέτρες στά πλευρά μου γιά νά φανῆ ὅτι μέ σκότωσαν οἱ πέτρες. Ἦλθε ὁ παπᾶ Νικόλας.

-Σήκω ἀπάνω, ρέ...

-Μιλιά ὁ...νεκρός.

-Μέ πλησιάζει ἀνήσυχος.

-Ἔε, Δαμ....

Μέ κλωτσάει μέ τό πόδι του.

Ἐγώ ἀτάραχος  κι ἀμίλητος.

Ἀκούω νά λέγει: Πάει..., πέθανε.... Ὁ νοσοκόμος. Φωνάξτε τόν νοσοκόμο. Πάτερ  Δημήτριεεεε!

Κατεβαίνει ἐπί τροχάδην τίς σκάλες. Ψάχνει γιά νοσοκόμους καί γιατρούς. Ἔφθασαν στό μπαλκόνι λαχανιασμένοι, ἀλλά ὁ ...νεκρός εἶχε ἀναστηθῆ καί εἶχε ἐξαφανισθῆ.

Μέ τό πάθημά του αὐτό ὁ παπᾶ Νικόλας ἀπέδειξε πόσο θερμά καί εἰλικρινά μᾶς ἀγαποῦσε. Γι᾿ αὐτό χαιρόταν νά μᾶς συντροφεύει. Χαιρόταν νά πηγαίνουμε στό Κελλί του. Χαιρόταν νά μιλᾶ καί νά συζητᾶ μαζί μας.

Τότε δέν καταλάβαινα ὅτι μέ τά ἀστεῖα μου αὐτά, τόν προκαλοῦσα ψυχικά. Τόν εἶχα ἀρκετές φορές κουράσει. Τόν εἶχα στενοχωρήσει. Τώρα ὅμως τοῦ ζητῶ συγγνώμη. Ἐκεῖνος ὅμως δέν μοῦ κρατοῦσε ποτέ κακία. Ἄν καθυστεροῦσα δυό-τρεῖς ἡμέρες νά τόν ἐπισκεφτῶ στό κελλί του ἤ νά τόν ρωτήσω γιά τήν ὑγεία του, ἐρχόταν ἐκεῖνος. Μέ τόν δικό του τρόπο, δηλαδή μέ ἐρωτήσεις ἀπό τήν ἱστορία καί τήν γεωγραφία ἄνοιγε τήν συζήτησι καί ἐφαίδρυνε τίς μεταξύ μας φαινομενικά ψυχρές σχέσεις.

Δέν εἶχε τίποτε πλαστό καί ὑποκριτικό στήν συμπεριφορά καί στά λόγια του. Ὅλα προήρχοντο πηγαῖα ἀπό τήν ἁπλοϊκή του καρδιά. Δέν εἶχε ἴχνος ἀπό τήν λεγομένη κοσμική εὐγένεια, ὑποδοχή, ἐξωτερικευμένη καλωσύνη καί ἐγκαρδιότητα. Στά τριάντα χρόνια πού ζήσαμε μαζί, ἐλάχιστες φορές τόν εἶδα νά γελάση καί νά φανοῦν τά δόντια του. Γι᾿ αὐτό τά λόγια του εἶχαν μία μοναδική καί ἐξέχουσα ἀξία, διότι ἦσαν ὅλα ἀληθινά. Ἐνίοτε ἐπέκρινε μερικές ἐνέργειες τοῦ Γέροντος ἤ ἄλλων διοικητικῶν προσώπων τῆς Μονῆς μας. Ὅμως μᾶς ἔλεγε ὅτι "δέν τούς κατακρίνω, ἀλλά λέγω αὐτό πού νομίζω ὅτι εἶναι ἀληθινό".

Ὁσάκις ἔβγαινε στόν κόσμο ὁ σεβαστός μας Γέροντας  ἔπαιρνε μαζί του καί κάποιον ἀπό τούς παλαιοτέρους Γέροντες διά νά γνωρίζουν μέσῳ αὐτοῦ καί οἱ ἄλλοι Γέροντες τίς πράξεις, τίς ἀποφάσεις καί τόν βίο τοῦ Γέροντός μας. Ἀκόμη τόν χρειαζόταν γιά νά τόν συμβουλεύεται σέ πολλά διοικητικά καί μοναστηριακά θέματα καί νά ἀποφεύγη νά κάνη τό θέλημά του πρός ἁρμονικήν συμβίωσιν μέ τούς Γέροντες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι στήν ἀρχή (1974) ἦσαν 17 ἄτομα.

Κάποτε ἐπῆρε μαζί του τόν παπᾶ Νικόλαο. Μετέβησαν σέ διάφορα μέρη, κυρίως Μετόχια γιά ὑποθέσεις τῆς Μονῆς καί ἐπισκέφθηκαν καί μοναστήρια. Στήν Ἱερά Γυναικεία  Μονή τοῦ Πανοράματος Θεσσαλονίκης τῆς ὁποίας ὁ Γέροντάς μας εἶναι Πνευματικός ἀπό τό 1985, ἔδωσε τήν εὐλογία καί στόν ἁπλούστατο παπᾶ Νικόλαο νά εἰπῆ λίγα λόγια στίς Ἀδελφές πρός πνευματική τους παρηγορία. Ἰδού τί τούς εἶπε περίπου:

-  "Σεβαστέ μου, Γέροντα, ἐγώ εἶμαι ἕνας ἀγράμματος Καλόγηρος καί δέν ξέρω τί νά εἰπῶ, ἀλλά γιά τήν ὑπακοή καί τόν σεβασμό πού τρέφω πρός τό ἅγιο πρόσωπό σας, θά εἰπῶ λίγα λόγια.  Λοιπόν, Ἁγία Καθηγουμένη, θά σᾶς ὁμιλήσω ἐμπράκτως. Ὁσάκις ἔκανα τό θέλημά μου, ἔσπασα τά μοῦτρα μου... Γι᾿ αὐτό ἄν τά χαλάσω μέ τόν Θεό, ἔχω πρεσβευτή τόν Γέροντά μου, μά ἄν τά χαλάσω μέ τόν Γέροντά μου, ποιός θά μέ συνδέση μέ τόν Θεό;  Ἁγία Καθηγουμένη, ὁ Γέροντάς μας, τραβάει ἐξ αἰτίας μας τά βάσανα τῶν βασάνων του. Ἐπειδή μᾶς ἀγαπάει, μᾶς οἰκονομάει. Καί ἐσύ νά οἰκονομῆς τίς Ἀδελφές.

Λοιπόν, Ἅγία Καθηγουμένη, πίστις, ἐλπίς καί ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί "ὅ σύ μισεῖς ἑτέρῳ μή ποιήσης". Αὐτές εἶναι οἱ μεγαλύτερες ἀρετές. Πρέπει νά εἴμαστε τύπος καί ὑπογραμμός.

Ἔφυγα ἀπό τόν κόσμο 18 ἐτῶν παιδί καί ἦλθα στό Ὄρος γιά σπουδές. Ὁ Γέροντάς μου Γέρο-Ἀβέρκιος μέ ξεγέλασε καί μέ κράτησε γιά Καλόγηρο στό Κελλί του. Ἀλλά καλλίτερα πού δέν σπούδασα. Θά εἶχε πάρει τώρα τό μυαλό μου ἀέρα...Εὐχαριστῶ τήν Παναγία μας πού ἔγινα οἰκήτωρ τοῦ Ἁγίου  Ὄρους... Μ᾿ αὐτά πού βλέπω ἐδῶ στόν κόσμο, ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι. Λοιπόν, μέ τήν ἐξαγόρευσι τῶν λογισμῶν μας, τήν προσευχή, τήν ταπείνωσι καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σπάζει τό μέτωπο τοῦ ἐχθροῦ....Ὁ διάβολος δέν θέλει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά κρύβουμε τούς λογισμούς μας ἀπό τούς Πνευματικούς μας πατέρες. Ὁ Γέροντάς μας ἔχει μεγάλη σοφία πού τήν ἀπέκτησε ὄχι τόσο ἀπό τά βιβλία, ὅσο ἀπό τήν τεράστια πνευματική πεῖρα ἀπό τίς ἐξομολογήσεις. Αὐτά σᾶς τά εἶπα ἐπειδή μέ προέτρεψε ὁ ἅγιος Γέροντάς μου. Σᾶς εὐχαριστῶ".

Κάποια ἄλλη φορά εἶχε βγῆ στόν κόσμο μέ ἕνα ἄλλο δυναμικό Προϊστάμενο τῆς Μονῆς, τόν Γέροντα Δαμιανό. Μαζί του διατηροῦσε ἀδελφικές σχέσεις, τίς ὁποῖες ἐνίοτε ἐπεσκίαζαν οἱ ἀνθρώπινες ἐκρήξεις, λόγῳ τοῦ δυναμικοῦ τους καί τῶν δύο χαρακτῆρος. Ἔμεναν σ᾿ ἕνα διαμέρισμα τῆς Μονῆς μας, τό λεγόμενο Ἐπιτροπικό, πλησίον τῆς Ροτόντας. Ἐκεῖνο τόν καιρό, γιά τά περιβόητα διοικητικά εἶχαν διαπληκτισθῆ. Κατά σύμπτωσι τούς ἐπισκέφθηκε ὁ τότε νεαρός, ἀπόφοιτος τῆς Χημείας κ. Γεώργιος Παπανικολάου, ὁ μετέπειτα Ἀρτέμιος ἱερομόναχος, ἀδελφός τῆς Μονῆς μας. Εἶχε μόλις φθάσει ἀπό τήν Ἀθήνα μέ προορισμό τό Μοναστήρι μας, ὅπου καί εἶχε ἀποφασίσει λίαν προσεχῶς νά κοινοβιάση.

Ὁ παπᾶ Νικόλαος μέ τήν παιδική του ἁπλότητα δέν ἔχασε τήν εὐκαιρία νά βάλη τόν νεαρό Γεώργιο ὡς συμφιλιωτή στήν μεταξύ τους μέ τόν Γέρο Δαμιανό ἁψιμαχία.

-Γιῶργο παιδί μου, ἔλα κοντά.

-Τί συμβαίνει παπᾶ Νικόλαε.

-Ἔλα. Ἄς εἶσαι ἐγγόνι μας καί λαϊκός. Ἔλα στάσου ἀνάμεσά μας νά μᾶς συμφιλιώσης....Ἐσύ εἶσαι ὁ συνδετικός μας κρῖκος.

Ὁ νεαρός Γεώργιος ξαφνιάσθηκε μ᾿ αὐτή τήν πρωτότυπη συμπεριφορά τοῦ παπᾶ Νικόλα. Αἰσθάνθηκε ἄσχημα. Πῶς θά ἐνεργήση δῆθεν γιά νά συμφιλιώση δύο λευκασμένα Γεροντάκια;

Προφασίσθηκε ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα νά φύγη γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί ἀνεχώρησε.

Οἱ δύο Ἀδελφοί Προϊστάμενοι ἐπέστρεψαν  στό Μοναστήρι τους, ἀφήνοντας στόν κόσμο τίς διαφορές τους...

Κάποια  φορά συνταξιδεύσαμε μαζί γιά τήν Θεσσαλονίκη. Ἐμέναμε ὡς συνήθως στό Ἐπιτροπικό. Ὁ παπᾶ Νικόλαος δέν εὐτύχησε νά ἀνέλθη τίς βαθμίδες κάποιας πανεπιστημιακῆς σχολῆς, παρότι τό ἐπιθυμοῦσε ἀπό τήν ἐφηβική του ἡλικία. Τώρα ὅμως, ἀφοῦ ὁ νεαρός συνοδός του ἦτο τελειόφοιτος τῆς θεολογικῆς σχολῆς, "γνωστός τῶ ἀρχιερεῖ", τό ἐθεώρησε μοναδική εὐκαιρία νά μπῆ στά διάφορα σπουδαστήρια τῆς θεολογικῆς σχολῆς.

-Λοιπόν, Δαμ.....ὅπως ξέρεις ἐγώ ἤμουν γιά γράμματα. Ὁ δάσκαλος μου τό εἶχε πῆ στόν πατέρα μου, "ὅτι ὁ Κώστας εἶναι γιά γράμματα", ἀλλ᾿ἐκεῖνος ἀγράμματος καί χωριάτης δέν μέ ἔστειλε νά σπουδάσω. Ὁ Γεροντάς μου ὁ Ἀβέρκιος μέ γέλασε. Τώρα ὅμως θέλω νά μέ πᾶς στό πανεπιστήμιο.

-Παπᾶ Νικόλαε, ἐκεῖ πᾶνε νέοι φοιτητές. Θά μᾶς παρεξηγήσουν. Τί θά ποῦμε στούς κ. Καθηγητές;

-Θά πᾶμε. Ἐγώ θά μιλήσω μέ τούς Καθηγητές. Γνωρίζω καί ἀπό ἱστορία καί γεωγραφία καί... γιά τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐσύ νά μή μιλᾶς. Μόνο νά μέ συνοδεύης....

Μπροστά στήν ἐπιμονή του, ὑπεχώρησα. Ἐπήγαμε στήν θεολογική σχολή. Τόν συνώδευσα καί μπήκαμε κατ᾿ἀρχήν στό πρῶτο σπουδαστήριο τῆς Κατηχητικῆς καί Ἐγκυκλοπαιδείας τῆς θεολογίας. Τόν παρουσίασα στούς βοηθούς καθηγητάς κ. Δημ. Λάππα καί Γ. Βασιλόπουλο. Ὁ παπᾶ Νικόλαος ἦτο ἀκράτητος στίς ἐρωτήσεις, ἀλλά καί ἀνικανοποίητος ἀπό τίς ἀπαντήσεις τους. Ἡ ὥρα περνᾶ. Οἱ καθηγητές πρέπει νά φύγουν...Τόν ἔβγαλαν ἔξω τεχνηέντως. Τόν παρέλαβα ἐγώ καί ὁ ἑπόμενος σταθμός μας ἦτο τό σπουδαστήριο τῆς ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἡ συζήτησις μέ τόν καθηγητή κ. Στέργιο Σάκκο εἶναι θεαματική. Ὁ κ. Σάκκος τόν ἐπαίνεσε γιά τίς θελογικές του γνώσεις. Ὁ παπᾶ Νικόλαος ἀναπολεῖ τά χαμένα χρόνια του. Κρῖμα...Σήμερα θά ἤμουν κι ἐγώ καθηγητής τοῦ πανεπιστημίου.

Μοῦ ζήτησε νά πάη καί στήν ἰατρική σχολή καί ἰδιαίτερα στό ἀνατομεῖο. Τοῦ εἶπα ὅτι ἔκλεισαν τά ἐργαστήρια, ἄλλωστε πρέπει νά ξεκουρασθοῦμε. Εἶναι μεσημέρι. Ἐπί τέλους γυρίσαμε. Ἔτσι ὁ παπᾶ Νικόλαος εὐτύχησε νά γίνη φοιτητής τῆς θεολογικῆς σχολῆς, ἔστω  γιά μισή ἡμέρα!

Ὅταν ἐπέστρεφε ἀπό κάποιο ταξίδι του στόν κόσμο, ἔφερνε καί κάτι δωράκια στούς νεώτερους Ἀδελφούς. Τούς ἔφερνε κυρίως γλυκά ἤ μπανάνες, τίς ὁποῖες ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τά φροῦτα. Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή οἱ Ἀδελφοί τόν ὑπεδέχοντο μέ χαρά καί χαμόγελα καί τόν συνώδευαν μέχρι τό Κελλί του, ὅπου ὁ παπᾶ Νικόλας ἔπρεπε νά τούς ἐξιστορήση ὅλα τά νέα του μέ τήν παροιμιώδη ἁπλότητά του.

-Παπᾶ  Νικόλα, ἐπῆγες καί στό Μετόχι τῆς Σταυρουπόλεως, τούς ὡμίλησες στήν ἐκκλησία;

-Καθώς λέτε καί ἐσεῖς, Πατέρες, ὅτι ἔχω τό χάρισμα τοῦ λόγου, τούς ὡμίλησα καί μέσα καί ἔξω. Σ᾿ αὐτούς πού ἦταν μέσα στόν ναό τούς εἶπα. "Ἄν ἔχουμε ἕνα Χρυσόστομο, τό ὀφείλουμε σέ μία Ἀνθοῦσα, τήν μητέρα του. Ἄν ἔχουμε ἕνα Βασίλειο, τό ὀφείλουμε σέ μία Ἐμέλεια κι ἄν ἔχουμε ἕνα Ἱερό Αὐγουστῖνο, τό χρεωστοῦμε στά δάκρυα τῆς ἁγίας μητέρας του, τῆς Μόνικας.

Ἦλθαν καί κάτι παιδιά τοῦ γυμνασίου. Πώ, πώ, πώ τί παμπόνηρα. Τά ξέρουν ὅλα. Ἐμεῖς στήν ἡλικία τους δέν ξέραμε ἀπό πονηριές. Τούς ρώτησα νά μοῦ κλίνουν τό ρῆμα παιδεύω καί κανένα δέν ἤξερε. Τούς τό ἔκλινα ἐγώ λέγοντάς τους, ὅτι τό θυμᾶμαι ἐδῶ καί 60 χρόνια. Λοιπόν κλίνεται ἔτσι:  Παιδεύω, ἐπαίδευον, παιδεύσω, ἐπαίδευσα, παπαίδευκα, ἐπεπαιδεύκειν. Αὐτά μέ κύτταζαν καί ἀποροῦσαν.

Τούς ρώτησα πῶς γράφεται ἡ λέξις ἄγγλος μέ ὄμικρον ἤ μέ ὠμέγα. Μοῦ λένε μέ ὠμέγα. Τούς ρωτάω τί εἶναι αὐτή ἡ λέξις ἐπίρρημα ἤ οὐσιαστικό καί δέν ἤξεραν. Τελείως ἀστοιχείωτα αὐτά τά παιδιά. Τί τούς μαθαίνουν στά σχολεῖα τους....;

Ἕνα παιδάκι ἦλθε νά μέ ρωτήση πῶς νά ξεπεράση τά νεανικά του προβλήματα. Τοῦ εἶπα. "Μέ τήν προσευχή, τήν ὑπομονή καί τίς εὐχές τῶν γονέων σου, τήν ἐπίκλησι τῆς θείας βοηθείας, τίς προστασία τῆς Πνευματικῆς μας Μητρός, τῆς Παναγίας, θά ἠμπορέσης νά ἀνταπεξέλθης μέ τρόπο χριστιανικό καί εὐγενικό τά προβλήματά σου καί θά λές, ὅπως θέλει ὁ Θεός... Καί ἐκεῖνο μοῦ εἶπε¨

-Συμφωνῶ, πάτερ καί σ᾿ εὐχαριστῶ.

-Πῶς εἶναι ἔξω ὁ κόσμος παπᾶ Νικόλα;

-Τί νᾶ σᾶς πῶ, βρέ Πατέρες μου, ἀκρίβεια, ἀκρίβεια, ἀκρίβεια καί γύμνια στό κατακόρυφο.Γι᾿ αὐτό λέγανε οἱ Παλιοί ὅτι, ὅταν θά γυρίζουν οἱ ἄνθρωποι γυμνοί στούς δρόμους, θά ἔλθη τό τέλος τοῦ κόσμου.   Τό πιό εὔκολο πρᾶγμα στό κόσμο σήμερα εἶναι νά ἁμαρτήση κανείς. Ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχουν καί καλοί Χριστιανοί. Ὑπάρχουν, ὑπάρχουν καί καλές οἰκογένειες καί καλά ἀγόρια καί κορίτσια, ἀλλά ὑπάρχουν καί ...διαβόλοι οὐκ ὀλίγοι. Πάντως, Πατέρες μου, σήμερα οἱ εὐσεβεῖς γίνονται εὐσεβέστεροι καί οἱ ἀσεβεῖς ἀσεβέστεροι. Ὁ κόσμος ἔξω μᾶς θέλει νά εἴμαστε προσεκτικοί. Ὄχι στά σπίτια γιά κεράσματα καί γνωριμίες, διότι δέν ξέρουμε τί μπορεῖ νά μᾶς συμβῆ.

Κάποια ἡμέρα μπῆκα στό λεωφορεῖο. Μέ εἶδε μία νεαρή κοπέλλα μέ μίνι φούστα καί αἰσθάνθηκε ντροπή. Ἄρχισε νά τραβάη τήν φοῦστα της. Τῆς εἶπα. "Πήγαινε στήν μοδίστρα νά σοῦ τήν μακρύνη. Μή τήν τραβᾶς γιατί θά τήν ξηλώσης καί θἆναι χειρότερα. Ἐκείνη ντροπιάστηκε καί δέν μοῦ μίλησε...

Μιά ἄλλη φορά ταξίδευα ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τήν Θεσσαλονίκη μέ τό τραῖνο. Δίπλα μου συνταξίδευαν καί 2-3 φοιτήτριες. Μέ ἐρώτησαν νά τούς ἐξηγήσω τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου. Πῶς δηλαδή ἡ Παναγία μας γέννησε παιδί καί ταυτόχρονα εἶναι Παρθένος.

-Ἀκοῦστε, βρέ παιδιά μου, τούς εἶπα. Βλέπετε τώρα πού ταξιδεύουμε ὁ ἥλιος ρίχνει τίς ἀκτῖνες του στήν γῆ. Μία δεσμίδα ἀπ᾿ αὐτές μπαίνουν μέσα στό βαγόνι μας ἀπό τό τζάμι. Χρειάζεται νά σπάσουν τό τζάμι γιά νά μποῦν μέσα;

-Ὄχι, πάτερ, δέν σπάζουν τό τζάμι.

-Ἔε, ἔτσι ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας μας. Μπῆκε μέσα της τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἄφησε κατά τρόπο ἀνερμήνευτο ἔγκυον, χωρίς νά σπάση τά δεσμά τῆς ἀειπαρθενίας της.

Ἐξεπλάγησαν μέ τό παράδειγμα αὐτό. Δέν εἶναι δικό μου, ἀλλά ἀπό κάποιο βιβλίο τό διάβασα.

Ἕνα βράδυ βρέθηκε στόν σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης τῆς Ἀθήνας. Εἶχε κατέβει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη καί περίμενε τήν αὐτοκινητάμαξα ὥρα 11 τήν νύκτα γιά νά συνεχίση τό ταξίδι του μέχρι τήν πατρίδα του τήν Τρίπολι. Τόν εἰδοποίησαν νά κατέβη, διότι πεθαίνει ὁ ἀδελφός του. Ντυμένος μέ τά καθαρά καί σιδερωμένα ροῦχα του, μεγαλοπρεπής καί αὐστηρός στήν ὄψι, ἔκανε βόλτες στήν εὐρύχωρο πεζοδρόμιο τοῦ σταθμοῦ. Κάποιος νυκτοδιαβάτης τόν ἀκολουθοῦσε ἀπό πίσω καί συχνά τόν ἐνωχλοῦσε ζητῶντας χρήματα ἴσως γιά τά ναρκωτικά του ἤ καί γιά τό ποτό του...Ὁ παπᾶ Νικόλαος  στάθηκε ἀγέρωχα, τοῦ ἔριξε μιά βλοσυρή ματιά καί συνέχισε τίς βόλτες του. Ἐκεῖνος ὁ παράξενος ἐπισκέπτης νά μή σταματᾶ τίς ἐνοχλήσεις του.Ὁ Παπᾶς ἔβγαλε τό κομποσχοίνι του καί φώναζε τούς Ἀρχαγγέλους του. "Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι, σῶστε με ἀπό τοῦτον τόν...τόν...ὁρατόν διάβολον". Ἀλλά ποῦ νά ἡσυχάση ὁ νυκτερινός αὐτός...πειρασμός. Ξαφνικά ὁ παπᾶ Νικόλαος στέκεται μπροστά του. Βγάζει ἕνα τεράστιο μαυρομάνικο σουγιᾶ τῆς Κατοχῆς  ἀπό τόν κόρφο του καί τοῦ λέγει ἀπειλητικά: "Τόν βλέπεις;  Θά σοῦ τόν μπήξω στήν ραχοκοκκαλιά σου....". Ἐξαφανίσθηκε ὁ ὁρατός...διάβολος καί ὁ παπᾶ Νικόλαος ἔβαλε τό...σπαθί του στήν θέσι του, συνεχίζοντας τίς βόλτες του μέχρι ὅτου ἦλθε ἡ ἅμαξα, μπῆκε μέσα καί συνέχισε τό ταξίδι του.

Ὅταν γύρισε μοῦ διηγήθηκε πολύ παραστατικά τόν θρίαμβό του, λέγοντας: "Οἱ Ἀρχάγγελοι μέ φώτισαν νά βγάλω τόν σουγιά. Τόν παίρνω μαζί μου γιά ἄμυνα καί ἀσφάλεια. Δέν τόν βγάζω πάντοτε, ἀλλά...ὅταν κινδυνεύω. Ὄχι βέβαια γιά νά σφάξω, ἀλλά γιά νά ἀμυνθῶ...

Ἄλλοτε πάλι ἐπέστρεφε ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖνο τόν καιρό ἡ Κυβέρνησις μέ πρωτεργάτη τόν μακαρίτη ὑπουργό Ἐσωτερικῶν κ.  Κουτσόγιωργα εἶχε προχωρήσει  στήν ἀπαίσια νομιμοποίησι τῶν ἐκτρώσεων. Ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς κύκλοι καί ἄνθρωποι, μοναχοί καί λαϊκοί ἦσαν ἀγανακτισμένοι. Ὁ παπᾶ Νικόλαος συμμετεῖχε ἐγκαρδίως σ᾿ ὅλα τά προβλήματα τῆς Χώρας μας, διότι δέν ἦταν μόνο Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ὅπως ἔλεγε, ἀλλά καί Ἕλλην πολίτης τῆς Ἑλλάδος. Μέσα στό λεωφορεῖο λοιπόν, ἐπῆρε τήν ἄδεια ἀπό τόν ὁδηγό καί ἅρπαξε τό μικρόφωνο στά χέρια του. Καυτηρίασε δημοσίως αὐτή τήν ἀπόφασι τοῦ Κράτους. Ἐσυμβούλευσε τίς γυναῖκες νά μή σκοτώνουν τά παιδιά τους, διότι τό ἔμβρυο δέν εἶναι ἕνα ἀναίσθητο πλάσμα στήν ὁποιαδήποτε διάθεσι τῶν γονέων του, ἀλλά εἶναι πλήρης ἄνθρωπος, μέ σῶμα καί ψυχήν. Κατόπιν, ἔριξε καί μερικές κατάρες, γι᾿ αὐτές πού σκοτώνουν τά παιδιά τους...γιά νά τίς φοβίση.

Δέν ἐπρόκειτο νά σταματήση, διότι σκεπτόταν νά ἀναπτύξη τό θέμα τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν, ὅπως μοῦ ἔλεγε, ἀλλά ὁ ὁδηγός τοῦ ἅρπαξε τό μικρόφωνο ἀπό τά χέρια του. Ὁ παπᾶ Νικόλαος ἐπέστρεψε στό κάθισμά του καί ἐδόξαζε τόν Θεό, διότι ἔδωσε μία θαρραλέα μαρτυρία τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας.

-Τί λέει ἔξω ὁ κόσμος γιά τήν κατάστασι πού ἐπικρατεῖ σήμερα;

-Ὁ κόσμος εἶναι ἀνάστατος ἐσωτερικῶς καί ἐξωτερικῶς. Κατήντησε παρανάλωμα τοῦ πυρός. Τρώει, πίνει, γλεντάει καί τίποτε ἄλλο. Σοὖπα ὁ κόσμος...Φοβήθηκε τό μάτι μου. Εἶδα πράγματα πού ἔφριξε τό πνεῦμα μου...Τό μυαλό μου ἔγινε κουρκούτι. Ἡ κατάστασις ρευστή, ἀνώμαλη... Τό ζήτημα τῶν ἐκτρώσεων δέν τό ἔχουν γιά τίποτε. Γεννοῦν ἕνα, δύο, κανένα. Ὅσες μέ πλησίασαν νά μοῦ ποῦν τέτοια θέματα, τίς ἀπέπεμψα κακοῖν κακῶς. Οὔτε γιά συγχωρητική εὐχή εἶναι ἄξιες, οὔτε γιά θεία Μετάληψι.... ἐνῶ ἡ Εὐρώπη... διαίρει καί βασίλευε.

Πῆγα στό χωριό μου. Κι ἐκεῖ τά ἴδια...Δέν τούς εὐλόγησα τό φαγητό, γιατί εἶχαν βάλει νά φᾶνε ἡμέρα Τετάρτη ψάρι. Τούς εἶπα. "Κάνετε μόνοι σας τόν σταυρό σας. Ἐσεῖς τίς ἁμαρτίες σας κι ἐγώ τίς ἁμαρτίες μου...Ἀλλά Κυριακή καί Πέμπτη ἔφαγα ψάρι γιά νά διατηρήσω τόν ἑαυτό μου...Καταλάβατε;

Μοῦ ἔλεγαν Τετάρτες καί Παρασκευές. "Πάρε γάλα..

-Ὄχι, ὄχι, ὄχι...Καλλίτερα νά πεθάνω παρά νά καταλύσω τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας....

Τίς νύκτες σηκωνόμουνα καί διάβαζα τίς Ἀκολουθίες μου μέ τά Βιβλία πού πάντοτε ἔφερνα μαζί μου. Μέ φώναζαν οἱ δικοί μου νά ξαπλώσω, ἀλλά δέν τούς ἄκουγα. Πρῶτα ἔπρεπε νά τελειώσω τίς καθημερινές Ἀκολουθίες μου καί μετά νά ξαπλώσω.

-Τί σοῦ εἶπαν οἱ γιατροί γιά τήν πάθησι τῶν ματιῶν σου;

-Ἐδῶ διεπίστωσα ὅτι τό θαῦμα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς εἶχε γίνει μέ τίς προσευχές καί Παρακλήσεις πού διάβαζα κάθε ἡμέρα στό ἐκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων. Ἡ ὅρασις τῶν ματιῶν μου ἔχει βελτιωθῆ κατά 30%. Πῶς ἔγινε; Τό πρᾶγμα θέλει συνεργασία καί μυστικότητα μέ τόν Ἅγιο πού ἀγαπᾶς. Καταλάβατε;

Ἕνας Ἀδελφός τόν ἐρώτησε.

-Παπᾶ Νικόλαε, ἔχω πειρασμούς, τί νά κάνω;

Ἄκουσε, πατέρα μου, τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι Ἅγιον Ὄρος. Ἐγώ ἐτράβηξα οὐκ ὀλίγα στίς Καρυές, ἀλλά εὐχαριστῶ τόν Θεό καί τήν Παναγία πού μέ συγκράτησαν ἐδῶ στ᾿ Ἅγιον Ὄρος. Δέν κατακρίνω κανέναν, ἀλλά λέγω πῶς ἐξελίχθηκαν τά πράγματα στήν ζωή μου. Ἡ εὐχή τῆς κουρᾶς λέγει.  "Καί γάρ πεινᾶσαι ἔχεις, καί διψῆσαι καί γυμνητεῦσαι, ὑβρισθῆναι τε καί χλευασθῆναι, ὀνειδισθῆναί τε καί διωχθῆναι, καί πολλοῖς ἄλλοις περιαχθῆναι λυπηροῖς...". Ἐγώ ὅλα αὐτά τά ὑπέφερα, ἀλλά δόξα σοι ὁ Θεός. Τώρα ἔχω περιορισθῆ στόν ἑαυτό μου καί στό κελλί μου. Δέν εἶμαι οὔτε ἡγούμενος, οὔτε Πνευματικός νά ἔχω εὐθύνη γιά τούς ἄλλους. Ὑπομονή, σιωπή καί περιφρόνησις. Ὅ,τι θέλετε κάνετε.

Καί ὁ Ἀδελφός.  Ποῦ νά κάνουμε περιφρόνησι, στόν Ἀδελφό;

--Ὄχι στόν λογισμό μας, ἐνίοτε καί στόν Ἀδελφό, ἐάν συνεχίζη νά μᾶς ἐνοχλῆ...

Σέ Ἀδελφό πού ἑτοιμαζόταν γιά τό ἔργο τῆς ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς, τοῦ ἔλεγε.

-Ἐσύ μέ τό σῶμα σου εἶσαι ἐδῶ, μέ τά μυαλά σου εἶσαι στήν Ἀλβανία...Μία στό Κογκό, μία στήν Ἀλβανία, μία στήν Ρουμανία...Δέν ἡσυχάζεις. Ἐσύ ἤ τοῦ ὕψους ἤ τοῦ βάθους... Πές στόν Ἡγούμενο νά στείλη κι ἄλλους. Πές. "Κουράσθηκα, Γέροντα, ἄς πᾶνε κι ἄλλοι". Εἶσαι...εἶσαι...γράφε ἐδῶ βιβλία. Πήγαινε στήν Ἀθωνιάδα νά διδάξης τά παιδιά. Κάτσε κάτω... Δέν σοῦ κρύβω, σέ χρειάζομαι κι ἐγώ...

-Παπᾶ Νικόλα, ἔλα καί σύ νά μᾶς βοηθήσης στήν Ἱεραποστολή. Ἔχεις  καί τό χάρισμα τοῦ λόγου...

-Ποῦ νά πάω, ρέ...Δέν βλέπεις πού εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ τάφου;

Σέ ἀδελφό ἱερομόναχο πού ἐπέστρεψε ἀπό τήν ἐξωτερική ἱεραποστολή γιά ψυχική ξεκούρασι στό Μοναστήρι, ἀπέφευγε νά τόν χαιρετίση λέγοντάς του "Φῦγε, φῦγε θά μέ κολλήσης μαλάρια (ἑλονοσία).

-Παπᾶ-Μ. στήν Ἀφρική οἱ ἄνθρωποι φορᾶνε ροῦχα;

-Καί βέβαια φορᾶνε παπᾶ-Νικόλα.

-Πότε βγῆκαν ἀπό τά δάση;

-Ἀπό τό 1930 ἄρχισαν νά βγαίνουν...

-Τρῶνε, τρῶνε ἀνθρώπους, ὅπως παλιά;

-Τώρα δέν τρῶνε.

-Καλά, καλά, ἀφοῦ δέν τρῶνε, ἄν ἤμουνα κατά 10 χρόνια νεώτερος θά ἐρχόμουνα κι ἐγώ.

Κάποια ἄλλη φορά εἶχε πάει στήν Δάφνη. Τότε εἶχαν τοποθετήσει γιά πρώτη φορά τά καρτοτηλέφωνα. Ἐπιστρέφοντας στήν Μονή μᾶς εἶπε τίς ἐντυπώσεις του.

            -Τί νά σᾶς εἰπῶ, Πατέρες μου, τί γίνεται στήν Δάφνη. Μέ ἕνα σκληρό χαρτί, πού τό βάζουν μέσα σέ μία συσκευή μιλᾶνε οἱ ἄνθρωποι παντοῦ, στήν Εὐρώπη, στήν Ἀμερική, σ᾿ ὅλη τήν Ἑλλάδα. Ὅλα αὐτά εἶναι προπαρασκευές γιά τήν τουριστικοποίησι τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ πόλεμος ἀναπόφευκτος. Τά πράγματα ἀνακατωμένα. Τελικά ἡ Τουρκία θά φάη τό κεφάλι της. Κάθε πέρυσι καί καλλίτερα. Ὁ Σίγκερ (Κίσινγκερ, ὑπουργός  κάποτε τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ἀμερικῆς) εἶπε ὅτι θά ἀναπτύξη τίς μειονότητες...Ὁ Ἐμβέρτης (Ἔβερτ, πρόεδρος παλαιότερα τοῦ Κόμματος τῆς Νέας Δημοκρατίας) φαίνεται σθεναρός ἀρχηγός...Ὁ Μπεσίρας (Σαλί Μπερίσια, πρόεδρος τοῦ δημοκρατικοῦ κόμματος τῆς Ἀλβανίας, μετά τήν πτῶσι τοῦ κομμουνισμοῦ) στίς προεκλογικές του ἐκστρατεῖες ἐπικαλεῖται σέ βοήθεια τόν Ἀλλάχ. Εἶναι πιστός, ἐνῶ οἱ δικοί μας...ἀθεϊσμός στό κατακόρυφο. Τσιμέντο νά γίνη....γι᾿ αὐτούς ὁ Θεός.  Πάντως ὅσοι ἀνέρχονται πομπωδῶς, κατέρχονται παταγωδῶς..

            Μοῦ ἔλεγε ὁ πρῶτος Γέροντάς μου, ὁ Γέρο-Ἀβέρκιος ὅτι σέ κάποια πολιτεία, ἔπεσε πεῖνα καί ὁ Ἐπίσκοπος ἔδωσε τήν ἄδεια νά τρῶνε οἱ Χριστιανοί ὅ,τι εὕρισκαν. Μετά τήν ἀναχαίτισι τῆς πείνας, δέν ἐδίδαξε τόν λαό του νά κρατοῦν κατόπιν τίς νηστεῖες Τετάρτης κςί Παρασκευῆς. Ὅταν πέθανε, τόν ἔβγαλαν ἄλυωτο!

            Καί στίς Καρυές, μοῦ εἶχε εἰπεῖ ἕνα ἄλλο φοβερό περιστατικό. Ἕνας παπᾶς, ὀνόματι π. Ἰ. ἔδινε συνεχῶς καί ἀνεξέλεγκτα Πνευματικές Συμμαρτυρίες γιά χειροτονίες. Ὅταν πέθανε τόν ἔβγαλαν ἄλυωτο. Ἐάν ἕνας παπᾶς ἁμαρτήση, ὁ Θεός θά συγχωρήση τήν ἁμαρτία του, ἀλλά θά κρεμάση τό πετραχῆλι του. Δέν ὑπάρχει οἰκονομία. Δέν ἠμπορεῖ νά λειτουργήση. Αὐτά μοῦ τά ἔλεγε ὁ παπᾶ Ἀθανάσιος, σοφός πνευματικός μου σύμβουλος ἀπό τήν Μονή Ἰβήρων.

            Ἐπίσης ὁ Γέρο-Ἀβέρκιος μοῦ εἶχε εἰπεῖ καί μία ἄλλη διδακτική ἱστορία, πού συνέβη στίς Καρυές, ἐπί τῶν ἡμερῶν του.

            Ἕνας μοναχός, μεγάλος πρωτοψάλτης τῶν Καρυῶν, ἦλθε στά τελευταῖα του γιά νά πεθάνη. Ἄκουγε κοντά του μία δυνατή χορωδιά νά τοῦ ψάλλουν. Τό εἶπε στόν Πνευματικό του κι ἐκεῖνος τόν παρώτρυνε νά ἐξομολογηθῆ. Ἐξομολογήθηκε καί ἡ χορωδία τώρα ἀκουγόταν ἀπό μακρύτερα. Μετά πάλι ὁ Πνευματικός του τοῦ διάβασε κι ἄλλες εὐχές μέχρις ὅτου ἔφυγε μακριά του αὐτή ἡ χορωδία. Ἦταν δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν μέ τήν κενοδοξία νά τόν ἁρπάξουν ἀπό τά χέρια τοῦ φύλακος ἀγγέλου του καί νά τόν κολάσουν.

Στό Ἅγιον Ὄρος παλαιότερα στά μοναστήρια εἶχε ἀναπτυχθῆ ὁ πατριωτισμός. Ἔτσι, ὅταν ἐρχόταν κάποιος γιά δόκιμος τόν ἐρωτοῦσαν ἀπό ποῦ κατάγεται καί ἀναλόγως τόν ἔστελλαν. Ἐάν π.χ. καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο ἐδέχοντο μόνο οἱ Μονές ὁσίου Γρηγορίου καί ἡ Ἐσφιγμένου.

Ὅπως, ὑπάρχει συνήθεια, στίς ἀρχές Ἰανουαρίου κάθε χρονιᾶς γίνονται οἱ ἀλλαγές τῶν διακονημάτων. Ἦταν τό 1982, ὅταν μάγειρος, ἀρχοντάρης, κηπουρός, φούρναρης καί ἀλλοῦ εἶχαν ἀναλάβει Πελοποννήσιοι μοναχοί. Ὁ π. Νικόλαος ἦταν γεμᾶτος χαρά. Περνοῦσε τίς πρῶτες ἡμέρες, ὅπου διακονοῦσαν Μωραΐτες καί τούς ἔλεγε:

-Πατέρες, κρατᾶτε τά πόστα....Κρατᾶτε μή μᾶς τά πάρουν οἱ Μακεδόνες...

Ὅταν μᾶς ἔφευγε γιά τό μεγάλο ταξίδι τῆς αἰωνιότητος κάποιος Πελοποννήσιος μοναχός, ὁ παπᾶ Νικόλας ἦτο πολύ στενοχωρημένος, διότι χάθηκε καί ἕνας ἀκόμη πατριώτης. Στούς παλαιοτέρους πατριῶτες του ἐξέφραζε τήν ἀγωνία του μέ πόνο. Ἀνησυχοῦσε γιατί τό Μοναστήρι θά τό πάρουν Μοναχοί ἀπό ἄλλα διαμερίσματα τῆς Χώρας μας.

Ἐπειδή στό Μοναστήρι μας, καθώς καί στά ἄλλα Μοναστήρια τείνει  νά ἐξαφανισθῆ αὐτό τό φαινόμενο, ἕνας Ἀδελφός γιά νά πειράξη τόν παπᾶ Νικόλαο, τοῦ εἶπε:

-Παπᾶ Νικόλα, τό μοναστήρι δέν εἶναι πλέον Μωραΐτικο, διότι οἱ παλαιοί Πατέρες πού ἦσαν Μωραΐτες ἐκοιμήθησαν καί ἐσεῖς εἶσθε πλέον μειονότης.

-Ναί, ἀλλά ἐμεῖς τό ἀναδείξαμε. Ὅλοι οἱ ἡγούμενοι ἦσαν Πελοποννήσιοι. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ρίζες καί ὁ κορμός. Νά ἰδοῦμε τώρα ἐσεῖς πού εἶσθε τά φύλλα θά βγάλετε καρπό; Διότι ἔρχονται στό Ὄρος γιά μοναχοί ἄλλοι γιά νά δοξασθοῦν, ἄλλοι γιά νά ζήσουν καί ἄλλοι γιά νά σωθοῦν.

-Καί πῶς τούς ξεχωρίζουμε αὐτούς παπᾶ Νικόλαε;

-Ἀπό τήν ζωή πού κάνει ὁ καθένας τους...

            Ἕνας Ἀδελφός τόν ἐρώτησε.

-Τί θά κάνουμε, παπᾶ Νικόλα, ἐάν καταργηθῆ τό ἄβατον τοῦ Ἁγίου Ὄρους;

-'Ἐγώ ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος δέν φεύγω. Ἐδῶ, ἐλπίζω, ὅτι θά βρῶ τήν σωτηρία μου. Εἶδα στόν ὕπνο μου νά μέ κυνηγάει ἕνας μαῦρος σατανᾶς. Ἔβγαλα τόν σταυρό μου, μπῆκα στό ἐκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων καί γλύτωσα. Πάντως λένε ὅτι θ᾿ ἀνοίξουν δρόμο ἁμαξιτό πού θά συνδέει τήν Οὐρανούπολι μέ τήν Βίγλα, τό νοτιώτερο ἄκρο τῆς Χερσονήσου τοῦ Ἄθω. Θά κτίσουν ξενοδοχεῖο ὕπνου καί φαγητοῦ στήν Δάφνη καί στίς Καρυές καί ἑλικοδρόμιο στό ξηροποταμινό λειβάδι...Αὐτό εἶναι τό πρόγραμμα τῶν Εὐρωπαίων.

Ἄν ἔλθουν γυναῖκες στό Ὄρος αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Παναγία μᾶς ἐγκατέλειψε. Τότε τό Ἅγιον Ὄρος θά βυθισθῆ. Ἐγώ θά μείνω ἐδῶ κι ἄς πνιγῶ...Ἐσύ, π. Δ. ὅταν εἰδῆς νά κατεβαίνουν γυναῖκες στήν παραλία μας, σάν Ἀρχοντάρης πού εἶσαι, νά τρέξης καί νά εἰδοποιήσης τόν Γέροντά μας. Ἐγώ θά πάρω μία ντουντούκα νά διαλαλήσω ὅτι τό Ἅγιον Ὄρος καίγεται καί μετά θά πάρω ἕνα λάστιχο νά τρέξω νά τίς καταβρέξω...

Παπᾶ-Νικόλα, τί γνώμη ἔχεις δέν εἶναι καλλίτερα νά φύγουμε γιά τήν πατρίδα μας, τήν Τρίπολι;

-Μοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός μου νά πάω κοντά τους, ἀλλά ποῦ θά βρῶ ἐκεῖ συχνή Θεία Κοινωνία; Πῶς θά διαβάζω τίς Ἀκολουθίες μου; Ἄλλωστε κι ἐκεῖ δέν θά ὑπάρχουν γυναῖκες; Ὄχι, ἐσεῖς νά πᾶτε ὅπου θέλετε. Ἐγώ θά μείνω καί θά... ψοφήσω ἐδῶ.

Κάποια χρονιά, νομίζω, τό 1980, μπῆκε κλέφτης στό Παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων καί ἔκλεψε μία παλιά εἰκόνα, στήν ὁποία εἰκονιζόταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας καί ἡ Θήκη μέ τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος. Ὁ π. Νικόλαος ὅταν ἀντελήφθηκε ὅτι χάθηκε ἡ εἰκόνα, ἀναστατώθηκε. Ἔπεσε γονατιστός στόν Ἅγιο Μηνᾶ. Ὕψωσε τά χέρια του σέ ἐναγώνια ἱκεσία καί τόν θερμοπαρακαλοῦσε νά ἐπιστρέψη πίσω τήν εἰκόνα. Σέ μία ἑβδομάδα τήν ἔφερε τήν εἰκόνα στά χέρια του ὁ Γέρο-Ζαχαρίας. Εἶχε κατέβει στήν παραλία γιά νά περπατήση. Ἐκάθισε γιά λίγο σέ μιά μεγάλη πέτρα γιά νά ξεκουρασθῆ. Ὅταν σηκώθηκε, κινήθηκε ἡ πέτρα καί φάνηκε ἀπό κάτω ἡ εἰκόνα. Ποιός ξέρει μέ ποιό τρόπο ὁ ἅγιος Μηνᾶς ἀνάγκασε τόν κλέφτη νά ἐγκαταλείψη τήν εἰκόνα καί νά μπῆ στό πλοῖο φοβισμένος...

            Ἄλλοτε πάλι, ἦλθε στό κελλί μου, (ἔμενα δίπλα στό δικό του) καί μοῦ κτυποῦσε τήν πόρτα μέ γροθιές, δυνατά. Τοῦ ἄνοιξα κι ἐγώ σαστισμένος, χωρίς νά ξέρω τί τοῦ συμβαίνει.

-Ἔλα μαζί μου...

--Ποῦ θέλεις νά πᾶμε.

-Ἔλα μαζί μου, σοὖπα.

            Τόν ἀκολούθησα καί μπήκαμε μαζί στό Παρεκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων.

-Γονάτισε ἐδῶ μπροστά στόν Ἅγιο Μηνᾶ, μοῦ λέγει.

-Γιατί νά γονατίσω, τί συμβαίνει.

-Γονάτισε, ρέ Ψυχή μου...

            Καί ἐπειδή δέν γονάτιζα, γονάτισε μπροστά στήν εἰκόνα ἐκεῖνος. Σήκωσε τά χέρια του ψηλά καί εἶπε στόν Ἅγιο Μηνᾶ. "Ἅγιε Μηνᾶ μου, ὅπως μέ βοήθησες καί βρῆκα τόν σογιᾶ μου, ἔτσι βοήθησέ με νά βρῶ καί τήν σωτηρία μου...

            -Τί συμβαίνει, παπᾶ Νικόλα; Ἔχασες τόν σογιᾶ σου καί ἔβαλες τόν Ἅγιο νά σοῦ τόν φέρη;

            -Ἐδῶ καί μία ἑβδομάδα περίπου, δέν εὕρισκα τόν  σογιᾶ μου. Ἐνόμισα ὅτι τόν ἔχασα. Τόν εἶχα φέρει ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Ἄρχισα τίς Παρακλήσεις στόν Ἅγιο Μηνᾶ. Μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες, ἔκανε ὁ Ἅγιος τό θαῦμα του. Πρίν ἀπό λίγο ἐδιάβαζα τήν Παράκλησί του. Εἶχα φθάσει στήν ἕκτη ὠδή, ὅταν ἕνας λογισμός μοῦ εἶπε προστακτικά στό μυαλό μου. Τρέξε στό μπαοῦλο, στό τάδε συρτάρι, στό τάδε κουτάκι κι ἐκεῖ εἶναι ὁ σουγιᾶς σου.

Πράγματι, σταμάτησα τήν Παράκλησι, ἔτρεξα καί τόν βρῆκα. Νά, αὐτός εἶναι. Τώρα πῶς μπορῶ νά μήν εὐχαριστήσω τόν Ἅγιο γιά τό καλό πού μοῦ ἔκανε...

Τά τελευταία χρόνια ὑπέφερε ἀπό ἀϋπνίες, διότι εἶχε νευροστόμαχο, νευροπίεσι καί ἀγωνία γιά τήν σωτηρία του. Καθημερινά θά ἔπρεπε ἕνας ἀπό τούς δύο  γιατρούς τῆς Μονῆς νά τοῦ πάρη τήν πίεσι, μά δέν ἦταν πάντα εὔκολο αὐτό. Ἄλλαξε τακτική ὁ παπᾶ Νικόλαος. Καλοῦσε τόν γείτονα μοναχό. Ἄλλοτε καλοῦσε τόν νοσοκόμο. Ἄλλοτε μόνος του μετροῦσε τήν πίεσι του... καί στήν συνέχεια μετρίαζε τό ἁλάτι του, τό φαγητό του καί τακτοποιοῦσε μόνος του τήν δίαιτά του.

-Παπᾶ Νικόλα, τί θά κάνης, ἄν, λόγῳ ὑψηλῆς πιέσεως σέ κτυπήση ἐγκεφαλικό;

-Νά παρακαλᾶτε τόν Θεό νά ...ψοφήσω τό συντομώτερο.

Συχνά πυκνά τά βράδυα, ἀκόμη καί περασμένα μεσάνυκτα μοῦ κτυποῦσε μέ γροθιές τήν πόρτα, διότι ἔμενα δίπλα του. Ἤθελε λίγο νά παρηγορηθῆ καί νά "σκοτώση" τήν ὥρα του. Ἐπ᾿ εὐκαιρία μοῦ ἔλεγε καί τίς γνωστές του ρήσεις γιά τό Ἅγιον Ὄρος, τόν κόσμο καί τίς προφητεῖες του...Γιά νά μοῦ προκαλέση ἐνδιαφέρον ἡ ἀνεπιθύμητη τήν νύκτα παρουσία του μέ ρωτοῦσε πρῶτα διάφορες ἐρωτήσεις ἀπό τήν παγκόσμια γεωγραφία, τήν παγκόσμια ἱστορία καί τήν ἱστορία τῆς Ἀρχαίας καί Νεωτέρας Ἑλλάδος. Πότε ἔγιναν οἱ τάδε καί οἱ τάδε μάχες τῶν Θερμοπυλῶν, τοῦ Ναυαρίνου, ποιός νίκησε στήν μάχη τοῦ Βατερλώ, πόσα τά θύματα τοῦ Βου Παγκοσμίου Πολέμου, ποιά ἦταν ἡ πρώτη γυναίκα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Καί ἐπειδή ἐτραύλιζε λιγάκι περπατοῦσε καί μονολογοῦσε. "Φαύ...Φαύ...Φαῦστα τήν λέγανε. Ἐπί τέλους τό εἶπα...Ποιός ὁ ἀρχηγός τῶν Σπαρτιατῶν στόν Πελοποννησιακό πόλεμο, ποιοί οἱ νομοθέτες τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος καί ἄλλες ἀτέλειωτες ἐρωτήσεις. Ἐπειδή συχνά μέ συνελάμβανε νά μή ξέρω νά τοῦ ἀπαντήσω, ἔτρεχε σέ ἄλλους Πατέρες. Κρατοῦσε σημειώσεις, ἔγραφε τίς ἀπαντήσεις. Χρησιμοποιοῦσε ὅ,τι χαρτιά ἔπεφταν στά χέρια του, χαρτοπετσέτες σέ ὥρα φαγητοῦ ἤ μέσα στήν ἐκκκλησία, χαρτάκια ἀπό μπλοκάκια, κομμάτια ἀπό ἐφημερίδες. Παντοῦ ἔγραφε τίς ἀπαντήσεις πού ἐλάμβανε ἀπό τούς Πατέρες γιά ὅ,τι δέν ἠμποροῦσε νά ἐνθυμηθῆ. Ἐάν δέν εὕρισκε τήν ἀπάντησι σέ κάτι πού ρωτοῦσε, δέν ἠμποροῦσε νά ἡσυχάση. Στριφογύριζε ὅλο τό μοναστήρι. Ἐνωχλοῦσε τόν κάθε Ἀδελφό. Ἐάν τοῦ ἀπαντοῦσαν σωστά τούς ἔλεγε. π. Ἀ. εἶσαι ἅγιος καί πανάγιος...".   Δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά τόν ἐγκαταλείψη ἡ μέχρι τά 90  διαυγής μνήμη του. Ἀπ᾿ αὐτές τίς ἐρωτήσεις εἴχαμε πεισθῆ οἱ πάντες ὅτι εἶχε κυριολεκτικά "ροκανίσει" τά ἑκατοντάδες βιβλία του. Μετά τά Πατερικά ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τήν Γεωγραφία, τήν Ἱστορία καί τήν ἰατρική μέ ἰδιαίτερη κλίσι στήν βοτανοθεραπεία καί στήν ἀνατομία...

    Στό κελλί του βρήκαμε ἑκατοντάδες χαρτιά καί χαρτοπετσέτες γεμάτα μέ ὀνόματα πόλεων, βουνῶν, πολιτικῶν, ἱστορικῶν προσώπων, ὀνόματα συγγενῶν τῶν πατέρων τῆς Μονῆς μας καί ἄλλα. Προσπαθοῦσε νά θυμᾶται τά ὀνόματα τῶν γονέων ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς μας, διότι ἤθελε νά τούς μνημονεύη στήν Λειτουργία καί στίς κατ᾿ ἰδίαν προσευχές του.

Γιατί θέλεις νά θυμᾶσαι τά ὀνόματα τῶν γονέων τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς μας παπᾶ Νικόλα;

-Γιατί ἔκαναν μία μεγάλη θυσία στήν ζωή τους. Ξέρεις τί θά εἰπῆ, νά τούς φύγη τό παιδί τους ἀπό τήν ἀγκαλιά τους κι αὐτοί νά τό κατευοδώσουν μέ τήν εὐχή τους, χωρίς πλέον νά μείνη πάλι μαζί τους;  Ποιά μάννα μπορεῖ νά ἀντέξη αὐτόν τόν ζωντανό χωρισμό;  Θέλω νά τούς μνημονεύω καθημερινά, ὅπως μνημονεύω καί τούς δικούς μου τούς γονεῖς. Δέν μ᾿ ἀκοῦτε πού λέω κάθε ἡμέρα: "Εὐαγγέλου καί Βασιλικῆς;"

Ὁσάκις ἔβγαινε στόν κόσμο καί ἐπέστρεφε, κρατοῦσε τά χρήματα πού τοῦ ἔδινε γιά τά εἰσιτήριά του τό μοναστήρι.

-Τί τά κάνεις τά χρήματα, παπᾶ Νικόλα, πού σοῦ περισσεύουν;

Σέ σένα μόνο θά σοῦ τό εἰπῶ. Στήν Τρίπολι, ἵδρυσε ὁ Δεσπότης Ἀλέξανδρος Οἷκο Τυφλῶν. Νομίζω ὅτι αὐτοί ἐκεῖ μέσα εἶναι οἱ πιό ἀξιολύπητοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Ὅταν λοιπόν, μαζεύω  χρήματα, τά δίνω ἐγώ ἐκεῖ προσωπικῶς, εἴτε μέ ἄλλον ἄνθρωπο.

Κάποτε ἦλθε στήν Μονή ὁ ἀνιψιός ἑνός μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος θά πήγαινε στήν πατρίδα του, τήν Τρίπολι. Ὁ παπᾶ Νικόλαος χάρηκε διότι θά στείλει τά χρήματα στούς τρόφιμους τοῦ Ἱδρύματος. Τοῦ ἔδωσε μπροστά μου 150 χιλιάδες δραχμές μέ τήν αὐστηρή σύστασι νά τοῦ φέρη τήν ἀπόδειξι, τήν ὁποία πράγματι ἔλαβε ἐν καιρῶ. Τότε ἐδόξασε τόν Θεό καί εὐχαριστήθηκε, διότι θά φᾶνε λίγο ψωμάκι οἱ τυφλοί ἀπό τίς δικές του οἰκονομίες.

            Ἀπό τό 1950 δέν ἄλλαξε Κελλί. Ἡμέρα καί νύκτα τόν εὕρισκες σχεδόν πάντοτε στό διπλανό ἐκκλησάκι τῶν Ἀρχαγγέλων νά τό σκουπίζη, νά ἀνάπτη τά καντήλια καί νά διαβάζη τίς Ἀκολουθίες του. Κάθε Δευτέρα  θά ἔπρεπε νά ἔλθη ἱερεύς νά λειτουργήση, χωρίς ἀναβολές. Ἔτρεχε ἀπό τήν προηγούμενη ἡμέρα νά συμφωνήση ποιόν ἱερέα θά φέρη αὔριο στούς Ἀρχαγγέλους γιά Θεία Λειτουργία. Τά ἑτοίμαζε ἄλλα ἀπό τό βράδυ, ἐνῶ τό ἥμισυ τοῦ αὐριανοῦ ὄρθρου τό θυσίαζε γιά τήν προετοιμασία τοῦ Παρεκκλησίου. Εἰδοποιοῦσε καί τούς καλλίτερους ψάλτες. Πρίν ἀρχίση ἡ Λειτουργία, ἐνημέρωνε τούς Ψάλτες ὅτι: "Σήμερα θά ψάλλουμε 12 τροπάρια στούς Μακαρισμούς: Δύο τῶν Ἀρχαγγέλων, δύο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, πού μοῦ βρῆκε τόν σουγιά, δύο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς πού μοὖδωσε τό φῶς τῶν ματιῶν μου, δύο τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ νεαροῦ γιατροῦ μας, δύο τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, τοῦ ἰατροῦ γιά τόν Προστάτη καί δύο τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Παύλου τοῦ πατριώτου μας (ἤ τοῦ τάδε Ἁγίου) πού θά τόν ἑορτάσουμε στό Καθολικό τήν ἄλλη Παρασκευή...".

Μετά ἀπό κάθε Λειτουργία ἔνοιωθε πνευματικά πολύ εὐτυχισμένος, παρότι ἀπόφευγε νά τό δείχνη. Τήν Θεία Μετάληψι τήν διάβαζε συνήθως ὁ ἴδιος, τήν ὁποία καί μόνο  αὐτός καταλάβαινε..διότι "μασοῦσε" τίς λέξεις...

            Μοῦ ἔλεγε. "Ἐμεῖς στίς Καρυές δέν πίναμε οὔτε νερό, μετά τό Ἀπόδειπνο. Ἐδῶ στό Μοναστήρι μας τά βράδυα, ἐπειδή εἶχα ἀϋπνίες, ξενυχτοῦσα διαβάζοντας... Ἐκοιμώμουν μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου. Μοῦ ἔλεγε ὁ παπᾶ Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης ὅτι οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου εἶναι ὁμολογία πίστεως, διότι ἀρχίζουν ἀπό τόν Εὐαγγελισμό, τήν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ καί φθάνουν μέχρι τήν Ἀνάστασί Του.

            Τό 1985 ὁ Ἀδελφός ἰατρός τῆς Μονῆς μέ εὐλογία τοῦ Γέροντος ἔπρεπε νά τόν βγάλη στήν Θεσσαλονίκη γιά ἰατρικές ἐξετάσεις. Ὁ παπᾶ Νικόλαος ἀπό τό βράδυ σχεδόν ἐξημέρωνε στούς Ἀρχαγγέλους διαβάζοντας τήν Παράκλησί τους, τούς Χαιρετισμούς τους, τήν Παράκλησι τοῦ ἁγίου Μηνᾶ, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ ἁγίου Ἀρτεμίου, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καί τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Λέσβου Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης. Τούς παρακαλοῦσε μέ μετάνοιες ὑψώνοντας τά χέρια του σέ θερμή ἱκεσία μπροστά στίς εἰκόνες τους νά τόν βοηθήσουν στό ταξίδι του καί ἄς γίνει ὅ,τι ἀποφασίσει ὁ Θεός γιά τήν ὑγεία του. Ἀποφασίσθηκε νά γίνη ἐγχείρησις προστάτη. Καί πράγματι οἱ Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι τοῦ συμπαρεστάθησαν σάν γνήσιοι Φίλοι καί Σύντροφοί του, διότι κι αὐτός ἡμέρα νύκτα εἶναι μέσα στό Παρεκκλησάκι τους.

Καθώς τόν ἐπήγαιναν στό χειρουργεῖο, μία εὐλαβής γυναῖκα, πού στεκόταν στόν διάδρομο, ἐξεπλάγη ὅταν εἶδε δύο λευκοφόρους λαμπρούς νεανίες νά συντροφεύουν τόν παπᾶ Νικόλαο. Ἐπλησίασε τούς νοσοκόμους καί τούς εἶπε τήν ἐμφάνεια τῶν δύο μεγάλων Ἐπισκεπτῶν, χωρίς νά ξέρει ποιόν μεταφέρουν στό χειρουργεῖο. Βέβαια ἡ ἐγχείρησις μέ τήν ἐπιστασία τέτοιων μεγάλων Βοηθῶν, ἐπῆγε πολύ καλά καί ὁ παπᾶ Νικόλαος ἐπέστρεψε μετά ἀπό λίγες ἡμέρες στό Μοναστήρι μας. Στήν προσπάθειά του νά μοῦ ἐξιστορήση τήν προστασία τῶν Ἀρχαγγέλων, ἀναλυόταν σέ δάκρυα καί  στεναγμούς εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης πρός τούς ἐκλαμπροτάτους Φίλους του. Ὁσάκις ταξίδευε εἴτε ἀπό τήν Μονή πρός τά ἔξω, εἴτε ἐπέστρεφε, ἀσπαζόταν τήν φωτογραφία τοῦ παπᾶ Βησσαρίωνος καί ἐπεκαλεῖτο τήν εὐχή του.

Ἔλεγε συχνά: "Τρεῖς ἄνθρωποι μέ βοήθησαν στήν ζωή μου: ὁ δάσκαλός μου Κων. Δουνοῦκος, ὁ πρῶτος Γέροντάς μου Γέρο-Ἀβέρκιος καί ὁ παπᾶ Βησσαρίων.

Ὅταν ἐπήγαινε στήν Θεσσαλονίκη, ἔμενε στό Ἐπιτροπικό. Εἴτε ἔμπαινε εἴτε ἔβγαινε ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νά σκαρφαλώση στόν τοῖχο γιά νά φιλήση τό χέρι τῆς φωτογραφίας τοῦ Γέρο-Βησσαρίωνος. Καί ἐπειδή δέν τήν ἔφθανε, ἀνέβαινε μέ τά παπούτσια ἐπάνω στόν καναπέ. Τελικά ὁ καναπές ἀχρηστεύθηκε...Ἀλλά καί τήν φωτογραφία τοῦ Γ. Βησσαρίωνος τήν ἔβαλε χαμηλότερα ὁ Γέροντας μας π. Γεώργιος γιά νά μή χάσουμε κι ἄλλον καναπέ....

            Συχνά ἔδινε καί πρακτικές συμβουλές, λέγοντας στούς Πατέρες. "Βλέπετε, ἐγώ εἶμαι τώρα 94 ἐτῶν. Ἔζησα τόσα χρόνια διότι τά βράδυα ἔτρωγα πολύ λίγο φαγητό ἤ καί καθόλου. Ἔτρωγα συχνά καί ἀπό δύο λεμόνια.

            Ἐπίσης ἔλεγε. "Μοναχός πού δέν πηγαίνει ἀνελλειπῶς στίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἠμπορεῖ νά μείνη στό Ἅγιον Ὄρος.

            Κάποια ἡμέρα, λόγῳ γεροντικῆς του ἀνισορροπίας, ἔπεσε καί ἔσπασε τό πόδι του, κοντά στήν λεκάνη. Κατ᾿ ἀνάγκην κατέβηκε ἀπό τό κελλί του, πού εὑρίσκετο στόν τρίτο ὄροφο τῆς μεσαίας  πτέρυγος, στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Δέχθηκε φιλάδελφα τίς ἐξαιρετικές περιποιήσεις τῶν ὑπευθύνων Πατέρων. Ἐπειδή ἦτο ἐκ φύσεως δυναμικός ἄνθρωπος, ἀπό τίς πρῶτες κιόλας ἡμέρες, ζητοῦσε νά τόν σηκώσουν γιά νά δοκιμάση ἄν "ἔθρεψε" τό πόδι του γιά νά πηγαίνη στίς Ἀκολουθίες. Ὅμως ἀναπληροῦσε τήν ἔλλειψι αὐτή ἀκούγοντάς τες ἀπό τό ραδιόφωνο. Σπανίως νά μήν ἀκούση τίς Ἀκολουθίες, ἔστω κι ἀπό τό ραδιόφωνο. Ὅταν ἐπήγαιναν Πατέρες νά τόν ἐπισκεφθοῦν ἤ νά ξενυκτίσουν μαζί του προσφέροντάς του τήν διακονία τους, συχνά τούς ἐρωτοῦσε τί γιορτή ἔχουμε σήμερα, τί λένε αὐτή τήν ὥρα στήν ἐκκλησία. κλ.π.

Στίς ἐπίμονες ἐπιταγές του σ᾿ ἕνα νεαρό Καλογέρι: "Σήκωσέ με...Σήκωσέ με...δέν ἄντεξε. Μέ τά δυό του χέρια ἔκανε τόν σταυρό του φωνάζοντας: "Κύριέ μου, φώτισε τό Καλογέρι νά μέ σηκώση, νά πάω στήν Λειτουργία στούς Ἀρχαγγέλους".

Τό Καλογέρι τοῦ εἶπε: Παπᾶ-Νικόλα ἔχουμε τώρα Τεσσαρακοστή καί δέν γίνονται Λειτουργίες. Τότε τό κατάλαβε καί ἡσύχασε.

Μοῦ ἔλεγε ὁ γηροκόμος του ὅτι ἦταν πολύ αὐστηρός στίς νηστεῖες. Τόν ρωτοῦσε ὁ Ἀδελφός: Παπᾶ-Νικόλα τί θά πάρης για πρωϊνό;

-Μή μέ ρωτᾶς κάθε ἡμέρα. Τό εἴπαμε. Ἄν εἶναι Δευτέρα, Τετάρτη ἤ Παρασκευή τό πρωΐ ἕνα χυμό. Ὄχι γάλα. Ὄχι... Ἄν εἶναι ἄλλη ἡμέρα γάλα ἤ τσάϊ.

Ἐνίοτε δεχόταν τίς αὐστηρές συστάσεις τῶν ἰατρῶν Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς. Μάλιστα ἕνας ἐξ αὐτῶν τοῦ εἶπε ἐπί λέξει: Παπᾶ-Νικόλα, σταμάτα πιά νά κάνης τόν ἀντάρτη. Θά ἀκοῦς πλέον ἐμᾶς καί θά τρώγης ὅ,τι σοῦ λέμε ἐμεῖς.

Ὁ Παπᾶ Νικόλας ὕψωσε  παρακλητικά τά ἀδύνατα χεράκια του πρός τόν Ἀδελφό καί τοῦ εἶπε: "Παπᾶ Δ...παιδίμου, παπᾶ-Δ. Ἀδελφέ μου, τί σοῦ εἶπα; Ὅ,τι ξέρεις ξέρω καί ὅ,τι μοῦ λές κάνω...

            Τό διάστημα αὐτό ἦτο πολύ εἰρηνικός καί πλήρης μετανοίας.  Ἔλεγε συχνά. Νά πῆτε στόν Γέροντα  νά στείλη ἐδῶ ὅλους τούς Πατέρες νά τούς ζητήσω συγγνώμη καί νά τούς συγχωρήσω κι  ἐγώ. Καί μετά νά ἔλθη καί ὁ ἴδιος νά ἐξομολογηθῶ καί νά μοῦ διαβάση συγχωρητική εὐχή. Ὅσοι μοῦ ἔφταιξαν τούς συγχωρῶ ὅλους, διότι, ὅποιος δέν συγχωρεῖ, δέν εἶναι ἄξιος νά λέγη τό "Πάτερ ἡμῶν..."

            Ὁ Γέροντάς μας π. Γεώργιος ἐπῆγε καί τοῦ διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή καί στό τέλος τοῦ εἶπε. "Πάτερ Νικόλαε, νά προσεύχεσαι καί σύ γιά μένα. Καί κεῖνος τοῦ εἶπε.

            -Ἐγώ εἶμαι πολύ ἁμαρτωλός, Γέροντα.

Στό διάστημα πού ἔμεινε κατ᾿ ἀνάγκη στό κρεββάτι, ὅπως μοῦ ἔλεγαν οἱ ὑπεύθυνοι διακονητές του, ζοῦσε σάν ἄγγελος. Συχνά ὕψωνε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό καί εὐχαριστοῦσε τόν Δεσπότη Χριστό καί τήν Βασίλισσα τοῦ Ὄρους, Κυρία Θεοτόκο, διότι τόν ἐκράτησαν στό Ὄρος, τόν ἐβοήθησαν παντοιοτρόπως καί τώρα τόν ἀξιώνουν νά ἀφήση καί τό κουρασμένο σαρκίο του μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἁγιορείτικου μνήματος.

                        Ἀγάπησε καί ἀγαπήθηκε πολύ ἀπό τούς Πατέρες τῆς νέας Ἀδελφότητος, ἡ ὁποία ἐπήνδρωσε τό Μοναστήρι μας τό 1974 μέ ἡγούμενο τόν παν. Ἀρχιμανδρίτη π. Γεώργιο.

Εἶχε εἰρηνικό θάνατο, πού συνέβη στίς 25 Μαΐου, παραμονή τῆς Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα ἡμέρα Τρίτη καί ὥρα 11 τό πρωϊ. Ἐτάφη τήν ἑπομένη, μετά τήν ἀναστάσιμη ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία, μέ ἀναστάσιμη κηδεία, πού τελέσθηκε ἀπό τόν Ἐπίσκοπο κ. Χριστόφορο, πρώην καθηγητή τῆς Ἀθωνιάδος Ἀκαδημίας καί νῦν βοηθό τοῦ Μητροπολίτου Καναδᾶ κ. Σωτηρίου. Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τόν προέπεμψαν στήν τελευταία κατοικία του ψάλλοντας μέ χαρά καί ἔκδηλη εὐφροσύνη στά πρόσωπά τους τόν Κανόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔνοιωθε κανείς ὅτι γινόταν ἀναστάσιμη Λιτανεία πρός ἁγιασμόν τῆς φύσεως, ὅπως γίνεται στήν Μονή μας τήν Λαμπρο-Τρίτη. Στό πρόσωπό του εἶχε ἁπλωθῆ μία μακαρία γαλήνη, σάν πρόγευσις τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα ἐπόθησε ἡ ψυχή του ἀπό τήν νεαρή του ἡλικία. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία τοῦ μακαριστοῦ π. Νικολάου: "ὅταν θά πεθάνω, θά πανηγυρίσετε". Τόν λόγο αὐτόν τόν ἔλεγε, διότι ἐπίστευε ὅτι εἶναι ἕνα...ψοφήμι. Ὁπότε θά χαροῦν οἱ Πατέρες, ὅταν ἀπέλθη διά παντός ἀπό κοντά τους. Τελικά τόν ἐδόξασε ὁ Θεός γιά τήν ἀπερίγραπτη περιφρόνησι πού εἶχε στό πρόσωπό του καί τόν ἀξίωσε νά ταφῆ τό πολύαθλο σῶμα του μέ ἀρχιερατικές εὐχές.

Ψάχνω, σεβαστέ μου μακαριστέ παπᾶ Νικόλαε, μέ τήν σκέψι μου ἀνάμεσα στούς νέους Πατέρες καί δέν διακρίνω ἀκόμη κανέναν πού νά ἀκολουθεῖ τήν ἁγία σου ἁπλότητα. Προσεύχου τώρα πού βρίσκεσαι μπροστά στό ἅγιο καί ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο γιά ἐμᾶς μήπως κατορθώσουμε νά σέ πλησιάσουμε στήν ἁγία σου ἁπλότητα καί τήν περιφρόνησι πού αἰσθανόσουν γιά τό πρόσωπό σου. Μέχρι τό τέλος σου δέν "κατώρθωσες" νά σχηματίσης κάποια καλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου. Ἔλεγες ὅτι  διώχθηκες καί περιφρονήθηκες. Κι ὅμως ὁ Θεός σέ ὡδήγησε ἐκεῖ πού Ἐκεῖνος ἤθελε. Νά  ἀπορῆς διότι δέν ἀπέκτησες καρπόν πνευματικόν, χωρίς νά γνωρίζης ὅτι αὐτός ἦτο ὁ καρπός: ὁ ἑκούσιος μυστικά  ἐξευτελισμός σου.

Δέν σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός πολλά ἐξωτερικά χαρίσματα. Δέν γνώριζες νά ψάλλης. Οὔτε τούς ἤχους δέν ἠμπόρεσες νά ξεχωρίσης. Δέν εἶχες τό χάρισμα τοῦ λόγου, διότι ἡ βραχνή φωνή σου δέν σέ βοηθοῦσε. Δέν μᾶς δίδαξες μέ πολλά λόγια,  ὅμως μᾶς "κεραυνοβόλησες" μέ τήν σπάνια στήν ἐποχή μας ἁπλότητά σου: Νά ζῆς σάν τό ψοφήμι καί νά παρακαλῆς νά σέ θάψουν σάν ἕνα ψοφήμι. Δέν θά ἠμπορέσουμε νά σέ ξεχάσουμε, ὅσα χρόνια καί νά ζήσουμε στό ἴδιο μέ σένα Μοναστήρι. Καθημερινά εἴμαστε κοντά σου μέ τήν πτωχή προσευχή μας καί ἐσύ εἶσαι κοντά μας μέ τήν ἁγία σου ἁπλότητα, τά ἀνυπόκριτα καί σοφά σου λόγια, τίς παιδικές ἀταξίες σου, τά κατά κόσμον λάθη σου, τό βλοσυρό σου βλέμμα, πού ἔκρυβε μία ἀθωότητα καί μία ἐξαγνισμένη καρδία....

            Μέ τόν μακαριστό παπᾶ-Νικόλαο ἔκλεισε ἡ σελίδα τῆς παλαιᾶς γενεᾶς τῶν 17 Γερόντων Πατέρων, τούς ὁποίους εὑρήκαμε, ὅταν ἤλθαμε ἡ νέα Ἀδελφότης στήν Μονή τό 1974. Ἄρα γε ἐμεῖς οἱ νεώτεροι θά ἠμπορέσουμε ἔστω καί λίγο ν᾿ ἀκολουθήσουμε τ᾿ ἀχνάρια τους γιά νά βροῦμε κι ἐμεῖς δικαίωσι καί σωτηρία;

 Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε σεβαστέ μας παπᾶ Νικόλαε. Νἄχουμε τήν εὐχή σου. Ἀμήν.

 

 

    ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΚΟΣΜΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

 Ἱεραπόστολος τοῦ Κογκό

(1942-1989)

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ,  καθοδηγουμένη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα,  ἀναδεικνύει διά μέσου τῶν αἰώνων,  θεοφόρους καί ἀκάματους ἐργάτες,  πού μεταλαμπαδεύουν τό σωτήριο Μήνυμά της στούς λαούς τῆς γῆς καί θυσιάζονται γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ καί τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας Του.

Στήν χρυσῆ αὐτή ἁλυσίδα τῶν Πατέρων τῆς αἱματοποτισμένης Ὀρθοδοξίας μας συγκαταλέγεται τά τελευταῖα αὐτά χρόνια τοῦ αἰῶνος μας καί ὁ μακαριστός ἀρχιμ.  π.  Κοσμᾶς Γρηγοριάτης.

Ὅσοι ἐνδιαφέρονται νά γνωρίσουν περισσότερα ἄς ἀναζητήσουν νά διαβάσουν τό βιβλίο πού ἐξέδωκε ὁ Ἱεραποστολικός  Σύλλογος Θεσσαλονίκης "Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός", τό 1996 μέ τίτλο: Ὁ Ἱεραπόστολος τοῦ Κογκό (Ζαΐρ) π.  Κοσμᾶς Γρηγοριάτης".

Ἐμεῖς θά ἀρκεσθοῦμε νά παρουσιάσουμε τόν ἄνδρα,  ὅπως τόν γνωρίσαμε σάν Ἀδελφό συμμοναστή στήν Μονή τῆς Μετανοίας μας,  τήν τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου καί κατόπιν νά καταθέσουμε συνοπτικά,  τά ὅσα θαυμαστά καί ἐξαίσια ἐτέλεσε ἡ Θεία Πρόνοια διά χειρῶν τοῦ μακαριστοῦ Ἀδελφοῦ μας στό Ἱεραποστολικό  Κλιμάκιο Κολουέζι Κογκό, ὅπου,  μετά τόν τραγικό θάνατό του,  ἐργασθήκαμε κι ἐμεῖς μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐλογία τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος π. Γεωργίου ἐπί σειράν ἐτῶν.

Ἀπό τά βιογραφικά του στοιχεῖα,  πρός ἐνημέρωσι των ἀναγνωστῶν μας,  ὀφείλουμε νά σημειώσουμε ὅτι γεννήθηκε στήν εὔανδρο Θεσσαλονίκη τό 1942.  Ὑπῆρξε τό πρῶτο ἀπό τά τέσσερα παιδιά τῆς εὐσεβοῦς ποντιακῆς οἰκογένειας τοῦ Δημητρίου καί τῆς Δέσποινας Ἀσλανίδη. Στό βάπτισμά του ἔλαβε τό ὄνομα Ἰωάννης καί τά πρῶτα ἐγκύκλια μαθήματα ἔλαβε στήν γενέτειρά του.  Τό σπίτι του συνδεόταν μέ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, γι᾿ αὐτό ἡ  ἐπίδρασις στήν ζωή τῶν παιδιῶν τους ὑπῆρξε ζωντανή καί καθοριστική.

Ὁ μικρός Ἰωάννης, μετά τό δημοτικό σχολεῖο,  ἐφοίτησε σέ νυκτερινή τεχνική σχολή ἠλεκτροτεχνιτῶν,  μετά σέ σχολή ἐργοδηγῶν ἐπί τρία χρόνια.  Παράλληλα φοιτοῦσε καί στά Κατηχητικά σχολεῖα τῆς περιοχῆς του.  Σάν στρατιώτης στό πολεμικό ναυτικό τελείωσε τό νυκτερινό γυμνάσιο Πειραιῶς.  Κατόπιν προσορμίσθηκε στήν Ἀδελφότητα "Ὁ Σταυρός" τοῦ Ἐπισκόπου Φλωρίνης κ. Αὐγουστίνου, ὅπου καί  ἐργάσθηκε ἐπί δέκα χρόνια στά τυπογραφεῖα καί στίς οἰκοδομικές ἐργασίες τῆς Ἀδελφότητος καί τῆς Μητροπόλεως Φλωρίνης.

Εἶχε ἤδη λάβει τήν ἀπόφασι ἀπό τά 18 χρόνια του ν᾿ ἀκολουθήση τόν ἄγαμο βίο καί τήν ἐξωτερική Ἱεραποστολή.  Μία διάλεξι  τό 1960 τοῦ λαϊκοῦ τότε καί νῦν Μακαριωτάτου.  Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας κ. κ.  Ἀναστασίου ἀπετέλεσε τό ἔναυσμα γιά τά πρῶτα ἱεραποστολικά  σκιρτήματα στήν καρδιά του.

Ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος ἀργότερα,  ἔπρεπε νά σπουδάση καί "τά παπαδίστικα" γιά νά ὁλοκληρώση καί τίς ἐκκλησιαστικές του σπουδές γιά τό μεγάλο ἔργο πού τόν περίμενε. Ἔτσι,  γράφθηκε σάν σπουδαστής στό Ἀνώτερο Ἐκκλησιαστικό Φροντιστήριο τῆς Ριζαρείου σχολῆς. Ἤδη εἶχε γνωρισθῆ καί ἀλληλογραφοῦσε μέ σημαίνοντα ἱεραποστολικά πρόσωπα ὅπως μέ  τόν π. Χρυσόστομο Παπα-σαραντόπουλο καί τόν π.  Ἀμφιλόχιο Τσοῦκο, ὁ ὁποῖος ἐκεῖνο τόν καιρό ἐργαζόταν ἱεραποστολικά στό Κολουέζι.  Ἡ πρώτη συνάντησι τοῦ Ἰωάννη μέ τόν δεύτερο, χωρίς πολλές περιστροφές καί ἐπεξηγήσεις,  ἔφερε τό ἀστραπιαῖο ἀποτέλεσμα.  Ὁ Ἰωάννης,  πρίν τελειώσει τά "παπαδίστικα", εὑρίσκεται στήν κεντρική Ἀφρική,  πιστός ἀκόλουθος καί συνεργάτης τοῦ π. Ἀμφιλοχίου. Ἀποδύεται σ᾿ ἕνα ἀγῶνα ἀνοικοδομήσεως 10 ἐκκλησιῶν μέσα σέ 15 μῆνες.  Ὅπως μοῦ ἔλεγε,  Προτεστάντες καί Καθολικοί ἐξεπλήσσοντο, ὅταν ἔβλεπαν μέσα σέ ἕνα μῆνα νά ξεφυτρώνουν γύρω τους σάν μανιτάρια ἐκκλησίες πού ἐλέγοντο ὀρθόδοξες. Στιγμιότυπα ἀπ᾿ αὐτό τό συνεργεῖο οἰκοδόμων,  τό ὁποῖο εἶχε ὀνομάσει "Ἀστραπή" θά μάθουμε,  ὅταν κάποτε κυκλοφορήσει τό ἱεραποστολικό του Ἡμερολόγιο.

Ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα γεμᾶτος ἐνθουσιασμό καί ἀποφασιστικότητα γιά συνέχισι τῆς πορείας πού ἡ Θεία Πρόνοια τοῦ ἐχάραξε. Τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας τοῦ ἀπένειμε ἤδη τόν Σταυρό τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου,  σέ ἔνδειξι τιμῆς γιά τήν πρώτη ἱεραποστολική του διακονία ὡς λαϊκοῦ στό ἀφρικανικό ἔδαφος. 

Μετά τήν ἀποφοίτησί του ἀπό τό ἐκκλησιαστικό  Φροντιστήριο μπῆκε στό Ἅγιον Ὄρος.  Οἱ σεβαστοί Πατέρες Γέροντας Παΐσιος καί ἱερομ. π. Σπυρίδων Νεοσκητιώτης ἐπευλόγησαν τήν εἴσοδό του στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Ὁ Ἅγιος Καθηγούμενος Ἀρχιμ.  π.  Γεώργιος ἀνελαβε ὑπό τήν πατρική του φροντίδα τόν νεαρόν Ἰωάννη.  Τόν εἰσήγαγε στήν τάξι τῶν Δοκίμων Ἀδελφῶν,  ἐν συνεχείᾳ τόν ἐκούρευσε μοναχό δίνοντάς του τό ὄνομα Κοσμᾶς,  πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ,  μεγάλου ἱεραποστόλου τῆς σκλαβωμένης κατά τήν τουρκοκρατία Πατρίδος μας.

Τόν Αὔγουστο τοῦ 1978 χειροτονήθηκε διάκονος καί ἱερεύς καί μετά δύο μῆνες ἀνεχώρησε καί πάλι γιά τό ἀγαπημένο του Κολουέζι.  Μά τώρα δέν ἐπιστρέφει ὡς λαϊκός,  ἀλλά ὡς πατέρας πρῶτα καί μετά ὡς Κατηχητής, ἱεροκήρυκας, οἰκοδόμος, ἠλεκτρολόγος, ἐργοδηγός, σιδηρουργός, ὑδραυλικός, ὀξυγονοκολλητής,  ὁδηγός, ἀγροτοκτηνοτρόφος,  μηχανικός αὐτοκινήτων,  κεραμοποιός,  παιδοτρόφος καί νοσοκόμος.

Στό Μοναστήρι μας εὐτύχησα νά εἶμαι παλαιότερός του.  Ἔτσι παρηκολούθησα ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς μοναχικῆς του βιοτῆς καί τίς προετοιμασίες του γιά τόν Ἀγρό τοῦ Κυρίου.  Διακρινόταν γιά τήν τακτική φοίτησί του στίς Ἱερές Ἀκολουθίες.  Μέ τό τετράδιο στό χέρι ζητοῦσε πληροφορίες ἀπό τόν Τυπικάρη καί ἄλλους διακονητές Ἀδελφούς καί ἔγραφε γιά νά μάθη τήν ἐπιτέλεσι τῶν Ἀκολουθιῶν μέ τό Ἁγιορείτικο Τυπικό.  Στό κελλί του κατέστρωνε σχέδια ἀνοικοδομήσεως ἐκκλησιῶν. Κοιμόταν ἐπάνω στό σανιδένιο κρεββάτι του,  πού ἀντί γιά στρῶμα εἶχε μία λεπτή κουβέρτα. Ἰδιαίτερα ἐγκολπώθηκε τήν θεμελιώδη γιά τούς μοναχούς ἀρετή τῆς ὑπακοῆς στόν Γέροντα.   Αὐτό φάνηκε, ὅταν μετέβη στό Κολουέζι νά ἐργασθῆ.  Γιά κάθε ἱεραποστολικό προσωπικό του πρόβλημα κατέφευγε δι᾿ ἐπιστολῆς στήν πατρική συμβουλή καί καθοδήγησι τοῦ Γέροντός μας.  Εἶχε κατανοήσει τό μέγα πνευματικό ὄφελος τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί,  παρότι δέν ἔμεινε γιά πολύ διάστημα στό Μοναστήρι γιά τήν ἐξάσκησί της, ὅμως δέν ἔπαυε  νά "τραβᾶ" τό κομποσχοίνι του ἐπικαλούμενος τό θεῖον ἔλεος.  Ἡ βαθειά του ἐκτίμησις στό ἔργο τῆς προσευχῆς φάνηκε στό ποίμνιό του.  Τούς ἐδίδαξε νά πλέκουν κομποσχοίνια καί νά προσεύχωνται μέ αὐτά.  Ὅταν ἕνα χρόνο, μετά τήν κοίμησί του, μετέβην στό Κολουέζι,  εἶδα σχεδόν ὅλους τούς  ἰθαγενεῖς Χριστιανούς νά κρατοῦν κομποσχοίνια στά χέρια μέσα στήν ἐκκλησία.

Κατά τό διάστημα τῆς ἑνδεκαετοῦς διακονίας του στήν Ἱεραποστολή τοῦ Κολουέζι ἀναδείχθηκε ὁ βασικώτερος διοργανωτής τοῦ Κλιμακίου.  Πολύ ἐπιγραμματικά θ᾿ ἀναφέρω, ὅσα εἶδαν τά μάτια μου, ὅταν μετέβην ἐκεῖ.

Ὁ διάδοχός του π.  Μελέτιος,  μέ ξενάγησε στούς χώρους καί στά ἔργα τῆς Ἱεραποστολῆς.

Βούρκωναν τά μάτια μου ἀπό χαρά καί συγκίνησι τίς πρῶτες ἡμέρες γιά τά ὅσα κατορθώματα ἔβλεπα ἑνός Ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς μας.  Τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Ἀπριλίου 1990,  ἔζησα κάτι ξεχωριστό μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.  Ἡ χορωδία τῶν 50 περίπου ἀγοριῶν τοῦ οἰκοτροφείου τοῦ Κλιμακίου συνωδευόταν ἀπό ὁλόκληρο τό ἐκκλησίασμα τῶν 700 ὀρθοδόξων Χριστιανῶν μας τοῦ Κολουέζι.  Ἐκείνη ἡ θεία Λειτουργία δέν ἔμοιαζε μέ τίς Λειτουργίες τῆς Πατρίδος μας.  Ἦταν μία μεταρσίωσις,  μία παναρμόνια χορωδία ἀπό λευκές ψυχές πού κατοικοῦν σέ μελαμψά σώματα.  Ἦταν μία νικητήρια ἰαχή ὅτι "Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐκ ἔννι Ἕλλην,  οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος,  οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ,  πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ εν Χριστῶ Ἰησοῦ (Γαλάτ.  3, 28). 

‘Ο μακαριστός π. Κοσμᾶς διαδέχθηκε στό Κολουέζι τόν ἀρχιμ.  π.  Ἀμφιλόχιο Τσοῦκο,  ὁ ὁποῖος ἐργάσθηκε ἐκεῖ περίπου 5 χρόνια καί εἶχε κάνει τό πρῶτο ξεκίνημα στόν τομέα τῶν Κατηχήσεων καί Βαπτίσεων.  Ὁ ἴδιος ἐπεξέτεινε τό ἔργο,  ἵδρυσε κι ἄλλους ναούς καί δημιούργησε συνολικά 55 ἐνορίες.  Ἐνῶ  ἀπό τά χέρια του βαπτίσθηκαν περίπου 15. 000 ἰθαγενεῖς  Ἀδελφοί μας.

Προτεραιότητα γιά ἕνα τέτοιο μεγάλο ἐκκλησιαστικό ἔργο ἔδωσε στήν ἀνεύρεσι καταλλήλων συνεργατῶν ἀπό τούς ἐντοπίους Ἀδελφούς.  Περίπου δέκα ἄτομα ἦταν αὐτοί πού ἐσήκωναν μαζί του τόν ἐλαφρό ζυγό τοῦ Κυρίου καί τόν καύσωνα τῆς ἡμέρας.  Αὐτό ἦταν

τό πρῶτο κοινόβιο τοῦ π.  Κοσμᾶ. Στόν καθένα ἀπ᾿ αὐτούς ἔδωσε καί μία διακονία.  Τόν ἕνα ἔμαθε ὁδηγό,  τόν ἄλλο μηχανικό αὐτοκινήτων,  τόν ἄλλο ὑπεύθυνο γιά τά κτισίματα καί σοβατίσματα τῶν ἐκκλησιῶν, τόν ἄλλο ἠλεκτρολόγο κι ἔτσι ὅλοι τους εἶχαν πάρει τό διακόνημά τους. 

Συνέτρωγε μαζί τους.  Συμπροσευχόταν στήν ἐκκλησία. Τά βράδυα,  ὅπως οἱ ἴδιοι μοῦ ἔλεγαν, τούς ἐδιάβαζε ἱστορίες ἀπό τό Γεροντικό καί τούς Βίους τῶν Ἁγίων.  Τούς ἐξωμολογοῦσε καί τούς κοινωνοῦσε τά Ἄχραντα Μυστήρια.  Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτό τό κοινόβιο, ὁ π.  Κοσμᾶς ἵδρυσε οἰκοτροφεῖο ἀγοριῶν καί συγκέντρωσε περί τά 60 παιδιά ἀπό διάφορες ἐνορίες τοῦ Κλιμακίου.  Ὁ σκοπός του ἦταν νά τά διαφυλάξη ἀπό τούς πειρασμούς τοῦ κόσμου,  νά τά σπουδάση καί,  ὅσα εἶχαν τήν ἔφεσι,  νά τά προωθήση γιά τό ἱερατικό στάδιο.  Σέ ἀπόστασι τριῶν χιλιομέτρων ἀπό τίς ἐγκαταστάσεις τοῦ Κλιμακίου, ἀποπεράτωσε τίς ἐργασίες πού εἶχε ἀρχίσει ὁ π.  Ἀμφιλόχιος γιά τήν ἵδρυσι Μοναστηριοῦ πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.  Σήμερα ἐκεῖ ἀσκοῦνται στήν προσευχή καί τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ μερικές Δόκιμες Ἀδελφές, οἱ ὁποῖες ἀσχολοῦνται μέ τό κέντημα καί τίς γεωργικές ἐργασίες.  Ἐντός τῆς Μονῆς λειτουργεῖ καί οἰκοτροφεῖο κοριτσιῶν,  τά ὁποῖα σπουδάζουν καί διαιτῶνται μέ τήν φροντίδα τοῦ Κλιμακίου.

Ὅταν ξεκίνησε ἀπό τήν Ἑλλάδα ὁ π.  Κοσμᾶς δέν ἔκανε καμμία ὀργάνωσι τῶν μετόπισθεν γιά οἰκονομική συμπαράστασι τοῦ ἔργου του.  Πόσες φορές,  μοῦ ἔλεγε, ὅτι ἀπέλυσε τούς ἐργάτες του,  διότι δέν εἶχε χρήματα νά τούς πληρώση!  Ὅμως ὁ Ἱεραποστολικός Σύλλογος "Οἱ Φίλοι τῆς Οὐγκάντας" πού λειτουργοῦσε τότε στήν Θεσσαλονίκη,  πολλές φορές τόν ἐστήριξε,  ἠθικά καί οἰκονομικά,  καθώς ἐνίοτε καί τό Γραφεῖο Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐλλάδος. Ὁ ἴδιος ποτέ δέν ἔχασε τήν ψυχραιμία του μπροστά σέ ὁποιοδήποτε ἐμπόδιο ὠρθώνετο μπροστά του.  Ὁ φλογερός του ζῆλος, ἡ πίστις του στόν Θεό,  οἱ εὐχές τοῦ Γέροντός του,  τό πρακτικό του μυαλό τόν ἔβγαζαν ἀπό κάθε ἀδιέξοδο καί ἀμηχανία.  Τίς νύκτες ἐσχεδίαζε τούς ναούς καί τό πρωΐ μέ τά συνεργεῖα του ἔτρεχε νά τούς ἀνοικοδομήση.  Γι᾿ αὐτό προκάλεσε τόν θαυμασμό τῶν ἐντοπίων.  Γι᾿ αὐτό τόν ἀγάπησαν ὁ ἁπλός λαός καί οἱ Ἐξουσίες τοῦ τόπου,  διότι ἐγνώρισαν στό πρόσωπό του ἕνα ἀνιδιοτελῆ φίλο,  ἕνα ἰδανικό ἀνθρωπιστή,  ἕνα συνεργάτη γιά τήν ἀνάστασι ἀπό τήν μιζέρια καί τήν κακοδαιμονία τοῦ πολύπαθου ζαϊρινοῦ λαοῦ.  Ἀπόδειξις τῆς ἐκτιμήσεως καί τοῦ σεβασμοῦ στό πρόσωπό του ἦταν ἡ παρουσία σύσσωμου τοῦ λαοῦ τοῦ Κολουέζι στήν κηδεία του, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1989.  Ἀλλά καί μέχρι σήμερα προσέρχονται ἄνθρωποι νά στολίσουν τόν τάφο του μέ λουλούδια.  Ἐνῶ οἱ Χριστιανοί μας, πρίν μποῦν στήν ἐκκλησία καί πρίν ἀναχωρήσουν, θά προσκυνήσουν τόν Σταυρό τοῦ τάφου τοῦ  πνευματικοῦ τους Πατέρα.  Θ᾿ ἀνάψουν τό καντήλι του.  Θά γονατίσουν νά τοῦ ἐναποθέσουν λίγα λουλούδια  ν᾿ ἀφήσουν τό δάκρυ τῆς εὐγνωμοσύνης τους νά κυλήση ἐπάνω στό χῶμα.

Ἀνάμεσα στά πολλά του προγράμματα ἦταν καί ἡ ἐξεύρεσις πόρων γιά τήν ὅσο τόν δυνατόν,  ἀνεξαρτικοποίησι τοῦ Κλιμακίου ἀπό τίς οἰκονομικές βοήθειες τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Ἐξωτερικοῦ.  Ἤθελε τό Κλιμάκιο νά τό κάνη αὐτοσυντήρητο,  ἔτσι ὥστε σέ κάποια ἐνδεχόμενη περιπέτεια τῆς Ἑλλάδος,  νά ἠμπορῆ τό Κλιμάκιο νά συνεχίση τήν πορεία του μέ τίς δικές του πλέον δυνάμεις.  Γι᾿ αὐτό προέβη μέ εὐλογία τοῦ Σεβ.  μητροπολίτου του μακαριστοῦ Τιμοθέου στήν δημιουργία γεωργο-κτηνο-πτηνοτροφικῆς μονάδος,  λίγα

 

χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τήν πόλι Κολουέζι.  Οἱ ποικίλες εὐλογίες αὐτῆς τῆς Μονάδος ὄχι μόνον ἐκάλυπταν βασικές ἀνάγκες τοῦ Κλιμακίου,  τῶν οἰκοτροφείων καί τῶν 200 περίπου ἐργατῶν πού ἀπασχολοῦντο τότε, ἀλλά καί προσφέρθηκαν ἄφθονα τρόφιμα,  κρέατα καί ἄλλα ἀγαθά στούς ἀναξιοπαθοῦντας τῆς πόλεως.  Φυλακισμένοι,  λεπροί,  ἀσθενεῖς τῶν νοσοκομείων,  γέροντες τῶν γηροκομείων, ὁ σύλλογος τῶν παραλύτων καί ἀνιάτων κάθε ἑβδομάδα ἤ  δύο φορές τόν μῆνα ἀπολάμβαναν τούς καρπούς τῆς ἀγάπης τοῦ π.  Κοσμᾶ καί τῶν συνεργατῶν του.

Ὁ π.  Κοσμᾶς εὐτύχησε νά ἔχη κοντά του γιά πολύ ὀλίγο διάστημα καί συνεργάτες ἀπό τήν Ἑλλάδα.  Ἀξίζει νά μνημονεύσουμε ἐδῶ, ὅσους γιά πολύ χρόνο συνέβαλαν στήν ἐπαινετή αὐτή Προσπάθεια.  Ὁ π.  Κύριλλος,  μοναχός Γρηγοριάτης καί αὐτός,  παρέμεινε πιστός στόν π.  Κοσμᾶ ἐπί 10 καί πλέον χρόνια.  Κοπίασε στόν τομέα τῆς ἱδρύσεως ἐκκλησιῶν καί τῶν Ἀγροκτημάτων.  Ὁ κ. Κώστας Φιλίππου,  σιδηρουργός καί ὑδραυλικός ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ἦταν ὁ κατασκευαστής ὅλων σχεδόν τῶν σιδερένιων θυρῶν καί παραθύρων τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Κλιμακίου. Ὁ γιατρός κ.  Θᾶνος Τζῶτζος ἀπό τό Ἄργος βοήθησε στόν τομέα του περίπου δύο χρόνια.  Ἡ κ.  Θεανώ Μουσδελεκίδου πού κατάγεται ἀπό τήν Ἔδεσσα,  μοῦ ἔλεγε ὅτι,  ζητοῦσε διέξοδο πρός τά Ἔθνη.  Καίὁ Κύριος ὡδήγησε τά βήματά της γιά πρώτη φορά τό 1987 στό Κολουέζι.  Ἡ προσφορά της συνεχίζεται μέ πρωτοφανῆ γιά τήν ἡλικία της ζῆλο καί προσφορά μέχρι σήμερα στόν τομέα Κατηχήσεων τῶν κοριτσιῶν, στήν διδασκαλία τῆς οἰκοκυρικῆς ζωῆς καί στήν δημιουργία χριστιανικῆς οἰκογενείας,  στίς ἀλλεπάλληλες ἐπισκέψεις "τῶν  ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ".  Σέ ὧρες ἀνάγκης ἀσχολεῖται καί μέ ἄλλες ἐργασίες πού  τίς ἀναθέτει ὁ Προϊστάμενος τοῦ ἔργου. 

Ἄλλο πρόσωπο πού προσφέρθηκε θυσιαστικά στήν θεραπεία τοῦ πόνου ἦταν ἡ μοναχή Ξένη, διπλωματοῦχος νοσοκόμος, ἡ ὁποία ὡς λαϊκή στήν  ἀρχή καί ὡς μοναχή ὕστερον,  ἐπί μία δεκαετία ἀνεκούφισε χιλιάδες κόσμο ἀπό τίς ἀρρώστειες  καί τά βάσανά του.

Οἱ χῶροι ἐγκαταστάσεως τοὺ ἰδίου καί τῶν συνεργατῶν του δέν ἦσαν τίποτε περισσότερο ἀπό μία μεγάλη αἴθουσα τῆς παρακμάζουσας τότε Ἑλληνικῆς Κοινότητος, ἡ ὁποία καί τοῦ τήν παρεχώρησε.  Μά ἦταν ἀδύνατο σέ μία αἴθουσα νά στοιβαχθοῦν τά πάντα, ἄνθρωποι καί ἐργαλεῖα.  Γι᾿ αὐτό ζήτησε ἀπό τό Κράτος μία ἔκτασι πού βρισκόταν πίσω ἀπό τήν Ἑλληνική Κοινότητα,  περίπου 110 στρεμμάτων,  προκειμένου νά τήν ἀξιοποιήση γιά τήν δημιουργία χώρων καί τήν ἐγκατάστασι στελεχῶν καί οἰκοτρόφων γιά τήν ἱεραποστολική του προσπάθεια. 

Πράγματι τοῦ παραχωρήθηκε δωρεάν αὐτή ἡ ἔκτασι μέσα στήν ὁποία κατόπιν ὁ π. Κοσμᾶς ἵδρυσε τό οἰκοτροφεῖο μέ ὅλους τούς βοηθητικούς χώρους, τήν ἀποθήκη λιπασμάτων καί καλαμποκιοῦ καί τόν ἀλευρόμυλο.  Ἐπίσης κατεσκεύασε καί καταλλήλους χώρους γιά τήν ἄνετη διαμονή τῶν ἐξ Ἑλλάδος Ἱεραποστόλων.

Τό ἐκπαιδευτικό ἔργο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ δέν ἔφερνε ὕπνο στά βλέφαρα τοῦ ὁμωνύμου του ἱεραποστόλου τοῦ Κογκό.  Ἔπρεπε καί αὐτός νά ἱδρύση σχολεῖα, ν᾿ ἀπαλλάξη τήν νεολαία ἀπό τήν πατροπαράδοτη κακοδαιμονία,  νά μεταδώση τό εὐαγγελικό Μήνυμα,  νά σωθοῦν ψυχές,  νά καταρτιστοῦν αὐριανοί κυβερνῆτες τοῦ κράτους καί ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας.  Μέ εὐλογία,  λοιπόν,  τοῦ Μητροπολίτου του,  ξεκίνησε  τήν ἵδρυσι δημοτικοῦ Σχολείου.  Μά δέν πρόλαβε νά τό τελειώση.  Εἶχε φτάσει στίς λαμαρινοσκεπές, ὅταν συνέβη τό τροχαῖο δυστύχημα τῆς 27ης Ἰανουαρίου 1989.

Ξεκίνησε Παρασκευή βράδυ γιά Λικάσι. Ὁ σύμβουλός του κ. Δημήτριος Ματζουράνης, τόν ἐμπόδιζε νά ταξιδεύση νύκτα. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι πάντα νύκτα ταξιδεύει καί ὅτι πρέπει νά συναντηθῆ μέ τήν ἀδελφή Ξένη στό Λικάσι, διότι τό φορτηγό μέ τό ὁποῖο ἐρχόταν ἐκείνη ἀπό τό Κολουέζι, ἐχάλασε καί ἔμεινε στόν δρόμο.

Μαζί του εἶχε τόν ἰθαγενῆ ἑλληνομαθῆ Μωϋσῆ καί τόν Ἕλληνα Πρόξενο κ. Σπυρίδωνα Κυβετό.

Στό 60ο χιλιόμετρο τῆς διαδρομῆς τους πρός Λικάσι, στίς 8,10 συνέβη τό δυστύχημα. Ἕνα φορτηγό ἐρχόταν ἀπό τό ἀντίθετο ρεῦμα, φορτωμένο μέ τσου­βάλια ἀπό ἡλιοκαμμένο ψάρι καί πάνω ἐπέβαιναν, ὡς συνήθως πολλοί ἐντόπιοι. Ἡ καρότσα τοῦ φορτηγοῦ προεξεῖχε ἐκατέρωθεν περί τούς 30 πόντους. Ὁ π. Κοσμᾶς, ἐνῶ ἦτο καλός καί προσεκτικός ὁδηγός, δέν ἀντελήφθηκε τόν κίνδυνο. Τό φορτηγό πέρασε πλάγια καί θέρισε κυριολεκτικά τήν ἀριστερή πόρτα τοῦ Λαντρόβερ τοῦ π. Κοσμᾶ. Ἕνα "ὤχ" μόνο ἀκούσθηκε καί ὁ π. Κοσμᾶς βρέθηκε στό χῶμα. Πρόλαβε καί εἶπε τά ἑξῆς λόγια, ὅπως μοῦ εἶπε αὐτόπτης μάρτυς ἰθαγενής, ὁ κατηχητής μας Ἀντώνιος ἀπό τό παρακείμενο χωριό Σοφουμουάγκο: «Μωϋσῆ, στό πίσω κάθισμά μου ἔχω τά χρήματα. Νά τά δώσεις στήν Ἱεραποστολή. Μαζί εἶναι καί τό ἕνα μπουκάλι μέ τό Ἅγιο Μῦρο». Καί ἀμέσως ἐξέπνευσε. Ὁ θάνατός του ἦτο ἀκαριαῖος ἀπό συγκοπή καρδίας. Εἶχε μόνο μία πληγή στό ἀριστερό του μάγουλο, ἡ ὁποία ἔτρεχε μέχρι πού τόν ἔβαλαν μέσα στόν τάφο του.

            Οἱ συνταξιδιῶτες του δέν ἔπαθαν τίποτε. Μόνο ὁ Μωϋσῆς μπῆκε στό νοσοκομεῖο τοῦ Λικάσι γιά τρεῖς ἡμέρες.

Μετά ἀπό 2-3 ὧρες ἦλθε στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος ὁ καρδιακός φίλος καί συνεργάτης του κ. Χαράλαμπος Γεωργίου ἀπό τό Λικάσι. Τόν μετέφερε στό Λου­μπου­μπάσι καί τόν τοποθέτησε σέ ψυγεῖο. Κάτι πού ἐξένισε γιατρούς καί νοσοκόμους ἦτο τό ἑξῆς: Τό σῶμα τοῦ π. Κοσμᾶ μέσα στό ψυγεῖο περιβαλλόταν ἀπό­ ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν συνέβαινε στά πτώματα ἄλλων νεκρῶν. Καί ἡ πληγή δέν σταματοῦσε νά τρέχη.

Ἕνα  ἄλλο θαυμαστό σημεῖο ἐμφανίσθηκε τρεῖς ὧρες, πρίν τό μαρτυρικό του τέλος. Κάποιος ντόπιος ἔμπορος κατέβαινε ἀπό τό Λικάσι στό Λουμπουμπάσι. Εἶχε φθάσει στό μέρος ἐκεῖνο τοῦ δυστυχήματος καί ἀντίκρυσε μπροστά του ἕνα ἐξαίσιο θέαμα. Εἶδε νά ἀνεβαίνει γοργά πρόν τόν οὐρανό ἕνα ὀρθόδοξος παπᾶς, ντυμένος στά λευκά. Σταμάτησε τό αὐτοκίνητό του ἐκεῖ. Σκέφθηκε ὅτι κάποιο σοβαρό σημάδι εἶναι αὐτό. Ἀπεφάσισε νά μείνει ἐκεῖνο τό βράδυ ἐκεῖ στό παραπλεύρως κείμενο χωριό. Ὅταν ἔγινε τό δυστύχημα, εἶδε τόν παπᾶ Κοσμᾶ καί διεπίστωσε ὅτι αὐτός ἦτο ὁ ἱερεύς πού εἶχε ἰδεῖ πρίν ἀπό τρεῖς ὧρες.

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κεντρώας Ἀφρικῆς κ. Τιμόθεος δέχθηκε τό θλιβερό ἄγγελμα μέ δάκρυα καί στεναγμούς, λέγοντας: «Ἔχασα τόν καλλίτερο συνεργάτη μου».  Κατέβηκε ἀεροπορικῶς στό Λουμπουμπάσι καί προέστη τῆς νεκρωσίμου Ἀκολουθίας, στόν ναό τῆς Ἑλληνικῆς Κοιονότητος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου μή ἠμπορώντας νά συγκρατήσει τά δάκρυά του. Ἦλθαν ὅλοι οἱ Ἕλληνες, οἱ ἰθαγενεῖς ὀρθόδοξοι, οἱ Ἀρχές τοῦ Τόπου καί ἀξιωματοῦχοι ἄλλων χριστιανικῶν Δογμάτων καί πλῆθος κόσμου, διότι ἦτο γνωστή σέ ὅλους ἡ θυσιαστική προσφορά του.

Τήν ἑπομένη ἡμέρα μέ ἰδιωτικό ἀεροπλάνο μεταφέρθηκε ἡ σωρός του στό Κολουέζι, ὅπου περίμεναν στό ἀεροδρόμιο πολύς κόσμος. Μετά ἀπό τό Τρισάγιο πού ἐψάλη στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου, κηδεύθηκε μέ κλαυθμούς καί ὀδυρμούς ἔξω καί μπροστά ἀπό τό Ἱερό Βῆμα τοῦ ναοῦ. Ὁ τάφος του μέχρι τώρα εἶναι ὁ μάρτυς μιᾶς φλογερῆς ψυχῆς, πού ἔδωσε τά πάντα γιά τόν Χριστό καί τόν ἄνθρωπο. Ἐτήρησε τήν ἀπόφασί του νά μείνει γιά πάντα ἀνάμεσα στούς ἀφρι­κανούς πού τόσο πολύ ἀγάπησε. Ἔτσι, ἄλλωστε εἶχε εἰπεῖ στόν Γέροντα τῆς Μονῆς μας καί σέ μιά ὁμάδα Ἀδελφῶν: «Ἡ ἱεραποστολή δέν εἶναι γιά λίγους μῆνες. Ὅποιος θέλει νά εἶναι ἱεραπόστολος, πρέπει ν᾿ ἀφήσει τά κόκκαλά του στό ἀφρικανικό χῶμα».

Ὁ θάνατος ἑνός τέτοιου Ἱεραποστόλου στήν  πιό γόνιμη ἡλικία τῶν 47 ἐτῶν ἦταν ἕνα ἀναπάντεχο καί ἐπώδυνο γεγονός.  Τόν ἔκλαυσαν γονεῖς,  ἀδέλφια καί συγγενεῖς του.  Τόν ἔκλαυσαν οἱ Χριστιανοί καί συνεργάτες του,  τόν ἔκλαυσαν τά παιδιά τῶν οἰκοτροφείων του καί τόν συνώδευσαν στήν τελευταία του κατοικία χιλιάδες ἀνθρώπων.  Τό Κράτος τοῦ Κογκό στήν περιοχή Κατάγκα,  ὅπου ἐκτείνεται τό Κλιμάκιο,  ἐκήρυξε τριήμερο πένθος.  Θρησκευτικές καί Πολιτικές Ἀρχές τοῦ Τόπου συμμετεῖχαν στό πένθος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Κογκό.

Ὁ σεβαστός μας Γέροντας ἔγραψε τά ἑξῆς στόν ἐπικήδειο λόγο του: «Διαχειρίσθη πολλά ἑκατομμύρια, ἀλλά ἀπέθανε πτωχός καί ἀκτήμων, ὡς ἀλήθής μοναχός. Τό τίμιο καί κουρασμένο σῶμα τοῦ π. Κοσμᾶ ἀναπαύεται τώρα στήν ἀφρικανική γῆ, δεύτερο μετά τό σῶμα τοῦ π. Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου. Ἀμφότεροι γονιμοποιοῦν πνευματικά τήν Ἀφρική. Εἶναι σπόροι πού ἐσάπησαν καί σήπονται γιά νά βλαστήσουν δένδρα εὐσκιόφυλλα κάτω ἀπό τά ὁποῖα θά ἀναπαύουν καί θά δροσίζουν πολλές ταλαιπωρημένες ψυχές».

Ὁ π. Κοσμᾶς ἄφησε μνήμη φλογεροῦ καί ἀκαμάτου ἱεραποστόλου. Μέ τό αἷμα του ἐπεσφράγισε τήν μαρτυρική ζωή του καί ἐτάφη κοντά στούς ἀδελφούς του πού ἀγάπησε. Βρῆκε, ὅταν ἀνέλαβε τό ἔργο ἕνα ἱερέα καί 10 ἐνορίες μέ μερικές ἑκατοντάδες βαπτισμένους ἀφρικανούς.

Στά δέκα χρόνια τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας του ἄφησε 14 ἱερεῖς, δύο διακόνους, 15000 βαπτισμένους, 13 κτισμένες ἐκκλησίες, 35 λασποκαλύβες-ἐκκλησίες, 55 ἐνορίες, μία πλουσιώτατη φάρμα, ἕνα  πανεύφορο κτῆμα στό χωριό Φουγκουροῦμε, δύο οἰκοτροφεῖα, μία τεράστια ἀποθήκη, ἕνα δημοτικό σχολεῖο στό Κολουέζι καί τρία σέ χωριά, ἕνα Μοναστήρι καί τούς κοιτῶνες (δύο πύργοι) τῶν ἱεραποστόλων.

Τό κουρασμένο σῶμα τοῦ π.  Κοσμᾶ ἀναπαύεται τώρα στήν Ἀφρικανική γῆ.  Εἶναι ὁ σπόρος πού ἔπεσε,  ὁ ὁποῖος,  ἐάν δέν πέση,  δέν θά καρποφορήση.  Μέ συγκατάθεσι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Μετανοίας του περέμεινε τό σῶμα του κοντά στούς ἀνθρώπους πού ἀγάπησε.  Ἐξεπλήρωσε τό καθῆκον του καί τήν ὑπόσχεσί του.  Διότι πολλές φορές μᾶς εἶχε πεῖ ὅτι ὁ ἱεραπόστολος πρέπει νά πέση ἐπί τῶν ἐπάλξεων τοῦ ἀγῶνος μέχρι τῆς τελικῆς νίκης.

Ἕνα κομμάτι ἀπό τήν τελευταία ἐπιστολή του πού ἔστειλε στόν σεβαστό Γέροντά μας θά καταθέσω ἐδῶ.  Τήν ἐλάβαμε δέκα ἡμέρες μετά τήν κοίμησί του.  Δείχνει τό ἀπτόητο καί ἀκατάβλητο τοῦ φρονήματός του,  ἀλλά καί τήν πεποίθησί του ὅτι ἡ προσέλευσις τόσων ἀνθρώπων στήν Ἐκκλησία θ᾿ ἀποβῆ εἰς συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν του. 

"Σεβαστέ μας Γέροντα,  Πατέρες καί Ἀδελφοί,  εὐλογεῖτε!  Ὁ ἀγῶνας συνεχίζεται μέ τίς εὐχές σας.  Δόξα τῶ Θεῶ!  Σώζονται ἄνθρωποι!  Παρά τήν ἁμαρτωλότητά μας,  ὁ Θεός μᾶς ἀνέχεται καί μᾶς χρησιμοποιεῖ στό ἔργο Του.  Ἄς εἶναι δοξασμένος.  Εὐλογεῖτε!  Τά τέκνα σας Ἱερομόναχος   Κοσμᾶς καί μοναχός  Κύριλλος".

Ἡ Ἱερά Μονή μας,  μετά τήν κοίμησι τοῦ Ἀδελφοῦ μας π.  Κοσμᾶ,  ἀπέστειλε μετά ἀπό θερμή παράκλησι τοῦ Μητροπολίτου Κεντρώας Ἀφρικῆς κυροῦ  Τιμοθέου,  τόν ἱερομόναχο π.

Μελέτιο, ὁ ὁποῖος συνεχίζει μέ τόν ἴδιο ἐνθουσιασμό  μέχρι σήμερα τό ἀρξάμενο ἔργο τοῦ προκατόχου του.

Προσωπικότητες σάν τόν μακαριστό π.  Κοσμᾶ εἶναι σπάνιες στό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας μας.  Ἡ φλόγα τῆς ἐν Χριστῶ ἀγάπης γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων τόν ὠθοῦσε σέ τολμηρά καί δυσκατόρθωτα ἔργα.  Πολεμήθηκε σκληρά τόσο ἀπό τίς ἀρρώστειες καί συνθῆκες τοῦ τροπικοῦ κλίματος,  ὅσο κι ἀπό κακοπροαίρετους ἀνθρώπους τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Κογκό.  Τίποτε τό ἐπίγειο δέν τόν φόβισε,  παρά μόνο ἡ ἁμαρτία καί ἡ  μή σωστή  ἐπιτέλεσις τοῦ θείου θελήματος.

Πίστευε ὅτι τό ἔργο δέν εἶναι δικό του.  Ἔλεγε: "Ἐάν τό ἔργο εἶναι δικό μου,  θά καταστραφῆ,  ἐνῶ ἐάν εἶναι τοῦ Θεοῦ θά ἐπιζήση καί θά τό ἀναλάβη ἡ Ἐκκλησία,  μετά τόν θάνατό μου".

Ἔβλεπε ὅτι δέν νοεῖται ἐξάπλωσι τὴς Ὀρθοδοξίας,  χωρίς τήν ἵδρυσι μοναστικῶν Κέντρων.  Γι᾿  αὐτό ἕνα ἀπό τά πρῶτα του ἔργα ἦταν ἡ ἵδρυσι τῆς γυναικείας Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καί τό Ἡσυχαστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος γιά περισυλλογή καί προσευχή τοῦ ἰδίου καί τῶν συνεργατῶν του.

Ὁ Θεός,  τοῦ ὁποίου οἱ βουλές εἶναι ἀνεξιχνίαστες,  δέν ἔπαυσε νά σηματοδοτῆ τήν παρουσία Του διά ἐνεργειῶν τοῦ π.  Κοσμᾶ καί μετά τόν θάνατό του.  Πολλά  θαυμαστά περιστατικά ἔχουν δημοσιευθῆ στό βιβλίο πού ἐκδόθηκε ἀπό τόν ἱεραποστολικό  Σύλλογο Θεσσαλονίκης μέ τίτλο: "Μέγας εἶ Κύριε,  καί θαυμαστά τά ἔργα Σου".  Ὀλίγα ἀπό τά ἀδημοσίευτα θά παραθέσω ἐδῶ πρό τιμήν τοῦ μακαριστοῦ Ἀδελφοῦ μας καί θά τελειώσω.

 

1. Ὁ Κατηχητής τῆς ἐνορίας τῆς Ἀναλήψεως τοῦ χωριοῦ Κανιάμα,  ὀνόματι Σεραφείμ Ἰλούνγκα,  μᾶς διηγεῖται: "Τόν Αὔγουστο τοῦ 1989 γέννησε ἡ γυναῖκα μου.  Μετά ἀπό 40 ἡμέρες ἀναρωτιώμουν τί ὄνομα νά δώσω στό παιδί μου.  Τήν νύκτα ἦλθε στόν ὕπνο μου ὁ π.  Κοσμᾶς καί μοῦ εἶπε: "Νά δώσης τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ".

 

2. Ὁ ἴδιος πάλι μᾶς διηγεῖται: "Δύο χρόνια μετά τόν θάνατο τοῦ π.  Κοσμᾶ,  δηλ.  τό 1991,  ἀρώστησα κι ἔφυγα ἀπό τό Λουμπουμπάσι,  ὅπου σπούδαζα,  γιά τό χωριό μου Κανιάμα.  Ἕνα βράδυ εἶδα στό ὄνειρό μου ὅτι ἦλθε κοντά μου ὁ π.  Κοσμᾶς καί μοῦ εἶπε: "Γνωρίζω τήν ἀρρώστεια σου καί ἦλθα νά σέ θεραπεύσω".  Ἐγώ νόμιζα ὅτι εὑρισκόμουν μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κολουέζι.  Ἐκεῖνος τότε μέ ἐφώναξε:

-Σεραφείμ,  ἔλα ἔξω καί βγάλε τό ὑποκάμισό σου.

Τό ἔβγαλα καί εἶδα ὅτι ἔβγαινε ἀκαθαρσία ἀπό τό στῆθος μου.

Ξύπνησα καί  αἰσθανόμουν τελείως καλά.  Τό εἶπα στή γυναῖκα μου τήν Θεμελίνα καί σέ ἄλλους φίλους καί ἀδελφούς.  Ὅλοι μας ἐδοξάσαμε τόν Θεό γιά τόν π.  Κοσμᾶ πού βρῆκε παρρησία ἐνώπιόν Του.  Ἀπό τότε δέν ἀρώστησα πάλι.

 

3. Ὁ Κατηχητής τῆς ἐνορίας τῶν ἁγίων Θεοδώρων τοῦ χωριοῦ  Μουσονόϊ, ὀνόματι Συμεών,  μᾶς διηγήθηκε τά ἑξῆς: "Ὁ μακαριστός διδάσκαλος καί πνευματικός μας πατέρας,  ὁ παπᾶ Κοσμᾶς,  κάθε χρόνο ἐπισκέπτεται τά παιδιά τῆς ἐνορίας μας,  ἡλικίας ἑπτά,  ὀκτώ,  καί ἐννέα χρονῶν τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου,  τήν 27ην Ἰανουαρίου. .  Μᾶς ἐλύπησε τό γεγονός καί πολύ στενοχωρηθήκαμε,  ὅταν μᾶς εἶπαν τά παιδιά μας,  ὅτι τό ἔτος 1996 δέν τά ἐπισκέφθηκε".

 

4. Στήν παραπάνω Ἐνορία συνέβη καί τό ἑξῆς γεγονός πού ἔχει σχέσι μέ τόν π.  Κοσμᾶ.  Καί αὐτή τήν ἱστορία μοῦ τήν εἶπε ὁ Κατηχητής Συμεών.

Ἕνα παιδί,  μιᾶς ὀρθοδόξου οἰκογενείας,  ὁ Σταμάτιος,  ἀρώστησε βαρειά.  Ὁ πατέρας του παρακαλοῦσε τόν Θεό μέ δάκρυα νά τόν λυπηθῆ.  Μιά νύκτα εἶδε στόν ὕπνο του τόν π.  Κοσμᾶ,  ὁ ὁποῖος καί τοῦ εἶπε: "Πᾶμε στό σπίτι σου".  Ἀφοῦ πῆγαν τόν παρηγόρησε ὁ π.  Κοσμᾶς λέγοντάς του: "Μή κλαῖς.  Τό παιδί σου ἀπό τώρα εἶναι καλά".  Πράγματι τώρα ὁ Σταμάτιος εἶναι δέκαπεντε ἐτῶν.  Ἀπό τότε πού τόν ἐπισκέφθηκε ὁ π.  Κοσμᾶς,  δέν ἀρώστησε πάλι.

 

"Ἐγώ εἶμαι ὀρθόδοξος παπᾶς...ὁ παπᾶ Κοσμᾶς..."

Ὁ ὑποδιάκονος Ἀπόστολος τῆς ἐνορίας τοῦ ἁγίου Μηνᾶ τοῦ χωριοῦ Κισάμπα μοῦ εἶπε καί τό ἑξῆς ὄνειρο κάποιου συγχωριανοῦ του, πού μένει τώρα στήν Μπουτούμπα:

"Στό χωριό μου κάποια ἡμέρα μέ πλησίασε ἕνας ἄνθρωπος, τό ὄνομά του Kipazula ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ὀρθόδοξος. Ἦλθε νά μοῦ διηγηθῆ πῶς εἶδε στόν ὕπνο του τόν μακαριστό π. Κοσμᾶ. Μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:

"Κάποια ἡμέρα ἐπῆγα νά ψαρέψω. Ἐπιστρέφοντας στό σπίτι μου ἔπεσα στό κρεββάτι ἄρρωστος. Δέν μποροῦσα οὔτε νά κινηθῶ. Τότε μιά νύκτα εἶδα τό ἑξῆς ὄνειρο: Εἶδα ὅτι ἦλθε καί σταμάτησε κοντά στό σπίτι μου ἕνα αὐτοκίνητο πού ἔτρεχε μέ πολλή ταχύτητα. Ἄνοιξε τήν πόρτα καί βγῆκε ἔξω ἕνας εὐρωπαῖος μέ ἄσπρα ροῦχα καί μεγάλη γενειάδα. Κρατοῦσε στά χέρια του κι ἕνα βαλιτσάκι. Ἐγώ φοβήθηκα πολύ. Αὐτός ἄνοιξε τό βαλιτσάκι του, ἔβγαλε ἕνα μαντήλι καί μέ ρώτησε:

-Μέ γνωρίζεις ποιός εἶμαι;

-Ὄχι τοῦ εἶπα.

-Ἐγώ εἶμαι ὀρθόδοξος παπᾶς. Ὀνομάζομαι παπᾶ-Κοσμᾶς, πού πέθανα πρίν λίγα χρόνια. Πήγαινε στήν ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων καί πές ἐκεῖ στόν Κατηχητή καί στούς Χριστιανούς νά κάνουν προσευχή γιά σένα καί θά γίνης καλά. Καί, ἄν πάλι ἀρρωστήσεις, νά ἔλθης καί νά παρακαλέσης ἐμένα καί θά σέ βοηθήσω.

Ἐγώ, ἔλεγε κατόπιν ὁ ὑποδιάκονος Ἀπόστολος, ἀπόρησα πώς ἕνας μή ὀρθόδοξος ἀξιώθηκε καί εἶδε στόν ὕπνο του τόν π. Κοσμᾶ. Μετά ἐγώ ἄρχισα νά τοῦ ἐξιστορῶ γιά τήν ἱστορία καί τήν προσφορά τοῦ π.Κοσμᾶ στό Κογκό.

Στήν συνέχεια μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: Κάποια περίοδο ἡ γυναῖκα μου ἦτο ἔγκυος. Ἀλλά ἦτο ἀδύνατον νά γεννήσει φυσιολογικά. Πλησίαζε ὁ θάνατός της. Τότε ἐγώ φώναξα τόν π. Κοσμᾶ, ὡς ἑξῆς: "Κοσμᾶ, Κοσμᾶ, Κοσμᾶ, ἔλα νά μέ βοηθήσεις...". Τήν νύκτα ἦλθε στόν ὕπνο μου μέ τόν ἴδια τρόπο, ὅπως καί προηγουμένως. Μοῦ εἶπε: "Πήγαινε καί πές στούς Ὀρθοδόξους νά κάνουν προσευχή..." Ἡ γυναῖκα μου γέννησε, χωρίς κίνδυνο ἀγοράκι. Τό βάπτισα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τοῦ ἔδωσα τό ὄνομα Κοσμᾶς. Ἀλλά κι ἐγώ, παρηκολούθησα μαθήματα κατηχήσεως καί, ὅταν ἦλθε στήν Μπουτούμπα ὁ π. Μελέτιος μέ βάπτισε δίνοντάς μου τό ὄνομα Θωμᾶς.

Ἀδελφοί ἐν Χριστῶ,  τά χρόνια πού περνοῦμε διακρίνονται ἀπό μία εἰλικρινῆ ἐσωτερική ἀναζήτησι τοῦ ἀνθρώπου γιά τό μεγάλο νόημα τῆς ζωῆς.  Εἶναι ὁ αἰῶνας τῆς Ὀρθοδοξίας,  ὁ αἰῶνας τῆς ἀναζητήσεως τοῦ Θησαυροῦ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί τῆς ἐξαπλώσεώς του καί στούς ἄλλους λαούς πού ἀκόμη δέν Τόν βρῆκαν.  Κανείς δέν ἔτρεξε νά τούς ἀποκαλύψη τόν Θησαυρό,  ἐκτός ὀλίγων.  Παπικοί καί Προτεστάντες ἐξέρχονται πάνοπλοι ἀπό τήν Εὐρώπη μέ πλούσια ὑλικά μέσα καί μόρφωσι γιά νά ὁδηγήσουν τόν κόσμο ὁ καθένας στήν δική του πλάνη.  Ἄρα γε δέν θά ἀναστηθοῦν καί ἄλλοι Κοσμάδες καί Χαρίτωνες καί Χρυσόστομοι γιά νά ἐπωμισθοῦν τό βάρος αὐτῆς τῆς θυσίας;  Πιστεύουμε καί περιμένουμε νά ἐμφανισθοῦν νέοι, φλογεροί στήν πίστι καί στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, πού θά δικαιώσουν τίς ἐλπίδες μας.

 

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+1933-1992)

            Ὁ μακαριστός ἱερομόναχος Χρυσόστομος καταγόταν ἀπό τό χωριό Σειραί Καλαβρύτων Πελοποννήσου. Γεννήθηκε τό 1933 καί κατά κόσμον ὠνομαζόταν Κωνσταντῖνος Σακελλαρόπουλος τοῦ Βασιλείου. Στήν νεανική του ἡλικία, μετά τίς γυμνασιακές του σπουδές, κατετάχθη στό σῶμα τῆς Ἑλληνικῆς Χωροφυλακῆς. Ὅμως γιά κἄπου ἀλλοῦ τόν προετοίμαζε ἡ θεία Πρόνοια. Γι᾿ αὐτό εἶχε ἐκπλαγῆ, ὅταν ἄκουγε ἀπό τά καθαρά στόματα μιᾶς ὁμάδος παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς του ὅτι "τώρα περνάει ὁ Καλόγερος. Αὐτός δέν εἶναι χωροφύλακας εἶναι Καλόγερος".

            Τόν ἅρπαξε λοιπόν ἡ Θεία Χάρις τῆς Παναγίας μας καί τόν ὡδήγησε τό 1961 στό Περιβόλι της, στό Ἅγιον Ὄρος. Μά οἱ λογισμοί δέν τόν ἄφηναν σέ ἡσυχία. Μετά ἀπό λίγους μῆνες κατέβηκε καί πάλι στά Καλάβρυτα σκεπτόμενος νά κοινοβιάση στήν Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου γιά νά βλέπη ἐνίοτε καί τούς συγγενεῖς του. Ἀλλά τά παιδιά τόν πυρπολοῦσαν μέ τά ἁγνά τους στόματα ὑπενθυμίζοντάς του ὅτι εἶναι Καλόγερος. Καί γιατί γύρισε πάλι πίσω....

            Ἔφυγε καί πάλι ὁ χωροφύλακας Κωνσταντῖνος γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Κάθισε τώρα περισσότερο διάστημα στήν Μονή μας, ἀλλά καί πάλι οἱ λογισμοί τόν ἐνωχλοῦσαν νά φύγη γιά τόν κόσμο. Τουλάχιστον, ἔλεγε, νά μείνη σέ κάποια Μονή ἔξω μέ λιγώτερους κόπους καί μοναχικά καθήκοντα. Γιά δεύτερη φορά ἔφυγε γιά τήν πατρίδα του. Προσπάθησε νά μείνη στό Μέγα Σπήλαιο, ἀλλά καί ἐκεῖ ἄλλοι πειρασμοί τόν ξεσήκωσαν. Μιά νύκτα ἔφυγε γιά τρίτη καί τελευταία πλέον φορά γιά τό Ἅγιον Ὄρος.

            Οἱ Πατέρες μέ ἐπικεφαλῆς τόν δραστήριο  Καθηγούμενο π. Βησσαρίωνα  δέχθηκαν τόν ἀθλητή τῆς εὐσεβείας καί τόν ἐνέταξαν στήν Ἀδελφότητά τους. Τό 1963 ἐκάρη μεγαλόσχημος  μοναχός λαβών τό ὄνομα τοῦ μεγάλου καί οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

            Τό 1965 ἔλαβε τόν πρῶτο βαθμό τῆς ἱερωσύνης καί μετά ἀπό ἕξι μῆνες, στίς 6 Ἰουνίου 1966 χειροτονήθηκε ἱερεύς καί ἀνέλαβε ἐκ περιτροπῆς μέ ἄλλους ἱερομονάχους καθήκοντα ἐφημερίου τῆς Μονῆς μας. Σάν ἱερομόναχος ἐφημέριος ἐργάσθηκε στήν Μονή μας μέχρι τό 1979. Κατόπιν παραιτήθη ἑκουσίως τοῦ ἱερατικοῦ του ἀξιώματος, μέ τόν λογισμό νά διακονήσουν τώρα καί οἱ νεώτεροι ἱερομόναχοι καί αὐτός νά ἐπιδοθῆ περισσότερο στήν ἡσυχία καί στήν προσευχή. Καί ὁ ἅγιος Καθηγούμενός μας μαζί μέ τήν Γεροντική Σύναξι ἐνέκριναν τήν ἀπόφασί του.

            Εἶχε προικισθῆ ἀπό τόν Θεό μέ ἀκατάβλητη σωματική δύναμι καί ψυχικό σθένος. Γι᾿ αὐτό ἀψηφοῦσε κόπους γιά τά διακονήματα, ὁλονύκτιες προσευχητικές ἀγρυπνίες, χιλιάδες μετάνοιες, χωρίς νά γνωρίζη οὔτε ὁ διπλανός συγκάτοικός του τί εἴδους ἀσκητής τοῦ κοινοβίου ἦτο ὁ ἀείμνηστος.

            Λόγῳ τοῦ ἁπλοϊκοῦ καί ταπεινοῦ χαρακτῆρος του δέν διακρινόταν γιά κοινωνικές σχέσεις καί συζητήσεις μέ μοναχούς ἤ εὐσεβεῖς Προσκυνητάς τῆς Μονῆς. Ἀπέναντι ὅλων τῶν μοναχῶν συμπεριφερόταν σάν ἕνα μικρό παιδί. Μᾶς προσπερνοῦσε μ᾿ ἕνα παιδικό χαμόγελο καί κάποιο μουσικό συρτό παραλήρρημα: πα, βου, γα, δι, ἤ τό Δι, γα, βου, πα, νι ἤ τό πα, νι ζω, ὅπως συνήθως τό ἔκανε μπροστά στούς μοναχούς ἱεροψάλτες.

            Διακρινόταν γιά τήν σεμνότητά του, τό ἦθος του, τήν πραότητά του καί τήν φιλαδελφία του. Ὅποιος ἀπό τούς πατέρες τόν καλοῦσε νά τόν βοηθήση, οὐδέποτε τοῦ ἀρνήθηκε προφασιζόμενος ὅτι εἶναι κουρασμένος ἤ κἄπου ἀλλοῦ ἀπησχολημένος.

            Ὅταν ἦλθε ἡ νέα συνοδεία τοῦ νῦν Γέροντός μας π. Γεωργίου, ὁ παπᾶ Χρυσόστομος ἦτο μοναδικός ἐκκλησιαστικός, κολλυβᾶς, καμπανάρης, σκευοφύλαξ, Βηματάρης φούρναρης καί πάει τρέχοντας....

Ἀφ᾿ ὅτου ἐξελέγη ὡς Καθηγούμενος ὁ Γέροντάς μας π. Γεώργιος, ὁ παπᾶ Χρυσόστομος τοῦ ὑπετάχθιη μέ ἄκρα ὑπακοή καί ταπείνωσι. Δέν ἔκανε κάτι, ἐάν δέν ἔπαιρνε πρῶτα τήν εὐλογία του.

Ἡ  χαρά του του ἦτο προφανής καί δικαιολογημένη, διότι ἦλθαν νέοι Ἀδελφοί στό Μοναστήρι, στό ὁποῖο δέν εἶχε γίνει κουρά μοναχοῦ τά τελευταῖα δέκα χρόνια. Ἀνακουφίσθηκε ἀπό τόν κόπο τόσων σκληρῶν διακονημάτων  καί ἐπηύξησε τίς ὧρες προσευχῆς στό κελλί του. Μοῦ ἔλεγε ὅτι σηκωνόταν δύο καί τρεῖς ὧρες πρίν τήν ἔναρξι τῆς πρωϊνῆς Ἀκολουθίας γιά τόν Κανόνα καί τίς Μετάνοιές του. Μοῦ ἔκρυβε ἐπιμελῶς πόσα κομποσχοίνια καί μετάνοιες ἔκανε κάθε νύκτα.

Ἀπό τά πρῶτα κιόλας χρόνια ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ νέου Γέροντός μας ἀλλά καί τῆς μικρᾶς τότε συνοδίας του μᾶς ὤθησε στήν ἐπισκευή καί συντήρησι τῶν ἐγκαταλλειλειμένων Καθισμάτων, Ἡσυχαστηρίων καί ναΐσκων πέριξ τῆς Μονῆς μας. Πρῶτος στόχος μας ἀπό τό 1976 κιόλας ἦτο ἡ ἀνακατασκευή τοῦ Καθίσματος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τό Κάθισμα αὐτό εἶναι πλησίον τῆς ἱστορικῆς σπηλιᾶς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Κτήτορος τῆς Μονῆς μας καί εἶναι γνωστό ἀπό τόν βίο τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τόν βίο του, ἦλθε σ᾿ αὐτό τό Κάθισμα δῆθεν γιά ἐκμάθησι κατασκευῆς ξυλίνων κουταλιῶν. Κατ᾿ ἀλήθειαν ὅμως γιά τήν διδασκαλία τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀπό δύο ἡσυχαστές πού ζοῦσαν τότε  ἐκεῖ.

Μαζί μέ τόν παπᾶ Χρυσόστομο ἐπηγαίναμε καθημερινῶς τούς καλοκαιρινούς κυρίως μῆνες γιά νά γκρεμίσουμε τά σαπισμένα ξύλινα ἐσωτερικά διαχωρίσματα, νά πετάξουμε μέ τό καρότσι τούς τόννους χωμάτων, στήν συνέχεια νά φέρουμε τά ἀναγκαῖα οἰκοδομικά ὑλικά καί νά ξεκινήσουμε τήν ὑποστήριξι τοῦ κτιρίου διά ἐξωτερικοῦ τσιμεντένιου τοίχου καί καινούργιων ἐσωτερικῶν ξυλίνων διαχω-ρισμάτων. Ὅλοι οἱ νέοι τότε Πατέρες, προσέφερον ἀόκνως τήν βοήθειά τους γιά νά γίνη τό ὡραῖο αὐτό ἡσυχαστικό Κάθισμα κατάλληλο γιά κατοίκησι.

Ὁ παπᾶ Χρυσόστομος προχώρησε στήν κατασκευή καί ἄλλων ἀπαραιτήτων χώρων. Γιά τήν ἀνάβασι πρός τήν εἴσοδο τοῦ Καθίσματος, κατεσκεύασε πλατειά λοθόσκαλα. Ἀκόμη μετέφερε σανίδια καί στύλους  καί κατεσκεύασε τό ἀποχωρητήριο, στά 30 μέτρα ἔξω ἀπό τό κτίριο τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Ἐνῶ τό ἰσόγειο καθαρίσθηκε ἀπό τά μπάζα τῶν χωμάτων καί τσιμεντώθηκε. Στόν χῶρο αὐτό ἔγινε ἡ τραπεζαρία φαγητοῦ ἤ αἴθουσα συνάξεων καί στήν ἄκρη ἕνα ἀκόμη ἀσκητικό κελλί.

Καί ἐπειδή ὁ παπᾶ Χρυσόστομος ἀγαποῦσε πολύ τήν μόνωσι γιά ἡσυχία καί ἐπίκλησι τῆς εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἐζήτησε εὐλογία ἀπό τόν Γέροντά μας ν᾿ ἀναχωρήση πρός τά ἐκεῖ. Τοῦ ἐδόθη ἡ εὐλογία. Μετέφερε τά πράγματά του, βελέντζες, κουβέρτες, λίγα κατσαρολικά, τό παξιμάδι του καί λοιπά χρειώδη.  Καί ἕνα Σάββατο ἀπόγευμα ἐγκαταστάθηκε στό Κάθισμα.

Τήν ἑπομένη, ἡμέρα Κυριακή, ἔγινε ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία καί ἀντηλλάγησαν ἐγκαρδίως οἱ ἀνάλογες εὐχές γιά τόν νέον Ἡσυχαστή!  Ἀλλά τί τραγική εἰρωνεία! Δέν εἶχε ὑπολογίσει ὁ μακαριστός παπᾶ Χρυσόστομος ὅτι ἦτο ἐκ φύσεως δειλός καί ἐκλονίζετο ὁλόκληρος ἀκόμη καί ἀπό τό ἁπλό θρόϊσμα τῶν φύλλων. Ὁ ἴδιος μᾶς εἶπε ὅτι τήν πρώτη ἐκείνη νύκτα τοῦ κτυποῦσαν οἱ δαίμονες τήν πόρτα...Πάντως τό ἴδιο ἀπόγευμα, μέσα στό καῦμα τοῦ καλοκαιριοῦ, φορτώθηκε τήν κόκκινη βελέντζα του, τά κατσαρολικά του καί τά λοιπά πράγματά του καί κατηφόρισε στό Μοναστήρι του. Ἀπό τότε δέν ἔκανε πλέον τέτοιου εἴδους πειράματα καί ἀποφάσεις.

Κάποτε τό Μοναστήρι ἀπεφάσισε γιά λόγους οἰκονομίας ν᾿ ἀγοράζη τό σιτάρι καί ὁ διακονητής παπᾶ Χρυσόστομος νά προβαίνη στόν καθαρισμόν του, στό πλύσιμο, στό στέγνωμα καί μετά στό ἄλεσμα. Ἐπί μία σχεδόν ἑβδομάδα ἠσχολεῖτο μέ τήν γνωστή προετοιμασία τοῦ σιταριοῦ μέχρις ὅτου γίνει ψωμί καί προσφερθῆ στήν τράπεζα τῶν Πατέρων. Ὅλοι οἱ πατέρες τόν  ἐθαυμάζαμε, καθώς τόν ἐβλέπαμε ν᾿ ἁρπάζη τά σακκιά μέ τό βρεγμένο σιτάρι καί μόνος του νά τά ἀνεβάζη ἀπό ξυλόσκαλα στήν ταράτσα τοῦ κτιρίου τῆς Τραπέζης γιά νά στεγνώσουν. Μετά τό στέγνωμα καί πάλι ὁ ἴδιος νά τό τσουβαλιάση, νά τό κατεβάση, νά τό ἀλέση καί κατόπιν ἀρκετοί πατέρες νά τό ζυμώσουν.

Τό 1979 μία ὁμάδα 5-6 νέων τότε Πατέρων κατηφορίζαμε ἀπό τήν κορυφογραμμή πρός τήν Μονή ἀκολουθώντας τό φυσικό σύνορο τῶν δασικῶν περιοχῶν τῶν δύο Μονῶν, Γρηγορίου καί Διονυσίου. Μετά χαρᾶς διαπιστώσαμε ὅτι βαδίζοντες πρός τά κάτω εὑρήκαμε μονοπάτι, ἀλλά πνιγμένο στούς θάμνους. Κατωρθώσαμε καί τό περπατήσαμε χωρίς νά ξέρουμε ποῦ θά μᾶς βγάλη. Φθάσαμε σέ κάτι παλαιά χαλάσματα. Εἴχαμε φθάσει στήν γνωστή ἀπό τήν ἱστορία τῆς Μονῆς μας Σκήτη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, στήν ὁποία ἀσκήτευσαν ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ὁ Κτήτωρ, μέ ὁμάδα μαθητῶν του. Παρότι ὁ τόπος ἦτο πνιγμένος ἀπό θάμνους καί μεγάλα δένδρα, τά Ἄρια, ἐρευνήσαμε καί βρήκαμε τά ἐρείπια τῆς ἐκκλησίας, ντουβάρια γκρεμισμένα ἑνός κελλιοῦ, δύο κτισμένες  μέ ξερολίθι θολωτές πηγές νεροῦ, ὅπου ἔρρεε τό νερό, παρά τήν καλοκαιρινή καῦσι καί μία φυσική σπηλιά.

Ἡ χαρά μας ἦτο πέραν ἀπό κάθε περιγραφή. Βαδίζοντες τό ἴδιο μονοπάτι κατεβήκαμε στήν Μονή. Ἀνεκοινώσαμε στόν σεβαστό μας Γέροντα τήν ἀνεύρεσι τῆς παλαιᾶς Σκήτης τοῦ Κτίτορός μας καί ἡ χαρά του ἐπίσης ἦτο μεγάλη. Κατόπιν  ὁ παπᾶ Χρυσόστομος, ἀκούραστος μονομάχος σέ ἔργα ἀνοικοδομήσεως, ἐπῆρε τήν εὐλογία γιά νά ἀφιερωθῆ στήν ἀνασύστασι τῆς Σκήτης.

Ἐπί τέσσαρα χρόνια, παράλληλα μέ τό κανονικό διακόνημα τοῦ φούρναρη, ἀγωνιζόταν ἀθόρυβα καί ταπεινά μέ θαυμαστά ἀποτελέσματα. Πρώτη του δουλειά ἦτο νά κόψη τούς θεόρατους κορμούς τῶν δένδρων καί τῶν θάμνων. Μετά ἀνέλαβε νά κτίση τίς γκρεμισμένες μάνδρες, χωρίς τσιμέντα καί ἄμμο, "ξερολίθι", ἀλλά καί χωρίς κάποιον βοηθόν. Κατόπιν ἀπελευθέρωσε ἀπό ὅλες τίς πέτρες τό μισογκρεμισμένο δωμάτιο καί ἄρχισε μόνος του νά τό κτίζη μέ ξερολίθι. Γιά σκεπή ἔκοψε ἀπό τό δάσος χονδρά καδρόνια, μετέφερε  σανίδια καί λαμαρίνες, ὅλα στήν πλάτη του, ἀπό τήν Μονή καί ἐσκέπασε τό κελλί του. Καί νά σκεφθῆ ὁ εὐσεβής ἀναγνώστης ὅτι ἡ ἀπόστασις μέ τά πόδια εἶναι μία ὥρα ἀνηφορικῆς καί κοπιώδους ἀναβάσεως.

            Προκειμένου νά καλλωπίση καί ἐξημερώση τόν ἀγριότοπον, ἐφύτευσε δένδρα, ἀμυγδαλιές, ροδακκινιές, συκιές καί κληματαριές. Ὅσον ἀφορᾶ γιά τό πότισμά τους, συγκέντρωσε τό νερό τῶν πηγῶν καί μέ εἰδικό κανάλι διευκόλυνε τήν ροή του πρός τά

νεόφυτα δενδρύλλια. Παρότι δέν εἶχε σκεφθῆ ὅτι μπορεῖ κάποτε νά μείνη ἐκεῖ, ἔσκαψε τούς κήπους καί ἔβαλε λίγα λαχανικά γιά νά χαίρεται ἡ ψυχή του, ἀλλά καί ἡ καρδιά τοῦ κάθε εὐλαβοῦς Προσκυνητοῦ.

Μέ τόν ἴδιο δυναμισμό ἐργάσθηκε ἀρκετά χρόνια καί στούς Κήπους τοῦ Ἀμπελιοῦ τῆς Μονῆς. Δέν ἐγνώριζε ἀπό κοπώσεις καί ἀναπαύσεις. Τόσον ὁ Γέροντας μας ὅσο καί οἱ Πατέρες τῆς Γεροντικῆς Συνάξεως αἰσθάνοντο ἱκανοποίησι καί ἐδόξαζον τόν Θεό γιά τήν ἐπιτυχῆ διακονία τοῦ π. Χρυσοστόμου, ὅπου καί ἄν ἐπέρασε.

Καί ἦλθε ἡ ἀναπάντεχη γιά ὅλους  μας ὥρα τῆς ὁριστικῆς του ἀναχωρήσεως ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ἦτο τό ἔτος 1992. Διακονοῦσε τά χρόνια ἐκεῖνα στούς Κήπους τοῦ Ἀμπελιοῦ τῆς Μονῆς μέ ὑπεύθυνο διακονητή τόν ἱερομ. π. Βαρνάβα. Ἀπό τά μέσα Ἰουλίου τοῦ παρουσιάσθηκαν δύο ἐλαφρά στήν ἀρχή προβλήματα. Ἄρχισε νά μειώνεται ἡ ὅρασίς του καί νά αἰσθάνεται πόνους στό κεφάλι του. Ὁ ἀδελφός τῆς Μονῆς μας, ἰατρός ἱερομ. π. Δημήτριος διεπίστωσε ἀπό τήν ἀρχή τί συμβαίνει. Διέγνωσε κακοήθη ὄγκο στόν ἐγκέφαλο μέ ἀποτέλεσμα νά μεταβῆ ἔξω ἐσπευσμένως γιά χειρουργική ἐπέμβασι. Ἐπειδή ἦτο χαριτωμένος καί ἀστεῖος τύπος, δέν δειλίασε νά εἰπῆ καί στόν χειροῦργο γιατρό του ὅτι τόν προσκαλεῖ στήν κηδεία του καί νά εἰδοποιηθῆ ὁ Οἰκονόμος τῆς Μονῆς μας νά τοῦ ἀνοίξη τόν τάφο!

Μετά τήν ἐγχείρησι ἐφάνη κάποια βελτίωσις, ἀλλά χωρίς ὑπαναχώρησι τοῦ προβλήματος. Ἐπέστρεψε στήν Μονή μας. Τό φῶς τῶν ματιῶν του καθημερινά ὅλο καί χειροτέρευε. Ἐζήτησε ἀπό τόν Γέροντά μας νά μεταβῆ στά πέριξ τῆς Μονῆς παρεκκλήσια νά χαιρετίση τούς Ἁγίους Προστάτες τους. Μέ τήν εὐλογία τοῦ Γέροντος, τόν ἐπῆρα καί τόν συνώδευσα γιά τό τελευταῖο προσκύνημά του στό Ἡσυχαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀθωνιτῶν Πατέρων καί τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Σέ καθένα ἀπ᾿ αὐτά ἔκανε μερικά κομποσχοίνια μετρώντας τα μέ μικρά χαλικάκια. Κατόπιν τόν βοήθησα καί κατεβήκαμε στό Μοναστήρι μας.

Οἱ πόνοι, λόγῳ τοῦ καρκίνου τοῦ ἐγκεφάλου, δυνάμωσαν ἀπελπιστικά. Καί πάλι στό νοσοκομεῖο Ἀχέπα τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ γιατρός του διεπίσωσε τήν σοβατότητα τῆς ὑγείας του καί ἀνεκοίνωσε στούς συνοδούς του, ὅτι εἶναι ματαία κάθε ἄλλη ἐγχείρησις καί θά πρέπει νά ἐπιστρέψη στήν Μονή περιμένοντας τό μοιραῖο.

Ἔτσι μέσα σέ διάστημα τεσσάρων μηνῶν ὁ ἀκαταμάχητος καί ἀκαταπόνητος παπᾶ Χρυσόστομος νικήθηκε καί ἔπεσε γιά πρώτη φορά στό κρεββάτι. Ἀρκεῖ νά σκεφθῆ κανείς ὅτι δέν εἶχε πιῆ στήν ζωή του οὔτε μία ἀσπιρίνη. Ἤπιε ὅμως τώρα μιά γιά πάντα τό πικρό τοῦ θανάτου ποτήριο καί μάλιστα γεμᾶτο. Λέγω γεμᾶτο, διότι οἱ πόνοι τίς τελευταῖες ἡμέρες ἦσαν ἀβάστακτοι. Νομίζοντας ὅτι θά ἀνακουφισθῆ κρατοῦσε μέ τά ἀτσαλένια χέρια του τά  σιδερένια κάγκελλα τοῦ κρεββατιοῦ του μέ τόση δύναμι πού ἦτο ἀδύνατον νά τοῦ τά βγάλουμε. Τοῦ ἔδιναν οἱ γιατροί συνεχῶς ἰσχυρά παυσίπονα μέχρι νά τελειώση. Τό τέλος του τό περίμενε λέγοντας καί  τά χαριτωμένα ἀστεῖα του, ὡσάν νά ἔπασχε ἄλλος ἀντί αὐτοῦ! Περιέπαιζε τό φοβερό τοῦ θανάτου μυστήριο καί ἐνόμιζε κανείς ὅτι βαδίζει γιά πανήγυρι. Ναί, πράγματι μετέβαινε στήν πανήγυρι τῶν Πρωτοτόκων ἐν Οὐρανοῖς! Καί ἀντί νά τόν παρηγοροῦν οἱ παρευρισκόμενοι Ἀδελφοί του, διασκέδαζε ὁ ἴδιος τήν θλῖψι καί τήν κατήφειά τους.

Στίς 19 Νοεμβρίου 1992, μετά ἀπό κῶμα ὀλίγων ὡρῶν, παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Δικαιοκρίτου Θεοῦ, παρόντος  τοῦ ἁγίου Γέροντος τῆς Μονῆς μας καί πολλῶν Πατέρων.

Ἰδού τί ἔγραψε ὁ σεβαστός μας Γέροντας στό περιοδικό τῆς Μονῆς μας "Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος" τοῦ 1993 γιά τόν μακαριστό παπᾶ Χρυσόστομο:  "Στίς 19-11-1992 ἀπῆλθε πρός Κύριον ὁ ἀδελφός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας Ἱερομόναχος Χρυσόστομος σέ ἡλικία 59 ἐτῶν. Ἡ σύντομη, ἀλλά ὀδυνηρή ἀσθένειά του τόν ἐδοκίμασε ὡς χρυσόν ἐν χωνευτηρίῳ. Ὁ π. Χρυσόστομος ἀπεδείχθη ὄντως καθαρό χρυσάφι. Ἡ θαυμαστή του ὑπομονή καί ἡ ἀδαμάντινη καρτερία στούς φρικτούς πόνους τῆς ἀσθενείας, μέχρι σημείου πού νά μή ἀκουσθῆ ὁ παραμικρός γογγυσμός ἀπό τά χείλη του, φανέρωσαν τήν κρυφή ἀρετή του.

Εἶχε ζήσει ἀθόρυβα, ταπεινά. Ἀγαποῦσε τόν ναό, τίς ἀκολουθίες, τήν εὐταξία στήν Ἐκκλησία, τήν τήρησι τοῦ Τυπικοῦ. Ἦταν εὐλαβής καί προσεκτικός λειτουργός. Ἔδειχνε πολλή ἀγάπη πρός ὅλους, ἰδίως πρός τούς ἀρχαρίους μοναχούς. Μέ χαριτωμένα ἀστεῖα διασκέδαζε τούς λογισμούς των καί τούς παρηγοροῦσε. Πρός τούς ἄλλους ἦταν ἐπιεικής, ἐνῶ πρός τόν ἑαυτό του αὐστηρός. Κατέβαλλε ὑπεράνθρωπους σωματικούς κόπους ὑπηρετώντας στά διάφορα διακονήματα καί ἐκτός αὐτῶν. Ἄφησε μνήμη  εὐλαβοῦς ἱερομονάχου καί γενναίου ἀθλητοῦ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Γιά τόν ἀείμνηστο παπᾶ-Χρυσόστομο ταιριάζει τό γραφικό: "Τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς, ἀρεστή γάρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχή αὐτοῦ".

 

 ΓΕΡΩΝ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

+ 1892 - 1975

Τόν ἐγνώρισα ὡς ἀρχοντάρη τό 1975, ὅταν εἶχα ἔλθῃ ὡς δόκιμος Μοναχός στό Μοναστήρι. Μέ ἐντυπωσίαζε ἡ προθυμία του διά τήν καθαριότητα τοῦ διακονήματός του, στό ὁποῖον ὑπηρέτησε ἐπί 20 συνεχῆ χρόνια. Παρά τά 84 χρόνια του, ἦταν τακτικός στήν Ἐκκλησία, ὅπου καί ἔψαλλε μέ τήν ἰσχνή φωνή του. Κάποια φορά ἐπῆγα στό κελλί του. Ἐκεῖνος καθόταν στήν ἁπλωταριά καί βλέποντας πρός τήν θάλασσα, ἐστέναζε καί κινοῦσε θρηνητικά τό κεφάλι του. Τόν πλησίασα, τοῦ ἀσπάσθηκα τό χέρι, καί εἰς ἀδιάκριτη ἐρώτησί μου, διατί στενάζει, μοῦ ἀπήντησε: «῎Αχ παιδί μου, ἐγώ ἔχω ματώσει τήν θάλασσα μέ τά παράνομα ἔργα μου».

Πράγματι, ὁ Γέρο-Μακάριος ἐπέρασε στά νεανικά του χρόνια μία ἀσυνήθιστη δοκιμασία. Ἀλλά, πρίν τήν περιγράψουμε, ἄς ἀρχίσουμε ἀπό τήν καταγωγή του. Γεννήθηκε στό ῎Αργος Πελοποννήσου τό ἔτος 1892, ἀλλά μεγάλωσε στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ ὁ πατέρας του εἶχε γίνει εὐκατάστατος, διότι εἶχε ἀνοίξει ξενοδοχεῖο καί ἑστιατόριο πλησίον τοῦ ῾Αγίου Κωνσταντίνου ῾Ομονοίας. Τό βαπτιστικό του ἦταν Μηνᾶς καί τό πατρώνυμον Ζωϊόπουλος τοῦ Χρήστου. ῏Ηταν μοναχογυιός. Τό ἔτος 1922 ἔφυγε διά νά μονάσῃ στό ῞Αγιον ῎Ορος, καί ἐβύθισε σέ μεγάλο πένθος τούς γονεῖς του καί ἰδιαίτερα τήν μητέρα του, διότι σ᾿ αὐτόν ἐστήριζε ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἐλπίδες της.

Ἀφοῦ ἦλθε στό Μοναστήρι, μετά τρία χρόνια ἐκάρη Μοναχός. Τότε ἀρρώστησε καί βγῆκε στήν Θεσσαλονίκη διά νά ὑποβληθῆ σέ ἐγχείρησι κήλης. Τό ἔμαθε ἡ μητέρα του, ὅτι ὁ υἱός της εἶναι ἄρρωστος στήν Θεσσαλονίκη καί ἦλθε ἀμέσως κοντά του. Τόν παρεκίνησε νά κατέβῃ στήν Ἀθήνα γιά νά κάνῃ ἐκεῖ τήν ἐγχείρησι. Πράγματι, χειρουργήθηκε στήν Ἀθήνα, ἀλλά, ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά ἐπιστρέψῃ στήν Μονή, συνάντησε δυναμική θά ἐλέγαμε τήν ἀντίδρασι τῆς μητέρας του. Μέ τά δάκρυά της, τίς παρακλήσεις καί ὑποσχέσεις, τόν κατέπεισε νά μείνῃ στό κόσμο γιά νά γηροκομήσῃ τούς γονεῖς του καί νά κληρονομήσῃ τήν τεράστια  πατρική περιουσία.

Παρ᾿ ὅτι ὡς ἄνθρωπος ὑπέκυψε σ᾿ αὐτόν τόν πειρασμό τῆς μητέρας του, ὅμως δέν ἔπαυε καθημερινῶς νά ἐκτελῇ τόν μοναχικό του κανόνα, τά κομβοσχοίνια του καί τίς προσευχές του. Αὐτή ἡ ἀγαθή προαίρεσίς του, συνεκίνησε τόν Θεόν καί τοῦ ἑτοίμασε τήν ὁδόν τῆς ἐπιστροφῆς, ὅπως τόν ἄσωτο υἱό.῾Ο πόθος τῆς μετανοίας εἶχε ἀνάψει στήν καρδιά του, ἀλλά πῶς τώρα παντρεμένος μέ ἕνα παιδάκι 7 ἐτῶν, θά ἐγκαταλείψῃ τήν οἰκογένειά του, τήν περιουσία του, τούς φίλους καί συγγενεῖς του γιά νά πάρῃ τόν δρόμον τοῦ χαμένου παραδείσου; Τά ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστίν. Τρία συγκλονιστικά γεγονότα προεκάλεσαν τήν ἐσπευσμένη ἀπαγκίστρωσί του ἀπό τά γήϊνα μέ τά ὁποῖα ἦταν τόσο σφυκτά δεμένος ἐπί 9 χρόνια.

Κάποια φορά πιεζόμενος ἀπό τό πάθημά του, ἐπεσκέφθηκε τόν ἐνάρετο χριστιανό καί μεγάλο λογοτέχνη Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη γιά νά πάρῃ τήν συμβουλή του.

Κύριε Ἀλέξανδρε, τοῦ εἶπε, ἔχω νά σᾶς εἰπῷ κάτι.

Εὐαχαρίστως ὅ,τι θέλετε.

Ἐμένα ὅπως μέ βλέπετε καί μέ ξέρετε, δέν εἶμαι ὁ κύριος Μηνᾶς Ζωϊόπουλος, ἀλλά ὁ Μοναχός Μακάριος Γρηγοριάτης. Τί πρέπει νά κάνῳ γιά νά σωθῷ; 'Από τήν μιά πλευρά οἱ ἰσχυροί οἰκογενειακοί δεσμοί, καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως καί ὁ φόβος τῆς αἰωνίου κολάσεως μέ ἔχουν φέρει σέ ἀδιέξοδο. Δέν ξέρω, τί νά κάνῳ; Τί μέ συμβουλεύετε;

῾Ο κ. Ἀλέξανδρος ἔβγαλε ἀπό τό συρτάρι του τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα τῶν Μοναχῶν, τό ἀσπάσθηκε μπροστά του καί τοῦ εἶπε:

Βλέπεις αὐτό τό Σχῆμα; Κάθε ἡμέρα τό ἀσπάζομαι τώρα ἐπί 12 χρόνια, καί περιμένω πότε νά ἔλθῃ ἡ εὐλογημένη ὥρα νά τό φορέσῳ, καί ἐσύ μέ ἐρωτᾶς τί νά κάνῃς; Νά γυρίσῃς ἀμέσως πίσω. ῾Υπάρχει μετάνοια καί σωτηρία. ῾Η ἀγωνία ὅπου ἔχεις γιά τήν ψυχική σου σωτηρία, εἶναι σημεῖον τοῦ Θείου ἐλέους. Καί διά τήν οἰκογένειάν σου μή μεριμνᾶς, θά φροντίσῃ δι᾿ αὐτήν ὁ Θεός.

Τό δεύτερο γεγονός εἶναι τό ἑξῆς: ῾Ο γέροντάς του ὁ παπᾶ Γεώργιος, δέν ἔπαυε ἀπό τό Μοναστήρι νά τοῦ στέλλῃ γράμματα καί νά τόν παρακαλῇ νά γυρίσῃ πίσω. Κάποια φορά ἕνα ἀπό αὐτά ἔπεσε στά χέρια τῆς γυναικός του, ἡ ὁποία μέχρι τότε δέν ἤξερε ὅτι ὁ ἄνδρας της ἦταν πρίν Μοναχός ἁγιορείτης. Τό ἤξερε μόνον ὁ ἀδελφός της μέ τόν ὁποῖον ὁ ἀδελφός Μακάριος συνεργαζόταν στίς ξενοδοχειακές του ἐπιχειρήσεις.

῞Οταν τό βράδυ ἦλθε στό σπίτι ὁ δυστυχής Μακάριος, ἄκουσε κατάπληκτος ἀπό τήν γυναῖκα του τά ἑξῆς λόγια: «῎Ησουν πρίν Μοναχός καί μοῦ τό ἔκρυβες ἔεε: Λοιπόν ἀπό σήμερα διακόπτουμε κάθε συζυγική σχέσι».

'Εν τῷ μεταξύ στίς ἐπιχειρήσεις του δέν ἔβλεπε ποτέ «ἄσπρη ἡμέρα». Χρεωκοποῦσε ἀπό τήν μία, ἄνοιγε μέ τόν κουνιάδο του ἄλλη. Καί σ' αὐτήν ἀποτύγχανε. Κάποτε ἐπῆγε στόν Πύργο τῆς Ἠλείας καί ἄνοιξε μέ τόν συνεργάτη του κινηματογράφο. Τόν ἔκλεισε ὅμως γρήγορα, διότι δέν εἶχε πελατεία. ῎Αν καί ἔκαιε καντήλι στό σπίτι του καί στό εἰκόνισμα εἶχε ῞Αγια Λείψανα, ἐν τούτοις ὅλα τοῦ ἤρχοντο ἀνάποδα. Τόν κυνηγοῦσε ὁ Θεός μέ ἀνθρώπινες ἀποτυχίες διά νά τόν ἀναγκάσῃ νά θυμηθῇ τίς ὑποσχέσεις του καί νά ἐργασθῇ, ὅπως πρῶτα διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του.

Τό τρίτο πλέον συνταρακτικό γεγονός ἦταν τό ἑξῆς:

῞Ενα βράδυ καθώς ἦταν κουρασμένος, ἐξάπλωσε στό κεραβάτι του. Μαζί του ἐπάνω εἰς τό στῆθος του ἐπῆρε καί τό παιδάκι του μέ τό ὁποῖο ἔπαιζε, τό χάϊδευε καί τό φιλοῦσε. Ξαφνικά βλέπει τό παιδί ἐπάνω στό στῆθος τοῦ πατέρα του, ἐνῶ φοροῦσε ἄσπρο ὑποκάμισο, κόκκινα γράμματα. Ἦταν τά γράμματα τοῦ Ἀγγελικοῦ του Σχήματος, τό ὁποῖον σάν σφραγίδα παραμένει ἀνεξίτηλο ἀπό τή ζωή κάθε  Μεγαλόσχημου Μοναχοῦ. Μπαμπά, δός μου καί ἐμένα ἀπό αὐτά τά ὡραῖα κόκκινα στολίδα πού ἔχεις μπροστά σου; ῾Ο πονεμένος Γέρο-Μακάριος κατάλαβε, ὅτι τόν ἀγαπᾶ ἀκόμα ὁ Θεός, ἀφοῦ στό μικρό παιδάκι τοῦ ἀπεκάλυψε, ὅτι εἶναι ἀκόμα Μοναχός καί Μοναχός θά πεθάνῃ. Ἀπεφάσισε ἀμέσως νά ἐπιστρέψῃ.

Χωρίς νά ἐνημερώσῃ τήν σύζυγόν του, τούς ἄλλους συγγενεῖς του, ἐφίλησε μέ κλάμματα τό παιδάκι του καί μέ τό βραδυνό τραῖνο ἔφθασε κατ᾿ εὐθείαν στήν Θεσσαλονίκη. Τήν ἄλλη ἡμέρα μέ τό πλοιάριο ἦλθε στήν μετάνοιά του, τήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου. Ἐδῶ ὁ Θεός τοῦ προβάλλει ἄλλη δοκιμασία καί παιδαγωγική τιμωρία διά νά τόν δοκιμάσῃ. Πλησιάζοντας εἰς τήν πύλη τῆς Μονῆς, μία δύναμις τόν ἐμποδίζει. Ἐπιχειρεῖ καί πάλιν νά εἰσέλθῃ, ἀλλά ἀδύνατον. Ἐπί τρεῖς φορές ἐπιχειρεῖ, καί ὁ Θεός τῆς ἀγάπης ἀρνεῖται. Περιμένει κάποια μεγάλη τώρα ὑπόσχεσι, τήν ὁποίαν ὁ ἀδελφός Μακάριος δέν ἄργησε νά δώσῃ στόν φιλάνθρωπο Δεσπότη Χριστό. Τοῦ εἶπε: «Δέσποτα Ἰησοῦ Χριστέ καί ῞Αγιε Νικόλαε, Προστάτα τῆς Μονῆς μας, δεχθῆτε με στό Μοναστήρι σας, καί σᾶς ὑπόσχομαι δέν θά βγῷ πάλι στόν κόσμο μέ τό θέλημά μου». Πράγματι ἀφέθη ἐλευθέρα ἡ εἴσοδος, καί μεγάλη χαρά ἔγινε στήν Μονή «ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῶ μετανοοῦντι, ὅτι νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, ἀπολωλός ἦν καί εὑρέθη».

῎Εκτοτε ἔζησε στό Μοναστήρι ἐπί 41 χρόνια μέ θερμή μετάνοια καί δάκρυα, καθημερινῶς ἐνθυμούμενος τό ὀλίσθημα πού ὡς ἄνθρωπος ἔπεσε, καί ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ ἐπανῆλθε καί ἀνεστήθη. ῾Η ἄπειρη εὐσπλαχνία του, καθώς μοῦ ἔλεγε, τοῦ τρυποῦσε τά στήθη καί τοῦ προκαλοῦσε πολλά δάκρυα εὐγνωμοσύνης καί εὐχαριστίας.

῾Υπηρέτησε μέ πνεῦμα θυσίας καί αὐταπαρνήσεως ὡς βοηθός δοχειάρης, παρηγουμενιάρης καί προπαντός ὡς ἀρχοντάρης. Οἱ προσκυνηταί εύχαριστοῦντο ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν φιλοξενία του. ῾Η καθαριότης τοῦ ἀρχονταρικίου ἦταν παροιμιώδης ἐπί τῆς ἐποχῆς του. Οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου, ὁσάκις ἤρχοντο γιά δουλειές ἤ γιά τίς πανηγύρεις τῆς Μονῆς, ἔβλεπαν τόν Γέρο-Μακάριο μέ τό πινέλο στό χέρι. ῾Η προϋπηρεσία του  ὡς ξενοδόχου στόν κόσμο, τόν εἶχε διδάξει πολλά γιά τή διοίκησι καί φιλάδελφη διακονία τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

Τί δέ νά διηγηθῇ κανείς γιά τίς κηπουρικές του ἀσχολίες; Μέ τό ζῆλο καί τήν σωματική ἀντοχή πού εἶχε, ἔσπασε τόν βράχο καί μετέστρεψε πρός ἄλλη κατεύθυνσι τήν κοίτη τοῦ χειμάρου γιά νά ἐκμεταλλευθῇ λίγα τετραγωνικά γῆς. Ἐκεῖ στήν ἄκρη τῶν κρεμαστῶν κήπων, δεξιά τοῦ Κοιμητηρίου, ἔφτιαξε δέκα μικρά πεζουλάκια. Μετέφερε χῶμα καί ἐφύτευσε ἐλιές, συκιές καί πορτοκαλλιές. Λόγῳ ὑπερκοπώσεως ἔπαθε κήλη καί μετεφέρθηκε καί πάλι στήν Θεσσαλονίκη γιά τήν περίθαλψί του.

Τότε ἦλθε ἔνταλμα συλλήψεως τοῦ Γέρο-Μακαρίου διά τά χρέη πού ἄφησε, λόγῳ χρεωκοπίας τῶν ἐπιχειρήσεών του. Τόν καλοῦσε ἡ ἀστυνομία νά δικασθῇ στήν Θεσσαλονίκη. Ἐπενέβη ὁ δυναμικός οἰκονόμος καί προϊστάμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Γέρο-Βαρλαάμ καί εἶπε στούς δικαστικούς: "ὁ Γέρο-Μακάριος δέν ἔχει τίποτα στό ὄνομά του διά νά πληρώσῃ τούς ὀφειλέτες του καί τό Κράτος. Ἐάν τόν φυλακίσετε θά πληρώνετε καί τό φαγητό του καί τίς ἄλλες ἀνάγκες του, χωρίς κάποια πιθανή ἐπίλυσι τοῦ χρέους του μελλοντικά. Εἶναι συμφερώτερο νά τόν ἀφήσετε ἥσυχο στό Μοναστήρι του. Αὐτός θά προσεύχεται καί δι᾿ ἐσᾶς καί θά βρῆτε ψυχική ὠφέλεια στήν καρδιά σας!!. ῎Ετσι ἀφέθηκε ὁ Γέρο-Μακάριος καί ὅλα τά χρέη του τά ἀπέσβεσε ἡ Πολιτεία.

῾Ο Γέρο-Μακάριος ἐπρωτοστάτησε καί διά τήν ἐπάνδρωσι τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία ἔγινε τόν Ἰούλιο τοῦ 1974, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ῾Ιερομόναχο τότε Γεώργιον καί νῦν ῾Ηγούμενο τῆς Μονῆς μας, ὁ ὁποῖος ἦλθε μέ ἕξ (6) ἀδελφούς ἀπό ἕνα Μοναστήρι τῆς περιοχῆς Φύλλα τῆς Εὐβοίας. Μέ τούς ἄλλους Προϊσταμένους ἐκάλεσαν τήν νέα συνοδεία καί τῆς προσέφεραν ἀγάπη, ἐκτίμησι, ἐμπιστοσύνη γιά νά συνεχισθῇ ἡ λειτουργία τῆς Μονῆς.

Τό καλοκαλίρι τοῦ 1975, λόγω γηρατειῶν καί τῆς ἀσθενείας του, ἔπεσε στό κρεβάτι. Εἶχε πνευμονικό οἴδημα, γαστρορραγία καί ἀπόφραξι τῆς οὐροδόχου ὁδοῦ. ῾Ο Γέροντας τῆς Μονῆς Καθηγούμενος π. Γεώργιος, ἔδωσε ἐντολή τήν ἐπαύριον νά πάῃ στήν Θεσσαλονίκη. Τό πρωῒ ὁ Γέρο-Μακάριος ἐκάλεσε τόν ῾Ηγούμενο καί τοῦ εἶπε: «Γέροντα τήν νύκτα στό ὕπνο μου εἶδα τόν Χριστό καί μοῦ εἶπε: «Χάρις στίς προσευχές τῶν Πατέρων θά σέ ἀφήσω νά ζήσῃς ἀκόμη 45 ἡμέρες».

῞Οταν ἐτελείωνε τό διάστημα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν, ἡ κατάστασίς του ἐχειροτέρευσε καί ὁ Γέροντας π. Γεώργιος ἔδωσε ἐντολή νά γίνῃ Εὐχέλαιο καί ἀμέσως νά φύγῃ γιά Θεσσαλονίκη γιά νά τοῦ παρασχεθῇ κάποια βοήθεια γιά νά μήν ὑποφέρῃ.

Οἱ Γέροντες Ἀνδρέας καί Δαμιανός, συνώδευσαν τόν Γέρο-Μακάριο στήν Θεσσαλονίκη. Στό χωριό Γαλάτιστα παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ, μέσα στό ταξί πού τόν μετέφερε. Σημεῖο εὐαρεστήσεως τοῦ Θεοῦ, εἶνα τό γεγονός ὅτι μέσα στό ταξί μέ τήν κοίμησί τοῦ παπποῦ, ξεχύθηκε ἄφθονη εὐωδία. ῎Οχι μόνον οἱ δύο Ἀδελφοί πού τόν συνώδευαν, ἀλλά καί ὁ ὁδηγός μᾶς τό ἐπεβεβαίωσε.

Τελείωσε τόν τρικυμιώδη βίο του ὁ Γέρο-Μακάριος, ἀλλά ἐν μετανοίᾳ καί ἐξουδενώσει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν σωτηρίαν τῆς ἀθανάτου ψυχῆς του στό λιμάνι τοῦ Θεοῦ στό Μοναστήρι ἀπ᾿ ὅπου ἔδωσε τίς φρικτές ὑποσχέσεις τῆς κουρᾶς του. ῾Ο Θεός δέχτηκε τήν μετάνοιά του καί συγκαταρρύθμισε τόν Ἀδελφό μας στίς τάξεις τῶν σεσωσμένων καί ἁγιασμένων ψυχῶν.

Εἶναι ἄξιον σημειώσεως τό γεγονός ὅτι, ἀφ᾿ ὅτου ἦλθε ἐν μετανοίᾳ στήν Μονή, δέν ἐπέστρεψε πάλι στήν Ἀθήνα νά ἰδῇ τό παιδί του ἤ νά στείλῃ κάποια βοήθεια. ῾Η Μονή, κατ᾿ ἐντολήν τοῦ Καθηγουμένου, ἔστελνε ἄλλους Μοναχούς ὡς πληρεξουσίους νά ὑπογράφουν χαρτιά μέ ὑποθέσεις τῶν περιουσιακῶν του στοιχείων. Κάποια φορά, ὅταν ὁ γιός του ἦταν παλληκάρι 20 ἐτῶν, εἰδοποίησε ὅτι θά ἔλθῃ στήν Μονή νά γνωρίσῃ τόν πατέρα του. ῾Ο Γέρο-Μακάριος ὅταν τό ἔμαθε, ἔφυγε ἀπό τήν Μονή καί κρύφθηκε στό δάσος, γιά ὅσες ἡμέρες θά ἦταν στήν Μονή ὁ γυιός του. Τέτοια ξενητεία καί αὐταπάρνησι ἔδειξε ὁ ὄντως φερώνυμος Μακάριος Γρηγοριάτης.

Ἡ Ιερά Μονή μας ἀνέλαβε τήν παροχή κατά μῆνα οἰκονομικῆς βοηθείας γιά τήν οἰκογένεια τοῦ Γέροντος Μακαρίου. Ὁ γυιός του μεγάλωσε, δημιούργησε οἰκογένεια καί μέχρι τόν θάνατό του δεχόταν ἀνελλειπῶς τήν ἐνίσχυσι ἀπό τό Μοναστήρι μας.

Εὐχαριστοῦμε τόν Γέρο-Μακάριο διότι μᾶς ἔδωσε ἕνα λαμπρό παράδειγμα θερμοτάτης μετανοίας, τήν ὁποίαν ἐπεσφράγισε μέ τό ὁσιακό τέλος του.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη Ἀδελφέ μας Πάτερ Μακάριε.

 

ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+1930-1976)

Ἦλθα στήν Μονή μας, μᾶλλον μ᾿ἔφερε ἡ Κυρία καί Βασίλισσα τοῦ Ὄρους Ἀειπάρθενος Θεοτόκος Μαρία τόν Ἰανουάριο τοῦ 1975. Ἐκτός ἀπό τούς δικαιολογημένους ἐξωτερικούς ἐντυπωσιασμούς μου γιά τά μεγαλοπρεπῆ κτίρια, τό ἀπόκρημνο τῆς τοποθεσίας, γιά τούς κρεμαστούς κήπους τῆς Μονῆς μου, οἱ νοερές ματιές μου ἐστράφησαν ἰδιαίτερα στά εἰρηνικά πρόσωπα μιᾶς περίπου εἰκοσάδος Γρηγοριατῶν μοναχῶν.

Δέν εἶναι καθόλου εὔκολο ἕνας ἄπειρος καί ἀπνευμάτιστος νέος νά εἰσχωρήση βαθειά στά μυστικά παλάτια μιᾶς μοναχικῆς Ψυχῆς γιά νά ἐρευνήση, νά ἀνεύρη καί νά θαυμάση κάτι ἀπό τίς πλούσιες δωρεές, μέ τίς ὁποῖος διηνεκῶς ἀγωνίζονται νά στολίζουν τίς ψυχές τους οἱ Ἁγιορεῖτες μοναχοί.

Πάντως ὁμολογῶ ὅτι ὅλα τά σεμνά καί ἀνεπιτήδευτα Γεροντάκια μπῆκαν βαθειά στήν σκέψι μου καί στήν καρδιά μου. Ἀναζητοῦσα τρόπους νά τούς πλησιάσω, ν᾿ ἀνοίξω "κουβέντα" μαζί τους, ν᾿ ἀκούσω καί νά μή χάσω καμμία λέξι ἀπό τό ἁγνισμένο στόμα τους.

Ὁ Ἀδελφός π. Δημήτριος, ἡλικίας τότε 45 ἐτῶν, ἦτο ἕνας ἀπό τούς 2-3 νεωτέρους Πατέρας. Δέν ὑπῆρχαν νεώτεροι, πλήν δύο.  Τόν ἐνθυμοῦμαι νά σέρνει ἀργά τό βῆμα του, νά ἔχη στραμμένο τό κεφάλι του πρός τά δεξιά καί νά κυττάζη, ὅποιον τοῦ ὡμιλοῦσε, μέ χαρωπό βλέμμα καί εὐγενικό χαμόγελο. Εἶχε κάτι πολύ διαφορετικό ἐπάνω του. Σέ εἵλκυε μέ τήν ἁπλότητά του, σέ καθήλωνε μέ τό εἰρηνόχυτο χαμόγελο του, σέ ἐδίδασκε μυστικά ὅτι κάτι πολύ ἀνώτερο καί ἀόρατο κρύβεται μέσα στήν παιδική καρδιά του.

Γινόσουν φίλος μαζί του. Ἤθελες νά τόν ἀκολουθῆς καί νά τόν κυττάζης. Ἄν ἦτο δυνατόν νά τοῦ ἁρπάξης αὐτό τό κάτι, τό ἀπροσδιόριστο τό ἀπερίγραπτο, τό ἀνεξίτηλο πού κρατοῦσε μέ τόση σπουδή καί ἀγάπη στήν καρδιά του καί τό ἐπρόδιδε τό σεμνό πρόσωπό του. Κάποτε ὁ Θεμιστοκλῆς τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος, πού ἤθελε νά δοξασθῆ κι αὐτός ὅπως ὁ Μιλτιάδης γιά  τίς νίκες του κατά τῶν Περσῶν, ἔλεγε: "Δέν μέ ἀφήνει νά κοιμηθῶ τό τρόπαιο τοῦ Μιλτιάδου". Ἀλλ᾿ αὐτός ὁ πόθος εἶχε συνεπάρει καί τίς δικές μας τίς ψυχές. Δέν ἠμποροῦσα νά κοιμηθῶ ἄνετα, διότι κάτι μεγάλο μοῦ ἔλειπε. Κι αὐτό πού ζητοῦσα τό ἔβλεπα τόσο ἐμφαντικά στήν πανέμορφη και πάνσεμνη μορφή τοῦ μοναχοῦ Δημητρίου.

Ὅταν τότε ἐμεῖς οἱ 6-7 νέοι Δόκιμοι τῆς Μονῆς ἐβλέπαμε τόν σεμνοπρεπῆ καί χαριτώνυμον μοναχό Δημήτριο ἀνάμεσά μας, ξυπνοῦσε μέσα μας ἡ ἀγάπη γιά προσευχή, γιά ἀγῶνες πνευματικούς, γιά ἀσκητικά παλαίσματα. Βλέποντες τήν ὁσιακή βιοτή του εἴχαμε τήν ἀπάντησι ὅτι ἀκολουθοῦντες κι ἐμεῖς τό παράδειγμά του, θά ἠμπορέσουμε νά ὁδηγήσουμε στά ἔγκατα τῆς βορβορωμένης καρδιᾶς μας αὐτόν τό ἀσύλητο θησαυρό τοῦ Πνεύματος, τήν θεοποιό Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν εἶχε κυριολεκτικά "λεηλατήσει;

Ἔτσι, ἔτρεχα ἀπό Γέροντα σέ Γέροντα, ἀπό διακόνημα σέ διακόνημα, ἀπό κελλί σέ κελλί γιά νά ἀκούσω, νά ἰδῶ νά μάθω καί ἴσως κάποτε νά πάθω τά Θεῖα...

Τόν Ἀδελφό Δημήτριο τόν βρῆκα τό 1975 σάν βοηθό διακονητή στό Δοχειό μέ πρῶτο ὑπεύθυνο τόν Γέροντα Δαμιανό.

Ἐπειδή ἦτο πολύ σιωπηλός καί σύννους, διότι κρατοῦσε μυστικά  τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, ἦτο ἀρκετά δύσκολη ἡ συνομιλία μας γιά τό παρελθόν του καί τήν καταγωγή του. Ἠμπόρεσα ὅμως νά τοῦ ἀποσπάσω ἀρκετές πληροφορίες σχετικά μέ τό βιογραφικό του.

-Πάτερ Δημήτριε, ἀπό ποῦ κατάγεσθε καί γιατί ἐγίνατε μοναχός;

-Γεννήθηκα στό χωριό Καλογερόραχη Μεσσηνίας στίς   Νοεμβρίου 1930. Κατά κόσμον ὠνομαζόμουν Κωνσταντῖνος Καπρᾶλος τοῦ Παναγιώτου καί τῆς Οὐρανίας. Ἀπό μικρός ἀγαποῦσα τήν ἐκκλησία καί τήν προσευχή. Ἤμουν, θυμᾶμαι, πέντε ἐτῶν, ὅταν δέχθηκα τήν πρώτη δαιμονική προσβολή. Στεκόμουν σέ περίοδο χειμῶνος στόν τζάκι τοῦ σπιτιοῦ μας.  Ἔξαφνα ἀκούω μία φωνή: "Γύρισε πίσω...". Ἔστρεψα τό κεφάλι μου πρός τά ὀπίσω καί ἀπέναντί μου εἶδα νά στέκεται ἕνας τράγος μέ σηκωμένα ψηλά τά δύο μπροστινά του πόδια. Δέν καταλάβαινα ὅτι αὐτό τό ζῶο θά ἦταν ὁ διάβολος. Σηκώθηκα καί μέ πολλή ἀθωότητα πλησίασα νά τόν πιάσω. Τότε ὅμως ὁ...τράγος ἐξαφανίσθηκε.

-Πῶς ἐξηγεῖς, π. Δημήτριε, σέ μιά τόσο μικρή ἡλικία τήν παρουσία τοῦ δαίμονος;

-Νομίζω ὅτι ὁ Κύριος ἐπέτρεψε στόν Πονηρό  νά μέ πειράξη, γιά νά τοῦ δείξη ὅτι αὐτό τό παιδάκι, δηλαδή ἐγώ, θά γίνη ἀργότερα μοναχός. Ἐπίσης ἔχω τώρα τήν αἴσθησι ὅτι αὐτή ἡ φωνή πού ἄκουσα: "Γύρισε πίσω..." ἦταν τοῦ Φύλακος Ἀγγέλου μου, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε κοντά μου καί μέ προειδοποίησε νά κυττάξω. Ἐγώ ἐκύτταξα τόν διάβολο μέ τήν μορφή τοῦ τράγου, χωρίς νά φοβηθῶ, διότι ἡ παρουσία τοῦ προστάτου μου Ἀγγέλου μέ εἶχε γεμίσει ἀπό χαρά.

Ἀπό μικρός εἶχα τόν πόθο νά ἀφιερωθῶ στήν διακονία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μας. Γι᾿ αὐτό, μετά ἀπό τήν ἐκπλήρωσι τῶν στρατιωτικῶν μου ὑποχρεώσεων σέ ἡλικία 23 ἐτῶν ἦλθα στό Ἅγιον Ὄρος τόν Νοέμβριο τοῦ 1953.

Ὁ ἀδελφός του, ὅταν εἶχε ἔλθει στήν Μονή νά ἐπισκεφθῆ τόν ἀσθενοῦντα π. Δημήτριο, λίγους μῆνες πρίν τήν κοίμησί του, μᾶς εἶπε τά ἑξῆς: "Ὁ ἀδελφός μου ἐπιθυμοῦσε ἀπό μικρό παιδί νά γίνη Καλόγερος. Στά ἐφηβικά του χρόνια ἔκανε πολλές προσευχές καί περίπου 500 μετάνοιες".

-Ποιός σᾶς ἐβοήθησε, π. Δημήτριε, τότε στήν μοναχική σας ζωή;

-Μέ βοήθησε ὁ Γέροντάς μου παπᾶ Βησσαρίων, ὁ ὁποῖος μοῦ καθώρισε τόν Κανόνα τῶν προσευχῶν καί τῶν μετανοιῶν μου καί μετά ἀπό ἕνα χρόνο τό 1954 μ᾿ ἔκειρε μοναχό, δίνοντάς μου τό ὄνομα Δημήτριος, πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Θεσσαλονικέως.

Λόγῳ τῆς ἁπλότητός του καί τοῦ μή ἐξωτερικά ἐλκυστικοῦ παρουσιαστικοῦ του, δέχθηκε ὁ Γέροντάς του πολλές πιέσεις ἀπό ἄλλους Ἀδελφούς νά τόν διώξη ἀπό τό Μοναστήρι. Ἀκόμη καί, ὅταν τόν προσήγαγε γιά νά σταθῆ μπροστά στό Εὐαγγέλιο καί νά γίνη ἡ εἰς Μεγαλόσχημον μοναχόν κουρά του, μερικοί ἀπό τούς Μοναχούς εἶπαν στόν ἡγούμενο π. Βησσαρίωνα: "Ποῦ τόν πᾶς αὐτόν, Γέροντα;  Ἄφησέ τον νά φύγη...Δέν κάνει αὐτός γιά ἐδῶ..."

Ὁ Γέροντάς του, εἶχε ἀντιληφθῆ ὅτι μεταφέρει νά ἐναποθέση στά πόδια τοῦ Χριστοῦ ἕνα ἱερόν σφάγιον, μία ἐκλεκτή Ψυχή, πού θά ἐδόξαζε τόν Χριστό καί θά τιμοῦσε τήν Μοναχική Πολιτεία. Γι᾿ αὐτό κι ἔκλεισε τ᾿ αὐτιά του στίς προτάσεις μερικῶν ἀνευθύνων γιά τήν ψυχή του προσώπων.

Ἀλλά καί ὁ διάβολος, ἐκτός ἀπό τίς ἀνωτέρω προτάσεις πού ἔθεσε στά στόματα μερικῶν μοναχῶν γιά τήν ἀπομάκρυνσι τοῦ νεαροῦ Ἀδελφοῦ, ἐπετέθη και ὁ ἴδιος μέ σκοπό νά τόν κατακαύση, ἐάν ἠμπορέση. Καθώς, λοιπόν, τόν μετέφερε ὁ Γέροντάς του στήν ἐκκλησία γιά τήν κουρά του, ὁ διάβολος ἔκαιγε μέ πύρινες φλόγες τό κορμί τοῦ ὑποψηφίου Ἀδελφοῦ καί τόν ἐτάραζε μέ λογισμούς ἀπελπισίας καί ὀλιγοπιστίας.

Ἀπό τά πρῶτα του χρόνια ὁ νεόκουρος μοναχός Δημήτριος ἐπέδειξε σπάνια  αὐταπάρνησι καί ἐκκοπή ὅλων τῶν θελημάτων του. Εἶχε μάθει πολύ καλά καί εἶχε ριζώσει βαθειά μέσα στήν καρδιά του τό λακωνικό σύνθημα τῆς μοναχικῆς πολιτείας: "Εὐλόγησον" καί "Νἆναι εὐλογημένον".

Σύμφωνα μέ αὐθεντική μαρτυρία τοῦ  μακαριστοῦ γέροντος Ἀνδρέα, ὁ μοναχός Δημήτριος  ὑπηρέτησε σ᾿ ὅλα του τά χρόνια ὡς δεύτερος διακονητής στήν ὑπηρεσία τοῦ βουνοῦ, στό νοσοκομεῖο, στό γηροκομεῖο, στόν κῆπο, στήν ἐκκλησία σάν πρῶτος καί δεύτερος ἐκκλησιαστικός. Ἐπίσης ἐργάσθηκε ἐπί πέντε περίπου χρόνια σάν Κοναξῆς στό ἐν Καρυαῖς Ἀντιπροσωπεῖο τῆς Μονῆς μας μέ Ἀντιπρόσωπο τότε τόν ἴδιον τόν Γέροντα Ἀνδρέα.

Στήν συνέχεια ἐργάσθηκε σάν βοηθός τοῦ Δοχειάρη μέ μεγάλη ἀπόδοσι καί ἀφοσίωσι στό διακόνημά του καί τελεία ὑπακοή στόν πρῶτο διακονητή του, τόν Γέροντα Δαμιανό. Ἦτο φιλάδελφος, φιλακόλουθος, ἀφοῦ  ἀπό τήν νεαρά του ἡλικία ξυπνοῦσε καί σηκωνόταν τό μεσονύκτιο τραβοῦσε τά κομβοσχοίνια του κι ἔκανε μετάνοιες στήν Παναγία.

Ὅταν κάποτε ρώτησα τόν Γέρο-Ἀνδρέα τί ἔχει νά μοῦ εἰπῆ γιά τόν μοναχό Δημήτριο, μοῦ ἀπήντησε: "Αὐτός θά μπῆ ἀπό τούς πρώτους μέ τά τσαρούχια στόν Παράδεισο....".

Λόγῳ τῆς ἀγραμματωσύνης του καί τῆς ἁπλότητός του, εὔκολα προκαλοῦσε σέ παρρησία ἄλλους Ἀδελφούς, ἐνίοτε μέ ἀνάρμοστες συμπεριφορές ἀπέναντί του. Ἄλλοτε κάποιος δυναμικός καί ὀξύθυμος Ἀδελφός σέ στιγμές ψυχικῆς του ἐκρήξεως, ἐπειδή ἐκάησαν τά αὐγά πού ἔβραζαν στό Δοχειό, τόν χαστούκισε ἐλαφρά. Προφανῶς τά εἶχε ξεχάσει ὁ π. Δημήτριος...Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι δέν ἀγρίεψε καθόλου, οὔτε κἄν τόν ἔπνιξαν λογισμοί φυγῆς ἤ ἐκδικήσεως πρός τόν ὑπεύθυνο διακονητή του. Τοῦ ἔλεγε μόνο συνεχῶς: "Εὐλόγησον, εὐλόγησον ... καί ἔσκυβε συνεχῶς τό κεφάλι του...

Κάποτε τόν ἐρώτησε ἕνας Ἀδελφός:

-Πόσα κομποσχοίνια κάνεις, πάτερ Δημήτριε;

-Καμμιά δωδεκαριά...

Δέν ἀπήντησε εὐθέως κρύβοντας τήν ἀλήθεια γιά νά μή προβάλη τόν ἀγῶνα του καί τήν ἀρετή του. Στόν Γέροντά μας ὅμως, τόν π. Γεώργιο, εἶπε τήν ἀλήθεια ὅτι τίς νύκτες σηκωνόταν τρεῖς ὧρες πρίν ἀπό τήν Ἀκολουθία καί τραβοῦσε περί τά 50 κομποσχοίνια.

Ἀδελφός τῆς Μονῆς  ἀπό τούς παλαιοτέρους, ὁ μακαριστός Γέρο-Συμεών, ἐπειδή γιά 6 χρόνια διακονοῦσε σάν μάγειρος στό μοναστήρι, δέν ἠμποροῦσε νά ἐξοικονομήση χρόνο γιά τό καθιερωμένο Κανόνα τῆς προσευχῆς του γιά κάθε 24ωρο. Ἀνέθεσε στόν ἁπλούστατο καί κατά θεόσοφο μοναχό Δημήτριο, αὐτή τήν διακονία. Ἔτσι, δίπλα στά ἰδικά του κομποσχοίνια, τραβοῦσε καί τά κομποσχοίνια τοῦ μαγείρου γιά νά τόν ἀπαλλάξη ἀπό τήν φροντίδα τῶν ἰδικῶν του πνευματικῶν καθηκόντων.

Μετά ἀπό μιά τέτοια ἀσκητική διαγωγή, τόν ἐχαρίτωσε ὁ Θεός γιά τήν πρόθυμη καί ἀκούραστη ὑπακοή του καί τοῦ ἔδωσε ἀπό τῆς νεαρᾶς του ἀκόμη ἡλικίας μεγάλα χαρίσματα, γιά τά ὁποῖα ἄλλοι μοναχοί κοπιάζουν δεκαετίες καί δέν τά λαμβάνουν μέ εὐκολία.

Εἶχε ἐσωτερική μυστική ζωή, τήν ὁποία οὔτε ὁ διπλανός του ἠμποροῦσε ν᾿ ἀντιληφθῆ. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες ἄλλων Γεροντάδων, δέν εἶχε ποτέ ἀρνηθῆ τήν ὁποιαδήποτε βοήθεια. Εἶχε λυώσει στήν ὑπακοή γιά τήν ἐξυπηρέτησι τοῦ κάθε Ἀδελφοῦ. Ἔτρεχε στήν ὑπακοή! Ἔτρεχε ὁ ἱδρῶτας ἀπό τήν ὁσία κεφαλή του, ἔτρεχε καί ἡ Θεία Χάρις γιά νά ἐνοικήση ὁριστικά καί ἀνεκφοίτητα στήν καρδιά του. Καί, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, ἔφθασε τόν ποθούμενον Χριστόν, ὁ Ὁποῖος καί τόν  ἁγίασε.

Τό μεγαλύτερο χάρισμά του ἦταν ἡ ὁρμητική καί ἀδιάκοπη ἐρωτική του φορά πρός τόν Νυμφίον Χριστόν, τόν Ὁποῖον ἀγάπησε περισσότερο σάν δωδεκαετῆ Νέον, ὅταν συνωμιλοῦσε μέ τούς νομομαθεῖς διδασκάλους τῶν Ἑβραίων ἐκείνη τήν ἐποχή στόν ναό τοῦ Σολομῶντος. Γι᾿ αὐτό ἀποκαλοῦσε τόν Χριστό: "Παιδάκι...Ἀγαπῶ αὐτό καί ἐννοοῦσε τό Παιδάκι. Εἶχε καί μία εἰκονίτσα χάρτινη τοῦ Χριστοῦ σάν δωδεκαετοῦς καί μαζί μέ τό ὠρολόγι-ξυπνητήρι του ἦταν τά πιό πολύτιμα φυλακτήριά του. Τό ἕνα νά τόν σκεπάζη (Παιδάκι) καί τό ἄλλο νά τόν ξυπνάη γιά νά συνομιλῆ μέ τό Παιδάκι.  Ἐπειδή ὁ ἴδιος ζοῦσε σάν παιδάκι, ἔβλεπε τούς πάντες μέ παιδική ἀθωότητα καί καρδία. Ἦτο ἀδύνατον νά χωρέση στό μυαλό του ἀντίθετος λογισμός γιά κάποιον Ἀδελφό, οὔτε καί γι᾿ αὐτούς πού ἐνίοτε τοῦ συμπεριφέροντο σκληρά καί ἐνίοτε ὀξύθυμα. Διατηροῦσε πάντοτε, μία ἀγγελική ἐκτίμησι, ἀγάπη καί σεβασμό πρός ὅλους τούς Γεροντάδες. Γι᾿ αὐτή τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καί εὐγενική του καλωσύνη ἀφώπλιζε τούς πάντες καί τούς ἐδίδασκε, χωρίς οἱ ἴδιοι νά ἐπιζητοῦν τέτοια πρακτική διδασκαλία ἀπό τόν...παλαβό Δημήτρη, ὅπως μερικοί τόν ἔλεγαν περιφρονητικά.

Προσευχόταν καί γιά τούς συγγενεῖς του, τούς ἄλλους μοναχούς τοῦ Ἄθωνος, γιά τόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἀκόμη τραβοῦσε ἐπί πλέον κι ἄλλα κομποσχοίνια γιά τά γεράματά του, ὅταν δέν θά ἠμπορῆ, λόγῳ τῆς ἀσθενείας του νά προσεύχεται.

Ἰδιαίτερο πνευματικό δεσμό εἶχε ἀναπτύξει καί μέ τήν Ἁγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, τῆς ὁποίας ὅλα σχεδόν τ᾿ Ἅγια Λείψανα εἶναι στό Μοναστήρι μας. Εἶχε πάντα δίπλα του τήν χάρτινη εἰκονίτσα της καί ἐπειδή κι αὐτή μόλις 18 ἐτῶν μαρτύρησε σάν Μοναχή γιά τήν πίστι στόν Χριστό, τήν θεωροῦσε κραταιά του προστασία καί πάντα τήν ἐπεκαλεῖτο ὀνομάζοντάς την: "Ἀδελφούλα καί Νυμφούλα".

Στό πατρικό του σπίτι, ἔμαθε ὅτι ἀρώστησε ὁ ἀνεψιός του. Ἕνα πρωϊνό ἐζήτησε καί ἔγινε θεία Λειτουργία στήν Ἁγία Ἀναστασία γιά τήν ὑγεία τοῦ ἀνεψιοῦ του. Ἐκεῖνο τό βράδυ ὁ π. Δημήτριος ξενύχτισε στό κομποσχοίνι γιά τήν θεραπεία τοῦ ἀνεψιοῦ του. Καί ἡ Ἁγία Ἀναστασία τό ἴδιο βράδυ δέν ἄντεξε στίς πιέσεις τοῦ π. Δημητρίου. Ἐπῆγε στόν ὕπνο τοῦ ἀνεψιοῦ του καί τοῦ εἶπε: "Εἶμαι ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἀπό τό Μοναστήρι τοῦ θείου σου. Αὐτός μ᾿ ἔστειλε νά σέ κάνω καλά". Εὐλόγησε τόν μικρόν καί τό πρωΐ σηκώθηκε τελείως ὑγιής.

Μία ἄλλη φορά προσευχόταν τήν νύκτα μέ τό χονδρό του κομποσχοίνι. Ξαφνικά ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἡ ἀγαπημένη του Ἀδελφούλα, μικρή στήν ἡλικία καί ντυμένη στά λευκά. Ὁ π. Δημήτριος, φοβούμενος μήπως εἶναι πειρασμός, τήν ἐρώτησε:

-Εἶσαι πειρασμός; Ἄν εἶσαι πειρασμός, φῦγε...

Ἡ Ἁγία τοῦ χαμογέλασε μέ σοβαρότητα. Μᾶλλον τόν καμάρωσε γιά τήν σπουδή του στήν προσευχή καί τήν ἀπέραντη ἁπλότητά του  καί ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε, χωρίς νά τοῦ μιλήση.

-Τήν ἄλλη ἡμέρα, μέ ρωτοῦσε: "Τί θέλει αὐτό τό μικρό κορίτσι, ἐδῶ στό Μοναστήρι μας;

Φοβόταν μήν εἶναι ἡ παρουσία τῆς Ἁγία πειρασμός, διότι πολλές φορές οἱ δαίμονες τοῦ ἐπετίθοντο καί ζητοῦσαν τρόπο νά τόν ὑποσκελίσουν. Γι᾿ αὐτό μᾶς ἔλεγε, ὅταν τόν ρωτούσαμε, ὅτι "ἄλλοι ἀπό τούς δαίμονες εἶναι γίγαντες καί ἄλλοι εἶναι νᾶννοι, σάν μυῖγες".

Μεγάλη εὐλάβεια εἶχε καί γιά τόν πρῶτο καί ἀνύστακτο Προστάτη μας, τόν ἅγιο Νικόλαο, τῶν πενομένων τροφέα καί τῶν πτωχῶν προστάτην. Τοῦ τραβοῦσε τρία κομποσχοίνια στό ὄνομά του, μαζί μέ τούς ἄλλους δύο Προστάτες μας, τόν Ὅσιο Γρηγόριο τόν

Κτίτορα καί τήν Ἁγία Ἀναστασία. Στήν ἐκκλησία στεκόταν σχεδόν πάντοτε ὄρθιος στά πίσω καθίσματα καί συχνά κυττοῦσε τήν παλαιά φορητή Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού εὑρίσκεται στό δεξιό Προσκυνητάρι τοῦ Καθολικοῦ. Ἔλεγε στούς Ἀδελφούς, πού τόν ρωτοῦσαν γιατί εἶχε τό βλέμμα του στόν Ἅγιο: "Μέ κυττάζει ὁ Παππούλης, γι᾿ αὐτό τόν κυττάζω κι ἐγώ...Κάτι θέλει νά μοῦ εἰπῆ. Κάτι θέλει ἀπό μένα καί με κυττάζει χωρίς νά στρέφη ἀλλοῦ τά μάτια του...".

Ἰδιαίτερη εὐγνωμοσύνη ἔτρεφε καί στόν ἅγιο Χαράλαμπο. Σάν ἐπισκέπτης εἶχε πάει, πρίν κοινοβιάση στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, στά Καυσοκαλύβια, ὅπου δέχθηκε τήν θεραπευτική ἀρωγή τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ὁ ὁποῖος τόν ἀπήλλαξε ἀπό ἰσχυρούς πόνους πού εἶχε στό ἕνα πόδι του.

Μιά ἄλλη φορά ἑτοιμάσθηκε γιά τήν Θεσσαλονίκη. Εἶχε προγραμματίσει ὅτι θά πάη νά προσκυνήση καί τόν Ἅγιο Δημήτριο, τοῦ ὁποίου φέρει ἐπαξίως καί τό ὄνομα. Ἤθελε νά πάρη ἕνα μεγάλο κερί ἀπό τόν Ἐκκλησιαστικό, τόν μακαριστό παπᾶ Χρυσόστομο, ἀλλά ντρεπόταν. Σκέφθηκε καί εἶπε: "Ἄν θέλη ὁ Θεός καί ὁ Ἅγιος, θά μοῦ φέρη τό κερί ὁ Ἀδελφός!  Δέν πρόλαβε νά ἀποτελειώση ἕνα κομποσχοίνι καί ὁ π. Χρυσόστομος τοῦ κτύπησε τήν πόρτα καί τοὔδωσε τό κερί, χωρίς νά ἔχουν ἀλλάξει "κουβέντα" γιά τό κερί!

Ἐκεῖ στήν Θεσσαλονίκη, συνέπεσε νά εἶναι ἡ γιορτή καί ἡ λιτάνευσις τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πρώην ἁγιορείτου ἀσκητοῦ καί μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλανίκης. Μετά τήν θ. Λειτουργία, ἤθελε κι αὐτός ν᾿ ἀκολουθήση τό πλῆθος τῶν Πιστῶν, παρότι  τό σχεδόν παράλυτο πόδι του, διαμαρτυρόταν ἀπειλητικά. Τόν συνεκράτησε ὁ π. Ἀθανάσιος καί τόν ἔφερε συρόμενον στό σπίτι-Ἐπιτροπικό τῆς Μονῆς.

Εἶχε ἐπίσης μεγάλη εὐλάβεια στήν Κυρία Θεοτόκο, στήν Χάρι τῆς ὁποίας εἶχε ἐναποθέσει τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του. Μερικές φορές θεολογοῦσε μέ τό δικό του χαριτωμένο λεξιλόγιο: "Τό Παιδάκι ἦταν πιό μπροστά ἀπό τήν Γιαγιά καί τήν Μανούλα". Ἐπεξήγησις: Ὁ Χριστός εἶναι παλαιότερος τῆς Ἁγίας Ἄννης καί τῆς Παναγίας".

Μία φορά τόν ρώτησε ὁ νοσοκόμος Ἀδελφός:

-Τί σοῦ ἀρέσει περισσότερο στό μοναστήρι, πάτερ Δημήτριε;

-Τό μοναχικό Σχῆμα καί τό κομβοσχοίνι, τοῦ ἀπήντησε.

-Πῶς αἰσθάνεσαι, μετά τήν Θεία Κοινωνία, πάτερ Δημήτριε;

-Ὅταν κοινωνῶ, τό Παιδάκι πού ἔχω στό τραπεζάκι μου, μπαίνει μέσα μου, τόσο δυνατά καί γρήγορα πού δέν προλαβαίνω νά τό καταλάβω. Γι᾿ αὐτό κι ἐγώ ἀπό τήν χαρά μου, κρατῶ τήν εἰκόνα Του στήν ἀγκαλιά μου.

Ἀγαποῦσε τό Παιδάκι του μέ τόση στοργή, ὅση ἔχει ἡ μάννα στό μονάκριβο παιδί της...Τό κυττοῦσε μέ πόθο, τό ἔσφιγγε στήν ἀγκαλιά του, τό ἐλάτρευε. καί μοῦ ἔλεγε: "Σήμερα τό Παιδάκι τό φίλησα καί μέ τήν Θεία Κοινωνία μέσα στήν καρδιά μου...".

Κάποτε τόν ἐρώτησε ἕνας ἀδελφός:

-Τί νά κάνουμε ἐμεῖς οἱ νεώτεροι, πάτερ Δημήτριε, γιά να σωθοῦμε;

-Ὑπακοή.

-Καί τί ἄλλο;

-Προσευχή.

-Ἐγώ τοῦ εἶπε ὁ Ἀδελφός, ἔχω καί κενοδοξία, πῶς ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπ᾿ αὐτό τό πάθος;

 -Δέν ξέρω, τί εἶναι αὐτό. Ρώτησε τόν Γέροντα.

Ἐκτός ἀπό τό διάστημα τῆς ὀκταμήνου ἀσθενείας του, δέν παρέλειψε ποτέ τόν τακτικόν ἐκκλησιασμό. Εἶχε τήν αἴσθησι ὅτι μέσα στήν ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦσε πλούσια μέ τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν μπῆκε ἄθελά του στό νοσοκομεῖο, τότε καταλάβαμε, πόσο βαρειά τοῦ κόστισε ἡ ἀπουσία του ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές Ἀκολουθίες. Πῶς ὅμως τίς κατανοοῦσε ἀφοῦ ἦτο ὀλιγογράμματος;  Ναί, δέν κατανοοῦσε ὅλα τά νοήματα, οὔτε ποτέ κατώρθωσε νά μάθη νά ψάλλη ἔστω ἕνα τροπάριο, ὅμως ἀκούοντάς τα, εἶχε συχνή κατάνυξι. Ἐπέμενε νά τοῦ διαβάζει ὁ Ἀδελφός τήν Θεία Μετάληψι, πρίν ἀπό τήν Θεία Κοινωνία. Στήν ἐρώτησί του, ἐάν τήν καταλαβαίνη, ἀπαντοῦσε μέ νεύματα "ὄχι". Ὅμως τότε ἔχυνε πολλά δάκρυα...

Ὁ Κύριος τόν ἀξίωσε νά ἰδῆ καί ἀπόρρητα μυστήρια μέσα στήν ἐκκλησία, κατά τήν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας. Τήν μία ἡμέρα, ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, μᾶς διηγήθηκε, ὅτι εἶδε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα φῶς νοερόν καί ἄϋλον, ὅταν ὁ ἱερεύς ὕψωνε τά Τίμια Δῶρα καί ἐπιβοοῦσε: "Τά σά ἐκ τῶν σῶν...". Ἐνῶ τήν Κυριακή τῶν Βαΐων ἀντίκρυσε μία λευκή περιστερά νά ἱπερίπταται ἐπάνω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα.

Δέν ἔζησε πολλά χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος καί γρήγορα τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός μέ τήν

ράβδο τῆς σωματικῆς δοκιμασίας. Ὄχι βέβαια γιά νά τόν τιμωρήση, ἀλλά μέ τήν ὑπομονή του νά στολίση τόν στέφανο τῆς δόξης του μέ περισσότερα πνευματικά ἄνθη. Τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός τήν ὀδυνηρή καί ἀγιάτρευτη ἀρρώστεια, πού λέγεται "σκλήρυνσι κατά πλάκας". Ἐνῶ μέχρι τά 45 χρόνια του ἔτρεχε παντοῦ, περπατοῦσε ὅπου ἤθελε, ὡμιλοῦσε εὐκρινῶς, ἔφερνε "βόλτα" ὅλες τίς μικροδουλειές πού τοῦ ἀνέθεταν οἱ ἄλλοι Πατέρες, ξαφνικά εὑρέθηκε νά στηρίζεται σ᾿ ἕνα μπαστοῦνι. Ἀψηφοῦσε τούς πόνους, πού τοῦ προκαλοῦσε ἡ ἀρρώστεια, ἡ ὁποία, ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, χειροτέρευε. Στενοχωριόταν τώρα καί ἐνίοτε ἔκλαιγε, διότι τά πόδια του δέν τοῦ ἔκαναν ὑπακοή. Στηριζόμενος στό μπαστοῦνι του  προσπαθοῦσε νά ἀνταποκριθῆ σ᾿ ὅλες τίς ὑπακοές του, ἀλλά ἔπεφτε κάτω συχνά καί τραυματιζόταν. Εἶχε πέσει πάνω ἀπό 40 φορές.  Ἔτσι, χωρίς τήν θέλησί του, γονάτισε. Κατέβηκε στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Τόν ὑπηρέτησε μέ αὐτοθυσία ἕνας ἀδελφός καί μετ᾿ αὐτόν ἕτερος.

Στό διάστημα τῆς ἐπωδύνου ἀσθενείας του, ἡ ὁποία τόν καθήλωσε στό κρεβάτι περί τούς 8 μῆνες, δέν ἔπαυε νά συνομιλῆ μέ τά πλέον ἀξιολάτρευτα φιλικά του Πρόσωπα: Μέ τό Παιδάκι Χριστό, τήν Ἀδελφούλα Ἀναστασία, τόν Παπποῦ Νικόλαο, τόν μεγάλαθλον τῆς Θεσσαλονίκης πρόμαχον Δημήτριον, τόν ἀκλόνητον στῦλον τῆς ἀληθείας Χριστοῦ Χαράλαμπον καί τόσους ἄλλους Ἁγίους, πού θερμά τούς ἀγκάλιαζε καί εὐσεβῶς τούς προσκυνοῦσε.

Προεγνώρισε τόν θάνατό του. Γι᾿ αὐτό καί ἄρχισε νά μοιράζη στούς ἄλλους Ἀδελφούς τά πράγματά του. Τήν τελευταία ἡμέρα ἔδωσε καί ὅσα μικρά ἤ μεγάλα κομποσχοίνια κρατοῦσε κοντά του. Τόν ἐρωτοῦσαν οἱ Πατέρες:

-Ποῦ θά πᾶς, πάτερ Δημήτριε;

-Θά φύγω, θά φύγω.

-Γιά ποῦ;

-Ἔδειχνε τόν οὐρανό μέ τό χέρι του κι ἔλεγε: ἐκεῖ, ἐκεῖ.

-Θά πᾶμε στόν παράδεσιο, πάτερ Δημήτριε;

-Μόνον αὐτά φοβοῦμαι. Κι ἔδειχνε μέ τό χέρι του μία εἰκόνα στόν τοῖχο, πού παρίστανε τά τελωνικά δαιμόνια νά ἐλέγχουν τίς Ψυχές κατά τήν ἄνοδό τους στήν Πύλη τ᾿ οὐρανοῦ.

Τό τελευταῖο πρωϊνό κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔφαγε κανονικά καί τό βραδάκι ξάπλωσε κρατῶντας μέ τό δεξί του χέρι καί τό κομποσχοίνι του, τό ὁποῖο κρεμόταν ψηλά ἀπό ἕνα καρέλι γιά νά λέγη εὐχερῶς τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ.

Πρίν ἀρχίση ἡ πρωϊνή ἀκολουθία ἡ ψυχή τοῦ πατρός Δημητρίου εἶχε κιόλας πετάξει στούς οὐρανούς.

Ἡ μορφή του ἦτο γαλήνια καί φωτεινή. Τά μέλη τοῦ σώματός του εὔκαμπτα καί ζεστά, ὅπως συμβαίνει σ᾿ ὅλους τούς Ἁγιορεῖτες μοναχούς. Τίποτε δέν ἐπρόδιδε τό μυστήριο τοῦ θανάτου, διότι ὁ θάνατος σάν γεγονός εἶχε ἐξουδετερωθῆ ἀπό τήν ἀναστάσιμη ζωή τοῦ μακαριστοῦ μον. Δημητρίου, ἀξίου λάτρη τῆς Παναγίας Τριάδος καί τώρα θριαμβευτοῦ τῆς αἰωνίου μακαριότητος.

Κτύπησε ἡ καμπάνα γιά ν᾿ ἀναγγείλη τήν ἀποβίωσι ἑνός ἀθλητοῦ τῆς εὐσεβείας καί ὄχι γιά νά προκαλέση μοιρολόγια καί πανικό στήν ζωή τῶν Πατέρων. Ἐψάλη ἡ νεκρώσιμος Ἀκολουθία, δόθηκε ὁ τελευταῖος ἀσπασμός τῆς ἐν Χριστῶ ἀγάπης καί φιλαδελφίας, ἀκούσθηκε ὁ ἐπικήδειος λόγος τοῦ Γέροντός μας, χωρίς λύπες, δάκρυα καί στεναγμούς...Ὅλα τελέσθηκαν μέσα σέ ἀτμόσφαιρα χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, διότι ἕνας Ἄδελφός, νικητής πλέον τοῦ θανάτου γίνεται σήμερα μέτοχος τῆς οὐρανίου δόξης καί πρέσβυς ἡμῶν πρός Κύριον.

Εὐχαριστοῦμεν τόν Κύριό μας, διότι μᾶς ἐχάρισε τόν π. Δημήτριο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε τότε, τό 1976,  γιά ἐμᾶς τούς 6-7 δοκίμους  Ἀδελφούς ἐγερτήριον σάλπισμα μετανοίας καί ὑπόδειγμα ἐναρέτου, ταπεινοῦ καί ὑπάκουου μοναχοῦ. Μᾶς οἰκοδόμησε πνευματικά καί μᾶς ἐστερέωσε στήν Μονή μας μέ τήν ἐλπίδα νά φέρουμε κι ἐμεῖς καρπούς εἰς τριάκοντα, ἑξήκοντα καί ἑκατόν.

Εἴθε νἄχουμε τήν εὐχή του ὅλοι μας καί ζητοῦμε πάντοτε τίς ἅγιες εὐχές του νά πρεσβεύη πρός Κύριον γιά τήν πνευματική μας πρόοδο καί τήν σωτηρία μας.

 

 

 

Ο ΓΕΡΩΝ ΕΦΡΑΙΜ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+ 1905-1991)

Στήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους ἐδῶ καί 65 χρόνια, ἄσκησε τόν δίαυλο τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀνάμεσα στούς ἄλλους Ἀδελφούς, καί ὁ Γέρο-Ἐφραίμ Γρηγοριάτης. Εἶναι ἕνα ἁπλό, ταπεινό καί συμπαθητικό γεροντάκι πού δέν ἔχει βέβαια νά πῇ πολλά στόν διαβαίνοντα τίς Μονές χάριν τουρισμοῦ ἐπισκέπτη. Γιατί ὁ Μοναχός δέν εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού φαίνεται, ἀλλά αὐτό πού στήν καρδιά του εἶναι· καί αὐτό εἶναι μυστικό, πού τό γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ὁ ἴδιος ὁ Μοναχός, κρυμμένος βέβαια μέσα στήν βαθειά του ταπείνωσι, καί ὁ Πνευματικός του Πατήρ.

῾Ο Γέρο-'Εφραίμ μέ τήν γραφικότητά του, μέ τό ἀργό ρυθμικό βάδισμά του, μέ τά ριγμένα στούς ὤμους του λευκόμαλλά του, τούς λεκέδες στό ζωστικό του καί τήν σπουδή του νά μή ἀπουσιάσῃ άπό καμμιά Ἀκολουθία μέχρι τά βαθειά του γεράματα, εἶναι γνωρίσματα πού ἐξωτερικά τόν φανερώνουν ὡς θεαματικό στούς ἄλλους.

῾Υπάρχουν ὅμως καί τά ἐσωτερικά γνωρίσματα, τά πνευματικά του πυκτεύματα, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τοῦ Θείου Πνεύματος κινήματα, πού στολίζουν ἀφανῶς καί τούς ἄλλους καί ὡραῒζουν φανερῶς γιά τόν Θεό τήν νύμφη ψυχή, διαρκῶς ἑτοιμαζομένη σέ κοινωνία καί ἕνωσι μετά τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.

῾Ο πόθος γιά τό Θεό μέ ὠθεῖ νά πλησιάσῳ τά γεροντάκια τῆς Μονῆς. Κοντά τους θά αἰσθανθῶ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὡς διδαχή, ἀλλά ὡς βίωμα καί ἐμπειρία. Οἱ ἴδιοι ἀγνοοῦν τήν γλῶσσα τῆς ἐπιστήμης, ὄχι γιατί τήν μισοῦν, ἀλλά γιατί ἔμαθαν τήν μόνη ἀληθινή ἐπιστήμη, χωρίς πτυχία καί σχολές, κάτω καί μέσα στούς τρούλλους μιᾶς ἁγιορείτικης Μονῆς. ῞Ο,τι ἔχουν νά προσφέρουν στούς ἄλλους, δέν εἶναι μέρος τῆς καρδίας τους, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ καρδιά τους. Δέν ὁμιλοῦν λοιπόν τόσο μέ τό στόμα, ὅσο μέ τήν καρδιά. Γι' αὐτό καί σέ ξεκουράζουν, χαριτώνουν καί δροσίζουν μέ τά ταπεινά τους λόγια ἐμᾶς τούς πνευματικά διψασμένους. Πρέπει νά τούς πλησιάζουμε μέ σέβας καί τιμή, ὅπως θά πλησιάζαμε τόν Δεσπότη μας Χριστό καί τούς ῾Αγίους. Αὐτοί θά μᾶς ὁμιλήσουν γιά τήν ἄλλη Πατρίδα, αὐτοί θά ἀνοίξουν τήν θύρα τῆς ψυχῆς μας γιά τήν ἔφεσι τῶν μελλόντων, τήν κοινωνίαν τοῦ Πνεύματος, τήν χριστιανική ζωή.

Μ' αὐτές τίς σκέψεις κτυπῶ τήν θύρα τοῦ κελλίου τοῦ πατρός 'Εφραίμ.

Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀμήν. Ποῖος εἶναι, ἐλᾶτε μέσα.

Εὐλόγησον πάτερ 'Εφραίμ· συγχώρησέ με, ἐάν σέ ἐνοχλῷ

῎Εεε, καλῶς τόν πάτερ· κάθισε νά πιοῦμε ἕνα καφέ καί νά ποῦμε καί καμμιά κουβέντα σάν πατριῶτες πού εἴμαστε κιόλας.

Νἆναι εὐλογημένο πάτερ Ἐφραίμ. Θά ἤθελα νά θυμηθοῦμε καμμιά ἱστοριούλα ἀπό τά μικρά σου χρόνια, καί πρῶτα πρῶτα πές μου, ποῦ γεννήθηκες καί τί ἀνατροφή εἶχες ἀπό τούς γονεῖς σου;

Ἐγώ πάτερ, γεννήθηκα στό χωριά Βαλτέτσι τῆς Ἀρκαδίας τό 1905, τό ἱστορικό χωριό πού ξέρεις ἀπό τήν νεώτερη ῾Ελληνική ῾Ιστορία, ὅπου ἐκεῖ ὁ Κολοκοτρώνης ἐνίκησε γιά πρώτη φορά τούς Τούρκους καί προετοίμασε τὀ ἔδαφος γιά τήν τελική κατάληψι τῆς Τριπολιτσᾶς πού ἔγινε στίς 23 Σεπτεβρίου 1821. Εἶμαι καί ὁ πέμπτος καί τελευταῖος γυιός τῆς οἰκογενείας μας, καί τό βαπτιστικό μου ὄνομα ἦταν Νικόλαος (τό ἐπώνυμο Μαγκλάρας, γυιός τοῦ Ἀγγελῆ καί τῆς Αἰκατερίνης).

Μετά τά πρῶτα γράμματα πού πῆρα στό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ, δέν προχώρησα σέ ἀνώτερα διότι ὁ πατέρας μου μέ ἔπαιρνε κοντά του στά πρόβατα, καί ἔτσι ἀπό μικρός ἔγινα τσοπάνης. Τό καλοκαίρι στά βουνά τοῦ Βαλτετσίου περιδιάβαινα μέ τό κοπάδι μας, ἔχοντας τήν ἀγκλίτσα στό χέρι καί τόν ντορβᾶ στήν πλάτη μου, ἐνῶ ἀπό τό φθινώπορο μέχρι τήν ἄνοιξι, παραχείμαζα μέ τήν οἰκογένειά μου στά πεδινά μέρη τῆς Τροιζηνίας Ἀργολίδος, ὅπου ἀγοράζαμε τά βοσκοτόπια ἀπό τούς ἐντοπίους.

Οἱ γονεῖς μου, λόγῳ τῆς συνεχοῦς μεταβάσεως ἀπό τόπο σέ τόπο μέ τό κοπάδι τῶν προβάτων, δέν εἶχαν στενές σχέσεις μέ τήν Ἐκκλησία. ῏Ηταν ὅμως εὐσεβεῖς καί ὅταν μποροῦσαν ἐπήγαιναν στήν Ἐκκλησία. Θυμᾶμαι τόν πατέρα μου πού καμμιά φορά, ἐπάνω στό θυμό του, βλασφημοῦσε, καί ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι καί ὅτι θά εἶναι προτιμώτερο νά τοῦ κοπῇ ἡ γλῶσσα, παρά νά βλασφημᾷ, ἐκεῖνος ἀγωνιζόνταν νά θεραπευθῆ ἀπὀ τό πάθος του, καί πολλές φορές τόν εἶχα ἰδεῖ μέ αἵματα στό στόμα. ῞Οταν τόν ἐρώτησα κάποτε, γιατί ἔχει αἵματα στό στόμα, ὁ ἴδιος μοῦ εἶπε: «Δέν θέλω νά βλασφημῶ καί γι᾿ αὐτό δαγκώνω τήν γλῶσσα μου».

ς γεννθηκε μσα σου πθος, πτερ Ἐφραμ γι τν μοναχισμ;

-῾Ο πατέρας μου ἐδιάβαζε διάφορα Συναξάρια ῾Αγίων, καθώς καί τήν ἐπιστολή τοῦ Κυρίου ἡμῶν 'Ιησοῦ Χριστοῦ. Τά ἔπαιρνα καί ἐγώ κοντά μου στά πρόβατα καί πολύ μοῦ ἄρεσαν. Περισσότερο μοῦ ἄρεσε ὁ βίος τοῦ ῾Αγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου καί, ὅταν ἐδιάβαζα, ἔκλαιγα καί ποθοῦσα καί ἐγώ ν᾿ ἀκολουθήσῳ αὐτή τήν μοναχική ὁδό. Σιγά-σιγά ἄναβε μέσα μου ὁ ζῆλος γιά τά πνευματικά πράγματα, ἀλλά καί ντρεπόμουν τούς ἄλλους, διότι αὐτοί δέν ἐθρήσκευαν τόσο, καί ἐπί πλέον μέ περιέπαιζαν. Πολύ μέ συγκινοῦσε καί τό βιβλίο «῾Αμαρτωλῶν Σωτηρία» καί στήν προσευχή μου παρακαλοῦσα τόν Θεό νά μοῦ δώσῃ κάποια ἀφορμή νά φύγῳ γιά νά μιμηθῷ τήν ζωή τῶν ῾Αγίων πού διάβαζα.

Τό φθινόπωρο τοῦ 1923, ἔφυγα μέ τήν ἀδελφή μου Διαμάντω καί μέ τό κοπάδι γιά τά χειμαδιά στόν Πόρο τῆς Τροιζηνίας. Τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή προετοιμαζόμουν γιά τό Πάσχα, καί τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀνέβηκα στό Μοναστήρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς νά ἐξομολογηθῶ στόν παπᾶ Γιώργη. Ἐνῶ ἐπερίμενα ἐκεῖ, ἕνας ἄλλος ἄγνωστος Παπᾶς μέ ἐπλησίασε καί, ἐπειδή μέ εἶδε σκεπτικό, μέ ἐρώτησε:

-Ποιόν περιμένεις, βρέ καλόπαιδο, καί γιατί εἶσαι σκυθρωπός;

-Περιμένω τόν Πνευματικό· θέλω νά κοινωνήσω αὔριο.

-Καλά καί ἐγώ Πνευματικός εἶμαι καί ἐάν θέλῃς σέ κάτι νά σέ βοηθήσῳ.

-Ἐε, δέν πειράζει θά περιμένω τόν ἄλλον Παπᾶ, ἀλλά ἔχω νά σᾶς πῶ ἕνα πόθο μυστικό: Θέλω νά γίνω Καλόγερος, ἀλλά δέν ξέρω ποῦ νά πάω καί δέν θά ἤθελα νά τό πῆτε πουθενά, γιά νά μή ἔχουμε κακές συνέπειες.

῎Α παιδί μου, ἡ Παναγία σέ ἔστειλε ἐδῶ, ἡ Παναγία σέ ἔστειλε. Λοιπόν ἐδῶ δέν μπορεῖς νά γίνῃς Μοναχός· θά πᾶς καί στρατιώτης μεθαύριο καί θά χάσῃς τήν εὐλάβεια ὅπου ἔχεις. ῾Επομένως θά σέ στείλῳ ἐγώ σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου θά γίνῃς Καλόγερος καί θά περάσῃς καί καλά.

-῎Ε ποῦ εἶναι αὐτό τό μέρος;

Θά σέ στείλω στό ῞Αγιον ῎Ορος. (Εἶχα ἐγώ διαβάσει περί ῾Αγίου ῎Ορους, ἀλλά δέν ἤξερα οὔτε καί ποῦ πέφτει κιόλας).

Ἐγώ τοῦ ἔδωσα τόν λόγο μου ὅτι θέλω νά γίνω Καλόγερος, ἀλλά πῶς θά φύγω ἀπό ἐδῶ; Ἐκεῖνος μοῦ λέγει: Μή φοβᾶσαι ἡ Παναγία σέ ἔστειλε σέ ἐμένα καί ἐγώ θά σέ συστήσω. ῏Ηταν ἕνας πολύ καλός ἄνθρωπος· τό ὄνομά του, ἄν θυμᾶμαι καλά, ἦταν Χρυσόστομος Δημητρίου. ῏Ηταν Ἀρχιμανδρίτης καί ῾Ιεροκῆρυξ στόν Πειραιᾶ. Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἔγινε καί Δεσπότης, ἴσως στήν Ζάκυνθο δέν θυμᾶμαι καί καλά. Ἀκόμη μοῦ εἶπε: ἔχε σέ ἐμένα ἐμπιστοσύνη, ἐγώ θά σέ καθοδηγήσω καί ὅταν πᾶς ἐκεῖ, νά μοῦ γράψῃς ἕνα γράμμα. Τίποτε ἄλλο δέν θέλω ἀπό ἐσένα.

῎Εχω ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τοῦ εἶπα. Ἀπό σήμερα μάλιστα ἐσύ θά μέ ἀναλάβῃς καί θά μέ καθοδηγήσῃς, ὅπως σέ φωτίσῃ ὁ Θεός. Τοῦ ἔδωσα καί μερικά ροῦχα καί βιβλία πού εἶχα μαζί μου, καί τοῦ εἶπα, ὅτι τώρα πρέπει νά γυρίσω στήν καλύβη μου, στή στάνη. Μάλιστα τόν ἐρώτησα, πόσα χρήματα θά χρειασθῶ γιά τ·ό ταξείδι μου στό ῞Αγιο ῎Ορος; Μοῦ εἶπε: Θά χρειασθῇς μέχρι 200 δραχμές. Ζήτησε τοῦ πατέρα σου καί, ἄν δέν ἔχῃ νά σοῦ δώσῃ, μή στενοχωριέσαι, θά τά οἰκονομήσουμε.

Κατέβηκα στήν καλύβη μας στήν στάνη, καί ὁ Πατέρας μου, βλέποντάς με σκεπτικόν, μέ ἐρώτησε:

-Τί ἔχεις παιδί μου, γιατί εἶσαι σκεπτικός; Σοῦ συμβαίνει τίποτα;

-῎Εχω καί ἐγώ ἕνα παράπονο Πατέρα. Τί παράπονο ἔχεις; (μ᾿ ἀγαποῦσε πολύ ὁ Πατέρας μου ἤμουν ὁ τελευταῖος τῆς οἰκογενείας μας).

-Τώρα, Πατέρα, μεγάλωσα κι ἐγώ καί δέν ἔχω μία δεκάρα νά βγῷ ἔξω μέ τούς φίλους μου νά πιοῦμε ἕνα ποτηράκι κρασί. ῞Ολο τόν Γιώργη (τόν μεγάλο μου ἀδελφό) στέλνεις ἐδῶ καί ἐκεῖ καί τοῦ δίνεις καί χρήματα.

-Πότε μοῦ ἐζήτησες παιδί μου καί δέν σοῦ ἔδωσα; Πόσα χρήματα τώρα θέλεις;

-Δός μου τό λιγώτερο 250 δραχμές.

-Πώ, πώ τόσα χρήματα τί θά τά κάνῃς; Πάρε ἕνα εῖκοσιπεντάρικο καί, ἄν πάλι χρειασθῇς, νά μοῦ τό εἰπῇς.

-Πατέρα, τοῦ λέγω, σέ εὐχαριστῶ πολύ. ῎Αν ἦταν γιά εἴκοσι πέντε δραχμές δέν θά σοῦ ζητοῦσα. Δῶσε μου μιά φορά αὐτά πού σοῦ ζητῶ, καί δέν θά σοῦ ζητήσῳ πάλι ἄλλα. (Βγάζει ἀπό τήν τσέπη του τά χρήματα καί μοῦ λέγει:)

-Νά πάρε τα, ἀλλά νά μή μοῦ ζητήσῃς ἄλλα νά ξέρῃς.

Ἐγώ τότε συγκινήθηκα, τοῦ φίλησα τό χέρι καί τοῦ εἶπα:

-Πατέρα σέ εὐχαριστῶ πολύ, ἀλλά δέν πρόκειται νά σοῦ ζητήσω ἄλλα. Συγκινήθηκε καί αὐτός καί μοῦ λέγει:

-Μά γιατί δέν θά μοῦ ζητήσης ἄλλα;

-῎Ε δέν θέλω ἄλλα, μοῦ εἶναι ἀρκετά αὐτά.

῏Ηταν ἀπόγευμα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 1924, ὅταν ἐπῆρα τά χρήματα. ῏Ηταν καί ἡ ὥρα νά πᾶμε τά πρόβατα στήν βοσκή. ῾Οπότε μπροστά ὁ Πατέρας μου, πίσω τά πρόβατα καί παρά πίσω ἐγώ μέ τήν γκλίτσα στό χέρι, προχωρούσαμε γιά τό λειβάδι. Τότε μέ ἔπιασαν λογισμοί, ὄντας δεκαεφτάρης στήν ἡλικία, καί ἔλεγα· τί εἶναι αὐτό πού πάω νά κάνω; Ν᾿ ἀφήσῳ τούς γονεῖς, τίς ἀδελφές μου, τά πρόβατά μας; Μήπως θέλει νά μέ πλανήσῃ αὐτός ὁ Ἀρχιμανδρίτης; Ἀλλά ἀντιστάθηκα σ᾿ αὐτές τίς σκέψεις καί εἶπα: ῎Η θά φύγῳ τώρα ἤ δέν φεύγω ποτέ. Ἐπέταξα λοιπόν τήν γκλίτσα στά πρόβατα λέγοντας: ῎Αϊντε καί σεῖς στό καλό σας, ἐνῶ στόν πατέρα μου δέν εἶπα τίποτα πού ἐπήγαινε μπροστά. Γυρίζω λοιπόν πίσω στό μανδρί. Μέ βλέπουν ἡ μάννα μου καί οἱ ἀδελφές μου καί μέ ἐρωτοῦν:

-Γιατί γύρισες πίσω Νῖκο; Τότε μέ φώτισε ὁ Θεός καί τούς εἶπα:

-Μ᾿ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου νά εἰδοποιήσῳ κάποιον χασάπη, νά βγῇ μπροστά στό κοπάδι νά ἀγοράσῃ μερικά ζῶα. ῾Η ἀδελφή μου μέ εἶδε ἀνήσυχο καί λέγει στήν μάννα μας: «Αὐτός φεύγει δέν τόν βλέπεις, πού μαζεύει καί τά ροῦχα του;». Τήν μάλωσα καί τῆς εἶπα· «Τί εἶναι αὐτά πού λές, ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα μου θά φύγω;» Μέ ἀγκαλιάζει μέ κλάματα ἡ μάννα μου καί μοῦ λέγει: «ποῦ θά πᾶς παιδάκι μου, γιατί θέλεις νά φύγῃς;

Τέλος πάντων, νά μή τά πολυλογοῦμε, ἔφυγα καί ἐπῆγα στόν Πόρο, ὅπου θά μέ περίμενε ὁ Ἀρχιμανδρίτης, Μέ ρώτησε γιά ταὐτότηα καί τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἔχω. Μέσα σέ μιά νύχτα ἐκεῖνος μοῦ ἑτοίμασε ἕνα χαρτί ἀπό τήν Ἀστυνομία καί τήν ἑπομένη τό πρωῒ, θά φεύγαμε μέ τό πλοῖο. Τότε μέ ἐρωτᾶ ὁ 'Ἀρχιμανδρίτης. Πῆρες καμμιά πέτρα μαζί σου;

-Τί νά τήν κάνω τοῦ λέγω.

-Νά δώσῃς μέ αὐτό ὅρκο καί νά πῇς: ῎Αν γυρίσῳ πίσω τάφος αὐτή ἡ πέτρα νά μοῦ γίνῃ. -Νά μή γυρίσῃς πίσω στό κόσμο πάλι.

-Εὐχαριστῶ πολύ τοῦ εἶπα, πάω γιά νά μείνω, δέν πάω νά γυρίσω πίσω. Ἐπήγαμε στόν Πειραιᾶ, μέ ἔβαλε σέ ξενοδοχεῖο, μοῦ ἐπλήρωνε τά τρόφιμά μου, μοῦ ἔδινε καί χρήματα. ῏Ηταν καλός ἄνθρωπος. ῏Ηταν ὁ ῎Αγγελός μου, ὁ Θεός τόν ἔστειλε.

῞Οταν ἦλθε ἡ ἡμέρα πού θά ταξίδευα γιά Θεσσαλονίκη μέ ἕνα παλιοκάραβο, ἀπό ἐκεῖνα τά ἀποστρατευμένα τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, ἑτοιμάσθηκα, ἐφόρεσα τήν χωριάτικη πουκαμίσα μου, τά τσαρούχια μου καί μέ τόν ντορβᾶ στήν πλάτη ξεκίνησα. ῾Ο Ἀρχιμανδρίτης μοῦ εἶπε: "Δέν ἔχεις ἄλλα ροῦχα νά φορέσῃς; Θά σέ κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι οἱ Μοναχοί ἐκεῖ στό ῞Αγιον ῎Ορος.

-Καί τί νά κάνω, τοῦ λέγω, δέν ἔχω ἄλλα ροῦχα.

Ἐπῆγε ὁ καϋμένος καί μοῦ ἀγόρασε καινούργια ροῦχα, ἀπό αὐτά τά εὐρωπαϊκά πού λένε, καί μέ ἔντυσε. Τά χωριάτικα ροῦχα μοῦ εἶπε νά τά στείλω πίσω στό σπίτι. Ἐεε, αὐτό ἦταν...Βυθίσθηκαν οἱ δικοί μου σέ μέγα πένθος. Μαζί μέ τά ροῦχα τούς ἔβαλα καί ἕνα σημείωμα, στό ὁποῖον ἔγραφα: «Ἀναχωρῶ πρός ἄγνωστον κατεύθυνσιν πέντε ἡμέρες μέ τό πλοῖο καί, ὅταν θά φθάσω, θά σᾶς γράψῳ, ἀλλά καλή ἀντάμωσι στόν ἄλλο κόσμο».

-῞Οταν φθασες στ Μοναστρι, πς σ δχθηκε Γροντς σου, Παπ-Θανσης;

Ἐγώ ἔφθασα στό Μοναστήρι τό Πάσχα τοῦ 1924. ῾Ο Γέροντάς μου εἶχε ἀναλάβει ῾Ηγούμενος ἀπό τό Γενάρη τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἐπειδή ἤμουν καί μικρός, μέ συμπάθησε, μοῦ φέρθηκε πατρικῶς καί ὅσο ἦτο δυνατόν μέ οἰκονομοῦσε.

Τούς νέους καί ἀγενείους, ὅπως ξέρῃς, Πάτερ, δέν τούς κρατοῦσαν μέσα στό Μοναστήρι, μέχρις ὅτου ἐνηλικιωθοῦν καί βγάλουν γένεια. Γι᾿ αὐτό καί ἐγώ, ἐστάλην μετά δέκα ἡμέρας, φορῶντας καί τά ράσα ὡς δόκιμος Μοναχός, στίς Καρυές. Μέσῳ τοῦ βουνοῦ σέ μιά νύκτα μέ τό Γέρο-Βαθολομαῖο ἐφθάσαμε στό Κονάκι τῶν Καρυῶν. Ἐκεῖ ἔμεινα ἕνα χρόνο. Μακρυά ὅμως ἀπό τόν Γέροντά μου καί ἀστήρικτος πνευματικά, κλονίστηκα καί ἤθελα νά φύγω γιά ἄλλο τόπο. Κάνω τόν σταυρό μου καί λέγω: Θά πάω νά κτυπήσω τήν πόρτα τοῦ πρώτου σπιτιοῦ πού θά συναντήσῳ μπροστά μου καί, ἄν εἶναι θέλημα τῆς Παναγίας, θά μέ κρατήσουν. Φεύγοντας ἀπό τήν πίσω πόρτα, ἐκεῖ ὅπου εἶναι τό πατητήρι, διότι ἐκεῖ ἦταν καί τό ξυλοκρέβατό μου, ἐπῆγα στό πρῶτο σπίτι πού συνάντησα. Κτυπῶ τήν πόρτα καί ἐρωτῶ ἕνα νέο Μοναχό πού μοῦ ἄνοιξε. ῎Εχω, λέω, ἕνα ἀδελφάκι, πού θέλει νά γίνῃ Μοναχός σέ κελλί, ἔχετε μέρος νά τό κρατήσετε;

-Νά ρωτήσω τόν Γέροντα, μοῦ λέγει ὁ Μοναχός.

Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: Αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι, δέν ἔχει ἀδελφάκι γιά Μοναχό. Νά τοῦ εἰπῇς, ὅτι τώρα δέν μπορῶ νά τόν κρατήσω, διότι περιμένω δύο παιδιά νά ἔλθουν αὔριο γιά Μοναχοί.

῎Ετσι κατάλαβα, ὅτι δέν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ νά πάω ἀλλοῦ. Ἀπό τήν πόρτα πού βγῆκα ξαναμπῆκα πάλι. ῎Εκτοτε δέν ἐφρόντισα νά πάω σέ ἄλλο τόπο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καί ἔμεινα στό Μοναστήρι μας διακονῶντας σέ διάφορα διακονήματα.

τερ 'Εφραμ, χει ελογα ν μο πτε, πς εδατε τν Αγιο Μεγαλομρτυρα Γεργιο;

῞Οπως καί ἄλλοτε σοῦ ἔχω εἰπεῖ, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, πάτερ. ῞Οταν ἤμουν νέος Μοναχός, γύρω στο 1930, μέ ἔστειλε τό Μοναστήρι στήν Μονή ῾Αγίου Παύλου, ὡς συνήθως πηγαίνουμε ὡς ἀντιπρόσωποι τῶν Μονῶν μας σέ πανηγύρεις ἄλλων Μονῶν. Τότε ἐπανηγύριζαν τήν Ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, πού ἑορτάζει στίς 3 Νοεμβρίου. ῞Οταν ἡ ἀγρυπνία εἶχε φθάσει στήν τετάρτη ὠδή τοῦ ὄρθρου, βλέπω ἐν ἐγρηγόρσει τόν ῞Αγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο μέ πλήρη στολή ὁπλίτου καί μέ τό κοντάρι στό χέρι, νά πετᾷ πάνω ἀπό τό κεντρικό πολυέλεο καί ὁλόκληρος νά ἀστράπτῃ σάν φῶς καί ἀστραπή. Σέ μιά στιγμή ἀνέβαινε μέ ταχύτηα πρός τόν τροῦλλο, ὁπότε καί ἐξαφανίσθηκε. 'Ἐγώ ὅταν τόν εἶδα, κατεπλάγην καί ἀπό τήν χαρά μου, ἔλεγα στούς διπλανούς μου: «Κοιτᾶξτε κοιτᾶξτε ψηλά τόν ῞Αγιο Γεώργιο.  Οἱ ἄλλοι ὅμως δέν εἶδαν τίποτα.

νθυμεσθε πτερ 'Εφραμ γι τν Μοναχ 'Αρτμιο τν Σπαρτιτη;

῾Ο πατήρ Ἀρτέμιος ἦτο ἕνας ἐνάρετος καί ἀγωνιστής Μοναχός. Μέ ἀγαποῦσε, ὅπως καί οἱ ἄλλοι γέροντες Πατέρες, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς νεαρᾶς μου ἡλικίας. Αὐτό τό διεπίστωσα, ὅταν κάποτε, ἀποπειράθηκα νά φύγῳ κρυφά ἀπό τό Μοναστήρι. Ἐκρέμασα ἕνα σχοινί ἀπό τό παράθυρο, ἀφοῦ πρίν ἐπέταξα καί τόν ντορβᾶ μου κάτω μέ λίγα πραγματάκια μου, καί ἐπήδηξα κάτω. Τότε ἤθελα νά φύγω ἀπό ζηλωτισμό, ἐπηρεασμένος ἀπό ἄλλους πού δέν ἤθελαν νά μνημονεύεται ὁ Πατριάρχης. ῞Οταν ἔφθασα ἀπέναντι ἀπό τό μοναστήρι μας στήν πίσω μεριά, στό τόπον πού λέγεται «Παρθένι», ὅπου ἔχουμε καί τίς ἐλιές, ἄνοιξα τόν ντορβᾶ μου νά ἰδῶ, ἐάν ἐπῆρα ὅλα τά πράγματα πού εἶχα ἑτοιμάσει νά πάρω. Βλέπω μετά λύπης μου, ὅτι μοῦ ἔλειπε τό προσευχητάριον τοῦ Ἀ. Σιμωνώφ. Μοῦ ἦταν πολύ ἀπαραίτητο αὐτό καί δέν μποροῦσα νά φύγῳ χωρίς νά τό πάρῳ μαζί μου. ῏Ηταν βλέπεις οἰκονομία Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μου νά μή φύγω ἀπό τό Μοναστήρι καί χάσω τήν ψυχήν μου. Γυρίζοντας πίσω, ἦταν ἀκόμη πολύ πρωῒ. Βλέπω στήν πύλη νά βγαίνῃ πρός τά ἔξω ὁ ῾Ηγούμενος καί Γέροντάς μου Παπᾶ Θανάσης.

Ἐε, ποῦ εὑρέθηκες ἐσύ τέτοια ὥρα παιδί μου Ἐφραίμ;

 Δέν μποροῦσα νά τοῦ πῶ ψέμματα καί τοῦ λέγω: ῎Εφυγα Γέροντα, διότι δέν μέ ἀναπαύει τό ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου καί τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου.

-Καλά, παιδί μου, νά φύγῃς ἀφοῦ τό θέλεις, ἀλλά ἀξιοπρεπῶς καί ὄχι μέ αὐτόν τόν τρόπον, γιατί μέ τόν τρόπον πού θέλεις νά φύγῃς, ἐγώ δέν σοῦ δίνω εὐλογία. Μέ ἔκαμψε. Τοῦ λέγω: "Νἆναι εὐλογημένο, Γέροντα. Τώρα ὅμως ἐγώ δέν μπορῶ νά ἔλθῳ στήν ἐκκλησία, ἀφοῦ μέ πῆραν χαμπάρι οἱ Πατέρες πώς ἔφυγα. ( ἐκείνη τήν ἡμέρα λειτουργοῦσε στό Καθολικό τῆς Μονῆς μας, ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος).

Μή ἔρχεσαι οὔτε στήν ἐκκλησία, οὔτε στήν τράπεζα· κάθισε στό δωμάτιό σου νά ἡσυχάζῃς καί θά οἰκονομήσῃ ἡ Παναγία τά πράγματα. Τό ἔμαθαν λοιπόν τά Γεροντάκια καί ἦλθαν στό κελλί μου. Πρῶτος ἦλθε ὁ Γέρο-Βαρλαάμ. Μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε κλαίοντας: "Γιατί παιδί μου, Ἐφραίμ, θέλεις νά φύγῃς; Ἐμεῖς ἐδῶ σέ κρατήσαμε καί σέ μεγαλώσαμε ἀπό μικρό παιδί". Τό μαθαίνει ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος ἀπό τό Γέρο-Βαρλαάμ καί ἔρχεται καί αὐτός στὀ κελλί μου μέ κλάματα:

-Παιδάκι μου, παιδάκι μου, μοῦ ἔλεγε, ποῦ θά πᾷς νά φύγῃς, δέν θά σέ ἀφήσῳ ἐγώ νά φύγῃς.

-Καλά τοῦ λέγω, Γέρο-Ἀρτέμιε, ἀλλά ἔχω τά πράγματά μου ἐκεῖ στίς ἐλιές. Μή στενοχωριέσαι γι᾿ αὐτό. Ἐγώ θά σέ περιμένω τό βράδι στήν μικρή πόρτα τοῦ Κοιμητηρίου. Νά πᾶς ἐσύ νά τά φέρῃς, καί νά πᾶς στό κελλί σου, χωρίς νά σέ ἀντιληφθῇ κανείς.

῎Ετσι αὐτοί οἱ δύο Γεροντάδες ἔγιναν αἰτία νά παραμείνω στό Μοναστήρι μας.

῾Ο Γέρο-Ἀρτέμιος ἦτο βιαστής Μοναχός. ῎Ετσι τόν ἐγνώρισα ἐγώ. Κρεβάτι στό κελλί του δέν ἐγνώριζε. ῞Οπως ἐρχόταν ἀπό τήν ἐκκλησία, μέ τό ράσο καί τό κουκούλι καθόταν σ᾿ ἕνα σκαμνί τοῦ κελλιοῦ του, χωρίς νά βγάζῃ τά παπούτσια του, καί τραβοῦσε ὅλη τήν νύκτα κομβοσχοίνι, τό ὁποῖον εἶχε κρεμάσει ἀπό τό νταβάνι. Πολλές φορές περνοῦσε τίς νύκτες του, κυρίως τίς καλοκαιριάτικες, στά στασίδια τοῦ Νάρθηκος τῆς ἐκκλησίας. Κάποτε μοῦ εἶχε εἰπεῖ: «Τί νά σοῦ πῶ, παιδάκι μου, εἶδα πρό καιροῦ μέσα στήν ἐκκλησία μία ὀτπασία. Εἶδα νά ἐξέρχεται, ντυμένος μέ τήν στολή του ἀπό τήν ῾Ωραία Πύλη, ἕνας διάκονος, ὁ ὁποῖος στάθηκε κάτω ἀπό τόν πολυέλεο, καί εἶπε τρεῖς φορές· «ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ». Τί νά σημαίνῃ ἆρα γε αὐτό, μοῦ λέγει, δέν ξέρω. Εῖδα καί ἄλλες ὀπτασίες.

Ἄλλοτε πάλι μοῦ ἔλεγε: "Μία φορά, καθώς στεκόμουν στό στασίδι μου, δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, βλέπω νά μέ πλησιάζουν πολλοί ῎Αγγελοι. Ἐκείνη τήν περίοδο, εἶχα κατά παραχώρησι Θεοῦ, πολύ σαρκικό πόλεμο καί ἤμουν πολύ στενοχωρημένος. ῎Εβλεπα λοιπόν τήν ὀπτασία αὐτή τούς Ἀγγέλους, νά βγάζουν ὅλα τά ἐντόσθιά μου καί νά τά πλένουν ἕνα-ἕνα μέσα σέ μιά λεκάνη. Κατόπιν τά ἔβαλαν πάλι μέσα, μέ ἔραψαν καί εἶπαν· «Ἄϊντε τώρα δέν ἔχεις τίποτα». Καί πράγματι, ἀπό τότε ἐξαφανίσθηκε ὁ σαρκικός πόλεμος καί ἤμουν τελείως εἰρηνικός.

Μιά ἄλλη φορά, συνέχισε νά μοῦ λέγει ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, μπροστά ἀπό τήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, βλέπω σέ ὀπτασία, ὅτι ὑπῆρχε ἕνα τραπεζάκι μέ χρυσό τραπεζομάνδηλο, καί πάνω σ᾿ αὐτό ἕνα ὁλόχυσο Εὐαγγέλιο. Ξαφνικά βλέπω νά κατέρχεται φωτιά ἀπό ψηλά καί φοβήθηκα μήπως κάψῃ τό Εὐαγγέλιο. Τότε οἱ ῎Αγγελοι πού παρέστεκαν, μέ ἐμπόδισαν λέγοντας· «μή πλησιάζῃσ ἐσύ καί μή φοβᾶσαι. Μόνο νά βλέπῃς». Αὐτή ἡ ὀπτασία, ἀργότερα κατάλαβα ὅτι ἐσήμαινε τό πῦρ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ πού κατῆλθε ἀπό τόν Οὐρανό καί δέν κατέκαυσε τήν Θεοτόκον. Αὐτή ἡ ὀπτασία ὁμοιάζει μέ τήν φλεγομένη καί μή κατακαιομένη βάτο πού εἶδε ὁ Μωϋσῆς στό ῎Ορος Σινᾶ.

Καί τώρα θά σοῦ διηγηθῷ, πάτερ,  πόσο κακό πρᾶγμα εἶναι ἡ κατάκρισις στά μάτια τοῦ Θεοῦ.

Κάποιο καιρό ἕνας ἀδελφός τῆς Μονῆς ὁ π. Κ. εἶχε ἕνα μεγάλο πειρασμό, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου καί ὑπέκυψε σέ κάποιο παράπτωμα. Ἐγώ δέν μποροῦσα νά τό διαννοηθῶ, πῶς παρεχώρησε ὁ Θεός καί εἶχε ὁ ἀδελφός αὐτή τήν περιπέτεια, ὄντας πενηντάρης στήν ἡλικία. Ἐκεῖνο τό φθινόπωρο μαζεύαμε ἐλιές, ἐγώ εὑρισκόμουν πάνω ἀπό τό πεζούλι τοῦ Κοιμητηρίου καί ἔλεγα μέ τόν νοῦν μου. Μά πῶς ἔγινε καί ἔπεσε ὁ τάδε ἀδελφός σ᾿ αὐτό τό παράπτωμα! Ξαφνικά ἕνα χέρι μοῦ δίνει μιά σπρωξιά πρός τά κάτω καί μία φωνή μοῦ λέγει συγχρόνως· «ἀφοῦ ἀπορεῖς νά μάθῃς, μάθε πῶς ἔπεσε ὁ ἀδελφός». Εὑρέθηκα κάτω ἀπό τό πεζούλι, δίπλα στά μνήματα τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν, τραυματισμένος στά χέρια, στό κεφάλι, ἐνῶ τά αἵματα ἔτρεχον ἀπό παντοῦ. Καλά νά τά πάθῳ, παιδάκι μου, γιατί κατέκρινα μέ τόν λογισμό μου τόν ἀδελφό, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά βλέπω τίς δικές μου ἀδυναμίες καί ἀτέλειες. ῾Ο Θεός νά μέ συγχωρέσῃ. Καλά πού δέν σκοτώθηκα».

Στήν ἐκκλησία, ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, ἦτο στῦλος ἀκλόνητος στήν προσευχή καί τήν παρακαλούθησι τῶν θείων Ἀκολουθιῶν. Εἴχαμε τό τυπικό αὐτό μέ τόν ἀείμνηστο Γέροντά μας, τόν Παπᾶ-Θανάση, ὁ ὁποῖος σπανίως καθόταν καί μᾶς ἐπέτρεπε νά καθήμεθα μόνο στά ψαλτήρια καί τίς ὧρες.

Κάποια φορά ἦλθε στό Μοναστήρι μας ὁ Μητροπολίτης Μεσσηνίας.  Κατά τήν ὥρα τῆς Ἐννάτης, πρό τοῦ ῾Εσπερινοῦ, μπῆκε στήν ἐκκλησία. Πέρασε δίπλα ἀπό τό Γέρο-Ἀρτέμιο, πού καθόταν, ὅπως εἴπαμε δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, καί τοῦ λέγει· «Εὐλογεῖτε». ῾Ο Γέρο-Ἀρτέμιος ἀμίλητος. Δέν ἐγνώριζε ποιός ἦταν, διότι δέν φοροῦσε καί ὁ Δεσπότης τά διακριτικά του. Τοῦ ξαναμιλᾶ ὁ Δεσπότης· «Εὐλογεῖτε, τί κάνετε, πάτερ;». Καί ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος μέ ὕφος σοβαρό καί λακωνικό, ἦταν καί Σπαρτιάτης βλέπεις, τοῦ λέγει· «ἔχουμε ῾Εσπερινό».

νθυμεσθε, πτερ Ἐφραμ, π τς τελευταες στιγμς τς ζως τοῦ Γέροντος Ἀρτεμίου;

Ἐγώ τόν ὑπηρέτησα ὡς νοσοκόμος ἀρκετό καιρό στά τελευταία του καί τόν ἔβλεπα πάντοτε χαρούμενο, εἰρηνικό καί προσευχόμενο. Κάποτε τόν ἐρώτησα:

-Πῶς αἰσθάνεσαι, πάτερ Ἀρτέμιε, θά εὕρῃ ἔλεος ἡ ψυχή σου στό Οὐρανό;

-῎Εχομεν χρηστάς ἐλπίδας, πάτερ Ἐφραίμ, μοῦ εἶπε.

῏Ηταν παραμονή τῆς Μεταμορφώσεως, ὅταν στό Μοναστήρι μας εἶχε ἔλθει ὁ Μητροπολίτης Μιλητουπόλεως ῾Ιερόθεος, νά χοροστατίσῃ στήν ἀγρυπνία. ῾Ο Γέρο-Ἀρτέμιος, ὁ ὁποῖος προεῖδε τόν θάνατό του, εἶχε ἐγκαίρως εἰδοποιήσει τόν Γέροντά μας Παπᾶ-Θανάση, ὅτι σέ λίγο ἀναχωρεῖ καί νά στείλῃ τούς ὅλους τούς Πατέρες νά τόν συγχωρέσουν καί νά ἀνταλλάξουν τόν τελευταῖον ἀδελφικό ἀσπασμό. Πράγματι τήν παραμονή τῆς Δεσποτικῆς αὐτῆς ἑορτῆς, οἱ Πατέρες τόν ἐπεσκέπτοντο ἀπό τό πρωῒ καί ἐλάμβανον καί ἔδιναν τήν συγχώρησι μεταξύ τους. ῾Ο ῾Ηγούμενος εἰδοποίησε καί τόν Μητροπολίτη νά ἐπισκεφθῇ καί εὐλογήσῃ τόν ἑτοιμοθάνατο. Πράγματι, ὅταν πλησίασε κοντά του, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, καί ἀφοῦ τοῦ ἔσφιξε δυνατά τό χέρι, τό φίλησε καί τοῦ εἶπε χαρούμενος: «Σεβασμιώτατε, φεύγουμε, φεύγουμε, εὐλογεῖτε τό ταξίδι μου, καλή ἀντάμωσι στήν ἄλλη ζωή, τήν εὐχήν σας».

Μιά ἄλλη φορά ἦταν ἄρρωστος καί προσευχόταν στούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς, τόν ῞Αγιον Νικόλαον, τόν ῞Οσιο Γρηγόριο καί τήν ῾Αγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία. ῾Οπότε, ἐκεῖ πού μέ πόνο ψυχῆς καί σώματος ζητοῦσε τήν θεία βοήθεια, παρουσιάζεται ἡ ῾Αγία Ἀναστασία καί τοῦ λέγει: «γιατί φωνάζεις συνεχῶς δέν μπορῶ καί δέν μπορῶ; Τί θέλεις;

-Δέν μπορῶ, θέλω τόν γιατρό, τῆς εἶπε.

-῎Αν θέλῃς γιατρό, νᾶτος· καί τοῦ ἔδειξε τήν εἰκόνα της πού εἶναι στό παρεκκλήσι της, δίπλα στό γηροκομεῖο.

Τότε ἐκεῖνος ἐπῆγε μέ εὐλάβεια καί πίστι, ἐπροσκύνησε τήν εἰκόνα της, καί μέ λαδάκι ἀπό τό καντήλι της ἄλειψε τά μέρη τοῦ σώματος ὅπου πονοῦσε καί ἀμέσως ἔγινε τελείως καλά.

-῎Εχει ελογα ν μο πτε κτι π τν ζω το ειμνστου Γροντς σας, πτερ Ἐφραμ;

῾Ο Γέροντάς μου Παπᾶ-Θανάσης, ἦταν καλογέρι τοῦ παπᾶ Συμεών τοῦ Τριπολιτσιώτου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ τρίτος κτίτωρ τῆς Μονῆς μας. ῞Οταν ἐγώ ἦλθα στό Μοναστήρι, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1924, ὁ παπᾶ-Θανάσης εἶχε ἀναλάβει ῾Ηγούμενος ἐκείνη τήν χρονιά ἀπό τόν Ἰανουάριο. Ἐπειδή ἤμουν μικρός μέ συμπαθοῦσε πολύ, μέ συμβούλευε καί δέν θυμᾶμαι ποτέ νά μέ μάλωσε. Πρίν ἀπό αὐτόν ἦταν ῾Ηγούμενος ὁ παπᾶ Γιώργης, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε ἀπό τήν τότε ἀδελφότητα, ἀφοῦ ὁ παπᾶ-Θανάσης πού ἦταν ἀπό τότε ὑποψήφιος γιά τό ἀξίωμα αὐτό, ἔφυγε κρυφά γιά λίγες ἡμέρες στήν ῾Αγία ῎Αννα γιά νά τό ἀποφύγῃ.

῾Η πατρική του ἀγάπη μέ εἶχε σκλαβώσει, ἐνῶ ἐγώ σέ τίποτα δέν φάνηκα ἀντάξιος. Κάποτε ὡς διαβαστής, περνῶντας μέ τό βιβλίο, δίπλα στόν ἀρχιερατικό θρόνο, ὅπου ὁ Γέροντας ἔβαζε πάντοτε τό μπαστούνι του, μέ τόν μανδύα μου τό ἔρριξα κάτω. Ἀπό συνέργεια ἴσως τοῦ πειρασμοῦ, ἔσπασε αὐτό στά δύο. Παρ᾿ ὅτι ὁ Γέροντας δέν εἶχε ἄλλο ἀπ᾿ αὐτό, ἐν τούτοις δέν μοῦ ἔκαμε καμμίαν παρατήρησι.

Κατά τήν ἡγουμενεία του, πού διήρκεσε μέ διακοπές περί τά 17 χρόνια, πέρασε πολλές δοκιμασίες, λόγῳ τοῦ θέματος τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου, ἀλλά καί μερικῶν ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τραχύ χαρακτῆρα καί ἐπλήγωναν ἴσως ἄθελά τους τόν πρᾶο καί ἀνεξίκακο Γέροντά μας.

Ἦταν ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς καί προσευχῆς. Ἀπέφευγε τίς συνεχεῖς ἐξόδους στόν κόσμο γιά διοικητικά ζητήματα, διότι σ᾿ αὐτά εἶχε ἰδιαίτερη φροντίδα ὁ μακαρίτης Γέρο-Βαρλαάμ. Μά καί ὅταν ἔβγαινε, ἦταν προσεκτικός.

Πολλές φορές γιά κοντινές ἀποστάσεις δέν ἔπαιρνε τό τράμ, ἀλλά ἐβάδιζε μέ τά πόδια στόν προορισμό του, γιατί δέν ἤθελε νά συμφύρεται μέ τόν πολύ κόσμο.

Στήν ἐκκλησία ἦταν τακτικώτατος. ῎Επρεπε κάθε πρωῒ, πρίν σημάνῃ τό τρίτο χειροσήμαντρο, νά ἔχῃ κατέβει στήν ἐκκλησία καί νά περιμένη τούς Πατέρες. Στόν ἑξάψαλμο, περιεφέρετο, ὅπως καί τώρα ὁ Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος, μέ τό κερί στά στασίδια, βλέποντας ἐάν εἶναι ὅλοι οἱ ἀδελφοί παρόντες. ῞Οσοι ἀπουσίαζαν, ἔστελνε τόν παρηγουμενιάρη ἤ καί μερικές φορές, ἐπήγαινε ὁ ἴδιος καί τούς ξυπνοῦσε.

Κάποια φορά ἀποκοιμήθηκα κι ἐγώ σάν νέος καί ἀσυνήθιστος μοναχός πού ἤμουν, καί ὁ Γέροντάς μου ἦλθε στό κελλί μου. Μέ ἐσκούντησε καί μοῦ εἶπε σέ αὐστηρό τόνο. Πάτερ Ἐφραίμ, ἀκόμη κοιμᾶσαι; Τά Γεροντάκια εἶναι ὅλα στήν ἐκκλησία καί προσεύχονται.

Στήν ἐκκλησία ἦταν πολύ ἱεροπρεπής. ῎Εψαλλε τά συνηθισμένα γιά τούς προεστούς μέλη καί σπανίως καθόταν. Στό πρόσωπό του ἦταν ἀποτυπωμένη ἡ ἁγία πραότης. Δέν τόν θυμᾶμαι ποτέ νά ὠργίσθηκε, παρότι δεχόταν ἀπό ἄλλους περιφρονήσεις καί ἐπεμβάσεις στά καθήκοντά του. Μᾶς ἐπισκεπτόταν στά διακονήματα συχνά φορώντας πάντα τό ράσο του, τό ἐπανωκαλύμαυχο καί τό μπαστούνι στό χέρι. Μᾶς μιλοῦσε μέ ἕνα ταπεινό συγκρατημένο χαμόγελο καί πάντοτε μέ τό πάτερ τάδε, μέ εὐγένεια καί καλωσύνη.

Στίς διάφορες δουλειές τῆς Μονῆς, στίς ὁποῖες πηγαίναμε ὅλοι μαζί, τίς λεγόμενες «παγκοινιές», πρῶτος καί προθυμότερος ἦταν ὁ Γέροντάς μας. Ἐκεῖ, στά ἀμπέλια, στούς κήπους γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν ἤ τόν τρυγητό, ἐλέγαμε τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ἀρχίζοντας πρῶτα ἀπό τόν Γέροντά μας. 'Εάν ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ ῾Εσπερινοῦ τότε ἕνας ἀπό τούς  ἀδελφούς στεκόταν ὄρθιος καί τραβοῦσε τά ἀνάλογα κομβοσχοίνια γιά τόν ῾Εσπερινό καί τόν ἑορταζόμενο ῞Αγιο τῆς ἡμέρας.

Ἀγαποῦσε νά διαβάζῃ τά πατερικά βιβλία. Μάλιστα κρατοῦσε σημειώσεις σέ μεγάλα τετράδια, μερικά ἀπό τά ὁποῖα τοῦ ἐζήτησα νά μοῦ τά δώσῃ καί μοῦ εἶπε· «Ἐάν τά ἰδῶ δεμένα (στό βιβλιοδετεῖο) θά σοῦ τά δώσω". Καί πράγματι ἐγώ τά ἔδεσα καί μοῦ τά ἔδωσε. Σήμερα τά ἔχουν μερικοί ἀπό τούς Πατέρες καί ἕνα, τό σπουδαιότερο, ὁ νῦν Γέροντάς μας.

Τά καλοκαιρινά ἀπογεύματα, γιά νά ἡσυχάσῃ λίγο άπό τό βάρος τῶν διοικητικῶν καί ποιμαντικῶν του καθηκόντων, ἐπήγαινε σέ μιά σπηλιά πάνω ἀπό τόν ἀρσανά, κοντά στό παλιό δρομάκι τῆς Μονῆς, καί ἐκεῖ προσευχόταν ἤ ζωγράφιζε μορφές ῾Αγίων στά τετράδια που κρατοῦσε σημειώσεις.

῞Ολοι οἱ Πατέρες τόν εἶχαν σέ εὐλάβεια, ἀκόμη καί πολλοί ἀπό ἄλλα Μοναστήρια τόν εἶχαν πνευματικό τους. ῾Η πραότης καί ἡ καλωσύνη του αἰχμαλώτιζε τούς πάντες, ἀκόμη καί τούς πλέον νευρώδεις καί ταραχοποιούς.

Κάποια φορά, ὁ Γέρο-Βαρλαάμ τοῦ φέρθηκε ὄχι σάν ὑποτακτικός, ἀλλά σάν δικαστής, ἀλλά κατόπιν μετάνοιωσε πικρά. Προσέτρεξε κοντά του καί γονατιστός τοῦ ἔλεγε:

-Γέροντά μου, ἅγιε Γέροντα, συγχώρεσέ με γι' αὐτό πού σοῦ ἔκανα, άλλά μέσα ἀπό τήν καρδιά σου, ἐνῶ τά δάκρυά του ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του.

-Συγχωρεμένος νά εἶσαι πάτερ Βαρλαάμ.

-Γέροντα, θέλω μέσα ἀπό τήν καρδιά σου νά μέ συγχωρήσῃς, γιά ὅ,τι μέχρι σήμερα ἔκανα πού σέ ἐπλήγωσε.

Τί ἐκάναμε τόσο καιρό; Ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας;

Τήν πατρικότητά του πρός τά Καλογέρια του τήν διαπίστωσα ἀκόμη μιά φορά, σέ ἕνα ὄνειρο πού εἶδα. Κάποτε ὡς ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἔσφαλα καί τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ὁπότε ἐκείνη τήν νύκτα, βλέπω τόν Γέροντά μου νά εἶναι ντυμένος μέ τόν μαῦρο μανδύα καί ἐνώπιον τῆς ῾Ωραίας Πύλης, νά παρακαλῇ τόν Δεσπότη Χριστό, λέγοντας: «Κύριέ μου, σῶσον τόν πατέρα Ἐφραίμ. Κι αὐτός εἶναι πλάσμα τῶν χειρῶν σου καί συγχώρησον αὐτόν δι᾿ ὅ,τι ὡς ἄνθρωπος ἥμαρτεν». Ἐγώ ἐστεκόμουν δίπλα του καί ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ τοῦ Τέπλου, τελείως συντετριμμένος καί μετανοιωμένος γιά τό παράπτωμά μου.

῾Ο σεβαστός μου Γέροντας ἀγαποῦσε τίς ἀγρυπνίες, στίς ὁποῖες ἔψαλλε καί στεκόταν σάν ἀναμμένη λαμπάδα. Ἐπίσης ἐπήγαινε σέ πανηγύρεις Μονῶν πού τόν καλοῦσαν, καί προπαντός στήν Μονή τοῦ ῾Αγίου Παύλου. Τότε ἐκεῖ ῾Ηγούμενος ἦταν ὁ πατήρ Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ἦταν μεγάλη προσωπικότης στήν ἐποχή του.

 Εἶχε σέ τιμή καί σεβασμό ὅλους τούς ῾Αγίους, μά περισσότερο στόν ῞Αγιον Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν ῞Αγιο Νικόδημο τόν ῾Αγιορείτη. Μάλιστα εἶχε κόψει ἀπό τά πνευματικά γυμνάσματα τήν μορφή τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου καί τήν εἶχε βάλει σέ κορνίζα πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του. Σέ ἐρώτησί μου κάποτε: "Γιατί,  Γέροντα, τιμᾶς τόν ῞Αγιο Νικόδημο, ἀφοῦ ἀκόμη δέν τόν ἔχει ἡ 'Εκκλησία ἀνακηρύξει ῞Αγιο; Αὐτός παιδί μου μοῦ εἶπε, εἶναι ῞Αγιος καί ἄς μή τόν ἔχῃ ἀνακηρύξει ἡ 'Εκκλησία. Εἶναι μεγάλος ῞Αγιος καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας".

Τό πρόβλημα τῆς λειψανδρίας στά Μοναστήρια τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὑπῆρξε ὀξύ κατά τά μέσα τοῦ 20ου αἰῶνος. ῾Ο μακαρίτης παπᾶ-Θανάσης, μοῦ ἔλεγε ὅτι τά Μοναστήρια δέν ἐρημώνουν ἀπό ἀνέχεια καί πτωχεία, ἀλλά ἀπό ἀνθρώπους. Καί οἱ ἄνθρωποι πού φταῖνε γι᾿ αὐτή τήν ἐρήμωσι, εἴμεθα ἐμεῖς, διότι δέν δείχνουμε καλή διαγωγή καί πρέπει νά προσέχουμε νά μή σκανδαλίζουμε κανέναν. ῎Εχομε λόγο νά δώσουμε ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί γι᾿ αὐτές τίς ψυχές πού μᾶς ἔστειλε ἐδῶ ὁ Θεός καί ἐμεῖς μέ τά ἔργα μας τούς σκανδαλίζουμε.

῎Αλλοτε πάλι μοῦ ἔλεγε· «῎Ας ἀγωνιζώμεθα, παιδί μου Ἐφραίμ, γιά νά τηρήσουμε παρθένα καί καθαρά τόν νοῦν, τήν καρδιά καί τό σῶμα μας. Χωρίς αὐτή τήν καθαρότητα, δέν θά αἰσθανθοῦμε ποτέ Πατέρα τόν Θεό καί ἀδελφούς τούς Πατέρας. ῞Οταν ὁ Θεός βλέπῃ τέτοιες πτώσεις παραχωρεῖ μεγάλα δεινά στά Μοναστήρια. ῎Αν μερικά Μοναστήρια καίγωνται, νά ξέρῃς, ὅτι παραχωρεῖ ὁ Θεός τέτοιες δοκιμασίες γιά νά σωφρονίσῃ ἐμᾶς τούς Μοναχούς.

-Πάτερ Ἐφραίμ, τ καννα προσευχς βαζε παπ-Θανσης γι κποιον πο θ ρχταν στ Μοναστρι γι δκιμος;

Δέν ξέρω τί ἔκανε μέ τούς ἄλλους. Ἐμένα, ὅταν ἦλθα, μοῦ εἶπε νά τραβῶ ἕξι κομβοσχοίνια καί 60 μετάνοιες ἐδαφιαῖες. ῞Οταν ἔγινα μεγαλόσχημος, μοῦ ἔδωσε γιά κανόνα 12 κομποσχοίνια καί 120 μετάνοιες. Τώρα ὅμως δέν κάνω καμμία, οὔτε μία δέν μπορῶ. ῎Εχω πολλές ἐλλείψεις. ῾Ο Θεός νά μέ λυπηθῇ.

ρα στ γερματα τ προσευχς διαβζεις, πτερ Ἐφραμ;

῞Οταν σηκώνομαι τήν νύκτα, τρεῖς ὧρες πρίν σημάνει ἡ καμπάνα γιά τήν πρωϊνή ἀκολουθία, λέγω τό Τρισάγιο, τίς ἑωθινές προσευχές· «Ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξανιστάμενος..., τόν 50ον Ψαλμό, τόν ῎Αμωμο καί τελειώνω μέ τό Πιστεύω. Κατόπιν τραβῶ 12 κομποσχοίνια γιά τό Χριστό, δύο στήν ῾Αγία Τριάδα, ἐπειδή ἔχω τήν εἰκόνα της καί πρέπει πάντοτε νά καταφεύγουμε στήν ῾Αγία Τριάδα, στήν Παναγία ἄλλα 2, ἕνα στόν ῞Αγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο ἕνα στόν Τίμιον Πρόδρομο, ἕνα στούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς, ἕνα στούς γονεῖς μου, ἕνα στούς κοιμηθέντας ἀδελφούς, καί τό τελευταῖο τό τραβῶ ἀπαραιτήτως γιά τόν Γέροντα καί τήν Ἀδελφότητά μας.

Τό ἀπόγευμα, ἀφοῦ κοιμηθῶ λίγο καί σηκωθῶ, ἔχω ἄλλη τακτική. Κατ᾿ ἀρχήν λέγω τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ὕστερα τούς χαιρετισμούς τοῦ Χριστοῦ καί στήν συνέχεια διαβάζω προσευχές ἀπό τό Προσευχητάριο. Αὐτό τό βιβλίο εἶναι διῃρημένο σέ ἑπτά τμήματα, τό καθένα ἀπό τά ὁποῖα ἀντιστοιχεῖ σέ μία ἡμέρα. ῎Ετσι διαβάζω γιά κάθε ἡμέρα διαφορετικές προσευχές, οἱ ὁποῖες πολύ μέ ὠφελοῦν καί κατανύσσουν. Μερικές ἀπ᾿ αὐτές τίς ἔμαθα ἀπ᾿ ἔξω.

Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ, ὅτι ὁ π. 'Εφραίμ ὅλες αὐτές τίς προσευχές καί τά κομποσχοίνια τά κάνει ὄρθιος, στηριζόμενος σέ ἕνα ξύλο σχήματος ταῦ. Παρ᾿ ὅτι τόν πονοῦν τά πόδια του, δέν συγκατατίθεται νά καθίσῃ λίγο. Τοῦ εἶπα κάποτε:

-Τώρα ἐγέρασες πάτερ Ἐφραίμ, νά κάθεσαι λίγο, ὅταν κάνῃς τόν κανόνα τῆς προσευχῆς σου.

-Ἔεε δέν πρέπει, μοῦ λέγει, εἶναι Κανόνας. Ἀφοῦ μέ κρατοῦν ἀκόμη τά πόδια μου, θά στέκωμαι ὄρθιος. Μόνο ὅταν ἔχουμε Θεία Μετάληψι, διαβάζω τήν νύκτα στό κελλί μου τίς εὐχές τῆς Θείας Μεταλήψεως, ἀλλά κάθομαι λίγο, διότι εἶναι πολλές καί κουράζομαι.

-Ποι εναι τ καταστλγμα τς π 70 περπου χρνια, διαβισες σας στ Αγιο Ορος, πτερ 'Εφραμ;

Τό καταστάλγμα εἶναι μηδέν. Τίποτα δέν ἐκάναμε. Κάποτε ὁ Γέρο-Βαρλαάμ, ρώτησε τό Γέρο-Ἰάκωβο Διονυσιάτη, σπουδαῖο Μοναχό, χρηματίσαντα καί Πρωτεπιστάτη στήν ῾Ιερά Κοινότητα, πρό τοῦ θανάτου του:

-Τί κάνεις πάτερ Ἰάκωβε;

-Τίποτε δέν κάνω, πάτερ Βαρλαάμ, μόνο αὐτά τά βράχια πού φυλάγουμε ἐδῶ, νά ὑπολογίσῃ ἡ Παναγία μας.

 ῎Ετσι λέω κι ἐγώ. Ἀπό ἔργα δέν ἔχω τίποτα. Ἐλπίζω μόνο στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιά τά χρόνια πού ἔμεινα ἐδῶ, δέν θέλω νά μέ πληρώσῃ, γιατί δέν τό ἀξίζω, ἀλλά ἄς μοῦ  δώση καί τό πιό ἐλάχιστο καί αὐτό ἀπό τήν πολλή Του ἀγαθότητα, καί ὄχι γιά τά χρόνια πού ἔζησα ἐδῶ. Δέν ἔχω καλό ἔργο νά σᾶς δείξω. Οὔτε εἶμαι σέ θέσι ἐγώ νά σᾶς συμβουλεύσῳ. ῎Εχουμε τόσα βιβλία, Γεροντικά, Πατερικά, ὁ Εὐεργετινός, ὁ ῞Αγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος καί ἄλλα βιβλία.Σέ κάποιο μέρος λέγει ὁ ῞Αγιος Συμεών ὁ Θεολόγος: "Ἀπόκτησε τήν χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί αὐτή θά σέ διδάξη τί νά κάνῃς. Καί νά θέλεις νά ἁμαρτήσῃς, ὅταν ἡ χάρις σέ ἐπισκιάσῃ, δέν σέ ἀφήνει νά πέσῃς".

-Μπορομε κ μες σμερα ν ποκτσουμε τ δκρυα, τ πνθος κα τν συνεχ μετνοια πο εχαν ο γιοι Πατρες;

῞Οποιος θέλει μπορεῖ. ῾Η Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν. Αὐτά εἶναι ἐσωτερικός θησαυρός καί ἀσύληπτος ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ νά τά ἀποκτήσῃ μέ τήν βοήθεια ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλά μόνο μέ τήν ἐνοικοῦσα στήν καρδιά Χάρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Νά βαδίζουμε πάντα ἐπιτελῶντας τό καλό καί προσέχοντας νά μή μᾶς ἐγκαταλείψῃ ἡ Θεία Χάρις. Μᾶς ἐγκατέλειψε ἡ Θεία Χάρις, τό ῞Αγιο Πνεῦμα; Ἔεε, τότε εἴμαστε ἀπωλεσμένοι.

-Γιατ Θες πιτρπει τος πειρασμος στν κσμο;

Πρός ὄφελος, λέγει κάποιος ῞Αγιος. Ἀφαίρεσε τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος. ῞Ολοι οἱ πειρασμοί μᾶς βοηθοῦν γιά τήν ἀπόκτησι τῆς ὑπομονῆς. ῾Η ὑπομονή ἀποκτᾶται διά τῆς ὑπομονῆς. ῾Η ἴδια ἡ ζωή μας, ἔτσι ὅπως στόν καθένα μας ἐκτυλίσσεται, εἶναι μία ἄσκησις στήν ὑπομονή. Τήν ὑπομονή τήν ἀγοράζεις μέ τό αἷμα σου καί τούς ἰδρῶτες σου, γι᾿ αὐτό καί δέν μπορεῖ κανείς νά σοῦ τήν κλέψῃ. Ἐμεῖς τήν ἀρχή νά κάνουμε καί τό τέλος θά εἶναι ἀγαθό, γιατί θά μᾶς βοηθήσῃ ὁ Θεός. Δέν μᾶς ἀναγκάζει κανείς νά τήν ἀποκτήσουμε, ὅπως καί δέν μᾶς ἀναγκάζει κανείς γιά νά σωθοῦμε. Μᾶς προτρέπει ὅμως ὁ Κύριος, ὑποσχόμενος ὅτι· «τῶν βιαστῶν ἐστί ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».

-Ποα εναι σπουδαιοτρα ρετ γι τν σωτηρα μας, πτερ 'Εφραμ;

Καθώς λένε καί τά Πατερικά, εἶναι ἡ ταπείνωσις. Θεμέλιο γιά κάθε ἀρετή, διότι χωρίς αὐτήν δέν ἠμποροῦμε νά κτίσουμε τό παλάτι τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας.῞Οσο ψηλά κι ἄν ἀνέβη ὁ ἄνθρωπος, τίποτε δέν εἶναι, ἐάν δέν ταπεινωθῇ.῾Η ταπείνωσις θά μᾶς ὁδηγήσῃ στήν ὑπακοή, στήν προσευχή, στήν νηστεία καί στήν ἀγάπη τοῦ  Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Ἐγώ ὅμως δέν ἔχω βάλει φροντίδα νά ἀποκτήσω τήν ταπείνωσι, γι᾿ αὐτό καί δέν μπορῶ νά ἀντέξω καί τό παραμικρό λόγο ἑνός Ἀδελφοῦ.

-Μπορε Μοναχς ν φαρμζ τ ρητ το 'Αποστλου Παλου, «διαλεπτως προσεχεσθε;

Πῶς δέν μπορεῖ; Ἀφοῦ μέσα ἀπό τήν ὑπακοή πηγάζει ἡ Χάρις καί τῆς προσευχῆς. Κάποτε ὁ ἀρχοντάρης μιᾶς κοινοβιακῆς Μονῆς, εἶπε στόν Γέροντά του:

-Γέροντα ἔχω περισπασμούς στό ἀρχοντρίκι, λόγῳ τῶν πολλῶν ἐπισκεπτῶν, καί δέν μπορῶ νά κάνῳ προσευχή. Τότε ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε:

-Ἄκουσε τέκνο μου, νά κάνῃς ὑπακοή καί αὐτά πού λέγεις ὅτι δέν μπορεῖς, νά ξέρῃς ὅτι εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Χωρίς τήν ὑπακοή, θά εἶσαι γεμᾶτος λογισμούς, ὁπότε ἀδύνατον νά ἔχῃς προσευχή καί λογισμούς μαζί. ῾Η ὑπακοή θά σοῦ χαρίζῃ εἰρηνική καρδιά γιά νά μπορῇς νά προσεύχεσαι, ὅταν ἔχῃς χρόνο νά πηγαίνῃς στό κελλί σου.

-Ἐάν ἔλθουμε μέ κάποιον σέ διένεξι καί κατόπιν βάλουμε μετάνοια νά συγχωρηθοῦμε, ὅμως μέσα στήν καρδιά μας παραμένει κάποια ψυχρότης, ἴσως καί λογισμός ἐκδικήσεως, τί πρέπει νά κάνουμε;

-Εἶναι ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, τίς ὁποῖες λίγο πολύ ὅλοι τίς ἔχουμε. Χρειάζεται βία ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ πάθους. Χωρίς τήν συμφιλίωσι μέ τόν ἀδελφό ἀπό καρδίας, δέν ἠμποροῦμε νά ἔχουμε παρρησία στόν Θεό κατά τήν προσευχή μας. Ἐμεῖς πρέπει σέ τέτοιες περιπτώσεις νά μιλᾶμε πρῶτοι στόν ἀδελφό πού μᾶς λύπησε καί σιγά-σιγά μέ τήν Θεία βοήθεια θά καμφθῇ καί ὁ ἀδελφός, θά μαλακώσῃ ἡ καρδιά του καί θά μᾶς δεχθῇ μέσα του ὡς ἀδελφούς του. Κάποιος Πνευματικός μοῦ εἶπε, ὅτι πρέπει νά τοῦ μιλήσουμε ἐπί τρεῖς φορές· ἐγώ σοῦ λέγω, νά τοῦ μιλᾶμε συνεχῶς κάνοντας καί προσευχή στόν Θεό γιά νά τόν φωτίσῃ. Μή ξεχνᾶμε αὐτό πού λέγει ὁ 'Απόστολος Παῦλος· «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ».

- Πάτερ Ἐφραίμ, ἐπειδή ἔκαμες πολλά χρόνια ὡς γηροκόμος,  ἐνθυμεῖσαι νά μοῦ πῇς καμμιά ἱστορία ἀπό τούς Γεροντάδες πού ὑπηρέτησες;

Ἐνθυμοῦμε κάποιον Διονύσιον. Καταγόταν ἀπό τό Κρανίδι τῆς Ἀργολίδος. Στό ῞Αγιον ῎Ορος ἦλθε γιά πρώτη φορά σέ ἡλικία ὀκτώ ἐτῶν μαζί μέ τόν πατέρα του.῏Ηταν σφουγγαρᾶς ὁ πατέρας του, καί ἁλίευε στήν γύρω περιοχή μας σφουγγάρια. Τότε ἡγούμενος ἦτο ὁ ἀείμνηστος παπᾶ Συμεών, ὁ ὁποῖος τούς ἐπῆρε ἐπάνω στό ῾Ηγουμενεῖο καί τούς ἐφίλευσε κάτι. Τότε ὁ μικρός βλέποντας τήν τάξι, τούς καλοδεκτικούς Μοναχούς καί ὅ,τι ἄλλο ἐθαύμασε ἡ παιδική του ψυχή, λέγει στόν ῾Ηγούμενο:

-Θέλω κ ἐγώ νά γίνω Μοναχός. ῾Ο παπᾶ Συμεών τοῦ εἶπε:

-Τώρα δέν εἶναι καιρός, παιδί μου, γιατί εἶσαι μικρός. Πήγαινε μέ τόν πατέρα σου στήν δουλειά σας καί, ὅταν μεγαλώσῃς, νά ἔλθῃς.

 Πράγματι ἔφυγε μέ τόν πατέρα του, καί ὅταν μεγάλωσε, οἱ γονεῖς του τόν ἐπάντρεψαν. Ἀπέκτησε δύο παιδιά, δύο ἀγγελούδια παιδιά καί συνέχισε τήν δουλειά του ὡς σφουγγαρᾶς, ψαρεύοντας στήν θάλασσα τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους.

῞Ενα καιρό τοῦ ἀπέθανε ξαφνικά ἡ γυναῖκα του καί μετά ἀπό λίγο τό πρῶτο παιδί του, καί ἀργότερα, ὅταν ἐψάρευε κοντά στήν ῎Ιμβρο σφουγγάρια, τοῦ ἀπέθανε καί τό ἄλλο παιδί ἀπό ἡλίασι. Τότε θυμήθηκε καί πάλι τό ῞Αγιο ῎Ορος καί τήν ἐπιθυμία πού εἶχε ἐκφράσει ἀπό μικρό παιδί. Ἀπεφάσισε νά τήν ἐκπληρώση. Πλησιάζοντας στό ῎Ορος, καθώς μοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι Πατέρες, ἔκλαιγε ἀπό συγκίνησι καί ἔλεγε στόν ἑαυτόν του· «῎Εε καϋμένε Δημήτρη, τώρα στά γεράματα, καραβοτσακισμένος ἀπό τίς φουρτοῦνες τῆς ζωῆς, ἔρχεσαι νά ἀφιερωθῇς στὀ Περιβόλι τῆς Παναγίας;».

Ἐρχόμενος στό Μοναστήρι μας, τόν συμπάθησε ὁ ἡγούμενος παπᾶ-Γεώργιος καί τοῦ ἔδωσε ὡς διακόνημα νά συνεχίσῃ νά εἶναι στό Μοναστήρι τώρα πλέον ὁ ψαρᾶς καί καπετάνιος στό πλοῖο τό δικό του, πού τό ἔφερε καί τό χάρισε ἐδῶ. Σέ ὅλη του τήν ζωή ἦταν καπετάνιος. Εἶχε τίς εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ ῾Αγίου Νικολάου στό καῒκι του καί πολλές φορές τόν ἔσωσαν ἀπό τρικυμίες θαυματουργικῶς. Προγνώρισε τόν θάνατό του, γι᾿ αὐτό καί ἐκάλεσε τόν τότε Γέροντά μας, τόν παπᾶ-Θανάση καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ, Γέροντα, τήν τάδε ἡμέρα ἀναχωρῶ γιά τό μεγάλο ταξίδι, νά εἰπῇς στούς Πατέρες νά ἔλθουν νά συγχωρηθοῦμε». Πράγματι ἐπῆγαν ὅλοι οἱ Πατέρες. ῾Ο Γέρο-Διονύσιος ἐπῆρε καί ἔδωσε εὐχές καί τελειώθηκε ὁσιακῶς τό 1932 σέ ἡλικία 73 ἐτῶν.

῎Αλλος σπουδαῖος ἀδελφός ἦταν ὁ γιατρός τῆς Μονῆς μας, Μοναχός Νικόλαος, καταγόμενος ἀπό τήν Γορτυνία τῆς Ἀρκαδίας. Κατ᾿ ἀρχάς ἔγινε Μοναχός στό Κελλί τῶν Χαλδέζων στήν Νέα Σκήτη, ὕστερα ἐπῆγε στήν Μονή Διονυσίου ἡσυχάζων στό Κάθισμα τῶν ῾Αγίων Ἀποστόλων, καί μετά ἦλθε στήν Μονή μας. ῏Ηταν τύπος παλαιοῦ Μοναχοῦ, σιωπηλός, σεμνός, ἀνεξίκακος, μέ τό χαμόγελο στά χείλη, ἄνθρωπος τῆς 'Εκκλησίας, ἀξιοπρεπής, καταδεκτικός. Μέσα στήν ἐκκλησία στεκόταν στό στασίδι πού εἶναι δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, μέ τά χέρια σταυρωμένα ἐμπρός, ἀκίνητος καί ὄρθιος. Στό διακόνημά του ἦτο ταχύς καί ἐξυπηρετικός. ῎Ετρεχε νά βοηθήσῃ σωματικά καί πνευματικά τούς  Ἀδελφούς, ὄχι μόνον τῆς Μονῆς μας, ἀλλά καί τῶν ἄλλων Μονῶν καί Σκητῶν. Οὐδέποτε ἐζήτησε ἤ ἐπεθύμησε νά πάρῃ χρήματα γιά τίς θεραπεῖες καί τά φάρμακα πού προσέφερε στούς ἀσθενεῖς. Μόνο μιά φορά ὑπεχώρησε στήν ὑπομονή ἑνός Μοναχοῦ, ἁγιογράφου τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, καί δέχθηκε νά τοῦ ἁγιογραφίσῃ τρεῖς εἰκόνες, τῆς Παναγίας, τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί τῆς ῾Αγίας Μαγδαληνῆς, ἀντί τῆς ἀμοιβῆς γιά τήν ἰατρική του βοήθεια στόν ἀσθενήσαντα ἁγιογράφο Μοναχό. Αὐτές τίς εἰκόνες, ὕψους ἡ κάθε μία 1,30 καί φάρδους 0,70, τίς ἐχάρισε ὁ ἀείμνηστος γιατρός, πρό τοῦ θανάτου του, στήν τράπεζα τῆς Μονῆς μας. Οὐδέποτε, ὅπως μοῦ ἔλεγε, παρέλειψε τόν κανόνα του, τόν ὁποῖον ἔκαμε ὄχι μέ κομποσχοίνι, ἀλλά μέ τήν ὥρα. Συχνά ἐρχόταν στό γηροκομεῖον καί ἐπίναμε μαζί καφέ. ῞Οταν μιά φορά, καθώς ἔπινε τό καφέ παρέλυσε τό χέρι του, τοῦ χύθηκε κάτω ὁ καφές καί ἐγώ πρόλαβα καί τόν ἔπιασα, διότι θά ἔπεφτε κάτω. Εἶχε πάθει ἡμιπληγία. Τόν πήγαμε στό δωμάτιό του. Ἐπανῆλθε κάπως, ἐνῶ στήν ὁμιλία του ἐτραύλιζε. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1940. Αἰωνία ἡ μνήμη του. Σέ κανέναν δέν εἶμαι τόσο ὑποχρεωμένος, πάτερ, ὅσο στό γιατρό.

Δέν μπορῶ νά μή σοῦ διηγηθῶ καί τόν μακαρίτη Φώτιο, πού καταγόταν ἀπό τά Λαγγάδια Ἀρκαδίας, καί ἀπῆλθε πρός τίς αἰώνιες Μονές τό 1938. Αὐτός δέν περιφρόνησε μόνον γονεῖς, συγγενεῖς καί περιουσία, ἀλλά καί αὐτή τήν ἀρραβωνιαστικιά του. Πολλές φορές ἐκείνη τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα πέφτοντας στά γόνατά του, νά μή τήν ἐγκαταλείψῃ, ἀλλ᾿ ὁ οὐράνιος ἔρως γιά τόν Χριστό καί τήν σωτηρία τῆς ἀθανάτου ψυχῆς του, κατενίκησε τόν ἀνθρώπινο καί φθαρτό ἔρωτα.

Στό Μοναστήρι μας διέπρεψε ὄχι στά γράμματα καί στίς φιλολογίες, ἀλλά στήν θυσία γιά τόν πλησίον. ῏Ηταν ἀκούραστος στήν κάθε ὑπηρεσία τῆς Μονῆς. Ποτέ δέν τόν θυμᾶμαι νά ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε ἐντολή πού ἐλάμβανε ἀπό τόν Γέροντα ἤ ἐξυπηρετήσεις στίς διάφορες ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν. Στά τελευταῖα του προσβλήθηκε ἀπό ἡμιπληγία καί σέ λίγο καιρό ἔφυγε ἀνεπιστρόφως γιά τήν ποθεινή πατρίδα τό 1938.

Ἀρκετοί Πατέρες προεῖδαν τόν θάνατόν τους. ῾Ο ῾Ιεροδιάκονος Σωφρόνιος, ἀδελφός κατά σάρκα μέ τόν Γέρο-Ἀνδρέα καί ἀνεψιοί τοῦ ἀειμνήστου ἡγουμένου παπᾶ-Συμεών, ἀξιώθηκαν θαυμαστοῦ τέλους. ῾Ο μέν Γέρο-Ἀνδρέας ἔφυγε τό 1934 σέ ἡλικία 85 ἐτῶν, χωρίς νά γνωρίσῃ κάποια σωματική ἀσθένεια, οὔτε καί πονόδοντο σ᾿ ὁλόκληρη τήν ζωή του, ὁ δέ διακο-Σωφρόνιος, ἐτελείωσε τήν παροῦσα βιοτή του σέ ἡλικία 34 ἐτῶν, μόλις τέσσαρα χρόνια ἀφ᾿ ὅτι ἦλθε τό 1935 στό Μοναστήρι. Ἀξιώθηκε νά ἴδῃ τούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς μας, τόν ῞Αγιο Νικόλαον, τόν ῞Οσιο Γρηγόριο καί τήν ῾Αγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, τούς ὁποίους εἶδε νά μπαίνουν ἀπό τό παράθυρο καί νά τοῦ λέγουν: «῾Ετοιμάσου, θά ἔλθουμε  σέ τρεῖς ἡμέρες νά σέ πάρουμε.

῾Ομοίως καί ὁ Γέρο-Σίμων προεῖδε τόν θάνατό του. Ἐνῶ ἦταν στό κρεββάτι του στό γηροκοιμεῖο καί εὑρισκόταν πρός τό τέλος, σηκώθηκε, ἔβαλε τό ράσο του καί ἐπῆγε στήν ἐκκλησία. ῾Η Μονή τότε πανηγύριζε τόν Πολιοῦχο της, τόν ῞Αγιον Νικόλαο, τόν Προστάτη τῶν πτωχῶν, ἀσθενῶν καί χηρῶν. ῞Ολοι οἱ Πατέρες ἐξεπλάγησαν, ὁπόταν εἶδαν τόν Γέρο-Σίμωνα, ἑτοιμοθάνατο νά ἔρχεται στούς Αἴνους γιά νά προσκυνήσῃ τό Μῦρο καί τό ῞Αγιο Λείψανο τοῦ Προστάτου τῆς Μονῆς.῾Ο γηροκόμος Μοναχός τόν παρετήρησε. Γιατί, πάτερ Σίμων, σηκώθηκες ἀπό τό κρεββάτι σου, χωρίς νά μέ φωνάξῃς; "῏Ηλθα νά προσκυνήσω τόν Προστάτη μας γιά τελευταία φορά. Αὔριο θά φύγω καί μάλιστα μέ Δεσπότη".

Πράγματι τήν ἑπομένη τό ἀπόγευμα εἶχε ἐγκαταλείψει μέ χαρά τά ἐγκόσμια ὁ ἐραστής τοῦ Θεοῦ καί κηδεύτηκε παντίμως ἀπό τούς Πατέρες, τούς πανηγυριστάς Πατέρες τῆς ἀγρυπνίας, καί μέ ἐπικεφαλῆς τόν χοροστατοῦντα στήν πανήγυρι Μητροπολίτη πρώην Κορυτσᾶς ῾Ιερόθεο, ὁ ὁποῖος τότε ἀσκήτευε στήν παριοχή Μορφονοῦ.

Τήν ἀρετή τοῦ Γέρο-Σίμωνος τήν συνοψίζω μόνο σ᾿ αὐτή τήν μικρή πρότασι: ποτέ δέν ἐσκανδάλισε ἀδελφό.

Κάποτε μοῦ ἔδωσε τό βιβλίο  «Εὐεργετινός» νά τό διαβάσω. ῞Οταν τοῦ τό ἐπέστρεψα μέ ἐρώτησε: «Τί γράφει αὐτό τό βιβλίο, πάτερ Ἐφραίμ; Λέγει ὡραῖα πράγματα;

-Ναί τοῦ λέγω, γράφει ὡραῖα καί διδακτικά πράγματα.

-Δέν βρῆκες πουθενά νά γράφῃ «εὐχαριστῶ;».

Ἐγώ ντροπιάσθηκα. Τοῦ ζήτησα συγγνώμη, διότι δέν τόν εὐχαρίστησα καί ἔκτοτε προσπαθοῦσα νά μή ξεχνῶ αὐτό τό διδακτικό μάθημα τῆς εὐγνωμοσύνης πού ἔλαβα ἀπό τόν Γέρο-Σίμωνα. Κοιμήθηκε τόν αἰώνιο ὕπνο τό 1931. Αἰωνία του ἡ μνήμη.

Ἀξίζει ἐδῶ νά σᾶς εἰπῶ καί γιά τό Γέρο-Ἀγάπιο. Καταγόταν ἀπό τίς Κολλῖνες τῆς Λακωνίας. ῏Ηλθε γιά Μοναχός τό 1900 σέ ἡλικία 35 ἐτῶν καί ἐκοιμήθη τό 1937. Ἐχρημάτισε γιά πολλά χρόνια μάγειρος καί νοσοκόμος τῆς Μονῆς. ῞Ενα πρωῒ, δύο Πατέρες τῆς Μονῆς, γιά νά πειράξουν τόν μάγειρα Γέρο-Ἀγάπιο, τοῦ ἔκρυψαν τίς κουτάλες, ὥστε νά μή μπορῆ νά ἀνακατώσῃ τό φαγητό. 'Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐμαγείρευε τραχανᾶ. Ξαφνικά φούσκωσε τό φαγητό καί παρ᾿ ὀλίγο νά χυθῆ ἔξω ἀπό τό καζάνι. Τότε αὐτός στήν προσπάθειά του νά βρᾖ κάποια κουτάλα ἀπέτυχε καί, ἀφοῦ ἐπικαλέσθηκε τήν Θεία βοήθεια, ἐβούτηξε τό δεξί του χέρι μέσα στό καζάνι καί ἀνακάτωσε τό τραχανό. Τό θαῦμα εἶναι ὅτι δέν ἔπαθε τό χέρι του κανένα ἔγκαυμα. ῾Η ὑπακοή του μέχρι θυσίας, καί ἡ ἀγάπη του νά ἀναπαύση τούς Πατέρες τῆς Μονῆς, ἔφεραν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή του καί στό διακόνημά του.

Προσπαθοῦσε νά εἶναι πάντοτε εἰρηνικός μέ ὅλους. Μά ἄν ὡς ἄνθρωπος ἐπλήγωνε κανένα ἤ ἄλλος τόν στενοχωροῦσε, πρῶτος αὐτός, πρίν ἀπό τό Ἀπόδειπνο, ἔτρεχε νά βάλῃ μετάνοια καί νά ζητήσῃ συγχώρησι γιά ὅ,τι ἔσφαλλε. Εἶχε στό νοῦ του τό ἀποστολικό λόγιο: «μή ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπί τῶ παροργισμῷ ὑμῶν».

Τό τέλος του ὑπῆρξε ὁσιακό. Προσβλήθηκε ἀπό ἡμιπληγία καί σέ λίγες ἡμέρες ἀναχώρησε γιά τό ἀγγελικό κόσμο στίς 22 Ὀκτωβρίου 1937 σέ ἡλικία 72 ἐτῶν.

῾Ο ἀείμνηστος Γέροντάς μας παπᾶ-Θανάσης, τόν εἶδε κάποια βραδυά στόν ὕπνο του καί τόν ἐρώτησε:

-Τί κάνεις, πάτερ Ἀγάπιε;

-Γέροντα, ὅ,τι ἔκαμε ἡ ὑπακοή, διαφορετικά θά πήγαινα χαμένος. ῾Ο Θεός μοῦ ἐζήτησε λεπτομερῆ ἐξέτασι γιά τά ἔργα τῆς ὑπακοῆς.

῎Αλλος σπουδαῖος Μοναχός τῆς Μονῆς μας, μέ παναγιορειτική ἀκτινοβολία καί προσφορά, ἦταν ὁ Γέρο-Βαρλαάμ. Καταγόταν ἀπό τό χωριό Μαυρίκι τῆς Τεγέας Ἀρκαδίας, καί ἦλθε στό Μοναστήρι τό 1901, σέ ἡλικία 19 ἐτῶν. Στά 23 του χρόνια διωρίσθηκε, λόγῳ τῶν μεγάλων προσόντων του, Οἰκονόμος τοῦ Μετοχίου μας Βούλτσιστα στό Νομό Κατερίνης. Τό 1907 ἀνέλαβε καθήκοντα Β! Γραμματέως τῆς ῾Ιερᾶς Κοινότητος, ὅπου ἐπί τρία χρόνια, ἀνέπτυξε ἀσυνήθιστη δραστηριότητα. Μορφώθηκε ἀρκετά στά διοικητικά καί νομοθετικά ζητήματα τῆς ῾Ιερᾶς Κοινότητος, καί ἐπηρέαζε πολύ τίς ἀποφάσεις της. Ἐξελέγη προϊστάμενος τῆς Μονῆς μας στά 28 χρόνια του, καί συνέταξε τόν 'Ἐσωτερικό Κανονισμὀ λειτουργίας τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς μας. Ἐπί 35 χρόνια ἐχρημάτισε γραμματεύς στήν Μονή μας, καί ἔξαρχος ὅλων σχεδόν τῶν ἀποστολῶν Αὐτῆς πρός τόν κόσμο.

Ἀλλά καί γιά τά παναγιορειτικά ζητήματα ὁ Γέρο-Βαρλαάμ, ἦταν ἕνα ἀπό τά βασικώτερα μέλη τῶν ἐπιτροπῶν πού ἐστέλλοντο στήν Ἀθῆνα καί ἀλλοῦ γιά τήν διευθέτησιν των. Ἐπίσηςε ὑπῆρξε μέλος τῆς πενταμελοῦς συντακτικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τόν καταρτισμό τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους κατά τό 1924. Γιά τήν δραστηριότητά του, ἐξωρίσθηκε ἀπό τούς Γάλλους κατά τόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στήν περιοχή Χώβαλα τῆς Μυτιλήνης μαζί μέ 44 ἄλλους ἁγιορεῖτες Πατέρες.

Στήν Μονή ὑπῆρξε τό δεξί χέρι τῶν ἑκάστοτε ῾Ηγουμένων. Ἐφρόντιζε γιά τά Μετόχια, τά ὑλικά ἀγαθά, τήν καλή διαβίωσι καί ἐπαρκῆ συντήρησι τῶν Πατέρων, ἰδιαίτερα τῶν δοκίμων, καί εἶχε σέ μεγάλο βαθμό τόν πατριωτισμό, ὅπως συνέβαινε παλαιότερα σέ ὅλες τίς Μονές τοῦ ῎Ορους.

Λίγο καιρό πρίν πεθάνει, εἶδε στόν ὕπνο του ἕνα ἄγγελο μέ τήν μορφή ἐνόπλου ἀξιωματικοῦ, ὁ ὁποῖος καί τοῦ εἶπε· «Νά ἑτοιμασθῆς ἐσύ, ὁ Κασσιανός καί ὁ Ἰωάννης, διότι μετά ἀπό δύο μῆνες θά σᾶς πάρω. Πράγματι μετά ἀπό δύο μῆνες ἔφυγε ὁ Γέρο-Βαρλαάμ. Στό διάστημα αὐτό ἔδειξε βαθειά μετάνοια. ῎Εμενε στά δωμάτια πού εἶναι δίπλα στό παρεκκλήσιο τῶν ῾Αγίων Ἀρχαγγέλων, καί ἐκεῖ συχνά τόν ἄκουγαν οἱ Πατέρες, νά κλαίῃ μέ στεναγμούς καί νά προσεύχεται δυνατά νά τόν ἐλεήσῃ Θεός.

῾Ο Γέρο-Κασσιανός, ἐτελειώθη ἀπό κάποιο ἀτύχημα πού τοῦ συνέβη. Ἀνέβη μιά ἡμέρα νά βάψῃ τήν κορνίζα τῆς εἰκόνος τοῦ ῾Αγίου Νιολάου πού εὑρίσκεται πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τῆς Μονῆς. ῎Εσπασε ὅμως κάποιο σανίδι τῆς σκαλωσιᾶς καί βρέθηκε στό τσιμεντένιο δάπεδο βαρειά τραυματισμένος. Τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο καί σέ 15 ἡμέρες ἀπέθανε. ῾Ο δέ Μοναχός Ἰωάννης, πού στήν ζωή του ἦταν σοβαρός καί ἐπίσημος ἄνθρωπος στό ῞Αγιο ῎Ορος, λόγῳ τῆς μορφώσεώς του καί τῆς πολυετοῦς θητείας του, ὡς Γραμματέως στήν ῾Ιερά Κοινότητα, τελειώθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία 70 ἐτῶν. Τρεῖς Μοναχοί μέσα σέ δύο μῆνες, ἀντήλλαξαν τήν ἐπίγεια κατοικία μέ τήν ἐπουράνια κατά τό καλοκαίρι τοῦ 1948. Αἰωνία των ἡ μνήμη.

῾Ο Γέρο-Ἐφραίμ ὑπηρέτησε καθ' ὑπακοήν σέ διάφορα διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἀπό ἡλικίας 38 ἐτῶν, κατόπιν προτάσεως τοῦ Γέρο-Βαρλαάμ, μπῆκε στήν Γεροντική Σύναξι τῆς Μονῆς. Ἐπί 12 χρόνια ὑπηρέτησε ὡς Ἀντιπρόσωπος  στήν ἐν Καρυαῖς ῾Ιερά Κοινότητα καί συμμετεῖχε σέ διάφορες Κοινοτικές ἀποστολές στό κόσμο. ῏Ηταν πολύ φιλακόλουθος. Καθημερινά τό στασίδι του δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα τόν περίμενε. Παρ᾿ ὅτι δέν ἦταν καλλίφωνος, ἀγαποῦσε νά ψάλλη συνοδευόμενος ἀπό τούς νεωτέρους ψάλτας ἀδελφούς. Ἰδού τό ἑξῆς χαρίεν περιστατικό. ῞Ενα ἀπόγευμα, πού τελούσαμε τόν ῾Εσπερινό, ἦλθε ἡ σειρά του νά ψάλλῃ ἕνα προσόμοιο. ῎Οντας ἐγώ δίπλα του, γυρίζει καί μοῦ λέγει· «ἀγαθοί οἱ δύο ὑπέρ τόν ἕνα». Δηλαδή νά ψάλλουμε μαζί. Ἐνῶ λοιπόν ἔψαλλε βοηθούμενος ὑπέρ τό δέον ἀπό ἐμένα, σταματᾶ τήν ψαλμωδία καί μοῦ λέγει· «ἔλα ντέ, δικό μου εἶναι τό τροπάριο» καί συνέχισε.

Οἱ Μεγάλες ῟Ωρες τῆς Μ. Παρασκευῆς, ἐκανοναρχοῦντο μόνο ἀπό τούς Γέροντες ἀδελφούς. Μέ πολλή λοιπόν γραφικότητα, ἁπλότητα, σεμνότητα καί παιδικότητα, ὁ Γέρο-Ἐφραίμ, ὁ Γέρο-῾Ησύχιος, ὁ Γέρο-Ἀρσένιος, πηγαινοήρχοντο στούς χορούς νά κανοναρχήσουν τά τροπάρια.

Κατά τό ἔτος 1987, προσβλήθηκε ἀπό τήν ἐπάρατο νόσου τοῦ καρκίνου στήν κύστη. Μεταφέρθηκε στό Νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου διαπιστώθηκε τό πρόβλημά του, καί τοῦ ἐγένετο ἐγχείρησις. Τό Φθινόπωρο τοῦ ἰδίου ἔτους ἐπέστρεψε στήν Μονή. ῎Εχοντας οἰκειότητα μαζί μου, λόγῳ προπαντός τῆς κοινῆς μας καταγωγῆς, μοῦ διηγήθηκε τό ἑξῆς περιστατικό:

-Μιά νύχτα, ἀδελφάκι μου, ἐνῶ ἤμουν στό Νοσοκομεῖο «῾Αγία Σοφία» τῆς Θεσσαλονίκης, μέ πλησίασε μιά γρηοῦλα μέ ροῦχα νοσοκόμας καί μέ ἐρώτησε· τί ἔχεις παιδάκι μου; γιατί λυπεῖσαι;»

-Δέν ξέρεις τί ἔχω ἀδελφή;

-Μή στενοχωριέσαι καί θά γίνῃς γρήγορα καλά. Καί ἀμέσως ἔφυγε.

Τό πρωῒ ἐρώτησα τήν Προϊσταμένη, ποιά ἀδελφή ἦταν τό βράδυ διανυκτερεύουσα σέ ὑπηρεσία; Μοῦ εἶπε: Ἐρώτησα ἐάν ἔχουν κάποια γριά νοσοκόμα, ἀλλά ἡ Προϊσταμένη εἶπε, ὄχι. Τότε, ὑποθέτω θά ἦταν κάποια ῾Αγία. Μᾶλλον νομίζω, θά ἦταν ἡ ῾Αγία Θεοπρομήτωρ ῎Αννα.

Λόγῳ γηρατειῶν καί τῆς ἀσθενείας του, μέ ἐντολή τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς, κατέβηκε στό γηροκομεῖο. ῏Ηταν ἡ 10 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1989, ὅταν τοῦ συνέβη ἕνα ἄλλο θαυμαστό περιστατικό.

῾Ο γηροκόμος ἀδελφός, κατά τήν συνήθειά του, ἀφοῦ τακτοποίησε καί ἐσκέπασε μέ τίς κουβέρτες τόν Γέρο-Ἐφραίμ, ἀνεχώρησε διά τό κελλί του. Ἐκείνη τήν νύκτα, λόγῳ ἰσχυρῶν πόνων, ἐκινεῖτο ἀδιάκοπα ὁ παπποῦς στό κρεβάτι. Τοῦ ἔπεσαν κάτω οἱ κουβέρτες. ῎Αρχισε πλέον ὁ ἴδιος νά κρυώνῃ. Ξαφνικά ἦλθε κάποιος φαινόμενος Μοναχός.... Ἐσήκωσε τίς κουβέρτες, τόν ἐσκέπασε, τόν σήκωσε ψηλότερα, διότι εἶχε πέσει χαμηλά στό κρεββάτι τό σῶμα του καί, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος γιά ἀναχώρησι, ἀκούει τόν Γέρο-Ἐφραίμ νά τόν ἐρωτᾷ.

-Τί ὥρα εἶναι; Δέν ἔλαβε ἀπάντησι. ῎Αναψε τό φακό, ἐκοίταξε τήν ὥρα, καί ἦταν μέ τό κοσμικό περίπου δύο, μετά τά μεσάνυκτα. Κοιτάζει νά ἰδῇ τόν διακονητή του, διότι, ἔτσι πίστευε, ἀλλά δέν εἶδε κανέναν. Πρέπει ἐδῶ νά σημειωθῇ, ὅτι κάθε βράδυ ὁ γηροκόμος του ἐκλείδωνε τίς δύο πόρτες τοῦ γηροκομείου, γιά νά μήν ἐνοχλοῦν τόν παπποῦ οἱ ἄλλοι Πατέρες μέ ἄκαιρες συζητήσεις..

῾Ο ἴδιος ὁ π. Ἐφραίμ ἔδωσε ἀπάντησι γιά τόν φαινόμενο Μοναχό, ὅτι ἦταν ὁ Κτήτωρ τῆς Μονῆς, ὁ ῞Οσιος Γρηγόριος. ῾Ο βοηθός του τόν διαβεβαίωσε, ὅτι δέν ἦλθε ἐκείνη τήν ὥρα στό γηροκομεῖο, οὔτε καί ἄλλος Μοναχός τῆς Μονῆς μποροῦσε νά πάῃ, διότι δέν εἶχε κλειδιά.

Μιά ἄλλη πνευματική ἐμπειρία, τήν ὁποίαν ἔζησε στήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων τοῦ 1987, θά μᾶς διηγηθῆ τώρα ὁ μακαριστός π. 'Εφραίμ:

"Καθόμουν στό στασίδι δεξιά ἀπό τήν Λιτή στό κυρίως ναό. Σ᾿ αὐτή τήν ἀγρυπνία, ἔννοιωσα ὅτι δέν ἔψαλλαν ἄνθρωποι, ἀλλά ἄγγελοι. Ἐγώ ἀνθρώπους ἔβλεπα, ἀλλά οἱ φωνές τους δέν ἦσαν ἄνθρώπινες. ῾Ωμοίαζαν μέ ἀγγελικές, οὐράνιες, ὑπερκόσμιες. Τότε ἡ καρδιά μου σκιρτοῦσε ἀπό μία ἀνείπωτη χαρά καί ἐπήγαινε νά σπάσῃ ἀπό τούς ἐσωτερικούς κραδασμούς τῆς χάριτος πού ἐζοῦσα. Τότε τά μάτια μου ἔτρεχαν γλυκά δάκρυα, ἐνῶ μέ τό στόμα μου ἀναφωνοῦσα ψιθυριστά· «Δόξα σοι Κύριε μου Ἰησοῦ Χριστέ. Ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, τί καλό εἶδες σέ ἐμένα καί μέ ἐπεσκέφθης; ῎Αχ αὐτή ἡ νύκτα μέ ἀνέβασε στόν οὐρανό γιά νά ἀπολαύσῳ τά στόματα τῶν οὐρανίων Ἀγγέλων Μοναχῶν. ῎Ας ἔχῃ δόξα ὁ Πανάγαθος Θεός μας».

Μία ἄλλη φορά, ἦταν ἀρχές τοῦ μηνός Ἰανουαρίου τοῦ 1987.

Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ὑπάρχει τυπικό στήν Μονή μας, νά παίρνουν οἱ ἀδελφοί τά διακονήματά των. ῾Ο σεβαστός Γέροντάς μας π. Γεώργιος, τήν ἑπομένη ἡμέρα, μετά τήν διανομή τῶν διακονημάτων, συνεβούλευσε στήν τράπεζα τούς πατέρας διά νά δείξουν προθυμία, ὑπομονή διά νά λάβουν τόν μισθόν τους καί νά ἐπιτύχουν τήν σωτηρίαν τους. ῎Επειτα ἔστρεψε τόν λόγον του πρός τά γεροντάκια καί τούς εἶπε:

-Ἐσεῖς οἱ ἡλικιωμένοι Πατέρες, θά ἔχετε ὡς διακόνημα νά τραβᾶτε κομποσχοίνι γιά μᾶς τούς νεωτέρους σας καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Τί λέγεις ἐσύ πάτερ Ἐφραίμ; Εἶσαι εὐχαριστημένος μέ αὐτό τό διακόνημα; Καί ἐκεῖνος ἔδωσε τήν ἑξῆς σοφή ἀπάντησι:

-Ἐγώ εἶμαι εὐχαριστημένος, Γέροντα, ἀλλά δέν ξέρω ἄν καί ὁ Θεός εἶναι εὐχαριστημένος ἀπό ἐμένα.

῎Αλλοτε πάλι ἦταν μιά φθινοπωρινή νύκτα τοῦ 1988, μοῦ δηγήθηκε τό ἑξῆς θαυμαστό ὄνειρο: «Εἶδα στόν ὕπνο μου, ὅτι ἔμενα στό προηγούμενο κελλί μου, καί ἔβγαινα ἔξω μέ κατεύθυνσι νά πάω στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς. ῞Οταν μπῆκα μέσα, αὐτό ὅλο καί περισσότερο ἐμεγάλωνε καί ἄπλετο φῶς ξεχυνόταν μέσα καί ἔξω. Μέσα εἶδα δύο κοπέλλες. Σκέφθηκα, ὅτι θά ἦταν νοσοκόμες. Κρατοῦσαν βοῦρτσες στά χέρια τους καί ἔβαφαν τούς τοίχους, πού ἄστραφταν ἀπό λάμψι καί λευκότητα. Ἐγώ ἐξεπλάγην καί ἐρώτησα: μά ποῦ βρίσκομαι; Τί παράξενο καί θαυμαστό εἶναι αὐτό τό φῶς; Μιά ἀπό τίς κοπέλλες γιά νά μέ καθησυχάσῃ, μοῦ λέγει: «Μή φωνάζης, βρίσκεσαι στό Μετόχι τῆς Σταυρουπόλεως».

Ἐκείνη ἡ ἀτμόσφαιρα ἄρχισε νά μοῦ εὐωδιάζῃ. ῞Οταν ξύπνησα αἰσθανόμουν αὐτή τήν εὐωδία, ὄχι μόνο ἐπάνω μου, ἀλλά καί μέσα στό δωμάτιό μου. Τό πρωῒ πέρασε νά μέ ἰδῇ ὁ γιατρός παπᾶ-Δημήτρης. Τοῦ εἶπα λεπτομερῶς τά καθέκαστα, καί τόν ἐρώτησα, ἄν καί αὐτός αἰσθάνεται κάποια εὐωδία. Ἀλλά, ἐκεῖνος, ἴσως διά λόγους πνευματικούς, ἐξήγησε διαφορετικά τό φαινόμενο ἐκείνης τῆς ὑπερφυσικῆς εὐωδίας, καί μοῦ εἶπε: «῾Η σκόνη Τάλκ πού σοῦ ἔβαλα εὐωδίαζε καί ὄχι αὐτό πού λές». Ἐγώ ἐσιώπησα, συνέχισε ὁ Γέρο-Ἐφραίμ. Ἐδόξασα μόνο τόν Θεό γι᾿ αὐτή τήν οὐράνια παρηγοριά καί καθημερινῶς ζῶ μ᾿ αὐτή την γλυκειά ἀνάμνησι τῆς εὐωδίας πού δέν ἔχει καμμιά ὁμοιότητα μέ τά ἀρώματα τοῦ κόσμου.

-Ποις λλες στορες νθυμεσαι π τν ζω σου πτερ Ἐφραμ;

Θυμᾶμαι, ἀδελφέ μου, ἕνα ἄλλο συνταρακτικό γεγονός πού συνέβη, ὄχι ἐδῶ στό ῎Ορος, ἀλλά στό ἀπέναντι χωριό, στήν Συκιά Χαλκιδικῆς. Ἐκεῖ διακονοῦσε τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ἕνας ῾Ιερέας, ὁ ὁποῖος ἐνίοτε ἔπινε κρασί κάτι περισσότερο ἀπό τό κανονικό. ῾Ο κατά σάρκα ἀδελφός του, τόν νουθετοῦσε νά μή πίνῃ. Μερικές φορές τόλμησε κάι τόν ἐκτύπησε. ῾Ο Θεός ὅμως ἐτιμώρησε τόν λαϊκό ἀδελφό του γι᾿ αὐτήν τήν χειροδικία πρός τόν ῾Ιερέα ἀδελφόν του. Μετά τόν θάνατον καί ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του, εἶδαν ὅλοι οἱ παρεστῶτες, μέ θαυμασμό τά δύο του χέρια νά εἶναι ὁλόκληρα καί νά ἀποπνέουν μίαν ἄσχημη μυρωδιά. 'Ἐκάλεσαν τόν οἰκεῖον Ἐπίσκοπο. Ἐδιάβασε τίς κατάλλλες εὐχές καί ἀμέσως τά χέρια του ἔγινα χῶμα.

Κάποια χρονιά, ἦλθε στήν Μονή μας νά μονάσῃ ἕνας νέος, ὁ ὁποῖος ὅμως στόν κοσμικό του βίο εἶχε μπλέξει μέ τήν Μασσωνία. Βέβαια ποθοῦσε τήν σωτηρία του καί ἤθελε νά ἀπαλλαγῆ ἀπ᾿ αὐτή τήν θρησκεία τοῦ σκότους. Μετά τό διάστημα τῆς δοκιμῆς του, ὁ ῾Ηγούμενος τοῦ ὥρισε τήν ἡμέρα τῆς κουρᾶς του. Ἐκεῖνος ἔχαιρε πολύ, ἐχαμογέλα καί ἔλεγε σέ ὅλους τούς πατέρας: «Αὔριο θά γίνω Καλόγερος». Τή νύκτα ὅμως οἱ δαίμονες, τόν ἔπνιξαν στούς λογισμούς ἀπελπισίας. ῎Ισως οἱ ἴδιοι  καί νά τόν ἐξώθησαν νά θέσῃ τέρμα στήν ζωή του. Τό πρωῒ τόν βρῆκαν οἱ Πατέρες κάτω στά βράχια, πλησίον τῆς θαλάσσης πεθαμένον.

῾Ο μακαριστός Γέρο-Ἐφραίμ, μή δυνάμενος νά περπατήση, ἔμεινε μιά πενταετία στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς συντηρούμενος καί βοηθούμενος ἀπό τούς ἀδελφούς, μέ πολλήν ἀγάπη καί στοργή. Δέν ἐγόγγυσε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτή τήν παραλυσία τῶν ποδιῶν του. Πρός ὅλους συμπεριφερόταν μέ πραότητα, ἀγάπη καί ὑπομονή. Πρίν ἀπό τό τέλος του, ἐπῆγε ὁ ἱερομόναχος ἀδελφός π. Φ. καί τόν κοινώνησε. Τότε ὁ πάτερ Ἐφραίμ, εἶπε τά τελευταῖα του λόγια: «Δόξα σοι ὁ Θεός, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον. Ἀμήν». Τό ἀπόγευμα ἡ ψυχή του πέταξε στούς Οὐρανούς. Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

 

ΓΕΡΩΝ ΗΣΥΧΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+ 1896 – 1999)

 

Ἕνας ἄλλος ἀκάματος ἐργάτης τῆς Μονῆς καί τῆς προσευχῆς, τῆς θυσίας καί τῆς ἀγάπης, εἶναι ὁ Γέρο-῾Ησύχιος. ῎Εχει κερδίσει τήν ἐκτίμησι καί συμπάθεια ὅλων τῶν νεωτέρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι διαβλέπουν στήν ἀσκητική φωτεινή μορφή του, τόν μοναχό τῆς ὑπομονῆς, τῆς ταπεινώσεως, τῆς μετανοίας, τῆς ἀγάπης, τῆς κοπιαστικῆς ἐργασίας μέχρι τά ὑστερνά του χρόνια. Εὐχαριστοῦμε τόν Θεό καί τήν Καθηγουμένη τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, Κυρία Θεοτόκο, διότι προνόησαν νά μᾶς προβάλουν στό μοναχικό μας διάβα ὁδοδεῖκτες γιά τήν ἀπρόσκοπτη πορεία μας πρός τόν Οὐρανό. Νοιώθουμε καί ἐμεῖς σιγουριά καί ἀσφάλεια στόν ἀγῶνα μας, στήν ἐπιτέλεσι τῶν λειτουργικῶν καθηκόντων μας, στή διαφύλαξι τῶν πατροπαραδότων τυπικῶν μας, διότι ἐλάβαμε ζῶσα τήν παράδοσι ἀπό ἁγίους Πατέρες. Μέ αὐτούς ἐδῶ ἀδελφικά διαβιώνουμε, αὐτούς ἀκολουθοῦμε στήν προσκύνησι τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στήν μετάληψι τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, στίς ἐργασίες καί στά διακονήματα τῆς Μονῆς. Στά διοικητικά προβλήματα αὐτούς συμβουλευόμεθα, ἀπό τίς συμβουλές τους στηριζόμεθα, στήν προσευχή τους ἐλπίζουμε καί ἐμεῖς οἱ ἀρχάριοι καί ἀδόκιμοι, νά ἐλεηθοῦμε καί φωτισθοῦμε. ῎Ισως τώρα νά μή καταλαβαίνουμε πλήρως τήν ἀξία τους καί τήν προσφορά τους, διότι ἀγνοοῦμε ὡς νεώτεροι τό ἔργο τους στό παρελθόν. Ἴσως ἀποροῦμε γιά τυχόν ἀνθρώπινες ἐλλείψεις καί ἀδυναμίες τους, ὅμως ἡ ἀληθινή ἀξιολόγησις τῆς παρουσίας τους θά γίνη, ὅταν αὐτοί θά ἔχουν ἀπέλθουν ἀπ᾿ ἐδῶ. Ἄν καί ὁ πανδαμάτορας χρόνος, θά μᾶς ἀναγκάσῃ νά τούς ξεχάσουμε, ὅμως ἐπιθυμοῦμε νά μείνουν τοὐλάχιστον γραμμένα στό χαρτί οἱ ἀγῶνες καί οἱ ἐμπειρίες τους γιά τήν ἰδική μας μελλοντική προκοπή. ῎Ετσι θά τούς ἔχουμε ἀνάμεσά μας, ὅσα χρόνια καί ἄν περάσουν. Τούς χρειαζόμεθα μέχρι τόν θάνατόν μας. Εἶναι οἱ Πατέρες μας πού μᾶς μετέφεραν τήν παράδοσι σταδιακά τῶν μεγάλων ῾Οσίων καί ἀσκητῶν, τόσο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὅσο καί τῶν ἄλλων μοναχικῶν συγκροτημάτων τῆς Ὀρθοδόξου 'Εκκλησίας μας.

῎Ας ἔλθουμε ὅμως ταπεινοί προσκυνητές καί μαθητές σ᾿ αὐτούς τούς διδασκάλους μας γιά νά προσκυνήσουμε τήν Χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού μέ ἰδρῶτα καί αἷμα ἀπέκτησαν καί νά διδαχθοῦμε πῶς νά σωθοῦμε.

Κτυπῶ τήν πόρτα τοῦ Γέρο-῾Ησυχίου λέγοντας:

Δι' εὐχῶν τῶν ῾Αγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀμήν. Ποιός εἶναι; Ἐλᾶτε μέσα.

Εὐλογεῖτε, πάτερ ῾Ησύχιε, τί κάνετε;

Κάτι τσουβάλια, πάτερ, μοῦ δώσανε νά ράψω.

-Καλά, εἶσαι 94 ἐτῶν κι ἀκόμη βλέπεις νά ράβης τσουβάλια;

-Ἔχω κι ἐγώ τό διακόνημά μου. Δέν μπορῶ τώρα νά κάνω τίποτε περισσότερο.

-Θά ἤθελες, Γέροντα Ἡσύχιε νά μοῦ ἔλεγες κάτι σχετικό μέ τήν ζωή σου, γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς οἱ νεώτεροι κάτι ἀπό τούς μοναχικούς σας ἀγῶνες πρός ὠφέλειά μας;

-Νά σ᾿ ἀκούσω τί θέλεις νά μέ ρωτήσης.

-Ἀπό ποῦ κατάγεσαι καί πῶς ἀπεφάσισες νά γίνῃς καλόγερος, πάτερ;

Γεννήθηκα στό χωριό Σαπρίκι Τρυφιλλίας τῆς Πελοποννήσου ἀπό γονεῖς φτωχούς καί λίγο εὐσεβεῖς τό 1896. ῎Ημουν τό δέκατο καί τελευταῖο παιδί τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀπό τήν δεύτερη γυναῖκα τοῦ πατέρα μου, ἡ ὁποία ἔκανε τέσσαρα παιδιά. Τό κοσμικό μου ὄνομα ἦταν Νικόλαος Λαμπίρης τοῦ Ἀντωνίου. Οἱ γονεῖς μου ἦταν ἄνθρωποι ὀλιγογράμματοι, ἄνθρωποι τοῦ βουνοῦ καί τοῦ χωραφιοῦ. Μαζί τους ἐπήγαινα κι ἐγώ στίς δουλειές, γ᾿ αὐτό μόνο τέσσερεις τάξεις ἐπῆγα στό σχολεῖο. Συχνά μέ συμβούλευαν: «Κλέφτη καί ψεύτη νά μή σέ ποῦνε. Νά κάνῃς τό Σταυρό σου συχνά καί μέ τό τσαπί νά μᾶς ἀκολουθῇς στίς δουλειές». ῎Ημουν τότε ὀκτώ ἐτῶν, ὅταν πρωτάκουσα αὐτή τήν συμβουλή τους.

῞Οταν ἐμεγάλωσα, ἦλθε καιρός καί ἐπῆγα στό στρατό. ῾Υπηρέτησα περί τά ἕξι χρόνια, καί ἤμουν παρών σ᾿ ὅλες τίς μάχες καί στήν ἧττα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ κατά τήν Μικρασιατική καταστροφή. Ἀρρώστησα στό στρατό πολύ ἄσχημα καί μέ πῆγαν στό Νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροί μέ ἀπεφάσισαν γιά θάνατο τήν ὀγδόη ἡμέρα. Τήν 12η ἐπήγαινα καλλίτερα καί βλέπω ἐκείνη τήν νύκτα ἕνα ὄνειρο. Εἶδα τόν θεῖο μου μέ φουστανέλλες καί ἐγώ ἔτρεχα κοντά του νά τόν φθάσω. Τότε παρουσιάσθηκαν δύο στρατιῶται καί μοῦ εἶπαν: «Ποῦ πᾶς ἐσύ; γύρισε πίσω». Εὑρισκόμουν τότε σέ κωματώδη κατάστασι. Οἱ γιατροί μοῦ ἔκοψαν δύο παῒδια ἀπό τήν πλάτη καί ἡ ἰατρική ἐπιτροπή μέ ἔβγαλε ὑγιῆ καί συνέχισα τόν στρατό. Στήν δύσκολο αὐτή περίοδο τῆς σωματικῆς μου ὑγείας, ὑποσχέθηκα στήν Παναγία νά γίνω καλά καί νά τῆς ἀνάψω μία λαμπάδα, ὅσο εἶναι τό μπόϊ μου. Ἀκόμη τῆς εἶπα, "ἐάν γυρίσω ζωντανός ἀπό τό στρατό, θά γίνω καλόγερος».

῞Οταν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μας, ἐπῆρα ἀπολυτήριο ἀπό τό στρατό, ἐπῆγα στήν Ἀθήνα καί δούλεψα σ᾿ ἕνα σιδηρουργεῖο πού ἔκοβε πέταλα. Γνωρίσθηκα μέ κάποιο εὐσεβῆ νέο πού ἔμενε στόν Πειραιᾶ καί μία ἡμέρα μοῦ εἶπε: «Φεύγω Νῖκο γιά τό ῞Αγιο ῎Ορος νά γίνω καλόγερος, διότι μοῦ εἶπαν, ὅτι ἐάν ἕνα δάκρυ χύσω γιά τίς ἁμαρτίες μου, συγχωροῦνται ὅλες». Θέλω καί ἐγώ νά γίνω τοῦ εἶπα. ῎Ετσι ξεκινήσαμε μαζί καί μέ τό βαπόρι ἐφθάσαμε στήν Θεσσαλονίκη. Τότε ἦταν ἡ 10η Αὐγούστου 1924 καί εἶχα ἡλικία 27 ἐτῶν. Μέσα στό πλοῖο ἦταν ἕνας ταξιδιώτης πού μετέφερε διάφορα ψιλικά πραγματάκια στό ῞Αγιον ῎Ορος γιά νά ἀγοράσουν οἱ Μοναχοί, ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη, ὅπως ὑπῆρχε ἐδῶ ἡ συνήθεια. Μᾶς ἐρώτησε: «ποῦ πᾶτε βρέ παιδιά; Πᾶμε γιά Μοναχοί στό ῞Αγιον ῎Ορος. Καλή ἀπόφασι ἐλάβατε καί μακάρι νά τήν τελειώσετε. Σέ ποιά Μονή  θά πᾶτε; ῞Οπου θά βροῦμε καλλίτερα εἴπαμε.

Σᾶς συνιστῶ νά πᾶτε στήν Μονή Γρηγορίου. Εἶναι καλό κοινόβιο. Τί σημαίνει κοινόβιο; τόν ἐρώτησα ἐγώ:

-Κοινόβιο σημαίνει ὅτι τρώγουν ὅλοι οἱ Μοναχοί μαζί σάν μία οἰκογένεια, ἔχουν ῾Ηγούμενο πού κάνουν ὅλοι ὑπακοή καί ἔχουν ἀγάπη, εἰρήνη καί ὁμόνοια.

-Ἐκεῖ θά πάω ἐγώ, τούς εἶπα.

῞Οταν ἦλθα στό Μοναστήρι εὑρῆκα 70 Μοναχούς καί 14 δοκίμους. Ἀνάμεσά τους ἐδέσποζε ἡ πραεῖα μορφή τοῦ Γέρονός μου καί ἡγουμένου παπᾶ Θανάση.

Στά πρῶτα χρόνια ὑπηρετούσαμε ἐμεῖς οἱ δόκιμοι στά μετόχια, ἔξω στό κόσμο. Ἐγώ ταλαιπωρήθηκα πολύ, διότι ἐκεῖ δέν εὕρισκα στοργή καί πατρική ἀγάπη ἀπό τούς ἄλλους πατέρας. Συνεχῶς μέ ἔστελναν σέ δουλειές καί μάλιστα μέ αὐστηρότητα. Θυμᾶμαι, ἐπήγαινα στά ὑπόγεια τοῦ Μετοχίου Βούλτσιστα γιά νά πάρω κρασί ἀπό τά βαρέλια καί εὕρισκα τήν εὐκαιρία νά κλάψω γιά τό πόνο καί τήν μοναξιά μου. Πολλοί δόκιμοι, μακριά ἀπό τό Μοναστήρι, ἔφευγαν γιά τόν κόσμο. Ἐγώ ἐνθυμούμην τήν ὑπόσχεσι πού ἔδωσα στήν Παναγία μας καί ἔκανα μεγάλη ὑπομονή.

τ λλα διακονματα πηρετσατε, πτερ ῾Ησχιε;

῎Ηξερα ἀπό γεωργικές δουλειές, γι᾿ αὐτό μ᾿ ἔβαζαν συνήθως σ᾿ αὐτές. ῎Ετσι ὑπηρέτησα 11 χρόνια στό ἀμπέλι, 15 χρόνια στό Κονάκι τῶν Καρυῶν ὡς Κοναξῆς, 16 χρόνια στό κῆπο καί σέ ἄλλες δουλειές τῆς Μονῆς. Δυστυχῶς ὅμως, ἐμένα μέ ἔφαγε ἡ φλυαρία καί τά ἀστεῖα καί δέν ἐκμεταλλεύθηκα τόν καιρό αὐτόν. Ἀρετή δέν ἀπέκτησα, ἀλλά τό διακόνημά μου δέν τό ἄφησα καί μακάρι νά δούλευα γιά τήν ψυχή μου, ὅπως δούλεψα γιά τά διακονήματα.

ς θ ποκτσουμε τν μετνοια, πτερ ῾Ησχιε;

Ἐγώ, ὅταν ἦλθα δέν εἶχα τά βιβλία καί τίς συνάξεις πού ἔχετε τώρα ἐσεῖς. Ἐσεῖς εἶσθε ἅγιοι καί τυχεροί, γιατί ἔχετε Γέροντα πού σᾶς διδάσκει συνεχῶς τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Εἶσθε καί ἐπικίνδυνοι διά τήν ψυχή σας, διότι, ἄν δέν φυλαχθῆτε, θά πέσετε στήν κενοδοξία, τήν φιλαυτία καί τήν φιληδονία. Γιά μένα, νά βαδίζετε ὅπως βαδίζετε. Σᾶς ἔχω ὅλους σωσμένους, μόνο προσοχή νά μή πέσετε στήν κενοδοξία. Ἐμένα μέ χάλασε ἡ φλυαρία, ὁ θυμός καί ἡ κενοδοξία.῎Εκαμα καμμιά δουλειά καί ἀμέσως ὁ λογισμός, μπράβο, μοῦ ἔλεγε. Τώρα προσπαθῶ νά ἑτοιμασθῶ καί γίνομαι χειρότερος. Τρώγω καί κοιμᾶμαι, τεμπέλικη ζωή. Ἔχετε ἁγίους γονεῖς γι᾿ αὐτό βγήκατε καί ἐσεῖς ἅγιοι. Ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Δόξα σοι ὁ Θεός, πού μέ ἔκαμε ἄνθρωπο καί δέν μέ ἔκανε ζῶο. Τό πᾶν εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ καί ἐξαρτᾶται ἀπό τούς γονεῖς. (Τά λόγια αὐτά μοῦ τά ἔλεγε μέ δάκρυα στά μάτια του).

Ἀναγκαιότερο ἔργο γιά τήν σωτηρία μας εἶναι ἡ ὑπομονή, ἡ ὑπακοή καί ἡ ἀγάπη. Τό μῖσος καί ἡ ἀκαθαρσία τῶν λογισμῶν καί τῶν παθῶν, χωρίζουν τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν Θείαν Κοινωνία. Ἐμένα οἱ παλαιοί Ππατέρες μ᾿ ἀγαποῦσαν ἐπειδή ἤμουν κουτός καί χαζός, καί μέ ἔστελναν πάντοτε στίς δουλειές. ῎Ετσι ψήθηκα ἀπό τά πρῶτα μου χρόνια στήν ὑπακοή καί τήν ὑπομονή, καί τό πῆρα ἀπόφασι πλέον ὅτι ἡ καλογερική ζωή εἶναι θάνατος καί σταύρωσις τοῦ ἑαυτοῦ μας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν σωτηρία μας.

Μετάνοια, ἀδελφάκι μου, σημαίνει: Σκέπτομαι τόν θάνατο καί προσπίπτω μέ δάκρυα καί συντριβή στό Δεσπότη Χριστό νά συγχωρήσῃ τίς ἁμαρτίες μου. ῾Η Χάρις τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται μέσα μας, μέ τό πένθος, τά δάκρυα καί τόν πόνο γιά τίς ἁμαρτίες μας. ῾Ο Μοναχός δέν ἔχει τί νά δώσῃ στό Ἀφεντικό του πού τόν ἔπλασε, γιατί εἶναι φτωχός. Τοῦ ἔδωσε ὅμως ὅ,τι εἶχε. Τοῦ ἔδωσε ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν του, τά νειᾶτα του καί αὐτή ἡ προσφορά στόν Θεό, εἶναι ἡ πιό μεγάλη ἐλεημοσύνη τοῦ Μοναχοῦ γιά τό κόσμο.

σημανει Μοναχς, πτερ ῾Ησχιε;

Μοναχός σημαίνει νά μή ἔχῃ τίποτα ἐπάνω του, γιά νά πετᾶ ἐλεύθερος ὅποτε θέλει εἰς τόν Οὐρανό μέ τήν προσευχή του. Πώ, πώ τί ἁμαρτία εἶναι νά ἔχουν μερικοί χρήματα καί περιουσίες! Οὔτε πεντάρα δέν πρέπει νά ἔχῃ ἐπάνω του ὁ Καλόγερος. Καί τά ροῦχα του νά εἶναι τόσο ἄχρηστα, ὥστε νά ἀφήσῃ τό κελλί του ἀνοικτό, καί κανείς νά μή ἐνδιαφέρεται νά τοῦ τά πάρῃ.

῾Ο Μοναχός, πρέπει νά δοξάζῃ καί εὐχαριστῆ τόν Θεό γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες καί δωρεές πού τοῦ ἔδωσε. Τόν ἔβγαλε ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου γιά νά τοῦ διδάξη τήν ἀληθινή ζωή καί νά τόν ὁδηγήσῃ στήν Βασιλείαν του. Τό βασικό ἔργο του εἶναι ἡ ἐκκλησία. Τό ἴδιο καί οἱ λαϊκοί Εἶναι ἀδύνατο οἱ λαϊκοί, ὅταν πηγαίνουν στήν ἐκκλησία μαζί μέ τά παιδιά τους, νά μήν ἁγιασθοῦν. ῞Ολα χρειάζονται γιά τήν σωτηρίαν μας, καί ἡ μετάνοια καί οἱ προσευχές, ἀλλά βασικά ἐμᾶς θά μᾶς σώσῃ ἡ ταπείνωσις. ῾Ο ταπεινός Μοναχός δέν φοβᾶται τούς ἐχθρούς του, οὔτε καί ἀμφιβάλλει γιά τήν σωτηρία του. Θά εἶναι πράγματι ταπεινός, ὅταν δέχεται μέ σιωπή καί πραότητα τόν σκληρό ἤ αὐστηρό λόγου τοῦ ἀδελφοῦ του. Νά μή ἀντιδρᾷ καί διαμαρτύρεται, ὅταν οἱ ἄλλοι τόν συκοφαντοῦν, καί τότε ὁ Θεός θά ἀναλάβη τήν ὑπεράσπισί του καί θά ἀποκαλύψῃ τήν ἀλήθεια στούς ἄλλους.

-Πρπει ν φοβομεθα τν θνατον, πτερ ῾Ησχιε;

-Πρέπει νά τόν φοβούμεθα γιά νά προετοιμαζώμεθα καλλίτερα, ἀλλά ἐγώ δέν ξέρω τί σόϊ ἄνθρωπος εἶμαι. Εἶμαι στά πρόθυρα τοῦ θανάτου, καί δέν σκέπτομαι ὁ δυστυχής, ὅτι σέ λίγο θά εἶμαι στά χώματα. ῾Ως φαίνεται, μέ βλάπτουν τά φαγοπότια, αὐτό εἶναι ἡ αἰτία. (Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ, ὅτι ὁ πατήρ ῾Ησύχιος, ἑκουσίως ταπεινώνεται καί ἐξευτελίζεται λόγῳ ἀρετῆς του, διότι οὐδέποτε στήν τράπεζα ἔφαγε ὁλόκληρο τό φαγητό του, ἐνῶ τίς ἡμέρες τῆς νηστείας, εἶχε μονοφαγία, καί τό ἀπόγευμα ἕνα φροῦτο ἤ ἕνα τσάϊ).

Νά ἐνθυμούμεθα τόν θάνατον κάθε ὥρα. Γιά μένα ἦλθε ὁ κόμπος στό χτένι.Τά τηλεγραφήματα μοῦ ἦλθαν. Νά, τά πόδια μου πρίσθηκαν, κοκκίνισαν καί μέ πονοῦν ἀφάνταστα. Στήν ἐκκλησία δέν μπορῶ πλέον νά σταθῶ ὄρθιος, ὅπως ἦταν ἡ τάξις. Διότι παλαιότερα ὅλοι οἱ Πατέρες ἐστέκοντο ὄρθιοι. Ἐκάθοντο μόνο στά ψαλτήρια καί στίς ῟Ωρες.

Τί νά κάνω; Βραδυάζω καί δέν ξέρω ἄν θά ξημερώσω. Δέν σκέπτομαι τόν θάνατο, γι᾿ αὐτό καί δέν ἔχω δάκρυα. ῾Η καρδιά μου ἔγινε σκληρή σάν τήν πέτρα. ῟Ωρες ὧρες φοβᾶμαι τόν Θεό, μά ἄλλοτε δέν τόν φοβᾶμαι γιατί ἔχω ἐλπίδα στήν Παναγία μας. Μ᾿ ἐφύλαξε ὁ Θεός ἀπό πολλά ἁμαρτήματα, ἀλλά ἀπό τά μικρά δέν γλύτωσα. Στό ἔλεος τοῦ Κυρίου μας ἐλπίζω. Ἐσεῖς γιά μένα εἶσθε ὅλοι ἅγιοι. Θά πᾶτε κατ᾿ εὐθείαν στό Δεσπότη Χριστό. Γιά  τούς Γεροντάδες δέν λέγω τίποτε. Εἴσασθε πολύ καλά. Νά λέγετε τήν εὐχή. Νά μελετᾶτε τόν Δεσπότη Χριστό στό νοῦ σας πάντοτε καί ἔτσι θά φυλαχθῆτε ἀπό τήν κενοδοξία καί τούς αἰσχρούς λογισμούς. Ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε τά πόδια σας νά πλύνω. Ἐγώ δέν εἶχα βία στή ζωή μου. Πρίν ἔκανα καί μετάνοιες, ἀλλά τώρα δέν μέ βαστοῦν τά πόδια μου καί πέφτω κάτω.

-Ποους γους ελαβεσθε περισστερο, πτερ ῾Ησχιε;

῞Ολους τούς ῾Αγίους εὐλαβοῦμαι καί ἀγαπῶ, γιατί ὅλοι εἶναι ἀγαπημένα παιδιά τοῦ Θεοῦ καί δοξασμένα κοντά Του, ἐπειδή καί αὐτοί τόν ἀγάπησαν. ῞Ομως πρισσότερο εὐλαβοῦμαι τόν Τίμιο Πρόδρομο, Προστάτη καί Πατέρα τῶν Μοναχῶν, διότι στήν ἑορτή τῆς Γεννήσεώς του, ἔγινα μεγαλόσχημος Μοναχός. Αὐτός εἶναι ὁ μέγας ἀξιωματικός πού θά ἀναλάβῃ στήν διοίκησι τοῦ στρατηγείου του ὅλο τό καλογερικό σῶμα καί θά τό ἔχῃ κοντά του στήν ἄλλη ζωή αἰωνίως.

Ἐπίσης εὐλαβοῦμαι τούς ἁγίους Προστάτας τῆς Μονῆς μας. Μάλιστα ἡ ῾Αγία Ἀναστασία δύο φορές θαυματουργικά μέ ἐθεράπευσε. Πρό ἀρκετῶν ἐτῶν ἐπάθαινε συχνά ἡ μύτη μου αἱμορραγία, καί μέ κανένα μέσο δέν σταματοῦσε. Κάθε φορά ἔβγαζα μέχρι μισή ὀκᾶ αἷμα. Τό 1936, ἄν θυμᾶμαι καλά, ἔφεραν τήν ῾Αγία Δεξιά τῆς ῾Αγίας καί μέ ἐσταύρωσαν. Ἐδιάβασαν τήν Παράκλησί της, καί ἔκτοτε ἡ αἱμορραγία σταμάτησε ὁριστικά.

Τό ἄλλο θαῦμα εἶναι τό ἑξῆς. ῞Οταν ἐτελείωσα τόν στρατό καί μετ᾿ ὀλίγον ἦλθα γιά Καλόγερος στό Μοναστήρι, μοῦ συνέβαινε ἕνα παράξενο γιά τούς πολλούς φαινόμενο. ῞Οταν δηλαδή κάποιος μοῦ μιλοῦσε μέ αὐστηρότητα, ἐγώ ἀπό τόν φόβον μου ἔπεφτα κάτω. Στόν στρατό θυμᾶμαι εἶχα πέσει δύο-τρεῖς φορές. Τότε ἄλλοι ἀπό τούς στρατιῶτες μέ ἐχλεύαζαν κι ἄλλοι ἐνόμιζον ὅτι τό ἔκανα προσποιητά. ῞Οταν ἦλθα στό Μοναστήρι, ὁ Γέροντάς μου παπᾶ-Θανάσης, κάθε ἑβδομάδα μοῦ ἐδιάβαζε ἐξορκισμούς. Δέν ἔβλεπα καμμιά βελτίωσι.῞Οταν ὅμως μέ ἐσταύρωσαν μέ τά Λείψανα τῆς ῾Αγίας Ἀναστασίας, χάθηκα αὐτός ὁ πειρασμός καί ἔκτοτε δέν εἶχα αὐτή τή φοβία.

Εὐλαβοῦμαι ἐπίσης τόν φύλακα ῎Αγγελό μου, διότι μ᾿ ἐγλύτωσε ἀπό πολλούς πειρασμούς καί κινδύνους στήν ζωή μου. ῞Οταν δούλευα στό σιδηρουργεῖο στήν Ἀθήνα, κάποια μέρα ἐδιάβαινα στό δρόμο καί ἔπρεπε νά δρασκελίσω τόν σιδηρόδρομο γιά νά πάω ἀπέναντι στόν ἄλλο ἁμαξιτό δρόμο, χωρίς νά γνωρίζω ὅτι ὁ σιδηρόδρομος εἶναι ἡλεκτρικός. Ὅπως περπατοῦσα ἀνύποπτος, πάτησα ἐπάνω στίς σιδηροτροχιές, τινάχθηκα ἀπό τό ρεῦμα τρία μέτρα μακριά. Δέν ἔπαθα τίποτα. Μέ φύλαξε ὁ φύλακας ῎Αγγελός μου. Ἀλλά καί τήν διάσωσί μου στό στρατό, στήν Παναγία τήν ὀφείλω, ἡ ὁποία μέ ἐφύλαξε ἀπό σωματικούς καί ἠθικούς κινδύνους, διότι μέ προώριζε γιά παιδί της στό Περιβόλι της. Χίλια εὐχαριστῶ στόν Δεσπότη Χριστό, στήν Παναγίτσα μας καί σέ ὅλους τούς ῾Αγίους πού μᾶς προστατεύουν καί μᾶς ἀγαποῦν.

σθε εχαριστημνος, πτερ ῾Ησχιε, π τν σημεριν κατστασι τς Μονς μας;

Σήμερα ἐσεῖς, ἀδελφάκι μου, εἶσθε πολύ καλλίτερα ἀπό ἐμᾶς. Εἶσθε τυχεροί διότι ἔχετε Γέροντα πού σᾶς διδάσκει συνεχῶς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς τότε εἴχαμε ῞Αγιο Γέροντα καί Πατέρες, ἀλλά δέν μᾶς ἔκαναν συνάξεις, ὅπως ἔχετε ἐσεῖς τώρα.῎Εχετε βιβλία πολλά καί καλά. ῎Εχετε τά Πατερικά στή καθομιλουμένη γλῶσσα καί τά καταλαβαίνετε. Ἐγώ, καθώς καί οἱ ἄλλοι παραδελφοί μου, ἀγράμματος ὅπως ἤμουνα, τίποτα δέν καταλάβαινα. Μά οὔτε καί πολλά βιβλία εἴχαμε. Ἐγώ ἐδῶ, τό 1965 ἔμαθα τί θά πῇ Φιλοκαλία. Τό ἔχω σέ μεγάλη χαρά, διότι ὁ Γέροντάς μας ἔδωσε εὐλογία γιά τήν συχνή Κοινωνία. Εἶναι γιά μένα ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο πού τό ἔψαχνα στόν Ούρανό καί τό εὑρῆκα στή γῆ. Καί ὁ ἀείμνηστος παπᾶ Θανάσης καθώς καί ἄλλοι Πατέρες, ἦταν παλαιότερα ὑπέρ τῆς συχνῆς Θείας Κοινωνίας, ἀλλά τά αὐστηρά τυπικά μᾶς ἐμπόδιζαν νά ἐπιζητήσουμε τήν οὐσία τῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ Χριστός. Παλαιότερα εἴχαμε Θεία Κοινωνία κάθε εἴκοσι ἡμέρες, καί ἄν μᾶς συνέβαινε κανένας πειρασμός, διπλασιαζόταν ἡ ἀποχή μας ἀπό τόν Χριστό. Δέν ἔχω παράπονο ἀπό κανέναν ἀδελφό. ῞Ολοι μέ ἀγαποῦν, οἱ γιατροί μας μέ ἐπισκέπτονται συχνά, ὁ γηροκόμος μέ περιθάλπει, ὁ Γέροντας μέ τιμᾶ καί μέ συμβουλεύει. Δόξα σοι ὁ Θεός. Ποῦ νά ἰδοῦμε τέτοια ζωή ἐμεῖς παλαιότερα! ῾Υπῆρχε πολλή αὐστηρότης. Εἴμασταν οἱ πιό πολλοί χωριάτες καί δέν ξέραμε ποῦ πᾶν τά τέσσαρα.

Δέν ὑπῆρχαν τότε καί τά σημερινά γεωργικά ἐργαλεῖα καί μηχανήματα, καί ἔτσι οἱ Πατέρες ἐκοπίαζαν πολύ στούς κήπους, στά μετόχια, στίς παγκοινιές, στό βουνό, στό μακηπεῖο (φοῦρνο) καί ἀλλοῦ. Ἐπίσης δέν εἴχαμε τήν θέρμανσι ὅπως τώρα. Σόμπα στήν ἐκκλησία, μπῆκε γιά πρώτη φορά τό 1960, ἐπί ἡγουμένου παπᾶ Βησσαρίωνος, ἐνῶ στά κελλιά μας γιά πρώτη φορά ἐγνωρίσαμε θέρμανσι, ὅταν ἦλθε ὁ νῦν Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος τό 1975.

Οἱ Πατέρες ἐπί τῶν ἡμερῶν μου, δέν εἶχαν τήν ποιμαντική φροντίδα πού ἔχετε ἐσεῖς τώρα, ἀλλά καί ἐμεῖς κοντά σας, ἀπό τόν νῦν Γέροντά μας. Ἀγωνίζοντο ὁ καθένας τους, ἀνάλογα μέ τήν προαίρεσι καί τόν πόθο πού εἶχαν. Μερικοί στήν ἐκκλησία δέν ἐκάθοντο καθόλου, ἐνῶ οἱ περισσότεροι στά ψαλτήρια καί στίς ῟Ωρες, ὅπως ὑπῆρχε ἡ τάξις. Τότε ὁ διαβαστής κανοναρχοῦσε ὄχι μόνο τίς ὠδές τοῦ Κανόνων τῶν ῾Αγίων τῆς ἡμέρας καί τῆς Παρακλητικῆς, τίς ὁποῖες ἔψαλλαν οἱ Πατέρες ὅλες κάθε ἡμέρα, ἀλλά καί τούς Κανόνες τοῦ Θεοτοκαρίου καί τῶν Παρακλήσεων τῆς Θεοτόκου καί τοῦ ῾Αγίου Νικολάου. Αὐτό τό τυπικό ὑπῆρχε σέ ὅλες τίς ἁγιορείτικες Μονές, καί μόλις τό 1965 περιωρίσθηκε, τοὐλάχιστον γιά τήν δική μας Μονή, στό κανονάρχημα τῶν ὠδῶν α, γ, καί  θ τῶν Κανόνων τοῦ Ὄρθρου.

-Ἀφ᾿ του λθατε στ Μοναστρι, ποοι ῾Ηγομενοι κατ σειρ τ κυβρνησαν, κα τ γνωρζετε  γι᾿ ατος;

Ἐγώ ὅπως εἴπαμε, ἦλθα τόν Αὔγουστο τοῦ 1924. Ἀπό τήν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία ὁ παπᾶ Θανάσης, ὁ ὁποῖος παρέμεινε στό ἀξίωμα αὐτό μέχρι τό 1936. Αὐτός ἦλθε στό Μοναστήρι μας τόν Δεκαπενταύγουστο τοῦ 1891, μαζί μέ ἄλλους δύο νέους συμπατριῶτες του. Καί οἱ τρεῖς κατήγοντο ἀπό τόν Πύργο τῆς Ἠλείας. Ξεκίνησαν μέ πολλές δυσκολίες γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἀφοῦ ἔφθασαν μέ τά τότε συγκοινωνιακά μέσα, μέχρι τόν Βόλο Μαγνησίας, στήν συνέχεια ἐναύλωσαν βάρκα καί μετά ἀπό ἕνα μῆνα θαλάσσιου πλοῦ, ἐν μέσῳ ἀνέμων καί θαλασσοταραχῶν, ἀπεβιβάσθησαν στήν Μονή. Ἀπ᾿ αὐτούς ὁ ἕνας ἐπέστρεψε μετ᾿ ὀλίγον  στόν κόσμο, ὁ δεύτερος ἀσκήτευσε στήν ἔρημο τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, καί ὁ Γέροντάς μου, δεκαοκταετής στήν ἡλικία τότε, μέ τό ὄνομα Ἀνδρέας Πρωτογερόπουλος τοῦ Γεωργίου, παρέμεινε στήν Μονή μας γενόμενος ὑποτακτικός τοῦ ἀειμνήστου ἡγουμένου παπᾶ Συμεών. Διάκονος ἐχειροτονήθη τό 1904, ἐνῶ ῾Ιερομόναχος τό 1908. Διακρινόταν γιά τήν γλυκειά καί πραεία μορφή του. Οὐδέποτε θυμᾶμαι νά μέ μάλωσε. Μ᾿ ἐδίδασκε μέ τό παράδειγμά του καί τά ταπεινά του συμβουλευτικά λόγια. Εἶχε βαθειά ταπείνωσι καί ἀπέφευγε τά ἀξιώματα. Γι᾿ αὐτό μετά τόν θάνατο τοῦ ἡγουμένου παπᾶ Συμεών, ὁ παπᾶ Θανάσης ἔφυγε γιά λίγες ἡμέρες κρυφά γιά τήν ἔρημο, γιά νά μή παρευρίσκεται ὡς ὑποψήφιος ἡγούμενος στίς ἐκλογές τῆς Ἀδελφότητος γιά τήν ἀνάδειξι τοῦ νέου ῾Ηγουμένου. ῎Ετσι ἐξελέγη ὁ παπᾶ Γιώργης, παρ᾿ ὅτι οἱ Πατέρες ἐκτιμοῦσαν καί ἤθελαν περισσότερο τόν παπᾶ Θανάση.

῞Οταν ἦλθα στό Μοναστήρι, τό πρῶτο διακόνημα πού μοῦ ἔδωσε ὁ Γέροντάς μου, ἦταν παραμάγειρος καί κατόπιν κηπουρός. ῾Ως κανόνα προσευχῆς μοῦ διώρισε νά κάνω 6 ἑκατοστάρια κομποσχοίνια καί 60 μετάνοιες. Παντοῦ μέσα στό Μοναστήρι, στίς αὐλές, στά διακονήματα κυκλοφοροῦσε μέ τό ρόσο του καί τό κουκούλι καί τήν ράβδο. ῏Ηταν ψηλός, λιγνός, ἀσκητικός, ἱεροπρεπής, σοβαρός, εὐγενής καί πρᾶος. Οὐδέποτε θυμᾶμαι νά ἔλειψε ἀπό τήν ἐκκλησία καί τήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ. Στό πρῶτο Ψαλτήρι τοῦ ὄρθρου κάθε πρωῒ, περιερχόταν τά στασίδια τῶν Πατέρων γιά νά ἰδῇ ποιός ἀπουσιάζει. Συχνά ἔστελνε ἐμένα νά φωνάξω τούς καθυστερήσαντας {Πατέρες. Ἐνίοτε ἐπήγαινε καί ὁ ἴδιος. Σπανίως ἔβαζε ἐπιτίμιο: τήν εὐχή μέ τό κομποσχοίνι στήν τράπεζα. Συνήθως ἔβαζε κανόνα (ἐπιτίμιο) νά κάνουν οἱ Πατέρες περισσότερη προσευχή ἤ μετάνοιες στά κελλιά τους.

Πολλές φορές ὅταν ἐπήγαινα στό κελλί του, μέ δεχόταν μέ τό πρόσωπό του λουσμένο στά δάκρυα τῆς Θείας Χάριτος. ῎Ελαμπε ἐνίοτε ὁλόκληρος καί φαινόταν ἡ κατανυκτικότης τῶν ματιῶν του. Ποιός ξέρει τί θερμές προσευχές καί μετάνοιες θά προσέφερε στόν Θεό σάν ἱκεσία γιά τήν πνευματική φρούρησι τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τά πάθη καί τούς λογισμούς, ἀπό τήν ἀκηδία, τήν ὑπηρηφάνεια, τήν ἁμαρτία γενικά. Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέρο-'Εφραίμ, ὅτι ὁ Γέροντάς μας εἶχε ἐπιτελέσει ἐπί πλέον κανόνα προσευχῆς καί μετανοιῶν για 20 χρόνια, ἔτσι ὥστε, σέ περίπτωσι βαρειᾶς καί πολυετοῦς ἀσθενείας του, πού δέν θά μπορῇ νά προσεύχεται, νά ἔχῃ συμπληρωμένο τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του.

Στό ἁπλό καί ταπεινό κελλί του διασώζονται ἀκόμη τό κρεβάτι του, τό κομποσχοίνι του καί μία μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας. Στήν εἰκόνα αὐτή διαφαίνονται καθαρά τά ἴχνη ἀπό τούς ἀσπασμούς του. Τό δεξί χέρι τῆς Παναγίας, καί τό δεξί ποδαράκι τοῦ Χριστοῦ διατηροῦν ἀνεξίτηλα τά ἱερά αὐτά ἀποτυπώματα τῆς ἐρωτικῆς του πρός αὐτούς ἀγάπης.

Συχνά μᾶς ἐξυμνοῦσε τό μεγαλεῖο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά μέ μετρημένες λέξεις. ῾Η μοναχική ζωή, εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Μᾶς ἔλεγε: "Ἐάν ἦτο δυνατόν νά ἐπέστρεφα μιά καί δυό φορές σ᾿ αὐτή τήν ζωή, πάλι μοναχός καί μάλιστα ἁγιορείτης θά γινόμουν. Παιδιά μου, νά ἀποκτήσετε στήν ζωή σας σεμνότητα, ἀγαθότητα, γνῶσι, προσευχή ἀδιάλειπτη, ἀνδρεία, ἀνυπόκριτη ἀγάπη σωφροσύνη, κοσμιότητα. Νά εἶσθε συμπαθεῖς, φιλόπτωχοι, σιωπηλοί, καρτερικοί. Μή λοιδορήσετε κανέναν. Ἀποκτῆστε τό ἀόργητο, τό ἀκενόδοξο, τό ἀνυπερήφανο πνεῦμα καί φρόνημα καί ὁ Κύριος θά σᾶς μεγαλύνῃ ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ῾Αγίων του.

Λέγουν ὅτι εἶδε ὀπτασίες. Σέ μένα δέν εἶπε τίποτε, ἄλλα ἄκουσα, ὅτι εἶδε τήν Παναγία. Κάποια χρονιά στή ἀγρυπνία τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὅταν ἡ ἀκολουθία εἶχε φθάσει στήν Ἐννάτη ὠδή, πολλοί ἀπό τούς Πατέρες πού ἐστέκοντο στούς χορούς, εἶδαν τόν Γέροντά μας νά γονατίζῃ καί μέ τά χέρια ὑψωμένα νά ἔχῃ τά μάτια του προσηλωμένα ψηλά. Κατάλαβαν ὅτι κάτι βλέπει. Τόν παρεκάλεσαν ἀρκετοί νά τούς ἀποκαλύψῃ κάτι ἀπό τά οὐράνια μυστήρια πού εἶδε καί ἔζησε, ἀλλά οὐδέποτε συγκατένευσε νά πῇ κάτι. Μόνο στόν διάδοχόν του ἡγούμενο, τόν παπᾶ Βησσαρίωνα, κατόπιν πολλῆς ἐπιμονῆς του, τοῦ εἶπε τἀ ἑξῆς: «Ἀφοῦ ἐπιμένεις παιδί μου νά μέ ἐρωτᾶς, θά σοῦ ἀποκαλύψω: "Χωρίς νά καταλάβω ἐάν εἶχα ἀνοικτά ἤ κλειστά τά μάτια μου, ἀντίκρυσα ἐν ὀράματι τήν Κυρίαν Θεοτόκο, μέσα σέ μεγάλη δόξα καί μεγολοπρέπεια. Μπροστά σ᾿ αὐτό τό καταπληκτικό μεγαλεῖο τῆς Ἀειπαρθένου, συγκλονίστηκα καί ἔπεσα κάτω γιά νά προσκυνήσω». Μιά ἄλλη φορά, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς μας, ἀπό τούς ὁποίους τό ἔμαθα κι ἐγώ, ἀξιώθηκε νά ἰδῆ μέ τά μάτια του μέσα στό καθολικό (κεντρική ἐκκλησία τῆς Μονῆς), τήν ῾Αγίαν Ἀναστασία, Προστάτιδα τῆς Μονῆς μας, ντυμένη σάν Μοναχή καί σέ νεαρή ἡλικία. Ἐνῶ στόν ἡγούμενο παπᾶ Βησσαρίωνα, πρίν ἀπέλθει ἀπό τήν παροῦσα ζωή, τοῦ εἶπε ὅτι εἶδε πολλά μυστήρια, τά ὁποῖα ὑποσχέθηκε νά τά διηγηθῆ ἀργότερα, μέ τήν ἐλπίδα ἀναρρώσεώς του, ἀλλά ὁ Κύριος τόν ἐπῆρε.

Τήν ῾Αγία Ἀναστασία εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια, ὅπως τήν εἶχαν καί οἱ παλαιοί καί οἱ σημερινοί Πατέρες, διότι εἶναι ἡ ταχύς ἐν ἀνάγκαις καί ἀσθενείαις βοηθός καί ἰατρός. ῎Ετσι ὁ παπᾶ Θανάσης, ὡσάκις ἀρρώσταινε, δέν ζητοῦσε φάρμακα καί γιατρούς. Ἐπήγαινε στό Παρεκκλήσιο τῆς ῾Αγίας Ἀναστασίας, καί ἄλειφε τό πάσχον μέλος τοῦ σώματός του μέ τό λαδάκι ἀπό τήν εἰκόνα της. Ἀκόμη καί γιά ἕνα μικρό πονόδοντο δέν ἔπαιρνε οὔτε ἀσπιρίνη. Εἶχε πολλή βεβαιότητα καί πίστι ὅτι θά λάβῃ τήν θεραπεία ἀπό τήν ῾Οσιοπαρθενομάρτυρα ῾Αγία Ἀναστασία.

῏Ητο ἀξιαγάπητος στούς μεγάλους καί ἀξιοσέβαστος στούς μικρούς. Φίλος μέ τούς ῾Αγίους, ἀδελφός μέ τούς ἀδελφούς καί πατέρας στοργικός γιά τούς ἀρχαρίους. Πολλοί Μοναχοί, ἀπό πολλά κυρίως γειτονικά Κοινόβια, ἔρχονταν νά εἰποῦν τόν λογισμό τους, νά πάρουν τήν εὐχή του, νά τόν συμβουλευτοῦν στὀν ἀγῶνα τους. Ἀκόμη μέχρι καί τά βασιλικά Ἀνάκτορα, εἶχε φθάσει ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του. ῾Ο Βασιλεύς Γεώργιος ὁ Β!, ὅταν ἐπισκεπτόταν τό ῞Αγιον ῎Ορος, θά ἔπρεπε ὅπωσδήποτε νά ξεκουρασθῇ σωματικά καί ψυχικά γιά τρεῖς τούλάχιστον ἡμέρες, στήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου. Διατηροῦμε ἀκόμη, ὡς ἀνάμνησι γιά τούς νεωτέρους, τά ποτήρι καί τά φλυτζάνια μέ τά ὁποῖα τόν κεράσαμε. Ἐπίσης τό φτυάρι καί τόν κασμᾶ μέ τά ὁποῖα μᾶς ἐφύτευσε τό πανύψηλο κυπαρίσσι πού εἶναι στή δεύτερη αὐλή τῆς Μονῆς. Ἐνῶ στόν ἐψηφισμένο Μητροπολίτη ῾Ιερισσοῦ καί ῾Αγίου ῎Ορους, Διονύσιο, εἶπε, ὅταν ἐνώπιόν του ἐπρόκειτο νά δώσῃ τήν καθιερωμένη διαβεβαίωσι: «῞Οταν πᾶς στήν Μητρόπολί σου, φρόντισε νά ἐπισκεφθῇς στό ῞Αγιο ῎Ορος. Στήν  Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου θά γνωρίσῃς τόν ῾Ιερομόναχο π. Ἀθανάσιο. Νά τοῦ φιλήσῃς ἐκ μέρους μου τό χέρι του, διότι γιά μένα δέν ὑπάρχει ἄλλος ἄνθρωπος σάν καί αὐτόν. Εἶναι μία σεβάσμια μορφή, γεμάτη μεγαλοπρέπεια, ἱερότητα καί ταπείνωσι».

Στήν θεία Λειτουργία, καθώς καί στίς ἄλλες Ἀκολουθίες καί ἑορτές, ἀφοσιωνόταν στή μυστική  μετά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καί τῶν ῾Αγίων του, κοινωνία καί ἱερά ἀδολεσχία. Τό κορύφωμα τῶν ἱερῶν του ἀναβάσεων γινόταν στήν ῾Αγία Ἀναφορά τῆς θείας Λειτουργίας. Οἱ συλλειτουργοί του, ἱερεῖς καί διάκονοι, μέ δέος τόν ἀντίκριζαν ὅταν συχνά ἐσήκωνε τό δεξί του χέρι νά πάρῃ ἀπό τό δεξί κίονα τοῦ Κιβουρίου (ἤ κουβουκλίου) τῆς ῾Αγίας Τραπέζης ἕνα μαντῆλι πού τό εἶχε κρεμάσει γι᾿ αὐτό τόν σκοπό, νά σκουπίζῃ τά δάκρυά του. Τέτοια ζωή συγκινεῖ ὄχι μόνο τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τίς πέτρες.

῞Οταν ἀπέθανε δέν ἤμουν παρών, διότι εὑρισκόμουν σέ κάποιο διακόνημα. Πάντως μοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι Πατέρες, ὅτι εἶχε ὁσιακό θάνατο, ὅτι εὐλόγησε ὅσους ἦταν κοντά του καί ὅτι εἶχε ἀλλάξει ὁ ἴδιος καί ἐπερίμενε τήν εὐλογημένη αὐτή ὥρα.

Μετά τόν σεβαστό μου Γέροντα, ἀνέλαβε ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μας, ὁ παπᾶ Θεόδωρος, ὁ ὁποῖος ἐποίμανε τήν ἀδελφότητα ἀπό τό 1937 ἕως το 1943. Καταγόταν ἀπό τό χωριό Καστρί Κυνουρίας Ἀρκαδίας. Γεννήθηκε τό 1886  καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Θεόδωρος Κακούνης τοῦ Γεωργίου. Στήν νεανική του ἡλικία, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Παναγιώτη καί ἕνα φίλο τους ἀπό τήν Δημητσάνα, μετανάστευσαν στήν Ἀμερική γιά καλλίτερη τύχη, ὅπως λέγουν συνήθως οἱ κοσμικοί. ῾Η ζωή τους, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ παπᾶ Θεόδωρος, δέν ἦταν καί τόσο χριστιανική. Γι᾿ αὐτό ἐπήγαιναν στά νυκτερινά κέντρα, στά θέατρα γιά ψυχαγωγία καί σ᾿ ἄλλες κοσμικές ἐκδηλώσεις. Μιά βραδυά ἐπῆγαν νά παρακαλουθήσουν ἕνα ζωντανό θέαμα σέ ἕνα μεγάλο θέατρο τῆς πόλεως. Πῶς εἶναι ἡ κόλασις στόν ἄδη καί πῶς οἱ δαίμονες βασανίζουν τούς κολασμένους ἐκεῖ. Ξαφνικά ὅμως στό ἐπάνω μέρος τοῦ κτιρίου, βλέπουν ἀληθινούς δαίμονες, μαύρους καί ἀγριωπούς στήν ὄψι, μέ κέρατα καί τεράστιες οὐρές καί κτηνώδη πρόσωπα. Εἶχαν πιάσει στά χέρια τους μία γυναῖκα ὁλόγυμνη καί ἕνα ἄνδρα, πού φαινόταν μεθυσμένος καί κουρελιάρης. ῎Εβγαζαν φωτιές ἀπό τό στόμα τους καί σέ κάθε γυροβολιά πού ἔκαναν χορεύοντας, ἔρριχναν κάτω στό βάραθρο πότε μία κοπέλλα καί πότε ἕνα ἄνδρα καί ἐν συνεχείᾳ ἔπαιρναν ἄλλους νέους καί νέες. Τό συγκλονιστικό αὐτό, κατά παραχώρησι Θεοῦ, θέαμα τούς ξύπνησε, ὡσάν ἀπό λήθαργο καί εἶπαν μεταξύ τους, ὅτι αὐτό εἶναι τὀ σπίτι τῶν δαιμόνων καί ἐμεῖς ἐδῶ ἤλθαμε νά διασκεδάσουμε; Αὐτό τό γεγονός στάθηκε ἀφορμή νά ἐγκαλείψουν γιά πάντα τήν Ἀμερική καί ὅλες τίς ματαιότητες. ῏Ηλθαν άποφασισμένοι γιά Μοναχοί στό ῞Αγιο ῎Ορος. Πρῶτα τά δύο ἀδέλφια καί μετά ἀπό λίγο καί ὁ φίλος τους Δημήτριος τό ὄνομα. ῾Ο μέν Θεόδωρος ἐγκατεστάθηκε στό Κελλίον «῾Η Κοίμησις τῆς Θεοτόκου» τῆς  Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης, στήν συνοδεία τοῦ πνευματικοῦ παπᾶ Στεφάνου, ὅπου ἐκάρη μοναχός, μετά τήν κανονικήν του δοκιμασία, μέ τό ἴδιο ὄνομα, τό ἔτος 1907. Μετ᾿ ὀλίγα ἔτη, δηλαδή τό 1912, χειροτονήθηκε Διάκονος στήν Μονή μας, ἀφοῦ πρῶτα ὑπηρέτησε τόν Γέροντά του Παπᾶ Στέφανο, μέχρι τελευταίας του πνοῆς. ῾Ο ἀδελφός του ἐπῆγε στό Κελλίο «῾Η Κοίμησις τῆς Θεοτόκου» τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ὅπου εὑρίσκετο ἡ σπηλιά  τοῦ ῾Οσίου Ἀκακίου τοῦ κτήτορος τῆς Σκήτης. Ἐκεῖ ἐκάρη Μοναχός μέ τό ὄνομα ῾Ιερόθεος, καί διέπρεψε στήν ἀρετή καί τήν νοερά ἐργασία τῆς προσευχῆς καί μετανοίας. Κοντά του μετά ἀπό λίγα χρόνια, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ ἰδίου, ἦλθε ὁ φίλος του Δημήτριος ἀπό τήν Ἀμερική, ὅπου ἐκάρη Μοναχός μέ τό ὄνομα Τιμόθεος. Αὐτός προώδευσε ἀκόμη περισσότερο καί ἔγινε ὑπόδειγμα ἐναρέτου Μοναχοῦ, κάνοντας τελείαν ὑπακοήν στόν ἄλλοτε φίλον του, παρ᾿ ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν μεγαλύτερος στήν ἡλικία ἀπό τόν Γέροντά του ῾Ιερόθεο.

Στό Μοναστήρι μας, ἄν καί ὑπῆρχαν πέντε ἄλλοι ῾Ιερομόναχοι καί αὐτοί ἐνάρετοι καί εὐλαβεῖς, ἡ ἀδελφότης ἐξέλεξε τόν παπᾶ Θεόδωρο ὡς ῾Ηγούμενο. Βέβαια δέν εἶχε τά χαρίσματα τοῦ προκατόχου του, ἀλλά κατά τό μέτρον τῶν φυσικῶν του χαρισμάτων καί δυνάμεών του, ἐβοήθησε τό Μοναστήρι. ῏Ηταν εὐλαβής καί φιλακόλουθος. Ἀγαποῦσε τήν μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων, καί ὑπηρέτησε μέ ζῆλο, πρό καί μετά τήν περίοδο τῆς ἡγουμενίας του, στά διάφορα διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἐπί χρόνια ἔκαμε τόν ἐφημέριο, τόν βοηθόν προσφοράρη καί τόν ἱερορράπτη. Τελειώθηκε μέ τήν ἀνίατη ἀσθένεια τῆς ἡμιπληγίας στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1964 σέ ἡλικία 79 ἐτῶν. Αἰωνία του ἡ μνήμη.

Τρίτος ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μας, ἀνεδείχθη ὁ παπᾶ Βησσαρίων, ὁ ὁποῖος μέχρι πρό τῆς ἐκλογῆς του, ἦταν ἁπλός Μοναχός. Γεννήθηκε στό Γεράκι τῆς Σπάρτης τό 1912 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Μετά τίς γυμνασιακές του σπουδές, ἐπέτυχε στήν ἰατρική Σχολή Ἀθηνῶν. ῾Ο θεῖος ὅμως πόθος γιά ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσι στό μοναχικό πολίτευμα, τόν ὡδήγησε στό ῞Αγιον ῎Ορος τό 1933, ἐνῶ ἀκόμη ἦτο δευτεροετής φοιτητής. Ἐπανειλημμένως ὁ πατέρας του ἐπεχείρησε μέ παρακλήσεις νά τόν ἐπαναφέρῃ στό πατρικό σπίτι, δεδομένου ὅτι ἦτο εὐκατάστατος, ἀλλ᾿ ὅμως δέν κατώρθωσε τίποτε. ῾Ο νεαρός Παναγιώτης Μίχας τοῦ Νικολάου, μπαίνοντας στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς, ἀντίκρυσε, χωρίς νά γνωρίζῃ ποῖος εἶναι, τήν σεβασμία μορφή τοῦ μετέπειτα Γέροντός του, ἡγουμένου π. Ἀθανασίου. Δέν ἐπρόλαβε νά τοῦ ἀσπασθῇ τό χέρι καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Καλῶς τόν Παναγιώτη. Καλῶς ὥρισες παιδί μου στό Μοναστήρι μας. ῎Ελα σέ περιμένω ἀπό καιρό». Ξαφνιάσθηκε ὁ νέος, διότι δέν ἦταν δυνατόν νά τόν γνωρίζῃ ἐκ τῶν προτέρων, ἐφ᾿ ὅσον πρώτη φορά ἐπήγαινε στό Μοναστήρι. Συγκινήθηκε, τοῦ ἀσπάσθηκε θερμά  τό χέρι καί ἦλθαν μαζί στό ῾Ηγουμενεῖο. Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη συγκλονιστική ἐμπειρία τοῦ νεαροῦ Παναγιώτη, ὁ ὁποῖος μέ τήν παρουσία καί ζωή ἑνός τέτοιου Γέροντος, στηρίχθηκε καί προώδευσε στό Μοναστήρι.

Μετά τήν παραίτησι τοῦ ἡγουμένου παπᾶ Θεοδώρου, ἡ Ἀδελφότης ἐξέλεξε ῾Ηγούμενο τόν π. Βησσαρίωνα. Κατά τήν περίοδον τῆς διαποιμάνσεως τῆς Μονῆς ὁ παπᾶ Βησσαρίων διακρίθηκε ἰδιαιτέρως γιά τά διοικητικά του προσόντα, τήν ὀξύνοια τοῦ πνεύματός του καί τήν οἰκονομική στερέωσι τῆς Μονῆς. Μαζί μέ τόν μακαριστό Γέροντα τῆς Μονῆς Διονυσίου ῾Ηγούμενο π. Γαβριήλ, ὑπῆρξαν δύο στυλοβάτες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, γιά μιά τριακονταετία. Καί τοῦτο διότι σέ διάφορες ὑποθέσεις τοῦ ῾Ιεροῦ μας Τόπου, ὑπερμαχοῦσαν γιά τά συμφέροντά του καί τήν διαφύλαξι τοῦ Αὐτοδιοικήτου. Καί οἱ δύο μέ ἄρθρα, ἐπιστολές πρός τούς ἁρμοδίους καί εἰσηγήσεις κατεπολέμησαν τούς ἐχθρούς τῆς πίστεώς μας, τίς διάφορες αἰρέσεις καί ἐστερέωσαν τό φρόνημα καί τό ἦθος τοῦ ὀρθοδόξου ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, στά θεμέλια τῆς γνησίας Παραδόσεώς μας. Ἐκτός ἀπό τά ἄρθρα του, πνευματικά, ἀντιαιρετικά, ἱστορικά, ἐκκλησιαστικά, τά ὁποῖα ἔγραφε καί ἐξέδιδε συνήθως στό ἀπ᾿ αὐτόν ἐκδιδόμενο περιοδικό «῾Ο ῞Οσιος Γρηγόρος», συνέγραψε καί μερικά βιβλία, τά κυριώτερα τῶν ὁποίων εἶναι· «ἱστορικόν Μοναχολόγιον τῶν Πατέρων τῆς ῾Ιερᾶς ἡμῶν Μονῆς τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου» καί τό «Οἱ ἀγῶνες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους κατά τῆς διεθνοποιήσεως αὐτοῦ».

Δέν διακρίθηκε γιά τό ποιμαντορικό χάρισμα καί τήν πνευματική φροντίδα τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς γιά τήν ψυχικήν τους σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ἐπί τῆς ἡγουμενίας του, πολλοί ἀδελφοί ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Μονή πρός διάφορες κατευθύνσεις ἐντός καί ἐκτός τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, κατά τό φαινόμενον μέν ἀπό ζηλωτισμό, διότι δέν ἤθελαν νά μνημονεύεται τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, στήν οὐσία ὅμως διότι δέν εἶχαν τήν πρέπουσα πνευματική σχέσι καί κοινωνία μέ τόν Γέροντά τους.

Σέ κάποια ἀποστολή του στό κόσμο γιά μοναστηριακές ὑποθέσεις, ὑπέστη ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο καί τελειώθηκε σέ μιά κλινική τοῦ Βόλου στίς 6 Ἰουλίου 1974 π. ἡμ. Μετεφέρθη στή Μονή καί ἐτάφη μέ τήν πάνδημη συμμετοχή τῶν Γρηγοριατῶν Πατέρων καί πολλῶν ῾Αγιορειτῶν. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὁ νῦν Γέροντάς μας μέ τήν ἑξαμελῆ συνοδεία του ἐρχόταν ὡς καλεσμένος ἀπό τήν Ἀδελφότητα τῶν Γρηγοριατῶν Πατέρων καί εὑρισκόταν στήν Οὐρανούπολι. Δέν πρόλαβε νά εὑρίσκεται στήν κηδεία τοῦ μακαριστοῦ παπᾶ Βησσαρίωνος, μετά ἀπό τόν ὁποῖον ἀνέλαβε οὐσιαστικά τήν διακυβέρνησι τῆς Μονῆς μας, ἀφοῦ ἑκουσίως παραιτήθηκε ὁ μετά τόν παπᾶ Βησσαρίωνα ἡγούμενος παπᾶ Διονύσιος, γιά τόν ὁποῖον ἐγράψαμε σχετικά.

῾Ο νῦν Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος, ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχός ἀπό τόν προκάτοχό του παπᾶ Διονύσιο στίς 6 Αὐγούστου τοῦ 1974 καί στίς 26 τοῦ ἰδίου μηνός ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς μας καί συνεχίζει νά ποιμαίνῃ τήν Ἀδελφότητά μας μέχρι σήμερα.

-Ἐγνωρσατε, πτερ ῾Ησχιε, ναρτους Πατρας στν Μον μας παλαιτερα;

Πολλοί πατέρες ἐτίμησαν τόν τόπον μας καί ἐδόξασαν τόν Θεό μέ τήν ἁγία ζωή τους. Ἀρκετοί προεῖδαν τόν θάνατόν τους. ῾Ο Γέρο Σίμων πού πέθανε τό 1931 σέ ἡλικία 60 ἐτῶν καί καταγόταν ἀπό τά Λαγκάδια Ἀρκαδίας, εἶδε τούς Ἁγίους Προστάτας μας νά μπαίνουν ἀπό τό παράθυρο καί τοῦ εἶπαν: «ἑτοιμάσου καί σέ τρεῖς ἡμέρες ἐρχόμεθα νά σέ πάρουμε».

῾Ο Γέρο Ευστάθιος, πού καταγόταν ἀπό τήν Μικρομάνη τῆς Μεσσηνίας καί ἐκοιμήθη τό 1927 σέ ἡλικία 46 ἐτῶν, εἶπε στόν Μοναχό ῾Υπάτιο: «σέ δύο ἡμέρες φεύγω. Μετά τόν θάνατο καί τήν κηδεία μου, νά κεράσῃς τούς Πατέρες λουκούμι καί ρακί. Τά ἔχω ἐπάνω στό ράφι τοῦ κελλιοῦ μου.

῾Ο ἀείμνηστος Γέρο Στέφανος, ἦταν μία μεγάλη φυσιογνωμία στήν ἐποχή μας. Γεννήθηκε στόν Πύργο τῆς Ἠλείας τό 1873, καί ὀνομαζόνταν Στάϊκος Σταϊκόπουλος. Στό Μοναστήρι μας ἦλθε τό 1903 καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1935 σέ ἡλικία 62 ἐτῶν. Στό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς μας διαβάζουμε τά ἑξῆς: «῾Η πατριωτική δρᾶσις τοῦ μακαρίου ἦτο ἄφθαστος εἰς ἡρωϊσμόν καί αὐταπάρνησιν. ῾Υπηρέτησε εἰς τό μετόχιόν μας «Παρθενῶν» ἐν Χαλκιδικῆ, ὅπου ἦτο τό κέντρον δράσεως τῶν ἀνταρτικῶν σωμάτων. Τό ῾Ελληνικό κράτος εἰς ἐκτίμησιν τῆς πατριωτικῆς του δράσεως τόν ἐπαρασημοφόρησεν. ῏Ητο μεγαλοπρεπής εἰς τήν παράστασιν μέ ἀρκετήν ἐγκυκλοπαιδικήν μόρφωσιν. Εὐχάριστος καί περιζήτητος εἰς τάς συναναστροφάς, καί πολύτιμος βοηθός εἰς τόν ὑποφαινόμενον. Αἰωνία του ἡ μνήμη. ῾Ο Καθηγούμενος Ἀρχιμανδρίτης Βησσαρίων».

Γιά πολλά χρόνια ἔκαμε ἀντιπρόσωπος στίς Καρυές. ῏Ηταν παροιμιώδες τό σύνθημά του πού εἶχε δώσει στούς Ἀντιπροσώπους τῶν ἄλλων Μονῶν, ὁσάκις ἐπρόκειτο νά συνεδριάσουν στήν Κοινότητα. ῞Οταν ἔβλεπαν τό Γέρο Στέφανο νά χαϊδεύῃ τά γένεια του, κατεβάζοντας τό δεξί του χέρι ἀπό τό πηγούνι πρός τά κάτω, ἤξεραν ὅτι στό πρός συζήτησι θέμα, ἔπρεπε νά εἰποῦν τό ναί. Ἐνῶ, ἄν τόν ἔβλεπαν νά χαϊδεύῃ τήν γενειάδα του ἀπό κάτω πρός τά ἐπάνω, θά ἔπρεπε νά εἰποῦν τό ὄχι. Μιά ἄλλη φορά ἦλθαν στήν Κοινότητα, ὡς ἐπισκέπται καθολικοί ἱερεῖς. Τό πρόγραμμά τους μᾶλλον ἀπέβλεπε γιά κάποιο ἄλλο σκοπό. Νά διδάξουν τήν "ἀλήθεια" στούς ῾Αγιορείτας Πατέρας, καί νά τούς ἐπαναφέρουν στήν ἀληθινή πίστι. Οἱ Ἀντιπρόσωποι τῆς περιόδου ἐκείνης, ἄνθρωποι ἀγράμματοι καί ἁπλοϊκοί, δέν μποροῦσαν ν᾿ ἀπαντήσουν στίς φιλοσοφικές καί σοφιστικές ἐρωτήσεις τῶν σπουδασμένων Παπικῶν, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τήν πίστι τους στό ἐλάχιστο λοξοδρομοῦσαν. Μερικοί θυμήθηκαν τόν Γέρο Στέφανο τόν Γρηγοριάτη, τόν ὁποῖον καί ἐκάλεσαν γιά κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη τῆς Κοινότητος στίς Καρυές. ῞Οταν ἦλθε ὁ Γέρο Στέφανος στήν Κοινότητα, χαιρέτισε φιλοφρόνως τούς ἐπισκέπτας, καί εἶπε στούσ Σερδάρηδες νά τούς κεράσουν. Μετά τό κέρασμα καί τά φιλόφρονα λόγια τῆς ὑποδοχῆς, τούς ἔκαμε μόνο μίαν ἐρώτησι. «Τό φῶς τοῦ Παναγίου Τάφου στά ῾Ιεροσόλυμα ποῖοι τό βγάζουν; Αὐτοί καί χωρίς νά θέλουν νά ἀπαντήσουν, ὡμολόγησαν τήν ἀλήθειαν. Πηγαίνετε τούς λέγει στό καλό καί αὐτό τό θαῦμα ἀρκεῖ γιά νά σᾶς διδάξη ποῦ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καί ἡ σωτηρία.

Σέ ὅλη του τήν ζωή, διέπρεψε ὡς οἰκονόμος στά Μετόχια, ὡς ἐπίτροπος τῆς Μονῆς πολλές φορές καί ὡς ἀντιπρόσωπος, ὅπως εἴπαμε, καί τοῦτο, διότι ἦταν προικισμένος μέ διοικητικά χαρίσματα καί εἶχε φιλάδεφο πνεῦμα.

Μία ἑβδομάδα πρίν πεθάνει, εἶδε τούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς μας, οἱ ὁποῖοι τόν εἰδοποίησαν ὅτι τήν Παρασκευή, στό πρῶτο χειροσήμαντρο τοῦ ῾Εσπερινοῦ, θά ἔλθουν νά τόν πάρουν. Τίς τελευταῖες αὐτές ἡμέρες τόν διακονοῦσε στό γηροκομεῖο, ὁ Μοναχός Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔλεγε τά ἑξῆς:

Τήν πρώτη ἡμέρα τῆς τελευταίας ἑβδομάδος ὁ Γέρο Στέφανος, εἶδε τά πονηρά πνεύματα νά τόν πλησιάζουν καί νά τόν ἀπειλοῦν, ὅπως συνήθως γίνεται στούς ἑτοιμαθανάτους, κατά παραχώρησιν Θεοῦ, καί μοῦ ἔλεγε: «ποῖα εἶναι ἐκεῖνα τά μαυρομούτσουνα πού ἔρχονται συχνά καί μέ ἐνοχλοῦν;

Τήν ἄλλη ἡμέρα ἦλθαν οἱ ῎Αγγελοι νά τόν παρηγορήσουν, ἀλλά ἐκεῖνος, χωρίς νά ἀντιληφθῇ ποῖοι εἶναι μέ ρώτησε: "ποιά εἶναι ἐκεῖνα τά παιδάκια πού λάμπουν καί ἀστράφτουν σάν ἀγγελούδια, πάτερ Σωφρόνιε;».

Τήν τρίτη ἡμέρα εἶδε τήν ῾Αγίαν Παρασκευή, τήν ὁποίαν πολύ εὐλαβεῖτο καί τῆς εἶχε εἰκόνα στό κελλί του.Ἐκείνη τοῦ ἐπεβεβαίωσε, ὅτι θά φύγῃ τήν ἡμέρα πού τοῦ εἶχαν ὁρίσει οἱ ῞Αγιοι Πραστάτες μας.

Τήν τετάρτη ἡμέρα, εἶδε ὅλους τούς Πατέρες τῆς Μονῆς μέσα στό κελλί του καί μέ ἐρώτησε· «ποῖοι εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ ἀσκητάδες;».

Τήν πέμπτη ἡμέρα μοῦ ἀνεκοίνωσε ὅτι πλησιάζῃ τό τέλος του, καί "τήν τάδε ἡμέρα καί ὥρα θά ἀναχωρήσω ἀπό τά ἐπίγεια γιά τά ἐπουράνια". Πράγματι στό πρῶτο τάλαντο, ὅταν εὐθύς ἀμέσως ἄρχιζε νά κτυπᾷ γιά τό ῾Εσπερινό, παρέδωσε εἰρηνικά τήν ψυχήν του στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της. ῏Ηταν ἡ 24 Αὐγούστου 1935. 

Δέν θά ξεχάσω τόν ἀσκητικό καί βιαστή Γέρο Βαρθολομαῖο. Γεννήθηκε στό χωριό Ζευγολατιό Ἀρκαδίας τό 1874, καί στό βάπτισμά του ἔλαβε τό ὄνομα Βασίλειος. Τό 1904 σέ ἡλικία 30 ἐτῶν ἦλθε γιά Μοναχός στήν Μοναστήρι μας. Ἀπό ἐδῶ ἀρχίζει ὁ ἀγῶνας γιά τἠν κάθαρσι τῶν παθῶν, τήν ἄσκησι τῶν ἀρετῶν, τήν νοερά κοινωνία καί ἕνωσι μέ τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς, τόν Ἰησοῦν Χριστό. ῞Οσες καί ὅποιες λέξεις νά μεταχειρισθῶ, δέν θά μπορέσω νά περιγράψω τήν ἀρετή, ἄκρα ταπείνωσι καί ὑπακοή τοῦ ἀειμνήστου αὐτοῦ ἀδελφοῦ μας. ῏Ηταν τό ζῶν παράδειγμα τῆς ὑπακοῆς καί φιλομοναχικῆς πολιτείας. Οὐδέποτε ἀπουσίασε ἀπό τίς Ἀκολουθίες καί Λειτουργίες, στίς ὁποῖες πρῶτος μετέβαινε καί τελευταῖος ἀναχωροῦσε. Γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε στήν τράπεζα. ῏Ηταν ὑποδειγματικός στήν καθαριότητα καί ὁλοπρόθυμος στήν ἐξυπηρέτησι τῶν ἀδελφῶν. ῞Οταν ἤρχοντο λαϊκοί προσκυνητές καί ζητοῦσαν φαγητό, ὁ Γέρο Βαρθολομαῖος τούς ἐφρόντιζε γιά τά ἀπαραίτητα. Δέν τούς περίμενε μέ ἀγωνία, πότε νά φᾶνε γιά νά πάῃ στό κελλί του, ἀλλά καθόταν κοντά τους καί τούς ἐδίδασκε. Τί τούς ἔλεγε; Κρατοῦσε στήν μνήμη του τό Συναξάρι τῶν ῾Αγίων τῆς ἡμέρας, πού εἶχε διαβάσει ὁ διαβαστής στήν πρωϊνή ἀνάγνωσι τοῦ ὄρθρου, καί παρακινοῦσε νά μιμηθοῦν τήν ζωή τῶν ῾Αγίων τῆς 'Εκκλησίας μας.

Κανείς ἀδελφός, ὅσο μπορῶ νά ξέρω, δέν παραπονέθηκε γιά κάποια ἄστοχη ἐνέργεια ἤ παρακοή τοῦ π. Βαρθολομαίου. Ποτέ δέν ἀρνήθηκε τήν βοήθειά του, μέχρι τά βαθειά γεράματά του στόν ὁποιδήποτε ἀδελφό τῆς Μονῆς μας, ἀπό τόν γεροντότερο μέχρι τόν τελευταῖο δόκιμο. ῾Υπηρέτησε γιά πολλά χρόνια στά Μετόχια, ὡς μάγειρος καί παροικονόμος. Στό δωμάτιό του προσευχόταν ἀκαταπαύστως στόν Κύριο γιά ὅλο τόν κόσμο. Πολλές φορές τόν εἴδαμε νά ἔχῃ βουρκωμένα τά μάτια του, ὅταν ἔβγαινε ἀπό τό κελλί του, ἐνῶ τό πρόσωπό του φεγγοβολοῦσε ἀπό τήν δυνατή ἐπίσκεψι τῆς Θείας Χάριτος. Τό σπουδαιότερο ἀπό ὅλα εἶναι, ὅτι δέν κατέκρινε κανέναν, διότι ἀγωνιζόταν νά ἐφαρμόζῃ στήν ζωή του τόν λόγον τοῦ Κυρίου μας· « μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε». Κρατοῦσε τήν παλαιά παράδοσι, κατά τήν ὁποίαν μετά τό ἀπόδειπνο, οἱ Πατέρες, δέν ἔτρωγαν οὔτε ἔπιναν τίποτε. ῞Οταν μία φορά εἶδε ἕνα ἀδελφό, τόν π. Ἐ. νά πίνῃ νερό μετά τό Ἀπόδειπνο, τοῦ συνέστησε νἀ ἀποφεύγῃ αὐτήν τήν συνήθεια, καί ἐάν δέν μπορῆ νά ἐγκρατεύεται, ἄς πίνῃ λίγο νερό, ἀλλά κατόπιν νά λέγῃ τόν 50ον Ψαλμό.

Ἐτελείωσε τήν ζωή του μέ τήν ἀσθένεια τῆς φυματιώσεως, περιφρονημένος ἀπό τούς πολλούς, διότι λίγοι ἀναγνωρίζουν τούς ῾Αγίους τοῦ Θεοῦ. Ἐκοιμήθη τόν ὕπνον τῶν δικαίων στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μας, στίς 19 Ἀπριλίου 1954 σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Αἰωνία του ἡ μνήμη.

Δέν μπορῶ νά μή μνημονεύσω καί τόν Γέρο ῾Υπάτιο, γιά νά γνωρίσουν οἱ μεταγενέστεροι καί αὐτοῦ τήν μεγάλη προσωπικότητα.

Γεννήθηκε στό χωριό Κοσμᾶς τῆς Κυνουρίας τοῦ Νομοῦ Ἀρκαδίας τό 1892. Τό ὄνομά του ἦταν Γεώργιος Ρόρης τοῦ Δημητρίου. Στήν νεανική του ἡλικία ἔφυγε γιά τήν Ἀμερική νά εὕρῃ καλλίτερη ζωή. ῾Ο πόθος του ὅμως γιά μοναχική ἀφιέρωσι τοῦ κατέτρωγε τά στήθη καί τέσσαρες φορές πηγαινοερχόταν Ἀμερική-῾Ελλάδα. Τήν τελευταία φορά ἔμεινε στήν Ἀμερική μόνον 13 ἡμέρες. Ἐκεῖ μέ κάποιο θεῖο του εἶχαν ζαχαροπλαστεῖο, καί ἔβγαζαν ἀρκετά χρήματα. ῞Οταν λοιπόν ἔμαθε ὁ θεῖος του, ὅτι ὁ Γιῶργος, θά φύγῃ καί πάλι γιά τήν ῾Ελλάδα, χωρίς νά ὑπάρχουν ἐλπίδες ὅτι θά ξαναγυρίσῃ, δέν τοῦ ἔδινε χρήματα γιά τό ταξείδι καί συνεχῶς τοῦ προκαλοῦσε ἐμπόδια. ῾Ο Γιώργης ὅμως δέν κάμπτετται εὔκολα, καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἐγκαταλείπει. Πηγαίνει στό λιμάνι καί εὑρίσκει τόν πλοίαρχο ἑνός πλοίου πού ἔφευγε σέ λίγο γιά τήν ῾Ελλάδα. Τότε τά ταξείδια στό ἐξωτερικό ἦταν ἐλεύθερα καί δέν χρειαζόταν διαβατήρια καί ἄλλες διαδικασίες. Παρακαλεῖ τόν πλοίαρχον λοιπόν, νά τόν πάρη μαζί του καί σ᾿ ὅλο τό διάστημα μέχρι τήν ῾Ελλάδα, θά ἐργασθῇ μέσα στό πλοῖο του, ὡς μάγειρος καί ζαχαροπλάστης. ῾Ο πλοίαρχος, ὄχι μόνον μέ ἐνθουσιασμό τόν ἐπῆρε, ἀλλά καί τόν εὐγνωμονοῦσε γιά τά καλά φαγητά καί γλυκά πού παρασκεύαζε γιά τούς ταξειδιῶτες καί τό προσωπικό.

῞Ενα ἀπογευματάκι, κουρασμένος ὁ Γιώργης ἀπό τήν κουζίνα καί τούς καπνούς ὅπου ἐδούλευε μέσα στήν καμπίνα τοῦ πλοίου, βγῆκε γιά λίγο ἔξω νά πάρῃ τόν ἀέρα του. ῾Οπότε στήν πλώρη τοῦ πλοίου βλέπει ἕνα παράξενο φαινόμενο. Δύο κουτσουνούριδες δαίμονες νά παίζουν τραμπάλα καί νά γελοῦν σαρκαστικά. Τά πρόσωπά τους ἦταν κατάμαυρα καί προκαλοῦσαν ἀηδία στόν νεαρό Γιώργιο. Αὐτός ὅταν τούς εἶδε, κατάλαβε ὅτι ἤθελαν νά τοῦ προκαλέσουν τήν περιέργεια καί κάποιο κακό ἴσως νά τοῦ κάνουν. Ἀρχίζει τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, διότι τούς ἤξερε ἀπό στήθους, καί οἱ φαινόμενοι τραμπαλίστες ἔγιναν ἄφαντοι.

῞Οταν ἔφθασε στόν Πειραιᾶ, χωρίς ἀργοπορία, ἔβαλε σέ ἐφαρμογή τό σχέδιό του, νά γίνῃ μοναχός καί μάλιστα ἀσκητής καί ἐρημίτης. Ἐπῆρε λοιπόν στό χέρι δύο καρβέλια ψωμί καί μιά κουβέρτα στήν πλάτη καί ἀνεχώρησε γιά τό βουνό ῾Υμηττός. Εὑρῆκε μιά σπηλιά καί ἐκεῖ ἀναπαύθηκε. ῎Αλλο πρόβλημα δέν εἶχε ἀπό τά ἐπίγεια, παρά τό πῶς θἀ ἐξοικονομῇ τό ψωμί του, γιατί ὁ τόπος ἐκεῖ ἦταν ἄνυδρος καί τελείως βραχώδης. Εἶδε ἀπό μακρυά ἕνα τσοπάνη, πού σέ ἐκεῖνα τά μέρη ἔβοσκε τά γιδοπρόβατά του. Πρόλαβε ἀπό μακρυά καί τοῦ μίλησε ὁ τσοπάνης.

-Τί κάνεις ἐδῶ βρέ καλόπαιδο;

-Τίποτε δέν κάνω.

-Πῶς δέν κάνεις τίποτε ἀφοῦ σέ βλέπω ἐδῶ, φαίνεται γιά κάποιο σκοπό ἦλθες. Μήπως θέλεις νά κλέψῃς καμμιά γίδα ἤ κρύβεσαι νά ἀποφύγῃς τήν ἀστυνομία, γιά κανένα κακό πού ἔκαμες;

-῎Οχι, τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά πού λέγεις. ῏Ηλθα νά γίνω Καλόγερος.

-Μά ἐδῶ δέν ὑπάρχουν Μοναχοί καί Μοναστήρια. Τί θά κάνῃς ἐδῶ μόνος σου;

-Καί ποῦ πρέπει νά πάω γιά νά μονάσω;

-Θά πᾶς στό ῞Αγιο ῎Ορος. Ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλοί Μοναχοί καί Μοναστήρια. Ἐκεῖ νά μείνῃς καί σέ κοινόβιο Μοναστήρι.

-Δέν ξέρω ποῦ εὑρίσκεται καί πῶς θά φθάσω ἐκεῖ;

-Ἐγώ θά σοῦ δείξω καί θά σέ διευκολύνω νά φθάσῃς ἐκεῖ.

Πράγματι ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὁ ἀγαθός Γεώργιος, μέ τά τότε δύσκολα συγκοινωνιακά μέσα, ἔφθασε στό ῞Αγιο ῎Ορος. Στίς Καρυές τόν συνήντησε ὁ Γέρο Στέφανος, ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς μας τότε στήν ῾Ιερά Κοινότητα, καί τόν ἔφερε στό Μοναστήρι.

῏Ηλθε σέ ἡλικία 28 ἐτῶν. Ἀπό τήν ἀρχή διακρίθηκε γιά δύο μεγάλα χαρίσματά του. Μάγειρος καλός καί καλλίφωνος Ψάλτης. Ἐγνώριζε τήν μαγειρική καί τήν Ψαλτική τέχνη ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ἐδῶ τίς τελειοποίησε. Διακρίθηκε καί ὡς ἄριστος καλλιγράφος. Πολλές Ἀκολουθίες τῆς Μονῆς μας μέ τίς ὡραῖες εἰκόνες ἀπό τήν φύσι καί τήν μοναχική παράδοσι, εἶναι δικά του ἔργα, πού κυριολεκτικά ἀπαθανάτισαν τό ὄνομά του στήν μνήμη τῶν Πατέρων καί τήν ἱστορία τῆς Μονῆς μας. Ἐργάσθηκε μέ φιλότιμο σ᾿ ὅλα τά διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἐξελέγη προϊστάμενος καί ὑπηρέτησε ὡς ἐπίτροπος, ἀντιπρόσωπος καί ἐπιστάτης πολλές φορές. ῾Ως πρός τόν χαρακτῆρα του, ἦταν μερικές φορές ἀπότομος, ἀλλά στά πνευματικά του καθήκοντα εὐλαβής καί φιλακόλουθος.

Στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, ἤμουν καί ἐγώ ἄρρωστος στό νοκομεῖο. ῾Ο γιατρός μέ εἶχε βάλει σέ ἄλλο δωμάτιο, νά εἶμαι μόνος μου, διότι μέ ἐνωχλοῦσαν τά βογγητά καί οἱ πόνοι τῶν ἄλλων ἀσθενῶν. Τήν τελευταία του νύκτα ὁ Γέρο ῾Υπάτιος μοῦ λέγε: «῎Ελα νά μείνῃς μαζί μου αὐτό τό βράδυ, πάτερ ῾Ησύχιε». Δέν μοῦ ἐπιτρέπει ὁ γιατρός, λόγῳ τῆς ἀσθενείας μου, Γέρο ῾Υπάτιε.

-῎Ελα καί ἔχω κάτι πολύ σπουδαῖο νά σοῦ πῶ.

Ἐγώ ὅμως δέν ἐπῆγα καί ἔτσι ποτέ δέν ἔμαθα τί ἤθελε νά μοῦ ἀποκαλύψη ὁ εὐλογημένος αὐτός ἀδελφός. Τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωῒ, εἶχε παραδώσει τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Κυρίου. Αἰωνία του ἡ μνήμη. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Τελειώθηκε ἐν Κυρίῳ στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς μας στίς 5 Φεβρουαρίου 1965 σέ ἡλικλία 73 ἐτῶν.

῾Ο Γέρο ῾Υπάτιος μέ τίς θερμές πρός Κύριον προσευχές του, καί τίς ἑκάστοτε ἐπισκέψεις του στό οἰκογενειακό σπίτι, ἐνέπνευσε καί ἐχειραγώγησε πνευματικά τόν ἀνεψιό του, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε τόν δρόμο τοῦ θείου του, γενόμενος Μοναχός στήν τότε ἀνδρική Μονή ῾Ελώνης Κυνουρίας, πλησίον τῆς πατρίδος του. ῾Ο Μοναχός Σεραφείμ εἰσῆλθε στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, φθάνοντας καί στό ὕψιστο βαθμό τῆς 'Αρχιερωσύνης. Εἶναι ὁ νῦν Μητροπολίτης Καρυστίας καί Σκύρου, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε περίπου 15 χρόνια ὡς ἱεροκῆρυξ στήν Τρίπολι Ἀρκαδίας, καί τό 1967 ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος γιά τήν ἀνωτέρω Μητρόπολι.

Τό 1986, ἀξιώθηκε ὁ ἀνωτέρω Μητροπολίτης νά ἐπισκεφθῇ γιά πρώτη φορά τήν ῾Ιερά Μονή μας, γιά νά γνωρίσῃ τόν τόπον, τούς Πατέρες, τό κελλί  καί τόν τάφο, ὅπου ἔζησε, ἠσκήθη καί εἰρηνικά ἀνεπαύθη ὁ μακαριστός θεῖος του. Καθώς μᾶς εἶπε στήν ἐκκλησία, μετά τήν ὑποδοχή πού τοῦ ἐκάναμε, ἦλθε γιά νά ἐκπληρώσῃ ἕνα μεγάλο χρέος εὐγνωμοσύνης πρός τό θεῖο του, ὁ ὁποῖος τόν ἐγαλούχησε στήν εὐσέβεια καί τήν πίστι ἀπό τά ἑπτά του χρόνια. Σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία εἶχε τήν πρώτη γνωριμία μέ Μοναχό, τήν πρώτη ἐμπειρία μέ ἀγιορείτικο ἦθος ὁ ἀνεψιός του Μητροπολίτης Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος καί μέ συγκίνησι τοῦ διάβασε Τρισάγιο στόν τάφο του καί μέ πολύ ἐνδιαφέρον ἄκουσε διηγήσεις ἀπό τούς γέροντες πατέρες γιά τόν ἀείμηνστο θεῖο του.

  ῎Αλλος ἀγωνιστής Μοναχός πού ἀξιώθηκε ὁσιακοῦ τέλους, ἦταν ὁ Γέρο Λάζαρος. Γεννήθηκε στό Ραυτόπουλο τῆς Εὐρυτανίας τό 1859, καί τό 1882 ἦλθε στό Μοναστήρι μας. Πρό τῆς κοιμήσεώς του πού συνέβη στίς 31 Δεκεμβρίου 1942, λίγες ὧρες πρίν ἀνατείλει τό νέο ἔτος 1943, εἶπε στό γηροκόμο του: «ἀπόψε θά φύγω καί θά ἔχω γλέντια». Πράγματι στό «Κύριε ἐκέκραξα» τῆς ἀγρυπνίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή. Δέν ἐπεβάρυνε κανέναν. Δέν ἐλύπησε κανέναν. ῎Εζησε μέ πολλήν ἁπλότητα καί φόβο Θεοῦ σ᾿ ὅλη του τήν ζωή. Αἰωνία του ἡ μνήμη.

Θά ἦταν παράλειψι νά μή σᾶς εἴπω καί γιά τόν μακαριστό παπᾶ Δημήτρη, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε καί ὡς ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μόνο γιά ἕνα χρόνο. Γεννήθηκε στό χωριό Παραλογκούς τῆς Γορτυνίας τό 1881. Τό 1903 ἦλθε ἀπό τήν Ἀμερική, ὅπου εἶχε μεταβεῖ γιά ἀνεύρεσι καλλιτέρας τύχης, στό ῞Αγιο ῎Ορος. Κοινοβίασε στήν Μονή μας. Μαζί του ἔφερε καί ὅλες τίς οἰκονομίες του πού εἶχε συγκεντρώσει καί τίς κατέθεσε στό ταμεῖο τῆς Μονῆς. Διακρινόταν διά τήν ἀσκητικότητά του καί προπαντός γιά τίς συχνές ἀγρυπνίες του. Σχεδόν κάθε ἡμέρα λειτουργοῦσε, ἀλλά καί τούς ἄλλους ῾Ιερεῖς ἐξυπηρετοῦσε, ἐάν αὐτοί ἐξ αἰτίας κάποιας δυσκολίας τους, δέν μποροῦσαν νά τελέσουν τά ἐφημεριακά τους καθήκοντα.

῞Οσον ἀφορᾶ τά διακονήματα γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ὡς βηματάρης. Ἀλησμόνητη θά μοῦ μείνῃ ἡ προθυμία του νά μεταλαμβάνῃ τούς ἀσθενεῖς ἤ γέροντες Πατέρες τῆς Μονῆς, πού εὑρίσκοντο κατάκλιτοι στά δωμάτιά τους ἤ στό γηροκομεῖο. Ἀπό τήν

ὑπερκόπωσι, ἔπαθε ὀγκώδη κήλη, ἡ  ὁποία θά  ἐζύγιζε τέσσαρα κιλά. Ποτέ δέν δέχτηκε νά βγῇ ἔξω γιά νά χειρουργηθῇ. Θεωροῦσε τήν ἀσθένειά του θεία ἐπίσκεψι καί τήν ὑπέμεινε ἀγογγύστως. Μάλιστα ἐπειδή δυσκολευόταν νά περπατήσῃ, τήν εἶχε κρεμάσει μέ ἕνα ζωνάρι ἀπό τήν μέση του. Μέσα σ᾿ αὐτό τό ἑκούσιο μαρτύριο τελειώθηκε, ἀφοῦ προηγουμένως προεγνώρισε τόν θάνατόν του, πού συνέβη τό 1952. Στίς τελευταῖες στιγμές του ἔβλεπε σέ ὀπτασία τήν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπό Ἀγγέλους-ἱερεῖς καί μαζί τους ἔψαλλε. ῞Οταν ἔφθασε ἡ Λειτουργία στό «Πρόσχωμεν, τά ῞Αγια τοῖς ῾Αγίοις», παρέδωσε τήν ψυχή του στούς Ἀγγέλους πού δοξολογικά καί λειτουργικά τήν συνώδευσαν μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ. Νἄχουμε ὅλοι μας τήν εὐχή του.

῞Ενας ἄλλος μακαρίτης ἀδελφός μας, ἦταν ὁ Γέρο Γεδεών. ῏Ηλθε στό Μοναστήρι σέ ἡλικία 60 ἐτῶν, τρεῖς μῆνες πρίν ἀπό μένα. ῏Ηλθε μέ τήν καρδιά συντετριμμένη γιά νά ἐξιλεώσῃ τόν Κύριο γιά τίς ἁμαρτίες του, καί μέ τόν ἀσυγκράτητο πόθο νά ἐργασθῆ, ὅσα χρόνια τοῦ ἀπέμειναν ἀκόμη. ῾Υπηρέτησε ἐπί 20 χρόνια ὡς κοναξῆς τοῦ ἀντιπροσωπείου μας στίς Καρυές. Κατόπιν ἦλθε στήν Μονή καί ἦταν ὁ πορτάρης της. ῏Ηταν φιλακόλουθος μέχρι τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Στίς ἀγρυπνίες καί ἀκολουθίες οὐδέποτε ἄφηνε τήν εὐχή μέ τό κομποσχοίνι. Στό νοσοκομεῖο ὅπου νοσηλεύθηκε λίγα χρόνια, ἐπειδή ἦταν καί τυφλός, οὐδέποτε ἔκλεινε τό στόμα μέ τό ὁποῖον ἔλεγε τήν εὐχή. Τελειώθηκε μέ ὁσιακό τέλος τό 1954 σέ ἡλικία 90 ἐτῶν. ῾Ο Γέρο Γεδεών εἶναι ἀπό ἐκείνους τούς Μοναχούς πού κλήθηκε τήν 11η ὥρα καί ἔλαβε τόν ἴδιο μισθό μέ τούς ἐργασθέντας ἀπό τήν πρώτη ὥρα. Αἰωνία ἡ μνήμη του.

῞Οταν ἐργαζόμουν στούς κήπους τῆς Μονῆς, εἶχα ὡς βοηθόν μου ἕνα νεώτερο ἀδελφό, τόν μοναχό Παῦλο. Θ᾿ ἀναφέρω ἕνα περιστατικό πού ἔχει σχέσι μέ αὐτόν τόν ἀδελφό, γιά νά φανῇ πόση σημασία ἔχει στήν ζωή μας ἡ ἑνότης μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Κοινωνία μαζί του.

Τήν κάθε καλοκαιρινή περίοδο, διανυκτερεύαμε στό σπίτι τοῦ κήπου. Μιά Κυριακή πρωῒ, ἐκάλεσα τόν ἀδελφό Παῦλο νά μεταβοῦμε στήν Μονή γιά τήν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς, ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. ῎Εμεινε ἀλειτούργητος. Τήν δεύτερη Κυριακή πάλι τόν ἐκάλεσα. Ἀρνήθηκε. Τό ἴδιο ἔκανε καί τίς ἄλλες Κυριακές. Μιά νύκτα ἄκουσε ὁ μοναχός Παῦλος φωνές πάνω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μας  τοῦ κήπου. ῎Ελεγαν:

-Παῦλο, Παῦλοοο, ποιός εἶναι ὁ Παῦλος;

-Ἐγώ εἶμαι ἀπαντοῦσε ὁ Παῦλος.

-῎Α ἐδῶ εἶσαι; Δικός μας εἶσαι καί σύ. Δικός μας εἶσαι.

Τό ἀποτέλεσμα εἶναι αὐτονόητον. ῎Εγινε ὁ ἀδελφός ζηλωτής. Χωρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τελειώθηκε χωρίς ὑπακοή στήν ῾Αγία ῎Αννα. ῾Ο Θεός νά τόν συγχωρέσῃ.

-Τί θυμᾶσαι γιά τόν Γέρο Αὐξέντιο, πάτερ ῾Ησύχιε;

῾Ο Γέρο Αὐξέντιος γεννήθηκε στήν Μάνδρα Ἀττικῆς Ἐλευσῖνος τό 1892. ῏Ηταν ἅγιος ἐκ γενετῆς. Κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν τόν ἔφθασε στήν ἀρετή. Τό καλοκαίρι δούλευε ξυπόλυτος γιά νά μή φθείρῃ τά παπούτσια του πού τοῦ εἶχε δώσει ἡ Μονή.  Γι᾿ αὐτό σ' ὁλόκληρη τήν ζωή του, μόνο τρία ζεύγη παπούτσια ἐχάλασε. Συνεχῶς τά ἐμπάλωνε, τά ἐπιδιώρθωνε μέχρις ὅτου αὐτά διαλύθηκαν τελείως. Τά ράσα πού φοροῦσε, δέν ἦταν ράσα, ἀλλά μπαλωμένα κουρέλια, τά ὁποῖα οὔτε ὡς σκιάχτρα γιά τά πουλιά δέν ἔκαναν. Κάποτε, ὁ Γέρο-Ἀνδρέας, θέλοντας ἀπό συμπάθεια νά τοῦ πετάξη τά κουρέλια αὐτά, τί νά κάνῃ; Ἐπῆρε τό βρεγμένο παντελόνι του πού εἶχε κρεμάσει ὁ Αὐξέντιος ἔξω ἀπό τό  κελλί του καί στήν θέσι του ἔβαλε ἕνα ἄλλο δικό του καινούργιο. Σκέφθηκε ὅτι ἦταν ἀδύνατον νά τό ἀντιληφθῇ, ἐφ' ὅσον ἦταν γιά πολλά χρόνια τελείως τυφλός. ῾Ο Γέρο Αὐξέντιος μέ τήν ἀφή, κατάλαβε τό τέχνασμα, καί δέν πείραξε καθόλου τό καινούργιο παντελόνι. Στάθηκε κρεμασμένο στήν θέσι του ἕξι ἡμέρες. Δέν εἶπε ἐν τῷ μεταξύ τίποτε σέ κανέναν, οὔτε ὁ ἕνας Μοναχός οὔτε ὁ ἄλλος. Κατόπιν ὁ Γέρο Ἀνδρέας, βλέποντας ὅτι ἀπέτυχε τό τέχνασμά του, ἔκανε τήν πρέπουσα ἀλλαγή. ῎Ετσι ἐπῆρε τὀ δικό του κουρελιασμένο παντελόνι ὁ Γέρο Αὐξέντιος καί συνέχισε ἀθόρυβα καί σιωπηλά τήν ἀσκητική του ζωή μέσα στό κοινόβιο.

Μιά ἄλλη φορά, τήν ὥρα πού πήγαινε στήν Ἐκκλησία, ἔπεσε κάτω στά σκαλιά. Τά αἵματα ἔτρεχαν ἀπό τά μοῦτρα του. Οἱ Πατέρες ἐπῆγαν νά τόν βοηθήσουν, καί ἐκεῖνος δέν ἐστάματησε νά λέγῃ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». Οὔτε ἕνα ὤχ!.. δέν ἠκούσθη ἀπό τό στόμα του. Γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ὡς μάγειρος στά μετόχια τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ τότε ἐπιτρεπόταν ἡ κατάλυσις κρέατος, ἐκεῖνος ὅμως οὐδέποτε τό γεύθηκε, οὔτε καί τό ζωμό του. Παρ᾿ ὅλα αὐτά μαγείρευε ἄριστα, χωρίς νά δοκιμάζῃ τά καταλύσιμα αὐτά φαγητά.

῞Οταν ἦταν νέος Μοναχός, ἔμαθε ὅτι τήν ἐπαύριον θά ἔλθη νά τόν ἐπισκεφθῇ ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του. Ἐκεῖνος ἀπό τό πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας εἶχε πάρει τά βουνά, γιά νά κρατήσῃ τήν ἀρετή τῆς ξενητείας, καί νά διαφυλάξη στήν καρδιά του ἀμείωτο τόν πόθο τοῦ Θεοῦ καί τό ἄμισον μῖσος πρός τούς χοϊκούς συγγενεῖς.

Δέν εἶμαι ἄξιος ἐγώ νά μνημονεύω τόν Γέρο Αὐξέντιο. Βλάκας ἔζησα καί βλάκας θά πεθάνω, γιατί δέν ἄγωνίσθηκα σέ κάτι πού ἔκανε αὐτός. Πολλοί Πατέρες ἀγωνίσθηκαν, ἀλλά κανείς δέν κράτησε στό ἔπακρο τό τρίπτυχον τῶν ἑξῆς ἀρετῶν τοῦ Γέρο Αὐξεντίου: Ἐργατικότης, σιωπή, εὐχή.

Κατά τόν Αον Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί ἐπήγαμε αἰχμάλωτοι στήν Ρωσία, ἀλλά σέ διαφορετικό λόχο. Αὐτός πρῶτα ἐμόνασε σέ ἕνα Μοναστήρι τῆς πατρίδος του, καί μετά ἦλθε ἐδῶ ὡς ρασοφόρος Μοναχός.

῞Ολους μᾶς ἐδίδασκε πρῶτα μέ τό παράδειγμά του, καί ἐλάχιστες φορές μέ τό στόμα λέγοντας ρητά ἀπό τήν Φιλοκαλία, τήν ὁποίαν εἶχε διαβάσει ὁλοκληρη 10 φορές. Τελειώθηκε μέ ἅγιο τέλος στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, τήν ὥρα πού οἱ Πατέρες ἔψαλλαν στήν Ἐκκλησία τό «Φῶς ῾Ιλαρόν...» στήν ἀγρυπνία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. ῏Ηταν ἡλικίας 89 ἐτῶν. Μαζί του εὑρίσκοντο δύο νέοι ἀδελφοί τῆς Μονῆς. ῾Ο ἕνας ἀξιώθηκε καί εἶδε νά βγαίνῃ ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα σάν μία μικρή νύμφη καί νά περνάῃ τό νταβάνι πρός τούς Οὐρανούς. Σέ δέκα ἡμέρες τόν εἶδε πάλι ὁ ἴδιος ἀδελφός στόν ὕπνο του καί τόν ἐρώτησε. «Πάτερ Αὐξέντιε, πῶς περάσατε τά τελώνια;». Δέν εἶχα κανένα πρόβλημα, πάτερ. Μόνο ἕνα μικρό δαιμόνιο τῆς πορνείας τόλμησε νά πλησιάσῃ στά πόδια μου, ἀλλά ὅταν τό κοίταξα ἐξαφανίσθηκε». Εἴθε μέ τίς εὐχές του νά εὕρωμε καί ἐμεῖς λίγες σταγόνες τοῦ Θείου ἐλέους καί ἀξιωθοῦμε τῆς Οὐρανίου βασιλείας.

-Ἐπειδ Γρο ῾Ησχιε, εσθε παλαιτερος Μοναχς στν Μον μας, χετε κοσει στορες γι λλους παλαιοτρους Πατρες;

Ναί. Μοῦ εἶχαν διηγηθεῖ οἱ γεροντότεροι Πατέρες, ὅταν ἤμουν νέος Καλόγερος, γιά τόν ῾Ιερομόναχο Γρηγόριο. Αὐτός γεννήθηκε στίς Κολλῖνες Λακωνίας τό 1841, καί ἦλθε στό Μοναστήρι μας τό 1864. ῏Ηταν ἕνας ἀπό τούς ἀσκητικώτερους ἀδελφούς τῆς Μονῆς καί τό ζωντανό παράδειγμα τῆς ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἀκτήμων Μοναχός, τό στήριγμα τῶν ἀδυνάτων ἀδελφῶν στά πνευματικά τους προβλήματα, ὁ σεβαστότερος ὅλων τῶν ἱερομονάχων, ἀκόμη καί τῶν ῾Ηγουμένων. Παρ᾿ ὅτι εἶχε ὀγκώδη κήλη, ἡ ὁποία τόν ἀνάγκαζε νά μένῃ νηστικός γιά μιά δύο ἡμέρες, οὐδέποτε ἔπαυσε γιά μιά δεκαετία. νά εἶναι ὁ μοναδικός ἐφημέριος τῆς Μονῆς. Σ' αὐτόν ἀνέθεταν καθήκοντα ἀναπληρωτοῦ οἱ ἡγούμενοι π. Συμεών καί π. Ἰάκωβος, ὁσάκις ἀπουσίαζαν ἀπό τήν Μονή. Ἀπεβίωσε στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς τό 1927 μέσα σέ πνευματική γαλήνη.

Μοῦ διηγήθηκαν ἀκόμη οἱ παλαιοί Πατέρες καί γιά τόν μοναχό ῾Ησαῒα. Αὐτός γεννήθηκε στή Πάτρα τό 1850, καί ἦλθε στήν Μονή τό 1880. ῏Ηταν Μοναχός μέ γενναῖο ἀγωνιστικό φρόνημα πού θύμιζε Πατέρες τοῦ Λαυσαϊκοῦ. Τό σπουδαιότερο ἀγώνισμά του, πού εἶχε βάλει στόν ἑαυτόν του μέχρι τά βαθειά του γεράματα, ἦταν ὅτι δέν ἐξάπλωνε ποτέ στό κρεβάτι. Καθόταν τίς νύκτες σέ ἕνα σκαμνί καί προσευχόταν συνεχῶς. ῎Αν ἤθελε λίγο νά κοιμηθῇ, ἀκουμποῦσε τό κεφάλι του ἐπάνω σ' ἕνα τραπεζάκι πού εἶχε βάλει μπροστά του. Ἀπέφευγε τελείως τήν κατάκρισι. ῞Οταν ὅλοι οἱ Πατέρες εἰργάζοντο σέ κοινές ἐργασίες τῆς Μονῆς, ὅπως π.χ. στό μάζεμα τῶν ἐλιῶν, ὁ π. ῾Ησαῒας ἐργαζόταν παράμερα γιά νά μήν ἀκούῃ τούς ἄλλους καί νά μή παρεκτρέπεται πρός τήν κατάκρισι.

Προαισθάνθηκε τον θάνατόν του πρίν 24 ὧρες, καί ἐκάλεσε ὅλους τούς Πατέρες γιά νά συγχωρηθοῦν. Ἀπῆλθε πρός τά οὐράνια σκηνώματα μέ χαρά καί ἀγαλλίασι τό 1920, σέ ἡλικία 70 ἐτῶν. Εἴθε μέ τίς προσευχές του καί ἐμεῖς νά μιηθοῦμε κάτι ἀπό τήν ἀσκητική του διαγωγή. Ἀμήν.

Μοῦ διηγήθηκαν ἀκόμη οἱ παλαιοί Πατέρες, καί γιά δύο θαύματα τοῦ Προστάτου μας ῾Αγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ.

Τό πρῶτο ἔχει ὡς ἑξῆς: Κατά τό 1916, λόγῳ τοῦ πολέμου, ἐμαστίζετο ὁ κόσμος ἀπό τήν πεῖνα καί τήν φτώχεια. Τότε στό Μοναστήρι μας, ὑπῆρχε ἄλεσμα μόνο γιά μία παρασκευή ψωμιῶν. Γι᾿ αὐτό καί οἱ μοναχοί π. Χρύσανθος καί π. Μιχαήλ, κατέβηκαν στήν ἀποθήκη νά κοσκινίσουν τό τελευταῖο σιτάρι, νά τό ἀλέσουν καί νά ζυμώσουν τό τελευταῖο ψωμί. Ἐνῶ συζητοῦσαν μεταξύ τους γιά τήν δυστυχία πού γρήγορα θά τούς ταλαιπωροῦσε, παρουσιάσθηκε ξαφνικά μπροστά τους ἕνας ἀσπρογένης παπποῦς. Τούς εἶπε:

-Εὐλογεῖτε Πατέρες, τί κάνετε;

-῾Ο Κύριος, Πάτερ, καλῶς ὡρίσατε. Ἀπό ποῦ μᾶς ἔρχεσθε;

-Ἐγώ προέρχομαι ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας.

-῎Α, ἀπ᾿ ἐκεῖ κατάγεται καί ὁ Παπποῦς μας, ὁ ῞Αγιος Νικόλαος προστάτης τῆς Μονῆς μας.

-Πῶς τά περνᾶτε ἐδῶ; ῎Εχετε σιτάρι νά ζήσετε καί αὐτή τήν χρονιά;

-Αὐτό πού βλέπεις, Πάτερ, εἶναι τό τελευταῖο. Μετά μόνο ὁ Θεός καί ὁ ῞Αγιος Νικόλαος γνωρίζουν τί θα κάνουμε.

῾Ο ῞Αγιος Νικόλαος ἐπῆρε λίγο σιτάρι στά χέρια του, τό εὐλόγησε καί χωρίς νά τούς εἰπῇ τίποτε, ἐξαφανίσθηκε. ῎Εκτοτε οἱ Πατέρες, παρά τίς δύσκολες συνθῆκες σέ παγκόσμια κλίμακα, δέν ἐπείνασαν, διότι ἐφρόντιζε γι᾿ αὐτούς ὁ ῞Αγιος Νικόλαος.

Τό δεύτερο θαῦμα πού ἔγινε τό 1911, σχετίζεται μέ τήν πανήγυρι τοῦ ῾Αγίου Νικολάου. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, λόγῳ φουσκοθαλασσιᾶς, δέν πλησίασε κανένα ψαροκάϊκο γιά νά ἀγοράσουν ψάρια οἱ Πατέρες. Τότε εἴχαμε στήν Μονή ὡς παραμάγειρα τό Δόκιμο Μοναχό Γεώργιο, τόν μετέπειτα ξακουστόν γιά τήν ἀσκητικότητά του Χατζη-Γιώργη. Αὐτός μέ τήν παρρησία πρός τόν Θεό καί τήν ἁγιότητα πού διέθετε ἀπό τά μικρά του χρόνια, προσευχήθηκε καί ἡ λύπη τῶν πατέρων μεταβλήθηκε σέ χαρά καί ἀγαλλίασι. Τήν νύκτα τῆς ἐν λόγῳ Πανηγύρεως, ἔβαλαν οἱ μάγειροι νά μαγειρεύσουν φασόλια. Τό πρωῒ ὅμως κάποιος ἀδελφός πού κατέβηκε στήν παραλία, εἶδε παραδόξως πολλά καί μεγάλα ψάρια, βγαλμένα στήν ξηρά. Τί εἶχε συμβεῖ; Μέ τήν προσευχή τοῦ Δοκίμου Γεωργίου, ἡ θάλασσα φουρτούνιασε ἀκόμη περισσότερο καί ἔβγαλε στήν ξηρά τά ψάρια. Ἐπῆγαν οἱ Πατέρες, τά ἐπῆραν καί ἔγινε ἡ πανηγυρική τράπεζα μέ τό συνηθισμένο ἐπίσημο φαγητό.

-῾Ετοιμζεσθε τρα περισστερο γι τν λλη ζω, πτερ ῾Ησχιε;

Προσπαθοῦμε τώρα στά τελευταῖα, ὅσο μποροῦμε, ἀλλά ὁ νοῦς μου τρέχει πότε ἀπό ἐδῶ καί πότε ἀπ᾿ ἐκεῖ. Τώρα μοῦ ἦλθε καί νέο τηλεγράφημα: ῞Ενας πόνος μέ ἄρχισε στά πόδια, σάν νά μέ σουβλίζουν μέ τρυπάνι. Τέτοιο πόνο πρώτη φορά τόν αἰσθάνομαι στήν ζωή μου. Εἶναι κι αὐτό σημάδι ὅτι ὁ καιρός πλησιάζει γιά τήν ἀναχώρησι. Μοῦ εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι οἱ πειρασμοί ἔρχονται στό μελλοθάντο, τρεῖς μέρες ἐνωρίτερα γιά νά τόν πειράξουν.

ς θ σωθομε μες ο γδοτες Μοναχο, πτερ ῾Ησχιε;

Ἐσεῖς δέν δικαιολογεῖσθε νά μή σωθῆτε. ῎Εχετε στά χέρια σας τά ἅγια βιβλία. Σ᾿ αὐτά θά βρῆτε τούς τρόπους γιά νά ἀποκτήσετε τίς ἀρετές· τήν νηστεία, τήν σιωπή, τήν ταπείνωσι καί ἄλλες.

-Γιατ χρειζεται νηστεία στν ζω μας, πτερ ῾Ησχιε;

῾Η νηστεία χρειάζεται μόνο γιά τήν ἐκκοπή τῶν παθῶν. ῎Αλλο σκοπό δέν ἔχει. ῞Οταν γίνουμε ἀληθινά παιδιά τοῦ Θεοῦ, χωρίς πάθη καί ἁμαρτίες, ἡ νηστεία δέν μᾶς βλάπτει βέβαια, ἀλλά οὔτε καί μᾶς ὠφελεῖ. ῞Οπως καί οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου μας, δέν ἐχρειάζοντο νά νηστεύουν διότι ἦσαν μέ τόν Νυμφίο Διδάσκαλο Χριστό. ῾Ο νέος μοναχός πρέπει νά νηστεύῃ γιά νά καταπολεμήσῃ τά πάθη, ἀλλά καί ὁ γέροντας στήν ἡλικία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐστηρή νηστεία.

ς θ ποκτσουμε τν μνμη το θαντου, πτερ ῾Ησχιε;

Αὐτό εἶναι τό κυριώτερο. Ἀλλά ἡ καλοπέρασι καί ἡ καλοφαγία εἶναι, οἱ πιό μεγάλοι ἐχθροί της. ῾Η μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς χαρίζει σταδιακά ταπείνωσι, φόβο Θεοῦ καί εἰρηνική προσευχή. Οἱ Πατέρες μᾶς λέγουν νά βυθίζουμε τήν σκέψι μας στήν ὥρα τοῦ θανάτου μας, στήν ὥρα τῆς μελλούσης κρίσεως, καί στήν ἀπάντησι πού θά δώσῃ ὁ Δικαιοκρίτης Θεός γιά τό προορισμό τῆς ψυχῆς μας. ῞Ολες αὐτές οἱ σκέψεις μᾶς προκαλοῦν συντριβή καί τά μάτια μας βουρκώνουν. Στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας θά φυτρώσῃ ἡ ἐλπίδα ὅτι μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Καθημερινά ὅμως νά προσπαθοῦμε νά ἔχουμε τό πένθος, διότι μέ αὐτό ἔρχεται ἡ ἐσωτερική ταπείνωσι καί ἁγία ἁπλότης.

ποι ργα θ σωθ Μοναχς, πτερ ῾Ησχιε;

Δέν σώζεται μέ τά ἔργα του, ἀλλά μέ τήν βαθειά ταπείνωσι. ῞Ομως γιά τόν Μοναχό, ὅλα χρειάζεται νά τά κάνῃ. Οἱ μετάνοιες, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχές, ἡ ὑπακοή, ἡ ὑπομονή. Ἐμεῖς εὔκολα ἀγριεύουμε, ὅταν κάποιος μᾶς ἐλέγξῃ ἤ μᾶς προσβάλῃ. Αὐτό δείχνει ὅτι δέν ἔχουμε ἀκόμη προοδεύσει στήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως. ῾Ο ταπεινός εἶναι σάν τό γαϊδούρι. Τό κτυπᾶς καί δέν σοῦ μιλάει. Τό ὑβρίζεις καί δέν σοῦ ἀπαντᾶ. Τό μεταφέρεις ὅπου θέλεις καί δέν ἀντιδρᾶ, ἔστω κι ἄν εἶναι βαρυφορτωμένο. ῎Αμποτε λοιπόν κι ἐμεῖς νά μιμηθοῦμε τίς ἐνστικτώδεις ἀρετές τῶν ζώων καί γρήγορα θά φθάσουμε στήν ἀπάθεια.

-Γνωρζεις λλους Πατρες εσεβες λαϊκος π τ Αγιον Ορος, ο ποοι εχαν νρετο βο;

Ναί, γνωρίζω ἀρκετά γιά τό γέρο Βησσαρίωνα τόν Διονυσιάτη, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε γιά πολλά χρόνια στά Μετόχια  τῆς Μονῆς του. Δύο ἡμέρες πρίν φύγει ἀπό τά ἐγκόσμια, παρουσιάστηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος, Προστάτης τῆς Μονῆς του, ἐκεῖ στό Μετόχι τῆς Χαλκιδικῆς πού ἐδούλευε καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε στό Μοναστήρι, θά ἔλθω σέ δύο ἡμέρες νά σέ πάρω». Πράγματι, ἐπέστρεψε στήν Μονή του. Οἱ Πατέρες καί ὁ ῾Ηγούμενος τόν ἐρώτησαν περίεργα γιατί ἐπέστρεψε. Ἐκεῖνος τούς ἔλεγε μέ χαρά τό γεγονός τῆς ἐλεύσεως καί εἰδοποιήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅτι μεθαύριο θά ἀναχωρήσῃ ἀπό τά ἐπίγεια γιά τά ἐπουράνια, ὅπως καί ἔγινε. Αἰωνία του ἡ μνήμη.

Εἴχαμε καί ἐμεῖς στό Μοναστήρι μας, ἕνα ἐργάτη, τόν Διογένη. Καταγόταν ἀπό τήν Μυτιλήνη. Πρό τοῦ θανάτου του ἦλθαν τά πονηρά πνεύματα μέ τήν μορφή γουρουνιῶν. Τόν τραβοῦσαν, ἐγρύλλιζαν, θορυβοῦσαν. ῎Αλλοτε ἔπαιρναν διαφορετικές μορφές. Μιά φορά παρουσιάστηκαν δύο μαῦροι μέ κέρατα, κοντοῦ ἀναστήματος, οἱ ὁποῖοι τόν ἐκύτταζαν. Τότε ἦλθε ἕνας πελώριος δαίμονας ἀναστήματος μέχρι τριῶν μέτρων καί εἶπε στούς ἄλλους τούς μικρούς:

-Πᾶρτε τον αὐτόν, δέν ἔχει ζωή. Τί τόν περιμένετε; Τοῦ ἀπήντησαν οἱ ἄλλοι δαίμονες:

-Δέν εἶναι ἐντάξει στά χαρτιά μας. Δέν εἶναι δικός μας, δέν μποροῦμε νά τόν πάρουμε. --Τί εἶναι αὐτά πού λέτε; Τόσο καιρό τί κάνετε, γιατί δέν τόν ἑτοιμάσατε; (δηλαδή νά τόν ρίξουν σέ καμμιά ἁμαρτία).

Τότε οἱ μικροί δαίμονες, ἐδικαιολογοῦντο. ῾Ο ἀρχηγός τους θυμωμένος τούς ἄρχισε στά χαστούκια καί τούς ἐξαφάνισε. Μετά κάθισε ὁ ἴδιος ἀπέναντι ἀπό τόν ἀσθενῆ ἐπί μισή ὥρα, χωρίς νά λέγῃ ἤ νά κάνῃ κάτι. Τότε σέ δέκα λεπτά ἦλθαν συνοδεῖες ἀπό διάκους καί ἱερεῖς λαμπροφορεμένοι, οἱ ὁποῖοι ἔμπαιναν στό κελλί τοῦ Διογένους. Περνοῦσαν ἀπό δίπλα του. Τόν χάϊδευαν στήν πλάτη καί τοῦ ἔλεγαν· «δικός μας εἶσαι, δικός μας. Κάνε ὑπομονή καί θά ἔλθουμε σέ τρεῖς ἡμέρες νά σέ πάρουμε. Καί πράγματι σέ τρεῖς ἡμέρες ἔφυγε. ῏Ηταν ἅγιος ἄνθρωπος ὁ Διογένης. Πρίν πεθάνει ἀξιώθηκε καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Καί τώρα τελευταῖα, ἄκουσα γιά ἕνα ἐργάτη, πού ἐργάσθηκε σέ πολλές Μονές τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στόν ἀρσανᾶ τῆς Μονῆς Ξηροποτάμου. Ζοῦσε μόνος του καί τόν βρῆκαν πεθαμένο, μετά ἀπό 40 ἡμέρες. Τό θαυμαστό εἶναι, ὅτι ὄχι μόνο δέν ἀποσυντέθηκε τό σῶμα του, ἀλλά καί εὐωδίαζε σάν λείψανο ἁγίου. Δέν θυμᾶμαι ποιό ἦταν τό ὄνομά του. Τό παρόν γεγονός συνέβη τό 1981. Τό γνωρίζουν καί οἱ νεώτεροι πατέρες.

Θυμσαι, πτερ ῾Ησχιε, περιπτσεις παιδαγωγικς τιμωρας το Θεο πρς σς πρς λλους Μοναχος;

Μέ τήν ἐρώτησι αὐτή, πάτερ, μοῦ φέρνεις στήν μνήμη μου τό ἑξῆς γεγονός, πού συνέβη, ὅταν ἤμουν κηπουρός ἐδῶ εἰς τἠν Μονή μας.

Κάποτε ἦλθε ἕνας ἀσκητής ἀπό τά Καρούλια, καί μοῦ ἐζήτησε φασολάκια φρέσκα. Ἐκείνη τήν περίοδο εἶχαν ὡριμάσει αὐτά καί τοῦ εἶπα· «πήγαινε στό τάδε πεζούλι νά κόψῃς». Ἐκεῖνος ἐπῆγε σέ ἄλλο πεζούλι καί ἔκοψε ἄλλα φασολάκια πού δέν εἶχαν ὡριμάσει ἀκόμη. ῞Οταν μοῦ τό εἶπε, ὄχι ἁπλῶς λυπήθηκα, ἀλλά ἀγανάκτησα καί τόν ἐμάλωσα. Μετά ὅμως πολύ τό ἐμετάνοιωσα πού τόν ἐστενοχώρησα. ῾Ο Θεός πού εἶδε τήν ἀγανάκτησί μου, δέν μέ ἄφησε ἀφρονιμάτιστον. Τήν ἑπομένη ἡμέρα τό πρωῒ ἐπῆγα σέ ἐκεῖνο τό πεζούλι πού ἔκοψε τά φασολάκια ὁ ἀσκητής, καί τί νά ἰδῶ; Τά φύλλα εἶχαν γίνει, ὄχι ἀπλῶς κίτρινα, ἀλλά στάκτη. Σκέφθηκα νά καλέσω τόν ἀσκητή νά τοῦ ζητήσω συγνώμη καί νά τά εὐλογήσῃ, ἀλλά τό κακό ἦταν ἀνεπανόρθωτο. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν, ὅτι ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀφροσύνη καί μισαδελφία μου, τό Μοναστήρι στερήθηκε τά φασολάκια ἐπί δύο μῆνες.

Στά μεγάλα Μοναστήρια τοῦ ῎Αθωνα, ὑπῆρχε συνήθεια τό παλαιό καιρό νά πηγαίνουν οἱ ἀσκητές νά βοηθοῦν καί νά παίρνουν κάτι ἀπο τά εἴδη συγκομιδῆς γιά τόν κόπον τους.

Σέ μιά Μονή ἦταν περίοδος τρύγου. Ἐπῆγαν ἀρκετοί ἀσκητές νά δουλέψουν. Τό βραδάκι, ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς ἐπῆρε ὡς εὐλογία ἕνα καλάθι σταφύλια, καί τά ἔκρυψε μέσα σέ ἕνα θάμνο, γιά νά τά πάρῃ ἀργότερα. ῾Ο οἰκονόμος τῆς Μονῆς, ἀνεκάλυψε τά σταφύλια. Ἐπέπληξε ὡς κλέπτη τόν ἀσκητή, καί ὅλα τά σταφύλια τά ἐπάτησε. ῾Ο Θεός δέν ἀργεῖ καί ἐδῶ, ἕνεκα τῆς μισαδελφίας τοῦ ἀδελφοῦ Μοναχοῦ, νά ἐπιφέρῃ μεγάλη καταστροφή. Τήν νύκτα ἔβρεξε τόσο πολύ, πού ὁ χείμαρρος ἔγινε ἕνα ὁρμητικό ποτάμι. ῞Ο,τι εὕρισκε στό διάβα του τό παρέσυρε. ῎Ετσι οἱ κῆποι, τά ἀμπέλια, τά ἐλαιοτριβεῖα, τά σπίτια, τά πεζούλια, οἱ ἐργατοκαλύβες παρασύρθηκαν. Σκεπάσθησαν ἀπό τούς σωρούς τῶν χωμάτων καί τῶν πετρῶν καί τῶν τεραστίων βράχων.῞Ολη σήμερα αὐτή ἡ περιοχή, ἡ ὁποία ἄλλοτε ἦταν τεράστιος μοναστηριακός ἀμπελῶνας, πλησίον τῆς παραλίας τῆς Μονῆς μας, εἶναι ἕνα δάσος ἀπό πέτρες, χαλίκια, ἄμμο καί θάμνους. Αὐτός ὁ κατακλυσμός, μοῦ ἔλεγαν οἱ Πατέρες, ἔγινε τό 1910.

Μία ἄλλη τιμωρία τοῦ Θεοῦ ἔγινε σ᾿ ἕνα ἄλλο Μοναστήρι τό 1937. ῞Ενας ἀσκητής Μοναχός, ἦλθε στή Μονή αὐτή καί ἐζήτησε ὡς εὐλογία λίγες ντομάτες. Δυστυχῶς ὁ ἀδελφός κηπουρός, προφασιζόμενος ὅτι αὐτές πού ἔχει εἶναι λίγες καί δέν θά ἐπαρκέσουν οὔτε γιά τούς Πατέρες τῆς Μονῆς, ἀρνήθηκε νά τοῦ δώσῃ, ἔστω καί λίγες. Τότε στενοχωρημένος ὁ ἀσκητής τοῦ εἶπε: «νά ἔχετε καί νά μή ἔχετε». Πράγματι ὁ Θεός ἄκουσε τήν δίκαιη ἀγανάκτησί του, καί ἔκτοτε στήν Μονή αὐτή συμβαίνει τό ἑξῆς παράδοξο φαινόμενο. Φυτεύουν οἱ Πατέρες κηπουροί τούς βλαστούς νέας ντομάτας, βγάζουν λουλούδια, ἀλλά δέν καρποφοροῦν. Πέφτουν παραδόξως τά λουλούδια τους. ῞Ο,τι φυτοφάρμακα καί νά χρησιμοποιηθοῦν δέν φέρνουν κανένα ἀποτέλεσμα.

Σέ μιά ἄλλη Μονή ἐπῆγε ἕνας ἀσκητής ἀπό τά Κατουνάκια νά ζητήσῃ ἀπό τόν κηπουρό λίγες μελιτζάνες. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: Ἔχω λίγες καί δέν ἠμπορῶ νά σοῦ δώσω. Τίς χρειάζομαι γιά τούς Πατέρες τῆς Μονῆς. ῎Εφυγε ὁ ἀσκητής λυπημένος, χωρίς νά εἰπῇ τίποτα. Τήν ἴδια στιγμή ὀργή Θεοῦ ἔπεσε στίς ρίζες τῶν μελιτζανῶν καί ἄρχισαν νά μαραίνωνται. Τό εἶδε τό φαινόμενο αὐτό ὁ κηπουρός, καί ἔτρεξε στόν ῾Ηγούμενο νά τό ἀναγγείλῃ. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε νά φωνάξῃ ἀμέσως τόν ἀσκητή ἐκεῖνον γιά νά τίς εὐλογήσῃ. Πράγματι, μόλις ἐκεῖνος εἶχε φύγει, τόν ἐπρόλαβε. Τόν ἐγύρισε πίσω. Τόν παρεκάλεσε νά εὐλογήσῃ τίς μελιτζάνες. Τοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο λίγες, ἀλλά πολλές καί ἄλλα τρόφιμα καί τόν κατευώδωσε μέχρι τήν πύλη τῆς Μονῆς. Κατά παράδοξον πάλιν τρόπον ἄρχισαν οἱ μελιτζάνες νά ἀναζωογονοῦνται.

Τό ἔτος 1990 ὁ γέρο Ἡσύχιος, σέ ἡλικία 94 ἐτῶν ἔσπασε τό ἕνα πόδι του. Μεταφέρθηκε ἐπειγόντως στήν Θεσσαλονίκη γιά τήν χειρουργική ἀποκατάστασι τοῦ κατάγματος. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν ὄχι τόσο νά γίνη καλά, ὅσο νά ἐπιστρέψη στό Μοναστήρι μας. Τό θεωροῦσε ἁμάρτημα καί μοναχική ἀποτυχία νά πεθάνη ἔξω στόν κόσμο.

Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἔσπασε καί τό ἄλλο πόδι του. Μετά  ἀπό πιέσεις τοῦ ἰατροῦ καί τοῦ Γέροντος τῆς Μονῆς μας, βγῆκε στόν κόσμο γιά τό χειρουργεῖο. Μετά ἀπό κάποια βελτίωσί του ἐζήτησε νά γυρίση στό Μοναστήρι. Ἐπειδή ἦτο ἰσχυρά κρᾶσις ἔζησε ἀκόμη ἐννέα χρόνια, στά ὁποῖα δέχθηκε τίς φιλάδελφες περιποιήσεις ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ἐκ περιτροπῆς. Ὁ πόθος του ἦτο νά πεθάνη στήν μνήμη τοῦ Γενεσίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἦτο ἡ ἡμέρα στήν ὁποία ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Δέν ἐκοιμήθη τότε, ἀλλά τό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του συνέπεσε τήν ἡμέρα τοῦ Γενεσίου τοῦ Προδρόμου, τήν 23ην Ἰουνίου 1999.

            Ὁ Σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος ἀπουσίαζε γιά λόγους τῆς ὑγείας του στόν κόσμο. Ἐλυπήθηκε διότι θά ἀπουσιάζη ἀπό τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἡσυχίου. Μᾶς ἀπέστειλε τόν ἑξῆς ἐπικήδειο λόγο του:

Πρός τά ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά μου πνευματικά τέκνα τούς Ὁσιωτάτους Πατέρας καί Ἀδελφούς τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μετανοίας.

Εὑρισκόμενος μακράν Ὑμῶν διά λόγους ἀναγκαίων ἰατρικῶν ἐξετάσεων, μή ἐπιδεχομένων ἀναβολήν, λυποῦμαι βαθύτατα, διότι δέν θά δυνηθῶ νά παραστῶ εἰς τήν κηδείαν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἡσυχίου, καθ᾿ ὅσον μάλιστα ἔχω καί λόγους προσωπικῆς εὐγνωμοσύνης πρός αὐτόν, διότι ἀπό τῆς ἀρχῆς τῆς ἐγκαταβιώσεώς μας εἰς τήν
Ἱεράν Μονήν μας ἐπέδειξε ἀπέναντί μου παραδειγματικήν ὑπακοήν, σεβασμόν καί εὐλάβειαν. Οὐδέποτε δέ μέ ἐστενοχώρησεν, οὔτε εἰς τό παραμικρόν.

Εὐχαριστῶ τόν Κύριον, διότι μᾶς ἐχάρισε τόν π. Ἡσύχιον, ὡς ὑπόδειγμα ἀγωνιστοῦ Μοναχοῦ.

Ἀπό τό 1924 εἰς τό Ἅγιον Ὄρος μέχρι σήμερα, ἤτοι 75 ἔτη, δέν ἔπαυσε ἀγωνιζόμενος τόν καλόν ἀγῶνα.

Διεκρίθη διά τήν πιστήν τήρησιν τῶν Μοναχικῶν του ὑποσχέσεων.

Τόν Κανόνα του καί τάς Ἀκολουθίας οὐδέποτε ἔφηνε. Ἠγάπα πολύ τήν εὐχήν καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας μας πολλάκις ἐπαναλαμβάνων αὐτούς.

Ὑπηρέτησεν ἐπί πολλά ἔτη εἰς τούς κήπους τῆς Μονῆς μας, μέχρι καί τοῦ βαθυτάτου γήρατος, μέ πολύν κόπον καί αὐτοθυσίαν.

Δέν ἐπεδίωκε τά ἀξιώματα, τήν προβολήν, τάς ἐξόδους εἰς τόν κόσμον.

Καρπός τῆς βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης του ἦτο ἡ διαρκής αὐτομεμψία του, ἡ τελεία πτωχεία του, ἡ κατανυκτική κατάστασις τῆς ψυχῆς του.

Ἠγάπησε τόν Θεόν περισσότερον ἀπό τόν ἑαυτόν του καί δι᾿ αὐτό ἐβίαζε τό σῶμα του εἰς τάς ὀρθοστασίας καί ἀγρυπνίας, καίτοι ἔπασχεν ἀπό δυνατούς πόνους εἰς τούς πόδας του.

Ἦτο φιλάδελφος καί φιλάνθρωπος. Προσηύχετο ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Εἰς ὅσους τοῦ ἐζήτουν συμβουλήν, ἔλεγε μέ διάκρισιν λόγους πνευματικούς καί παρακλητικούς καί ἁρμόζοντας διά τήν περίπτωσιν ἑκάστου.

Διά τόν πολύν, διαρκῆ καί συνεπῆ του ἀγῶνα του, πιστεύω ὅτι ὁ Θεός τόν ἐχαρίτωσε καί μέ ὑπερφυῆ χαρίσματα, ὡς τό τῆς προοράσεως καί τῆς θεοπτίας, καθώς ἔχομεν ἀρκετάς ἀποδείξεις.

Οἱ ὀφθαλμοί τοῦ σεβαστοῦ μας π. Ἡσυχίου ἔκλεισαν ἐδῶ εἰς τήν γῆν μετά ἀπό 103 ἔτη ἐπιγείου ζωῆς. Οἱ ὀφθαλμοί τῆς μακαρίας ψυχῆς του ἄνοιξαν, διά νά θεᾶται τό ἀνέσπερον φῶς τοῦ Ἀναστάντος καί ἀναληφθέντος Χριστοῦ.

Μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύει σήμερον.

Ὑπάγεις, Σεβαστέ μας π. Ἡσύχιε, διά νά συναντήσης ὅν ἐπόθησες ἀγωνοθέτην καί ἀθλοθέτην Χριστόν, τήν γλυκυτάτην κοινήν μας Μητέρα καί Προστάτιδα Κυρίαν Θεοτόκον, τούς δήμους τῶν ἁγίων, τόν Παππούλην, ὅπως τόν ἔλεγες, Ἅγιον Νικόλαον, τόν πρῶτον μας Γέροντα καί Κτίτορα Ὅσιον Γρηγόριον, τήν Καλλιπάρθενον Νύμφην τοῦ Χριστοῦ Ἁγίαν Ἀναστασίαν, τόν μακαριστόν καί ἅγιον Γέροντά Σου, Καθηγούμενον Ἀθανάσιον καί τούς λοιπούς  Γρηγοριάτας Πατέρας μας, τούς βιαστάς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Εὐχαριστοῦμεν τόν π. Ἡσύχιον, δι᾿ ὅσο μᾶς προσέφερε μέ τήν θεάρεστον ζωή του. Ἁπλοῦς, ταπεινός, ἄσημος κατά κόσμον. Γνωστός ὅμως καί τίμιος ἐνώπιον τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πρωτοτόκων.

Χαῖρε, λοιπόν, ταπεινέ Ἡσύχιε, καί ἀπολάμβανε ἐκτυπώτερον τό Φῶς τοῦ Ἀνεσπέρου

Πάσχα τῆς θείας Βασιλείας.

Ὁ ἀγών ἐτελείωσε. Δέν χρειάζεται νά βιάζης ἄλλο τόν ἑαυτόν σου.

Τό πολύαθλον καί ἀσκητικόν σου σῶμα θά κατατεθῆ ἐντός ὀλίγου εἰς τήν εὐλογημένην ἁγιορειτικήν γῆν μας καί θά ἀναμένη τήν κοινήν Ἀνάστασιν.

Προσεύχου καί ὑπέρ ἡμῶν τῶν περιλειπομένων νά τελειώσωμεν ὅπως καί Σύ τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα θεαρέστως.

Νοερῶς ἀσπάζομαι τό τίμιον λείψανόν Σου εὐχαριστῶν τόν Κύριον, διότι σέ ἠξίωσε νά τελειώσης νικηφόρως τόν ἀγῶνα Σου κατά τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κόσμου.

Ἑνώνω καί ἐγώ τάς ταπεινάς μου προσευχάς μεθ᾿ ὅλης τῆς Ἀδελφότητός μας ὑπέρ ἀναπαύσεως ἐν χώρᾳ ζώντων τῆς μακαρίας σου ψυχῆς.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε, πολυσέβαστε καί πολυαγαπημένα μας ἀδελφέ π. Ἡσύχιε.

Ὁ ταπεινός συμμοναστής σου καί Πνευματικός σου Πατήρ    Ἀρχιμ. Γεώργιος

14/27 Μαΐου 1999.

 

ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+1912-1991)

Ὁ Γέρο Ἀρσένιος εἶναι θεομητορικός μοναχός. Ὁσάκις ὁμιλεῖ, γράφει καί προσεύχεται γιά τήν Θεοτόκο χρησιμοποιεῖ τίς τρυφερώτερες ἐκφράσεις. Αἰσθάνεται ὡσάν νά βλέπει μπροστά του τήν Ἁγνή Θεομήτορα καί συνομιλεῖ μαζί της μέ τόση οἰκειότητα ὅση ἔχει τό μικρό παιδί πρός τήν στοργική του μητέρα. Κι αὐτή ἡ οὐράνια πνευματική σχέσις ὀφείλεται στήν καθαρότητα, τήν ἁπλότητα, τήν εἰλικρίνεια καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Γέροντος Ἀρσενίου.

Διακρίνεται ἀνάμεσα στούς λοιπούς Πατέρες γιά τήν ὑψηλή του μυστική κοινωνία μέ τόν οὐράνιο κόσμο. Τόν ἐπρόδιδε καθημερινά τό ἱλαρό καί χαρίεν πρόσωπό του. Ζήσαμε μαζί 16 χρόνια καί δέν τόν εἶδα οὔτε μία φορά νά ὀργισθῆ τό πρόσωπό του. Ἀντίθετα τόν διέκρινε ἡ πραότης, ἡ εἰρηνική καί καθάρια μορφή του, τά χαριτωμένα καί πρωτότυπα ἀστεῖα του, τά ὁποῖα δέν ἦσαν δηκτικά, ἀλλά προκλητικά γιά εὔθυμη διάθεσι.

Ἀγαπᾶ νά συναυλίζεται καί συνδιακονῆ ἰδιαίτερα μέ τούς νέους Πατέρες. Ὅλους τούς χαιρετᾶ μέ τό καλογερικό: "εὐλογεῖτε", χωρίς νά περιμένη τόν χαιρετισμό ἀπό τούς ἄλλους. Προσέχει νά μή λυπήση οὔτε μέ τό νεῦμα τῶν ὀφθαλμῶν του κάποιο μοναχό ἤ λαϊκό. Ἄν, ἔστω καί κατά φαντασίαν συλλάβη τόν ἑαυτό του ἔνοχον γιά κάτι, τρέχει ἀμέσως νά βάλη μετάνοια, νά ζητήση συγχώρησι, ἄς εἶναι καί ὁ τελευταῖος Δόκιμος.

Ἡ παρουσία τέτοιων Γεροντάδων στό τόπο τῆς Μετανοίας μας εἶναι ἀναμφίβολα ἕνα πολύτιμο καί ἀκριβό  δῶρο τοῦ Θεοῦ γιά τήν ζωή μας. Αἰσθανόμεθα μικροί καί τιποτένιοι μπροστά τους, ἀλλά καί ἀτενίζοντάς τους σκεπτόμεθα πόσοι πνευματικοί ἀγῶνες θά χρειασθοῦν γιά νά φθάσουμε, ἔστω καί στά κράσπεδα τῶν ἱματίων τους!

Ἔτσι, ἕνα ἀπόγευμα τοῦ ἔτους 1988, τρία χρόνια πρίν ἀπό τήν ὁσιακή τελευτή του, ἔφθασα στό κελλάκι του γιά τήν συνηθισμένη μου ἐνοχλητική στούς ἄλλους ἐργασία.

-Πάτερ Ἀρσένιε, εὐλογεῖτε.

-Ἡ Παναγία νά σ᾿ εὐλογῆ, παιδί μου.

-Μοῦ ἐπιτρέπετε νά περάσω μέσα; Ἦλθα νά μάθω γιά τήν ὑγεία σας καί νά διασταυρώσουμε καί λίγες κουβεντοῦλες γιά τόν μοναχικό μας ἀγῶνα.

-Ἄν ἦλθες γιά συμβουλές, δέν ἔχω τίποτε νά σοῦ εἰπῶ, διότι δέν πιάνουν τόν σημερινό ἄνθρωπο.

-Πές μου, πάτερ Ἀρσένιε, ἄν εἶναι εὐλογημένο ἀπό ποῦ κατάγεσαι καί πῶς ἀπεφάσισες νά γίνης μοναχός.

-Γεννήθηκα στό χωριό Βελβίτσιο Πατρῶν τό 1912. Οἱ γονεῖς μου Ἀντώνιος καί Γεωργία Τσελίκας δέν ἦσαν ἄνθρωποι τῆς ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό ἔχω πονέσει πολύ στήν ζωή μου, διότι νομίζω ὅτι ἔφυγαν ἀμετανόητοι. Καί προσεύχωμαι νά τούς χαρίση ὁ Θεός καλλίτερο τόπο ἐκεῖ πού εὑρίσκονται. Καί πράγματι κάποια φορά τούς εἶδα στήν προσευχή μου νά εἶναι καλλίτερα.

 Σάν κοσμικός ἤμουν χωροφύλακας στό Α΄Ἀστυνομικό Τμῆμα Πύργου Ἠλείας. Ζοῦσα μέσα στά σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας καί τῆς παρανομίας. Μία ἀκτίνα φωτός ἦλθε μία ἡμέρα καί μπῆκε μέσα μου. Μοῦ συνέβη ἕνα θλιβερό περιστατικό καί αὐτό μέ ἀνάγκασε νά συλλογισθῶ γιά τήν ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί τήν αἰωνιότητα τοῦ ἄλλου.

Μία κοπέλλα 16 ἐτῶν, ἡ Ζωή,  γνωστή ἑνός συναδέλφου μου ἀπέθανε ἀπό φυματίωσι. Αὐτό τό πένθιμο γεγονός μ᾿ ἔκανε νά κλαύσω, νά μετανοήσω γιά τίς ἁμαρτίες μου καί νά παρακαλέσω τόν Θεό νά μέ συγχωρήση. Ἀκόμη τόν παρεκάλεσα νά μέ ἀξιώση νά γίνω μοναχός γιά νά σώσω τήν ἁμαρτωλή ψυχή μου.

Ὅταν ἔφυγα γιά τό μοναστήρι ἤμουν 27 ἐτῶν. Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες πού πέρασα τήν περίοδο τοῦ ἀνταρτοπολέμου, ἔφθασα τό 1939 στήν Μονή τῶν Βλαχερνῶν Κυλλήνης Ἠλείας. Τότε τό μοναστήρι εἶχε 12 μοναχούς μέ ἡγούμενο τόν ἀρχιμ. π. Νικηφόρο. Μέ ἔκειρε μοναχό δινοντάς μου τό ὄνομα Ἀγάπιος. Γιά τήν ἐθνική μου δρᾶσι μέ καταζητοῦσαν οἱ Γερμανοί, οἱ ὁποῖοι καί ἔστησαν τό πολυβόλο στό μέσον τῆς αὐλῆς τοῦ μοναστηριοῦ. Σύμφωνα μέ πληροφορίες πού εἶχαν ἀναζητοῦσαν κάποιον Τόντιο Γαλίφα (Ἀντώνιο Τσελίκα-τόν μον.Ἀγάπιο). Ἔψαξαν τό ὄνομα αὐτό στό Μοναχολόγιο. Τελικά δέν τόν βρῆκαν καί ἔφυγαν ἄπρακτοι.

Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν ὑπῆρχε πνευματική ζωή στό μοναστήρι μας, γι᾿ αὐτό καί ὁ κάθε μοναχός ἔψαχνε παντοῦ νά βρῆ τρόπο γιά τήν σωτηρία του. Ἐγώ ἔμεινα ἐκεῖ ἕξι χρόνια καί τό 1945 ἀπεφάσισα νά ρθῶ στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, τό Ἅγιον Ὄρος. Διάλεξα τήν ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Τότε ὁ ἡγούμενος π. Βησσαρίων μέ ὑποδέχθηκε καί μέ βοήθησε ποικιλοτρόπως. Σ᾿ ἕνα χρόνο μ᾿ ἐκούρευσε μεγαλόσχημο δίδοντάς μου τό ὄνομα Ἀρσένιος μοναχός.

Σέ τί διακονήματα ἐργασθήκατε στό Μοναστήρι μας, πάτερ Ἀρσένιε;

-Σάν βάσι γιά τήν πνευματική μου προκοπή ἔβαλα τήν ὑπακοή καί διακονοῦσα ὅπου μ᾿ ἔβαζε τό Μοναστήρι. Ἔτσι ἐργάσθηκα στό Ἀμπέλι, στήν ἐκκλησία, στούς κήπους, στό μαγειρεῖο, στό Ἀντιπροσωπεῖο σάν κοναξῆς, στό Τυπικαριό καί ἀλλοῦ.

-Γιατί φύγατε ἀπό τήν Μονή μας καί πήγατε στά Μετέωρα;

--Ἐνωχλήθηκα μέ κάποιον Ἀδελφό τῆς Μονῆς μας. Ὁ διάβολος μοῦ ἔσπερνε συνεχῶς λογισμούς φυγῆς. Τότε κι ἐγώ δέν ἄντεξα καί πῆγα τό 1961 στήν Μονή Βαρλαάμ τῶν Μετεώρων. Ὅμως ὁ νοῦς μου σκεπτόταν σταθερά τό Ἅγιον Ὄρος. Γι᾿ αὐτό τό 1965 ἦλθα στήν Ἰβηρίτικη Σκήτη. Μά καί ἐκεῖ παρουσιάσθηκαν πολλοί πειρασμοί καί ἐπέστρεψα στά Μετέωρα. Αὐτή ἡ ἀκαταστασία μου μέ εἶχε κουράσει πολύ πνευματικά. Ἐλέγχοντας καί καταδικάζοντας τόν ἑαυτό μου ἀπεφάσισα νά γυρίσω καί πάλι στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας.

Ἔμαθα ὅτι στήν Νέα Σκήτη ζοῦσε ἕνας ὑποτακτικός τοῦ φημισμένου ἡσυχαστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ, ὁ μοναχός Ἰωσήφ μέ τήν συνοδεία του. Εἶναι ἡ συνοδεία πού ἐπήνδρωσε λίγο ἀργότερα τήν Μονή Βατοπαιδίου. Ἦλθα κοντά τους τό 1972 καί μέ δέχθηκαν. Μετά ἀπό 2-3 χρόνια ὁ γέροντας Ἰωσήφ σχεδίαζε νά πάη σέ κάποιο μοναστήρι. Ἐγώ δέν ἤξερα τί νά κάνω. Ἤμουν ἀπό παλαιότερα μεγαλόσχημος μοναχός τῆς Μονῆς Γρηγορίου. Ἦλθε στόν ὕπνο μου ἡ Θεοτόκος σέ ἡλικία τριῶν ἐτῶν καί μοῦ εἶπε νά μή ξεχνῶ τό Κοιμητήριο τοῦ ἁγίου Νικολάου. Κατάλαβα ἀμέσως καί στόν Εὐαγελισμό της, τό ἔτος 1975, ἐπέστρεψα σάν τόν θαλασσοδαρμένο Ὁδυσσέα στό λιμάνι τῆς Μετανοίας μου.

Ἀπό διάφορα περιστατικά καί βάσανα τῆς ζωῆς μου διδάχθηκα νά μή κατακρίνω κανέναν. Ἀκόμη καί νά ἰδῶ κάποιον νά προσκυνᾶ τά εἴδωλα δέν θά τόν κατακρίνω, διότι, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀκόμη στήν ζωή, λέγω, θά μετανοήση κι αὐτός. Καλά βέβαια τώρα "τοῦ ἔφυγε ὁ

σκοῦφος του" καί προσκυνᾶ τά εἴδωλα, ἀλλά ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ τόν πλάσμα Του, θά τόν φέρη στήν μετάνοια καί ἐγώ προσεύχομαι καί παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν ἐλεήση. Ὅπως λέγει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: "ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Χάρις".

-Πῶς ἠμπορεῖ νά βοηθήση τόν κόσμο ὁ μοναχός, πάτερ Ἀρσένιε;

-Μόνο μέ τίς ἀρετές. Μέ τά λόγια δέν γίνεται τίποτε. Ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε ὅτι, ἐάν πηγαίναμε κι ἐμεῖς τακτικά ἔξω στόν κόσμο, δέν θά μᾶς ἔδιναν καμμία σημασία, ὅπως δέν δίδουν σημασία καί σ᾿ αὐτούς πού εὑρίσκονται ἔξω, ἐκτός βέβαια ἐξαιρέσεων.

-Πῶς ἠμποροῦμε νά προοδεύσουμε στήν προσευχή, Γέροντα;

-Ὅπως καταλαβαίνεις καί μέ γνωρίζεις, πάτερ, ἐγώ δέν ἔχω προοδεύσει στήν προσευχή. Συναντῶ τόν Θεό μέ ποικιλία ἔργων. Δηλαδή προσπαθῶ νά κάνω ὑπακοή. Προσπαθῶ νά μή μέ ξεγελάση ὁ διάβολος καί εἰπῶ κανένα ψέμμα. Προσπαθῶ νά εὑρίσκομαι πάντοτε μέσα στά ὅρια τῆς πραγματικότητος, δηλαδή νά λέγω τήν ἀλήθεια καί ν᾿ ἀγαπῶ ἀληθινά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Ἀκόμη προσπαθῶ νά ζῶ μέσα στόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

-Τί ἔχετε νά πῆτε γιά τά δάκρυα, πάτερ;

Τί νά σοῦ εἰπῶ; Ἐγώ δέν ἔχω δάκρυα. Μόνο ὅταν καθαρίζω τά κρεμμύδια μοῦ ἔρχονται πολλά δάκρυα καί τρέχω στήν βρύσι νά πλυθῶ. Ἀλλά νά σοῦ εἰπῶ καί τήν καθαρή ἀλήθεια, αὐτά δέν τά ἀφήνει νά τρέξουν ἡ εύσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή εἶμαι χαρούμενος καί μοῦ κάνει ἐντύπωσι πῶς εὐδόκησε ὁ Θεός νά μέ εἰσάγη μέσα σ᾿ αὐτό τό μοναχικό πολίτευμα, ἐνῶ ἤμουνα ἡ σαπίλα τῆς ζωῆς. Κατάλαβες;

-Ποιό εἶναι τό ἀληθινό σημεῖο ταπεινώσεως τοῦ ἀνθρώπου, Γέροντα;

-Ὄχι ἐκεῖνος πού ταπεινολογεῖ καί ψάχνει νά εὕρη τρόπους ταπεινώσεως, ἀλλά ἐκεῖνος πού εἶναι ἀπό τήν καρδιά του ταπεινός.

Ἕνας γνωστός μου μοναχός (εἶναι ὁ ἴδιος ὁ γέρο-Ἀρσένιος) μοῦ εἶπε κάποτε ὅτι εἶδε νήπιο ἑνός ἔτους τήν Παναγία μας καί τήν κρατοῦσε μία ὑπηρέτρια στά χέρια της. Ἦτο τό πρόσωπό της τόσο πολύ στολισμένο μέ ταπείνωσι ἀπό τόν Θεό, ὥστε ὁ μοναχός αὐτός ἀπό τήν ἔκπληξί του, ἔπαθε ἴλιγγο.

Ἡ ταπείνωσις εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου καί ἐκδηλώνεται καί στό πρόσωπόν του. Ἡ Παναγία μας δηλαδή πού εἶναι ταπεινή δέν ἀνευρίσκει τρόπους νά ταπεινωθῆ, διότι τό ἐπάγγελμά της εἶναι ἡ ταπείνωσις.

-Πῶς αἰσθάνεσθε, πάτερ Ἀρσένιε, μπροστά στήν Παναγία;

-Εἶμαι ὑπερβολικά εὐγνώμων, διότι μοῦ ἔδωσε ὑπερβολικά χαρίσματα.

-Ποιό εἶναι τό πιό μεγάλο χάρισμα πού σᾶς ἔδωσε;

-Στά δεκατρία χρόνια πού εὑρίσκομαι κοντά στό ἅγιο Γέροντά μας π. Γεώργιο, ἔμπειρο ποιμένα τῶν ψυχῶν, αἰσθάνομαι ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει μεσιτεύσει νά μέ ἑνώση μέ τόν Υἱόν της. Αὐτό δέν τό εἶχα πρίν καί ἀγνοοῦσα τήν θεία ἕνωσι μέ τόν Κύριο. Ἀγωνιζόμουν βέβαια γιά τήν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν τό κατά δύναμι, ἀλλά εἶχα καί τίς ἐλλείψεις καί ἀδυναμίες μου γιά τίς ὁποῖες εὑρῆκα πρόθυμο ἀρωγό τήν Θεοτόκο.

-Ποιά ἀρετή ἀγαπήσατε περισσότερο καί κοπιάσατε νά τήν ἀποκτήσετε;

-Ἀφ᾿ ὅτου ἔγινα Καλόγερος, τίποτε δέν ἀγάπησα ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἔξω κόσμο. Μπαίνοντας στό Κοινόβιο στήν συντροφιά τόσων Ἀδελφῶν, ἀναπαύθηκα πλήρως, διότι μέσα σέ μία τέτοια κοινωνία βλαστάνουν καί ἐπαυξάνουν τά χαρίσματα. Δοκίμασα καί τήν ἡσυχία

μόνος μου, ἀλλά εἶδα ὅτι ἦταν χειρότερα ἀπό τήν ζωή τοῦ Κοινοβίου. Ὅταν φεύγης στήν ἔρημο μέ τό θέλημά σου, δέν σέ πληροφορεῖ ὁ Θεός ὅτι ἡ πνευματική σου ἐργασία εἶναι εὐάρεστη ἐνώπιόν Του.

-Μέ τί τρόπους σᾶς παρηγορεῖ ἡ θεία Χάρις, Γέροντα;

-Αὐτή ἡ Χάρις εἶναι αἰσθητή. Φαίνεται, βιοῦται δηλαδή. Πρῶτα σ᾿ ἐνισχύει ἡ θεία Χάρις καί κατόπιν σ᾿ ἀφήνει ὀλίγο γιά νά ἰδῆ τήν ἰδική σου προαίρεσι. Κατόπιν παραχωρεῖ ὁ Θεός νά σοῦ ἔλθη πειρασμός, ὁ ὁποῖος καί σέ "τσαλακώνει"γιά τά καλά πού λέμε. Ὅμως ἡ θεία Χάρις σέ παρακολουθεῖ ἀπό μακριά καί εἶναι ἕτοιμη νά σέ ἐλέγξη, νά σέ νουθετήση καί νά σέ βοηθήση, ὅταν πληγωθῆς ἀπό τά σκάνδαλα τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ.

-Πότε λέγομεν ὅτι ἕνας μοναχός προσεύχεται ἀληθινά;

-Τό πιό ὄμορφο εἶναι νά πᾶς στόν Χριστό καί νά Τοῦ εἰπῆς: "Χριστέ μου, σέ παρακαλῶ, ἔχω αὐτήν τήν ἀνάγκη. Κάνε μου τήν χάρι καί ἔλα νά τήν τακτοποιήσης. Ἐσύ ξέρεις, ἐάν πρέπει νά μοῦ πάρης τόν πόλεμο ἤ ὄχι. Ἐγώ αὐτόν τόν πόλεμο δέν τόν ἀντέχω. Τότε ὠφελεῖσαι μ᾿ αὐτό τόν τρόπο τῆς προσευχῆς καί πᾶς εἰρηνικός στήν δουλειά σου. Τό κομποσχοίνι μέ τούς 100 κόμπους εἶναι ζήτημα να σέ βοηθήση ἔστω κι ἕνας κόμπος μέ τόν τρόπο πού σοῦ λέγω ἐγώ τώρα...

-Διαβάζετε πνευματικά βιβλία, διότι βλέπω, ὅτι δέν ἔχετε βιβλία στό κελλί σας;

-Ἄκουσα τόν ἅγιο Ἐφραίμ τόν Σῦρο πού γράφει ὅτι: "Ἐάν, ἀδελφέ, ἔχεις μεγάλη βιβλιοθήκη στό κελλί σου καί δέν ἀποκτᾶς τίς ἀρετές μέ τήν μελέτη τους, ὅταν θά πεθάνης, θά σοῦ κρεμάση ὁ διάβολος τά βιβλία ἁλυσίδα στόν λαιμό σου καί θά σέ ρίξη στήν κόλασι". Ἔε, ἀπό τότε κι ἐγώ δέν κρατῶ πλέον βιβλία στό κελλί μου. Δανείζομαι ἀπό ἄλλους Ἀδελφούς ἤ ἀπό τήν βιβλιοθήκη. Νά, κι αὐτό πού διαβάζω εἶναι ξένο.

-Φοβᾶσαι τόν θάνατο, πάτερ Ἀρσένιε;

-Ναί, φοβᾶμαι πολύ. Πρό δεκαετίας εἶχα ἔλεγχο συνειδήσεως γιά τόν θάνατο. Ὅταν ἦλθε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ λίγο-λίγο περισσότερη καί ἐθέρμανε τήν καρδιά μου, δέν θέλω νά πεθάνω, ἄν δέν μοῦ δώση ἀκόμη περισσότερη ἀγάπη. Θέλω νά καίγεται, νά σκιρτᾶ ἡ ψυχή μου ἀπό τόιν θεῖον ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν τήν ἀγάπη δέν τήν εἶχα παλαιότερα. Εἶχα ὅμως πολύν φόβο καί παρακαλοῦσα τήν Παναγία, τόν Χριστό νά μέ γεμίσουν μέ τήν ἀγάπη τους.

-Ζῆτε, Γέροντα, ὁπωσδήποτε μέ τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας σας. Δέν εἶναι ἔτσι;

-Καί βέβαια, ζῶ μ᾿ αὐτή τήν ἐλπίδα. Ἀφοῦ δέν μ᾿ ἄφησε ὁ Θεός νά χαθῶ μέχρι τώρα, ἐλπίζω ὅτι δέν θά μ᾿ ἀφήση καί στό μέλλον. Πιστεύω δηλαδή ὅτι θά μέ σώση.

-Πῶς ἠμποροῦμε νά φυλαχθοῦμε ἀπό τήν κενοδοξία;

-Αὐτός ὁ διάβολος εἶναι σάν τήν Λερναία Ὕδρα. Ἐμφανίζεται παντοῦ. Δέν σ᾿ ἀφήνει ὁλότελα. Γυαλίζεις τό παποῦτσι σου; Θά σοῦ εἰπῆ ἡ κενοδοξία: "Καμάρωσε τώρα. Κτύπα καί λίγο δυνατά τό τακούνι νά σ᾿ ἀκούσουν καί νά σέ προσέξουν οἱ ἄλλοι". Ἐάν δέν τά βάψης, θά σοῦ εἰπῆ: "Ἔτσι νά εἶσαι γιά νά ὁμοιάζης μέ τούς ἐρημίτες καί ἡσυχαστές πού γυρίζουν κουρελιασμένοι καί μέ γουρουνοτσάρουχα, ἐπειδή μεριμνοῦν μόνο γιά τά ὑψηλά θέματα τῆς σωτηρίας τους". Σιδερώνεις τά ροῦχα σου; Ἀμέσως ὁ λογισμός σου σέ βάζει νά ἐξυψώνεσαι στά μάτια τῶν ἄλλων. Δέν τά σιδερώνεις; Σέ παρουσιάζει καί σέ ἐγκωμιάζει γιά ἀσκητή. Παντοῦ παρουσιάζεται στήν ζωή μας αὐτός ὁ διάβολος τῆς κενοδοξίας. Τώρα τελευταῖα φυλάγομαι, ὅσο ἠμπορῶ, ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γιατί εἶναί ἱκανά νά μᾶς ρίξουν στόν βυθό τῆς

ὑπερηφανείας, δηλαδή στήν κόλασι.

-Πῶς κανείς διαπιστώνει ὅτι χάνει τήν Θεία Χάρι;

-Ὅταν δεχθῆ τόν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς του γιά κάποιο παράπτωμα, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεία Χάρις ὑποχωρεῖ. Τότε χρειάζεται ἀμέσως ἐξομολόγησι στόν Πνευματικό καί βία γιά μετάνοια. Ὅταν μ᾿ ἐνοχλῆ σέ κάτι ὁ λογισμός μου, σπεύδω νά διορθώσω τό λάθος μου καί ἔτσι πάλι εἰρηνεύω. Τώρα στά γεράματα πολύ προσέχω τήν συνείδησί μου!

-Τί συμβουλές ἀφήνετε σ᾿ ἐμᾶς τούς νεωτέρους, πάτερ Ἀρσένιε, πρίν ἀναχωρήσετε ἀπό τήν παροῦσα ζωή;

-Τί νά σοῦ εἰπῶ, ἀδελφέ μου. Ἔχω πικράν πεῖραν καί μεγάλες ἐμπειρίες ὅτι οἱ συμβουλές δέν πιάνουν. Νά, ἄν ἄκουγε συμβουλές αὐτός ὁ νέος κόσμος τῆς Πατρίδος μας καί τά βάσανα πού περάσαμε στούς πολέμους καί στόν ἀνταρτοπόλεμο τοῦ 1948-49, θά ἀπέφευγαν τόν Κομμουνισμό. Ἀλλά τί μᾶς λέγουν τώρα; Ὅτι εἴμεθα ἀντιδραστικοί. Λοιπόν, ὅταν σᾶς πιάνουν λογισμοί, δέν ἀκοῦτε τότε καμμία συμβουλή. Μόνο νά παρακαλοῦμε ἡ Θεία Χάρις νά σᾶς βοηθῆ καί ἐσᾶς καί νά ἑτοιμάζη τό ταξίδι ὅλων μας γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Οἱ συμβουλές ὁμοιάζουν μέ τά ξερά χώματα, τά ὁποῖα δέν κολλοῦν στόν τοῖχο. Δέν ἠμπορῶ νά δώσω γενικές συμβουλές, διότι οἱ ἄνθρωποι διαφέρουν στά πνευματικά τους μέτρα. Ὁ Θεός θά σᾶς διδάξη καί θά σᾶς γυμνάση μέ τόν τρόπο πού Ἐκεῖνος ξέρει. Φυλάγομαι νά μή δίνω συμβουλές, διότι δέν πιάνουν. Αὐτό μ᾿ ἔχει διδάξει ἡ πεῖρα. Ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τίς καιρικές συνθῆκες. Σήμερα εἶναι γαλήνη καί σέ λίγο ἔρχεται συννεφιά, θαρασσοταραχή, ἀστραπές καί βροντές. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, μεταβάλλεται ξαφνικά. Ἀπό τήν χαρά μεταπίπτει στήν λύπη καί δέν θυμᾶται χθές τήν χαρά πού ἔζησε.

-Ἔχετε λάβει πληροφορία ὅτι συνεχωρήθησαν οἱ ἁμαρτίες σας, Γέροντα;

-Ναί, ἔχω λάβει κάποια πληροφορία, ὅταν ζητοῦσα νά μοῦ ἐκπληρώση ὁ Θεός κάποιο σοβαρό αἴτημά μου. Τόν παρακαλοῦσα ἐπί ὀκτώ χρόνια νά μάθω, ἐάν συγχωρέθηκε ἡ δεκαεξάχρονη Ζωή, ἡ ὁποία πέθανε, ὅπως εἴπαμε ἀπό φυματίωσι. Μετά ἀπό προσευχές ὀκτώ ἐτῶν δέν ξέρω πῶς, ἡ ψυχή μου εὑρέθηκε στόν Παράδεισο καί κατόπιν στήν κόλασι καί μετά σέ ἄλλη χειρότερη. Σ᾿ ἕνα ὄνειρό μου, λοιπόν, εἶδα τήν Ζωή ντυμένη στά λευκά. Κρατοῦσε λουλούδια στά χέρια της καί μιά κανάτα μέ νερό. Ἔβγαινε ἀπό ἕνα παλάτι καί  ἄδειαζε τό νερό στήν θάλασσα. Σταγόνες νεροῦ ἔβρεξαν καί μένα...Καί ἄλλα ἐκστατικά ὄνειρα εἶδα, τά ὁποῖα θά τά βρῆτε γραμμένα. (Δημοσιεύθηκαν στό Περιοδικό τῆς Μονῆς μας: "Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ἔτος 1992, τεῦχος 17).

-Αἰσθάνεσθε συνεχῶς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, Γέροντα, στήν ζωήν σας;

-Ναί, τήν αἰσθάνομαι συνεχῶς. Ἔχω διπλό συναίσθημα. Τόν ἀγαπῶ καί Τόν φοβοῦμαι, διότι εἶμαι ἄνθρωπος εὐόλισθος  καί κινδυνεύω ἀνά πᾶσαν στιγμήν νά πέσω. Ἄν βέβαια εἶχα τήν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, δέν θά ἐφοβούμην..

-Ποιούς ἁγίους εὐλαβεῖσθε περισσότερο;

-Ὅταν πάω νά τούς προσκυνήσω, αἰσθάνομαι μία γλυκύτητα νά ἔρχεται στήν καρδιά μου ἀπό ὅλους τούς Ἁγίους. Ἰδιαίτερα αἰσθάνομαι μία χαρά ἀπό τήν παρουσία τοῦ φύλακος ἀγγέλου μου, γι᾿ αὐτό καί συχνά τόν ἐπικαλοῦμαι νά μέ χειραγωγήση στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς μου καί νά παραλάβη τήν ψυχή μου.

Ὁ Γέρο-Ἀρσένιος ἔζησε τήν δεύτερη περίοδο τῆς μοναχικῆς του ζωής στό Μοναστήρι

μας ἀπό τό 1975 μέχρι τῆς κοιμήσεως του ἡ ὁποία συνέβη στίς 16 Ἰανουαρίου 1991. Τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός μέ ἀλλεπάλληλα ἐγκεφαλικά ἐπεισόδια. Τό τρίτο τόν καθήλωσε στό κρεββάτι, τό 1990. Συνῆλθε κἄπως καί μποροῦσε νά συνομιλῆ μέ δυσκολία. Τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του τοῦ συνέβη καί τό τελευταῖο ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο. Οἱ γιατροί τῆς Μονῆς τόν κρατοῦσαν στήν ζωή μέ τεχνητές ἀναπνοές. Τελικά στόν Μικρό Ἑσπερινοῦ τῆς ἀγρυπνίας τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου τόν ὁποῖον τιμοῦσε, διότι εἶχε σάν κοσμικός αὐτό τό ὄνομα, ἀνέβηκε ἡ ψυχή του στούς οὐρανούς. Μετέβη γιά νά συναντήση τήν Κυρία Θεοτόκο, τίς ταξιαρχίες τῶν Ἀγγέλων τούς χορούς τῶν ὁσίων, Μαρτύρων καί Δικαίων, ὅλους τούς Ἁγίους μέ τούς ὁποίους ζοῦσε στιγμές  ἀφάτου πνευματικῆς εὐφροσύνης, ὅταν ἀσπαζόταν τίς εἰκόνες τους καί προσευχόταν κοντά τους.

Εἴμεθα εὐτυχεῖς ἐμεῖς πού, ὅταν ἤλθαμε στό Μοναστήρι, εὑρήκαμε μία περίπου εἰκοσάδα ἀγωνιστῶν Πατέρων. Διδαχθήκαμε πολλά ἀπό τήν ζωήν τους. Θαυμάσαμε τήν ἁπλότητά τους, τό ἀνυπόκριτον τῆς συμπεριφορᾶς τους. Μᾶς παρέδωσαν τά τυπικά γιά τήν λειτουργία τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς ἐκκλησίας, γιά τά διακονήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, τοῦ Μακηπείου (φούρνου), τοῦ γραφείου, τῆς καλλιέργειας τῶν κήπων. Μά προπαντός μᾶς ἔδωσαν σάν μοναδική καί ἀνεπανάληπτη προσφορά τήν ζωή καί τούς ἀγῶνες τους μέ τούς ὁποίους καί ἐμεῖς, ἐάν θέλουμε, θά ἠμπορέσουμε νά βαδίσουμε στά ἴχνη τους. Αὐτοί μᾶς στηρίζουν μέ τίς προσευχές τους ἀπό ψηλά, γιατί βρῆκαν παρρησία στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τούς εὐχαριστοῦμε.

Μακαριστέ Γέροντα Ἀρσένιε, ἤσουν ἀξιαγάπητος ἀπό τόν σεβαστόν μας Γέροντα π. Γεώργιο μέχρι καί τόν τελευταῖο Δόκιμο τῆς Μονῆς μας. Κανείς δέν εἶχε λογισμό ἐναντίον σου. Μᾶς εἶχες ἀφοπλίσει μέ τήν πραότητά σου, τό χαμόγελο σου τά νόστιμα καί διδακτικά ἀστεῖα σου. Εἶχες νικήσει τόν θάνατο καί τόν περιγελοῦσες, διότι εἶχες ἐνωθῆ μέ τήν Ἁγία Τριάδα. Τό γαλήνιο καί χαρωπό πρόσωπό σου μαρτυροῦσε τίς διαθέσεις καί τά ἄλματα τῆς ἀρετῆς πού εἶχες φθάσει μέσα στήν καρδιά σου. Χαῖρε τώρα καί πάλιν ἐρῶ χαῖρε, μέσα στήν ἀένναη χαρά τοῦ Κυρίου σου καί πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν. Ἀμήν.

 

 

 

ΓΕΡΩΝ  ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+ 1907 - 1977)

Κάθε Μοναχός, ὅπως καί κάθε ἄνθρωπος, κρύβει  μέσα του ἕνα μυστήριο. ῎Εχει τίς ἐλλείψεις του, ἀλλά καί τίς ἀρετές του. Ἐμεῖς μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε καί ἀπό τά δύο, ἄν ἔχουμε ταπείνωσι. Κοντά στόν π. Σωφρόνιο συναντήσαμε αὐτό τό κρᾶμα συμπεριφορᾶς. ῎Αλλοτε νά μᾶς ἑλκύῃ μέ τά λόγια του, τήν ταπείνωσί του, τήν μετάνοιά του καί ἄλλοτε νά μᾶς ἀπωθῆ μέ τήν αὐστηρότητά του καί τόν θυμόν του.

῞Ενα πρωῒ, κτυπῶ τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του.

-Εὐλογεῖτε πάτερ Σωφρόνιε.

-Νἆσαι εὐλογημένος.

Τόσα χρόνια ζοῦμε ἐδῶ καί ἀκόμα δέν γνωρισθήκαμε. Δέν μάθαμε ὁ ἕνας τήν καταγωή τοῦ ἄλλου. Πές μου λοιπόν ἀπό ποιό χωριό εἶσαι; Εἶσαι Μωραῒτης; Διότι βλέπω ὅτι πολύ τούς ἀγαπᾶς.

-῎Ακου νά σοῦ πῶ, παιδί μου. Ἐγώ ἐγεννήθηκα στό ῾Ηράκλειο τῆς Κρήτης, ἀλλά ἀγαπῶ τούς Μωραῒτες, γιατί εἶναι καλοί ἄνθρωποι. Μέ ὑποστήριξαν, ἀφ᾿ ὅτου ἦρθα στό Μοναστήρι, πλήν ἐξαιρέσεων.

Γεννήθηκα τό 1907. Οἱ γονεῖς μου Ἰωάννης καί Εἰρήνη Φραγκιαδάκη, εἶχαν 10 παιδιά. Ἐγώ ἤμουν ὁ ἔννατος. Στυλιανός ἦταν τό βαπτιστικό μου ὄνομα. Τό δέκατο παιδί, ὁ Ἀνδρέας πέθανε, ὅταν ἦταν μικρός. Ἀπό μικρός ἔμαθα τήν ραπτική τέχνη. Ἀγαποῦσα τήν Ἐκκλησία καί συχνά ἐπήγαινα στόν Ναό τοῦ ῾Αγίου Μηνᾶ. Στά 18 μου χρόνια, εἶδα κάποια ἡμέρα τήν πενθερά τῆς ἀδελφῆς μου, καί ἐδιάβαζε τόν βίο τοῦ ῾Οσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου. Ἐζήτησα καί τόν διάβασα κ ἐγώ. Τόσο ἐνθουσιάσθηκα, ὥστε ἔκλαιγα ἀπό τήν χαρά μου. Μά τί νά σοῦ εἰπῶ. Αὐτός ὁ βίος εἶναι ὁ ἔρωτας τῆς καλογερικῆς ζωῆς. Ἀμέσως ἐπῆγα στήν μάννα μου καί τῆς εἶπα: "Μάννα ἐγώ θέλω νά γίνω Καλόγερος". Αὐτή μέ τούς ἄλλους συγγενεῖς μου, οὔτε νά ἀκούσουν δέν ἤθελαν. ῎Εφυγα κρυφά καί ἐπῆγα σέ ἕνα κοντινό Μοναστήρι, πού λέγεται «Ἐπάνω Σήφη». Μέ εὑρῆκαν οἱ δικοί μου καί μέ κατέβασαν στό σπίτι συρόμενον, διά τῆς βίας. Ἀπεφάσισαν γρήγορα νά μέ παντρέψουν. Ἐγώ ἐπῆγα στόν μητροπολίτη Τίτο, καί τοῦ εἶπα τά σχετικά. Τοῦ ἐζήτησα νά μοῦ φορέσουν ράσα γιά νά τό πάρουν ἀπόφασι οἱ δικοί μου καί νά σταματήσουν νά μέ ἐμποδίζουν. ῾Ο γαμπρός μου, μοῦ εἶπε: «θά σοῦ δώσω ὅσα χρήματα θέλεις καί θά πᾶς στό τάδε χωριό. Ἐκεῖ ἐμεῖς θά σοῦ στείλουμε τό κορίτσι νά τό πάρης».

Ἀδύνατον τοῦ εἶπα, νά γίνῃ αὐτό. Ἐπῆγα στήν μάννα μου καί τῆς εἶπα: «Μάννα ἄφησέ με νά πάω στήν Ἀθήνα, νά ἰδῶ τήν ἀδελφή μου καί στείλετε ἐκεῖ τό κορίτσι νά τό πάρω.». Συμφώνησε μαζί μου. ῎Εφθασα στήν Ἀθήνα φορώντας καί τά ράσα. ῾Η ἀδελφή μου ἔβαλε τά κλάματα καί μέ παρακαλοῦσε νά καθίσω κοντά της. Ἀφοῦ δέν ὑποχωροῦσα, μοῦ ἐπρότεινε νά πάω στήν Μονή Πεντέλης. Ἐπῆγα. ῾Ηγούμενος ἦταν ἕνας παπᾶ Προκόπιος. Ἠθέλησε νά μέ κρατήσῃ ἐκεῖ. Ἐπέμενα ἐγώ ὅτι θέλω νά μονάσω στό ῞Αγιον ῎Ορος. Τότε ἐκεῖνος μοῦ ἀποκάλυψε τόν ἑαυτόν του. ῏Ηταν Γρηγοριάτης Μοναχός, ὑποτακτικός τοῦ ἀειμνήστου παπᾶ Συμεών, καί παραδελφός τοῦ παπᾶ Θανάση, ῾Ηγουμένου τότε τῆς Μονῆς Γρηγορίου. Μοῦ ἔδωσε λοιπόν ἕνα συστατικό γράμμα, καί ἦλθα κατ᾿ εὐθείαν στήν Μονήν μας. Μέ ὑποδέχθηκαν ὁ Γέρο Βαρλαάμ καί ὁ ῾Ηγούμενος. Ἀπό τότε μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι ἡ σοβαρότης, ἡ σιωπή, καί ἡ πραότης του. ῎Εβαλα μετάνοια ὡς Δόκιμος Μοναχός καί μέ τοποθέτησαν ὡς παραμάγειρα.

-῎Εχουμε ἀκούσει, Γρο Σωφρνιε, τι εχες πολλς περιπτειες στν μοναχικ σου ζω. Θ θελες ν μς επς κτι συνοπτικ;

Ἐγώ αὐτά πού ἔχω περάσει, θά χρειασθῇ ὁλόκληρο βιβλίο νά γραφοῦν. Ἀλλά θά σᾶς πῶ τά βασικώτερα ἀπό τά βάσανά μου.

῞Οταν εἶχα συμπληρώσει ἑπτά χρόνια στό Μοναστήρι, ἡλικίας τότε 30 ἐτῶν, μ᾿ ἔστειλαν στό Μετόχι Βούλτσιστα τῆς Κατερίνης. Ἐπειδή πράγματι ἤμουν ὀξύθυμος καί νευρώδης, ἐμάλωσα μέ τούς ἐκεῖ Πατέρες κι αὐτοί μ᾿ ἔδιωξαν. ῎Εφυγα. Ἐβάδισα περί τά 4 χιλιόμετρα καί ἔφθασα στό Αἰγίνιο. Ἐκεῖ μέ συνάντησε ὁ ἀγροφύλακας τοῦ γειτονικοῦ χωριοῦ καί μοῦ εἶπε: «Πέταξε τά ράσα καί πήγαινε νά παντρευτῇς, διότι οὔτε στό Μοναστήρι σέ δέχονται οἱ Πατέρες»

-Ἐγώ τοῦ εἶπα: Ἐάν δέν μέ θέλουν στό Μοναστήρι μου, μέ θέλει ἡ Παναγία. ῎Εφθασα στήν Θεσσαλονίκη, καί λόγῳ τρικυμίας, δέν ἔφευγε καράβι γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος. Στήν πόλι δέν ἐγνώριζα κανέναν καί εἶχα μόνον 75 δραχμές. Ἐπί δέκα ἡμέρες ἐκοιμώμουν στά ἑβραϊκά μνήματα καί ζοῦσα μέ ξηροφαγία. Μέ κυρίευσαν λογισμοί ἀπελπισίας. Ἐπήγαινα στήν παραλία πέρα-δῶθε καί ὁ λογισμός μέ ἐπίεζε νά πέσω μέσα. ῞Ενας τελώνης μέ εἶδε λυπημένον καί μέ πλησίασε.

-Ἀπό ποῦ εἶσαι, πάτερ;

-Ἀπό τό ῞Αγιον ῎Ορος, τήν Μονή Γρηγορίου.

-Ἀπό ποῦ κατάγεσαι;

-Ἀπό τό ῾Ηράκλειο Κρήτης.

-῎Εε, πᾶμε νά πιοῦμε ἕνα καφέ.

Ἐπήγαμε στό καφενεῖο, ἀλλά δέν μποροῦσα νά πιῶ καφέ γιατί μέ ἔτρωγε τό σαράκι τοῦ λογισμοῦ. Μοῦ λέγει ὁ τελώνης: «Πᾶμε στό σπίτι μου νά γνωρίσῃς καί τήν γυναῖκα μου πού εἶναι καί πατριώτισσά σου». Ἐπήγαμε. Μοῦ ἔβαλαν νά φάγω. Μά δέν μποροῦσα. Ἐκεῖνος ἔδιωξε τήν γυναῖκα του, μέ ἐπλησίασε καί μοῦ εἶπε: «Βλέπω ὅτι κάτι σέ ἀπασχολεῖ. Εἴμεθα πατριῶτες καί εἴμεθα στήν ξενητειά. Πρέπει νά ὑποστηρίξουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ποῦ θέλεις νά σέ πάω; Στό ῞Αγιον ῎Ορος; Στήν Κρήτη; Ἐγώ θά σέ πάω. Μή στενοχωριέσαι». Ὠνομαζόταν Κωνσταντῖνος Τσαγκαράκης. ῾Ο Θεός νά τόν ἁγιάση (ἀναλύθηκε ὁ παπποῦς σέ δάκρυα). Τό πρωῒ μοῦ ἔβγαλε εἰσιτήριο καί μπῆκα στό βαπόρι γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος. Τί νά σοῦ πῶ, βρέ ἀδελφέ μου; Μόλις πάτησα τό πόδι μου στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας, ἡ καρδιά μου φτερούγιζε ἀπό χαρά. Πετοῦσα στόν Οὐρανό καί ὅλοι οἱ λογισμοί τῆς ἀπελπισίας ἔφυγαν.

῏Ηλθα στήν πόρτα τῆς Μονῆς Κωνσταμονίτου, καί ἐζήτησα τόν ἡγούμενο Συμεών, ὁ ὁποῖος ἦταν καί πατριώτης μου. Τοῦ εἶπα τήν ἱστορίαν μου, καί μοῦ εἶπε «:Νά πᾶς στήν Μονή σου καί ἐάν δέν σέ δεχθοῦν νά ἔλθῃς πάλι ἐδῶ». Πράγματι ἐπῆγα καί εὑρῆκα στήν πόρτα τόν Γέρο Βαρλαάμ. Μοῦ εἶπε: «Φῦγε, δέν σέ γνωρίζουμε». Ἐπῆγα πάλι στόν ῾Ηγούμενο τῆς Κωνσταμονίτου, καί κεῖνος μ᾿ ἔστειλε πάλι στήν Γρηγορίου. ῏Ηλθα καί ἐζήτησα τόν ῾Ηγούμενο Ἀθανάσιο, ἀλλά ὁ θυρωρός δέν μοῦ ἐπέτρεψε νά μπῶ μέσα. Ἐπέστρεψα στήν Κωνσταμονίτου καί ὁ ῾Ηγούμενος μοῦ εἶπε: «Θά πᾶς γιά τρίτη καί τελευταία φορά. Πᾶρε αὐτό τό σχῆμα στά χέρια σου πού σοῦ δίνω. ῞Οποιος σοῦ ἀπαγορεύσει νά μπῇς μέσα, πές του: «῾Ορῖστε, πάρε τό σχῆμα μου κι ἐγώ φεύγω γιά τόν κόσμο καί θά εἶσαι ἐσύ ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τό κατάντημά μου» Πράγματι ἐπῆγα. ῏Ηταν στήν πύλη ὁ Γέρο Βικέντιος. Ἐζήτησα νά ἰδῶ τόν ῾Ηγούμενο, καί ἐκεῖνος προφασίσθηκε. Τοῦ εἶπα, ὅ,τι μέ εἶχε συμβουλεύσει ὁ Κωνσταμονίτης ῾Ηγούμενος. Ἐκεῖνος θορυβήθηκε, ἀλλά δέν μοῦ ἐπέτρεψε νά μπῶ μέσα. Τέτοιες ὁδηγίες εἶχε πάρει ἀπό τούς ἀνωτέρους του.

Φεύγοντας ἐγώ ἐπῆγα στήν Μονή Ξηροποτάμου, ὅπου ἔμεινα ἀρκετό καιρό. Συχνά ἐπήγαινα στήν Κωνσταμονίτου, ἀλλά σέ καμμιά ἄλλη Μονή δέ ἐσύχναζα. Μετά ἀγόρασα σπίτι στήν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ὅπου καί ἔμεινα περί τά 5 χρόνια. ῾Ο Γέροντάς μου παπᾶ Θανάσης, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἦλθα τρεῖς φορές στό Μοναστήρι, ἔστειλε ἔμπιστο πρόσωπο καί μέ ἐκάλεσε νά ἔρθω στήν Μονή. Πράγματι ἦλθα καί εἰδοποίησα μ᾿ ἕνα Μοναχό νά ἔλθῃ ὁ ῾Ηγούμενος στό γεφυράκι τοῦ χειμάρρου Χρέντελι. Ἐκεῖ θά μέ συναντήσῃ. ῏Ηλθε ἐκεῖ ὁ Γέροντάς μου, μέ ἀγκάλιασε καί ἔκλαιγε. Τοῦ εἶπα: «Ἐγώ, Γέροντα, ἔγινα ἀπό ἐσᾶς Μεγαλόσχημος Μοναχός. ῎Εδωσα τίς φρικτές ὑποσχέσεις ἐνώπιόν σας. Οὐδέποτε διαννοήθηκα νά φύγω ἀπό τήν Μετάνοιά μου. Καί ἐάν ἐσεῖς δέν θά μέ ἐδεχόσαστε, θά  ἔδενα μιά κλωστή καί θά ἐγύριζα τριγύρω στό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἐάν μέ δεχθῆτε, ἐγώ ἐπιθυμῶ νά ἀποθάνω στό Μοναστήρι μου».

῎Εγινε Γεροντική σύναξις καί ἀπεφάσισαν νά μέ κρατήσουν παμψηφεί. Μοῦ ἔδωσαν διακόνημα τοῦ παραμάγειρα, μάγειρας ἦταν τότε ὁ π. Ἀρσένιος. ῾Ο ῾Ηγούμενος Βησσαρίων μέ βοήθησε πολύ. Δόξα σοι ὁ Θεός.

ρα στ γερματα, πσα κομποσχονια κνεις στ κελλ σου, π. Σωφρνιε;

Προσεύχομαι ὅσο μπορῶ περισσότερο. Πάντως ὐποχρεωτικά κάθε ἡμέρα θά κάνω 20 κομποσχοίνια τοῦ Χριστοῦ, 20 τῆς Παναγίας, 20 σ᾿ ὅλους τούς ῾Αγίους καί σέ μερικούς ὀνομαστικῶς, 3 γιά τούς Προστάτας μας, 1 γιά τόν ῾Ηγούμενό μας, 1 γιά τούς Κτήτορες, εὐεργέτας καί ἀφιερωτάς. ῞Οταν δέν μπορῶ νά ἔλθω στόν ῾Εσπερινό, κάνω 25 κομποσχοίνια, γιά τό Ἀπόδειπνο κάνω 12 καί γιά τόν ῎Ορθρο 40, ἐνῶ γιά τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας τούς λέγω ἀπέξω δύο φορές τήν ἡμέρα.

ς θ ποκτσουμε δκρυα μετανοας, Γρο Σωφρνιε;

Εἶναι δύσκολο νά ἔχουμε δάκρυα, παιδί μου, γιατί αὐτό εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Πάντως ἀπαιτεῖται μνήμη θανάτου, ὁ ὁποῖος μᾶς φέρνει πόνο στήν καρδιά. Χρειάζεται αὐτομεμψία καί συναίσθησι τῶν ἁμαρτιῶν μας. Νά λέμε, «ἐγώ γυμνός καί ἄθλιος εἶμαι ἀπό χάρι καί ἔργα. Βρῶμα καί ἀκαθαρσία σκορπίζω μέ τήν παρουσία μου στό Μοναστήρι καί στούς ἀδελφούς. Γι᾿ αὐτό σέ παρακαλῶ νά προσεύχεσαι νά μᾶς λυπηθῇ ἡ Παναγία μας, νά σωθοῦμε μέ τίς πρεσβεῖες της.

Μερικές φορές ὁ Θεός μέ παρηγοροῦσε μέ καυτά δάκρυα μετανοίας, τά ὁποῖα  σκόρπιζαν τούς κακούς λογισμούς καί ἅπλωναν μέσα μου μιά βαθειά εἰρήνη. Ἡ ψυχή μου δυνάμωνε μ᾿ αὐτές τίς θεῖες ἐπισκέψεις καί ἔφθανα σέ σημεῖο νά κάνω καί ἀσκήσεις χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Γέροντός μου.

Δέν θά ξεχάσω, ὅταν ἕνα βράδυ μέ ἐπισκέφθηκε ὁ σεβαστός Γέροντάς μου παπᾶ Ἀθανάσιος. Χωρίς νά τοῦ ἔχω ἀνακοινώσει τίποτε, ἦλθε στό κελλί μου καί προστακτικά μοῦ εἶπε:

-Σήκωσε τά σκεπάσματα τοῦ κρεβατιοῦ σου.

Πάγωσα. Ἤθελα ν᾿ ἀποφύγω αὐτή τήν ἀποκάλυψι. Μέ ἡγούμενο τό θέλημά μου εἶχα βάλει μία στρῶσι χαλίκια κάτω στό κρεβάτι μου καί τά εἶχα σκεπάσει μέ ἕνα σεντόνι. Ἤθελα νά μιμηθῶ τούς μεγάλους ἀσκητές γιά νά ταλαιπωρῶ τίς νύκτες τό σῶμα μου. Ἡ Θεία Χάρις ὅμως ἐφώτισε τόν Γέροντά μου καί ἦλθε ἀμέσως νά μέ λυτρώση ἀπ᾿ αὐτή τήν δαιμονική παγίδα, ἡ ὁποία σίγουρα σέ λίγο καιρό θά μέ ὡδηγοῦσε στήν πλάνη καί τήν ὑπερηφάνια.

Μόνος του λοιπόν, ὁ Γέροντάς μου σήκωσε τά κλινοσκεπάσματά μου καί μέ ρώτησε:

-Τί εἶναι αὐτά, παιδί μου Σωφρόνιε; Ποιός σοῦ ἔδωσε εὐλογία νά κάνης αὐτές τίς ἀσκήσεις;

-Συγχώρεσέ με, Γέροντα. Τά ἔκανα μέ τό θέλημά μου. Ἐπίστευσα ὅτι ἔτσι θά ἠμπορέσω νά ὑποτάξω τό σῶμα καί νά εὐαρεστήσω τόν Θεό.

-Σέ παρακαλῶ, παιδί μου, μή κάνης ποτέ τό θέλημά σου, ἐάν θέλης τήν σωτηρία σου. Στό θέλημα τοῦ μοναχοῦ ὑπάρχει κρυπτός καί ἀταπείνωτος ἐγωϊσμός.

Δόξα τῶ Θεῶ, διότι ἐγώ δέν εἶχα πρόθεσι νά φανερώσω τά θεληματάρικα ἔργα μου στόν Γέροντά μου. Μέ λυπήθηκε ὁ Θεός καί φώτισε τόν Γέροντα. Καί ὁ Θεός διέλυσε σάν ἰστό ἀράχνης τά σχέδια τῶν πονηρῶν δαιμόνων.

τερ Σωφρνιε, πς μου τρα τ καταστλαγμα τς μοναχικς σου ζως στ Αγιον Ορος π 60 τσα χρνια.

Εἶμαι ὑπέρ εὐχαριστημένος, διότι εὑρίσκομαι στό Περιβόλι τῆς Παναγίας μας. Ἐξαρτῶ τήν σωτηρίαν μου ἀπ᾿ Αὐτήν, διότι Αὐτή εἶπε στόν ῞Αγιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, ὅτι θά προστατεύση τό γένος τῶν Μοναχῶν καί στήν ὥρα τῆς Μελλούσης Κρίσεως θά πρεσβεύσῃ γιά τήν σωτηρίαν ὅλων μας.

-Πρν φγετε π τν παροσα ζω, πς μας μερικς συμβουλς γι μς τος νεωτρους Πατρας;

῾Η συμβουλή μου εἶναι νά κάνετε ὑπομονή καί ὑπακοή. Νά τελῆτε τά πνευματικά σας καθήκοντα καί νά ἀποφεύγετε τίς συναναστροφές μέ τούς λαϊκούς. Μή τούς πλησιάζετε μέ θάρρος καί ἀφοβία, γιατί μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς ἔχουν τόν διάβολο μέσα τους. Δέν ἐννοῶ νά τούς μισῆτε, ἀλλά νά φυλάγεσθε. Προσέχετε, ἀδελφοί μου, διότι ὁ διάβολος θά σᾶς πολεμᾶ μέχρι τελευταίας σας ἀναπνοῆς. Γι᾿ αὐτό νά λέγετε στόν φύλακα ῎Αγγελό σας: «῞Αγιε Φύλακα τῆς ψυχῆς μου, φύλαξέ με τήν ὥρα τοῦ θανάτου ἀπό κάθε κακή σκέψι πού θά θελήσῃ νά προσβάλῃ τόν νοῦν μου. Μή μέ ἀφήσῃς στά χέρια τοῦ διαβόλου, οὔτε καί νά ἀφήσῃς νά μέ πειράξη περισσότερο ἀπό ὅ,τι μπορῶ νά ἀντέξω. Ἀγαπητέ μου φίλε ῎Αγγελε, νά μπαίνῃς μπροστά ἀπό τόν διάβολο καί νά μέ σκεπάζῃς ἀπό τήν δυναστεία του».

Θέλει μεγάλη προσοχή ἡ καλογερική ζωή, Πατέρες μου. Εἴθε νά μᾶς σκεπάζῃ ἡ Παναγία, καί ὁ ῎Αγγελός μας μέ τά φτερά του.

προετοιμασα πρπει ν κνουμε γι τν θνατ μας, πτερ Σωφρνιε;

Νά ἀγωνιζώμεθα μέ προσευχή γιά τήν μετάνοια. Νά παρακαλοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας τήν Παναγία μας νά μᾶς σώσῃ καί νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό κάθε κακό. Νά μή ἀπελπιζώμεθα, διότι ὁ Κύριος ἐνίκησε τόν θάνατον καί τόν διάβολο, καί μᾶς ἄνοιξε τήν ὁδό τῆς μετανοίας. ῾Η μνήμη τοῦ θανάτου προκαλεῖ πόνο στήν καρδιά καί φέρνει τά δάκρυα.

ς ν προετοιμαζμεθα γι τν Θεα Μετληψι;

Μέ συντριβή καρδίας καί αὐτομεμψία. Νά λέμε: «ἐγώ εἶμαι βρῶμα καί ἀκαθαρσία. Δέν ἔχω ἔργα, Θεέ μου, καί μόνο στό ἔλεός σου ἐλπίζω. Γυμνός καί τετραχηλισμένος εἶμαι, μή μέ περιφρονήσῃς. Εἶμαι ἄθλιος δοῦλος σου. Σῶσε με. Φύλαξέ με Κύριε, νά μή γίνω θηριάλωτος ὑπό τοῦ νοητοῦ λύκου».

Ξέρεις τί θά εἰπῇ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ; Τρέμουν οἱ ῎Αγγελοι, παιδί μου, ὅταν τό βλέπουν. Αὐτοί δέν ἔχουν τό μεγαλεῖο αὐτό πού ἔχουμε ἐμεῖς, δηλαδή νά πλησιάζουμε καί νά κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Αὐτό τό Αἷμα του μᾶς ξεπλένει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Βέβαια πάλιν ἁμαρτάνουμε, ἀλλά καί πάλιν καί πάλιν νά κοινωνοῦμε, μέχρις ὅτου μᾶς καθαρίσῃ καί μᾶς ἁγιάσῃ.

σημανει μετνοια, Γρο Σωφρνιε;

Μετάνοια σημαίνει νά ἐξομολογούμεθα τίς ἁμαρτίες μας, καί νά ἀγωνιζώμεθα νά μή κάνουμε τά ἴδια. Σ᾿ αὐτόν ὅπου ἐξομολογεῖται, ὁ διάβολος χάνει τά ὀχυρώματά του. ῞Οταν μετανοήσῃ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν καρδιά του, τότε ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά κάνῃ τίποτε. Νά προσέχουμε τί μᾶς συμβουλεύει ὁ Φύλαξ ῎Αγγελός μας. ῞Οταν μᾶς λέγει στόν λογισμό μας, «μή τό κάνεις αὐτό», ἐμεῖς νά τοῦ κάνουμε ὑπακοή, διότι ἀριστερά μας εἶναι ὁ διάβολος πού μᾶς παρακινεῖ νά τό κάνουμε. ῾Ο ῎Αγγελος μᾶς τό λέγει μιά φορά καί μέ σοβαρότητα, ἐνῶ ὁ διάβολος μᾶς σπρώχνει συνεχῶς.

-Ποους ῾Αγους, Γροντα, χετε σ διατερη ελβεια;

Τόν ῞Αγιον Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.

Γιατί;

Διότι εἶναι ἐγγυητής τῶν ἁμαρτωλῶν. ῾Ο ῞Αγιος Βασίλειος εἶναι αὐστηρός, ἐνῶ ὁ ῞Αγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι μαλακός καί ἐπιεικής. Κάποιος ἁμαρτωλός, ἐπῆγε στόν ῞Αγιο Χρυσόστομο καί τοῦ ἐζήτησε τήν Θείαν Μετάληψι. ῾Ο ῞Αγιος τοῦ εἶπε: «Ἐγώ θά σέ κοινωνήσω, ἄν πρῶτα μοῦ ὑποσχεθῇς, ὅτι δέν θά ἁμαρτήσῃς πάλι». Καί πράγματι τήν ἄλλη ἡμέρα τόν ἐκοινώνησε. ῞Ομως, ὅλους τούς ῾Αγίους τούς ἔχω σέ εὐλάβεια καί τραβῶ κομποσχοίνι σέ ὅσους ἐνθυμοῦμαι. Στούς Προστάτας τῆς Μονῆς κάνω ὁπωσδήποτε κάθε ἡμέρα δύο κομποσχοίνια.

-῎Εχετε δοκιμσει φανερος πειρασμος π τν διβολο, πτερ Σωφρνιε;

-Ναί, πολλούς. ῞Οταν εἶχα ἔλθει ὡς Δόκιμος στήν Μονή, μερικά βράδυα, ὅταν ἐξάπλωνα, ἔβλεπα μπροστά μου ὁλοζώντανη τήν μορφή τῆς Μάννας μου. Μέ κυττοῦσε ἀμίλητη καί μέ σοβαρότητα. Τό εἶπα στόν Γέροντά μου, καί μοῦ εἶπε: «Τό βράδυ, ἄν ξαναέλθῃ, νά μοῦ τό εἰπῇς». Πράγματι ἦλθε. Τό εἶπα στόν Γέροντα. Μοῦ ἐδιάβασε ἐκεῖνος τούς ἐξορκισμούς τοῦ Μ. Βασιλείου, καί ἔκτοτε δέν παρουσιάστηκε.

Μιά ἄλλη φορά, ἤμουν παραμάγειρας, καί μοῦ εἶπε ὁ διακονητής μου Γέρο Αὐξέντιος, νά κατέβω μιά Κυριακή πρωῒ στό μαγειρεῖο νά μαγειρέψω ρεβύθια. Τήν νύκτα, πρίν ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία, κατέβαινα γιά τό μαγερεῖο. ῎Ακουσα νά κτυποῦν τά τάλαντα, εἶδα μέσα στήν ἐκκλησία ἀναμμένες λαμπάδες, πολύ φωτοχυσία μέσα. Σκέφθηκα ὅτι οἱ Πατέρες διαβάζουν τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου. Ἐπῆγα στό μαγειρεῖο, ἄναψα τήν φωτιά, ἔβαλα τά ρεβύθια ἐπάνω καί τραβοῦσα τό κομποσχοίνι μου. ῞Οταν τελείωσα τό μαγείρευμα, ἀκούω τόν Μοναχό Βασίλειο νά κτυπᾷ τό τάλαντο. Τόν φωνάζω «Τί συμβαίνει, τοῦ λέγω, βρέ  πάτερ Βασίλειε; Γιατί κτυπᾶς πάλι τό τάλαντο; Δέν τό κτύπησες πρίν δύο ὧρες πάλι;». Ἐκεῖνος μέ ἐθεώρησε πλανεμένο καί δέν μοῦ ἔδωσε σημασία. ῏Ηλθε ὁ διακονητής μου π. Αὐξέντιος. Τοῦ ἐξήγησα τό περιστατικό. ῾Η ὑπόθεσις ἐπῆγε κατ᾿ εὐθείαν στόν ῾Ηγούμενο. Ἀπεδείχθη ὅτι ἦταν διαβολική πλεκτάνη. ῾Ο ῾Ηγούμενος ἔκτοτε μοῦ ἀπηγόρευσε νά κατεβαίνω μόνος μου στό μαγειρεῖο, παρά μόνο μέ τόν ὑπεύθυνο ἀδελφό.

Μιά ἄλλη φορά ἐπήγαινα μέ τά πόδια ἀπό τήν Μονή Ἰβήρων στήν Μεγίστη Λαύρα. Ἐστάθμευσα γιά λίγο νά ξεκουρασθῶ στό ῾Αγίασμα τοῦ ῾Αγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπου πλησίον ὑπάρχει τό Ρουμάνικο κελλί τῶν ῾Αγίων 40 Μαρτύρων. Ἐκεῖ εἶδα ἕνα Μοναχό. Τοῦ μίλησα: «Παρίντε, παρίντε (πάτερ) τί κάνεις; Εὐλογεῖτε. Ἐπῆγα κοντά, τόν ἔπιασα ἀπό τά γένεια. Καί τί λές ἔπιασα; Μιά τούφα ἀπό πράσινα χόρτα. ῏Ηταν ὁ διάβολος μέ τήν μορφή Μοναχοῦ πού ἤθελε νά μέ πειράξῃ.

῎Αλλοτε πάλι, ἕνα πρωῒ κατέβαινα γιά τήν ἐκκλησία. Στήν ἡμικυκλική πετρόσκαλα τῆς ἐσωτερικῆς αὐλῆς, συνήντησα μπροστά μου ἕνα Μοναχό. Μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Μοναχός Αὐξέντιος πού πνίγηκα μέ ἄλλους δύο στό πέλαγος τῆς Σιθωνίας, ὅταν πηγαίναμε πρό ἐτῶν, κατ᾿ ἐντολή τῶν Γεροντάδων στό Μετόχι μας, στό χωριό Νέος Μαρμαρᾶς Χαλκιδικῆς. Νά εἰπῇς σ᾿ αὐτούς τούς Γεροντάδες, πού μᾶς ἔστειλαν ὅτι ἐμεῖς δέν πνιγήκαμε, γιατί μᾶς ἔσωσε ἡ ὑπακοή". ῎Αλλοτε πάλι ὁ ἴδιος Μοναχός Αὐξέντιος, παρουσιάσθηκε μία νύκτα στόν ἐπίτροπο τῆς Μονῆς παπᾶ Φώτιο, τοῦ κτύπησε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του. ῾Ο παπᾶ Φώτιος τοῦ ἀποκρίθηκε.

-Ἐμπρός, ποιός εἶναι;

-Εἶμαι ὁ Αὐξέντιος.

-Μά, αὐτός πνίγηκε προχθές στήν θάλασσα.

-Αὐτοί πού τελειώνονται στήν ὑπακοή δέν πνίγονται. Καί ἐξαφανίσθηκε.

 

῾Η τελευταα μου πσκεψις στ κελλ το Γροντος Σωφρονου.

-Εὐλογεῖτε, Γέρο Σωφρόνιε.

-῾Ο Χριστός καί ἡ Παναγία νά σέ εὐλογοῦν.

-Πῶς πάει τό κουράγιο σου;

-Γρήγορα θά φύγω. Ἐλπίζω στήν Παναγία μας, τό Προπύργιο τῶν Ὀρθοδόξων καί τήν ἀκαταμάχητη Προστασία μας, ὅτι θά μέ βοηθήσῃ στήν ὥρα τοῦ θανάτου μου.

-῞Οταν πς, Γροντα, πνω στν Παρδεισο, ν θυμσαι κα μς τος δελφος σου πο ζσαμε δ μαζ 13 χρνια.

-Μή λέγεις τέτοια λόγια. Δέν εἶμαι ἄξιος ἐγώ νά προσευχηθῶ γιἀ σᾶς, διότι εἶμαι βρῶμα καί δυσωδία. Εἶμε πόρνος καί ὁ πάτος τῆς κολάσεως. Μά ἄν μέ ἐλεήσῃ ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία μας, πῶς θά μπορέσω νά ξεχάσω ἐσᾶς τά νέα Καλογέρια τῆς Μονῆς μας;

ν κνουμε γι ν σωθομε, πτερ Σωφρνιε;

-Μή κάνετε τέτοιες ἐρωτήσεις, γιατί ρίχνετε τόν ἄλλον στήν ὑπερηφάνεια καί στήν κενοδοξία. Ποῖος εἶμαι ἐγώ πού θά σᾶς συμβουλεύσω; Μά ἄν θέλετε νά γίνετε καλοί Μοναχοί, νά κάνετε τά κομποσχοίνια σας, νά μισῆτε τήν ὑπερηφάνεια, ν᾿ ἀποφεύγετε τά ἀξιώματα καί τά κοσμικά μεγαλεῖα, διότι αὐτά βυθίζουν τόν ἄνθρωπο στήν ἀμετανοησία. ῎Αχ! τί μεγάλο κακό εἶναι ὁ παγκάκιστος  ἐχθρός στούς ἀνθρώπους !! Αὐτός δέν ἡσυχάζει νά πολεμῇ τούς Μοναχούς μέ τήν φαντασία καί τίς πονηρές σκέψεις. Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς νά ἔχουμε τόν νοῦν μας στραμμένο μέ ἐλπίδα καί ὑπομονή στόν Χριστό καί τήν Παναγία μας.

Ἔμεινε συνολικά 15 ἡμέρες, στό κρεβάτι του καί πρό τῆς κοιμήσεώς του, κάλεσε τόν Πνευματικό τῆς Μονῆς νά πάη στό κελλί του. Τοῦ ἐζήτησε νά ἐξομολογηθῆ. Ἐξωμολογήθηκε καί ὁ Πνευματικός τοῦ διάβασε συγχωρητική εὐχή. Κατόπιν ἐφώναξε τόν διακονητή του, τόν μοναχό Νικόδημο καί ζήτησαν συγχώρησι μεταξύ τους.

Μετά οἱ Πατέρες ἄρχισαν νά διαβάζουν τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί πρίν τελειώσουν ὁ Γέρο-Σωφρόνιος ἐκοιμήθη μέ βαθειά εἰρήνη. Ἡ κοίμησίς του ἦτο τόσο ἀνεπαίσθητη, ὥστε ὁ ἰατρός τῆς Μονῆς μας π. Λουκᾶς, χρειάσθηκε νά τόν ψηλαφήση γιά νά βεβαιωθῆ. Ἐντύπωσι προκάλεσε σ᾿ ὅλους τό φωτεινό καί εἰρηνικό πρόσωπό του. Ἐνόμιζε κανείς ὅτι κοιμᾶται.

Ἐκοιμήθη στίς 15 Ἀπριλίου 1991, δύο ὧρες μετά τό πέρας τῆς θ. Λειτουργίας. Σύμφωνα

μέ τίς ἰατρικές πληροφορίες τῶν γιατρῶν  τῆς Μονῆς μας, ἔπασχε, πρίν ἀπό πολλές δεκαετίες ἀπό χρόνιο ἀλλεργικό ἆσθμα καί καρδιακή ἀνεπάρκεια. Τό τελευταῖο διάστημα τῆς ζωῆς του ἔπασχε ἀπό μή ἀναστρέψιμο πνευμονικό οἴδημα.

Ἐγκατέλειψε τά ἐπίγεια γιά νά τά ἀνταλλάξῃ μέ τά οὐράνια. Ἀνεπαύθη ἀπό τούς πολλούς ἀσκητικούς του πόνους, τά βάσανά του, τούς κατατρεγμούς του, τίς ἀρρώστειές του, καί τίς δαιμονικές ἐνοχλήσεις.

῎Εφυγε ἀπό τόν κόσμο, ἀφοῦ ἔζησε στό Μοναστήρι 62 χρόνια μέ τελεία ξενητεία χωρίς νά γνωρίζῃ γιά τούς συγγενεῖς του ποῦ εἶναι  κι ἄν εὑρίσκονται στήν ζωή.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀδελφέ μας Γέροντα Σωφρόνιε. ῾Ετοίμασε τόπον καί γιά ἐμᾶς στίς αἰώνιες Μονές τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν.

 

ΓΕΡΩΝ ΣΑΒΒΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+ 1909-1977)

Μία μορφή πού στό πέρασμά της σκεπάσθηκε ἀπό τήν ἁγιορείτικη ἁπλότητά της καί ἐκδηλώθηκε μόνο ἡ τραχύτης τοῦ χαρακτῆρος της, λόγῳ τῆς Μανιάτικης καταγωγῆς της, ἐπιθυμῶ τώρα νά παρουσιάσω.

Τόν Γέρο Σάββα τόν ἐγνώρισα στήν Μονή τῆς μετανοίας μας, τήν τοῦ  ῾Οσίου Γρηγορίου, ὅπου ἐπῆγα ἐκεῖ ὡς προσκυνητής γιά πρώτη φορά, τόν Ἰούλιο τοῦ 1971. Ἐκεῖνο τό  βράδυ καθισμένοι στό μπαλκόνι τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ἀρχαγγέλων, ἐκάναμε τήν πρώτη γνωριμία. Σάν πατριῶτες πλέον τόλμησα νά τοῦ ἐκμυστηρευθῶ τό μυστικό μου, ὅτι θέλω κι ἐγώ, ἐάν εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἐνδυθῶ τόν μελανό χιτῶνα τοῦ μονήρους βίου. Ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησε:  «Ἄν θέλῃς νά μάθῃς ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, βάλε τρεῖς μετάνοιες μροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, καί πές της· Παναγία μου, ἀξίωσέ με νά γίνω Μοναχός ἄν αὐτό εἶναι θέλημα τοῦ Υἱοῦ σου».

῎Ετσι κι ἔκαμα, ἀλλά ὄχι στήν Μονή Γρηγορίου, διότι τό καῒκι ἐπλησίαζε, καί ἔπρεπε νά πάω γιά προσκύνημα στήν γειτονική Μονή τοῦ Διονυσίου. Ἐκεῖ βάζοντας τίς μετάνοιες στήν Παναγία τοῦ Ἀκαθίστου, ἔλαβα τήν συγκατάθεσι τῆς Παναγίας, ὅτι εἶναι Θεῖο θέλημα νά γίνω καί ἐγώ Μοναχός. ῎Εφυγαν οἱ ἀλλοπρόσαλλοι λογισμοί, οἱ ἀμφιβολίες, οἱ ἐπιφυλάξεις, οἱ ἀντιρρήσεις τοῦ ὑπεναντίου, ἀλλά γιά κοινοβιασμό στήν Μονή τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖ εἶχε καί ἐμένα ταξιθετήσει ἡ Παναγία ἀπό τότε. Δηλαδή 4 χρόνια πρίν ἔλθω ὁριστικά. Ζητῶ συγγνώμη γιά τήν παρέκβασι αὐτή, προκειμένου νά ἐξιστορήσω καί τό δικό μου περιστατικό πού ἔχει σχέσι μέ τόν μακαριστό Γέρο Σάββα.

῞Οταν ἦλθα λοιπόν, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1975, τόν ξαναεῖδα πάλι ὡς διακονητή τοῦ Μύλου τῆς Μονῆς μας, πού εἶναι στά ὄρια μέ τήν Ἱερά Μονή Σίμωνος Πέτρας. Μαζί του συνδέθηκα διά πνευματικοῦ ἀδελφικοῦ δεσμοῦ καί πολλά ὠφελήθηκα ἀπό τήν ἁπλοϊκή ζωή του. Μοῦ διηγόταν τά παιδικά του χρόνια διακοπτόμενος συχνά ἀπό τά καυτά δάκρυά του. Μοῦ μιλοῦσε γιά τόν περιπετειώδη ἐρχομό του στό Μοναστήρι μας, γιά τήν ἐπί 49 συνεχῆ χρόνια βία στούς ἀγῶνες τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς. Τέλος ἀξιώθηκα νά εἶμαι κοντά του καί στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του.

῎Ας ἀρχίσουμε ὅμως ἀπό τήν ἀρχή τά τῆς ζωῆς του γεγονότα:

Γεννήθηκε στήν Μάνη Λακωνίας τό 1909. Τό χωριό του μᾶς εἶναι γνωστό γιά τούς

γενναίους καί σκληρούς ἀγωνιστάς του, οἱ ὁποῖοι πρωτοστάτησαν γιά τήν ἀπελευθέρωσι τῆς Πατρίδος μας ἀπό τό τουρκικό ζυγό. Τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦτο Παναγιώτης. Οἱ γονεῖς του πέθαναν ἀπό κάποια ἀσθένεια καί τόν ἄφησαν ὀρφανό σέ ἡλικία 7 ἐτῶν. Τότε τόν παρέλαβε ὁ θεῖος του, κάτω ἀπό τήν φροντίδα τοῦ ὁποίου καί μεγάλωσε.

Δέν ἔδειχνε ὅμως τήν πρέπουσα στοργή καί προστασία, ὅπως ἔκαμε στά δικά του παιδιά. Δέν τοῦ ἔδινε νά φορέσῃ τά παπούτσια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τά «γουρνοτσάρουχα», καί περπατοῦσε ὁ μκρός Παναγιώτης ξυπόλυτος. Φθάνοντας στά 13 του χρόνια, διώχθηκε σχεδόν ἀπό τόν θεῖον του γιά νά μάθῃ νά ζήσῃ μόνος του. Χωρίς τήν κηδεμονία κάποιου, ἐπῆγε ὁ Παναγιώτης στό λιμάνι τοῦ Πειραιῶς, ὅπου ἔπιασε δουλειά, ὡς χαμάλης γιά τήν φορτο-εκφόρτωσι πραγμάτων στά πλοῖα.

Ἀργότερα μπῆκε σέ ἕνα πλοῖο καί ἐδούλευε. ῾Ο καπετάνιος τόν ἐσυμπάθησε καί τόν

πῆρε κοντά του γιά νά βοηθῆ τό προσωπικό τοῦ πλοίου. Κάποια ἡμέρα ἄραξε τό πλοῖο του στήν Αἴγινα, γιά νά κατεβάσῃ πράγματα. Τότε ὁ Παναγιώτης βλέποντας ἀπό μακριά πολλά ἐρημοκκλήσια στούς λόφους τοῦ Νησιοῦ, ὅπου ἄλλοτε ἦταν ἡ Ἐπισκοπή τοῦ ῾Αγίου Διονυσίου, Ἐπισκόπου Αἰγίνης, ἐζήτησε ἄδεια ἀπό τό ἀφεντικό του νά πάῃ μέχρι ἐκεῖ νά προσκυνήσῃ. Μέ τό Θεῖο φόβο καί τήν βαθειά πίστι πού ὡς μοναδικά πνευματικά ἐφόδια ἔλαβε ἀπό τούς γονεῖς του, μπῆκε σέ μιά ἐκκλησία, καί στάθηκε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Εἶναι μόλις ἡλικίας 15 ἐτῶν καί ἀρχίζει τά παιδικά του παράπονα μέ τά μάτια βουρκωμένα: "Παναγία μου, βλέπεις τήν φτώχεια μου, τήν μοναξιά μου, τήν ὀρφάνια μου. Γυρίζω σάν χαμένος στούς δρόμους, χωρίς γονεῖς, χωρίς ἀδέλφια καί συγγενεῖς, χωρίς ἀγάπη καί στοργή ἀπό κανέναν. Σέ παρακαλῶ προστάτευσέ με. Καί ἐπειδή εἶμαι φτωχό παιδί δέν ἔχω τίποτε νά σέ πληρώσω γιά τόν κόπο σου καί τήν καλωσύνη πού σοῦ ζητῶ νά μοῦ κάνῃς. Νά πάρε μιά εἰκοσιάρα. Αὐτή ἔχω μόνο στήν τσέπη μου. Καί ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ τῶν ὀρφανῶν προστασία καί τῶν πενήτων παραμυθία, τήν κράτησε τήν εἰκοσιάρα. Κόλλησε ἐπάνω στό τζάμι της. Χαρούμενος ὁ Παναγιώτης, διότι ἡ Παναγία δέχθηκε τό δῶρο του, ἐπέστρεψε στό καράβι. Τό ἴδιο γεγονός ἐπαναλήφθηκε καί δεύτερη φορά, σέ ἄλλη ἐπίσκεψί του στό Νησί καί σέ ἄλλο ἐκκλησάκι. Πάλι ἡ Θεοτόκος ἡ μόνη καταφυγή τῶν δυστυχούντων καί τῶν πτωχῶν δέχθηκε τό δῶρο του. Ἀλλά αὐτή τήν φορά ἦταν μία δεκάρα.

῾Η Θεία Χάρις εἶχε ἤδη ρίξει τά δίκτυα της καί ἑτοίμαζε νά συλλάβη τό θήραμά της. ῾Ο νεαρός Παναγιώτης ἐμεγάλωσε. ῾Υπηρέτησε στόν στρατό καί ἐπέστρεψε στήν παλιά του δουλειά ὡς λεμβοῦχος. Μία Κυριακή ἀπόγευμα ἐπῆγε στήν ἐκκλησία τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ Πειραιῶς. Μπαίνοντας μέσα, ἄκουσε ἀπό τό ῾Ιερό Βῆμα μία φωνή νά τόν καλῇ μέ τό ὄνομά του:

-Παναγιώτη, Παναγιώτη, ἔλα ἐδῶ παιδί μου.

Σαστισμένο τό παιδί ἀπό τήν ἀπροσδόκητη φωνή, ἄρχισε νά τρέμῃ. Ἐκοίταζε δεξιά-ζερβά μήπως εἰδῆ κάποιον ἄνθρωπο. Ἀπό τήν βόρεια Πύλη τοῦ ῾Ιεροῦ ξεπρόβαλε ὁ ἀρχιμ. καί Πνευματικός π. ῾Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, προορατικός, σταλμένος ἐκεῖ γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Προνοίας, καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. ῞Οταν τόν ἐπλησίασε ὁ Παναγιώτης, ἐφίλησε τό χέρι του καί ἄκουσε ἀπό τό στόμα του τά ἑξῆς θεοφώτιστα λόγια:

Ἐσύ παιδί μου Παναγιώτη, νά πᾶς νά γίνῃς Μοναχός στό ῎Αγιον ῎Ορος στήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου. ῎Ελα τώρα μαζί νά σέ ἑτοιμάσω, νά σοῦ βγάλω τά εἰσητήρια, καί νά πᾶς στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ.

-Γέροντα, ἐγώ ἐκεῖ δέν ξέρω κανέναν. Πῶς θά ζήσω, ποῖος θά μέ προστατεύσῃ;

-῾Η Χάρις τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Παναγία μας, δέν θά σέ ἐγκαταλείψῃ, ὅπως δέν σέ ἄφησε καί μέχρι τώρα.

-Γέροντα, δέν ἔχω συγγενεῖς ἐκεῖ, δέν ἔχω λεφτά γιά νά νοικιάσω σπίτι, δέν ξέρω κανέναν νά μοῦ δώσῃ δουλειά. Πῶς θά ζήσω ἐκεῖ;

-Παιδί μου, ἐκεῖ κατοικοῦν Μοναχοί πού προσεύχονται μέρα καί νύκτα. ῞Ολοι αὐτοί εἶναι ἀγαπητά παιδιά τῆς Παναγίας μας. Μένουν στό δικό της ῾Ιερό τόπο, τό ῞Αγιον ῎Ορος, ὅπου ὑπάρχουν πολλά Μοναστήρια, ῞Αγιες Εἰκόνες, ὡραῖες Ἀκολουθίες. Ἐκεῖ δέν χρειάζεται νά νοικιάσῃς σπίτι γιά νά μένης, οὔτε λεφτά γιά νά ψωνίζης νά τρῶς. ῞Ολα αὐτά θά σοῦ τά παρέχῃ τό Μοναστήρι, ἀρκεῖ ἐσύ ἐκεῖ νά κάνῃς μόνο ὅτι σοῦ λέγῃ ὁ ὑπεύθυνος τῆς Μονῆς, πού εἶναι ὁ ῾Ηγούμενος.

-'῎Εεε, ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, πηγαίνω Γέροντα. Μόνο νά μέ βοηθήσετε νά φθάσω ἐκεῖ, διότι οὔτε χρήματα γιά τά εἰσιτήρια ἔχω, οὔτε ξέρω κατά ποῦ πέφτει αὐτό τό ῞Αγιον ῎Ορος πού μοῦ λές.

-Ἐγώ θά φροντίσω γιά ὅλα, μή ἀνησυχεῖς.

Μέ τίς εὐχές καί τή πατρική βοήθεια τοῦ ἀειμνήστου π. ῾Ιερωνύμου, ὁ Παναγιώτης ἔφθασε στό Μοναστήρι τοῦ Γρηγορίου στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1928. ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς τότε, ἦταν ὁ ἅγιος καί πραότατος παπᾶ Θανάσης, ὁ ὁποῖος καί τόν ἔκειρε Μοναχό δίδοντάς του τό ὄνομα τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ ῾Ηγιασμένου. Τό χειραγώγησε ἐπιστημονικά στό στάδιο τῶν μοναχικῶν ἀγώνων καθ᾿ ὅσον ὁ ἴδιος ἦταν εἰκόνα πραότητος καί ταμεῖον πλουσίων πνευματικῶν ἐμπειριῶν.

῾Ο π. Σάββας διακρινόταν γιά τήν ἀνθεκτική καί σκληρή του φύσι. Σέ ὅποιο διακόνημα ὑπηρέτησε, ἐπέδειξε ἀσυνήθη ζῆλο, δυναμικότητα καί αὐταπάρνησι. Γιά πολλά χρόνια ἦταν κηπουρός, μυλωνᾶς, ἀλλά τόν περισσότερο καιρό ἦταν καπετάνιος στίς βάρκες τῆς Μονῆς. Πόσες φορές, μοῦ ἐδιηγεῖτο, κτυπιόταν μερόνυκτα μέ τά κύματα γιά νά φθάση στήν ἀπέναντι χερσόνησο τῆς Χαλκιδικῆς, στό Μετόχι μας «Παρθενών» γιά νά πάρη τρόφιμα καί νά γυρίση πίσω!!

Μιά φορά μέ ἄλλους δύο, κατόπιν ἐντολῆς τῆς Μονῆς, ἐπῆγαν μέ τά κουπιά πάντα στό Αἰγίνιο Βεροίας, προκειμένου νά πάρουν πράγματα ἀπό τό ἐκεῖ Μετόχι μας, Βούλτσιστα. Ἐπί τρεῖς ἡμέρες καί νύκτες πατοῦσαν τά κουπιά, ἀληθινοί θαλασόλυκοι, μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους γιά νά μείνουν πιστοί στήν ἀρετή τῆς ὑπακοῆς πού ὑποσχέθηκαν τήν ἡμέρα τῆς κουρᾶς των.

Μπροστά σέ κάθε κίνδυνο ἦταν ἄφοβος ὁ μακαριστός Γέρο Σάββας. ῏Ηταν ἐκ φύσεως γενναῖος, τύπος ἐθνικοῦ ἥρωος, ὅπως οἱ πρόγονοί του, οἱ Μαυρομιχαλαῖοι.

Οἱ κῆποι τοῦ μύλου, τά τσιμεντένια κρεββατά, τά σκαλοπάτια, ἡ ἁπλωταριά, ἡ κατασκευή τῶν πεζουλιῶν, ὅλα εἶναι ἔργα τοῦ Γέρο Σάββα, ὁ ὁποῖος ἐπί μίαν δωδεκαετία, ἔχυσε τό αἷμα του γιά νά μεταφέρῃ μόνος του στήν πλάτη τά τσιμέντα καί τά ἄλλα ὑλικά καί νά φτιάξῃ ὅλα τά ἀνωτέρω. ῎Εφτιαξε ὑδραγωγεῖον καί μετέφερε τό νερό τοῦ βουνοῦ σέ τσιμεντένια δεξαμενή. Ἐφύτευσε δένδρα, κυρίως ἑσπεριδοειδῆ, εὐτρέπισε τόν τόπον καί ἀπό ἀγριότοπο τό ἔκαμε ἐπίγειο Παράδεισο. Ἐκεῖ ζοῦσε πολύ ἀσκητικά. Σπανίως μαγείρευε. Συνήθως ἔτρωγε παξιμάδι, πού ἔπαιρνε ἀπό τή Μονή. Κρεμμύδια καί χόρτα ἀπό τούς κήπους. Ἐκεῖ ἐγνώρισε καί ἐντονώτερα τόν πόλεμον τῶν δαιμόνων.

Μιά βραδυά, ἐνῶ εἶχε ξαπλώσει, παρουσιάσθηκε μπροστά του ἕνας φοβερός δαίμονας, μέ τήν μορφή γιγαντιαίου μαύρου ἀνθρώπου.῏Ηταν ἕτοιμος νά ὁρμήσῃ ἐπάνω του νά τόν κατασπαράξῃ. Χωρίς νά φοβηθῇ ὁ π. Σάββας, τοῦ εἶπε θαρραλέα· «ἄν εἶναι θέλημα Θεοῦ νά μέ φᾶς, φάγε με!» Ἀμέσως ὁ διάβολος ἐξηφανίσθη ἀφήνοντας πίσω του τήν δυσωδία τῆς ἐλεεινῆς παρουσίας του.

Στό λαιμό του πάντοτε φοροῦσε μέ μεγάλη εὐλάβεια, ἕνα Σταυρό μικροῦ μεγέθους, ὁ ὁποῖος ἔκρυβε μέσα μικρό τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου. Τοῦ τό εἶχε χαρίσει, καθώς μοῦ ἔλεγε, ἕνας Χιλιανδαρινός Μοναχός, γιά κάποια ἐξυπηρέτησε πού τοῦ ἔκαμε. Ἐξ αἰτίας λοιπόν αὐτοῦ τοῦ μικροῦ Σταυροῦ, προκάλεσε στό κελλί του κάποια ἡμέρα, τήν ἀθρόαν ἔλευσιν δεκάδων ἀνθρώπων πού κρατοῦσαν καί δῶρα στά χέρια τους.

Τί εἶχε συμβεῖ; ῞Ενας διαβάτης, περνῶντας ἀπό τόν Μύλο, ὅπου ἔμενε ὁ παπποῦς, στάθηκε ἐκεῖ λίγο νά ξεκουρασθῆ, καί νά πιῆ δροσερό νερό. Εἶχε καί τό χέρι του πρισμένο καί εἶπε στό π. Σάββα τήν ἀνησυχία του αὐτή. ῾Ο Γέροντας τοῦ λέγει αὐθόρμητα: "Ἄα, δέν εἶναι τίποτα. Θά σέ σταυρώσω μέ τί Τίμιο Ξύλο καί θά γίνῃ ἀμέσως καλά!!. Καί πράγματι γιατρεύθηκε τό χέρι του. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτός ἐνθουσιασμένος ἀπό τόν «θαυματουργό» Μοναχό, ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του. Ἐδημοσίευσε τό γεγονός σέ πολλούς, καί σέ λίγες ἡμέρες κατέφθασαν ν᾿ ἀποδώσουν τιμές καί εὐχαριστίες στόν ἁπλούστατο Γέρο Σάββα. Εἶδε καί ἔπαθε ὁ καϋμένος ὁ Παπποῦς, ὅπως μοῦ ἔλεγε, νά τούς μεταπείσῃ ὅτι κι αὐτός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος καί μόνον ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔκανε τό θαῦμα.

Στίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν τακτικώτατος. Καθόταν μόνιμα σέ ἕνα στασίδι, πίσω ἀπό τήν Παναγία τήν Γαλακτοτροφοῦσα, κρατῶντας τό παλιό τυπικό περί ὀρθοστασίας. Καθόταν μόνον στά Ψαλτήρια καί τίς ῟Ωρες.

Στά χέρια του εἶχε πάντοτε τό κομποσχοίνι καί ἐψέλλιζε τήν εὐχή. Προσευχόταν γιά ὅλους. Σέ μερικούς Πατέρες πού εἶχαν προβλήματα ἤ ἐκουράζοντο περισσότερο στίς δουλειές τούς τραβοῦσε περισσότερα κομποσχοίνια. Κοιμόταν ἕως τέσσαρες ὧρες καί τίς ὑπόλοιπες προσευχόταν. ῏Ηταν σχεδόν ἀγράμματος καί δέν ἐδιάβαζε βιβλία. Τά πρωϊνά ρωτοῦσε τούς Πατέρες, γιά τούς ὁποίους τήν νύκτα ἔκανε κομποσχοίνι: Τί κάνεις σήμερα, εἶσαι καλλίτερα; Γιά σένα ἔκανα τό βράδυ 20 κομποσχοίνια, γιά σένα πάτερ τάδε 15.

Τοῦ ἔλεγε ὁ ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς «πάτερ Σάββα, κάνε προσευχή γιά τόν τάδε ἀδελφό. ῎Εχει προβλήματα μέ τούς συγγενεῖς του». Πράγματι ὁ Γέρο Σάββας, ἔλυωνε στήν προσευχή γι᾿ αὐτόν τόν ἀδελφό.

῞Οταν ἐγήρασε τόν μεταφέραμε στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς. ῞Ενα μεσημέρι, ἐνῶ προσευχόταν γιά συγκεκριμένο πρόβλημα ἑνός νέου ἀδελφοῦ, δέχθηκε τήν βίαιη καί θορυβώδη ἐπίσκεψι ἑνός γιγαντόσωμου σατανᾶ. Οἱ πόρτες καί τά παράθυρα ἔτριζαν κατά τήν εἴσοδό του στό γηροκομεῖο. ῞Ωρμησε κατεπάνω του θυμωμένος καί μέ τά χέρια ἀνοικτά γιά νά τόν κατασπαράξῃ. Τοῦ εἶπε ἀγριεμένος: «Σταμάτα νά προσεύχεσαι συνεχῶς γι᾿ αὐτό τόν Μοναχό, γιατί θά σέ ξεσχίσω».

῾Ο Γέρο Σάββας, μέ κλάμματα μοῦ διηγήθηκε τό περιστατικό, ἀλλά καί δέν ἔπαυσε νά προσεύχεται γιά τόν Μοναχό αὐτόν.

Παρ᾿ ὅλα αὐτά ἔγινε τό θέλημα τοῦ σατανᾶ, διότι ὁ ἐν λόγῳ ἀδελφός ἔφυγε γιά τόν κόσμο. ῾Ο Γέροντας καί ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς, μᾶς εἶπε, ὅτι δέν εἶχε καθαρή ἐξομολόγησι καί ὑπακοή.

Μία ἄλλη φορά ἤμασταν στήν κεντρική ἐκκλησία, καί ἐτελεῖτο ἡ ἀγρυπνία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ῏Ηταν ἡ τελευταία γιά τόν π. Σάββα. Τήν ὥρα πού ἔβγαζε ὁ ῾Ιερέας τόν Δίσκο μέ τό Τίμιο Σταυρό, ἕνας δαίνομας ἔτρεχε ἐναερίως πρός τήν ἔξοδο. Καθόμουν δίπλα στόν Γέρο Σάββα καί δείχνοντας μέ τό χέρι του, μοῦ ἔλεγε: «Κύττα κύττα πῶς τρέχει ἕνας δαίμονας φοβισμένος πρός τά ἔξω».

Λόγῳ τῆς ἀγραμματοσύνης του καί τῆς φυσικῆς τραχύτητος τοῦ χαρακτῆρος του, ἴσως ἐστενοχωροῦσε ἀδελφούς, ἀλλά ὅπως μοῦ ἔλεγε, δέν εἶχε τήν πρόθεσι νά λυπήσῃ κανέναν. "῞Ολους τούς συγχωρῶ καί ὁ Θεός νά τούς συγχωρήσῃ", μοῦ ἔλεγε συχνά.

Μαζί του περνοῦσα πολλές στιγμές. Στά τελευταῖα του μοῦ ἔλεγε· «παρά τίς ἁμαρτίες μου μέ ἐβοήθησε ὁ Θεός καί δέν ἐσπίλωσα τό Σχῆμα μου. ῞Ο,τι εἶμαι τό χρωστάω στήν Παναγία μας.

Πάτερ Σάββα, ἡ Παναγία δέν σέ ἄφησε νά χαθῇς. Ἀπό μικρό παιδί σέ προστάτευσε.

Θέλοντας κάθε φορά να εἰπῆ κάτι δέν τό κατώρθωνε, διότι τόν ἔπνιγαν τά δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης του πρός τήν ῾Αγνή Θεομήτορα.

-Παιδί μου, Δ. ἄν πεθάνω αὐτόν τόν Σταυρό πού φορῶ μέ τό Τίμιο Ξύλο νά τόν πάρῃς ἐσύ. Στόν δίνω γιά εὐλογία. Καί ἄν εὕρω παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά τόν παρακαλέσω γι᾿ ὅλους σας.

Ἐπί 49 χρόνια δέν βγῆκε καμμιά φορά ἔξω στόν κόσμο, οὔτε γιά ὑποθέσεις τῆς Μονῆς, οὔτε γιά θεραπεῖες καί φάρματα. Γιατρούς του εἶχε τήν ῾Αγίαν Ἀναστασία, καί τόν ῞Αγιον Νικόλαον καπετάνιο στά πολυήμερα θαλασσινά ταξίδια του. Μέ ἐντολή ὅμως τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς π. Γεωργίου μετέβη, μετά ἀπό ἡμιπληγία πού ὑπέστη, στήν Θεσσαλονίκη. ῞Οταν ἐπέστρεψε μοῦ μιλοῦσε μέ πολύ θαυμασμό γιά τά αὐτοκίνητα πού εἶδε, τά ὐψηλα κτίρια καί τ᾿ ἄλλα ἀξιοθέατα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἔργα.

῾Η ῾Αγία Ἀναστασία ἡ Ρωμαία, συνηθίζει, ὅπως λέγουν οἱ παλαιοί Πατέρες, νά παίρνῃ κάποιον πρίν ἤ μετά τήν πανήγυρίν της πού τελεῖται στίς 29 Ὀκτωβρίου ἑκάστου ἔτους. Τήν προηγούμενη χρονιά, 1976 ἐπῆρε δύο ἡμέρες μετά τήν πανήγυρί της τόν ὁσιώτατον Μοναχό π. Δημήτριο. Τήν χρονιά αὐτή, 1977, ἦλθε νά μᾶς πάρῃ τόν Γέρο Σάββα. Εἶχε ὑποστεῖ ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο πρίν 15 ἡμέρες, καί τήν ἑπομένη τῆς πανηγύρεώς της, στίς 30 τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου 1977 ἔφυγε ἡ ψυχή του μέ συνοδό τήν Προστάτιδα ῾Αγία μας πρός τά Οὐράνια Σκηνώματα τοῦ Δημιουργοῦ.

Πόσο ἀθόρυβα καί ἀπροειδοποίητα ἔφυγε ἀπό κοντά μας! Δέν προλάβαμε νά ἀνταλλάξουμε τίς μεταξύ μας συγχωρητικές εὐχές καί μετάνοιες. ῏Ηλθε τό πρωῒ στήν ἐκκλησία. Στόν ῾Εσπερινό βλέπουμε τά καθυστερῆ. ῏Ηταν ἡ τελευταία φορά πού δέν ἦταν στήν ὥρα του ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀκολουθίας. Ἐπῆγε ἕνας ἀδελφός μας ἀπό τούς νέους, ὁ π. Συμεών, νά ἰδῇ τί κάνει. Τόν εὑρῆκε ξαπλωμένον στό κρεβάτι του νά ἔχῃ πάρῃ τόν ὕπνο τοῦ δικαίου.

Δέν ἐκούρασε κανέναν, οὔτε νοσοκόμους, οὔτε ἄλλους ἀδελφούς, διότι μέχρι τήν τελευταία του ἡμέρα συμμετεῖχε στήν ἐκκλησία καί στήν τράπεζα τῆς Μονῆς. Μακάρι καί ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε αὐτοῦ τοῦ ἀνωδύνου καί μακαρίου τέλους μέ τήν παράκλησι στόν Θεό νά μή κουράσουμε κανέναν ἀδελφό.

Εἴθε μέ τίς προσευχές σου, ἀδελφέ πάτερ Σάββα, ἡ Παναγία νά σκέπη τήν Ἀδελφότητά μας καί νά ἑτοιμάζῃ καί σ᾿ ἐμᾶς τόπο ἀναπαύσεως, ὅταν ἔλθῃ ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς μας ἀπ᾿ αὐτόν τόν ψεύτικο κόσμο.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε ἀδελφέ μας πάτερ Σάββα.

 

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+ 1891 - 1956)

Δέν πρέπει νά παρασύρῃ τό ρεῦμα τῆς λησμονιᾶς τόν ἀείμνηστο παπᾶ Στέφανο, τοῦ ὁποίου ἡ ἑξηκοντετής παρουσία του στήν Μονή μας, πολλά ἔχει νά μᾶς διδάξῃ. Δέν ἔχει σημασία νά μάθουμε πόσο ψηλά ἔφθασε. Αὐτό τό γνωρίζει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τόν ἀντήμειψε γιά τούς μοναχικούς του κόπους. Ἐμεῖς τά πνευματικά του ἐγγόνια ἐπιθυμοῦμε ν᾿ ἀκούσωμε διδακτικά περιστατικά ἀπό τήν ζωή του, νά λάβουμε ὅπλα πολυετοῦς μοναχικῆς ἐμπειρίας γιά νά κτυπήσουμε τόν διάβολο, τόν αἰώνιο ἐχθρό τῆς σωτηρίας μας.

Γεννήθηκε  σ᾿ ἕνα χωριό  τῆς Κερκύρας τό 1891. Τό 1916 ἦλθε στό Μοναστήρι μας καί ὑπετάγη στήν ὑπακοή τοῦ Καθηγουμένου τῆς Μονῆς Γεωργίου. Ἐκοιμήθη στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς τό 1956. Δέν ἀξιωθήκαμε νά τόν γνωρίσουμε ἐμεῖς οἱ νέοι Πατέρες. Τόν γνωρίσαμε ὅμως μέσῳ τῶν Γερόντων Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς μας, οἱ ὁποῖοι καί μᾶς διηγήθησαν ἀρκετά ἀπό τήν ζωή του.

Διακρίθηκε διά τήν πραότητα, τήν σιωπή καί τήν νηστεία. Γι᾿ αὐτό εἶχε καί μεγάλη εὐλάβεια στόν ῞Αγιο Ἰωάννη τόν Νηστευτή. Ἀγάπησε τό Μοναστήρι μας καί ἔβαλε κανόνα στόν ἑαυτόν του νά μήν ἐξέλθη ποτέ μέχρι τοῦ θανάτου του. Καί τό ἐφήρμοσε. Ἀπό τότε πού ἦλθε μέχρι τήν τελευταία πνοή του, δέν ἐπῆγε γιά ἐπίσκεψι, οὔτε στήν Δάφνη, ἀλλά οὔτε καί  ἄλλα Μοναστήρια τοῦ ῎Ορους καί  Σκῆτες ἐπισκέφθηκε. Ἀγωνίσθηκε μυστικά γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, καί ἀπέκτησε πολλές ἀρετές καί πνευματική σοφία. Δέν ἤξερε ἄλλο δρόμον ἀπ᾿ αὐτόν πού ὁδηγεῖ στήν ἐκκλησία, στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ καί στό κελλί του. Στά νειᾶτα του ὑπηρέτησε πολλά χρόνια ὡς κηπουρός. Μέ κίνδυνον τῆς ζωῆς του, καθώς μοῦ ἔλεγον οἱ τελευταῖοι παλαιοί Πατέρες, σκαρφάλωνε στίς μάνδρες γιά νά τίς ἐπισκευάσῃ, στόν πύργο τῆς Μονῆς γιά νά στερεώσῃ τά κρεβατά, στά δένδρα γιά νά τά κλαδεύσῃ. Τά καλοκαίρια δέν ἐγνώριζε ξεκούρασι στό κελλί του. Σάν τήν φιλέρημη τρυγόνα κρυβόταν μέσα σ᾿ ἕνα πυκνόφυλλο δένδρο, τό Ἄριο ὀνομαζόμενο, ὅπου εἶχε κάνει τό ξυλοκρέβατό του. Ἐκεῖ βυθιζόταν στούς πνευματικούς του στοχασμούς, γιά τήν ὡραιότητα τῆς ὁρατῆς Δημιουργίας καί τά κάλλη τοῦ πενυματικοῦ παραδείσου. Προσευχόταν ἀδιάκοπα καί μυστικά, γι᾿ αὐτό ἀπέφευγε συνάντησι καί συζήτησι μέ Πατέρες καί λαϊκούς.

Οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τόν εἶχαν σέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια. Κάποια φορά δέχτηκε τό δυνατό ράπισμα ἑνός παραδελφοῦ του, διότι τόν ἐθεώρησε ἔνοχο γιά τήν ἀσύνετη διεκπεραίωσι ἑνός ἔργου, ἐνῶ ἦταν ἀθῶος. Δέχτηκε τό κτύπημα ὡς ἄκακο ἀρνίο. Μάλιστα γύρισε τό πρόσωπό του καί στήν ἄλλη πλευρά καί εἶπε στόν χειροδικήσαντα ἀδελφό· «κτύπα καί ἀπό ἐδῶ, κτύπα καί ἀπό ἐδῶ»

Κάθε βράδυ, πρίν κοιμηθῆ, εἶχε τήν ὡραία συνήθεια νά διαβάζῃ τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου. Συχνά οἱ ἄλλοι Πατέρες τόν ἄκουγαν ἀπ᾿ ἔξω νά στενάζῃ καί ἄλλοτε νά ἐπικαλῆται δυνατά τήν ἄμαχο πρεσβεία τῆς Θεομήτορος. Τήν βία στήν ὀρθοστασία, σύμφωνα μέ τήν τότε παράδοσι, τήν κρατοῦσε  μέ πολλή ἐπιμέλεια. Μόνο στήν ἀνάγνωσι τῶν Καθισμάτων τοῦ Ψαλτηρίου καί στίς ῟Ωρες, ὅπως καί ἀλλοῦ ἐγράψαμε, ἐκάθοντο οἱ παλαιοί Πατέρες.

Λόγῳ τῶν χαρισμάτων καί ἀρετῶν του ὁ ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς ἀρχιμ. Ἀθανάσιος, τόν ἐκάλεσε  κάποτε στήν γεροντική Σύναξι νά βάλη μετάνοια γιά νά γίνη Πνευματικός.

῾Ο Παπᾶ Θανάσης τοῦ εἶπε τά ἑξῆς: Σέ καλέσαμε ἐδῶ, πάτερ Στέφανε, γιά νά σέ κάνουμε πνευματικό τῆς Μονῆς. Τό Μοναστήρι ἀναγνωρίζει τά προσόντα σου, τήν ἀγάπη σου, τήν εὐλάβειά σου πρός τίς ἀκολουθίες καί ἦλθε ἡ ὥρα νά σέ τιμήσῃ καί προαγάγῃ.

Σεβαστέ μου Γέροντα, καί ἀγαπητοί μου Πατέρες, τί πνευματικός νά γίνω ἐγώ; Νά ἔρχωνται οἱ πατέρες μέ ἕνα πειρασμό καί νά φεύγουν μέ δέκα;

Παρέμεινε ταπεινός καί ἀφανής ὁ λειτουργός τοῦ Θεοῦ καί τῆς Μονῆς μέχρι τῆς τελευταίας ἀναπνοῆς του. Ἐμίσησε τά ἀξιώματα, διότι ἀγάπησε τήν ἐσωστρέφεια καί τήν νηπτική ἐργασία τῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία ἀληθινά τιμᾶ καί πλουτίζει τόν ἄνθρωπο.

Τά τελευταῖα 20 χρόνια ἐργάσθηκε ὡς προσφοράρης τῆς Μονῆς. Στά γεράματά του μεταφέρθηκε στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, καί διακονήθηκε ἀπό τόν Γέρο ῾Ησύχιο, ὁ ὁποῖος τώρα εἶναι 99 καί μοῦ εἶπε ἀρκετά γιά τόν μακαριστό παπᾶ Στέφανο.

Λόγῳ τῆς ἀσθενείας του δέν μποροῦσε νά τρώγῃ σχεδόν τίποτα. ῾Ο διακονητής τοῦ ἔκανε πιλάφι. Τόν ἐρωτᾶ νά βάλῃ μέσα βούτυρο ἤ λάδι; ῏Ηταν περίοδος Τεσσαρακοστῆς. Οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο τοῦ εἶπε. Τόσο πολύ ἀδυνάτισε, πού ὁ γηροκόμος του ὅπως μοῦ ἔλεγε, ψηλαφοῦσε ἀπό τό μέρος τῆς κοιλιᾶς του τούς σπονδύλους τῆς σπονδυλικῆς στήλης του. Δέν χωροῦσε οἰκονομία στά φαγητά καί κατάλυσις, λόγῳ ἀσθενείας. ῏Ηταν αὐστηρός στά τυπικά καί προσηλωμένος στίς μοναχικές του συνήθειες καί παραδόσεις.

Τίς τελευταῖες δέκα ἡμέρες ἄρχισε νά χάνῃ τίς αἰσθήσεις του. ῏Ηταν εἰρηνικός, χαρωπός καί τοῦ ἄρεσε νά ψάλλῃ. ῞Ενα πρωϊνό, κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καί σέ λίγο εἰδοποίησε τόν διακονητή του νά τοῦ εἰπῇ ὅτι ἦλθε ὁ Παπποῦς (ὁ ῞Αγιος Νικόλαος), καί τοῦ εἶπε: «Κάνε λίγο ὑπομονή καί θά ἔλθουμε νά σέ πάρουμε». Προφανῶς μαζί μέ τούς ἄλλους δύο Προστάτας, τόν ῞Οσιο Γρηγόριο καί τήν ῾Αγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία. Εἰδοποιήθηκε ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς καί τοῦ μετέφερε τ᾿ Ἄχραντα Μυστήρια. Μετά ἀπό μία ὥρα παρέδωκε ὁ ἀείμνητος παπᾶ Στυέφδανος τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.

῎Ετσι ἐξεδήμησε πρός Κύριον ὁ ἐξαίρετος Λευῒτης τοῦ Θεοῦ παπᾶ Σέφανος καί μετέστη ὡς ἄσαρκος στήν ἄσαρκον ἀγγελικήν χοροστασία. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε.

 

 

ΓΕΡΩΝ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+ 1892 - 1981)

Ὁ ὁσιώτατος Μοναχός Αὐξέντιος Γρηγοριάτης, ἦταν τό καμάρι καί τό στολίδι τῆς ῾Ιερᾶς  Μονῆς μας. ῏Ηταν ὁ ἀσκητής τοῦ κοινοβίου, ὁ ἀετός τῆς θείας ἀγάπης, ὁ θεωρός τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὁ περιφρονητής τῶν γηῒνων καί ἐραστής τῶν οὐρανίων. ῏Ηταν τό καύχημα τῆς μετανοίας. ὁ πλοῦτος τῆς θείας σοφίας, ὁ δυνάστης τῶν δαιμόνων, τῆς προσευχῆς τό λαμπρότατον τέμενος, ὁ ἐπίγειος ῎Αγγελος καί οὐράνιος ἄνθρωπος.

Μέ αὐτά τά ταπεινά λόγια ἐτόλμησα στό ἐλάχιστο βέβαια, νά ἐκθειάσω τήν ὁσιακή προσωπικότητα τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς μας π. Αὐξεντίου. Γνωρίζω τήν ἀδυνα

μία τῆς γλώσσης μου, νά ἐξυμνῶ τέτοιες μορφές, γι᾿ αὐτό καί ἐκ τῶν προτέρων ζητῶ  συγγνώμη.

Πολλά ἐγράφησαν ἀφ᾿ ὅτου ὁ ῞Οσιος αὐτός Μοναχός ἤλλαξε τά ἐπίγεια μέ τά οὐράνια, τά φθαρτά μέ τά ἄφθαρτα. Ἐθεώρησα ὅμως ἀναγκαῖον, ἀνάμεσα στίς ἄλλες βιογραφίες τῶν ῾Αγιορειτῶν Γεροντάδων μας, νά προσθέσω καί τόν μακαριστό π. Αὐξέντιο, περιλαμβάνοντας συνοπτικά, τά ἱστορικά στοιχεῖα γιά τήν ζωή του, τούς ἀγῶνες καί τό μακάριο τέλος του. Ἐπίσης θά προσθέσω καί ὅσα γεγονότα συνέβησαν μετά τήν κοίμησίν του, πρός δόξαν Θεοῦ καί ἔπαινον τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος.

῾Ο Γέρων Αὐξέντιος, γεννήθηκε στήν Μάνδρα Ἀττικῆς Ἐλευσῖνος) τό 1892. Τό κοσμικό του ὄνομα, ἦταν Ἀθανάσιος Κωνσταντίνου. Προήρχετο ἀπό εὐσεβῆ οἰκογένεια. Ἀπό τήν ἐφηβική του ἡλικία ἀγάπησε τόν μονήρη βίο. Οἱ βιγραφίες ῾Οσίων Πατέρων, πού ἄπληστα ἐδιάβαζε, τοῦ εἶχαν ἀνάψει τόν ζῆλο γιά τόν ἀσκητικό μοναχισμό. ῞Οταν ἐμεγάλωσε, ὑπηρέτησε ὡς στρατιώτης τήν Πατρίδα ἐπί ἀρκετά χρόνια κατά τήν περίοδον  τῶν Βαλκανικῶν πολέμων. Ἀφοῦ μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε σῶος, ἔφυγε ἀμέσως γιά τό Μοναστήρι τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Δομβοῒτου, πού εὑρίσκεται κοντά στήν περιοχή τῆς γενετείρας του. Ἐκάρη ἐκεῖ ρασοφόρος Μοναχός καί μετ᾿ ὀλίγον ἀνεχώρησε γιά περισσότερη ἡσυχία καί προσευχή, γιά τόν εὐλογημένο ῎Αθωνα.

Στήν ῾Ιερά Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου ἦλθε τό 1920 σέ ἡλικία 28 ἐτῶν. Μετά ἕνα χρόνο, ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχός μέ τό ὄνομα Αὐξέντιος. Ἀπό τότε μέχρι τήν ἡμέραν τῆς κοιμήσεώς του, πού συνέβη τό ἑσπέρας τῆς ἀγρυπνίας τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 1981, ὁ Γέροντας ἔκαιγε καί ἔλυωνε ὡς μία λαμπάδα στό Μοναστήρι μας φωτίζοντας ὅλους μέ τά ἔνθεα κατορθώματά του καί τίς πλούσιες ἐμπειρίες του. Μερικά ἀπό αὐτά θά σημειώσουμε ἐν συνεχείᾳ, ὡς φόρον τιμῆς καί ἀγάπης πρός τήν ἁγίαν του μορφή.

῾Ο Γέρο ῾Ησύχιος, ἕνα χαριτωμένο γεροντάκι τῆς Μονῆς μας, πού τώρα σέ ἡλικία 99 ἐτῶν γηροκομεῖται στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς μας, μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:

῾Ο Αὐξέντιος, ἀδελφάκι μου, ἦταν ἅγιος ἀπό τήν μάννα του. ῏Ηλθε ἕτοιμος Καλόγερος ἀπό τό Μοναστήρι τῆς πατρίδος του. Ἐκεῖ ἔμαθε ὅλα τά καλογερικά καί ἦλθε ἐδῶ ἕτοιμος. Μαζί διακονήσαμε στό Μετόχι Βούλτσιστα τῆς Κατερίνης. Ἐκεῖνος ὑπηρέτησε ἐκεῖ ὡς μάγειρος τρία χρόνια. Ἐνῶ ὅλοι ἔτρωγαν κρέατα, αὐτός οὔτε τά δοκίμαζε, καί παραδόξως πάντα ἦταν νόστιμα. Κρατοῦσε τήν σιωπή καί τήν εὐχή. ῏Ηταν πολύ ἐργατικός. Μακάρι ν᾿ ἀξίωνε καί ἐμένα ὁ Θεός νά ἔχω τό τέλος του.

῾Ο γράφων ἔζησε μαζί μέ τόν π. Αὐξέντιο ἕξι χρόνια. Ἀλλά καί ἄλλοι Πατέρες, οἱ πρῶτοι ἀπό τούς νέους, ἔχουν πολλά νά διηγοῦνται γιά τήν ὁσιακή του πολιτεία.

Δέν ἀγάπησε τίποτα ἀπό τά ἐφήμερα καί ἡδέα τοῦ κόσμου. ῞Ολη του τήν προσοχή τήν εἶχε ἀνυψώσει πρός τά ἐπερχόμενα ἐπηγγελμένα ἀγαθά. Τά τελευταῖα 20 καί πλέον χρόνια, εἶχε χάσει τό φῶς τῶν σωμτικῶν ὀφθαλμῶν του, λόγῳ καταρράκτου. Τοῦ πρότειναν οἱ Πατέρες νά βγῇ γιά νά ἐγχειρισθῇ, ἀλλά δέν δέχθηκε καί προτίμησε νά παραμείνη τυφλός, μέχρι τοῦ θανάτου του.

῾Υπηρέτησε σέ πολλά διακονήματα τῆς Μονῆς, ὅπως στήν ἐκκλησία, στόν μῦλο, στό μαγειρεῖο, στά Μετόχια, στούς κήπους μέ ὑποδειγματική ἐργατικότητα καί ἐγρήγορσι στήν εὐχή. Στό μῦλο αὐτός κατεσκεύασε τά πεζούλια, ἔκτισε τίς μάνδρες, ἔβγαλε τά χαλίκια ἀπό τά κηπάρια καί τά καλλιέργησε γιά πρώτη φορά.

Κάποια φορά ἐκινδύνευσε ἀπό τίς σφαῖρες ἑνός κυνηγοῦ. ῏Ηταν νύκτα καί ἔβγαζε τά χαλίκια ἀπό τόν κῆπο ἔξω. Κάποιος κυνηγός νόμισε ὅτι ἐκεῖ μέσα στούς θάμνους ἦταν ἀγριόχοιρος. Θά πυροβολοῦσε, ἀλλά ἡ Θεία Χάρις τόν ἔσωσε.

Ποτέ δέν ἐπεδίωξε στήν Μονή νά πάρῃ ἀξιώματα. ῏Ητο εὐχαριστημένος μέ τό κατ᾿ ἔτος διακόνημά του καί τήν ἀμίμητον πτωχεία του. Στό κελλί του εἶχε μόνο τό ξυλοκρέβατό του, μία διχαλωτή καρέκλα, ὅπου τίς νύχτες ἔκανε τίς ἀγρυπνίες του, λίγες εἰκόνες καί τά ἐλάχιστα χιλιομπαλωμένα ροῦχα του. Κρατοῦσε ἀκόμη τό ζωστικό του, τό ὁποῖο ἔρραβε ὁ ἴδιος μέ σακορράφα καί κλωστή σπάγγο. Εἶχε τόσο πολύ φθαρεῖ, ὥστε σήμερα δέν διακρίνεται ἀπό τά πολλά μπαλώματα τό ἀρχικό του ὕφασμα. Κάποιος Μοναχός, ὁ μακαρίτης π. Ἀνδρέας, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ὁ Γέρο Αὐξέντιος δέν φορεῖ, οὔτε ζητεῖ καινούργοια ροῦχα, πῆγε ἕνα ἀπόγευμα ἔξω ἀπό τό κελλί του. Πῆρε τό κουρελιασμένο παντελόνι τοῦ παπποῦ καί κρέμασε ἕνα ἄλλο καινούργιο. ῾Ο παπποῦς τήν ἄλλη ἡμέρα ζητοῦσε τό δικό του. Δέν τό βρῆκε, μά οὔτε καί διαμαρτυρήθηκε. Μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες, ἀφοῦ ὁ π.'Ανδρέας διεπίστωσε ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνῃ τίποτε, ἐπῆγε, ἐπῆρε τό δικό του καί κρέμασε πάλι τό παλιό παντελόνι τοῦ Γέροντος.

Ἀγαποῦσε πολύ τίς Ἀκολουθίες. Πρίν ἀρχίσουν ἔπιανε τόν τοῖχο καί σιγά-σιγά ψελλίζοντας τήν εὐχή ἤ τούς Χαιρετισμούς κάποιου ῾Αγίου, κατευθυνόταν πρός τήν ἐκκλησία. ῞Οταν κάποια φορά ἔπεσε καί κτύπησε, δέν ζήτησε βοήθεια, ἀλλά οὔτε καί σταμάτησε νά ψιθυρίζῃ τήν εὐχή. Στά νειᾶτα του, φλογισμένος ἀπό τόν πόθο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἀνεχώρησε γιά τό Κάθισμα τῆς Παναγίας, πού ἀπέχει ἀπό τήν Μονή 15 λεπτά. Σέ ἕνα μῆνα ἐπέστρεψε. Τόν ρώτησα γιατί γύρισες Γέροντα; Μοῦ ἀπήντησε: «Εἶχε πάει χωρίς τήν εὐλογία τῆς Μονῆς καί μέ ἐνωχλοῦσε ὁ λογισμός. Ἐπί πλέον ἔμαθαν οἱ Χριστιανοί, ὅτι κάποιος ἀσκητεύει ἐκεῖ καί ἤρχοντο νά μοῦ ζητήσουν συμβουλές. Ἐγώ βέβαια ἐκρυβούμουν στό δάσος, ἀλλά δέν μποροῦσε νά γίνεται αὐτό κάθε ἡμέρα. ῎Ετσι προτίμησα νά κατέβω πάλι στήν Μονή γιά νά ἀγωνισθῶ χωρίς νά μέ ξέρῃ κανείς».

῾Η βία του στή σιωπή καί στήν εὐχή, ἦταν χαρακτηριστική καί ἀπό τό ἑξῆς γεγονός: Κάποτε ὅταν τόν διακονοῦσα, διηγεῖται ὁ ἀδελφός π,. Βασίλειος, ἠθέλησε ἕνας ἄλλος ἀδελφός νά τόν συνοδεύῃ μετά τόν ῾Εσπερινό γιά τό κελλί του. Στό δρόμο ἐσκέφθηκε νά τοῦ ὁμιλῇ διάφορα πράγματα διά νά διασκεδάσῃ τήν τύφλωσί του. ῞Οταν τόν μετέφερε στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, τοῦ εἶπε μέ αὐστηρό ὕφος: «Θέλω νά μέ ὁδηγῇς χωρίς νά μοῦ μιλᾶς, γιατί θέλω νά λέω τήν εὐχή».  Συχνά ὅμως ἐπήγαινε ὁ Παπποῦς μόνος του στήν ἐκκλησία, ἀκουμβῶντας στόν τοῖχο καί ψηλαφῶντας τούς χώρους πού εὕρισκε μπροστά του. Μάλιστα δέ μέ τά δεξί του χέρι ἀκουμβοῦσε στόν τοῖχο καί μέ τό ἀριστερό του ἔκλεινε τό αὐτί του γιά νά μή ἀκούῃ συνομιλίες τῶν κοσμικῶν προσκυνητῶν. ῎Ετσι ζοῦσε μυστικά μέ τήν ἀδιάκοπη προσευχή στήν καρδιά τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐμποδίζοντας κάθε τι τό ἐξωτερικό στήν νοερά ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεό.

Στήν ἐκκλησία καί τίς Ἀκολουθίες, μᾶς ἔλεγε ὅτι αἰσθάνεται εὐλευθερία, γι᾿ αὐτό καί ἐρχόταν πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους. Ἀφοῦ προσκυνοῦσε ὅλες τίς εἰκόνες, φορητές καί τοιχογραφίες, στεκόταν στό μόνιμο στασίδι του, τό πρῶτο δεξιά στόν κυρίως Ναό. Πρίν ἀρχίσει ἡ Ἐννάτη ῞Ωρα ρωτοῦσε, ἄν ἄκουγε ὅτι κάποιος περνοῦσε ἀπό δίπλα του: «Ποῖος ῞Αγιος γιορτάζει αὔριο;». Ἀπ᾿ ἐκείνη τήν στιγμή θά ἄρχιζε νά κάνῃ κομποσχοίνι γιά τόν ῞Αγιο τῆς αὐριανῆς ἡμέρας.

Ἐγνώριζε δέ μέ κάθε λεπτομέρεια τήν τάξι τῶν ἀκολουθιῶν. 'Εάν κάποιος παρέλειπε κάτι ἀπό ἄγνοια ἤ ἀπροσεξία, τόν διώρθωνε λέγοντάς του, π.χ. Δόξα Πατρί, λέγε. Ἐάν ὁ διαβαστής δέν ἄκουγε ἤ ἀδιαφοροῦσε, τοῦ ἔλεγε μέ αὐστηρό ὕφος: «ἑβραῖος εἶσαι καί παραλείπεις τά μισά;»

Στό κελλί του εἶχε δύο μικρά μεταλλικά κουτιά ἀπο γάλα βλάχας. Τό ἕνα τό χρησιμοποιοῦσε γιά νά πίνῃ τό νερό, καί τό ἄλλο γιά τό κρασί. Ἐπειδή αὐτά εἶχαν σκουριάσει, σκέφθηκα νά τά πετάξω καί νά βάλω καινούργια ἀνοξείδωτα. Τοῦ τό εἶπα, ἀλλά ἦταν ἀνένδοτος. Δέν ἤθελε πολυτέλειες. Ἀρκεῖτο στά ἀπολύτως ἀναγκαῖα. Δέν ἤθελε νά κουράζῃ κανέναν, γι᾿ αὐτό δέν ζήτησε οὔτε νά τοῦ ἀσπρίσουν τό κελλί, οὔτε νά τοῦ διορθώσουν τήν πόρτα ἤ τό παράθυρα, οὔτε ζήτησε ἄλλα ροῦχα. ῎Εμεινε μέ τά παλιά, πού εἶχαν γίνει κουρέλια.

῞Οταν τόν ἐρωτοῦσα: «Τί θέλεις νά φᾶς; Μοῦ ἔλεγε: «῞Ο,τι ἔχῃ ἡ τράπεζα». Τίποτε τό ἰδιαίτερο. Καμμία ἰδιοτροπία. Ἀπό τό πρωϊνό φαγητό, κρατοῦσε τό μισό καί τό ἔτρωγε τό ἀπόγευμα. Τότε συνήθως ἔπινε καί ἕνα τσάϊ μέ λίγο κρασί. Μέσα ἔβαζε καί ἀρκετή ζάχαρι καί μία φέτα ψωμί.

            Κάποτε τοῦ εἶχα πάρει καραμέλλες. Τοῦ ἄρεσαν πολύ. Ἄλλοτε εἶχε ζητήσει νά τοῦ ἀγοράση ὁ π. Δαμιανός ἕνα κιλό. Ὅταν τίς ἐπῆγε στό κελλί του, ὁ Γέρο Αὐξέντιος τοῦ εἶπε νά τίς κρατήση στό κελλί του καί νά τοῦ φέρνη μόνο ἀπό δύο κάθε ἡμέρα. Δέν ἤθελε νά ἔχη περιττά πράγματα στό κελλί του γιατί τόν πείραζε ὁ λογισμός του.

-Γιατί π. Αὐξέντιε, θά σέ πειράξη ὁ λογισμός σου;

            -Νά, θά θέλω νά κάνω προσευχή καί ὁ νοῦς μου θά πηγαίνη στίς καραμέλλες!!!

            Κάτι παρόμοιο συνέβη καί μέ τόν χαλβὰ. Ὅταν εἶδα ὅτι τοῦ ἄρεσε, τοῦ ἔφερα ἕνα μπαστοῦνι τῶν τριῶν κιλῶν. Τήν ἄλλη ἡμέρα μοῦ εἶπε:

            -Πάρε τόν χαλβὰ καί δέν θέλω νά μοῦ φέρης ἄλλη φορά.

Τέτοια βία ἀσκοῦσε στόν ἑαυτό του, ὅταν ἔβλεπε ὅτι κάποια ἀνθρώπινη ἀδυναμία θά μποροῦσε νά τοῦ δημιουργήση πνευματική ἀνωμαλία. Ἦταν γιά ἐμᾶς ἀληθινό ὑπόδειγμα βιαστοῦ μοναχοῦ.

            Ὅταν ἦταν στά τελευταῖα του κι ἐμεῖς περιμέναμε ὅτι δέν θά ζήση ἀκόμη πολλές ἡμέρες, τόν ἐπισκέφθηκε τότε ὁ σεβαστός μας Γέροντάς. Ἦταν ἡ τελευταία ἑβδομάδα, πρίν ἀρχίση ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Θέλοντας λοιπόν νά τόν πειράξη ὁ Γέροντας, τόν ἐρωτᾶ:  "Θά κρατήσης κι ἐσύ τό τριήμερο τῆς νηστείας, π. Αὐξέντιε; Καί ὁ Γέρο Αὐξέντιος πνέοντας τά λοίσθια στό κρεββάτι του, τοῦ ἀπαντᾶ μέ ὅση δύναμι τοῦ εἶχε ἀπομείνει: "Ναί θά τό κρατήσω, πρῶτα ὁ Θεός".

Ὅλοι φυσικά γελάσαμε καί ὁ Γέροντας μειδιῶντας καί γυρίζοντας πρός ἐμᾶς, μᾶς; εἶπε: "Εἶναι ζήτημα, ἐάν θά ζήση ἀκόμη τρεῖς ἡμέρες, κι ὅμως τό τριήμερο τῆς νηστείας, πρό τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς θέλει νά τό κρατήση". Αὐτό φανέρωνε τήν ἀγωνιστικότητά του καί τήν μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς βία στόν ἑαυτό του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἕνωσί του μέ τόν ἐράσμιο Νυμφίο τῆς ψυχῆς του, τόν Χριστό.

Ὅταν κάποτε τόν ἐρώτησα: Πῶς νά λέγω τήν εὐχή, μοῦ ἀπήντησε: Μέ τήν καρδιά".

-Κι ὅταν ἔρχονται λογισμοί, τί νά κάνω;

-Νά τούς διώχνης. Οἱ λογισμοί, προέρχονται ἀπό τά πάθη. Τά πάθη εἶναι σάν τήν  μηχανή. Ἔρχεται ὁ διάβολος γυρίζει τήν μηχανή του καί τότε βγαίνουν σάν τά ζάρια οἱ λογισμοί. Ἐμεῖς πρέπει νά τούς διώχνουμε καί νά βάζουμε τό νοῦ στήν καρδιά μας καί νά λέμε τήν εὐχή", καί συνέχισε νά προσεύχεται μέ τόν νοῦ στήν καρδιά του.

Σέ ὅλους ἦταν καταδεκτικός μέ τήν σεμνοτάτη παρουσία του. Τούς ἀγαποῦσε τούς Πατέρες καί ἰδιαίτερα αὐτούς πού τόν διακονοῦσαν τούς τραβοῦσε κομποσχοίνι. Οἱ συμβουλές του πρός ὅλους σχεδόν, ἀκόμη καί πρός τούς εὐλαβεῖς χριστιανούς πού τόν ἐπισκέπτοντο, ἦταν ἡ εὐχή καί ἡ ἀνάγνωσι τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ.

Ἀπέφευγε κάθε τί πού θά τόν ἠμπόδιζε στήν γλυκυτάτη του προσευχή. ῎Ετσι δέν ἤθελε νά συζητῇ πολύ, οὔτε νά καθυστεροῦν Πατέρες στό κελλί του, ἀνάβοντας τήν σόμπα του ἤ ἑτοιμάζοντας τό φαγητό του.

Οὐδέποτε ἐζήτησε νά τόν συνοδεύσῃ κάποιος γιά νά πάη βόλτα στόν περίβολο τῆς Μονῆς. Ἐνίοτε, ὅταν ἀντιλαμβάνετο, ὅτι θά ἔλθουν κάποιοι νά τόν ἐνοχλήσουν, κρυβόταν μέσα στά τετριμμένα κλινοσκεπάσματά του γιά νά μή κουβεντιάζῃ μαζί τους.

Ἐντύπωσι εἶχε προξενήσει σέ ὅλους μας, ἡ συμμετοχή του στίς ἱερές Ἀκολουθίες. Σχεδόν πάντοτε στεκόταν ὄρθιος ψελλίζοντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκάθητο λίγο, ἀλλά ὅταν ἄκουγε τό ὄνομα τῆς Παναγίας, τοῦ ῾Αγίου τῆς ἡμέρας, ἔκανε ἀμέσως τό Σταυρό του καί σηκωνόταν. Τό πόσο εἶχε χαριτωθεῖ, θά τό μάθουμε ἀπό τό στόμα ἑνός ἐργάτου τῆς Μονῆς μας τοῦ κ. Δημήτρη, ὁ ὁποῖος μετά τό πέρας τῆς Λειτουργίας κάποιου Σαββάτου, το 1979, μέ πλησίασε καί μέ ρώτησε τά ἑξῆς:

-Πάτερ, ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, ἀλλά τέτοια πράγματα πού εἶδα σήμερα τό πρωῒ στήν'Εκκλησία, θά ἔπρεπε ἐσεῖς νά τ·ά βλέπετε καί ὄχι ἐγώ.

-Τί εἶδες, Δημήτρη; Τί σοῦ συνέβη;

-῞Οταν μπῆκα τό πρωῒ στήν ἐκκλησία, διαβάζανε κάτι Ψαλμούς οἱ Μοναχοί. Πέρασα ἀπό τήν Λιτή (ἐσωνάρθηκας) γιά τό κυρίως Ναό. Τότε δεξιά μου, ἐκεῖ πού στέκεται πάντα ἕνος τυφλός γέρος, ψηλός καί ἀδύνατος, ἄκουσα Ψαλμωδίες. Ἀπόρησα. Κύτταζα ἀπό ποῦ προέρχονται, ἀλλά ἀπό πουθενά δέν ἔβλεπα κάποιους ἀπό τούς Πατέρες νά ψάλλουν. Ἀρκετά συγκινημένος ἐπῆρα ἕνα στασίδι καί προσευχόμουν. Στήν ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας ἄλλη παρόμοια περίπτωσι μέ ξάφνιασε. ῞Ολοι οἱ Μοναχοί μέ προπορευομένους τούς παλαιοτέρους Πατέρες, ἦταν σέ παράταξι πλησίον τοῦ Τέμπλου γιά νά κοινωνήσουν. Καθώς τούς ἐκύτταζα ἀπό μακρυά, τό πρόσωπο τοῦ πρώτου, αὐτοῦ δηλαδή τοῦ τυφλοῦ, ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο καί περισσότερο. Μά ποιός εἶναι, πάτερ, αὐτός ὁ Μοναχός;

-Ὀνομάζεται Γέρων Αὐξέντιος καί εἶναι ἅγιος Μοναχός. Ἀλλά πές μου ἀκόμη, Δημήτρη, σοῦ ἔχουν συμβεῖ καί ἄλλα παρόμοια τέτοια γεγονότα στήν ζωή σου;

-Ναί, μία φορά, καθώς διάβαζα τήν Θεία Μετάληψι, αἰσθάνθηκα γύρω μου εὐωδία καί ἄλλοτε ἐπιθυμῶ πολύ νά κλαίω, ὅταν διαβάζω αὐτές τίς εὐχές.

 Πνευματικός τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος ἐχρημάτισε ὁ ῾Ιερομόναχος π. Π. Μαζί του συνῆψε τόν παρακάτω διάλογο:

-Γέρο Αὐξέντιε, θά πᾶμε στό παράδεισο;

-῾Ο Θεός ξέρει.

-Τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά κερδίσουμε τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν;

-Νά λέμε συνεχῶς τήν εὐχή: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...» καί προσέθεσε: «Πολλές φορές βλέπω πρός τό δεξιό μέρος Φῶς. Αὐτό τό βλέπω ὅταν κάνω τόν κανόνα μου μέ κομποσχοίνι. Τό βλέπω τακτικά καί μετά πάλι φεύγει.

-Τί αἰσθάνεσαι, ὅταν τό βλέπῃς, Γέρο Αὐξέντιε;

-Αἰσθάνομαι πολλή χαρά καί εἰρήνη.

Εἶχε φθάσει στά μέτρα τῆς ἁγιότητος ἀπό τήν παροῦσα ζωή. ῾Ο Χριστός μέ τήν παρουσία τοῦ ἀκτίστου Φωτός στήν ψυχή του, ἐφανέρωνε τήν δική του παρουσία, ἡ ὁποία τόν εἰρήνευε καί τόν χαροποιοῦσε.

Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στόν Γέροντα καί ῾Ηγούμενο τῆς Μονῆς μας, τόν π. Γεώργιο. Ἀπέφευγε νά δίνῃ συμβουλές, διότι μᾶς ἔλεγε: «Ἐσεῖς ἔχετε τόν Γέροντα πού εἶναι θεολόγος. Αὐτόν νά ρωτᾶτε καί νά κάνετε ὑπακοή σέ ὅ,τι σᾶς λέγει». ῾Οσάκις ἐπέστρεφε ὁ Γέροντας ἀπό τόν κόσμο, ὁ Γέρο Αὐξέντιος, μέ βῆμα βιαστικό ἐπήγαινε νά πάρῃ τήν εὐχή του. Ἀλλά καί ὁ Γέροντάς μας στίς ὁμιλίες καί συμβουλές του πρός ὅλη τήν Ἀδελφότητα, τά ἑξῆς περίπου ἔλεγε: "Πρέπει νά ἀγωνιζώμεθα κατά τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας καί τῶν λοιπῶν παθῶν μας. Βλέπετε τόν Γέρο Αὐξέντιο; Εἶναι τυφλός καί οὔτε ὁμιλεῖ κρατῶντας τήν σιωπή. Ἀγωνίζεται μέ τήν ταπείνωσι, τήν μετάνοια, τήν σιωπή, τήν προσευχή καί τόν Κανόνα του. Μέ τήν προσευχή του ὁ Γέρο Αὐξέντιος ἁγιάζεται ὁ ἴδιος, ἁγιάζει καί τήν Ἀδελφότητα καί ὅλο τόν κόσμο. ῾Η προσευχή του λυώνει τούς πάγους τῆς ἁμαρτίας. ῎Ετσι, Πατέρες, κι ἐμεῖς πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε, οἱ παλαιοί ἀλλά καί οἱ νέοι, διότι ὅλος ὁ κόσμος περιμένει πολλά ἀπό ἐμᾶς.

῾Ο πνευματικός του π. Π. μᾶς παρέδωσε καί τήν προσευχή πού ἔλεγε ὁ παπποῦς πρίν ἀπό τόν ὕπνο του τό βράδυ. ῎Ελεγε τό ἑξῆς: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Κατόπιν ἐσταύρωνε τό μέτωπό του, τόν μυελό δεξιά καί ἀριστερά, τήν κεφαλή, τούς ὀφθαλμούς, τήν μύτη) καί ἔλεγε: «Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ φρούρησέ με, φύλαξέ με, σκέπασέ με, ὁδήγησέ με εἰς ὁδόν μετανοίας καί σῶσόν με. Σταυρέ, καθάρισέ με ἀπό πάσης φαντασίας. (αὐτό τό ἔλεγε τρεῖς φορές, καί ἔτσι ἔφευγε ἡ φαντασία). Λῦσον μου τό σκότος τῆς διανοίας καί ρῦσαι με ἀπό παντός σκότους τοῦ πονηροῦ. (Κατόπιν ἐσταύρωνε τήν κοιλιά του καί τά γόνατά του) καί ἔλεγε: "Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ, σῶσόν με τῇ δυνάμει σου, φρούρησέ μου ταύτη τήν σάρκα τήν θνητήν, ὅπου φορῶ καί φύλαξέ την ἀπό παντός μολυσμοῦ καί πάσης ἀκαθαρσίας. Ἀμήν».

Στά τελευταῖα του ὑπέφερε ἀπό ἐξογκωμένη κήλη. ῾Ο γιατρός τοῦ ἔδωσε εἰδική προστατευτική ζώνη, ἀλλά δέν τήν φόρεσε, διότι τόν ἐμπόδιζε στήν προσευχή του. ῞Οταν χειροτέρευσε ἡ κατάστασίς του, μεταφέρθηκε στό νέο νοσοκομεῖο τῆ Μονῆς. ῾Ο μόνιμος καθετήρας τοῦ προκαλοῦσε πόνους, πού δέν τούς ἐξωτερίκευε. Τό χρῶμα τοῦ προσώπου του ἔδειχνε, ὅτι γρήγορα θά ἀπέλθη τῶν ἐπιγείων. Ἐνώπιον δύο νέων Μοναχῶν παρέδωσε τήν ψυχή του, ὅταν στήν ἐκκλησία ὁ χορός τῶν Ψαλτῶν καί τῶν ἱερέων, ἔψαλλον τό «Φῶς ἰλαρόν» στήν ἀγρυπνία τῆς Ὀρθοδοξίας.῞Ο ἕνας ἀπό τούς δύο ἀδελφούς πού στάθηκε κοντά του στίς τελευταῖες στιγμές, εὑρισκόμενος σέ κατάστασι Χάριτος, ἀξιώθηκε νά ἰδῆ ὑπερφυσικά πράγματα. Τόν ἀκοῦμε νά μᾶς τά διηγηθῇ:  "῾Η μορφή του πῆρε τό νεκρικό της χρῶμα. ῾Ο Παπποῦς ἐπῆρε δύο-τρεῖς φορές μεγάλες εἰσπνοές, ἐνῶ οἱ ἐκπνοές του ἐγένοντο μαλακά καί ἥσυχα. Ξαφνικά ἔστρεψε τό πρόσωπό του ἀπότομα πρός τά δεξιά, ὡσάν νά ἤθελε νά ἀποφύγῃ κάτι ὡς ἀηδιαστικό καί ἀποτρόπαιο. Πλησίασα, τοῦ ἔπιασα τό χέρι καί τό φίλησα. Παραξενεύτικα, διότι εὐωδίαζε. Ἐνῶ ἦταν νύκτα, ἀμέσως ἀκούω ἔξω βήματα πολλῶν ἀνθρώπων. Εἶχα τήν αἴσθησι, ὅτι ἦλθαν καί στάθηκαν στά πόδια τοῦ Παπποῦ. Βέβαια δέν τούς ἔβλεπα, ἀλλά ἔνοιωθα ὅτι εὑρίσκοντο ἐκεῖ. ῎Εξαφνα βγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Γέροντος, ἕνας ὁλόκληρος Γέρο Αὐξέντιος...Βγῆκε μέ μία θριαμβευτική ἰαχή, μ᾿ ἐκύτταξε τόν ἐκύτταξα, καί χωρίς νά μοῦ μιλήσῃ, εἶπε τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Τώρα ἀπελευθερώθηκα, τώρα ἀναπαύθηκα, τώρα ἡσύχασα» Αὐτοί πού τόν περίμεναν, τόν παρέλαβαν καί ἀνεχώρησαν. Ἀγαποῦσα τόν Γέροντα Αὐξέντιο καί ἀποροῦσα, πῶς δέν εἶδα τίποτε γιά τά τελώνια πού γνωρίζουμε, ὅτι ἔρχονται νά φοβερίσουν τήν Ψυχή. Ἀγωνιοῦσα λοιπόν, τί συνέβη μέ τήν ψυχή τοῦ Γέρο Αὐξέντιου. Μετά μία ἑβδομάδα, εἶδα στόν ὕπνο μου τόν Παπποῦ καί τόν ἐρώτησα:

τερ Αξντιε, πς πρασε ψυχ σου τ τελνια; Δν σ νχλησαν;

-Κανένα ἀπό τά δαιμόνια δέν μπόρεσε νά μέ πλησιάσῃ, πάτερ Ν. ῏Ηταν ἀγριεμένα, διότι δέν μπόρεσαν νά κάνουν αὐτά πού ἤθελαν. Μέ ἀπειλοῦσαν χωρίς νά μποροῦν νά μοῦ κάνουν κακό. ῎Αχ τί μᾶς ἔκανες μέ τίς προσευχές σου, μέ τίς νηστεῖες σου, μέ τίς μετάνοιες καί ἀγρυπνίες σου... Μ᾿ αὐτά τά λόγια μέ ἀγριοκύτταζαν, χωρίς νά μποροῦν κἄν νά μέ πλησιάσουν. Μόνο ἕνα δαιμονάκι τῆς πορνείας τόλμησε νά ἔλθῃ στά πόδια μου καί μοῦ εἶπε: «Ἐγώ θά σ᾿ ἐνοχλῶ μέχρις ὅτου φθάσῃς στόν οἶκο τοῦ πατέρα σου».

῾Η ἡμέρα τῆς κηδείας του, ἦτο πράγματι μία ἀνάστασιμη ἡμέρα. Χαρμόσυνο γεγονός ἡ μετάστασις τῆς ψυχῆς τοῦ Γέρο Αὐξέντιου, γι᾿ αὐτό καί αὐθόρμητα τόν προπέμψαμε μέ τό «Χριστός Ἀνέστη..» πού ἀντήχησε σέ ὅλη τήν γύρω περιοχή, ὡς ὕμνος θριάμβου. ῾Η αἴσθησις ὅτι τόν ἔχουμε ἀνάμεσά μας, εἶναι πάντοτε δυνατή. ῾Ο Πανάγαθος Θεός, θέλοντας νά μᾶς βεβαιώσῃ, ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας σώθηκε, καί δοξάσθηκε, ἔδωσε ἀρκετά σημεῖα σέ ὡρισμένους ἀδελφούς πρός παρηγορίαν μας καί δόξαν τοῦ ῾Αγίου Ὀνόματός του.

῾Ο ἀδελφός τῆς Μονῆς μας π. Θ. ὅταν διακονοῦσε τό ἔτος τῆς κοιμήσεως τοῦ Παπποῦ, τό 1981, στό ἀμπέλι, μπῆκε ἕνα ἀπόγευμα στό ἐκκλησάκι τῆς Καλύβης του γιά νά προσευχηθῇ. Αὐθόρμητα τοῦ ἦρθε μία ἐρώτησις στόν νοῦ του: ῾Ο Παπποῦς τότε εἶχε κοιμηθεῖ πρίν τρεῖς μῆνες: «῎Αραγε Χριστέ μου, ἔχει σωθεῖ ὁ Γέρο Αὐξέντιος; Ξαφνικά εἶδε νά κινοῦνται ὅλα τά κανδήλια τῶν ῾Αγίων τοῦ Τέμπλου πολύ χαρμόσυνα. Αὐτό ἐπανελήφθηκε. ῾Ο κηπουρός Ἀδελφός κατέβηκε στό Μοναστήρι καί ἀνεκοίνωσε τό φαινόμενο στόν ῾Ηγούμενο π. Γεώργιο. ῾Υπέθεσαν μήπως ἦταν τά παράθυρα ἀνοικτά καί ἐκινοῦντο τά κανδήλια μέ τίς ἁλυσίδες μαζί. ῏Ηλθαν καί οἱ δύο. Καθώς μπῆκαν στό ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἀμπελιοῦ, καί πάλι εἶδαν νά κινοῦνται ὅλα τά κανδήλια μόνα τους. Ἐκατάλαβαν πλέον ὅτι ἦτο πληροφορία τοῦ Θεοῦ ὅτι ὁ Γέρο Αὐξεντιος ἀνεπαύθη κάι μάλιστα σέ καλό τόπο.

Μία ἄλλη φορά μετά τήν κοίμησιν τοῦ Γέρο Αὐξεντίου ἦλθε στήν Μονή μας ὁ ἐρημίτης Μοναχός π. Γ. ἀπό τά Καυσοκαλύβια. Τότε ὁ γράφων, ἤμουν ἀρχοντάρης καί γιά εὐλογία, ἔβαλα τόν π. Γ. στό δωμάτιο ὅπου ἐκοιμήθη ὁ Γέρο Αὐξέντιος. Τοῦ ἐπεξήγησα ὅτι στό τάδε κρεβάτι κοιμήθηκε πρό μηνῶν ὁ τάδε Γέροντας. Ἐκεῖνος ἰδού τί μᾶς γράφει, μετά ἀπό ὅσα ἔζησε: «Ἀφοῦ ἔκλεισα τήν πόρτα καί πλησίασα τό κρεβάτι του, σκέφθηκα μέσα μου καί εἶπα: "Ἄρα γε τί ἀρετή νά ἔχῃ οὖτος ὁ Γέρων; ῾Υψώσας τό ὄμμα τῆς καρδίας μου πρός τά ἄνω, εἶπα Κύριε ὁ Θεός μου, ἐάν οὖτος ὁ Μοναχός εἶχε ἀρετή στήν ψυχή του καί εὗρε παρρησίαν ἐνώπιόν σου, δός μοι σέ παρακαλῶ νά ἐλαφρώσουν οἱ πόνοι τῆς παμμίαρης κεφαλῆς μου. Στραφείς πρός τόν μακαρίτη, εἶπα:  "Πάτερ Αὐξέντιε, ἐάν ἡ ἀρετή σου εὗρε παρρησίαν πρός τόν Κύριον, θεράπευσόν μου σέ παρακαλῶ, ὅσο εἶνα δυνατόν, τήν ζάλη καί τόν καύσωνα τῆς ἀνοήτου μου κεφαλῆς, καί σταυρώσας τό μαξιλάριον καί τήν στρωμνήν, ξάπλωσα καί ἐκοιμήθην. Στή κατάλληλη ὥρα ἦλθε ὁ ρηθείς ἀδελφός καί μέ ἐξύπνησε. Παρετήρησα κάποια ἐλάφρωσι ἐπάνω μου, ἀλλά ἐπειδή ἤμουν ἀπό τόν ὕπνο, δέν ἔδωσα μεγάλη σημασία.

Κάτω στόν ἀρσανᾶ ἔνοιωσα μεγάλη πνευματική ἐλευθερία, τόσο στήν ψυχή μου ὅσον καί στό σῶμα μου, καθώς καί πολλή ἐλάφρωσι στήν παμμίαρη κεφαλή μου.Ἀφοῦ μπῆκα στό καῒκι, ἔνοιωσα καί αἰσθάνομαι μέσα μου κίνησι, πήδημα καί ἅλμα ἀνατατικό. Προχωρῶντας τό καῒκι πρός τον προορισμό μου, ἡ καρδιά μου δούλευε σάν μηχανή ἀεροπλάνου. Δύναμις νοερά ἐκινεῖτο στήν καρδιά μου μέ χαρά καί εὐφροσύνη. Σκιρτήματα μεγάλα καί μέ ἅλματα ἀνατατικά, ὁρμοῦσε τό πνεῦμα μου ὡσάν νά ἤθελε ν᾿ ἀνέλθῃ στά οὐράνια. Ἀναλογίσθηκα καθ᾿ ἑαυτόν καί εἶπα: «Ἄρα γε αὐτή νά εἶναι ἡ νοερά προσευχή; Ἀλήθεια λέγω, δέν ἐκατάλαβα πότε ἔφθασα στόν προορισμό μου. Ἐβάσταξαν αὐτά τά πνευματικά σημεῖα 5-6 ὧρες καί μετά τά ἔχασα χωρίς νά πάρω χαμπάρι. Αὐτά θέλουν μεγάλη πεῖρα, αὐστηρή νῆψι καί προσευχή καί ψυχή πολυόμματι, γιά νά μπορέσῃ κανείς νά τά παρακολουθήσῃ. Ἐγώ ὡς ἀσθενής καί ἄσωτος στήν ψυχή δέν τό πῆρα εἴδησι πότε ἔφυγαν.Ἀπό τότε, ἀπό τήν ἀμέλειάν μου καί τήν ραθυμίαν μου, δέν ξανάνοιωσα τέτοια πνευματικά πράγματα. Κατάλαβα ὅμως, ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν χάρις τοῦ πατρός ἡμῶν Αὐξεντίου, γιά νά μᾶς πληροφορήσῃ ὁ Θεός, ὅτι ὄχι μόνον ἐσώθη ὁ Γέροντας, ἀλλά καί παρρησίαν εὗρε στόν Θεόν καί ἴσως νά ἔλαβε καί τόν στέφανον τῆς ἁγιωσύνης. Τοῦτο βέβαια ἐγώ δέν τό γνωρίζω, ὁ Θεός τό γνωρίζει. Λοιπόν ἦταν πνευματικά δῶρα γιά νά μᾶς δώσῃ ὁ Θεός θάρρος λέοντος καί πίστι ζῶσα καί θερμοτάτη, νά ἀγωνιζώμεθα σάν πνευματικοί πῆκτες καί ἀθλητές καί γενναῖοι καί ἀνδρεῖοι στρατιῶτες. γιά νά ποθήσουμε τόν ὑπεργλυκύτατον καί ἀπειροαγαπημένον μᾶς Ἰησοῦν, τόν Κύριον καί Θεόν μας. Ἐάν λοιπόν, ἐγώ ὁ βορβοροπαμμιαροβδελυγμένος, παναμαρτωλός καί πανακάθαρτος, τό κέντρο τοῦ ἄδου καί τῆς ἀβύσσου, ἀξιώθηκα  αὐτή τήν σύντομο χάριν ἀπό τόν π. Αὐξέντιο, πόσο μᾶλλον οἱ Πατέρες αὐτῆς τῆς Μονῆς θά ἀξιώνονται πολλῆς χάριτος, ἐάν ἔχουν πίστι σ᾿ αὐτόν; Εἴθε λοιπόν ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς, ν᾿ ἀξιωθοῦν αὐτῶν τῶν πνευματικῶν σημείων πού αἰσθάνθηκα ἐγώ ἡ αὐτοαπώλεια καί ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλά καί μεγαλύτερα καί ὑψηλότερα ἀπό ταῦτα καί μόνιμα μέ τίς εὐχές καί πρεσβεῖες τοῦ ῾Οσίου πατρός ἡμῶν Αὐξεντίου. Ἀμήν".

Μιά ἄλλη φορά ἦλθε στήν Μονή μας, ὁ γνωστός σέ ὅλους νεαρός Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε ἐπί χρόνια ἀπό ἀκάθαρτα πνεύματα. Τόν ἔβαλα νά κοιμηθῇ στό δωμάτιο, ὅπου ἄφησε τήν ἐσχάτη ἀναπνοή του ὁ Γέρων Αὐξέντιος. Τοῦ ἐξήγησα μάλιστα ποιός ἐκοιμήθη τόν αἰώνιο ὕπνο στό κρεβάτι αὐτό. ῾Ο Γεώργιος διεπίστωσε τήν ἑξῆς διαφορά, τήν ὁποίαν μέ ἀμηχανίαν μοῦ ἐδιηγεῖτο: «῞Οταν ἐξάπλωνα στό ἄλλο κρεβάτι, (τά κρεβάτια ἐκεῖ ἦσαν παντοτε δύο), πειραζόμουν φοβερά ἀπό τά δαιμόνια, ἐνῶ ὅταν ξάπλωνα στό κρεβάτι τοῦ Γέρο Αὐξεντίου, παραδόξως ἤμουν πολύ εἰρηνικός".

Μετά τήν κοίμησι τοῦ Γέροντος, ἦλθε στήν Μονή μας, ὡς προσκυνητής  ἕνας εὐλαβής διανοούμενος Χριστιανός ἀπό τήν Πάτρα. ῎Εμαθε γιά τήν κοίμησι καί τίς ἀρετές τοῦ Παπποῦ. Τότε καί αὐτός μέ τήν σειρά του, ἀπεκάλυψε ἐνώπιον τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς μας, ὅτι ὅταν πρό ἐτῶν εἶχε ἔλθει μέ συνοδεία ἀδελφῶν ὡς προσκυνητής στήν Μονή, συνάντησε τόν κοιμηθέντα ἀδελφό στό θυρωρεῖον τῆς Μονῆς. Τόν ἐρώτησε πότε ἠμποροῦν νά προσκυνήσουν τ᾿ ἅγια Λείψανα. ῎Εσκυψε νά πάρῃ τήν εὐχή του, καθώς καί οἱ ἄνθρωποι τῆς συνοδείας του. Πολύ τούς παραξένευσε τό γεγονός, ὅτι τό χέρι τοῦ Γέροντος Αὐξεντίου εὐωδίαζε σάν ἅγιο λείψανο. Τήν ἴδια εὐωδίαν αἰσθανθήκανε οἱ ἀδελφοί μόνο σέ ἅγια Λείψανα καί ὄχι σέ ζωντανό ἄνθρωπο. Θαυμαστός λοιπόν ὁ Θεός ἐν τοῖς ῾Αγίοις αὐτοῦ.

Πιστεύω ὅτι θά ὑπάρχουν καί ἄλλα σημεῖα, τά ὁποία σταδιακά, ἐάν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θά ἀποκαλυφθοῦν. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ὁ Γέρων Αὐξέντιος, ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ  διά τόν ὁποῖον ἦλθεν ἐπί τῆς γῆς καί ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ κόσμου. Καί αὐτός ὁ σκοπός εἶναι ἡ Θέωσις, ἡ αἰωνία ἕνωσις μέ τήν ῾Αγία Τριάδα.

Εἴθε καί ἐμεῖς μέ τίς δυνατές πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ Γέροντος Αὐξεντίου, ν᾿ ἀγωνισθοῦμε καί νά ἐπιτύχωμεν τοῦ ποθουμένου διά νά χαιρώμεθα μετά τῶν ἁγίων καί δικαίων εἰς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 

ΓΕΡΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+1913-1988)

Μετά τά μεσάνυκτα τῆς 8ης Μαΐου 1988 ἐγκατέλειψεν ὁριστικά τά ἐγκόσμια ἕνας ἀπό τούς πιό δραστήριους καί ἐναρέτους Πατέρας τῆς Μονῆς μας, ὁ γέρων Ἀνδρέας.

Μόνο τώρα, μετά τήν ἐν Χριστῶ κοίμησί του, μᾶς εἶναι δυνατόν, νά παρουσιάσουμε μερικές πτυχές ἀπό τήν πεντηκονταετῆ καί πλέον διακονία του στό Μοναστήρι μας, ἀφ᾿ ἑνός γιά νά τιμήσουμε τόν σεβαστό Γέροντα καί ἀφ᾿ ἑτέρου νά διδαχθοῦμε κάτι κι ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἀπό τόν ἰδικό του ἀγῶνα.

Γεννήθηκε στό χωριό Κρυονέριο (πρώην Κουτουλίστια) τῆς Ναυπακτίας τό 1913. Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καί Ἀγαθή ἀπέκτησαν ὡς δῶρα ἀπό τόν Θεό δύο παιδιά, τόν Ἰωάννη καί τήν Μαρία. Ἐπειδή ἔτυχον μιᾶς σπανίας πνευματικῆς παιδείας, ἀκολούθησαν καί τά δύο ἀργότερα τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, γενόμενοι μοναχοί. Τό κορίτσι ὀνόματι Μαρία ἐκάρη μοναχή σέ γειτονικό μοναστήρι τῆς πατρίδος της μέ τό ὄνομα Θεοδούλη.

Τό 1922 ἡ οἰκογένεια αὐτή μεταφέρθηκε στό χωριό Δρέπανο Πατρῶν γιά μιά καλλίτερη ζωή. Ἐκεῖ εἶχαν ἕνα κτῆμα, τό ὁποῖο καλλιεργοῦσαν καί ἐπορεύοντο γιά τά πρός τό ζῆν. Ὁ νεαρός τότε Ἰωάννης, μετά τήν φοίτησι στό δημοτικό σχολεῖο, συνέχισε τίς σπουδές του στό τότε σχολαρχεῖο (σημερινό γυμνάσιο) καί κατόπιν μέ τήν ἄδεια τῶν γονέων του ἐπῆγε στήν Πάτρα νά μάθη κάποια τέχνη. Ἔμαθε τήν ραπτική. Ἐκεῖ ἐκκλησιαζόταν στόν ναό τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης καί παρακολουθοῦσε τά κηρύγματα τοῦ μακαριστοῦ ὁσίου πατρός Γερβασίου.

Ὁ νεαρός Ἰωάννης διαποτισμένος ἀπό τό μέλι τῶν διδαχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντος Γερβασίου, δέχθηκε τήν κλῆσι ἀπό τόν Θεό γιά μιά ἐξ ὁλοκλήρου ἀφιέρωσι στόν χρηστό ζυγό τοῦ Κυρίου. Ἔτσι στήν ἡλικία τῶν 22 ἐτῶν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο. Μέ τά μέσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἔφθασε στήν Θεσσαλονίκη. Ἀπό ἐκεῖ ξεκίνησε μέ τά πόδια γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Οἱ ταλαιπωρίες του, τίς ὁποῖες μᾶς ἐδιηγεῖτο δέν περιγράφονται. Μέσα ἀπό δάση, κοιλάδες, χωρίς ἐνίοτε νερό καί φαγητό, κινδυνεύοντας ἀπό κακοποιά στοιχεῖα ἔφθασε σ᾿ ἕνα σταυροδρόμι. Δέν ἤξερε ποιό δρόμο νά πάρη. Γονάτισε καί προσευχήθηκε. Μία φωνή ἄκουσε καί τόν πληροφόρησε νά πάρη τό δεξιό μονοπάτι καί θά φθάση στό χωριό Σταυρός Χαλκιδικῆς.

Μέ τό ξυλοκάραβο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἔφθασε στήν Δάφνη, λιμάνι τοῦ Ὄρους. Ἀπό ἐκεῖ κατευθύνθηκε πρός νότο καί ἦλθε μέ ἄλλο πλοιάριο στήν Νέα Σκήτη. Τόν περίμεναν εἰδοποιημένοι ἀπό πρίν οἱ μοναχοί τοῦ Κελλίου τῶν Κυριλλαίων. Δέν ἔμεινε ὅμως μαζί τους, παρά μόνο 15 ἡμέρες. Ἐπειδή ζοῦσαν ἐκεῖ πολλοί Ἀδελφοί, λόγῳ ἐλλείψεως χώρου, μέ τήν εὐλογία τους ἐπῆγε στήν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων. Τότε ζοῦσε ἐκεῖ ἀνάμεσα σ᾿ ἄλλους ἀσκητές καί ὁ παπᾶ-Δαμιανός, ἄριστος Πνευματικός καί ἀγωνιστής τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Παλαιότερα εἶχε χρηματίσει καί ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας. Στόν Γέροντα αὐτόν  δοκιμάσθηκε ὁ νεαρός Ἰωάννης καί δέχθηκε νά γίνη ρασοφόρος μοναχός, μετά ἀπό διάστημα μερικῶν μηνῶν. Ὠνομάσθηκε Ἰγνάτιος μοναχός. Ἐπειδή ὅμως ἦτο ἀσθενικῆς

κράσεως, τόν συμβούλευσε ὁ Γέροντας π. Δαμιανός νά μετοικίση σέ κάποιο κοινόβιο μοναστήρι, ὅπου θά εὕρη ὀλιγώτερη ἄσκησι, ἀλλά καλλίτερη διαμονή.

Πράγματι τό 1936 ἦλθε στήν Μονή Γρηγορίου. Ἡγούμενος τότε ἦτο ὁ μακάριος Γέροντας παπᾶ Ἀθανάσιος. Ζήτησε τήν εὐλογία του νά παραδώση τόν ἑαυτό του στά χέρια του γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ὁ πρᾶος παπᾶ Ἀθανάσιος τόν δέχθηκε στήν συνοδία τῆς Ἀδελφότητός του καί μετά ἀπό ἕνα χρόνο τόν ἐκούρευσε μοναχό ὀνομάζοντάς τον Ἀνδρέα.

Ἀπό τότε ὁ μοναχός Ἀνδρέας ἐπιδόθηκε στήν ὑπακοή καί τήν ἄσκησι. Ἀπό τήν νεαρά του ἡλικία δέχθηκε τίς εὐεργετικές γιά τήν ψυχή του συμβουλές τοῦ ἁγίου Γεροντός του καί ἀνέβηκε σταθερά τήν κλίμακα τῶν ἀρετῶν. Ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ ἴδιος διακονοῦσε στά νειᾶτα του σέ πέντε διακονήματα μέ πρωταρχικό τό διακόνημα τοῦ ράπτη. Παράλληλα δέν ἀπουσίαζε ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές Ἀκολουθίες. Ὅλα τά ἔργα του τά ἐξέταζε μέ γνώμονα τί ἀπάντησι θά δώση στό τελευταῖο λεπτό τῆς ζωῆς του στόν Δικαοκρίτη Θεό. Ἦτο ἀπελπισμένος γιά τά ἔργα του κι ἐστήριζε τήν σωτηρία του μόνο στό ἐκχυθέν ἐπί τοῦ Σταυροῦ Αἷμα τοῦ Φιλανθρώπου Χριστοῦ μας.

Τό 1974 ἡ παλαιά Ἀδελφότης τῆς Μονῆς ἀριθμοῦσε μόλις 17 ἄτομα. Τήν ἡμέρα τῆς ταφῆς τοῦ προηγουμένου Γέροντος Βησσαρίωνος, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ μέ τό νέο Ἡμερολόγιο, ὁ νεαρός Γέροντας π. Γεώργιος μέ τήν μικρή συνοδία του ἀποτελουμένη τότε ἀπό ἕξι Ἀδελφούς εὑρισκόταν στήν Οὐρανούπολι. Ἦτο ἡ ἡμέρα ἐπιστρατεύσεως, λόγῳ τῆς ἐπιθέσεως τῶν Τούρκων στήν Μεγαλόνησο Κύπρο μας.

Μέ τήν συνοδία του μπῆκε στό Ὄρος καί κατευθύνθηκε στήν Ἱερά Μονή Σίμωνος Πέτρας μέ σκοπό κἄπου νά κοινοβιάση. Τότε ὁ Γέρο-Ἀνδρέας ἐνήργησε δραστηρίως σέ συνεργασία καί μέ τούς ἄλλους Γέροντες καί Προϊσταμένους τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Μετέβη μέ ἄλλον Ἀδελφό στήν Σιμωνόπετρα καί παρεκάλεσε τόν Γέροντα Γεώργιο νά κατέλθη ὁριστικά στήν Μονή τους καί νά τοῦ ἐνεχειρίσουν προσεχῶς τήν ποιμαντορική ράβδο.

Πράγματι, μετά ἀπό θετικές καί πιεστικές συστάσεις ἐκ μέρους ἐξεχόντων Προσώπων τῆς Ἁγιορειτικῆς Πολιτείας, κατῆλθε στήν Μονή ἡ μικρή συνοδία τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος. Ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1974 ὁ π. Γεώργιος ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν προσωρινό ἡγούμενο π. Διονύσιο ἐνῶ  τόν Ὀκτώβριο τοῦ ἰδίου ἔτους ἐξελέγη παμψηφεί Καθηγούμενος καί Γέροντας τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου.

Τό θεώρησε μεγάλη εὐλογία στήν ζωή του ὁ Γέρο-Ἀνδρέας νά προσφωνήση τόν νέον Καθηγούμενο. Κατωτέρω καταχωροῦμε τήν προσφώνησί του:

Πανοσιολογιώτατε, πάτερ Γεώργιε.

Θείᾳ χάριτι ἠξιώθης πρό ὀλίγων ἡμερῶν νά γίνης τέκνον γνήσιον τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου διά τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος.

Νῦν δέ ἡ Μετάνοά σου, Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, σέ προήγαγε διά τῶν ψήφων τῶν Πατέρων εἰς τό ἡγουμενικό ἀξίωμα, διότι εἰς αὐτό τό ὀλίγο διάστημα ἐγνώρισε ὅτι ἔχεις τά πρός τοῦτο προσόντα καί ὅτι δύνασαι χάριτι θείᾳ νά ποιμάνης τήν λογικήν ποίμνην τῆς Μάνδρας τοῦ ἁγίου Νικολάου, Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ Θαυματουργοῦ.

Εὐχόμεθα εἰς τόν Πανάγαθον Θεόν διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τῆς Προστάτιδος τοῦ Ἁγιωνύμου τούτου Ὄρους, καί τῶν Προστατῶν τῆς Μονῆς μας ἁγίου Νικολάου, Ὁσίου Γρηγορίου καί ἁγίας ὁσιοπαρθενομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς

Ρωμαίας, νά διαφυλάττῃ ἐν ὑγείᾳ, ἐνισχύῃ, φωτίζῃ καί κατευθύνῃ τά διαβήματα τῆς Ὑμετέρας Πανοσιολογιότητος ἐπ᾿ ἀγαθῶ τῆς ἱερᾶς ἡμῶν Μετανοίας, πρός προκοπήν καί πρόοδον τῆς ἐν Χριστῶ ἡμῶν Ἀδελφότητος καί δόξαν τοῦ παναγίου ὀνόματος Αὐτοῦ.

Ἰδού βάλε μετάνοιαν εἰς τόν Προστάτην μας ἅγιον Νικόλαον καί λάβε ἐκ τῆς χειρός του τήν ἡγουμενικήν ράβδον".

Ἡ σύνεσις, ἡ διάκρισις, ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλαδελφία πρός πάντας τοῦ νέου ἡγουμένου καί Γέροντός μας π. Γεωργίου  ὡδήγησαν σέ πλήρη ἐναρμόνισι τήν παλαιά καί τήν νέα ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Πάντες οἱ Πατέρες, παλαιοί καί νέοι ἦσαν πλέον Ἀδελφοί ἐν Χριστῶ ἑνός πνευματικοῦ πατρός.  Ἔκτοτε διεκόπη καί ἡ συνήθεια νά ἔρχεται ἄλλος Πνευματικός ἀπό κάποια Σκήτη καί νά ἐξομολογῆ τούς Πατέρες. 

Ὅλοι ἀπό τό 1974 μέχρι σήμερα (2005) κατευθύνονται καί καθοδηγοῦνται ἀπό τόν σεβαστό μας Γέροντα π. Γεώργιο διά τόν ὁποῖον εὐχόμεθα ἐγκαρδίως νά ζήση πολλά ἀκόμη χρόνια γιά νά μᾶς ποιμαίνη σθεναρῶς καί θεαρέστως πρός σωτηρίαν τῶν ψυχῶν μας καί ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἡ ἁπλότης καί ὑπακοή τῶν Γερόντων ἦτο παροιμιώδης.

Κάποτε εἶπε στόν ὁ Γέρο-Ἀνδρέας στόν ἅγιο Γέροντα τῆς Μονῆς μας , τόν π. Γεώργιο:

-Γέροντα, ἔλα νά κάνουμε ἕνα δικαστήριο. Ἐγώ θά εἶμαι ὁ ἔνοχος καί σύ ὁ δικαστής. Γνωρίζεις τά παραπτώματά μου, τίς ἀδυναμίες μου, ἀλλά καί τούς ἀγῶνες καί τούς κόπους μου γιά τό καλό τῆς Μονῆς μας καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου. Πές μου σέ παρακαλῶ μέ εἰλικρίνεια, θά σωθῶ  ἤ ὄχι";  Καί ὁ σεβαστός μας Γέροντας τοῦ εἶπε:

-"Πάτερ Ἀνδρέα, πιστεύεις ὅτι θά σωθῆς ἀπό τά ἔργα σου ἤ ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ; Ὁ π. Ἀνδρέας τοῦ ἀπήντησε:

-Ἀσφαλῶς ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, Γέροντα.

-Καί ὁ Γέροντας: Νά ξέρης ὅτι θά σωθῆς. Ἄν ὅμως πιστεύης στίς δικές σου δυνάμεις, δέν θά ἐπιτύχης τίποτε. Ἄν ὅμως στηρίζεσαι στήν θεία Χάρι, τότε θά σέ βοηθήση ὁ Χριστός καί πράγματι θά σωθῆς.

Ἔκτοτε ὁ π. Ἀνδρέας ἐταπεινοῦτο περισσότερο, ἀλλά καί ἐφρόντιζε κατά τό ἀνθρώπινο γι᾿ αὐτή τήν τελευταία ὥρα. Ὁ πόθος του νά εὕρη παρηγοριά καί ἐλπίδα ἡ ψυχή του, μετετράπη σέ ἱκεσία πρός πᾶσαν κατεύθυνσι ζητῶντας προσευχές γιά πνευματική βοήθεια. Ὅταν ἔπαθε τό πρῶτο καρδιακό ἔμφραγμα, ἀνησύχησε μήπως πλησίασε τό τέλος του. Γι᾿ αὐτό ἀπό τό γραφεῖο τῆς Μονῆς μέ τό παλαιό τηλέφωνο πού λειτουργοῦσε μέ τό καρέλι ἐπί δύο ἡμέρες τηλεφωνοῦσε πολλά γνωστά καί συγγενικά του πρόσωπα. Ἤμουν παρών. Τούς ἔλεγε τά ἑξῆς:

-Καλημέρα. Εἶσθε καλά; Τί κάνετε; Ἐγώ φεύγω, γειά καί χαρά σας. Κι ἀμέσως ἔκλεινε τό τηλέφωνο.

Κάποτε ἦσαν στήν αἴθουσα τοῦ Ἡγουμενείου ὁ Γέροντας, ὁ Γέρο-Μακάριος καί ὁ Γέρο-Ἀνδρέας. Ὁ τελευταῖος σάν γραμματεύς τῆς Μονῆς ἤθελε νά συντάξη ἕνα γράμμα ἐπίσημο. Γι᾿ αὐτό καί ρωτοῦσε τούς ἄλλους Γεροντάδες:"Ποιός θά συντάξη τό γράμμα αὐτό;

Τότε πετάχθηκε ὁ Γέρο-Μακάριος καί εἶπε στόν π. Ἀνδρέα:

-Ἔχεις τόν κολοσσό δίπλα σου καί σύ ρωτᾶς ποιός θά συντάξη τό γράμμα;...

Ἐργάσθηκε μέ πνεῦμα αὐτοθυσίας γιά τήν ὀργάνωσι τῆς Μονῆς καί τήν πνευματική πρόοδό της. Ὑπηρέτησε ἀόκνως σχεδόν σ᾿ ὅλα τά μοναστηριακά διακονήματα.

Μνημονεύουμε ἰδαίτερα τό ραφεῖο, τόν Κῆπο, τό μαγειρεῖο ἑπτά χρόνια, τήν διακονία στήν ἐκκλησία τρία χρόνια, τό Ἀρχονταρίκι, τό Δοχειό, τό δάσος, τήν γραμματεία τῆς Μονῆς ἐπί ἑπτά χρόνια καί ὡς Ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς καί Ἐπιστάτης στίς Καρυές δώδεκα χρόνια.

Ὅταν ὑπηρετοῦσε σάν Ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς στήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀγωνίσθηκε σθεναρῶς γιά τά συμφέροντα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κατά τήν περίοδο ἑορτασμοῦ τῆς Χιλιετηρίδος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τό 1963, μετέβη στήν Ἀθῆνα μέ ὅλο τό Σῶμα τῶν Ἀντιπροσώπων τῆς Κοινότητος ὡς προσκεκλημένοι ἀπό τόν Βασιλέα Παῦλο. Στό διάστημα τῆς ὑπηρεσίας του στήν Κοινότητα ἦτο τόσο ἀνιδιοτελής καί ἀξιοπρεπής ὥστε δέν ἐπῆρε ποτέ τό μηνιαῖο χρηματικό ἐπίδομα τό ὁποῖο προσέφερε ἡ Ἱερά Κοινότης γιά τόν κάθε Ἀντιπρόσωπο.

Παρακολουθοῦσε τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας καί ἐνεργοῦσε ἀναλόγως. Ὅπου ἐνόμιζε ὅτι θά βοηθήση ἔγραφε ἐπιστολές, ἀκόμη καί σέ ἐξέχοντα πολιτικά πρόσωπα. Ἐάν ἔβλεπε ἀνωφελῆ τήν δι᾿ἐπιστολῶν παρέμβασί του, προσευχόταν στό κελλί του γιά τό συγκεκριμένο θέμα.

Ὅταν ἡ Πολιτεία εἰσήγαγε καί ἐθέσπισε τόν ἐπάραττο νόμο τῶν ἀμβλώσεων, ὁ Γέρο-Ἀνδρέας ἔγραψε γράμμα στόν πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας κ. Χ. Σαρζετάκη, τό ὁποῖον δημοσιεύθηκε καί στήν ἐφημερίδα " Ὀρθόδοξος Τύπος".

Γιά τήν νομιμοποίησι τοῦ πολιτικοῦ γάμου ἔγραψε ἐπιστολές καταδικάζοντάς τον δημοσίως. Καί γιά τό θέμα τῶν νέων Ταυτοτήτων ἔγραψε στόν κ. Σαρζετάκη ζητῶντας νά παραμείνουν οἱ παλιές.

Τό 1986 εἶχε ἔλθει στήν Μονή μας ὁ τότε ὑπουργός τῶν Ἐσωτερικῶν Ἀγαμ. Κουτσόγιωργας. Μετά τήν ὑποδοχή καί τό κέρασμα πού τοῦ προσφέρθηικε στήν ἐπίσημη αἴθουσα τῶν ὑποδοχῶν ὁ Γέρο-Ἀνδρέας ζήτησε ἐξηγήσεις γιά τά νέα νομοθετήματα περί ταυτοτήτων, ἀμβλώσεων καί πολιτικοῦ γάμου. Ἡ ἀπάντησις τοῦ ὑπουργοῦ δέν εὐχαρίστησε τούς Πατέρες, λέγοντας ὅτι τό προϊόν (ἔμβρυον) εἶναι στήν διάθεσι τῆς μητέρας καί ἀποφασίζει αὐτή νά τό κάνη ὅ,τι θέλει. Ὁ Γέρο-Ἀνδρέας τοῦ εἶπε ὅτι οἱ νόμοι τούς ὁποίους θεσπίζει τό Κράτος, ἐάν δέν στηρίζονται στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι νόμοι ἀλλά ἄνομοι καί τό ἔγκλημα πάντα ἔγκλημα θά εἶναι.

Στίς ἀπαντήσεις τοῦ ὑπουργοῦ γιά τόν πολιτικό γάμο ὁ Γέρο-Ἀνδρέας τοῦ ἀπήντησε: "Αὐτοί δέν εἶναι γάμοι, διότι τώρα ἕνας ἄνδρας παίρνει ἕνα κορίτσι καί τό πάει στό σπίτι καί ἀνερυθριάστως νομίζει ὅτι εὐλογήθη ὁ γάμος ὑπό τοῦ νομάρχου ἤ τοῦ δημάρχου ἤ τοῦ προέδρου τῆς Κοινότητος καί πορνεύει, ἐξαπατώμενος ὅτι ἔγινε νόμιμος γάμος. Ὅσοι τέτοιοι γάμοι καί νά γίνουν πάντα ἄνομοι θά εἶναι καί ὁ πολιτικός γάμος θά μένη πορνεία, ἕως ὅτου ἐξομολογηθοῦν καί ὁ γάμος εὐλογηθῆ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας".

Φεύγοντας ὁ Ὑπουργός, εἶπε ὁ Γέρο-Ἀνδρέας στούς ἄλλους Πατέρες: Ἔχει μάτια καί βλέπει ὁ Θεός. Θά τό βρῆ ἀπό τήν Παναγία μας...". Πράγματι, ὅταν εἶχε φθάσει ὁ Ὑπουργός στήν Οὐρανούπολι κτυπήθηκε ἀπό ἐγκεφαλικό καί μεταφέρθηκε ἐσπευσμένως στήν κλινική τοῦ νοσοκομείου Ἀχέπα Θεσσαλονίκης.  Δέν τόν καταράσθηκε ὁ Γέρο-Ἀνδρέας, ἀλλά ἀνέθεσε στήν Παναγία τήν ὑπόθεσι καί τόν ὑπεύθυνο αὐτῶν τοῦ ἀνόμων νομοθετημάτων.

Σέ ὑποσήμειωσι ἔγραψε ὁ Γέρο-'Ανδρέας: "Ἔπρεπε νά τά ἀκούση αὐτά καί νά μή νομίζει ὅτι ὅλοι οἱ νόμοι εἶναι νόμιμοι, καθ΄πως τόν κολακεύουν μερικοί καί τά πιστεύει. Ὅταν ὁ νόμος δέν στηρίζεται στό Ἅγιο Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ λκαί Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ἄνομοι". "

Ὁ Ἀρχειοφύλαξ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου

Ἀνδρέας Μοναχός Γρηγοριάτης.

 

Ἀπό κάτω ἔγραψε ἕνα δίστιχο:

Στό σχολεῖο τραγουδούσαμε:

Ἕλλην εἶναι τό ὄνομά μου, ὑπερήφανο καί τρανό,

Μάννα ἔχω τήν Ἑλλάδα καί γιά κείνη θά πονῶ.

Ὁ π. Ἀνδρέας διηκόνησε τό μοναστήρι, χωρίς νά φροντίση γιά τό δικό του συμφέρον. Ἠμποροῦσε καί νά ἱερωθῆ, ἀλλά δέν ἐπεδίωξε τό ἀξίωμα, παρά μόνο τήν ἀξία. Λόγῳ τῶν πολλῶν του διοικητικῶν ἐνασχολήσεων, δέν διέπρεψε πολύ στήν νηπτική καί θεωρητική ζωή. Μέ τήν ἁπλότητά του, τήν ἀγωνία του γιά τήν νέα Ἀδελφότητα, τήν διακριτική του συμπεριφορά καί ἀγάπη μᾶς ἐπωκοδόμησε πνευματικά.

Ἀγαποῦσε καί ἐσέβετο ὅλους τούς Πατέρες τῆς Μονῆς. Ἰδιαίτερα ἦτο εὐτυχισμένος πού ἔβλεπε νέους μοναχούς νά πλαισιώνουν τήν παλαιά Ἀδελφότητα καί νά συνεργάζωνται ἁρμονικά μέ τόν νέο ἡγούμενο, τόν σεβαστό Γέροντα π. Γεώργιο. Σ᾿ ὅλους ἔλεγε τόν καλογερικό χαιρετισμό: "Εὐλογεῖτε", ἀκόμη καί στόν τελευταῖο Δόκιμο. Δέν ἤθελε νά σκανδαλίζη κανέναν καί ἀπέφευγε τίς ἀνωφελεῖς συζητήσεις. Σέ ὧρες πού ἐργάζοντο μαζί οἱ Πατέρες, στίς λεγόμενες  Παγκοινιές (ὅλοι ἀπό κοινοῦ) συνιστοῦσε ἀδελφικά νά λέγωνται ἀπό κάποιον Ἀδελφό οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου ἤ νά ψάλλουν κάποιο τροπάριο.

Μέ τούς νέους Πατέρας ἔζησε 14 χρόνια. Στό διάστημα αὐτό δέν ἐνώχλησε κανέναν, οὔτε καί ἐμίσησε ἤ κατέκρινε. Τούς ἀγαποῦσε μυστικά καί ποτέ δέν τούς ἐπαινοῦσε δημοσίως, διότι ἔλεγε ὅτι αὐτό δέν εἶναι κατά Θεόν.

Ὅσοι ἀπό τούς Ἀδελφούς εἶχαν κάποιον πειρασμό, προσευχόταν περισσότερο, χωρίς νά τούς τό λέγη. Ἐάν κάποιος ἀρρώσταινε, τόν ἐπισκεπτόταν καί τοῦ ἄφηνε ἀθόρυβα κάποιο γλυκό ἤ ἕνα φροῦτο, διατηρῶντας τήν σοβαρότητά του καί ἀποφεύγοντας τίς λεγόμενες ἀδελφικές διαχύσεις.

Μία φορά εὑρέθηκε γιά διοικητικές ὑποθέσεις στό χωριό Προμύρι τοῦ Βόλου. Ὁ ἄλλος Ἀδελφός καθυστέρησε νά γυρίση. Τόν ἐρώτησε:

-Ποῦ ἤσουν;

Χωρίς νά περιμένη ἀπάντησι τοῦ εἶπε: Ἄϊντε νά φᾶς καί μετά πήγαινε νά ξεκουρασθῆς. Σοῦ ἔκανα ἐγώ τόν κανόνα τῆς προσευχῆς σου καί τό Μικρό Ἀπόδειπνο.

Ἐπειδή συχνά ἔβγαινε στόν κόσμο γιά τά διοικητικά θέματα τῆς Μονῆς, ἀκολουθοῦσε πιστά τόν νεαρό Γέροντά μας σάν μικρό παιδί. Ὁσάκις ἐμπαινε ἤ ἔβγαινε ἀπό τό πλοῖο ἤ ἀπό κάποιο αὐτοκίνητο, τοῦ φιλοῦσε τό χέρι ζητῶντας τήν εὐλογία του.

Ταξιδεύοντας μέ λεωφορεῖο ἀπό Θεσσαλονίκη γιά Ἀθήνα καί τανάπαλιν ἔδινε κασσέτες μέ ἁγιορείτικη μουσική ἤ ὁμιλίες τοῦ Γέροντος γιά νά διδάσκη καί τέρπει πνευματικά καί τούς συνταξιδιῶτες του.

Ἀπέφευγε νά δαπανᾶ ἀλόγιστα, ὅπως ἔλεγε τά χρήματα τῆς Μονῆς. Στήν Ἀθήνα γιά νά πάη στήν Κηφισιά καί νά γυρίση χρησιμοποιοῦσε 4 συγκοινωνίες γιά νά μή ἐπιβαρύνη τό μοναστήρι πληρώνοντας ἕνα ταξί νά τόν μεταφέρη γρογορώτερα καί ἀσφαλέστερα.

Ἀπέναντι στόν σεβαστόν Γέροντά μας, παρότι εἶχαν μία διαφορά 20 καί πλέον χρόνων, ἔτρεφε ἀπέραντο σεβασμό, ἐκτίμησι καί ἀγάπη. Δέν ἐπιθυμοῦσε νά ἔλθη σέ ρῆξι μαζί του γιά ὁποιοδήποτε διοικητικό  ἤ ἄλλο θέμα. Φρόντιζε κάθε θέμα νά διεκπεραιώνεται μέσῳ τῆς ὑπακοῆς πρός τόν Γέροντα.

Τά τελευταῖα 10 χρόνια ἐργάσθηκε σάν γραμματεύς τῆς Μονῆς. Λόγῳ πολλῶν διανοητικῶν ἐργασιῶν του καθυστεροῦσε καί δέν πρόφθανε νά πάη στήν ἐκκλησία γιά τό Ἀπόδειπνο. Πάντοτε ὅμως τό ἔλεγε κατευθυνόμενος ἀπό τό γραφεῖο πρός τό κελλί του. Ἀπό τήν συνεχῆ διανοητική ἐργασία του, τόν ἔπιανε ὑπερέντασι καί εἶχε ἰσχυρούς πονοκεφάλους. Δέν ἀναπαυόπταν ἐάν δέν ἔκανε καί μία "βόλτα"μέσα στόν αὐλόγυρο τῆς Μονῆς. Δέν ἐπιθυμοῦσε νά συνομιλοῦν οἱ νέοι πατέρες μετά τό Ἀπόδειπνο καί μάλιστα μέ λαϊκούς προσκυνητές. Ἐάν συνελάμβανε κάποιον, τόν πλησίαζε ἀπαλά καί ἀθόρυβα καί τοῦ ὑπενθύμιζε: "Αὔριο τό πρωΐ, ἔχομεν Ἀκολουθία..." καί ἀπομακρυνόταν.

Δέν πήγαινε ἀμέσως στό κελλί του. Περνοῦσε πρῶτα ἀπό τό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας γιά ν᾿ ἀνάψη τά καντήλια. Μέσα  ἔμπαινε ξυπόλυτος ἀπό εὐλάβεια. Ἐνίοτε ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς της ἤ τήν Παράκλησί της.

Παρακαλοῦσε τήν Ἁγία νά τοῦ δώση  δύο  μῆνες πρό τοῦ θανάτου του μία ὀδυνηρή ἀρρώστεια γιά παράδειγμα τήν ὑδρωπικία γιά νά ξεπλυθῆ ἀπό τυχόν ἐξ ἀγνοίας του ἁμαρτήματα. Δέν τήν ἔλαβε ὅμως, διότι προφανῶς δέν τοῦ  χρειάσθηκε. Ἦτο ἕτοιμος καί καθαρός.

Μέ χρήματα πού τοῦ περίσσευαν ἀπό τίς ἐξόδους του στόν κόσμο παρήγγειλε ἀργυρᾶ φωτοστέφανα γιά τούς ἁγίους τοῦ τέμπλου τοῦ ναΐσκου τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας καί τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος στίς Καρυές. Ἀκόμη μέ δικές του οἰκονομίες παρήγγειλε νά τοῦ κατασκευάσουν οἱ χρυσοχόοι "Θωμᾶδες" ἀργυρές Λειψανοθῆκες γιά νά τοποθετήση Λείψανα Ἁγίων καί ἕνα μεγάλο τεμάχιο Λειψάνου τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας.

Ἐάν κάποιος Ἀδελφός τόν στενοχωροῦσε, ἀντί ἄλλης ἀπαντήσεως ἔβγαζε ἕνα ἐπιφώνημα γεμᾶτο ἔκπληξι καί σιωπηλή διαμαρτυρία καί ἔφευγε...Ἔκτοτε μ᾿ αὐτούς τούς Ἀδελφούς, συνωμιλοῦσε ὀλιγώτερο, ὄχι ἀπό κακία, ἀλλά μόνο καί μόνο γιά νά τούς συνετίση μέ τήν σοβαρή του στάσι.

Ὅταν κάποτε ἐπρόκειτο νά μεταβῆ ὁ Γέροντάς μας στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τήν ἐπίλυσι διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, οἱ ἄλλοι Γέροντες τῆς Μονῆς τόν ἐρώτησαν:

-Δέν θά εἰπῆς τίποτε στόν Γέροντα, ἐσύ πάτερ Ἀνδρέα;

-Ὄχι, διότι ὁ Γέροντας κατέχει καλά τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἔχω πλήρη ἐμπιστοσύνη στό πρόσωπό του. Θά τά εἰπῆ ὅλα, ὅπως ἔχουν τά πράγματα...

Κάποτε ἐπιφυλάχθηκε γιά τήν χειροτονία δύο ἱερομονάχων τῆς Μονῆς μας. Ὁ Θεός ὅμως γιά νά τόν βοηθήση νά μήν ἀμφιβάλλη γιά τίς ἐνέργειες τοῦ Γέροντος, τοῦ ἔδειξε τό ἑξῆς ὅραμα: Εἶδε κάτω ἀπό τόν Πολυέλεο τόν Γέροντα νά παίρνη Καιρό. Συγχρόνως εἶχε κρεμάσει στό στῆθος του καί δύο Εὐαγγέλια. Ὅταν ἐγύρισε, μαζί μέ τούς ἄλλους Ἱερομονάχους ὁ Γέροντας νά ζητήση κατά τήν τάξιν συγχώρησι, ἐκύτταξε τόν γέροντα Ἀνδρέα. Ἐκεῖνος κατάλαβε....

Συμβουλευόταν τόν Γέροντα καί γιά τά πιό ἀσήμαντα προσωπικά του ζητήματα. Ἔτσι δέν ἔκαμνε τό θέλημά του καί ὅλη τήν φροντίδα τῆς ψυχῆς του τήν εἶχε ἀφήσει στήν ποιμαντική διάκρισι τοῦ Γέροντος.

Συμβούλευε τούς νέους πατέρες: "Προσέχετε τόν Γέροντα. Νά τοῦ ἔχετε τελεία ἐμπιστοσύνη, διότι εἶναι ἀναντικατάστατος"

Στίς συνάξεις τῆς Ἀδελφότητος, πεταγόταν ὁ Γέρο Ἀρσένιος μέ τά διακριτικά του ἀστεῖα γιά νά ἐλέγξη ἀδελφικά τόν γέρο-Ἀνδρέα λέγοντάς του:

-Πάτερ Ἀνδρέα, πάλι ἄστοχα ἐμίλησες σήμερα.

-Ἄχ, ἄν ἦταν αὐτός ὁ Γέροντας κι αὐτοί οἱ ἀδελφοί ἀπό τήν ἀρχή, πού ἤλθαμε κι ἐμεῖς, ἐγώ σήμερα, γέρο-Ἀρσένιε, θά ἤμουν ἅγιος...

Τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς ἐργάσθηκε σάν βοηθός μάγειρας κοντά στόν οἰκονόμο τοῦ Μετοχίου Βούλτσιστας, τόν μοναχό π. Νέστορα. Λόγῳ τῆς γερμανικῆς κατοχῆς πεινοῦσε πολύς κόσμος ἀπό τά γειτονικά χωριά. Στό Μετόχι εὕρισκαν καθημερινά ἀγάπη, παρηγοριά καί φαγητό. Ὁ Γέρο Νέστορας ἀναδείχθηκε ὁ προστάτης τῶν πτωχῶν καί τῶν κατατρεγμένων. Ὁ βοηθός του μοναχός Ἀνδρέας εἶχε τήν εὐλογία ἀπό τόν Οἰκονόμο νά δίνη σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ψωμί, φαγητό καί ὅ,τι ἄλλο εἶχαν ἀνάγκη. Καί ὁ μέγας Προστάτης τῆς Μονῆς ὁ ἅγιος Νικόλαος τόσο πολύ εὐχαριστήθηκε, ὥστε εὐλόγησε τό τελευταῖο σιτάρι τῆς Μονῆς καί οἱ Πατέρες ἔπαιρναν ἀπό τήν ἀποθήκη χωρίς αὐτό νά τελειώνη.

Κάποτε τόν ἐρώτησε Ἀδελφός τῆς Μονῆς: Πάτερ Ἀνδρέα, στά χρόνια πού ὑπηρετήσατε στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς θυμᾶσθε νά μᾶς εἰπῆτε ἱστορίες ἀπό τήν ζωή καί τήν ὁσιακή κοίμησι ἄλλων Γεροντάδων;

-Ἀπό τό 1936 πού ἦλθα στήν Μονή εὑρῆκα 63 Πατέρες πού αὐστηρούς στήν ἄσκησι. Οἱ περισσότεροι προεγνώρισαν τόν θάνατό τους, προειδοποιηθέντες ἀπό τούς Προστάτες τῆς Μονῆς μας, καθώς ἄκουσα καί εἶδα κι ἐγώ ὁ ἴδιος. Ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο Γέροντά μου, ὁ ὁποῖος εἰδοποιήθηκε τρεῖς ἡμέρες ἐνωρίτερα ἀπό τήν κοίμησί του, ἦτο καί ὁ παπᾶ Στέφανος στό Γηροκομεῖο τῆς Μονῆς. Αὐτός ἐνώπιον καί ἄλλων Πατέρων μᾶς εἶπε: "Πατέρες αὐτή τήν στιγμή ἦλθε ὁ ἅγιος Νικόλαος καί μοῦ εἶπε νά κάνω ὑπομονή καί σέ λίγο θά ἔλθη νά μέ πάρη". Ἐπίσης ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος, καταγόμενος ἀπό τήν Μικρά Ἀσία, πολλά χρόνια ράπτης στήν Μονή μας, ἐνῶ ἦτο ἀσθενής στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς, ἄνοιξε ἡ πόρτα καί μπῆκε μέσα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Τοῦ ἔδειξε τούς τύπους τῶν ἥλων, τοῦ εἶπε νά κάνη ὑπομονή, ἔπλησε τήν καρδιά του θείας εὐφροσύνης καί ἀνεχώρησε. Τήν ἑπομένη ἡμέρα, μετά τήν Θεία Κοινωνία ὁ Γέρο-Ἀρτέμιος ἀπῆλθε στά οὐράνια. Ἀλλά καί ὁ μακαριστός Γέρο-Βαρλαάμ δραστήριος μοναχός τῆς Μονῆς μας ἀξιώθηκε νά ἰδῆ τόν φύλακα Ἄγγελό του ἐν ἐγρηγόρσει μέ τήν στολή στρατιώτου, ὁ ὁποῖος καί τοῦ εἶπε: "Θέλημα Θεοῦ εἶναι νά ἔλθω ἐντός ὀλίγου καί νά πάρω ἐσένα, τόν π. Κασσιανό καί τόν π. Ἰωάννη. Γι᾿ αὐτό νά προετοιμασθῆτε". Καί ἔγινε ἄφαντος. Σέ λίγο, πράγματι, ἀσθένησε ὁ π. Κασσιανός, ἔλαβε τά Ἄχραντα Μυστήρια καί ἀνεπαύθη τόν αἰώνιο ὕπνο. Μετά ἀπό ὀλίγες ἡμέρες ἀσθένησε ὁ π. Ἰωάννης. Ἔκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καί λέγοντας τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, ἀνεπαύθη πρίν τούς τελειώση. Καί ὁ Γέρο-Βαρλαάμ, μετά ἀπό διάστημα ἑνός καί πλέον μηνός, μετά τήν Θείαν Κοινωνίαν ἀνεπαύθη, ὅπως καί τό περίμενε.

Στά τελευταῖα πέντε χρόνια ἀποσύσθηκε ἀπό τήν ἐνεργό συμμετοχή του στά διοικητικά ζητήματα τῆς Μονῆς. Οἱ ἐνοχλήσεις τῆς καρδιᾶς του καί τό ζάχαρο τήν ἀνάγκαζαν νά ἀποφεύγη τίς μετακινήσεις καί νά ἐλέγχη τήν τροφή του. Στό διάστημα αὐτό μέ τήν βοήθεια ἑνός νεωτέρου ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς τακτοποίησε τό ὀστεοφυλάκιο, πού εἶναι κάτω ἀπό τόν κοιμητηριακό ναό τῶν Ἁγίων Πάντων. Τοποθέτησε κατά εἶδος τά ὀστᾶ τῶν κοιμηθέντων Πατέρων κι δημιουργήθηκε ἀρκετός χῶρος καί γιά ἄλλα ὀστᾶ.

Δύο χρόνια πρίν ἀπό τήν κοίμησί του ἔγραψε ὁ Γέρο-Ἀνδρέας τήν πνευματική του Διαθήκη καί τήν ἐνεχείρισε στόν Γέροντά μας. Ἐπειδή εἶναι πολύ χαρακτιριστική τήν καταθέτουμε ἐδῶ ὁλόκληρη:

"Σεβαστέ μου Γέροντα, Χριστός Ἀνέστη, εὐλόγησον καί χαῖρε ἐν Κυρίῳ πάντοτε.

Ἐν πρώτοις σέ εὐχαριστῶ δι᾿ ὅσα καλά ἔκαμες γιά μένα ἐπί 11 χρόνια, καί ἐγώ τό κατά δύναμιν σέ ἐβοήθησα εἰς τό ἔργον σου, ὡς καί ὀνειδισμούς ἐδέχθην ὑπό Ἀδελφοῦ, καθώς τά γνωρίζεις.

Τώρα ἦλθε ὁ καιρός νά δείξης τό εὐγενές τῆς ψυχῆς σου. Καί πρῶτον θέλω μετά τόν θάνατό μου ἀμέσως νά γράψης μέσῳ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος εἰς τό Πατριαρχεῖον, διά νά μοῦ βγάλουν Μετριότητα, τήν ὁποίαν νά διαβάση ἀρχιερεύς εἰς τόν τάφον μου ἤ στήν Θεία Λειτουργία. Πάρε τόν ἅγιον Ροδοστόλου, πού μέ ἀγαπᾶ καί ἐγώ τόν σέβομαι (ἀφοῦ πρῶτα τήν γράψης στήν γραφομηχανή νά διαβάζεται). Κατόπιν, ἐκτός ἀπό τό 40 λείτουργο πού θά μοῦ κάμη τό Μοναστήρι τῆ ἐντολῆ Σου, νά ἀφήσης καί ὅσους μοῦ ἔταξαν μέ τήν εὐλογία Σου νά μοῦ κάμουν καί αὐτοί. Ὁ Θεός θά σᾶς πληρώση ὅ,τι κάμετε γιά μένα. Ἐγώ πάντως ἔκαμα ὅ,τι ἦταν στό χέρι μου. Δέν ξέρω πῶς θά μέ κρίνη ὁ Θεός.

Ζητῶ συγχώρησι ἀπό ὅλους τούς πατέρας γιά ὅ,τι τούς ἐλύπησα μέ τόν ἀπότομο τρόπο μου. Κανέναν δέν ἐμίσησα, ὅλους τούς ἀγαπῶ, ἐκτιμῶ καί σέβομαι ὡς γνησίους ἀδελφούς καί χαίρομαι διότι ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ κανονικῶς. Σᾶς εὐγνωμονῶ διότι κάνατε ὑπομονή στήν κακοφωνία τῆς ψαλτικῆς μου, διότι ἡ παροιμία λέγει:"Πᾶς κακόφωνος καί ψαλτομανής".

Ὅσοι πάλιν μέ ἐλύπησαν ἤ ἐστενοχώρησαν, ὅλους τούς ἔχω συγχωρέσει ἀπό καρδίας, ἀλλά ἀνέκαθεν κάθε βράδυ στήν προσευχή μου λέγω: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, δῶσε εἰς τούς πατέρας τῆς Μονῆς μας τά πρός σωτηρίαν αἰτήματα καί ζωήν τήν αἰώνιον. Εἰρήνευσον τούς πατέρας τῆς Μονῆς καί τόν κόσμον σου ἅπαντα, τούς δέ ἀπίστους φώτισέ τους νά σέ γνωρίσουν. Δῶσε τήν ὑγείαν εἰς ὅλους τούς ἀσθενεῖς ψυχῆ τε καί σώματι. Ἀνάπαυσον πάντας τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς, ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Σου, τούς δέ κολασμένους ἐλάφρυνον τάς ὀδύνας τῶν κολάσέων τους, ἵνα δοξάζηταί Σου τό πανάγιον Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τέλος ἐλέησον καί μένα...".

 Καθώς γνωρίζεις Γέροντα, καθημερινῶς τραβάω κομποσχοίνια γιά τούς πατέρας τῆς Μονῆς μας, 2 διά τούς Ἀθωνίτας πατέρας καί 3 διά τόν κόσμον ἅπαντα. Ἕνα κομποσχοίνι διά ὅλους τούς αἰχμαλώτους τῆς γῆς, διά τούς ἀσθενεῖς, νά τούς δώση ὁ Θεός ὑγείαν ψυχῆς τε καί σώματος, καί γιά τούς ἐν φυλακαῖς, νά παρηγορήση τούς ἀδίκως φυλακισμένους.

Τέλος ὅ,τι κάμετε καί ἐσεῖς γιά μένα, θά σᾶς πληρώση ὁ καλός Θεός.

Εὔχομαι τό Μοναστήρι μας νά προοδεύη πνευματικῶς καί ὑλικῶς.

Μετά σεβασμοῦ ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σου ὁ ἐν Μοναχοῖς ἐλάχιστος Ἀνδρέας Γρηγοριάτης. 19-5-1986.

Μέ πολλή συγκίνησι ἐνθυμεῖται ὁ Γέροντάς μας τήν τελευταία εὐχή πού τοῦ ἔδωσε ὁ π. Ἀνδρέας, δύο ἡμέρες πρίν ξεψυχήση, ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά ταξιδεύση στό Φανάρι στήν Κωνσταντινούπολι. Τήν εὐχή αὐτή τήν κρατᾶ σάν κειμήλιο καί εὐλογία: "Γέροντα, ἡ Παναγία νἆναι μαζί σου".

Ἀρχές Μαΐου τοῦ 1988 μετέβη στό Μετόχιο τῆς Βούλτσιστας Κατερίνης γιά νά τακτοποιήση τό Ἀρχεῖο. Τήν Κυριακή ἐκκλησιάσθηκε καί κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων στό Μετόχιο τῆς Σταυρουπόλεως. Μετά τήν Θεία Κοινωνία, ἔχασε τίς αἰσθήσεις του καί μεταφέρθηκε στό Ἐπιτροπικό τῆς Ροτόντας. Ἐν συνεχείᾳ στό νοσοκομεῖο Ἀχέπα, ὅπου καί παρέδωσε σέ λίγο τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Μεταφέρθηκε στήν Μονή μας, ὅπου μετά τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία, ἐτάφη στό Κοιμητήριο.

Ἡ ψυχή τοῦ γέροντος Ἀνδρέου ἀναπαύεται στίς αἰώνιες μονές, ὅπως καί ὁ ἴδιος ἔλεγε χαριεντιζόμενος ὅτι "ἐμεῖς ἐπάνω ἔχουμε δικό μας Γρηγοριάτικο μοναστήρι". Ἀδελφός τῆς Μονῆς τόν εἶδε στόν ὕπνο του μέ λαμπρή στολή καί φωτεινό πρόσωπο καί τόν ἐρώτησε:

-Τί κάνεις πάτερ Ἀνδρέα;

-Μέ τήν εὐχή σου εὑρίσκομαι στόν παράδεισο.

Ἕνας ἄλλος ἀδελφός τῆς Μονῆς μας, ὁ Γέρο-Σωφρόνιος τόν εἶδε, τρεῖς μῆνες μετά τήν κοίμησί του, ἕνα μεσημέρι ὁλοζώντανον μέσα στήν αὐλή τῆς Μονῆς. Ἦτο  ντυμένος μέ ράσα πεντακάθαρα καί τό πρόσωπο του ἦτο κατάλευκο καί χαμογελαστό. Ἀπ᾿ ἔξω ἀπό τά ράσα του εἶχε ἐπάνω του ἕνα λευκό σεντόνι σάν φαιλόνιο. Ὁ μακαριστός γέρο-Σωφρόνιος μᾶς διηγήθηκε μέ δάκρυα τήν θαυμαστή αὐτή ἐπίσκεψι τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀνδρέου. Τόν ἐρώτησα:

-Γιατί ἐμφανίσθηκε σέ σένα, πάτερ ὁ Γέρο-Ἀνδρέας;

-Εἴχαμε κάνει συμφωνία, ὅποιος φύγει πρῶτος, νά ἐμφανισθῆ, μετά τήν κοίμησί του καί νά παρηγορήση τόν ἄλλον.

Ὁ Γέρο Ἀρσένιος ὅμως πού ἔμαθε τήν θαυμαστή αὐτή ἐμφάνεια τοῦ π. Ἀνδρέου, μᾶς εἶπε ὅτι εἶχαν κάποτε οἱ δυό τους σάν ἄνθρωποι ἐνοχληθῆ καί γι᾿ αὐτό ὁ Γέρο-Ἀνδρέας ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό νά τοῦ διαμηνύση ὅτι δέν ὑπάρχει κάποιο νεφύδριο καί εἶναι πάντα ἀγαπημένοι καί συμφιλιωμένοι.

 

ΓΕΡΩΝ ΔΑΜΙΑΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+1911-1993)

Ὁ Γέροντας Δαμιανός Γρηγοριάτης γεννήθηκε στό χωριό Σκούρτα Θηβῶν τῆς Βοιωτίας τό ἔτος 1911. Οἱ γονεῖς του ὠνομάζοντο Διομήδης καί Εὐγενία, τό ἐπώνυμον Ἀγαθής. Στό Μοναστήρι μας ἦλθε γιά νά μονάση τό ἔτος 1942 σέ ἡλικία 31 ἐτῶν. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ἀπό τόν ἡγούμενο παπᾶ Θεόδωρο λαβών τό ὄνομα Δαμιανός μοναχός. Σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Μοναχολογίου τῆς Μονῆς μας τό 1947 ἀνεχώρησε ἀπό τήν Μονή γιά ἕνα ἑπτάμηνο καί ἐγκατεστάθηκε σ᾿ ἕνα Κουτλουμουσιανό Κελλί τῶν Καρυῶν. Κατόπιν ἐζήτησε συγχώρησι ἀπό τόν Καθηγούμενο καί τήν Γεροντική Σύναξι τῆς Μονῆς καί ἐπέστρεψε, ὅπου καί ἔμεινε μέχρι τοῦ θανάτου του.

Ὁ Γέροντας Δαμιανός ἦτο ἀπό τούς πρώτους τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπομονετικούς ἀχθοφόρους. Δέν δειλιοῦσε μπροστά στήν ἀντιμετώπισι τῆς ὁποιασδήποτε δυσκολίας τῆς Μονῆς μας. Λόγῳ λειψανδρείας τά τελευταῖα χρόνια, ἀφ᾿ὅτου ἐξήρχετο τίς πρωϊνές ὧρες ἀπό τό κελλί του, τό ἔβλεπε πάλι τίς βραδυνές ὧρες. Καί θά ἔπρεπε νά κάνη τόν Κανόνα τῆς προσευχῆς του μόνο τίς νυκτερινές ὧρες, διότι ὅλη τήν ἡμέρα ἔτρεχε παντοῦ νά προλάβη. Ἀλλά, ὅπως ὁ ἴδιος μοῦ ἔλεγε, οἱ δουλειές τῆς Μονῆς δέν τελειώνουν. "Ἐμεῖς θά πεθάνουμε, ἀλλά οἱ δουλειές δέν πεθαίνουν", μοῦ ἔλεγε συχνά, ὅταν τόν ἔβλεπα κουρασμένον.

Μέ τήν ἔναρξι τῆς ἡγουμενίας τοῦ Γέροντός μας π. Γεωργίου, μπῆκε ἕνα νέο πνεῦμα στήν Μονή μας. Τά  17 Γεροντάκια πού βρήκαμε τό 1974 ἀγκάλιασαν τήν μικρή συνοδία καί τόν νέο Καθηγούμενο μέ περισσή στοργή, ἀγάπη καί σεβασμό. Ὁ Γέρο-Δαμιανός ἔλεγε συχνά καί μπροστά μας στόν Γέροντά μας: "Γέροντα, ὅ,τι ἀποφασίσης θά σοῦ κάνω ὑπακοή καί δέν θά σοῦ φέρω ἀντίρρησι σέ τίποτε". Ὅταν ἔπαιρνε τήν εὐχή του, ἔσκυπτε τό κεφάλι του ἀνυπόκριτα μέχρι τοῦ ἐδάφους. Ἀγαποῦσε τόν Γέροντά μας, γι᾿ αὐτό καί τόν βοήθησε θετικά ὅλα τά πρῶτα ἐκεῖνα  χρόνια μέχρις ὅτου ἐπέλθη ἡ ἀμοιβαία συγχώνευσις καί ἐναρμόνισις μεταξύ τῶν νεωτέρων καί παλαιοτέρων Πατέρων.

Ἀπό τά πρῶτα του χρόνια ἐργάσθηκε γιά μιά ὀκταετία στούς Κήπους τῆς Μονῆς. Κατόπιν κρατοῦσε ταυτόχρονα 3-4 διακονήματα. Ἦτο μέγας Οἰκονόμος, ὑπεύθυνος τοῦ Δοχειοῦ, τοῦ δάσους τῆς Μονῆς καί τῆς πωλήσεως ξυλείας. Προσπαθοῦσε νά διευθύνη καί τακτοποιήση ταυτόχρονα ὅλες τίς ἐξωτερικές ἐργασίες τῆς Μονῆς. Γιά παράδειγμα, χαλοῦσε τό τσιμεντένιο αὐλάκι πού μετέφερε τό νερό ἀπό τό βουνό στούς Κήπους τῆς Μονῆς, ἔπρεπε, μετά τόν Ἐξάψαλμο νά φύγη ἡ ὁμάς τῶν ἀναρριχητῶν Πατέρων μέ πρωτοπόρο τόν ἀκατάβλητον Γέρο-Δαμιανόν γιά τήν δύσκολη ἀνάβασι μέχρι νά εὑρεθῆ τό χαλασμένο σημεῖο καί νά ἐπιδιορθωθῆ. Χαλοῦσε τό πέτρινο καλντερίμι πού συνδέει τήν Μονή μέ τό δάσος τοῦ βουνοῦ; Ἔπρεπε οἱ πιό ρωμαλέοι Πατέρες καί πάλι μέ ἐπικεφαλῆς τόν Γέρο-Δαμιανό νά φθάσουν μέ τά πόδια στό σημεῖο ἐκεῖνο. Πρώτη τους δουλειά νά κυλήσουν πέτρες, μικρές καί μεγάλες, μετά νά σκάψουν καί μέ τάξι νά τίς τοποθετήσουν γιά νά διορθώσουν τό καλντερίμι.

Ἐρχόταν τό Φθινόπωρο, ἔπρεπε μετά τήν πανήγυρι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας νά τρέξουμε ὅλοι γιά τήν συγκομιδή τῶν ἐλαιῶν. Οἱ γεροντότεροι μέ τά καλάθια καί ἐμεῖς οἱ νεώτεροι μέ τά λιόπανα, τά ραβδιά καί τά τσουβάλια, μετά τήν ἀνάγνωσι τοῦ Ἐξαψάλμου, ἐβγαίναμε στά γύρω ὑψώματα τῆς Μονῆς. Καί  ἐδουλεύαμε μέχρι τήν δύσι τοῦ ἡλίου μέ ἀγλαούς τούς καρπούς τῶν κόπων μας. Εὐλογοῦσε τούς κόπους μας ἡ Κυρία Θεοτόκος καί ὁ Ἅγιος Προστάτης τῆς Μονῆς μας Νικόλαος, ὁ τῆς Λυκίας Ποιμήν καί Ἐπίσκοπος.

Πλησίαζε ὁ καιρός ὡριμάνσεως τῶν ἑσπεριδοειδῶν φρούτων τῆς Μονῆς; Ἔπρεπε νά συγκροτηθῆ τό συνεργεῖο τῶν βοηθῶν τοῦ Γέρο-Δαμιανοῦ γιά τήν συγκομιδή. Γονάτιζαν τά κλαδιά τῶν δένδρων ἀπό τό βάρος τῶν νιφάδων τοῦ χιονιοῦ; Ἔπρεπε καί πάλι νά ντυθοῦμε μέ χονδρά ροῦχα καί μέ μπότες ν᾿ ἀκολουθήσουμε ὀπίσω τοῦ Γέροντος Δαμιανοῦ γιά νά τινάξουμε τά χιόνια ἀπό τίς λεμονιές γιά νά μή σπάσουν ὅλες. Τό πριόνι τοῦ δάσους μας ἔσχιζε συνεχῶς ξυλεία γιά τό ἐμπόριο. Ποιός θά τήν φορτώση στά ζῶα καί θά τήν μετάφέρη στήν παραλία; Καί πάλι οἱ νέοι Πατέρες. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Γέρο Δαμιανός δέν γνώρισε ξεκούρασι στήν ζωή του, παρά μόνο ὅταν μπῆκε μιά γιά πάντα στόν τάφο. Θυμᾶμαι μαζί περπατούσαμε ἀπό τήν Μονή στό Βουνό μέ τά πόδια. Ἦταν ἡ τελευταία πορεία του μέ ποδαρόδρομο. Καί ἦτο ἡλικίας 73 ἐτῶν!

Εἶχε σέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια τόν ἅγιο Νικόλαο. Μερικές φορές πού συζητούσαμε τοῦ ἔλεγα:

-Γέρο Δαμιανέ, δέν θά πᾶνε οἱ κόποι σου χαμένοι. Ὁ ἅγιος Νικόλαος βλέπει καί θά σέ βοηθήση γιά τήν σωτηρία σου.

-Ναί, ναί. Σ᾿ αὐτόν μόνο ἐλπίζουμε. Σ᾿ αὐτόν μόνο.

Καί δέν μποροῦσε νά συνεχίση γιατί τόν ἔπνιγαν τά δάκρυα τῆς ἀγάπης του γιά τόν Προστάτη Ἅγιό μας.

Συνιστοῦσε σ᾿ ὅλους μας, ἰδιαίτερα στούς νέους Πατέρες, νά κάνουμε ὑπομονή στό Μοναστήρι καί ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἔλεγε, θά οἰκονομήση τήν σωτηρία μας.

Ὅλη ἡ ζωή τοῦ Γέροντος Δαμιανοῦ ἦτο ἕνα κυνηγητό τῶν ἐξωτερικῶν ἐργασιῶν τῆς Μονῆς. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἦτο ἀπών ἀπό τήν ἐκκλησία. Ὁσάκις δέν εἶχε δουλειές, ἐρχόταν στήν ἐκκλησία. Καθόταν στά πίσω στασίδια τῆς Λιτῆς καί τραβοῦσε τό κομποσχοίνι του. Ἐνίοτε τά πρῶτα χρόνια ἔψαλλε καί τό Θεοτοκάριο.

Δέν ἀγάπησε οὔτε τά ἀξιώματα, οὔτε τά χρήματα, οὔτε τά πολλά πράγματα στό κελλί του. Πέρασαν πολλά χρήματα ἀπό τά χέρια του, ἀλλά δέν τά σπατάλησε γιά προσωπικά του  ἀντικείμενα, ἐκτός ἀπό τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα. Ἦτο ὁ πτωχότερος Καλόγηρος τῆς Μονῆς μας. Εἶχα μπῆ στό κελλί του καί ἦτο σχεδόν ἄδειο. Ἕνα ξυλοκρέββατο, μία μικρή ντουλάπα, ἕνα τραπεζάκι καί μερικά βιβλία, ἦταν ὅλη ἡ ἐπίγεια περιουσία του.

Κάθε ἡμέρα προσευχόταν καί γιά τήν ἑνότητα καί ἀγάπη τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς μας. Μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντάς μας ὅτι τραβοῦσε ἕνα κομποσχοίνι γιά τήν εἰρηνική συμβίωσι τῆς Ἀδελφότητός μας.

Τήν ἐποχή πού διακονοῦσε στό Δοχειό τῆς Μονῆς εἶναι γνωστή ἡ γενναιοδωρία του πρός τούς γνωστούς ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς μας. Τούς ἑτοίμαζε νά πάρουν μαζί τους κάποια εὐλογία εἴτε λίγο κρασί, εἴτε τυρί εἴτε λίγη ρακή.

Ἔδινε μεγάλη σημασία στήν ἐπιτέλεσι κάθε ἔργου μέ εὐλογία. Ἀκόμη καί ὅταν ἤθελε νά ζητήση κάτι ἀπό κάποιον διακονητή, δέν τό ἔπαιρνε μόνος του, ἀλλά ζητοῦσε εὐλογία ἀπό τόν ἴδιον καί ὄχι ἀπό τόν βοηθόν του.

Κάποτε ἐπῆγε στόν Κῆπο καί εἶχε ἀνάγκη νά πάρη δύο ἀγκινάρες. Ἀνεζήτησε τόν ὑπεύθυνο Κηπουρό καί τοῦ ζήτησε τήν εὐλογία γιά τίς ἀγκινάρες, διότι μόνος του τό θεωροῦσε ἁμαρτία νά τίς κόψη. Τήν καλή αὐτή καλογερική του συνήθεια διδάχθηκε καί ὁ βοηθός του ἱερομ. π. Χ. ὁ ὁποῖος καί μοῦ διηγήθηκε αὐτή τήν ἀρετή του.

Σάν ἄνθρωπος ἐφοβεῖτο λίγο τόν θάνατο καί τήν κρίσι τοῦ Θεοῦ, διότι δέν ἠμποροῦσε νά ξέρη πῶς θά τόν κρίνη ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό ἐπιθυμοῦσε νά κοιμηθῆ τήν 14ην Σεπτεμβρίου, ὅπου κατά τήν παράδοσι λέγεται, ὅτι τήν ἡμέρα ἐκείνη εἶναι ἀνοικτοί οἱ οὐρανοί καί δεμένα τά δαιμονικά τελώνια. Τελικά δέν ἀπέθανε τότε, ἀλλά τήν πρωΐα τῆς 6ης Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, πού καί σ᾿ αὐτήν τήν ἡμέρα, κατά τήν παράδοσι, εἶναι ἀνοικτοί οἱ Οὐρανοί.

Ὁ γραμματεύς τῆς Μονῆς μας παπᾶ Φώτιος ὡς ἑξῆς περιέγραψε στό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς τήν προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ Ἀδελφοῦ μας:

"Ὑπηρέτησεν ἐπί σειράν ἐτῶν εὐδοκίμως καί μέ αὐτοθυσίαν εἰς πλεῖστα ὅσα διακονήματα, κυρίως ὅμως εἰς τό Οἰκονομεῖον καί τό Δοχεῖον. Ἡ σωματική ρωμαλεότης του ἦτο μοναδική καί θαυμαστή, δι᾿ ὅ καί παρεκίνει πρός ἐργασίαν πάντας τούς ἐργαζομένους. Κατά τήν περίοδον τῆς λειψανδρίας ἐκράτησεν τήν ἱεράν Μονήν διακονῶν εἰς τά περισσότερα ἐξωτερικά διακονήματα. Ἦτο συνεπής μοναχός καί οὐδέποτε ἐξήρχετο τοῦ κελλίου του μετά τό Ἀπόδειπνον. Φιλακόλουθος καί εὐλαβής. Ἐκ χαρακτῆρος ἦτο ζωηρός καί φωνασκῶν, πλήν ὅμως λίαν εὐαίσθητος, στοργικός καί πονόψυχος. Ἐστήριξε τήν νέαν Ἀδελφότητα καί ἐφέρετο πάντοτε μετά πολλῆς λεπτότητος καί ὑπακοῆς εἰς τόν ἅγιον Καθηγούμενον, τόσον ἐν ταῖς Γεροντικαῖς Συνάξεσιν, ὡς προϊστάμενος, ὅσον καί ἐν τοῖς διακονήμασιν. Τό 1989 ἠσθένησεν ἐκ καρκίνου τοῦ προστάτου ὑποστάς 3 ἐγχειρήσεις ἕως τοῦ 1991 μέ παράλληλον νεφρικήν ἀνεπάρκειαν καί ὑπερτασικήν καρδιοπάθειαν. Ἀπό τοῦ Ἰουνίου 1992 παρέμεινεν κλινήρης εἰς τό νοσοκομεῖον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί τήν 6ην Ἰανουαρίου 1993, ζητήσας ἐπιμόνως νά κοινωνήση εἰς τήν διακοπήν τῆς ἀγρυπνίας, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ κατά τήν θείαν Λειτουργίαν τῶ Θεοφανείων.

 

 

ΓΕΡΩΝ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+ 1918 -

Ἡ ῾Ιερά Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου, θά εἶναι διά τόν Γέροντα Ἐμμανουήλ, ἡ τελευταία του Μετάνοια, ἡ τελευταία ἐπί τῆς γῆς κατοικία, μετά τήν ὁποίαν θά τόν περιμένῃ ἡ αἰώνια κατοικία τῶν ζώντων ἐν τῷ παραδείσῳ.

Εὑρισκόμενος τώρα, (1995), ἀνάμεσά μας, εἶναι μοναδική χαρά καί εὐλογία νά τρέξωμε κοντά του, ν᾿ ἀκούσωμε πολλά ἀπό τά γεγονότα μιᾶς ὁλοκλήρου ζωῆς ἀφιερωμένης εἰς τόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο. Μέ τό θάρρος λοιπόν τῆς ἐν Χριστῷ φιλαδελφίας καί ἀγάπης, κτύπησα τήν πόρτα τοῦ κελλίου του ἀρκετές φορές, καί δέν βγῆκα ζημιωμένος, οὔτε ἐγώ οὔτε ὅσοι ἐπιθυμήσουν νά ἀναγνώσουν, ὅσα ἀπεκόμισα ἀπό τόν Γέροντα.

Καί πρίν ἀκόμη ἐγγραφῇ ὡς Γρηγοριάτης ἀδελφός στήν Μονή μας, τόν εἶχα ἐπισκεφθεῖ στό κελλίον του, τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων τῆς Νέας Σκήτης. Καί τότε μοῦ εἶχε ὁμιλήσει πολλά. ῞Ολα αὐτά μαζί μέ τήν βιογραφία του, θά προσπαθήσῳ, καί μέ τίς εὐχές τοῦ σεβαστοῦ μου Γέροντος π. Γεωργίου, ῾Ηγουμένου τῆς ῾Ιερᾶς μας Μονῆς, νά τά παρουσσιάσῳ πρός ἰδικό μας ὄφελος καί ἀῒδιον μνημόσυνο τοῦ Γέροντος Ἐμμανουήλ, ὁ ὁποῖος ἑτοιμάζεται γοργά γιά τίς αἰώνιες Μονές.

Γεννήθηκε στό Πλωμάριο τῆς Λέσβου τό 1918. ῏Ητο ἕνας ἀπό τά 13 παιδιά τῶν εὐσεβεστάτων γονέων, Δημητρίου καί Χρυσάνθης. Οἱ συμπατριῶτες του, ὅταν ἤθελον νά εὐχηθοῦν σέ νεονύμφους τοῦ χωριοῦ, τούς ἔλεγον: «Νά ὁμοιάσετε μέ τό ἀνδρόγυνο τοῦ κύρ Δημητροῦ». Τόσο παροιμιώδης ἦτο ἡ ἀγάπη καί ἀφοσίωσίς τους πρός τόν Θεόν. Κάθε Κυριακή καί μεγάλη ἑορτή, οἱ γονεῖς του ξυπνοῦσαν καί ἑτοίμαζον τά παιδιά τους, μία ὥρα πρίν κτυπήσῃ ἡ καμπάνα γιά τήν ἐκκλησία. ῞Ολα τά παιδιά, πηγαίνοντας εἰς τήν ἐκκλησία, ἐσχημάτιζον εἰς τόν δρόμο μία ἁλυσίδα. διότι περπατοῦσαν πιασμένα χέρι-χέρι, ὅπως τά συμβούλευεν ἡ μητέρα τους.

Οὐδέποτε ἄφηναν τίς νηστεῖες καί τίς καθιερωμένες κατ᾿ οἶκον προσευχές. Κεριά, λιβάνι πρόσφορα καί ἄλλα δῶρα γιά τήν ἐκκλησία οὐδέποτε ξεχνοῦσαν νά προσφέρουν. ῎Ετσι ὅλα τά παιδιά τους ἀπέκτησαν τόν φόβον τοῦ Θεοῦ. Δέν ἐπέζησαν ὅλα. Ἀπό τά 13 ἔμειναν τά 7, ἀπό τά ὁποῖα τά 5 ἔγιναν Μοναχοί, ἤ ἔζησαν ἀφιερωμένη ἀσκητική ζωή, καί μόνο δύο ὑπανδρεύθησαν. Τό ἕνα ἀπ᾿ αὐτά ἔγινε Μητροπολίτης Μηθύμνης. ῏Ητο ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἰάκωβος Μαλλιαρός, ὁ ὁποῖος ἦτο ἁγία μορφή. Σχετικά μέ αὐτόν θά μᾶς διηγηθῇ παρακάτω ὁ ἀδελφός του Γέρων Ἐμμανούλ. Δύο ἀπό τίς ἀδελφές του ἡ Βασιλική καί ἡ Περσεφώνη, ἀφιερώθησαν  στόν Θεό μέ τόν πόθο νά ἐνδυθοῦν τό Ἀγγελικό Σχῆμα, ἀλλά δέν ἐπρόλαβαν. Εἶχαν ὑποχρεώσεις.

῾Ο ἴδιος ὁ π. Ἐμμανουήλ, ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἦτο τύπος μέ ἡγετικά χαρίσματα. Γι᾿ αὐτό, ὅταν μέ τ᾿ ἄλλα παιδιά τῆς γειτονιᾶς ἔφτιαχναν ἐκκλησίες, πάντα ὡς ἱερέα ἔβαζαν τόν Ἐμμανουήλ. Αὐτό ἦτο καί τό βαπτιστικό του ὄνομα.

῞Οταν ἐμεγάλωσε, ἐσπούδασε καί ἐπῆγε στήν Ἀθήνα. Ἐκεῖ γιά πολλά χρόνια ἐργάσθηκε ὡς ὑπάλληλος τῆς Τραπέζης τῆς ῾Ελλάδος. Συχνά ὅμως ἐπήγαινε στά ἀδέλφια του νά τά ἐπισκεφθῇ,νά συμπροσευχηθῇ καί νά ἐνισχυθῇ στόν πνευματικόν του ἀγῶνα. Τότε ὁ κληρικός ἀδελφός του, ἦτο ῾Ιεροκῆρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Παροναξίας.

-Γέρο Ἐμμανουήλ, πῶς ἀποφασίσατε νά γίνετε Μοναχός;

-Μία περίοδο ζοῦσα μέ τά ὑπόλοιπα ἀφιερωμένα ἀδέλφια μου στήν Ἀθήνα, κοντά στήν ῾Αγία Αἰκατερίνη τῆς Πλάκας. Ἐπικεφαλῆς ὁ κληρικός ἀδελφός μου, εἶχε ἐπιβάλει  στό σπίτι  μας καλογερικό πρόγραμμα. Ἐγώ ἀσυνήθιστος ἀκόμη σέ τέτοια περιωρισμένα προγράμματα, ἐπέστρεφα τό βράδυ εἰς τό σπίτι στίς 10 ἡ ὥρα. Μοῦ εἶπε τότε ὁ ἀδελφός μου: «Ἀδελφέ μου δέν ἠμπορεῖς νά ἔρχεσαι στό σπίτι, μετά τίς 10. Ἐδῶ εἴπαμε ὅλοι νά καλογερέψωμε μαζί μέ τίς ἀδελφές μας. Ποῦ εἶναι τό Ἀπόδειπνο γιά σένα, ποῦ εἶναι οἱ μετάνοιες καί τά κομβοσχοίνια σου; Λοιπόν ἀποφάσισε, τί ζωή θέλεις νά κάνῃς; Σοῦ δίδω περιθώριο ἕξι μῆνες. Ἐάν θέλῃς γυναῖκα νά σέ ὑπανδρεύσωμεν, ἐάν ὄχι, θ᾿ ἀκολουθήσῃς τήν ζωή τῆς ἐγκρατείας ὅπως καί ἐμεῖς».

Ἐγώ ἀφοῦ προσευχήθηκα καί σκέφθηκα πολύ, τελικά ἀπεφάσισα νά ἀκολουθήσῳ τά ἀδέλφια μου. Εἶπα στόν ἀδελφό μου τήν ἀπόφασίν μου, καί ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε ἀμέσως βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, μέ δίδαξε τό κομβοσχοίνιο καί τίς Ἀκολουθίες τοῦ 24ώρου, κι ἔτσι μπῆκα καί ἐγώ στό δικό τους πρόγραμμα.

Γέροντάς μου, ὁ ὁποῖος μέ διάβασε ρασοφόρο Μοναχό, ἦτο ὁ μακαριστός παπᾶ Ἐλπίδιος, ἀδελφός τοῦ ἁγίου ῾Οσιομάρτυρος Φιλουμένου τοῦ ῾Ιεροσολυμίτου, τοῦ ὁποίου τό Λείψανο παραμένει ἀδιάφθορο ἀπό τότε ὅπου ἀνακομίσθη ἐκ τοῦ τάφου του. Αὐτός ὁ Γέροντάς μου, ἦτο τότε ἐφημέριος στό Νοσοκομεῖο τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ. Ἀφ᾿ ὅτου ἐπῆρα μειωμένη τήν σύνταξίν μου ἀπό τήν ἐργασία μου, ἔφυγα μέ τόν Γέροντά μου καί ἤλθαμε εἰς τό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἐπήραμε τό κελλί  «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου» στήν Νέα Σκήτη. Μαζί του ἔζησα περίπου 10 χρόνια. ῾Ο ἴδιος, λόγῳ ἐγκεφαλικοῦ έπεισοδίου, μετέβη στήν Ἀθήνα, ἀλλά δέν ἐπέστρεψε. Ἐκοιμήθη ἐκεῖ καί ἐτάφη στήν ῾Ιερά Μονή ῾Αγίας Τριάδος Ἀττικῆς. Ἐπρόκειτο περί ἁγίου ἀνθρώπου. Κι αὐτό φαίνεται ἀκόμη ἀπό τό γεγονός ὅτι ἔδωσε ἐντολή νά μήν ἀνοίξουν τόν τάφο του. Μετά ταῦτα, ἐγώ ἐπῆρα στήν ἰδίαν Σκήτη τό κελλί τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, ὅπου παρέμεινα μέχρι τό 1995, ὁπότε ἦλθα ἐδῶ  στήν Ἱερά Μονή τοῦ ὁσίου Γρηγορίου.

-Σᾶς ἔχουν συμπαρασταθῆ, Γέροντα, οἱ ῞Αγιοι στήν ζωήν σας;

-Οἱ ῞Αγιοι, ἀδελφέ μου, εἶναι οἱ μεγάλοι μας ἀγαπημένοι ἀδελφοί. Νά τούς κυνηγᾶμε διατί τούς ἔχουμε ἀνάγκη. Περιμένουν καί αὐτοί νά τούς παρακαλέσωμε, γιά νά μᾶς ἐπισκιάσουν μέ τήν Χάριν τους. Ἐγώ ἐάν ἀξιωθῶ καί πάω ἐπάνω (στόν Παράδεισο), φοβοῦμε μήπως μοῦ εἰπῆ ὁ Κύριος: «Καλά, εὐλογημένε, ἐμένα μέ παραμελοῦσες, τοὐλάχιστον τούς ῾Αγίους μου δέν ἐτίμησες;». ῞Ολοι οἱ ῞Αγιοι, εἶναι πρόθυμοι νά μᾶς βοηθήσουν.

Ἐγώ κάποτε, ὡς Μοναχός θυμᾶμαι, ἤμουν πολύ ἄρρωστος. ῎Επρεπε νά κάνω μία ἐγχείρησι στήν καροτίδα. Οἱ ἰατροί μοῦ εἶπαν, ὅτι ἐάν δέν τήν κάνω, θά τελειώσω τήν ζωήν μου σέ ὀλίγες ἡμέρες. Ἐάν θά τήν κάνω, θά συμβοῦν δύο πράγματα· ἤ θά πεθάνω ἐπάνω εἰς τήν ἐγχείρησι, ἤ θά παραμείνω «φυτό». Εἶπα στόν ἑαυτόν μου, ὅτι ἐκείνη τήν νύκτα θά κάνω ἀγρυπνία, νά παρακαλέσω τόν Χριστό, τούς ῾Αγίους μας, νά μέ πληροφορήσουν τί πρέπει νά κάνω. Προσευχόμουν ὄρθιος ἐπί ἀρκετές ὧρες. Κουράσθηκα κάι κάθισα λίγο νά ξεκουρασθῶ. Τότε μέ πῆρε ὁ ὕπνος καί εἶδα τό ἑξῆς ὄνειρο.

Εἶδα ὅτι εὑρισκόμουν σέ μία ἐκκλησία. Στό τέμπλο τῆς ὁποίας οἱ ῞Αγιοι ἦσαν διαστάσεων τριῶν μέτρων καί φάρδους δύο μέτρων. Μέ θαυμασμό ἔβλεπα, ὅτι τά πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ, καί τῆς Παναγίας, ἦσαν ζωντανά, δηλαδή ἐστέκοντο ἐκεῖ ὡς ζωντανοί ἄνθρωποι. Ἐπλησίασα στόν Χριστό, τοῦ ἔβαλα τρεῖς μετάνοιες, καί τοῦ εἶπα· «Πές μου Δέσποτα Χριστέ μου, εἶναι θέλημά σου νά γίνῃ ἡ ἐγχείρησις ἤ ὄχι;» Ἐκεῖνος μοῦ χαμογέλασε χωρίς νά μοῦ μιλήσῃ. Μετά ἐπῆγα δίπλα στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Στεκόταν σοβαρή, ὁλόσωμη καί μέ ἐκύτταζε. Τῆς εἶπα: «Παναγία μου, ἐσύ εἶσαι ἡ ἐγγυήτριά μου στόν Χριστό γιά τήν σωτηρία μου. Σέ παρακαλῶ, πές μου τί νά κάνω;» Καί ἐκείνη μοῦ χαμογέλασε χωρίς νά μοῦ μιλήσῃ. Τότε ἀναρωτήθηκα εἰς τόν ὕπνο μου: «Σέ ποῖον ῞Αγιο ἄρα γε νά εἶναι ἀφιερωμένη αὐτή ἡ ἐκκλησία;». Κυττάζω δίπλα, καί τί βλέπω; Τόν ῞Αγιο Μηνᾶ. Αὐτόν τόν ῞Αγιο τόν εὐλαβούμην ἀπό χρόνια καί τόν αἰσθανόμουν στενό φίλο καί σύντροφό μου σέ κάθε δυσκολία μου. ῞Οταν τόν εἶδα τοῦ εἶπα: «῞Αγιε Μηνᾶ μου, ἐδῶ εἶσαι καί δέν μοῦ μιλᾶς; Εἶσαι ἡ τελευταία μου ἐλπίδα. Σέ παρακαλῶ μή παραβλέψῃς τόν πόνο μου καί τήν δυσκολία πού μέ βρῆκε. Πές μου καθαρά, μέ ἕνα ναί ἤ ἕνα ὄχι, διατί καί ἀγράμματος καί χονδροκέφαλος εἶμαι. Νά γίνῃ ἡ ἐγχείρησις ἤ νά μή γίνῃ;».

Τότε εἶδα μέ χρυσᾶ γράμματα μήκους ἑνός μέτρου μπροστά εἰς τό σῶμα τοῦ ῾Αγίου τρία γράμματα «Ναί».῎Αρχισα νά κλαίω ἀπό τήν χαρά μου, νά κάνω προσευχές εὐχαριστίας καί νά τρέχω πλέον στούς ἰατρούς, νά τούς εἰπῶ, ὅτι ἐπιθυμῶ νά κάνω τήν ἐγχείρησι. ῎Εγινε ἡ ἐγχείρησις, χωρίς κανένα πρόβλημα, καί ἐπέστρεψα στό κελλίον μου. Δόξα σοι ὁ Θεός καί ὁ ῞Αγιος Μηνᾶς, βοήθειά μας νά εἶναι πάντοτε.

-Ἐπειδή κατάγεσθε ἀπό τήν Λέσβο, ὅπου τό 1059-60 ἔκαναν τίς ἐμφανίσεις τους οἱ τρεῖς νεοφανεῖς ῞Αγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος καί Εἰρήνη, ἡ ὁσιομάρτυς Ὀλυμπία καί ἄλλοι Μάρτυρες τῆς πίστεώς μας, εἴδατε ἐσεῖς κάποτε κάποιον  ἀπ᾿ αὐτούς τούς ῾Αγίους;

-Καί βέβαια τούς ἔχω ἰδεῖ. ῾Η ἀδελφή μου ἡ Βασιλική, ὅπως σοῦ εἶπα, δέν ἔγινε Μοναχή, διότι δέν ἐπρόλαβε. Γηροκομοῦσε τόν πατέρα μας μέχρι τόν θάνατόν του, πού συνέβη τό 1965. ῎Ηλπιζε καί περίμενε μετά τήν κοίμησιν τοῦ πατέρα μας, νά πάῃ καί αὐτή σέ Μοναστήρι. Δέν ἐπρόλαβε ὅμως γιατί ἐκοιμήθη καί αὐτή μετά ἀπό τρεῖς μῆνες. Περισσότερα γι᾿ αὐτήν, θά εἰποῦμε παρακάτω.

Κάποια ἡμέρα μοῦ εἶπε, ὅτι φεύγῃ ἀπό Ἀθήνα γιά τήν Λέσβο. Θά πάῃ στόν ῞Αγιο Ραφαήλ. Τῆς εἶπα, ὅτι θέλω νά ἔλθω κι ἐγώ. Πράγματι ἐπήγαμε μαζί. ῏Ηταν ἀπόγευμα ὅταν ἀνηφορίζαμε τόν λόφο τῶν Καρυῶν. Τότε ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε τίποτα, παρά μόνον τό ἀγρόκτημα μέ ἐλαιόδενδρα. ῾Η Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἐπειδή εἶναι κατά παράδοσι συντηρητική, δέν ἐβιάζετο νά βγάλῃ συμπεράσματα, πρίν γίνουν καί ἄλλες ἐμφανίσεις καί θαύματα τῶν νεοφανῶν ῾Αγίων ἐκείνης τῆς περιοχῆς. Κοιμηθήκαμε ἐκεῖ τρία βράδυα. Τίς νύκτες ἐβλέπαμε μέ τά μάτια μας τούς ῾Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαον καί Εἰρήνη καί ἄλλους σέ ἀπόστασι 40-50 μέτρων. ῾Ο ῞Αγιος Ραφαήλ, ἐφοροῦσε ἄλλοτε τά ράσα του, καί ἔκανε μετάνοιες καί προσευχές, καί ἄλλοτε ἦταν ντυμένος μά τά ἱερατικά του ἄμφια. Ἐμένα δέν μοῦ ὡμίλησε, ἀλλά μέ τήν ἀδελφή μου τήν Βασιλική ὡμιλοῦσε τακτικά.

-Ποῖα πνευματικά καθήκοντα ἐκτελούσατε, ὅταν εἴσασταν ἀκόμη στήν Νέα Σκήτη, Γέρο Ἐμμανουήλ;

-Μόλις ἐσηκωνόμουν τό πρωῒ, ἔκανα τά 15 κομβοσχοίνια μου, ἐπειδή εἶμαι Μεγαλόσχημος Μοναχός. Μετά ἀμέσως ἔκανα ἀπό ἕνα κομβοσχοίνι γιά τά ἐννέα Ἀγγελικά Τάγματα. Μετά τραβοῦσα κομβοσχοίνι διά τούς τέσσαρας γνωστούς ῾Αγίους Ἀγγέλους· τόν Μιχαήλ, τόν Γαβριήλ, τόν Ραφαήλ καί τόν Φανουήλ ἤ Οὐριήλ. Μετά ἐδιάβαζα τήν μικρή Παράκλησι τῆς Παναγίας, τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, τῶν Ἀσωμάτων καί τόν Κανόνα τῆς ῾Αγίας Τριάδος. Μετά ἐπήγαινα στό ἐκκλησάκι καί ἐδιάβαζα τό Ψαλτήριο καί τό Θεοτοκάριο. Τό μεσημέρι ἐξάπλωνα λίγο νά ξεκουρασθῶ. Τό ἀπόγευμα ἐδιάβαζα τόν ῾Εσπερινό, τήν μεγάλη Παράκλησι τῆς Παναγίας μας, ἐδιάβαζα τούς Χαιρετισμούς τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων καί τέλος ἐδιάβαζα τήν Παράκλησι τῶν ῾Αγίων τῆς ἡμέρας τῆς ῾Εβδομάδος, δηλαδή, τήν Δευτέρα τήν Παράκλησι τῶν Ἀγγέλων, τήν Τρίτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τήν Τετάρτη τῶν ῾Αγίων νεοφανῶν Μαρτύρων τῶν ἐν Λέσβῳ καί τήν Παράκλησιν τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, τήν Πέμπτη τήν Παράκλησιν τῶν ῾Αγίων Ἀποστόλων καί τοῦ ῾Αγίου Νικολάου, τήν Παρασκευή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τῆς ῾Αγίας Παρασκευῆς, τό Σάββατο τῶν ῾Αγίων Πάντων καί τήν Κυριακή τόν Κανόνα πρός τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐπί πλέον, κάθε Δευτέρα ἐδιάβαζα τίς Παρακλήσεις τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, τοῦ ῾Αγίου Μηνᾶ καί μία Παράκλησι πρός τιμήν τῶν ῾Αγίων Σπυρίδωνος, Γερασίμου καί Διονυσίου, διότι ἔχω τεμάχια τῶν ῾Αγίων Λειψάνων τους. Κατά τό βραδάκι μέχρι τώρα διαβάζω τό Μικρό Ἀπόδειπνο καί κάνω ὅσα κομβοσχοίνια μπορῶ. Ἀκόμη καθιέρωσα νά διαβάζω τά Μεγαλυνάρια τῶν ῾Αγίων ὅλου τοῦ ἔτους. Τήν Παράκλησιν τῆς Παναγίας τήν διαβάζω τώρα τά μεσάνυκτα, μαζί μέ 150 Μεγαλυνάρια τῶν ῾Αγίων εἰκόνων της πού ὑπάρχουν διεσπαρμένες σ᾿ ὅλα τά μέρη τῆς ῾Ελλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἐάν μοῦ ἀπομένῃ λίγη ὥρα, διαβάζω κάτι ψυχωφελές.

Γιά νά στολίσω τίς εἰκόνες τῶν ῾Αγίων μου, κάνω περίπου μία ὥρα. ῎Εχω πάνω ἀπό 200 εἰκόνες. Στήν εἰκόνα κάθε ῾Αγίου, ἔχω κρεμάσει καί ἀπό ἕνα κομβοσχοινάκι. Κάθε πρωῒ πού θά πάω στήν ἐκκλησία, τίς περισσότερες πού συναντῶ μπροστά μου, θά τίς προσκυνήσῳ. Αἰσθάνομαι αὐθόρμητα τήν ἀνάγκη νά  προσκυνήσω τόν ῞Αγιο γιά νά πάρω δύναμι καί εὐλογία. Πῶς νά σοῦ τό εἰπῶ, Ἀδελφέ μου, δι᾿ ἐμέ μία εἰκόνα δέν εἶναι ἕνα ἄψυχο ξύλο. Εἶναι ὁ ῞Αγιος τάδε. Πῶς νά μήν ὑψώσω τά χέρια μου μπροστά του καί νά μή κάνω προσευχές καί μετάνοιες; Ἀκόμη ἔχω περί τά 20 ἀνθοδοχεῖα. ῎Εχω ἀκοίμητα κανδήλια, νά σκουπίσω τήν ἐκκλησία, νά ξεσκονίσω τίς εἰκόνες...Γι᾿ αὐτό καί δέν κοιμᾶμαι περισσότερο ἀπό πέντε ὧρες.

-Τότε Γέροντα, δέν θά σᾶς μένῃ καιρός πλέον νά μαγειρεύετε.

-Εἶμαι συνηθισμένος στήν ξηροφαγία, ἀφ᾿ ἑνός διότι δέν ξέρω νά μαγειρεύω, καί ἀφ᾿ ἑτέρου διότι δέν μοῦ μένει χρόνος. Στίς νηστεῖες δέν μαγειρεύω ποτέ, ἀλλά καί στίς ἄλλες ἡμέρες σπανίως. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δεινοπαθῶ, ἀλλά τό παίρνω καί αὐτό σάν κάτι γιά τήν σωτηρία μου, καί τό ἀντικρύζω μέ χαρά. Πόσες φορές δέν ἐπέταξα τό νερόβραστο πιλάφι μου στήν γάτα, διότι εἶχε κολλήσει καί εἶχε μαυρίσει ἡ κατσαρόλα!!

-Θυμᾶσθε, Γέροντα, νά μοῦ εἰπῆτε κάποιο θαῦμα τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων;

-Ναί. ῎Ακουσε ἕνα πού συνέβη ἐπί τῶν ἡμερῶν μου. ῞Οταν ἐπῆρα αὐτό τό κελλί τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, τά καλύμματα τῆς ῾Αγίας Τραπέζης, ἦσαν ἐφθαρμένα. ῎Επρεπε νά τά ἀλλάξω. Τό θέμα ἦτο καί οἰκονομικό καί ἐπί πλέον δέν ἐγνώριζα κάποιον νά τά ράψῃ. Εὐτυχῶς θυμήθηκα μία γυναῖκα ἀπό τήν Θεσσαλονίκη. Μοῦ εἶχε ράψει καί παλαιότερα τρεῖς σειρές καλυμμάτων γιά τήν Μεγάλην ῾Εβδομάδα. Μέ τήν οἰκονομικήν βοήθεια εὐσεβῶν γυναικῶν, ἀγόρασε αὐτή ἡ γυναῖκα, Ἀμαλία τό ὄνομά της, τά καλύμματα καί τά ἔραψε. Ἀπό τήν ἐξαντλητική ὅμως ἐργασία τυφλώθηκε. ῞Οταν τήν συνήντησα σέ μία ἔξοδό μου στόν κόσμο, μοῦ εἶπε:

Γέροντα, παρακάλεσε ἐσύ τούς ῾Αγίους 'Αναργύρους, γιά τήν ἐκκλησία τῶν ὁποίων ἔρραψα τά καλύμματα, νά μέ θεραπεύσουν. Σέ εἴκοσι ἡμέρες, ὅπως μοῦ εἶπαν οἱ ἰατροί, θά χειρουργηθῷ, ἀλλά οἱ ἐλπίδες θεραπείας μου εἶναι ἐλάχιστες. Μά κι ἄν ἐπιτύχῃ ἡ ἐγχείρησις, θά βλέπω τούς ἀνθρώπους σάν μιά μαύρη σκιά.

Ἐγώ, συνέχισε ὁ Γέροντας, καί ἀπό ἀγάπη κινούμενος καί ἀπό ὑποχρέωσι, ἔκανα εἰδικόν ἀγῶνα πρός τούς ῾Αγίους Ἀναργύρους. Κεράκια, κανδηλάκια, Παρακλήσεις καί παρακάλια, δέν συταματοῦσα διά πολλές ἡμέρες «῞Αγιοι Ἀνάργυροι, τούς ἔλεγα, λυπηθεῖτε αὐτή τήν ψυχούλα πού μᾶς ἔφτιαξε τά καλύμματα, πού ἐνδιαφέρεται γιά τό σπίτι μας. Παναγία μου, καλή μου Παναγία, πές εἰς τούς ῾Αγίους Ἀναργύρους νά κάνουν τό θαῦμα τους. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, μέ βαρέθηκαν οἱ ῞Αγιοι καί ἔκαμαν τό θαῦμα τους. Μετά 15 ἡμέρες ἀπό τήν ἐγχείρησι, ἔλαβα γράμμα ἀπ᾿ αὐτήν τήν γυναῖκα, πού ἔγραφε τά ἑξῆς:

Σεβαστέ μου Γέροντα, μέ πολύ χαρά σᾶς γράφω, ὅτι ἦλθαν τήν παραμονή τῆς ἐγχειρήσεώς μου τό βράδυ καί οἱ 12 ῞Αγιοι Ἀνάργυροι, στάθηκαν ὅλοι γύρω ἀπό τό κρεβάτι μου, καί μοῦ ἔκαναν οἱ ἴδιοι τήν ἐγχείρησι πού κράτησε ἐπί τρεῖς ὧρες. Ἐγώ ἤμουν σάν κοιμισμένη καί ἔβλεπα νοερά τίς σκιές τους γύρω ἀπό τό σῶμα μου. ῞Οταν ἐτελείωσαν τήν ἐγχείρησι, ἀποκαταστάθηκε τό φῶς μου, καί εἶμαι ὅπως πρῶτα. Τό πρωῒ, ἦλθε μέ τό φορεῖο ὁ νοσοκόμος νά μέ μεταφέρῃ στό χειρουργεῖο. Τοῦ εἶπα ὅτι δέν χρειάζεται, διότι μέ ἐθράπευσαν θαυματουργικῶς οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι. Ἐκεῖνος, λέγοντας ὅτι πρέπει νά ἐκτελέσῃ τήν ἐντολήν τοῦ ἰατροῦ, ἦταν ἀνένδοτος. ῾Οπότε ἐπήγαμε μαζί στόν ἰατρό, στόν ὁποῖον εἶπα τά ἑξῆς «Κύριε ἰατρέ, ξέρετε ὅτι ἔχωμε:ν θρησκεία καί ἡ θρησκεία μας ἔχει ῾Αγίους πού κάνουν θαύματα; ῞Ενα τέτοιο θαῦμα ἔγινε καί σ᾿ ἐμένα χθές τό βράδυ. ῏Ηλθον οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι καί μέ ἐχειρούργησαν». Τότε ὁ ἰατρός, ἀφοῦ διεπίστωσε τήν ὑγείαν τῶν ὀφθαλμῶν μου, μοῦ ἔδωσε ἐξιτήριο λέγοντας: «Πήγαινε, παιδί μου, πρόκειται περί θαύματος, δέν μπορῶ νά εἰπῷ τίποτε».

-Ποον λλον Αγιον ελαβεσθε, διατερα, πτερ Ἐμμανουλ;

-Εὐλαβοῦμαι τήν ῾Αγία Παρασκευή καί τόν ῞Αγιον Νεκτάριο. ῎Αα, καλά πού θυμήθηκα τόν ῞Αγιο Νεκτάριο καί ἔχω νά σοῦ εἰπῶ μερικά θαύματά του πού ἔκανε τώρα προσφάτως.

Πρό καιροῦ, κτυπήθηκε κάποιος σέ αὐτοκινητιστικό δυστύχημα, καί οἱ συγγενεῖς του τόν ἐπῆγαν στήν κλινική τοῦ Μπαρούνι στήν Ἀθήνα. ῞Οταν τόν εἶδαν οἱ ἰατροί κομματιασμένον, εἶπαν στούς συγγενεῖς του, ὅτι δέν ἀναλαμβάνουν, διότι γρήγορα θά πεθάνῃ. Ἐκεῖνοι ἐπέμενον, λέγοντες στούς ἰατρούς νά ἐπιχειρήσουν καί ὁ Θεός εἶνα μεγάλος. Πράγματι τόν ἐπῆγαν στό χειρουργεῖο, καί ἄρχισαν νά κόβουν καί νά ράβουν τά διαμελισμένα κρέατα. ῞Οταν ὁ τραυματίας συνῆλθε λίγο, τούς ἐρώτησε:

-Δέν μοῦ λέτε, ποῖος ἦτο ἐκεῖνος ὁ Καλόγερος πού σᾶς ἔδινε τά χειρουργικά ἐργαλεῖα;»

-Δέν ἔχουμε κοντά μας τέτοιον ἄνθρωπον τοῦ εἶπαν.

-Μά ἐγώ ἔβλεπα ἕναν ἡλικιωμένο Μοναχό νά σᾶς βοηθᾷ.

῞Οταν βελτιώθηκε ἡ ὑγεία του καί βγῆκε ἀπό τήν κλινική, οἱ συγγενεῖς του τόν ἐπῆγαν στήν Ἐκκλησία. Προσκυνῶντας τήν εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, τούς εἶπε μέ χαρά: «Αὐτός ἦταν ὁ βοηθός τῶν ἰατρῶν στήν ἐγχείρησι».

῎Αλλοτε πάλι σέ μιά οἰκογένεια τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου, μετά τόν θάνατον τοῦ ἀνδρός, οἱ συγγενεῖς τῆς γυναικός του, ἐπενέβησαν δυναστικῶς νά τῆς πάρουν τήν περιουσία. ῾Η ὑπόθεσις ἔφθασε στά δικαστήρια. ῾Η καϋμένη ἡ γυναῖκα παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τήν λυτρώσῃ ἀπό τίς ἁρπακτικές διαθέσεις τῶν συγγενῶν της. ῞Ενα πρωῒ παρουσιάσθηκε μπροστά της  ἕνας ἡλικιωμένος Καλόγερος καί τῆς εἶπε:

-Μή στενοχωρῆσαι τό ζήτημα σου θά τακτοποιηθῇ»

-Ποῖος εἶσαι ἐσύ, πάτερ, πού μέ παρηγορεῖς;

-Ἐγώ εἶμαι ὁ πατήρ Νεκτάριος ἀπό τήν Αἴγινα, τῆς εἶπε καί ἔφυγε.

Ἐκείνη τό ἄλλο πρωῒ ἔστειλε τόν ἀνεψιό της στήν Αἴγινα γιά νά μάθῃ ποῦ μένει αὐτός ὁ Καλόγερος, γιά νά τόν γνωρίσῃ ἀπό κοντά καί νά τόν εὐχαριστήσῃ. ῞Οταν ἔφθασε στό λιμάνι ὁ νεαρός ἐρώτησε «πΠοῦ μένει ὁ πατήρ Νεκτάριος;». Μερικά παιδάκια πού τόν ἄκουσαν, κατάλαβαν ποῖον ἤθελε καί τοῦ ἔδειξαν τόν δρόμο γιά τό Μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου.

Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ ὅτι τό σπίτι τῆς γυναικός αὐτῆς ἐχρησιμοποιεῖτο στήν Ἀθήνα, ὡς Μετόχιο τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, καί ὁσάκις οἱ Μοναχές ἐπήγαιναν στήν πόλι, ἐφιλοξενοῦντο ἐκεῖ. ῾Οπότε εἶχε ὑποχρέωσι ὁ ῞Αγιος νά προστατεύσῃ καί βοηθήσῃ  τήν γυναῖκα.

῞Ενα ἄλλο συνταρακτικό θαῦμα τοῦ ῾Αγίου τοῦ αἰῶνος μας, εἶναι τό ἑξῆς:

Σέ μιά ὀρθόδοξη ἐνορία μιᾶς πόλεως τῆς Ἀμερικῆς, οἱ Χριστιανοί ἐπερίμεναν μία Κυριακή τόν ῾Ιερέα τους, μά αὐτός ἀκόμη δέν ἐφαίνετο. Σέ λίγο εἶδον νά ἔρχεται ἕνας ἄλλος σεβάσμιος, ἀσπρομάλλης παπᾶς, ὁ ὁποῖος τούς εἶπε:  «Καλημέρα παιδιά μου, τί κάνετε; ῾Ο παπᾶς σας ἀρρώστησε, γι᾿ αὐτό ἦλθα ἐγώ νά σᾶς λειτουργήσῳ» Μετά τήν θεία Λειτουργία, προσφέρθηκε ἕνας Χριστιανός νά φιλοξενήσῃ τόν νέο ῾Ιερέα στό σπίτι του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: "Σ᾿ εὐχαριστῶ, ἀλλά πρέπει νά φύγῳ γιατί ἔχω δουλειά".

-Μά ἀπό ποῦ εἶσαι Παπποῦ;

-Εἶμαι ἀπό τήν ῾Ελλάδα.

-Καί ἐκεῖ ποῦ μένεις;

-Μένω  στήν Αἴγινα καί ὀνομάζομαι π. Νεκτάριος. Ἐάν κάποιος ἀπό σᾶς ἔλθῃ στήν

῾Ελλάδα, νά περάσῃ ἀπό τήν Αἴγινα καί ἐκεῖ  θά μέ βρῆτε.

῎Ετσι ἀποχωρίσθηκαν. Θαυμάζει κανείς τήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη τοῦ ῾Αγίου, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε ν᾿ ἀντικαταστήσῃ τόν ἀσθενοῦντα ῾Ιερέα, γά νά μή μείνουν οἱ Χριστιανοί ἀλειτούργητοι.

Θυμᾶμαι καί ἕνα ἄλλο θαυμαστό γεγονός πού συνέβη ἐδῶ στό ἐκκλησάκι μου, τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων.

Μέσα στό ῾Ιερό Βῆμα, ἀπέναντι ἀπό τήν ῾Αγία Τράπεζα, ὑπάρχει ἀπό παλαιά μία μικρή εἰκόνα διαστάσεων 20χ30 πόντων, στήν ὁποίαν εἰκονίζονται στό μέσον ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων καί ἑκατέρωθεν οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι, Κοσμᾶς καί Δαμιανός.

Μία φορά παρουσιάσθηκε ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων στόν προκάτοχο τοῦ Κελλίου, τόν π. Θεοφύλακτο, καί τοῦ εἶπε: «Νά μέ βγάλῃς ἀπό ἐδῶ μέσα ὅπου μέ ἔχεις, διότι μέ προσκυνᾶ μόνον ὁ ῾Ιερεύς ὅταν λειτουργῇ, καί ἐκεῖνος μόνον παίρνει τήν εὐλογία μου. Νά μέ βάλῃς ἔξω μπροστά στήν εἰκόνα τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων τοῦ Τέμπλου, ὥστε ὅλοι οἱ Χριστιανοί, πού ἔρχονται ἐδῶ, νά προσκυνοῦν καί νά παίρνουν τήν εὐλογία μου».

Καί πράγματι αὐτή ἡ εἰκόνα, εἶναι στό σημεῖον, ὅπου ὑπέδειξεν ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων.

῞Ενα ἄλλο θαυμαστό γεγονός τῶν ῾Αγίων Ἀναργύρων, εἶναι τό ἑξῆς:

Πρό ὀλίγων ἐτῶν, μετέβη ἡ ῾Ηγουμένη τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Πορταριᾶς τοῦ Βόλου, γερόντισσα Μακρίνα γιά νά κάνῃ ἐγχείρησι. Μοῦ τηλεφώνησε νά τίς κάνω προσευχή στούς ῾Αγίους Ἀναργύρους. ῞Οταν ἐπέστρεψε, μοῦ εἶπε τά ἑξῆς: «Γέροντα τά παρακάλια σου πιάσανε τόπο. Ἐπειδή στήν Ἀγγλία οἱ νόμοι τῶν νοσοκομείων δέν ἐπιτρέπουν σέ συνοδούς μας καμμία συμπαράστασι καί παροχή κάποιας βοηθείας, ἤρχοντο οἱ ῞Αγιοι Ἀνάργυροι καί μέ ἐφρόντιζαν σέ ὅ,τι εἶχα ἀνάγκη. Πρωτοστατοῦσε ὁ ῞Αγιος Παντελεήμων μαζί μέ τούς 20 ῾Αγίους Ἀναργύρους».

῾Η Γερόντισσα Μακρίνα, εἶναι μία ἁγία Μοναχή. Ζῆ ἀκόμη καί διηγεῖται τό θαῦμα αὐτό σέ ἄλλους Χριστιανούς πρός ὠφέλειάν τους.

-Πέστε μου κάτι ἀπό τήν ζωή τοῦ ἀδελφοῦ σας Μητροπολίτου Μηθύμνης Ἰακώβου, Γέροντα Ἐμμανουήλ;

-῾Ο σεβαστός μας Γέροντας καί ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μας π. Γεώργιος, μέ παρεκίνησε νά ἐκθέσῳ στήν ἀγάπην σας μερικά ἀπό τά σοφά ἔργα καί διακριτικές πράξεις τοῦ ἀειμνήστου ἀδελφοῦ μου, τοῦ Μηθύμνης Ἰακώβου.

Κάποια φορά τοῦ συνέβη τό ἑξῆς περιστατικό. ῞Ενας ἱερεύς του, πού ἦτο καθ᾿ ὅλα καλός, ἀφοσιωμένος λειτουργός καί ἀγαπητός στήν ἐνορία του, εἶχε μία μικρή συνήθεια. Πρό τοῦ φαγητοῦ, πάντοτε μέσα στό σπίτι του, ἔπινε ἕνα-δύο ποτηράκια ρακή. Μίαν ἡμέραν ἤπιε κάτι περισσότερο καί ζαλίστηκε. ῾Η παπαδιά του τόν ἐξενεύρισε μέ κάτι παρατηρήσεις της. Ἐκεῖνος, μή δυνάμενος νά κρατήσῃ τήν ὑπομονή του καί ἐπηρεασμένος ἀπό τό ποτό, τήν χαστούκισε. Ἐκείνη, δυστυχῶς τοῦ ὑπέβαλε μήνυσι στήν ἀστυνομία. Τό ἔμαθε ὁ Μητροπολίτης καί παρεκάλεσε τόν Εἰσαγγελέα νά μή δημοσιευθῇ στόν τύπο ἡ ὑπόθεσις, διότι ἀδίκως θά διασυρθῇ ἡ Ἐκκλησία καί τό ράσο, γιά ἕνα τόσο μικρό οἰκογενειακό θέμα. ῾Ο εἰσαγγελεύς συνεφώνησε, ἀρκεῖ ὁ Δεσπότης νά ἐκδικάσῃ τήν ὑπόθεσι.

῾Ο Δεσπότης ὅμως, φύσει καλοκάγαθος, οὐδέποτε εἶχε τιμωρήσει κληρικόν του. Τί ἔκανε; Συνεκάλεσε ἱερατικόν συνέδριο. Κοινοποίησε ταπεινά σέ ὅλους τούς ῾Ιερεῖς του τό παράπτωμα τοῦ συναδέλφου των, καί τούς εἶπε: «Μόνοι σας ἀποφασίστε ποίαν τιμωρίαν θά

τοῦ ἐπιβάλλετε. Ἐγώ θά εἶμαι σύμφωνος μέ τήν ἀπόφασί σας, καί ἀνεχώρησε ἀπό τήν σύναξι. Οἱ ῾Ιερεῖς ἀπεφάσισαν ἑξάμηνη ἀργία καί ἐγκλεισμό σέ ἕνα μοναστήρι. Πράγματι ὁ π. Παναγιώτης μετέβη ἐκεῖ. ῾Ο Θεός τόν ἐφώτισε καί μετενόησε γιά τό ἁμάρτημά του. Ἐξωμολογήθηκε, ἔκλαυσε πικρῶς, ἐζήτησε συγχώρησι ἀπό τόν Μητροπολίτη, τούς ἱερεῖς καί τήν παπαδιά του καί ζοῦσε ἐκεῖ εἰρηνικά. Δέν πέρασαν δύο μῆνες, καί ὁ π. Παναγιώτης μετετέθη στίς αἰώνιες Μονές. Τόν ἐπῆρε ὁ Θεός στήν κατάλληλη στιγμή, μέ ὅλη τήν ψυχική προετοιμασία πού ἔπρεπε νά κάνῃ.

῎Αλλο σπουδαῖο περιστατικό εἶναι τό παρακάτω:

Στήν Μητρόπολι Μηθύμνης, εἶχε ἀπό παλαιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο πολλά κτήματα μέ ἐλαιόδενδρα. Τότε Δήμαρχος τοῦ Δήμου Μεθύμνης, ἦτο ἕνας τοῦ κόμματος τῆς Ἀριστερᾶς. ῞Οταν ἔμαθε ὅτι αὐτά ἦσαν ἐκκλησιαστικά κτήματα, ἐπῆγε στόν Μητροπολίτη καί τοῦ τά ἐζήτησε γιά νά τά μοιράσῃ στούς πτωχούς. ῾Ο Δεσπότης τοῦ εἶπε, ὅτι αὐτά εἶναι κληροδότημα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί πρέπει ἀπ᾿ ἐκεῖ νά πάρωμε τήν ἄδεια. ῾Η ἄδεια ὅμως δέν ἐδόθη καί ὁ Δήμαρχος ἐσυκοφάντησε τόν Μητροπολίτην.

Μέ τήν βοήθεια καί ὑπογραφές ὁμοϊδεατῶν του, ἔστειλε ἔγγραφο στό ῾Υπουργεῖο Ἐσωτερικῶν καί Γεωργίας, κατηγορῶν τόν Δεσπότη ὅτι εἶναι κομμουνιστής, αὐταρχικός, ἀνεπιθύμητος, σκληρός καί ἄλλες κατηγορίες.

Οἱ ῾Υπουργοί ὅμως ἐγνώριζον τήν φωτεινή προσωπικότητα τοῦ ῾Αγίου Μηθύμνης καί δέν ἐπίστευσαν στά καταγγελθέντα. Μάλιστα ἔστειλαν τό ἔγγραφο αὐτό στόν Ἀρχιεπίσκοπο. Τότε αὐτός ἔστειλε στόν Δεσπότη τό συκοφαντικό αὐτό κείμενο γιά νά λάβῃ γνῶσιν τοῦ μηνυτοῦ καί τῶν κατηγοριῶν ἐναντίον του. ῾Ο ἀδελφός μου ἐκράτησε στό γραφεῖο του τό γράμμα τοῦ Δημάρχου, χωρίς κἄν νά τοῦ ἀνακοινώσῃ τίποτε.

῏Ηλθε καιρός καί ἀρρώστησε βαρειά ἀπό καρκῖνο ὁ Δήμαρχος. ῏Ηταν οἱ τελευταῖες ἡμέρες του καί ὅλοι τόν ἐπερίμεναν γιά τό μοιραῖο. ῾Ο παπᾶ Γιώργης ἀρχιερατικός ἐπίτροπος τοῦ Μητροπολίτου, τοῦ ἀνεκοίνωσε τόν προσεχῆ θάνατο τοῦ πρώην Δημάρχου. Μαζί καί οἱ δύο ἐπῆγαν στό σπίτι τοῦ Δημάρχου. Μέ πολύ δυσκολία τούς ἐπέτρεψε ἡ σύζυγος τοῦ ἀσθενοῦς νά περάσουν, λόγῳ τῆς δεινῆς καταστάσεώς του.

-Σεβασμιώτατε, ἐσεῖς εἶσθε; Ποτέ δέν σᾶς ἐπερίμενα.

-Ἐγώ παιδί μου εἶμαι πνευματικός σου Πατέρας καί πῶς νά μή ἔλθῳ;

-Μά ξέρετε Σεβασμιώτατε, τί σᾶς ἔχω κάνει;

-Ξέρω πολύ καλά. Τό γράμμα σου πού ἔστειλες στά ῾Υπουργεῖα ἐναντίον μου τό ἔχω ἐπάνω στό γραφεῖο μου. Αὐτά περάσανε. Τώρα βρίσκεσαι στό κρεβάτι τοῦ θανάτου. Εἶναι καιρός νά ἑτοιμασθῇς γιά τό μεγάλο ταξίδι. ῎Ανθρωπος εἶσαι καί ἐσύ, καί ἀσφαλῶς ἔσφαλες στήν ζωή σου. ῎Εφερα μαζί μου τόν παπᾶ Γιώργη, πού σέ γνωρίζει καλά καί τόν ἀγαπᾶς. ῎Αϊντε νά ἐξομολογηθῇς καί μή στενοχωριέσαι, ἐγώ σέ ἔχω συγχωρήσει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου, γιατί εἶμαι πνευματικός σου Πατέρας.

Πράγματι συντετριμμένος ὁ κ. Δήμαρχος, ἐζήτησε μετά πολλῶν δακρύων συγχώρησι ἀπό τόν Δεσπότη, τοῦ φίλησε τό χέρι καί δέχθηκε τόν παπᾶ Γιώργη γιά τό ἐξιλεωτικό Μυστήριο. ῞Ολα ἔγιναν μέ τήν εὐχή τοῦ Δεσπότη καί τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἀσθενής ἄνοιξε τήν καρδιά του καί μετά δακρύων ἐξηγόρευσεν ὅλα τά ἀπό μικρᾶς ἡλικίας ἁμαρτήματα. Εἰρήνευσε, ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καί τό πλέον εὐχάριστο σέ δύο ἡμέρες ἀνεχώρησε γιά τόν Οὐρανό. Δόξα σοι ὁ Θεός. ῾Ο ἀδελφός μου μέ τήν πατρική στοργή καί τήν ἀνεξικακία πού τόν διέκρινε, βοήθησε καί ἐσώθη μία ψυχή.

῞Ενα ἄλλο περιστατικό:

῞Οταν ὁ ἀδελφός μου, ἦτο ἀκόμη ἀρχιμανδρίτης, τόν ἐκάλεσε μίαν ἡμέρα ὁ Πρύττανις τῆς θεολογικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν, κ. Βασίλειος Βέλλας, καί τοῦ εἶπε: «Πάτερ Ἰάκωβε, ὑπάρχει αὐτή τήν περίοδον κενή ἡ θέσις τῆς ἕδρας τῆς ἐξομολογητικῆς. Ἐπειδή σέ γνωρίζω καί ἐκτιμῶ τήν ζωήν καί τήν θεολογικήν σου παιδεία, σοῦ προτείνω νά ἀναλάβῃς ἐσύ. ῞Ομως, πρόσεχε θά χρειασθῇ νά μεταβῆς μέ ὑποτροφία σέ Εὐρωπαϊκό πανεπιστήμιο γιά μεταπτυχιακές σπουδές. Ἐγώ ἐπιθυμῶ νά σέ στείλωμε σέ πανεπιστήμιο τῆς Ἰταλίας. Τί λέγεις, συμφωνεῖς;

-Κύριε Καθηγητά, σ᾿ εὐχαριστῶ γιά τήν τιμήν καί τήν ἐπιλογή πού ἔκανες γιά τό πρόσωπό μου. Δέχομαι, ἀλλά μέ μία προϋπόθεσι. Ἀντί νά μέ στείλετε στήν Ἰταλία, προτιμῶ νά πάω στό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἐκεῖ ἀνάμεσα σέ ὀρθοδόξους ἁγιασμένους Μοναχούς, πολλά ἔχω νά διδαχθῶ, νά ἀκούσω, νά ὠφεληθῶ γιά νά ὠφελήσω μετά τούς φοιτητάς. Στήν Ἰταλία ποῖον ὄφελος ν᾿ ἀποκομίσω ἀπό τούς αἰώνιους ἐχθρούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας; Ποῖος ἀπό τούς Ὀρθοδόξους θεολόγους ἐπῆγε καί δέν ζημιώθηκε; Τί καλό νά πάρω ἀπ᾿ αὐτούς, πού ἀπεμπόλησαν τήν Παράδοσί μας, διαστρέβλωσαν καί προσέθεσαν ξένα πρός τήν Διδασκαλία τῆς Πίστεώς μας δόγματα;

῾Ο καθηγητής κ. Βέλλας, παρ᾿ ὅτι ἦτο ἀκραιφνής ὀρθόδοξος θεολόγος, δέν ἠμπόρεσε νά κατανοήσῃ τήν δυνατότητα προσφορᾶς πού θά ἠμποροῦσε τό ῞Αγιον ῎Ορος νά προσφέρῃ στόν κάθε ἄνθρωπο καί ἰδιαίτερα σ᾿ ἕνα θεολόγο Κληρικό, καί ἀρνήθηκε τήν μετάβασίν του ἐκεῖ.

῎Αλλο περιστατικό:

῞Οταν ὁ ἀδελφός μου ἦτο ἀσθενής μέ συνεχῆ ἐπιδείνωσι τῆς ὑγείας του, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ῾Ελλάδος κ. Σεραφείμ, τοῦ ἐπρότεινε νά τόν στείλῃ σέ νοσοκομεῖο τῆς Γαλλίας ἤ Ἀγγλίας, γιά νά ἐπιτευχθῇ σίγουρα ἡ θεραπεία του. Τότε ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:

Σ᾿ εὐχαριστῶ Μακαριώτατε, γιά τήν ἀγάπην σας. Δέν χρειάζεται νά πάω στήν Εὐρώπη γιά τήν ὑγείαν μου, διότι κι ἐδῶ εἶναι Θεός, καί ἄν θέλῃ μέ θεραπεύει.῎Αν δέν θέλῃ νά μέ θεραπεύσῃ ἐδῶ, οὔτε καί ἐκεῖ δέν θά θέλῃ. Λοιπόν ἄς ἀφήσωμε τόν Πανάγαθο Θεό νά κάνῃ τό θέλημά του. Στήν Εὐρώπη δέν θά πάω. Ἐδῶ θά μείνω καί ὅ,τι θέλει Ἐκεῖνος.

Κάποτε ἐγώ, λέγει ὁ Γέρο 'Εμμανουήλ, ἤμουν ἄρρωστος. ῾Η ἀδελφή μου Βασιλική, εἶδε στόν ὕπνο της τήν ἁγία Φωτεινή τήν Σαμαρείτιδα, ἡ ὁποία καί τῆς εἶπε: «Νά εἰπῇς στόν ἀδελφό σου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄρρωστος, ὅτι ἐγώ γρήγορα θά τόν θεραπεύσω. Ἐπίσης νά εἰπῇς στόν ἀδελφό σου, τόν Μητροπολίτη, ὅτι θέλω νά μέ λειτουργήσῃ στό Παρεκκλήσιό μου».

Τό πρωῒ ἀνεκοίνωσε ὅλα αὐτά τά λόγια ἡ Βασιλική στά ἀδέλφια της. ῾Ο Δεσπότης ἐκάλεσε τόν ἀρχιερτικό ἐπίτροπο καί ἔμαθε ἀπό αὐτόν, ὅτι ὑπάρχει σέ μία ἐρημική περιοχή τῆς Μητροπόλεώς του, ἕνα παρατημένο ἐξωκκλήσιο τῆς ῾Αγίας Φωτεινῆς. ῾Ο Δεσπότης τοῦ εἶπε, ὅτι θά πάῃ αὔριο νά λειτουργήσῃ, χωρίς νά θέλῃ βοηθούς, παρά μόνο τόν νεωκόρο.

Τήν ἑπομένη λίαν πρωῒ ξεκίνησε ὁ Δεσπότης μέ τά ἀδέλφια του γιά τό Ἐξωκκλήσιο. ῎Εφθασαν ἐκεῖ πρίν ἀκόμη φέξῃ. Ἀκόμη δέν εἶχε ἔλθει ὁ νεωκόρος ν᾿ ἀνοίξῃ τήν ἐκκλησία, καί ὅλοι τους ἐκάθοντο μέσα στό αὐτοκίνητο λόγῳ τοῦ ψύχους. Σέ λίγο ἦλθε ὁ νεωκόρος, καί λυπήθηκε πολύ πού καθυστέρησε καί βρῆκε τόν Μητροπολίτη νά κάθεται μέσα στό αὐτοκίνητο.

- ῎Ακουσε παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ Δεσπότης. ῾Ως ἄνθρωπος καί ἐγώ ἔχω τά ἐλαττώματά μου. Τό πιό μεγάλο εἶναι ὅτι στίς ἐκκλησίες ἐπιθυμῶ νά πηγαίνῳ ἀπό πολύ πρωῒ.

Τότε ὁ νεωκόρος τοῦ εἶπε: «πῶς νά ξέρω Δεσπότη μου, ὅτι καί ἐσεῖς οἱ Δεσποτάδες ἔχετε ἐλαττώματα καί ἀδυναμίες;».

Μία ἄλλη φορά, ἤμουν πολύ ἄρρωστος, συνεχίζει ὁ Γέρο Ἐμμανουήλ. ῾Η ἀδελφή μου Εἰρήνη, πού ζῆ ἀκόμη, εἶπε στόν Δεσπότη νά μέ πᾶνε στόν ἰατρό. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε. Δέν θέλουμε ἰατρούς, τούς ἔχουμε ἐδῶ κοντά μας. Πῆρε τά ῞Αγια Λείψανα  σήν ποδιά του, ἔβαλε τό ἐπιτραχῆλι του καί διάβαζε εὐχές καί τροπάρια. Σέ δύο ἡμέρες ἐγώ ἔγινα τελείως καλά. ῾Η ἀδελφή μου ἐρώτησε τόν ἀδελφόν μου τόν Δεσπότη.

-Ποῖος τόν ἔκανε καλά;

-Τί θέλεις νά μάθῃς, κάποιος ῞Αγιος φρόντισε καί τόν ἐθεράπευσε.

-Μά ἀδελφέ μου, πρέπει νά μάθωμε νά εὐχαριστοῦμε τόν ῞Αγιον. Νά τοῦ τραβήξωμε κομβοσχοίνι.

-Πάρε τό κομβοσχοίνιό σου καί κάθισε νά ρωτήσῃς τούς ῾Αγίους ποῖος ἦλθε καί τόν ἐθεράπευσε.

-Πράγματι ἡ ἀδελφή μου Εἰρήνη, ἄρχισε τό κομβοσχοίνι. Τήν τρίτη νύκτα, ἦλθε στόν ὕπνο της ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ καί τῆς εἶπε: «Τί ψάχνεις νά μάθῃς ποῖος ἔκανε καλά τόν ἀδελφόν σου; ῎Ηθελα ἐγώ νά τόν βοηθήσῳ, ἀλλά ἐπειδή ἤμουν μακριά καί εἶχα πολλή δουλειά, ἔστειλα τόν Διάκο μου, Νικόλαο καί τόν ἐθεράπευσε. Αὐτόν λοιπόν νέ εὐχαριστήσῃς».

῾Ο ἀείμνηστος Άδελφός μου σ᾿ ὅλα τά χρόνια του, ὡς λαϊκός, ῾Ιερεύς καί Δεσπότης, ἔζησε ὡς ἕνας ἁπλός ταπεινός καί ἀσκητικός Μοναχός. Κάθε νύκτα σηκωνόταν στίς 1 ἡ ὥρα καί ἔκανε τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του, τῶν μετανοιῶν του, τήν μελέτη τῶν βιβλίων του καί τελείωνε στίς 5 τό πρωῒ. Κοιμόταν μετά δύο ὧρες, καί στίς 7 θά ἔπρεπε νά σηκωθῇ γιά νά ἀκούσῃ τίς καθημερινές εἰδήσεις ἀπό τό ραδιόφωνο.

Θαυμαστό ἦτο καί τό μακάριο τέλος του. ῞Οπως ἦτο ξαπλωμένος εἰς τό κρεβάτι του, τόν ἔβλεπα νά κάνῃ διάφορες κινήσεις τῶν χειρῶν του, ὡσάν νά κρατοῦσε κάτι. Ἐγώ δέν ἔβλεπα τίποτε νά κρατᾷ, ἀλλά μόνο τόν ἐκύτταζα. Ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε ξαφνικά· «Πᾶρε τά ῞Αγια καί κοινώνησε τήν ἀδελφή μας Βασιλική». 'Ἐγώ ἔκανα δῆθεν ὅτι ἐπῆρα ἀπό τά χέρια του τό ἀόρατο ῞Αγιο Ποτήριο πού κρατοῦσε. Ἐκεῖνος ἄρχισε ἀμέσως νά ψάλλῃ τό «῎Αξιόν ἐστιν....». ῞Οταν ἐφθασε στήν λέξι «Παναμώμητον», σταμάτησε καί συνέχισα ἐγώ μέχρι τό τέλος. ῞Υστερα ὁ ἴδιος εἶπε: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ῾Αγίων Πατέρων ἡμῶν Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν. Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν». Καί ἔτσι ἔκλεισε τό στόμα καί τά μάτια του γιά πάντα.

-Ποες π τς δελφς σας ζησεν σκητικ, Γρο 'Εμμανουλ;

-Ἀκολούθησαν τήν ἀσκητική ζωή, χωρίς νά φορέσουν τό μοναχικό Σχῆμα, δύο ἀδελφές μου, ἡ Βασιλική καί ἡ Περσεφώνη.

Τώρα θά σοῦ εἶπῶ, ὅ,τι θυμᾶμαι ἀπό τήν ζωή καί τό ὁσιακό τέλος τῆς Βασιλικῆς.

Ἐνῶ ὅπως εἶπα, δέν ἦτο διαβασμένη Μοναχή, φοροῦσε μαῦρα ροῦχα καί ἀγωνιζόταν ν᾿ ἀποκτήσῃ τά μοναχικά βιώματα. ῏Ητο ἀγωνίστρια τοῦ Χριστοῦ ἀσυνήθους ἀσκητικότητος. ῎Εκρυβε τήν ἀρετή της καί σχεδόν ποτέ δέν μᾶς εἶπε τίποτε γιά τόν ἀγῶνα καί τίς ἐμπειρίες της. Συχνά, τήν περίοδον τῶν ἐμφανειῶν τῶν νεοφανῶν ῾Αγίων τῆς Μυτιλήνης, ἐπήγαινε στόν λόφον τῶν Καρυῶν καί συνωμιλοῦσε μέ τόν ῞Αγιο Ραφαήλ. Μία φορά ἐρώτησε ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ τήν Βασιλική. Θέλεις νά βγάλωμε τό Λείψανο τῆς ῾Αγίας 'Ολυμπίας;

-Καί τό ρωτᾶς, ῞Αγιε Ραφαήλ;

-Εἰδοποίησε τόν Δούκα, νά ἔλθῃ μέ τά ἐργαλεῖα του τό ἀπόγευμα νά σκάψῃ στό

σημεῖον ὅπου θά δείξω.

῞Αγιέ μου, ἄν γίνεται  αὔριο τό πρωῒ, διότι τό ἀπόγευμα εἶναι ἀργά.

-- ῎Οχι νά τοῦ εἰπῇς νά ἔλθῃ σήμερα, διότι σ᾿ ἐκεῖνο τό σημεῖο ἀπό αὔριο θ᾿ ἀρχίσουν ἄλλοι ἐργάτες νά ρίχνουν μπετά.

Πράγματι ἐπῆγαν ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα. ῎Εσκαψε ὁ Δούκας στό ὑποδειχθέν σημεῖο καί μέ τό πρῶτο κτύπημα τοῦ κασμᾶ, ἀκούσθηκε ἕνας γδοῦπος. ῏Ητο ὁ τάφος τῆς Μάρτυρος Ὀλυμπίας. Τά ἔβγαλαν τά λείψανα καί ἡ Βασιλική τά μετέφερε στό σπίτι μας. ῾Η κάρα τῆς ῾Αγίας αὐτῆς εὐωδιάζει συνεχῶς μέχρι τώρα.

Τότε, μαζί μέ τόν Δούκα τόν ἐργάτη, εἶχον ἔλθει καί ἄλλοι δύο νά τόν βοηθήσουν. Δυσπιστοῦσαν ὅμως στίς ἐμφάνειες τοῦ ῾Αγίου Ραφαήλ, καί ἔλεγον δέν εἶναι ῞Αγιος, ἀλλά εἶναι ὁ νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας τῆς Μηροπόλεως, ὁ Παναγιώτης.

Τό ἴδιο βράδυ, συννενοήθηκαν ἀπό κοινοῦ νά παραφυλάξουν τίς διόδους  ἀπ᾿ ὅπου θά μποροῦσε νά περάσῃ ὁ Παναγιώτης, γιά νά τόν συλλάβουν. ῾Ο ἕνας ὀχυρώθηκε στό ἀπέναντι χαντάκι, καί ὁ ἄλλος στόν ἀπέναντι λόφο, ἀπ᾿ ὅπου κατά πᾶσαν πιθανότητα θά περνοῦσε ὁ ὑποτιθέμενος νεωκόρος. Τήν νύκτα ξαφνικά ἦλθε ἀνάμεσά τους ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ. Τούς ἐκάλεσε κοντά του καί τούς εἶπε: «῞Ωστε ἐγώ εἶμαι ὁ νεωκόρος ὁ Παναγιώτης ἔε;  Δέν εἶμαι ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ; Πάτ! στόν ἕνα, πάτ! στόν ἄλλον τούς ἔδωσε ἕνα γερό χαστούκι, πού οἱ ἄνθρωποι μετά δακρύων ζητοῦσαν συγχώρησι λέγοντας: «Συγχώρησέ μας ῞Αγιε Ραφαήλ. Σέ πιστεύουμε δέν εἶσαι ὁ Παναγιώτης, εἶσαι ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ». Ἀπό τότε, τόσο πολύ καί οἱ δύο τους πείσθηκαν στίς ἀληθινές ἐμφάνειες τοῦ ῾Αγίου, ὥστε κάθε πρωῒ καί βράδυ ἐπήγαιναν μία ὥρα πορεία σ᾿ ἐκεῖνο τό σημεῖον τῶν Καρυῶν, γιά νά ἀνάψουν τά κανδήλια, νά προσευχηθοῦν καί νά προσκυνήσουν τίς εἰκόνες τῶν ῾Αγίων.  

 ῾Η ἀδελφή μου Βασιλική, ὅπως εἴπαμε, ζοῦσε αὐστηρή ἀσκητική ζωή. ῾Υπηρετοῦσε μέ τήν ἀδελφή της τόν πατέρα μας, τόν ἀδελφό μας, τόν Δεσπότη ἐναλλάξ ὡς οἰκιακή βοηθός. ῞Ολη σχεδόν τήν ἑβδομάδα ἐνήστευε καί ζοῦσε μέ τό ἀντίδωρο καί τόν ἁγιασμό. Κάθε Σάββατο καί Κυριακή ἔτρωγε μαζί μέ τόν Δεσπότη. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της, ἐγώ εὑρισκόμουν στήν Ἀθήνα ὅταν πληροφορήθηκα τό γεγονός. Ἐπῆγα ἀμέσως στήν Μυτιλήνη καί ἐπί 4 ἡμέρες δέν ἔφυγα καθόλου ἀπό κοντά της.

Στίς 30 Ἰανουαρίου 1965, εἶχε πολύ ἐπιδεινωθῆ ἡ κατάστασίς της. Τότε εἶχαν συμπληρωθῆ 40 ἡμέρες ἀπό τότε πού ἡ Παναγία τήν εἶχε πληροφορήσει, ὅτι θά ἀναχωρήσῃ γιά τίς αἰώνιες Μονές. ῞Οταν ἡ ἴδια ἄκουσε τούς ἰατρούς νά προτείνουν ἐπίμονα τήν μεταφοράν της στό Νοσοκομεῖο, ἐκείνη ἀντέδρασε λέγοντας:

 ῎Οχι ὄχι στό Νοσοκομεῖο. ῾Η Παναγία θά μέ πάρῃ σέ λίγο. ῏Ηλθε ἡ ὥρα μου. Ἀπέναντι ἀπό τό κρεβάτι της, εἶχε τό εἰκονοστάσι πρός τό ὁποῖο συνεχῶς ἐνατένιζε. Ξαφνικά μέ συγκρατημένη ἀναπνοή, μέ ἐκστατικά τά μάτια της καί τό φαιδρό πρόσωπό της, ἔβλεπε τούς πολίτες τῆς Οὐρανίου Ἐκκλησίας νά κατέρχωνται κατά τάγματα καί ὁμίλους ἐνώπιόν της. Πρῶτοι οἱ Προφῆται, μετά οἱ Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, ῾Ιεράρχαι, ῞Οσιοι, ῎Αγγελοι μετά ἡ Θεοτόκος καί τέλος ὁ Χριστός, κατέβαινε μέ πολλή δόξα καί ἀνέκφραστη ὡραιότητα. Στό ἀντίκρυσμά Του, ἕνα δυνατό ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ καί ἐκπλήξεως ἄφησε νά ξεφύγῃ ἀπό τά χείλη της: «Ρηνούλα Ρηνούλα (ἡ ἀνιψιά της) ἦλθε ὁ Χριστός νά μέ πάρῃ, ὅλα τά τάγματα τῶν ῾Αγίων Του....» Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Χριστός, ἐπῆρε τήν ἁγία ψυχή της καί ἀνέβηκε στούς Οὐρανούς, ἐνῶ τό κεφάλι της ἔγειρε στά χέρια μου.

Ποτέ, ἀδελφέ μου, ἔλεγε ὁ Γέρο Ἐμμανουήλ, δέν ἐπερίμενα νά καταδεχόταν ὁ Χριστός νά κατέβῃ σ᾿ ἕνα τόσο μικρό καί ταπεινό  κελλάκι νά παραλάβῃ τήν ψυχήν τῆς ἀοιδίμου ἀδελφῆς μου.

Ἐφώναξα ἀμέσως νά ἔλθουν μερικές εὐσεβεῖς γυναῖκες νά τήν ἐνδύσουν. Καθώς τίς ἄλλαζαν τά ροῦχα, εἶδαν ὅτι κατάσαρκα φοροῦσε ἡ εὐλογημένη, ἕνα κοντό σαμαροσκούτι, ἀπ᾿ αὐτό δηλαδή πού βάζουν στά σαμάρια τῶν ζώων. Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ αὐτό φοροῦσε ἁλυσίδες σταυρωτά, πού τίς εἶχαν καταφάγει τίς σάρκες της. Ἐμεῖς κυττάζαμε ἔκθαμβοι, διότι δέν ἐγνωρίζαμε τί κρυφούς ἀγῶνας ἔκανε. Τίς νύκτες, κοιμόταν λίγο στό πάτωμα καί ἀντί γιά προσκέφαλο εἶχε ἕνα ξύλο, ἐνῶ τά τριήμερα καί πενθήμερα τῶν νηστειῶν της δέν τά παρέλειπε ποτέ.

῾Ο Θεός, θέλοντας νά δείξῃ τήν εὐαρέσκειά του γιά τήν ἁγιότητά της, ἐπέτρεψε καί ἔγιναν θαύματα στό κρεβάτι της καί μετά καί εἰς τόν τάφο της. ῾Ο ἀδελφός μου ὅμως ὁ Δεσπότης, μᾶς ἀπηγόρευσε νά δημοσιεύσωμε κάτι ἀπ᾿ αὐτά γιά νά μή παραξηγηθοῦμε, ὅτι τό κάνουμε γιά ἐκμετάλλευσι καί ἀπόκτησι αἰσχροῦ κέρδους, λόγῳ τοῦ ὅτι εἴμαστε ἀδέλφια.

Μά ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ δέν ἔπαυσε νά ἀντιδοξάζῃ τούς ῾Αγίους του. Ἐπάνω στό φέρετρό της, ἦλθε καί στάθηκε μία φωτεινή στήλη ἀΰλου πυρός, ἡ ὁποία πρός τό μέρος τοῦ στήθους της ἐκάμπτετο πρός τά ἄνω γιά νά μή σκεπάζῃ τό πρόσωπό της. Αὐτή ἡ στήλη ἐστέκετο μισό μέτρο ἐπάνω ἀπό τό σκήνωμά της, καί ἐστάθη ἐκεῖ μέχρι τήν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Αὐτή ἡ στήλη φωτός φωταγωγοῦσε μέρα καί νύκτα ὅλο τό χῶρο.

Αὐτή ἡ ψυχή, ἡ ἀδελφή μου Βασιλική, ἁγίασε μέ τήν ὑπακοή της στόν Θεό στόν Πνευματικό της καί στόν Δεσπότη τόν ἀδελφό μας ταπεινώθηκε καί ἔφθασε στά μέτρα τῆς ἀπαθείας. Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 55 ἐτῶν.

῾Η ἄλλη μου ἀδελφή ἡ Περσεφώνη, ἀγωνίσθηκε ἀσκητικά, ὅπως καί ἡ Βασιλική. ῞Οταν ἐκοιμήθη ἐγώ εἶχα γίνει Καλόγερος. Ἐπῆγα κοντά της καί μέ τά δύο ἀδέλφια μου, τόν Στρᾶτο καί τόν Γιῶργο, καθόμασταν κοντά της ἀπό ἕνα ὀκτάωρο. Μία νύκτα πού ἐγώ τήν παρακολουθοῦσα, εἶδα τό ἑξῆς φαινόμενο. Εἶδα νά ἔρχεται ὁ θάνατος, μέ ἕνα δρεπάνι στό χέρι. ῏Ηταν ἕνας ἀνθρώπινος σκελετός. Τόν κύτταξα, μέ κύτταξε καί στάθηκε ἐπάνω στό σῶμα τῆς ἀδελφῆς μου. Τότε μοῦ εἶπε: «Σέ τρεῖς ἡμέρες θά ἔλθω νά τήν πάρω». Ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦταν Τετάρτη. ῾Ο ἀδελφός μου ὁ Δεσπότης, ὅπως μοῦ εἶχε εἰπῇ, ἤθελε νά τήν κάνῃ Μεγαλόσχημη Μοναχή. Ἐγώ ὅμως δέν τοῦ εἶπα ἀπό ἀμέλεια ἤ ἀδιαφορία μου, ὅτι εἶδα ἐν ὁράματι τόν θάνατον καί ὅτι θά τήν πάρῃ τό Σάββατο τό πρωῒ. ῎Ετσι δέν ἔγινε Μοναχή. Πρίν πετάξῃ ἡ ψυχή της στούς Οὐρανούς, εἶπε τά ἑξῆς λόγια:

῾Ο Κύριος, ὁ Κύριος ὁ Χριστός μας μέ περιμένει....»

Αὐτή ἡ ἀδελφή μου ἐζοῦσε μέ πολλή φτώχεια, ἀλλά ἔτρεχε νά βοηθήσῃ τούς ἄλλους φτωχούς καί τά ὀρφανά τῆς πόλεως. Μιά φορά μοῦ εἶπε:

-Ἀδελφέ, δέν μπορῶ νά ἔχω κι ἐγώ ἕνα Σταυρέλη (Σταυρό);

-Πόσο κοστίζει, Περσεφώνη;

-Δύο χιλιάδες.

-Πάρτες.

Μέ τά χρήματα αὐτά ἐφρόντιζε γιά τήν τροφή καί τά ροῦχα δύο ὀρφανῶν παιδιῶν, ὅπου εἶχε ἀναλάβει τήν προστασίαν των.

Τήν ἑπομένη φορά, πάλι μοῦ ζητοῦσε χρήματα γιά Σταυρέλη ἤ δῆθεν γιά ἄλλες δικές της ἀνάγκες. Μ᾿ αὐτά ἀγόραζε καινούργια παράθυρα καί τζάμια καί ἔβαλε στό δωμάτιο τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν. ῏Ηταν πονόψυχη καί ἐλεήμων. ῎Εβλεπε πολλά πράγματα, ἀλλά σπανίως μᾶς ἔλεγε.

ς θ ασθανθομε τν παρουσα το Χριστο στν καρδι μας, πτερ Ἐμμανουλ;

Χρειάζεται ἡ προσευχή, παιδί μου, γιά νά ζήσουμε τόν Θεό στήν καρδιά μας. Ἀτομική προσευχή στό κελλί. Ἀλλά θά ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρῶτα, γιά τά προβλήματα τῶν ἄλλων καί μετά γιά τά δικά μας. ῎Ετσι ἑλκύουμε τήν ἀγάπη καί συμπάθεια τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας. Νά ζητᾶμε τήν βοήθειά Του, ὅπως τό μικρό παιδάκι τρέχει νά βρῇ ἀγάπη, στοργή καί τροφή ἀπό τήν μητέρα του. Τό μεγαλύτερο ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νά πιστεύῃ ὅτι εἶναι ἀνάξιος γιά προσευχή. ῾Ο Χριστός, σταυρώθηκε καί ἔχυσε τό Αἷμα του γιά ὅλους μας. Δέν ξεχώρισε ἀξίους καί ἀναξίους. «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ καλῶς ἔχοντες, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες». Ἐμεῖς ἀνήκουμε εἰς τούς κακῶς ἔχοντας. ῾Ο Κύριος ἀγρύπνως μᾶς περιμένει νά ζητήσωμε τό ἔλεός Του. ῾Η ἁγία Θεοπρομήτορ ῎Αννα, ἐθυσίασε ὁλόκληρη τήν ζωή της, παρακαλῶντας τόν Θόν νά τῆς δώσῃ καρπόν εὐτεκνίας. Λογικό πρᾶγμα ζητοῦσε. Καί ὁ Θεός τήν ἀξίωσε νά φέρῃ στόν κόσμο τήν Μητέρα τοῦ Λυτρωτοῦ, ἀλλά πότε; ῞Οταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου.

Δέν πρέπει νά ὀκνεύουμε στήν προσευχή ἤ νά ὀλιγοπιστοῦμε. ῾Ο Θεός δέν μᾶς δίνει ποτέ λιγότερο ἤ περισσότερο, παρά ὅσο πρέπει καί ὅσο μποροῦμε νά σηκώσουμε. Ἐμεῖς νά προσευχώμεθα ὄχι μόνο ὅπως πρέπει, ἀλλά καί ὅσο πρέπει.   Δέν ζητᾶμε πατάτες καί κρεμμύδια, ἀλλά Παράδεισο. Στό χέρι μας εἶναι νά τόν κερδίσωμε, ἐάν κόψουμε ὅλα τά θελήματά μας.

-῞Ενας δελφς ρτησε το Παπποῦ: Γροντα ταν ψλλω κυριεομαι π κενοδοξα, τ ν κνω;

-῎Ακουσε, παιδί μου, νά εἶσαι ψάλτης, εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ  Θεοῦ. Ψάλλεις τόν Κύριον, τί ἄλλο θέλεις; Ἀλλά νά ἀντιλαμβάνεσαι τί λέγεις καί ἐάν μέ τήν καρδιά σου συμμετέχῃς στά ψαλλόμενα. ῾Η Χάρις τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως εἶναι ταπείνωσις. Μή ξεχνᾶς τί εὐεργεσίες μέχρι τώρα σοῦ προσέφερε ὁ Θεός. Σκέψου ποιός ἤσουν, ποῦ ἤσουν, ποῦ εὑρίσκεσαι καί τί ἔγινες. Εἶχε, ἀγαπητέ μου, ὁ Θεός καλλίτερους ἀπό ἐσένα καί ἀπό ἐμένα νά φέρῃ στόν κόσμο του, καί ὅμως δέν ἔφερε. Αὐτήν τήν στιγμή πού μιλᾶμε ἐδῶ, ἀμέτρητες Ψυχές φεύγουν ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί εἶναι ἀνέτοιμες πνευματικῶς. ῎Αλλοι βογγοῦν, ἄλλοι ὑποφέρουν καί λειώνουν στό κρεβάτι τοῦ πόνου. Ἐνῶ ἄλλοι Ἀδελφοί μας στόν κόσμο, μοχθοῦν νά βγάλουν ἕνα κομάτι ψωμί νά θρέψουν τά παιδιά τους, καί παραμελοῦν οἱ καϋμένοι τά πνευματικά τους καθήκοντα, γιατί τούς ἀναγκάζει ὁ τρόπος ζωῆς καί οἱ διάφορες ἀνάγκες τους.

Μέσα λοιπόν ἀπ᾿ αὐτές τίς ἀποκαρδιωτικές καί ἀπελπιστικές καταστάσεις, ἔρχεται τό χέρι τοῦ Θεοῦ καί σέ παίρνει ἐσένα καί ἐμένα. ῞Οταν σκέπτεσαι αὐτό, δέν γεμίζει ἡ ψυχή σου ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, ὅσο πέτρινη καί ἄν εἶναι; Δέν ταπεινώνεται; Δέν δοξολογεῖ; Δέν ὑπομένει, ὅ,τι φουρτοῦνες καί νά ἐπιφέρῃ ὁ Πανάγαθος Θεός μας, ἀφοῦ ὅλα τά ἐπιτρέπει γιά τό καλό τῆς ψυχῆς μας;

῎Εχω περιπτώσεις πτωχῶν Ἀδελφῶν μας, πού ἄν δέν τούς βοηθήσῃς, δέν ἔχουν οὔτε ψωμί νά ἀγοράσουν. ῞Οταν συμμετέχῃς σ᾿ αὐτή  τήν κατάστασι, πῶς νά μή πονέσῃ ἡ ψυχούλα σου; Πῶς νά μήν ἔλθουν τά δάκρυα; Αὐτά ζητᾶ ὁ Χριστός μας.(Αὐτή τήν στιγμή κλαίει ὁ Γέροντας). Αὐτή εἶναι ἡ σωστή συμμετοχή μας στό θέμα τῆς προσευχῆς. Ὅταν ζῇς μέ τόν πόνο καί τό κλάμμα τῶν ἄλλων, δέν χρειάζεται νά εἰπῇς στόν Θεό: «Δός μου ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο, διότι ξέρει Ἐκεῖνος ἀπό τί σύ ἔχεις ἀνάγκη. Βέβαια θά ζητήσῃς γιατί αὐτό εἶναι ὑπόθεσις ταπεινώσεως καί ὑπακοῆς. Μά ἄν εἶσαι κουρασμένος, ξάπλωσε νά κοιμηθῇς, καί τό πρωῒ πάλι θά εἶσαι μέ τόν Θεό. ῞Οταν ζῇς ὅλα τά βάσανα, τήν κόλασι καί τούς πόνους τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφῶν μας, τότε θά ἰδῇς πόσο χαριτωμένα θά ἀντικρύζης τό κάθε πρᾶγμα. Μέσα στήν μνήμη τοῦ θανάτου πάντα νά ζοῦμε. Μέσα στήν κόλασι μέ τόν νοῦν μας νά «βόσκουμε», γιατί ἔτσι θά περιφρουρηθοῦμε ἀπό τήν ἁγία ταπείνωσι.

στε μας κτι γι τν Παναγα, Γροντα Ἐμμανουλ;

-῾Η Παναγία, εἶναι ἡ στοργική Μητέρα ὅλων μας. Τήν ἔχω σέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε ἡμέρα τῆς λέγω τούς Χαιρετισμούς της. Κάνω ὅμως τίποτα;῎Οχι, ἀλλά ἐπειδή εὐαρεστεῖται ἡ Παναγία μας, τό κάνω. Κάποια φορά, παρουσιάσθηκε ἡ Παναγία μας, σέ ἕνα Χριστιανό Ρῶσσο, καί τοῦ εἶπε: «Θέλω νά μοῦ λέγῃς 150 φορές τόν ῞Υμνο: «Θεοτόκε Παρθένε....πολύ μοῦ ἀρέσει καί χαίρομαι». Ἀπό τότε πού τό ἄκουσα αὐτό, κάνω κι ἐγώ τό ἴδιο. ῎Εφτιαξα ἕνα κομβοσχοίνι μέ 150 κόμπους καί κάθε ἡμέρα, λέγω τόν ῞Υμνον 150 φορές. Μνημονεύω καί μερικές ψυχοῦλες νά τίς παρηγορήσῃ ἡ Μαννούλα μας.

῞Αμα αἰσθανώμεθα τήν Παναγία μας σάν Μάννα, καί τόν Χριστό μας σάν Πατέρα, ἔε αὐτό εἶναι. Τό κελλί μας γίνεται μία φάτνη καί ἡ καρδιά μας μία φωλιά, ὅπου θά ἀναπαύεται ὁ Χριστός μας μέ τούς ῾Αγίους καί τούς Ἀγγέλους του.

Τώρα κάθε νύκτα, διαβάζω τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας μας, καθώς καί τά γνωστά Μεγαλυνάριά της, πού τιμᾶται μέ διάφορες Εἰκόνες της σ᾿ ὅλη τήν ῾Ελλάδα. Τό τί αἰσθάνομαι, δέν μπορῶ νά σοῦ περιγράψω. Ζοῦμε τήν ἀγάπην της, ζοῦμε τήν παρουσίαν της, ἀλλά δέν ἠμποροῦμε νά ἐκφρασθοῦμε.

ννοομε ταν λγωμε, Γροντα, Χρις το Θεο;

-Δέν μπορῶ νά τό περιγράψῳ. Νά, αἰσθάνομαι ἀνάλαφρος. Πῶς νά τό πῶ δέν ξέρω. (ὁ Παπποῦς ἐδῶ ἀναλύθηκε σέ κλάματα). Ποιός μπορεῖ νά μιλήσῃ γιά τήν Θεία Χάρι τοῦ Θεοῦ; Ποιά λόγια ἀνθρώπου μποροῦν νά ἐκφράσουν τό μεγαλεῖο της; Δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα λόγια.

-῎Εχετε πληροφορα, τι θ πτε στν Παρδεισο, Γροντα;

Ἀδελφέ μου, προσπαθοῦμε. Μετά βεβαιότητος δέν ξέρω τίποτε νά μιλήσῳ, διότι δέν ξέρω πῶς θά μέ κρίνῃ ὁ Θεός. Στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἴμαστε. Τελικά τόν λόγον τόν ἔχει ὁ Χριστός.

ς θ ποκτσωμε τν ταπενωσι, Γροντα;

Διά τῆς ὑπακοῆς καί ἐκκοπῆς τοῦ θελήματός μας. Τό θέλημα, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ Μοναχοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς λέγε, ὅτι δέν ἦλθε νά κάνῃ τό θέλημά Του, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Πατρός Του. ῾Ο μόνος δρόμος γιά τήν ἀπάθεια καί τήν ἁγιότητα εἶναι ἡ ὑπακοή καί ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματός μας, ἔστω καί ὅταν τό θέλημά μας ἐκφράζει κάτι τό σωστό καί λογικό. Τό πετᾶμε στήν ἄκρη γιά νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Γέροντά μας, γιά νά κερδίσουμε ταπείνωσι καί Χάρι Θεοῦ.

-Γιατ πολλς φορς μς φεγει Θεα Χρις;

-Γιά νά γίνουμε καλλίτεροι. Θυμήσου τό παράδειγμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου. Φαινομενικά τόν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, καί οἱ δαίμονες τόν ἄφησαν ἡμιθανῆ ἀπό τό ξύλο. ῞Οταν ἐρώτησε τόν Χριστό: «Κύριε ποῦ ἤσουν...» Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Κοντά σου ἤμουν, ἀλλά ἤθελα νά σέ δοκιμάσω».

Ν᾿ ἀγαπήσωμε τό κελλί μας. Νά, ἐγώ οὔτε στό μισό ῞Αγιο ῎Ορος δέν ἔχω πάει. ῾Η ἔξοδος διασπᾶ τήν προσοχή καί προσευχή τοῦ Μοναχοῦ. Μετά ἀκολουθοῦν τά σχόλια, οἱ κατακρίσεις κλπ. Ἐγώ δέν ἔχω ἐπαφές μέ κανέναν, ἐκτός ἀπό τόν Χριστό καί τούς ῾Αγίους καί τήν Θεοτόκο Μαρία.       

Τά τελευταῖα χρόνια ὁ Γέρο Ἐμμανουήλ εὑρίσκεται κατάκοιτος στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μας δεχόμενος καθημερινά ἐκ περιτροπῆς τίς περιποιήσεις ὅλων τῶν Πατέρων. Περιμένει μέ χαρά τό μεγάλο ἄγγελμα τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς του ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος καί τήν ἔνταξί τους στούς κόλπους τοῦ Παραδείσου.

Εἶναι εἰρηνικώτατος καί χαρούμενος διότι πλησιάζει ὁ καιρός τῆς σωματικῆς του τελευτῆς.

 

ΓΕΡΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+1918-1999)

Ὁ Γέρο-Συμεών, κατά κόσμον Σπυρίδων Στεφανόπουλος τοῦ Παναγιώτου, γεννήθηκε στό χωριό Βερτσίτσιο τῶν Καλαβρύτων Πελοποννήσου. Προερχόταν ἀπό εὐσεβῆ οἰκογένεια καί σέ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐγκατέλειψε τά φθαρτά καί ἐφήμερα τῆς παρούσης ζωῆς γιά νά ὑποταχθῆ "ἀγαλλομένῳ ποδί" στόν ἐλαφρό ζυγό τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

-Σέ ἐρώτησί μου ἐάν εἶχε κι ἄλλα ἀδέλφια μοῦ εἶπε:

-Ναί, εἴμασταν τέσσερα ἀδέλφια. Ἐγώ ἤμουν ὁ τρίτος στήν σειρά. Ἔμεινα ὀρφανός ἀπό μητέρα καί μᾶς μεγάλωσε ὁ πατέρας μου μέ πολλές δυσκολίες καί βάσανα.

Ὅταν ἦλθε νέος στό Μοναστήρι μας ἡγούμενος τῆς Μονῆς τότε ἦτο ὁ παπᾶ Θεόδωρος, ὁ ὁποῖος ἐποίμανε τήν Ἀδελφότητα  ἀπό τό 1937 ἕως τό 1943. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἐκάρη μεγαλόσχημος Μοναχός καί κατετάγη πλέον ὁλοκληρωτικά καί ἐπίσημα στήν Μάνδρα τοῦ Ἀρχιποιμένος Χριστοῦ, ὅπου καί ἐδούλευσε σκληρά σέ πολλά διακονήματα τῆς Μονῆς μέ αὐτοθυσία.

Ὅταν ἦλθε στήν Μονή μας, τόν Ἰούλιο τοῦ 1974, ἡ μικρή συνοδεία τοῦ νῦν Γεροντός μας π. Γεωργίου, ὁ Γέρο Συμεών ὑπηρετοῦσε στό Μαγειρεῖο ἐπί ἕξι τότε συναπτά ἔτη. Στό ἴδιο διακόνημα ὑπηρέτησε σάν βοηθός τοῦ Γέρου-Βλασίου ἄλλη περίοδο ἐπί ἑπτά χρόνια. Σέ ἐρωτησί μου ποῦ ἀλλοῦ ὑπηρέτησε μοῦ εἶπε ὅτι ἐργάσθηκε στά νειᾶτα του σάν ἐκκλησιαστικός καί ἑπτά χρόνια στούς κήπους τῆς Μονῆς τελείως μόνος του. Σάν Κοναξῆς στό Ἀντιπροσωπεῖο τῶν Καρυῶν ἐπί 13 χρόνια καί ἀρκετά χρόνια σάν μάγειρος στό Βουνό, στό Δασονομεῖο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Ἔκρυβε τήν ἀρετή του κάνοντας διάφορες κατά Χριστόν τρέλλες. Ἦτο δύσκολο νά συζητήσω μαζί του γιά τήν ζωή καί τούς ἀγῶνες του, διότι ἔλεγε ἄλλα ἀντί ἄλλων. Κάποια φορά ὅμως κατώρθωσα καί τόν πλησίασα. Τοῦ ἔκανα μερικές ἐρωτήσεις, ἀλλά δέν ξέρω κατά πόσον μοῦ ἀπαντοῦσε εἰλικρινά:

-Δέν ξέρεις, ἀδελφέ μου, πόσο μοῦ ἀρέσει ἡ ζάχαρι, κι ὅμως δέν μπορῶ νά φάω ἕνα γλυκό, νά πιῶ ἔνα καφέ ἔστω μέ λίγη ζάχαρι.

-Γιατί δέν μπορεῖς νά φᾶς κάτι μέ ζάχαρι, ἀφοῦ τόσο σοῦ ἀρέσει;

-Διότι ἔχω ζάχαρο.

-Ἀπό πότε τό ἔχεις;

-Ἀπό τό 1991.

-Πῶς πέρασες τά 60 αὐτά χρόνια ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος;

-Δοξασμένο νά εἶναι τό Ἅγιο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἐπέρασα ἐγώ, μακάρι νά περάσετε κι ἐσεῖς. Δέν κοιμᾶται ὁ καταραμένος, ἀλλά καί χωρίς αὐτόν, χωρίς τούς πειρασμούς του δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Εἶχα, λοιπόν, πολλούς πειρασμούς, ἀλλά γι᾿ αὐτό μᾶς ἔφερε ἐδῶ ἡ Παναγία, μέσα ἀπό τούς πειρασμούς νά κερδίσουμε τήν σωτηρία μας.

-Πῶς θ᾿ ἀποκτήσουμε τήν ταπείνωσι, Γέρο-Συμεών;

-Ἄν δέν εἶχες ταπείνωσι, ἀδελφέ μου, θά μποροῦσες νά καθήσης ἐδῶ; Σ᾿ ἐρωτῶ: Θά μποροῦσες;

-Μόνο μέ τήν Χάρι τῆς Παναγίας.

-Πῶς θ᾿ ἀποκτήσουμε τό πνεῦμα τῆς ἀγωνιστικότητος;

-Γιατί δέν εἶσαι ἀγωνιστής; Δέν κατεβαίνεις κάθε νύκτα στήν ἐκκλησία νά δοξολογήσης τόν Θεό, ὅπως οἱ Ἄγγελοί Του; Δέν ψάλλης, δέν προσεύχεσαι; Ἐγώ κούτσουρο μπαίνω, κούτσουρο βγαίνω.

Τά τελευταῖα χρόνια, ἐπειδή λόγῳ γηρατειῶν του, δέν τοῦ ἔδινε τό Μοναστήρι κάποιο συγκεκριμένο διακόνημα, ἀγαποῦσε μόνος του νά καθαρίζη τό λιθόστρωτο μονοπάτι ἀπό τήν παραλία μέχρι τήν εἴσοδο τῆς Μονῆς. Ξερρίζωνε τά χόρτα καί πετοῦσε στόν γκρεμό τά πεσμένα φύλλα. Παρότι τόν πονοῦσε τό ἕνα πόδι του, ἐδούλευε γονατιστός λέγοντας ψιθυριστά ἀπό στήθους καί τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας τοῦ Ἀκαθίστου ἤ τῆς Κοιμήσεώς της. Ὅσοι μοναχοί τόν συναντοῦσαν ἐκεῖ, τόν χαιρετοῦσαν ἀναλόγως καί ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε σέ ὅλους : "Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία". Ἐνίοτε μιλοῦσε στούς λαϊκούς μέ αὐστηρότητα, ἰδιαίτερα σ᾿ αὐτούς πού ἔμπαιναν στήν Μονή μέ κοντό ὑποκάμισο. Σχεδόν κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν καταλάβαμε τήν μυστική ζωή του, διότι τήν συνεσκίαζε καί σκορποῦσε κάθε καλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του μέ τά ἀσυνάρτητα λόγια του καί τίς φαινομενικές παράξενιές του. Κάποτε τόν εἶδα νά φορῆ ἀντί γιά ποδιά ἕνα τσουβάλι κι ἀντί γιά σκοῦφο μία μαύρη κάλτσα. Τόν χαιρέτισα καί τόν ἐρώτησα:

-Πῶς ἀντέχεις, πάτερ Συμεών, μέσα στίς χειμωνιάτικες κυρίως ἡμέρες νά γονατίζης κάτω στό μονοπάτι καί νά ξερριζώνης τά χορταράκια; Δέν φοβᾶσαι μήν ἀρρωστήσης;

-Τό κάνω αὐτό τό διακόνημα μέ τήν καρδιά μου γιά νά περάση ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ ὅσιος Γρηγόριος, ἡ Ἁγία Ἀναστασία νά μᾶς εὐλογήσουν. Νά εὐλογήσουν ἐμᾶς καί τά διακονήματά μας. Γιατί νά φοβηθῶ, ἄν θ᾿ ἀρωστήσω; Θ᾿ ἀποφασίση  Ἐκεῖνος ἀπό ᾿πάνω πότε θά μέ πάρη.

-Φοβᾶσαι τόν θάνατο, Γέροντα;

-Ἐσύ τόν φοβᾶσαι;  Κάνε καλά ἔργα γιά νά μή τόν φοβᾶσαι.

 Ἑβδομῆντα πατέρες ἔθαψα. Ποῦ εἶναι τώρα ὅλοι αὐτοί; Λοιπόν, ἔτσι θά φύγουμε κι ἐμεῖς. Θά ᾿ρθῆ καί ἡ σειρά μου. Δέν πρέπει νά φοβούμεθα τόν θάνατο, διότι ἐλπίζουμε στήν πρεσβεία τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῆς Παναγίας μας.

-Ποιούς Ἁγίους εὐλαβεῖσαι περισσότερο;

-Ὅλους. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι Φίλοι τοῦ Θεοῦ καί Φίλοι δικοί μας. Ἄν ἐμεῖς εἴμαστε Φίλοι τοῦ Χριστοῦ κι Αὐτοί εἶναι φίλοι δικοί μας. Τό κατάλαβες; Ἰδιαίτερα ἀγαπῶ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, διότι πολλά χρόνια ἐργάσθηκα στό βουνό, σάν μάγειρος, ὅπου εἶναι καί τό ἐκκλησάκι του.

Σήμερα δέν θά ζοῦσα. Ἤμουν διακονητής στό Ἀντιπροσωπεῖο τῶν Καρυῶν δύο φορές ἐπί 13 συνολικά χρόνια. Κάποια φορά ἔβαλα τήν σκάλα ψηλά σ᾿ἕνα ἐξωτερικό τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ γιά νά τοποθετήσω καλά μία πλάκα πού ἦταν ἕτοιμη νά πέση. Καθώς ἤμουν ἀνεβασμένος, ἔπεσε ἡ σκάλα πρός τά ἔξω καί μ᾿ ἔριξε κάτω. Σηκώθηκα καί εἶδα ὅτι δέν εἶχα πάθει τίποτε. Ὁ Ἅγιος Τρύφων, Προστάτης τοῦ Μονυδρίου μας, ἐκεῖνος μέ προστάτευσε. Γι᾿ αὐτό κι ἐγώ τοῦ χρεωστῶ εὐγνωμοσύνη. Τόν ἐπικαλοῦμαι στίς προσευχές μου καί τόν ἔχω σέ μεγάλη εὐλάβεια, διότι μ᾿ ἔσωσε ἀπό βέβαιο θάνατο.

Ἀκόμη εὐλαβοῦμαι κάι τόν Ἅγιο Μηνᾶ. Ἔχασα τό κλειδί τοῦ κελλιοῦ μου, ἀλλά δέν ἀπελπίσθηκα. Εἶπα στόν ἅγιο Μηνᾶ: "Ἅγιε Μηνᾶ μου, θά σοῦ κάνω ἑκατό μετάνοιες τήν ἡμέρα. Θέλω νά μοῦ φέρης τό κλειδί. Καί πράγματι, μετά ἀπό δυόμισυ μῆνες ἐμφανίσθηκε στόν Ψαρᾶ τῆς Μονῆς, τόν κ. Κ. καί τοῦ ἔδωσε τό κλειδί λέγοντάς του: "Πάρε τό κλειδί αὐτό καί πήγαινέ το στόν Γέρο-Συμεών. Εἶναι δικό του". Καί πράγματι ἦλθε καί μοῦ τό ἔφερε. Ἦταν τό κλειδί πού εἶχα χάσει. Πῶς τό ἤξερε ὁ ψαρᾶς ὅτι τό κλειδί ἦταν δικό μου;  Καί γιατί τό ἔφερε σέ μένα; Διότι, πραγματικά, τόν ἐπισκέφθηκε ὁ ἅγιος Μηνᾶς καί τούς ἔδωσε αὐτές τίς ὁδηγίες.

-Πῶς θά ἠμπορέσουμε νά νικήσουμε τούς διαφόρους πειρασμούς στήν ζωή μας, πάτερ Συμεών;

-Ὅταν ἐπικαλούμεθα σέ βοήθεια τόν Χριστό στήν ζωή μας. Ἔλα Χριστέ καί Παναγιά. Δοξασμένο νἆναι τό Ὄνομά Σου. Μία νύκτα εἶδα στόν ὕπνο μου τόν Πειρασμό. Τόν ἐρώτησα: "Πές μου τήν ἀλήθεια, σέ ἐξορκίζω στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποιόν φοβᾶσαι περισσότερο, τόν Χριστό, τήν Παναγία, τόν Τίμιο Σταυρό ἤ τούς Ἁγίους; Καί ὁ Πειρασμός μοῦ εἶπε:

- Ὅλους τούς φοβᾶμαι...".

-Πάτερ Συμεών ὅταν πᾶς στόν Χριστό, θά μᾶς θυμᾶσαι;          

-Βεβαίως. Ὅπως σᾶς θυμᾶμαι κι ἐδῶ, πολύ περισσότερο ἐκεῖ πάνω στόν Οὐρανό.

-Λυπᾶσαι, διότι δέν ἀπέκτησες μεγάλη μόρφωσι;

-Ὄχι! Ἀκόμη δέν ἔμαθα νά λέγω τήν εὐχή στόν Χριστό καί στήν Παναγία, καί τί νά τήν κάνω τήν ἄλλη μόρφωσι;

-Τί αἰσθάνεσαι, ὅταν λέγης τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ;

-Πούπουλο. Ὅ,τι βάρος ἔχω ἐπάνω μου, μέσα στήν ψυχή μου, φεύγει. Νοιώθω τόν Χριστό καί τήν Παναγία μέσα μου. Αὐτοί μέ πληροφοροῦν μέ τήν παρουσία τους, ὅτι θά μέ πᾶνε καί στόν Παράδεισο. Δέν συγκρίνεται αὐτή ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ μέ καμμία χαρά τοῦ κόσμου. Εἶδα κάποιον νά καπνίζη καί τόν ρώτησα: "Τί αἰσθάνεσαι μέ τό τσιγάρο πού τό καπνίζεις; Δέν μοῦ ἀπήντησε. Ἄφησε τό τσιγάρο καί πάρε στό χέρι σου τό κομποσχοίνι, τοῦ

εἶπα, καί τότε θά αἰσθανθῆς ἕνα θεϊκό μεγαλεῖο νά πλημμυρίζη τήν καρδιά σου".

Οὐδέποτε ὁ Γέρο-Συμεών περιποιήθηκε τόν ἑαυτό του. Εἶχε ἀφεθῆ ἐξ ὁλοκλήρου στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τόν ρωτούσαμε οἱ Πατέρες: "Πάτερ Συμεών, βάλε κάλτσες τώρα τόν χειμῶνα, δέν βλέπεις πού τά πόδια σου ἔχουν μελανιάσει;

-Τί σᾶς ἐνδιαφέρει ἐσᾶς. Ἐγώ θέλω νά τά βλέπω μελανιασμένα.

-Θά σέ πονέσουν χειρότερα ἀργότερα.

--Ἄς πονέσουν. Θέλω νά μέ πονᾶνε. Ἄς κανονίσει Αὐτός πού μοῦ τά ἔδωσε. Ἄλλωστε κι αὐτά θά πᾶνε μιά μέρα στόν τάφο καί ἐκεῖ θά θεραπευθοῦν ὅλα, τά πάντα.

Εἶχε ἡρωϊκή καρδιά καί ὑπέμενε ὅλες τίς κακουχίες καί ταλαιπωρίες τοῦ μονήρους βίου μέ πρωτοφανῆ γενναιοψυχία καί ἀνδρεία κατά Θεόν. Εἶχε τελεία περιφρόνησι τοῦ ἑαυτοῦ του μέ τήν σκέψι τῆς προσμονῆς τῶν προσδοκομένων αἰωνίων ἀγαθῶν.

Ἦτο ἐργατικώτατος στό ἔπακρον. Ὅταν ἦτο ἐλεύθερος ἀπό τό διακόνημά του ἤ λόγῳ γηρατειῶν του, δέν εἶχε δικό του διακόνημα, ἐπήγαινε τά ἀπογεύματα καί βοηθοῦσε τόν Ἀδελφό τοῦ Δοχειοῦ νά βάλη τίς διακονιές τοῦ κρασιοῦ ἤ τίς μερίδες τοῦ τυριοῦ στήν τραπεζαρία τῆς Μονῆς. Ἐδούλευε μέ ἁπλότητα καί χαρά σάν μικρό παιδί. Σ᾿ ὅλους ηὔχετο μέ τήν ἴδια πάντα εὐχή: "Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία νά σᾶς βοηθήσουν", "Ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία μπροστά κι ἐμεῖς κοντά τους".

Στίς Πανηγύρεις της Μονῆς ἔφερνε "σβούρα" τό Μοναστήρι. Ἀπό ἡμέρες καθάριζε τό καλντερίμι. Κατόπιν ἔτρεχε στό μαγειρεῖο νά καθαρίση ἕνα τσουβάλι κρεμμύδια γιά τά μαγείρευμα 500 καί πλέον μερίδων ψαριοῦ. Μετά ἔμπαινε στό Δοχειό καί βοηθοῦσε στό καθάρισμα τῶν ἑκατοντάδων κιλῶν ψαριῶν, χωρίς νά σκέπτεται τήν κούρασι. Ἔφευγε πάντοτε τελευταῖος, ἀφοῦ πρῶτα ἔπλενε τά τραπέζια, πετοῦσε τίς ἀκαθαρσίες, σφουγγάριζε τά δάπεδα καί μετά γιά νά δυναμώση ἔπινε κι ἕνα ποτηράκι κρασί ἐνισχυμένο. Μετά βοηθοῦσε στό κόψιμο τοῦ τυριοῦ, στό σπάσιμο τῶν καρυδιῶν καί λεπτοκαρυῶν γιά τήν προετοιμασία τοῦ δίσκου τῶν Κολλύβων. Κι ὅλα αὐτά προσευχόμενος μέ εὐλάβεια στήν Κυρία Θεοτόκο λέγοντας τούς Χαιρετισμούς της καί κάνοντας μέ συναίσθησι κάθε φορά τόν σταυρό του.

Ὅταν παλαιότερα ἀγοράζαμε τό σιτάρι καί  κατόπιν ἐφρόντιζαν οἱ πατέρες γιά τόν καθαρισμό του ἀπό τήν ἧρα, τό πλύσιμο, τό στέγνωμα καί τό ἄλεσμα του, ὁ Γέρο-Συμεών συμπονοῦσε τόν Μάκηπα (φούρναρη) παπᾶ Χρυσόστομο καί πολλές φορές ἐπήγαινε καί τόν βοηθοῦσε.

Στήν συμπεριφορά του ἦτο σάν ἕνα μεγάλο παιδί. Ἀπαλλαγμένος ἀπό κενοδοξίες, στενοκεφαλιές καί ὑποκρισίες, χαιρόταν νά τόν περιφρονοῦν. Ἐνίοτε φοροῦσε ἕνα ζωστικό, τό ὁποῖον εἶχε πλύνει μέσα σέ νερό μέ χλωρίνη, ὁπότε φαινόταν σάν νά εἶχε τριαντάφυλλα. Ἐνῶ σέ ὧρες ἐργασίας του, μπροστά του εἶχε κρεμασμένο γιά ποδιά τό πλαστικό τσουβάλι καί μέ τήν μαύρη κάλτσα στό κεφάλι ἐνόμιζες ὅτι ἦτο ἕτοιμος νά παίξη θέατρο. Ἤθελε νά εἶναι θέατρο στόν κόσμο, ὅπως τό ἔλεγε καί τό ζοῦσε ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος. Δέν τόν ἐνδιέφερε, ἐάν τόν κακολογήση ὁ κόσμος, διότι εἶχε στραμμένο μόνιμα τόν νοῦ του στόν Χριστό.

Ὅταν ἐρχόταν κάποιος Ἐπίσκοπος στήν Μονή μας, ἐπήγαινε τελευταῖος καί τοῦ ἔβαζε μετάνοια. Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ ἔδινε τό χέρι του νά τό ἀσπασθῆ καί ὁ Γερο-Συμέων τοῦ ἔλεγε:

-Ὄχι ἐσύ, πρῶτα Αὐτός. (δείχνοντας μέ τόν χέρι του τόν Χριστό στό ἐγκόλπιό του) . Καί προσκυνοῦσε τόν Χριστό πού ἦτο στό ἐγκολπιό του καί μετά ἀσπαζόταν τό χέρι τοῦ Ἐπσικόπου.

Ἕνα μῆνα πρίν τόν ὁσιακό του θάνατο, δέχθηκε τήν ἐπίσκεψι τοῦ Θεοῦ μέσῳ κάποιας σοβαρῆς ἀσθενείας. Μεταφέρθηκε στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς, ὅπου ἰατροί καί νοσοκόμοι τόν περιέθαλψαν μέ περισσή στοργή καί φιλαδελφία. Στό διάστημα αὐτό ἐπί δύο ἡμέρες ἔπαυσε νά κινῆται καί νά ὁμιλῆ. Πάντες τόν περιμέναμε ἤ νά ἐπανέλθη στήν ζωή ἤ νά ἀπέλθη τῆς παρούσης. Μετά ἀπό 2-3 ἡμέρες συνῆλθε καί τόν ἐρώτησαν οἱ Πατέρες:

-Ποῦ ἤσουν, Γέρο-Συμεών;

-Ἤμουν στόν Χριστό, ἦτο ἡ λακωνική του ἀπάντησις.

Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἀνῆλθε ἡ ψυχή του στά οὐράνια νά ἀναπαυθῆ ἀπό τούς κόπους ἑξήκοντα ἐτῶν, στά ὁποῖα προσφέρθηκε θυσιαστικά στίς πιό ταπεινές καί κουραστικές διακονίες τῆς Μονῆς. Ἐκαυχᾶτο νά μᾶς τό λέγη ὅτι οὐδέποτε ἀρνήθηκε νά πάη σέ κάποιο διακόνημα πού τόν ἔστελλε τό Μοναστήρι.

Στήν στήλη παρατηρήσεων τοῦ Μοναχολογίου τῆς Μονῆς διαβάζουμε τά ἑξῆς λόγια γιά τόν μακαριστό Γέρο-Συμεών, ὅπως ἐγράφησαν ἀπό τόν Γραμματέα τῆς Μονῆς, τόν ἱερομ. π. Φώτιο:

"Ἡ ὅλη μοναχική του ζωή ἐπί 60 ἔτη ἦτο ἐν κρυπτῶ καί ἄκρᾳ ταπεινώσει προτιμῶν ἐπισταμένως τεχνιέντως καί ἐν ἐπιγνώσει τήν τελευταίαν θέσιν, ἐφαρμόσας ἐπιμελῶς τό "λάθρα βιώσας". Ἦτο παράδειγμα ταπεινώσεως καί ἐργατικότητος. Διετέλεσεν προθυμότατος διακονητής εἰς πλεῖστα διακονήματα ἐξωτερικά καί ἐντός τῆς Μονῆς. Οὐδέποτε ἵππευσε καίτοι ἐπί πολλά ἔτη ἦτο Κοναξῆς εἰς Καρυάς ἤ διακονητής εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Δάσους. Μέχρι τῆς πρό μηνός ἐκδημίας του καί ἐπί ἔτη εἶχεν κατ᾿ ἀποκλειστικότητα αὐτοπροαιρέτως τόν καθαρισμόν τοῦ λιθοστρώτου ἀπό Ταρσανᾶ ἕως τῆς πύλης τῆς Ἱ. Μονῆς. Πολλάκις γονυκλινής ἐκοπίαζε νά ἀφαιρέση καί φύλλα!

Ἀσθενήσας πρό ὀλίγων ἡμερῶν, ἐδέχθη τάς ἀόκνους φροντίδας καί περιποιήσεις τῶν πατέρων ἐν τῶ νοσοκομείῳ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς καί ἀνεπαύθη ὁσίως τήν 29ην Νοεμβρίου 1999. Αἰωνία του ἡ μνήμη.

 

ΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

(+1909-2000)

Ἕνα ἀνοιξιάτικο μεσημέρι τοῦ ἔτους 1997 κατέβηκε στήν ἀποβάθρα τῆς Μονῆς μας ἕνας ἡλικιωμένος μοναχός. Ὑποβασταζόμενος ἀπό κάποιον νεώτερο μπῆκε στό Μοναστήρι μας. Ἐμάθαμε γι᾿ αὐτόν ὅτι εἶναι Γρηγοριάτης Μοναχός, πνευματικό τέκνο τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος Παπᾶ Ἀθανασίου καί γιά πολλά χρόνια ζοῦσε μέχρι σήμερα σάν ἐρημίτης σ᾿ ἕνα κελλί  πού ὀνομάζεται "Ὁ Ἅγιος Νικόλαος" τῆς Καψάλας.

Ἀπό τό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς ἀντιγράφουμε τά ἑξῆς βιογραφικά του στοιχεῖα. Κατά κόσμον ὀνομαζόταν Γεώργιος Μοῦτσος τοῦ Νικολάου. Γεννήθηκε στόν Πύργο τῆς Ἠλείας στίς 9 Μαΐου 1909 καί σέ ἡλικία 23 ἐτῶν, τό 1932 ἦλθε στήν Μονή μας νά κοινοβιάση. Μεγαλόσχημος μοναχός ἐκάρη ἀπό τόν περιβόητον στήν ἀρετή ἡγούμενο παπᾶ Ἀθανάσιον τό 1935. Ὑπηρέτησε σέ διάφορα διακονήματα τῆς Μονῆς. Τό 1937  ἀρρώστησε βαρειά ἀπό φυματίωσι καί μετέβη γιά ἐξετάσεις καί θεραπεία στό νοσοκομεῖο Ἀσβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης. Ἐπέστρεψε στό Ὄρος καί, ἐπειδή, δέν ἠμποροῦσε νά ἀκολουθήση τό αὐστηρό πρόγραμμα τῆς Μονῆς, ἐζήτησε τήν εὐλογία νά ἡσυχάση γιά νά τρώγη τίς κατάλληλες τροφές καί νά οἰκονομῆται στίς ἀκολουθίες.

Στό Καλυβάκι του πού ἔμεινε μέχρι τά βαθειά γεράματά του, στόν Ἅγιο Νικόλαο Καψάλας, γιά νά ἐξοικονομῆ τά πρός τό ζῆν ἀναγκαῖα, ἔπλεκε καί πωλοῦσε κομποσχοίνια. Ἐπειδή φαίνεται νά ἔζησε ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις, γιά νά κρύψη τόν ἀρετή του προσεποιεῖτο τόν κατά Χριστόν σαλόν. Ἔλεγε λοιπόν, ὅτι περιμένει νά τόν καλέσουν νά γίνη πατριάρχης Ἰεροσολύμων, ἄλλοτε ὅτι ἦτο φίλος καί ἀκόλουθος τοῦ Ἰ. Μεταξᾶ, ἄλλοτε ὅτι ἦτο σύζυγος τῆς Πριγκήπισσας τάδε τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας καί ὑποψήφιος Διοικητής τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καί ἄλλες τέτοιες φλυαρίες καί ἀσυναρτησίες μέ τίς ὁποῖες κατώρθωνε λίαν ἐπιτυχῶς νά κρύβη τήν ἀρετή του.

Μέ αἴτησί του στήν Μονή μας, ἐζήτησε νά ἐπανέλθη στήν Μετάνοιά του γιά νά παραδώση τό σῶμα του στόν τόπο ὅπου ἔδωσε τίς ὑποσχέσεις τῆς κουρᾶς του ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀγγέλων. Ἔτσι τό 1997 ἐπέστρεψε καί εἰσήχθη στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μας.

 Μᾶς ἐντυπωσίαζε ἡ σιωπή του, ἡ ἁπλότης του καί ἡ ὑπακοή του στό πρόγραμμα τοῦ φαγητοῦ τῆς Μονῆς. Μᾶς ἔλεγε συχνά ἀπό φαγητό "ὅ,τι ἔχει ἡ τράπεζα". Ὁσάκις τόν πλησιάζαμε νά τόν ρωτήσουμε κάτι, μᾶς πετοῦσε τίς γνωστές του σαλότητες, ὁπότε σταματοῦσε μαζί του καί ὁ διάλογος.

Μιά ἄλλη φορά πού τόν ἐπισκέφθηκα μοῦ μιλοῦσε μέ πολλή χαρά γιά τόν παράδεισο καί τήν δόξα τοῦ οὐρανίου κόσμου. Συγκεκριμένα μοῦ ἔλεγε: "Ἔχω χαρά πού θά πεθάνω. περιμένω μέ ἀγαλλίασι τήν ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς μου γιά τόν παράδεισο. Δέν φοβᾶμαι τόν θάνατο, γιατί εἶμαι μέ τόν Χριστό. Ἀπορῶ. Γιατί ὁ Χριστός καθυστερεῖ νά μέ πάρη. Τόν ἐρωτῶ: "Χριστέ μου, μήπως μέ ξέχασες; Ἄλλοτε τόν ἐρωτοῦσε:"Τί κακό ἔκαμα καί δέν ἔρχεσαι νά μέ πάρης;".

Παρά τά 90 χρόνια του, ἐπιθυμοῦσε νά ἐνημερώνεται γιά τά θέματα καί προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μέ κάποια δυσκολία ἐδιάβαζε θρησκευτικά περιοδικά καί ἐφημερίδες. Καί κἄπου κἄπου πετοῦσε: "Καί γιά μένα θά γράψουν ὅταν θά γίνω πατριάρχης Ἱεροσολύμων...".

Δύο ἑβδομάδες πρίν κοιμηθῆ, τοῦ διεκόπη ἡ ὄρεξις γιά φαγητό. Δέν ἠθέλησε νά τόν ταΐζουν οἱ ἰατροί καί νοσοκόμοι τῆς Μονῆς μέ σωληνάκι ἀπό τήν μύτη, ὅπως ἔκαναν σέ ἄλλους Πατέρες.

Τελειώθηκε μέ ἅγιο τέλος στίς 12 Νοεμβρίου 2000 καί συναριθμήθηκε μέ τίς ἀγγελικές χοροστασίες, τῶν ὁποίων τήν ζωή ἐμιμήθη κατά τό ἀνθρωπίνως δυνατόν.

Στήν κηδεία του ὁ σεβαστός μας Γέροντας καί Καθηγούμενος π. Γεώργιος ὡς ἑξῆς διεζωγράφισε συνοπτικά τήν ὁσία βιοτή καί ἀρετή τοῦ μακαριστοῦ π. Γεροντίου.

"Οὐδείς στεφανοῦται ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ, λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Καί ὁ προκείμενος νεκρός, ὁ ἀείμνηστος ἀδελφός μας π. Γερόντιος, ἤθλησε νομίμως. Ἀγωνίσθηκε καί γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος θά τόν στεφανώσῃ.

Τά τελευταῖα αὐτά χρόνια, πού ἔζησε μαζί μας, εἴδαμε τόν ἀγῶνα του.

Ἀγωνίσθηκε στήν πτωχεία.

Ἀγωνίσθηκε στήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό.

Ἀγωνίσθηκε στήν προσευχή.

Ἀγωνίσθηκε στήν ταπείνωσι. Ἔζησε στήν ἀφάνεια. Δέν ἐπεδίωξε καμμία τιμή, καμμία ἀναγνώρισι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Γιά νά ταπεινώνεται, ἔλεγε μερικά πράγματα πού ἔδιναν τήν ἐντύπωσι ὅτι δέν ἦταν καλά εἰς τάς φρένας.

Ὅμως, 45 ἡμέρες πρίν ἀπό τήν κοίμησί του, εἶπε στόν ἀδελφό πού τόν διακονοῦσε, ὅτι θά φύγη. Στήν ἐρώτησι τοῦ ἀδελφοῦ γιά τά "ἄλλα" πού ἔλεγε, ἀπήντησε: "Ἔτσι τά ἔλεγα".

Πράγματι, ἔτσι, τά ἔλεγε. Δέν εἶχε πρόβλημα εἰς τάς φρένας. Τά ἔλεγε γιά περισσοτέρα ταπείνωσι. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Χριστός τόν ἀξίωσε πνευματικῶν χαρισμάτων.

Ἔλαβε τό χάρισμα τῆς εἰρήνης.

Ἔλαβε τό χάρισμα τῆς χαρᾶς. Ἀκόμη καί στίς ὧρες τῆς ἀδυναμίας του εἶχε χαρά.

Ἀξιώθηκε νά μή φοβᾶται τόν θάνατο. Ἔλεγε: "Δέν φοβοῦμαι τόν θάνατο, διότι θά πάω στόν Παράδεισο νά συναντήσω τόν Χριστόν".

Πιστεύω ὅτι ἡ ψυχή του τώρα ἀναπαύεται στόν Χριστό. Καί ἐπειδή ἔχει παρρησία, θά προσεύχεται γιά μᾶς.

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀδελφέ μας, πάτερ Γερόντιε.

 

Ὁ Γέροντας Ἀντώνιος Γρηγοριάτης

(+1915-2002)

            Ὁ Γέροντας Ἀντώνιος, κατά κόσμον Κωνσταντῖνος Νικολάου, καταγόταν ἀπό τόν Πύργο τῆς Ἠλείας. Γεννήθηκε τό 1915 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἐπειδή, εἶχα συνάψει μαζί του στενές ἀδελφικές σχέσεις, συχνά τόν ρωτοῦσα γιά τήν ζωή του καί τήν οἰκογένειά του. Ὁ ἴδιος λοιπόν μοῦ ἔλεγε τά  ἑξῆς: "Οἱ γονεῖς μου, ὀνόματι Νικόλαος καί Ἀθηνᾶ, ἦταν εὐσεβεῖς ἀπό τήν παιδική τους ἡλικία. Ὁ πατέρας μου ἐγνώριζε λίγα γράμματα, ἐνῶ ἡ μητέρα μου καθόλου, ἀφοῦ μετά δυσκολίας κατάφερε νά μάθη στά γεράματά της τό "Πάτερ ἡμῶν...". Μόνο ἕνα πρᾶγμα ἐγνώριζαν: Νά θρησκεύουν, ὅπως τούς ἐφώτιζε ὁ Πανάγαθος Θεός.

            Ὁ πατέρας μου ἀπέθανε στίς 17 Ἰανουαρίου τοῦ 1944, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Τότε στήν Ἑλλάδα ὑπῆρχε ἡ γνωστή φοβερή πεῖνα, ἡ ὁποία ἐθέριζε ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας. Ἐμεῖς εἴμασταν τρία ἀδέλφια καί ἐμέναμε τότε στήν Ἀθήνα. Ἡ μητέρα μας, μέ τήν βοήθεια καλῶν γειτόνων τακτοποιοῦσε στό πατρικό μας σπίτι τά ἀναγκαῖα γιά τήν κηδεία τοῦ πατέρα μας. Σέ λίγο θά κατεβαίναμε κι ἐμεῖς ἀπό τήν Ἀθήνα στόν Πύργο. Τό βράδυ στήν κηδεία ἦσαν πάνω ἀπό 100 ἄτομα. Λόγῳ τῆς πείνας ἔβρασαν χυλό ἀπό καλαμποκάλευρο καί ἔφαγαν. Τήν ἑπομένη τό πρωΐ, ὅταν ἐπρόκειτο νά γίνη ἡ ἔξοδος τοῦ νεκροῦ ἀπό τό σπίτι γιά τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας στήν ἐκκλησία, εἶδε ἡ μητέρα μου ἕνα ἐξαίσιο φαινόμενο. Τό πρόσωπο τοῦ νεκροῦ πατέρα μου  ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο. Τό φῶς πού εἶδε, μοῦ εἶπε κατόπιν, ἦτο τόσο ἐκτυφλωτικό, ὥστε παρ᾿ ὀλίγο νά βάλη τίς φωνές. Ἴσως μ᾿ ἐρωτήσετε, ποιά ἦταν ἡ ἀρετή τοῦ πατέρα μου, ὥστε νά τόν περιλούση τό ἄκτιστο φῶς μετά τήν κοίμησί του;

Οἱ γονεῖς μου, συνεχίζει νά διηγῆται ὁ Γέρο-Ἀντώνιος, ἦσαν ἄνθρωποι τοῦ πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶχαν μιά ἀρκετά μεγάλη ἀγροτική περιουσία, τήν ὁποία καλλιεργοῦσαν μαζί μέ ἄλλους πατριῶτες κι ἔτσι στήν Κατοχή ὄχι μόνο δέν ἐπείνασαν, ἀλλά καί βοήθησαν πολύ κόσμο. Μάλιστα, μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα μου, μέ πλησίασε μία γυναῖκα χήρα καί μοῦ εἶπε ὅτι, ἐπί πέντε χρόνια, τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς, τήν βοήθησε ὁ πατέρας μου δίνοντάς της κάθε ἡμέρα σιτάρι καί ἄλλα ἀναγκαῖα.

Οἱ γονεῖς μου εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους καί μέ ὅλο τόν κόσμο. Ἀπό τόν πατέρα μου οὐδέποτε δέχθηκα κάποιο ράπισμα, μά οὔτε καί σκανδαλίσθηκα ἀπό κάποια ἄπρεπη συμπεριφορά του. Τούς ἐγνωμονῶ, διότι μέ δίδαξαν τήν ἀρετή μέ τήν ζωή τους, ἀσχέτως ἄν ἐγώ, δέν τούς μιμήθηκα στήν τόσο ὑψηλή κοινωνική τους ἀλληλεγγύη καί καλωσύνη. Ἀξιώθηκα μέ τίς εὐχές τους νά γίνω μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος καί πάντοτε ζῶ μέ τήν ἐντύπωσι αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας πού συνέβη στήν ἁπλῆ καί ἀγράμματη μητέρα μου. Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη τους".

            Μετά τήν ἐπιστροφή του στόν Πύργο, λόγω καί τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του, ἔμεινε πλέον ὁριστικά ἐκεῖ, ἀσχολούμενος λίγο μέ γεωργικές ἐργασίες καί περισσότερο ἀναστρεφόμενος ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπί πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ἐπίτροπος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Πύργου. Πολλές ἐπισκευές τοῦ ναοῦ, ὅπως τό καινούργιο τέμπλο, τά προπύλαια, ἡ ἐπίστρωσις μέ μαρμάρινες πλάκες τῆς αὐλῆς ἔγιναν καί μέ τήν δική του συμβολή καί συμπαράστασι.

Τά χρόνια περνοῦσαν, οἱ γονεῖς του τόν ἐγκατέλειψαν καί ἡ ἀγωνία γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του ἤδη ἄρχισε νά ἐμφανίζεται στόν ὁρίζοντα τῆς διανοίας του. Ἡ γνωριμία του μέ τόν συνταξιοῦχο νοματάρχη τῆς Χωροφυλακῆς κ. Ἠλία Ζῶτο κατέληξε στήν ἀπό κοινοῦ συμφωνία γιά ἀναχώρησί τους ἐκ τοῦ ματαίου κόσμου. Μία λοιπόν πρωΐα τοῦ μηνός Ἰουλίου τοῦ 1974 οἱ δύο μεσόκοποι ἄνδρες ἔλαβαν τήν μεγάλη καί ἀμετάκλητη ἀπόφασι: ὁριστική ἐγκατάστασις στό Ἅγιον Ὄρος. Προβληματίσθηκε λίγο ὁ κ. Ἠλίας, ἡλικίας τότε 42 ἐτῶν, πού θ᾿ ἀφήση τήν σύζυγό του, πρώην καθηγήτρια τῶν γαλλικῶν. Τήν ἔπεισε νά μεταβῆ κι αὐτή σέ μοναστήρι γιά νά σώση τήν ψυχή της. Πράγματι, αὐτή ἐπῆγε στήν Μονή Κεχροβουνίου τῆς Τήνου καί οἱ δύο ἄνδρες γιά τόν Ἄθωνα.

Μετέβησαν στήν Νέα Σκήτη, στό Κελλίον τῶν Ἀβραμαίων, πού εἶναι ἀφιερωμένο στόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Τότε Γέροντάς τους ἦτο ὁ Γέρο-Ἀβράμιος μέ συνοδεία τόν ἱερομ. Σεραφείμ, τόν μοναχό Θεοφύλακτο, συνασκητή τοῦ μεγάλου Ἡσυχαστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Σπηλαιώτου καί τόν μοναχό Ἀνδρέα.

Ἐκάρησαν ἐκεῖ μεγαλόσχημοι μοναχοί λαμβάνοντας τά μοναχικά ὀνόματα ὁ μέν Κωνσταντῖνος ὠνομάσθηκε Ἀντώνιος μοναχός καί ὁ Ἠλίας Πέτρος μοναχός. Τά πρῶτα διακονήματά τους στά ὁποῖα διατάχθηκαν ἦσαν, ὁ μέν π. Ἀντώνιος ν᾿ ἀσχολῆται μέ τήν κουζίνα καί τούς κήπους, ὁ δέ π. Πέτρος μέ τήν ἁγιογραφία.

Ἐπειδή μπῆκαν καί οἱ δυό της σέ μεγάλη ἡλικία στόν μονήρη βίο, ὁ μέν μον. Ἀντώνιος 59 ἐτῶν ὁ δέ μον. Πέτρος 42, δέν ἠμπόρεσαν νά ἀνταποκρισθοῦν στά καθήκοντά τους ζώντας σ᾿ ἕνα Κελλίο, ὅπου οἱ ἀνάγκες γιά παντός εἴδους ἐργασίες εἶναι ἐπηυξημένες. Μέ εὐλογία λοιπόν τοῦ Γέροντά τους π. Ἀβραμίου, μετά ἀπό ἕνα περίπου χρόνο ἦλθαν καί ἐκοινοβίασαν στήν Ἱερά Μονή Γρηγορίου. Τότε Γέροντας ἦτο ὁ ἀρχιμ. π. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τήν παράκλησι τοῦ Γέροντος Ἀβραμίου νά ὑποδεχθῆ τούς δύο Ἀδελφούς.

Ὁ Γέροντας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου ἀνάθεσε στούς Ἀδελφούς διακονήματα, ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές τους. Τόν μέν Γέρο-Ἀντώνιο ἐνέταξε μέ κανονική ἐκλογή στό σῶμα τῆς Γεροντικῆς Συνάξεως, τόν π. Πέτρο ἀπέστειλε διακονητή τῶν δένδρων τοῦ Μύλου, Καθίσματος πρός τιμήν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, πού ἀπέχει 20 λεπτά μέ τά πόδια ἀπό τήν Μονή καί βρίσκεται στήν διαχωριστική χαράδρα τῶν δύο Μονῶν Γρηγορίου καί Σιμωνόπετρας.

            Ὁ Γέρο Ἀντώνιος ὑπηρέτησε περί τά 20 χρόνια Προϊστάμενος τῆς Μονῆς μας. Ἀρκετά χρόνια ἀντιπροσώπευσε τήν Μονή στήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί δύο φορές διηκόνησε καί σάν Ἐπιστάτης Αὐτῆς. Διακρίθηκε γιά τόν ζῆλο του τόσο στά Παναγιορειτικά ζητήματα, ὅσο καί στά ζητήματα τῆς Μονῆς. Ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πιό πιστούς καί ἀθορύβους συνεργάτες τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος, τόν ὁποῖον καί ἐστήριξε στά πρῶτα δύκολα χρόνια τῆς ἡγουμενείας του. Ἄλλωστε πιό κάτω θά διαβάσουμε μέ τί λόγια τόν ἐπήνεσε τόν Γέρο Ἀντώνιο, ἀλλά μετά τήν κοίμησί του.

            Στήν ἐκκλησία συμμετεῖχε ἀπό βαθείας νυκτός σ᾿ ὅλες τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Λόγω τοῦ ἁπλοϊκοῦ χαρακτῆρος του συμπεριφερόταν πάντα φιλικά καί ἀδελφικά πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους.  Ἐπειδή τόν χαρακτήριζε ἕνα αὐθόρμητο χιοῦμορ, παντοῦ γινόταν εὐπρόσδεκτος καί εὐχάριστος. Ἠρέσκετο νά ἀσχολῆται μέ τά ἀναμενόμενα γεγονότα, μέ τούς ἐπικειμένους πολέμους, μέ τήν ἔλευσι τοῦ Ἀντιχρίστου, γι᾿ αὐτό εἶχε ὀνομασθῆ, χάριν εὐθυμίας, ἀπό τούς νεωτέρους Πατέρες πρόεδρος τοῦ Κ.Ε.Δ.Ε.Κ, δηλαδή τοῦ Κέντρου διδασκαλίας ἐπερχομένων καταστάσεων....

            Διηκόνησε μέ πολλή ἐπιμέλεια καί στήν τράπεζα τῆς Μονῆς, ὅπου, παρά τήν προχωρημένη ἡλικία του, προλάβαινε νά προετοιμάζη τά πάντα κατά τρόπο ἀρμονικό μέ τούς βοηθούς του.

            Ἕνα χρόνο πρό τῆς κοιμήσεώς του, ἔλαβε τό διακόνημα τοῦ θυρωροῦ καί βιβλιοπώλου τῆς Μονῆς. Ἦτο πρόθυμος καί πολύ ἐξυπηρετικός. Προτοῦ κατέλθουν στήν παραλία οἱ Προσκυνητές, εἶχε πεταχθῆ ἔξω ἀπό τήν πρωϊνή τράπεζα, εἶχε ἀνοίξη τίς προθῆκες καί περίμενε σάν τόν καλό ψαρᾶ νά ρίξη τό ἀγκίστρι του. Χάριν ἀστεϊότητος ἔλεγε στούς βιαστικά διερχομένους ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς μας: "Πᾶρτε σωσίβια γιά νά κολυμπᾶτε μέσα στά νερά τῆς ἀφρισμένης θάλασσας τῆς κοινωνίας μας". Καί ἐννοοῦσε φυσικά τήν προμήθεια πνευματικῶν βιβλίων.

Συχνά τόν ἔπαιρνα νά τόν κεράσω στό Ἀρχονταρίκι ἕνα καφέ ἤ ἔνα τσάϊ. Ἐρχόταν μέ χαρά. Πάντοτε εἶχε κάποια σοφή κουβέντα νά μοῦ ἐκμυστηρευθῆ μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν ποικίλων ἐμπειριῶν του. Ἀγαποῦσε μέ πάθος τήν Πατρίδα μας, τήν ὁποία καί ὑπηρέτησε σάν λοχίας στό Ἀλβανικό Μέτωπο. Πόσο γελοῦσε ἀπό χαρά, ὅταν μοῦ ἐδιηγόταν μέ ποιούς ἔξυπνους τρόπους νικοῦσαν τούς Ἰταλούς ἤ πῶς ἀκινητοποιοῦσαν τά τάνκς. Στίς στροφές τῶν δρόμων, ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου θά περνοῦσαν τά ἰταλικά τάνκς μέ τίς ἐρπύστριες, ἔστρωναν οἱ δικοί μας στρατιῶτες κάτω στόν δρόμο κουβέρτες τοῦ ὕπνου γιά νά ....κοιμηθοῦν ἐκεῖ γιά πάντα τά τάκνς τῶν Ἰταλῶν. Περιεπλέκοντο οἱ κουβέρτες μέσα στίς ἐρπύστριες καί τά βαρέα αὐτά ὀχήματα ἀκινητοποιοῦντο....

Ὁσάκις μετέβαινα στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή μοῦ εὐχόταν μέ  στοργική ἀγάπη καί χαρά. Ἀκόμη  μοῦ ἔδωσε κι ἕνα φυλακτό, πού τοῦ τό ἔδωσε ἡ μητέρα του, γιά νά τό ἔχω πάντα μαζί μου. Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἔδειχνε τήν μεγάλη του ἐκτίμησι πρός τό ἱεραποστολικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἰδικώτερα τῆς Μονῆς μας, πού ξεκίνησε νά γίνεται μέ τήν εὐλογία τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντος  π. Γεωργίου ἀπό τό 1978.

-Πάτερ Ἀντώνιε, τόν ρώτησα, θυμᾶσαι νά μοῦ διηγηθῆς τήν ἱστορία ἐκείνη, πού μοῦ εἶχες πῆ παλαιότερα για κάποιον γιατρό, τοῦ ὁποίου ἀρώστησε τό παιδί του ἀπό λευχαιμία καί θεραπεύθηκε θαυματουργικά;

-Καί βέβαια νά σοῦ τήν ὑπενθυμίσω διότι εἶναι συγκλονιστική:

Ὅταν ἤμουν ἀκόμη λαϊκός στόν Πύργο τῆς Ἠλείας, εἶχα στενή φιλία μέ τόν γιατρό κ. Νικόλαο Π.... Αὐτός μετά τόν γάμο του ἀπέκτησε ἕνα παιδάκι, τό ὁποῖο στήν ἡλικία τῶν πέντε ἐτῶν ἀρώστησε ἀπό λευχαιμία. Κάθε ἀνθρώπινη βοήθεια ἦτο γι᾿ αὐτό ματαιοπονία. Σέ λίγο θά ἐρχόταν ὁ θάνατος τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ του. Ὁ πατέρας ἀπελπίσθηκε τελείως ἀπό πλευρᾶς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί σάν γιατρός ἦτο σίγουρος γιά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ του. Ἦτο ὅμως πολύ θρησκευόμενος  ἄνθρωπος καί πάνω στήν ἀνάγκη του, κατέφυγε στόν Θεό.

Μία ἡμέρα ἐπήγαινε μέ τό ἄλογό του καβάλα στό κτῆμα του, πού ἀπεῖχε ἀπό τόν Πύργο δυόμισυ ὧρες. Στόν δρόμο συλλογιζόταν ποιός θά μποροῦσε νά τόν βοηθήση στήν ἔσχατη αὐτή ἀγωνία του. Σκέφθηκε πάλι τόν Θεό καί ποθοῦσε νά Τόν παρακαλέση, ἀλλά πῶς καί ποῦ νά ρθῆ σέ μιά ἐπικοινωνία μαζί Του; Δέν ἄντεξε ὅμως ἄλλο. Σταμάτησε σέ μιά στροφή τοῦ δρόμου. Κατέβηκε ἀπό τό ἄλογό του, ἐσήκωσε μέ πόθο καί πόνο τά χέρια του στόν οὐρανό καί φώναξε στόν Θεό μέ ὅλη τήν δύναμι τῆς καρδιᾶς του:

"Θεέ μου, ποῦ εἶσαι; Τό παιδί μου χάνεται. Βοήθησέ με. Βλέπε τόν πόνο μου, τά δάκρυά μου, καί λυπήσου με. Μόνο Ἐσύ τώρα μπορεῖς νά μέ βοηθήσης".

Καβάλλισε τό ἄλογό του καί συνέχισε τόν δρόμο του κλαίγοντας. Πιό πάνω, μετά ἀπό ἕνα ἀνήφορο, ἔβγαινε σ᾿ ἕνα ξέφωτο καί νά μπροστά του ἡ ἀποκάλυψις. Εἶδε τόν Δεσπότη Χριστό, ὁ Ὁποῖος στεκόταν στόν ἀέρα καί σέ ἀπόστασι ψηλά ἀπό τήν γῆ περί τά 200 μέτρα. Ἦτο περιβεβλημένος μέ λαπρότατο φῶς καί μέ μιά ἐξαίσια δόξα. Τόσο καθαρά τόν ἔβλεπε, ὥστε διέκρινε καί τίς φλέβες τῶν ποδιῶν Του, ὅπως ὁ ἴδιος μοῦ ἔλεγε. Ἐκύτταξε τόν γιατρό ἀρκετά λεπτά καί κατόπιν μέ σταθερή Δεσποτική φωνή τοῦ εἶπε: "Μήν ἀνησυχῆς, τό παιδί σου θά γίνη καλά". Κι ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά του.

Μόλις συνῆλθε ἀπ᾿ αὐτό τό ἐν ἐγρηγόρσει θαῦμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ὁ γιατρός ἀμέσως δέχθηκε καταιγισμό λογισμῶν ἀμφιβολίας. Τοῦ ἔλεγε ὁ  διάβολος ὅτι: "αὐτό πού εἶδες, μή τό πιστεύης. Εἶναι ἀποτέλεσμα  τῆς φαντασίας σου, λόγῳ τῆς ψυχολογικῆς σου καταστάσεως". Καί πρίν ἀκόμη προφθάση ὁ γιατρός  νά συγκατατατεθῆ σ᾿ αὐτούς τούς πονηρούς λογισμούς, παρουσιάσθηκε αἰφνιδίως καί πάλι μπροστά του ὁ Χριστός καί τοῦ εἶπε: "Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός σου καί, ὅπως σοῦ εἶπα, θά γίνη τό παιδί σου καλά". Καί πάλιν ἔγινε ἄφαντος.

Ὁ γιατρός λοιπόν, ἀντί νά πάη στό χωράφι του, γύρισε στόν Πύργο γιά νά συναντήση τό παιδί του. Ἡ γριά μητέρα του τόν εἶδε νά ἔρχεται καί τόν φώναξε πρώτη: "Ἔλα παιδί μου, νά ἰδῆς τήν κορούλα σου. Σηκώθηκε καί παίζει στό δωματιό της μέ τά παιγνίδια της".

Μπαίνοντας μέσα ὁ γιατρός διεπίστωσε τό θαῦμα. Ὅταν ρώτησε τήν μητέρα του ποιά ὥρα θεραπεύτηκε τό παιδί του, ἐκείνη τοῦ εἶπε καί ἦτο ἡ ὥρα ἐκείνη πού ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίσθηκε στόν δρόμο.

                                                                       

 

Ἦλθε ὁ καιρός νά ἐξέλθη ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ὁ Κύριος τόν ἐπισκέφθηκε μέ δυνατούς πόνους. Τό ἀποτέλεσμα ἦτο ὅτι δέν μποροῦσε νά λέγη τήν εὐχή. Μία φορά πῆγα στό Κελλί του. Τόν βρῆκα ξαπλωμένον.

-Τί κάνεις, Γέρο-Ἀντώνιε;

-Κλαίω καί στενοχωριέμαι, διότι  δέν μπορῶ νά προσευχηθῶ, ἀλλά ὁ Κύριος μέ παρηγόρησε.

-Μέ τί τρόπο σέ παρηγόρησε;

-Ἄκουσα φωνή νά ἔρχεται ἀπό τό νταβάνι. Πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι ἦτο ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὁποῖος μοῦ εἶπε: "Μή στενοχωριέσαι, πού δέν μπορεῖς νά προσευχηθῆς. Ἡ ὑπομονή σου στούς πόνους εἶναι γιά μένα προσευχή".

Ἡ πάθησίς του, σύμφωνα μέ τήν διάγνωσι τῶν ἰατρῶν τῆς Μονῆς μας, εἶχε σχέσι μέ ἀναπνευστικά προβλήματα, χωρίς κάποια δυνατή ἰατρική ἐπέμβασι. Οἱ γιατροί μας, μοναχοί τῆς Μονῆς μας, τοῦ ἐμήνυσαν ὅτι εἶναι δυνατή ἡ χειρουργική του ἐπέμβασις, ἀλλά μέ περιορισμένες τίς ἐλπίδες ἐπιτυχίας της. Ὁπότε ὁ Γέρο-Ἀντώνιος τούς εἶπε: "Ἀφῆστε με νά πεθάνω μέ εἰρήνη ἐδῶ στό Μοναστήρι μας. Τί θά μέ ὠφελήση ἄν ζήσω ἀκόμη ἕνα ἤ δύο χρόνια; Ἤδη ἔζησα 87 χρόνια μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μετά ἀπό 5 μῆνες ὁ Γέρο-Ἀντώνιος μετέβη σ᾿ Αὐτόν  πού ἐπόθησε καί Τόν ὑπηρέτησε στό Ἅγιον Ὄρος περίπου 30 χρόνια.

Μετά τήν Ἀκολουθία τῆς Κηδείας του, ὁ Σεβαστός μας Γέροντας π. Γεώργιος εἶπε τά ἑξῆς λόγια, τά ὁποῖα καταχωροῦμε ἐδῶ αὐτούσια:

            Ἀγαπητοί μου Πατέρες καί τέκνα ἐν Κυρίῳ πνευματικά, ἡ κοίμησις τοῦ μκακαριστοῦ ἀδελφοῦ μας π. Ἀντωνίου, εἶναι ὑπόθεσις λύπης μέν διά τόν πρόσκαιρον χωρισμόν, ἀλλά καί χαρᾶς, διότι οὗτος ἠγωνίσθη θεοφιλῶς καί ἐξεπλήρωσε ὅσα ἔταξε διά τοῦ ἀναδόχου του κατά τό ἅγιον Βάπτισμα γενόμενος Χριστιανός καί ὅσα ὑπεσχέθη πρό τριάκοντα περίπου ἐτῶν γενόμενος μεγαλόσχημος Μοναχός.

Ὅλοι εἴμεθα μάρτυρες τῆς θεαρέστου πολιτείας του. Πιστός, ταπεινός, ὑπάκουος, προσευχητικός, φιλάδελφος, φιλοπονώτατος. Οὐδέποπτε κατέκρινε καί πάντοτε ἐμερίμνα διά νά ἔχη εἰρηνικάς σχέσεις μέ τούς ἀδελφούς.

Κατά τήν ἱεράν αὐτήν στιγμήν αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκην νά τοῦ ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνην μου διά τήν εὐλάβειαν καί τόν σεβασμόν, τόν ὁποῖον ἔτρεφε πρός τό ἀξίωμα τοῦ Καθηγουμένου, ἀλλά καί πρός τό ταπεινό μου πρόσωπον.

Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ σεβασμοῦ πρός τόν Γέροντα            καί πρός τήν Γεροντικήν Σύναξιν ἐδέχθη τό ἀξίωμα τοῦ Προϊσταμένου καί ἐπί ἀρκετά ἔτη διηκόνησε εὐσυνειδήτως καί ὡς Ἀντιπρόσωπος τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς παρά τῆ Ἱερᾶ Κοινότητι.

Ἦλθεν εἰς μεγάλην ἡγλικίαν εἰς τό Ἅγιον Ὄρος ἔχων ἤδη εἰς τόν κόσμον ἀγωνισθῆ ὡς πιστόν τέκνον τῆς Ἐκκλησίας.

Ὡς μοναχός ἔτι περισσότερον ἠγωνίσθη καί ἐχαριτώθη.

Καρπός τοῦ πνευματικοῦ του ἀγῶνος ὑπῆρξε καί ἡ μακαρία τελευτή του. Μέ τελείαν ἐμπιστοσύνην εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τελείαν εἰρήνην εἰς τήν ψυχήν του, ἀλλά καί ἰσχυράν ἐλπίδα εἰς τήν Προστάτιδα ἡμῶν Κυρίαν Θεοτόκον καί εἰς τούς Ἁγίους τῆς Μονῆς μας, Νικόλαον τόν Θαυματουργόν, Γρηγόριον τόν Κτίτορα καί Ἀναστασίαν τήν Ρωμαίαν, παρέδωκε τήν ψυχήν του εἰς χεῖρας Θεοῦ Ζῶντος.

Οἱ πόνοι τῆς ἀσθενείας δέν τοῦ ἐμείωσαν τήν πηγαίαν χαράν τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Χριστόν.

Εἴθε καί ἡμεῖς οἱ περιλειπόμενοι νά τύχωμεν τοιαύτης μακαρίας τελευτῆς.

Πιστεύω ὅτι τόν π. Ἀντώνιον ἔχομεν τώρα πρεσβευτήν εἰς τόν Πανάγιον Τριαδικόν μας Θεόν.

Ὄντως  "μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύῃ σήμερον", ἀείμνηστε ἀδελφέ μας, "ὅτι ἡτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως".

 

 

ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ

Τό 2003 κυκλοφόρησε ἕνα χαριτωμένο ἁγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά καί ἱστορίες ἀπό τήν ζωή παλαιτέρων καί νεωτέρων Πατέρων τοῦ Ἄθωνος. Τιτλοφορεῖται: Ἁγιορείτικα ἀνέκδοτα καί διηγήσεις καί ὄχι μόνο. Συγγραφεύς φέρεται ὁ μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης. Τά διηγήματά του γραμμένα μέ ἁπλῆ καί κατανοητή γλῶσσα, εἶναι διδακτικά καί ὠφέλιμα γιά κάθε καλοπροαίρετο ἀναγνώστη.

Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά τά περιστατικά εὑρῆκα καί τήν ζωή τοῦ π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχοῦ, ἡ ὁποία λόγῳ τῆς μεγάλης ὠφελείας πού θά προσφέρη, σκέφθηκα νά τήν καταχωρήσω ἐδῶ σ᾿ αὐτό τό  Γρηγοριάτικο Γεροντικό, ἐφ᾿ ὅσον κι αὐτός συγκαταλέγεται στήν χορεία τῶν παλαιοτέρων Γρηγοριατῶν πατέρων. Παρουσιάζω τήν περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν᾿ ἀλλοιώσω τά ἱστορικά της στοιχεῖα, ἐνῶ ἡ σύνταξις τοῦ κειμένου θά φέρη τόν προσωπικό χαρακτῆρα τοῦ γράφοντος.

Στήν ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου μετέβη, πρίν ἀπό 100 χρόνια, κάποιος νέος νά μονάση. Ἀσφαλῶς τότε ἡγούμενος ἦτο ὁ ἱκανώτατος Γέροντας ἀρχιμ. π.Συμεών Ἀγγελίδης, ὁ ἐκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ὁ ὁποῖος ἐχρημάτισε ἡγούμενος ἀπό τό 1860 μέχρι τό 1906. Γεννήθηκε ὁ μοναχός αὐτός, ἄγνωστο πότε, στήν Πάτρα καί τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦτο Νικόλαος. Σύμφωνα μέ τήν τάξι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δοκιμάσθηκε ἐπί μία τριετία καί μετά ἐκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ὀνομασθείς Νεκτάριος.

Τήν ἐποχή ἐκείνη, λόγῳ πτωχείας, ἴσως εἶχε εὐλογία κάθε μοναχός, ἀκόμη καί κοινοβιάτης, νά ἀσχολῆται μέ κάποιο ἐργόχειρο γιά τά πρός τό ζῆν ἀναγκαῖα. Ἴσως ὁ μοναχός Νεκτάριος νά ζοῦσε ἐκτός τῆς Μονῆς σάν ἐξαρτηματικός καί ἠσχολεῖτο μέ κάποιο ἐργόχειρο γιά νά καλύπτη τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς του.

Ἤθελε, λοιπόν, ν᾿ ἀγοράση παπούτσια καί μερικά ἄλλα προσωπικά του ἀντικείμενα. Ζήτησε εὐλογία ἀπό τόν Γέροντά του νά πάη στήν Θεσσαλονίκη γιά νά πωλήση τό ἐργόχειρό του. Δέν μᾶς εἶναι γνωστό τί κατεσκεύαζε. Ὁ Γέροντάς του τοῦ ἀπήντησε:

-Δέν πρέπει νά βγῆς, ἔξω π. Νεκτάριε. Εἶσαι νέος μοναχός καί ἴσως κινδυνεύσης.

-Γέροντα, θά πάω νά πωλήσω τά ἐργόχειρό μου καί νά ψωνίσω ὅ, τι προσωπικό μου χρειάζομαι καί νά ἐπιστρέψω.

Ὁ Γέροντας ὅμως δέν εὐλογοῦσε τήν ἔξοδό του, ἀλλά καί ὁ μοναχός δέν παραιτεῖτο ἀπό τό θέλημά του. Τελικά ὑπεχώρησε ὁ Γέροντάς του καί τοῦ εἶπε:

-Πήγαινε, ἀλλά δέν θά καθυστερήσης περισσότερο ἀπό τρεῖς ἡμέρες. Δηλαδή δύο ἡμέρες τό ταξίδι σου καί μία ἡμέρα γιά τά ψώνια σου.

Ἔφυγε ὁ π. Νεκτάριος κι ἔφθασε στήν Θεσσαλονίκη. Ἐνῶ ἐβάδιζε κοντά στόν Βαρδάρη, ὕψωσε τό βλέμμα του σ᾿ ἕνα μπαλκόνι καί εἶδε μία κοπέλλα νά τινάζη τίς κουβέρτες. Ἀλλά καί ἡ κοπέλλα τόν εἶδε καί  ἐπίμονα μέ τό βλέμμα της τόν περιεργαζόταν.

Αὐτός ἐνόμισε ὅτι ἡ κοπέλλα τόν ἐκύτταξε μέ πονηρό λογισμό. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή μπῆκε μέσα του ὁ πειρασμός. Τήν ἑπομένη ἡμέρα ξαναπέρασε πάλι ἀπό ἐκεῖ μήπως καί τήν ἰδῆ. Τό ἴδιο ἔκανε καί τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες.

Οἱ λογισμοί του νά ἐγκαταλείψη τόν μοναχικό του Σχῆμα γιά νά κερδίση τήν κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δέν χάνει καιρό καί θέτει σέ ἐφαρμογή τό σατανικό αὐτό σχέδιο. Κάποιο ἀπόγευμα ἔβγαλε τά ράσα του, ἔκοψε τά γένεια του καί συνέχισε σάν λαϊκός πλέον

τώρα νά συχνάζη σ᾿ ἐκείνη τήν ἑστία τοῦ πειρασμοῦ. Δέν ἄργησε νά προχωρήση καί σέ ἄλλα μέτρα γιά νά μή χάση...τό δόλωμα, πού ὁ διάβολος τοῦ εἶχε βάλει μπροστά του. Ἐνοίκιασε δωμάτιο κοντά σ᾿ αὐτή τήν γειτονιά καί ἐν συνεχείᾳ ἔψαχνε νά βρῆ δουλειά. Γνωρίσθηκε μέ κάποιον, ὁ ὁποῖος καί τόν πῆρε στήν δουλειά του. Μία ἡμέρα εἶπε σ᾿ αὐτόν πού ἦταν ἀφεντικό του στήν δουλειά:

-Αὐτή η κοπέλλα πού μένει ἀπέναντί μας, τήν ἔχω συμπαθήσει καί θέλω νά τήν κάνω γυναῖκα μου.

-Τί λές βρέ Νῖκο; Εἶναι ἀλήθεια; Ξέρεις αὐτή ἡ κοπέλλα εἶναι ἀδελφή ἑνός πολύ καλοῦ φίλου μου. Θά κάνω τό πᾶν νά σέ γνωρίσω μαζί του.

Πράγματι γνωρίσθηκε ὁ Νικόλαος μέ τόν ἀδελφό τῆς κοπέλλας καί ἕνα βράδυ ἐπῆγαν μαζί στό σπίτι της. Τούς ὑποδέχθηκε ἡ μητέρα τῆς κοπέλλας καί τούς προσέφερε ἕνα κέρασμα.

Ἐπῆγε καί πάλι καί πάλι ὁ Νικόλαος στό σπίτι τῆς κοπέλλας. Τότε  εἶπε ὁ φίλος του στόν ἀδελφό τῆς κοπέλλας:

-Ὁ νεαρός Νικόλαος πού ἐγνώρισες ἔχει ἐρωτευθῆ τήν ἀδελφή σου καί θέλει νά τήν κάνη γυναῖκα του.

-Ἀλήθεια, λές βρέ Γιῶργο;

-Ναί, εἶναι σοβαρός ἄνθρωπος.

-Τό βλέπω κι ἐγώ ὅτι εἶναι σοβαρός. Θά τό εἰπῶ στήν μητέρα μου.

Ἡ μητέρα του, ὅταν ἔμαθε τό νέο αὐτό, ἀπόρησε καί τόν ἐρώτησε:

-- Βρέ παιδί μου, αὐτός δέν εἶναι ἀπ᾿ ἐδῶ, εἶναι ἀπό τήν Πάτρα. Πῶς θά δεχθῆ νά φτιάξη οἰκογένεια μακριά ἀπό τούς ἰδικούς του συγγενεῖς;

Τελικά συζήτησαν τό θέμα ὅλοι μαζί καί οἱ γονεῖς τους. Ἡ κοπέλλα τούς εἶπε:

-Ἐγώ, μητέρα, δέν ἔχω σκοπό νά παντρευτῶ ἀκόμη. Τελικά ἡ κοπέλλα δέχθηκε τίς πιεστικές προτάσεις τῶν γονέων της καί ὑποσχέθηκε νά ὑπαντρευθῆ. Ἔτσι μία ἡμέρα ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικολάου καί τῆς Ὄλγας. Γρήγορα ἀπέκτησαν καί τό πρῶτο τους παιδί.

Στό Μοναστήρι οἱ Πατέρες περίμεναν τόν μοναχό Νεκτάριο, ἀλλά ἀκόμη δέν φαινόταν πουθενά...Ὁ Ἡγούμενος καί ὅλοι οἱ Πατέρες ἔμαθαν γιά τά ...κατορθώματά του καί ἔκαναν προσευχή. Παρακαλοῦσαν τόν Θεό νά τόν συγχωρήση καί νά λάβη τήν ἀπόφασι νά ἐπιστρέψη.

Ὁ μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά τήν κοσμική του ζωή, μή μεριμνῶντας γιά τίποτε ἄλλο παρά μόνο γιά τήν οἰκγένειά του, τό παιδί του καί καί τίς δουλειές του. Κάθε ἀνάμνησι γιά τό παρελθόν τήν ἀπέφευγε διότι τόν ἐμπόδιζε στήν ἀπόλαυσι τῆς κοσμικῆς του ζωῆς.

Κάποια ἡμέρα, περίοδος καλοκαιριοῦ, ἐπῆγε μέ τό παιδί του, ἡλικίας τότε ὀκτώ ἐτῶν, στήν παραλία γιά νά κάνουν τό μπάνιο τους. Μετά τό λούσιμο στήν θάλασαα, βγῆκε ἔξω νά παίξη τόπι μέ τόν παιδάκι του. Σέ μιά στιγμή τοῦ εἶπε τό παιδί του:

-Μπαμπᾶ, τί εἶναι αὐτό τό μαῦρο πανί πού ἔχεις ἐπάνω σου;

-Δέν φορῶ κάποιο μαῦρο πανί ἐπάνω μου, παιδί μου!  Δέν βλέπεις ὅτι εἶμαι μόνο μέ τό "μαγιώ";

-Ἐγώ βλέπω νά φορῆς ἕνα μαῦρο πανί μέ κόκκινα γράμματα καί μέ κόκκινο σταυρό στό στῆθος σου.

Ἐδῶ ὁ Θεός  ἄκουσε τίς προσευχές τοῦ Γεροντός του καί τῶν Ἀδελφῶν τῆς Μονῆς του

καί ἔδωσε τήν δυνατότητα στό παιδάκι του νά ἰδῆ μέ τά νοερά καθαρά του μάτια τό ὑπερφυσικό αὐτό φαινόμενο. Εἶδε νά ἔχει ἐνδυθῆ ὁ πατέρας του μέ τό Ἀγγελικό Σχῆμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Σχῆμα τοῦ μοναχοῦ ἀποτυπώνεται σάν σφραγίδα στό στῆθος καί στήν ζωή τοῦ μοναχοῦ. Ἔτσι, κι ἄν ἀκόμη ὁ μοναχός ἀρνηθῆ τό Σχῆμα του, τό Σχῆμα ὅμως δέν τόν ἀρνεῖται. Τόν ἀκολουθεῖ καί αὐτός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά σταθῆ καί θά κριθῆ σάν μοναχός Μεγαλόσχημος.

Ὁ πατέρας του κατάλαβε ἀμέσως τί τοῦ ἔλεγε τό παιδί του. Σκέφθηκε καί μονολόγισε μόνος του: "Ἀκόμη μέ θυμᾶται καί μ᾿ ἀγαπᾶ ὁ Θεός!  Μετά εἶπε στό παιδί του:

-Φεύγουμε. Ἑτοιμάσου νά πᾶμε στό σπίτι μας.

Ἔφθασαν στό σπίτι, ἀλλά ὁ Νικόλαος, ὅπως ἦτο στενοχωρημένος, φαινόταν  ἀγνώριστος ἀπό τήν γυναῖκα του.

-Τί ἔχεις, βρέ Νῖκο, γιατί εἶσαι τόσο στενοχωρημένος; Ἄλλη φορά ἦσουν πάντα χαρούμενος καί γελαστός. Κάτι σοβαρό σοῦ συμβαίνει. Θέλω νά μοῦ τό εἰπῆς.

-Ἑτοίμασε νά φᾶμε καί μετά θά σοῦ εἰπῶ τά πάντα μέ εἰλικρίνεια.

Μετά τό φαγητό, ἔβαλαν τό παιδί νά κοιμηθῆ καί τότε ὁ Νικόλαος τῆς ἀπεκάλυψε γιά πρώτη φορά στήν γυναῖκα του τά ἑξῆς:

-Ἄκουσέ με, Ὄλγα. Ἐγώ, πρίν σέ γνωρίσω καί σέ ζητήσω γιά γάμο ἤμουν μοναχός στό Ἅγιον Ὄρος. Ἦλθα γιά δουλειές μου στήν Θεσσαλονίκη. Σέ εἶδα, σέ ἐρωτεύθηκα. Πέταξα τά ράσα μου καί τό Σχῆμα μου, ἐγκατέλειψα τίς καλογερικές μου ὑποχρεώσεις καί τό μοναστήρι μου γιά νά πάρω ἐσένα. Σήμερα τό παιδί μας, μέ θεία νεῦσι, εἶδε ἐπάνω στό στῆθος μου τό Ἀγγελικό μου Σχῆμα, τό ὁποῖον καί κατερύπωσα μέ αὐτή τήν ἄσωτη ζωή μου..

-Τί εἶναι αὐτά πού λέγεις, βρέ Νῖκο; Ἄν εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού μοῦ λέγεις, τότε εἶσαι δολοφόνος...Κατέστρεψες τρία σπίτια: Τό δικό μας, τῆς μητέρας μου καί ἐπρόσβαλλες τό μοναστήρι σου καί τό Ἅγιο Σχῆμα σου...Σήκω καί φῦγε ἀμέσως...Καί τά δάκρυά της ἐπήγαιναν ποτάμι. Ἦτο ἄνθρωπος τῆς ἐκκλησίας..

-Θά φύγω τῆς εἶπε αὐτός καί θά γυρίσω στό Μοναστήρι μου. Ἄν μέ κρατήσουν θά μείνω γιά πάντα ἐκεῖ καί ἐκεῖ θά πεθάνω. Ἐάν δέν μέ κρατήσουν, θά σκεφθῶ ποῦ θά πάω..

-Φῦγε, ἀμέσως γιά τό μοναστήρι σου. Μή σκέπτεσαι ἐμένα καί τό παιδί μας. Θά φροντίση γιά ἐμᾶς ὁ Θεός. Φῦγε γιά νά μή καταδικασθῆς αἰώνια. Ὅσο καθυστερῆς στόν κόσμο, τόσο παροργίζεις τόν Πανάγαθο Θεό μας. Ἐάν κάνης ἔτσι καί μετανοήσης εἰλικρινά θά σέ συγχωρέση ὁ Θεός καί θά σέ σώση...

-Σέ παρακαλῶ, τῆς εἶπε, μήν εἰπῆς τίποτε στό παιδί μας. Ὅταν μεγαλώση θά μάθη ἀπό σένα ποιός εἶναι καί ποῦ εἶναι ὁ πατέρας του...

Πράγματι, ἔφθασε στό μοναστήρι του συντετριμμένος σάν τόν ἄσωτο υἱό ὁ Νεκτάριος. Μόλις τόν εἶδε ὁ Γέροντάς του, τόν γνώρισε, τόν ἀγκάλιασε καί τόν ἔφερε μέσα στό Μοναστήρι.

Ὁ Νεκτάριος ἔπεσε στά πόδια του καί μέ στεναγμούς παρακαλοῦσε καί τοῦ ἔλεγε:

-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Εἶμαι ὁ δεύτερος ἄσωτος γυιός. Δέν εἶμαι ἄξιος νά στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα τό Σχῆμα μου, τό ὁποῖο ἀπό τά χέρια σου ἔλαβα. Δέν ἔχω  μάτια νά σ᾿ ἀντικρύσω. Δέξαι με ὄχι σάν δοῦλο σου, ὄχι σάν γυιό σου, ἀλλά σάν τό σκουλήκι καί τό σκουπίδι τῆς γῆς.

Ἐν τῶ μεταξύ ἦλθαν κι οἱ ἄλλοι Ἀδελφοί καί Πατέρες. Ἄλλοι ἔκλαιγαν καί ἄλλοι ἐχαίροντο γιά τήν ἐπιστροφή του. Σηκώθηκε ὁ Γέροντάς τους, παπᾶ Συμεών, τόν ἀγκάλιασε καί πήγανε μαζί στό Ἀρχονταρίκι. Ἐκεῖ τοῦ ἐξωμολογήθηκε ὁ Νεκτάριος ὅλα τά παθήματά του. Καί ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε:

-Παιδί μου, ὅλοι ἐμεῖς, ἐγώ ὁ Γέροντάς σου καί οἰ Ἀδελφοί σου σέ δεχόμεθα καί πάλι στό μοναστήρι. Ὅμως θά πᾶς νά μείνης στήν σπηλιά τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, τοῦ Κτίτορος τῆς Μονῆς μας.

Ὁ Νεκτάριος δέχθηκε τήν ἐντολή τοῦ π. Συμεών καί τόν εὐχαρίστησε διότι τόν δέχθηκαν καί πάλι στό μοναστήρι.

Ὁ Γέροντάς του τοῦ ἔδωσε μία φραντζόλα ψωμί καί νερό καί τόν ἐπῆγε ὁ ἴδιος νά τόν ἐγκαταστήση μέσα στήν σπηλιά. Ἐκεῖ ἐπέρασε ὁ Νεκτάριος ἕνα μῆνα μ᾿ αὐτό τό ψωμί. Ὅταν πεινοῦσε ἔτρωγε καί λίγα χόρτα, ἀπ᾿ αὐτά πού φύτρωναν ἔξω ἐκεῖ στά κηπάρια τοῦ Καθίσματος τῆς Παναγίας. Εἶχε βέβαια πολύ ἀδυνατίσει.

Μετά ἀπό ἕνα μῆνα τόν ἐπισκέφθηκε καί πάλι ὁ Γέροντάς του καί τοῦ ἔφερε νερό καί ψωμί. Τόν ἐρώτησε:

-Πῶς εἶσαι, πάτερ Νεκτάριε;

-Καλά μέ τίς εὐχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ὁ Θεός, πολύ καλά.

-Θά ἔλθη καιρός νά κατέβης καί κάτω στό Μοναστήρι μας, ἀλλά ὄχι τώρα. Τώρα μόνο ἐσύ θά κάνης νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή γιά νά δεχθῆ τήν μετάνοιά σου ὁ Θεός.

Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό τοῦ μετέφερε ὁ Γέροντάς του μέσα σέ μία στάμνα βρεγμένα ὄσπρια. Τοῦ εἶπε:

-Πάρε αὐτή τήν στάμνα μέ τά ὄσπρια, ὅσα εἶναι μέσα. Θά βάζης τό χέρι σου μόνο μία φορά τήν ἡμέρα καί ὅσα βγάζης, θά τά τρῶς. Πάρε κι αὐτά τά δύο πρόσφορα καί τό νερό σου.

Ἦλθε καιρός καί πέθανε ὁ παπᾶ Συμεών καί τόν διαδέχθηκε ὁ παπᾶ Ἰάκωβος. Συνέχιζε κι αὐτός νά τοῦ πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, ὅπως ὁ προηγούμενος.

Μέ τίς προσευχές καί τά δάκρυα καθαρίσθηκε ἡ ψυχή τοῦ π. Νεκταρίου. Ἤδη εἶχε φθάσει καί 75 ἐτῶν.

Μία ἡμέρα τόν ἐρώτησε ὁ Ἡγούμενος:

-Πῶς πᾶς, Ἀδελφέ;

-Καλά, δόξα σοι ὁ Θεός, Γέροντα. Καί ἄρχισε νά κλαίη ἀσταμάτητα. Μόλις ἡσύχασε λίγο, εἶπε στόν Γέροντά του:

-Γέροντα, ἔρχεται ἕνα πουλάκι καί μοῦ κάνει παρέα.

Ὁ Γέροντας κατάλαβε ὅτι ἦτο τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά  τόν ρώτησε:

--Τί πουλάκι εἶναι αὐτό, Νεκτάριε;

-Νά, εἶναι ἕνα ἄσπρο καί ὡραῖο πουλάκι. Ἔρχεται καί μέ κυττάει. Μοῦ κάνει παρέα καί μετά ἀπό λίγο φεύγει καί πάλι ἔρχεται.

-Καλά, παιδί μου, συνέχισε τήν προσευχή σου.

Τελικά ὁ π. Νεκτάριος ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν 80 ἐτῶν.

Μία ἡμέρα τόν ἐπισκέφθηκε καί πάλι ὁ Γέροντάς του καί τόν ρώτησε:

-Πῶς πᾶς, Ἀδελφέ Νεκτάριε;

-Καλά, Γέροντα. Νά τό πουλάκι ἦλθε καί πάλι πολύ κοντά μου. Ἅπλωσα τό χέρι μου νά τό πιάσω, ἀλλά αὐτό μ᾿ ἕνα πήδημα μπῆκε μέσα στό στόμα μου καί ἀπό τότε πάλι δέν ἔρχεται. Τώρα πῶς θά τό βγάλω ἀπό μέσα μου; Καί ἄρχισε να κλαίη.

-Δέν πειράζει. Μήν ἀνησυχῆς, Νεκτάριε. Τώρα εἶναι καιρός νά γυρίσης στό μοναστήρι μας. Θά μένης στό γηροκομεῖο καί θά σ᾿ ἔχουμε κοντά μας.

-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ π. Νεκτάριος. Καλά εἶμαι ἐδῶ. Ἄφησέ με νά πεθάνω ἐδῶ στήν σπηλιά σέ παρακαλῶ.

-Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς του, πρέπει νά κάνης ὑπακοή καί νά κατέβης στήν Μονή.

-Καί ἀφοῦ ἦτο θέμα ὑπακοῆς, κατέβηκε μαζί του στήν Μονή ὁ π. Νεκτάριος καί ἔμενε πλέον στό γηροκομεῖο. Σέ ἡλικία 85 ἐτῶν ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω. Ἔκαμαν τήν κηδεία του καί στά τρία χρόνια ἔβγαλαν τά ὀστᾶ του. Τί τό ἐξαίσιο καί θαυμάσιο; Τά ὀστᾶ του εὐωδίαζαν. Ἀπ᾿ αὐτό ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας τί καρπούς πνευματικούς ἠμπορεῖ νά φέρη ἡ ὑπακοή καί ἡ μετάνοια.

Δόξα στόν Πανοικτίρμονα Θεό μας, ὁ Ὁποῖος δέχθηκε τήν μετάνοια τοῦ μοναχοῦ Νεκταρίου καί τόν ἐπανέφερε ὄχι μόνο στήν μοναχική τάξι, στήν ὁποία εὑρισκόταν καί παλαιότερα, ἀλλά καί τόν ἀρίθμησε μεταξύ τῶν χορῶν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου γέροντος Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος ἀνῆλθε ἐξ ἅδου κατωτάτου καί μᾶς ἄφησε σάν πνευματική κληρονομία τό ὑπέροχο παράδειγμα τῆς συνεχοῦς μέχρι θανάτου μετανοίας του.

 

 

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ πρεσβείαις πάντων τῶν Ὁσίων Γεροντάδων μας καί τοῦ ἁγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου ἀξίωσον καί ἡμᾶς τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Ἀμήν.